Στίς ἀρχές τοῦ 15ου αἰῶνα ὁ Ἰταλός κληρικός Χριστόφορος Μπουοντελμόντι (Cristoforo Buondelmonti) ταξίδεψε ἀπό τή Ρόδο ὅπου εἶχε ἐγκατασταθεῖ τό 1406 σέ 74 νησιά τοῦ Αἰγαίου “ἐν φόβῳ καί μεγάλη ἀνησυχία”, ὅπως γράφει ὁ ἴδιος στό χρονικό του, τό Βιβλίο τῶν νησιῶν τοῦ Ἀρχιπελάγους (Liber Insularum Archipelagi). H πειρατεία μάστιζε τό Αἰγαῖο καί οἱ ἐπιδρομές τῶν Τούρκων ἀνάγκαζαν τούς νησιῶτες νά ἀποσύρονται σέ δυσπρόσιτες ὀρεινές περιοχές ἤ νά ἐγκαταλείπουν τούς τόπους τους. Τό 1418 ὁ Μπονοντελμόντι πέρασε ἀπό τά Ψαρά πού τά βρῆκε ἀκατοίκητα, ὅπως ἐπίσης τήν Τένεδο καί τόν Ἅγιο Εὐστράτιο, γιά τόν ὁποῖο σημειώνει: “Μόνο ἄγρια ζῶα ζοῦν σ’ αὐτόν τόν τόπο”.
Τά Ψαρά κατοικήθηκαν ξανά γιά νά καταστραφοῦν ὁλοσχερῶς τό 1522 ἀπό τόν Σουλεϊμάν Α’ τόν Μεγαλοπρεπῆ, μετά τή διάλυση τοῦ τάγματος τῶν Ἰωαννιτῶν ἱπποτῶν στή Ρόδο. Ὁ Κωνσταντῖνος Νικόδημος στό Ὑπόμνημα περί τῆς Νήσου Ψαρῶν μᾶς πληροφορεῖ ὅτι τό 1533 ὁ Βενετός ναύαρχος πού κατευθυνόταν πρός τή Σμύρνη, στάθμευσε στό νησί καί τό βρῆκε ἔρημο. Ἑκατό χρόνια μετά, τά Ψαρά ξανακατοικήθηκαν ἀπό οἰκογένειες τῆς Εὔβοιας καί τῆς Θεσσαλίας, οἱ ὁποῖες ἀσχολήθηκαν μέ τή γεωργία καί τήν ἁλιεία. Σταδιακά σχηματίσθηκε ὁ οἰκισμός, ὁ ὁποῖος τό 1739 εἶχε χίλιους κατοίκους. Ἀπό τούς πρώτους κατοίκους ἦταν κάποιος Ἀδάμ ὁ ὁποῖος ἀποβιβάστηκε στό νησί μέ τήν οἰκογένειά του καί διέμεινε σέ μία σπηλιά στό βόρειο μέρος, ἡ ὁποία ὀνομάστηκε “τοῦ Ἀδάμ ἡ σπηλιά“.
Τά Ψαρά, μέ συγκροτημένη κατά τήν περίοδο αὐτή κοινότητα, ὑπάγονταν στή δικαιοδοσία τοῦ καπουδᾶν πασᾶ μαζί μέ ἄλλα 33 νησιά τοῦ Αἰγαίου Πελάγους. Ἄμεσος βοηθός καί συχνότατα ἀντικαταστάτης τοῦ καπουδᾶν πασᾶ ἦταν ὁ δραγουμάνος τοῦ στόλου. Ἀπό τό 1701 ὥς τήν ἑλληνική ἐπανάσταση στό ἀξίωμα αὐτό ἀνέρχονταν μόνο Ἕλληνες Φαναριῶτες, πού μέ τήν ἐπιρροή τους στήν Πύλη καί μέ τίς εὐρύτατες ἁρμοδιότητές τους ἐξασφάλισαν τή χορήγηση εἰδικῶν προνομίων στά νησιά.
Ἀπό τά μέσα τοῦ 18ου αἰῶνα σημειώθηκε στροφή τῶν Ψαριανῶν πρός τή θάλασσα. Οἱ πρῶτες ψαριανές σακολέβες, πού πραγματοποιοῦσαν ταξίδια πρός τή Χίο, τή Μυτιλήνη, τίς ἰωνικές ἀκτές καί δυτικά πρός τήν Εὔβοια καί τή Θεσσαλία ἀντικαταστάθηκαν ἀργότερα ἀπό μεγαλύτερα πλοῖα. Τό 1770 οἱ Ψαριανοί εἶχαν 36 σακολέβες, ἐνῶ μετά τά ὀρλωφικά ναυπήγησαν 45 γαλιότες. Ἦταν δέ γνωστοί γιά τήν πειρατική τους δράση καί γιά τόν λόγο αὐτό τά Ψαρά ἀποκαλοῦνταν “Κιουτσούκ Μάλτα”, Μικρή Μάλτα, συναγωνιζόμενα προφανῶς τή φήμη τῆς Μάλτας ὡς τόπο κουρσάρων.
Κατά τό δεύτερο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787-1792) καί τήν ἀπειλητική γιά τόν τουρκικό στόλο παρουσία τοῦ Λάμπρου Κατσώνη στίς ἑλληνικές θάλασσες, ἡ Πύλη “λαβοῦσα ὑπονοίας κατά τῶν Ψαριανῶν, ἴνα μή ἐπαναστατήσωσι καί αὔθις ἀπεφάσισε τόν μετοικισμόν των εἰς τήν Ἀσίαν καί τάς νήσους”. Τό σχέδιο αὐτό τελικά δέν πραγματοποιήθηκε, χάρη στήν ἐπέμβαση τοῦ δραγουμάνου τοῦ στόλου Κωνσταντίνου Χάντζερη, οἱ Ψαριανοί ὅμως ὑποχρεώθηκαν νά στείλουν στόν καπουδᾶν πασά λεπτομερῆ κατάλογο τῶν πλοίων τους, ὁ ὁποῖος περιελάμβανε 57 πλοῖα μέ τά ὀνόματα τῶν πλοιοκτητῶν (καραβοκυραίων), συνολικῆς χωρητικότητας 362.820 κανταριῶν μέ πλήρωμα 850 ἄνδρες. Ἄν λάβουμε ὑπ’ ὄψη τόν πληθυσμό τῶν Ψαρῶν πού στίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰῶνα ὑπολογίζεται κατά τούς περιηγητές σέ 3.000, καταλήγουμε στό συμπέρασμα ὅτι στούς τέσσερις κατοίκους ὁ ἕνας ἦταν ναυτικός.
Στούς ταρσανάδες τοῦ νησιοῦ κατά τήν τελευταία δεκαετία τοῦ 18ου αἰῶνα ναυπηγήθηκαν μεγάλα πλοῖα – τό 1794 ναυπηγήθηκε πλοῖο 150 τόννων – καί ἡ ναυπηγική βελτιώθηκε ἀπό τό Σταμάτη Κοφουδάκη. Τό 1805 τό λιμάνι χωροῦσε περισσότερα ἀπό ἑξῆντα πλοῖα, σύμφωνα μέ τίς πληροφορίες τοῦ Πουκεβίλ καί τά ψαριανά καράβια αὐλάκωναν τίς θάλασσες τῆς Μεσογείου ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια ὡς τήν Ὀδησσό καί ἀπό τήν Σμύρνη ὡς τά λιμάνια τῆς Γαλλίας καί τῆς Ἱσπανίας. Ἀξίζει νά ἀναφέρουμε ὅτι τό κοινοτικό σύστημα τῶν Ψαρῶν ἦταν δημοκρατικό καθώς ὅλοι οἱ Ψαριανοί εἶχαν λόγο γιά τά θέματα τοῦ νησιοῦ ἀντίθετα μέ τήν ὀλιγαρχική ὀργάνωση τῆς Ὕδρας καί τῶν Σπετσῶν.
Ὑπόμνημα τῆς νήσου Ψαρῶν
«Οἰκογένειαι Ἑλλήνων, μή δυνάμεναι νά ὑποφέρωσι τήν τυραννίαν τῶν Τούρκων εἰς Εὔβοιαν, εἰς Θετταλομαγνησίαν καί εἰς ἄλλα διάφορα μέρη τῆς Δυτικῆς Ἠπείρου, ἀνεχώρησαν κατά καιρούς ἐκεῖθεν διά νά μεταβῶσιν εἰς τήν Μικράν Ἀσίαν, ὅπου ἡ τυραννία τῶν Τούρκων ὑπῆρχεν ἐλαφροτέρα καί ἀπό ἐναντίους ἀνέμους ἐλλιμενίσθησαν εἰς Ψαρά, προτιμήσασαι νά μείνωσιν εἰς τήν ξηράν νῆσον ἐλεύθεραι, παρά νά ὑπάγωσιν εἰς ἐλαφρότερον ζυγόν εἰς τήν Μικράν Ἀσίαν.
Οἱ νέοι οὗτοι Ἕλληνες σύνοικοι κατώκουν σποράδην εἰς διάφορα μέρη τῆς νήσου καλλιεργοῦντες τήν γῆν. Οἱ περιπλέοντες τό Αἰγαῖον τότε πειραταί προσορμιζόμενοι εἰς ἀπόκρυφά τῆς νήσου μέρη, ἐξήρχοντο εἰς τήν ξηράν καί ἐνεδρεύοντες ἐκακοποίουν ὅσους τυχαίως συνελάμβανον. Διά ν’ ἀσφαλίζωνται δέ ἀπό τάς ἐνέδρας τῶν πειρατῶν ὠκοδόμησαν κάστρον καί εἰσερχόμενοι ὁμοῦ μέ τά ζῶα των κάθε ἑσπέρας ἐντός τοῦ κάστρου, διέμενον ἕως τήν ἐπιούσαν καί δέν ἐξήρχοντο νά ὑπάγωσιν εἰς τούς ἀγρούς των, ἐάν δέν ἐβεβαιοῦντο ἀπό ἀπεσταλμένους τούς ὁποίους ἔπεμπον ἐπί τούτω καί ἐπαρατήρουν, ὅτι πλοῖα πειρατικά δέν εἶναι ἠγκυροβολημένα.
Κηρυχθέντος τοῦ πολέμου κατά τό ἔτος 1769 μεταξύ Ρωσσίας καί Τουρκίας, ὁ ρωσσικός στόλος ἐλθῶν εἰς τό Αἰγαῖον ἐλλιμενίσθη εἰς Ψαρά, οἱ δέ Ψαριανοί, ἰδόντες αὐτόν, καί ἀγνοοῦντες τά πλοῖα καί ἡ σημαία αὐτῶν ποίου ἔθνους εἶναι, εὑρέθησαν πρός στιγμήν εἰς ἀπορίαν, ὄτε ἐξελθόντων τῶν Ρώσσων εἰς τήν πόλιν τῶν Ψαρῶν, ἐκοινοποίησαν εἰς τούς Ψαριανούς τόν σκοπόν των, δηλαδή ὅτι ὁ πόλεμος αὐτῶν εἶναι ἡ καταστροφή τοῦ τουρκικοῦ βασιλείου καί ἡ ἀνόρθωσις τοῦ χριστιανικοῦ καί τούς πρότειναν νά ἐπαναστατήσωσι καί αὐτοί κατά τοῦ σουλτάνου.
Μετά τήν κατασκευήν τοῦ πυρπολικοῦ ἐζήτησαν παρά τοῦ ρωσσικοῦ στόλου πυρπολιστάς καί δέν εὑρέθησαν, εἰμή δύο, ὁ εἷς Ἄγγλος καί ὁ ἕτερος Ἕλλην Μυκώνιος. Πρός ἐπιτυχίαν δέ τοῦ σκοποῦ, εὑρῶν τόν ἄνεμον ἐπιτήδιον, μιά τῶν ἡμερῶν ὁ ρωσσικός στόλος ἐπλησίασε εἰς τόν ὀθωμανικόν ἠγκυροβολημένον ὄντα εἰς Τσεσμέν καί ἔχοντα τάς πρώρας του εἰς τήν ξηράν καί τάς πρύμνας του εἰς τό πέλαγος, ἤρξατο τόν πυροβολισμόν. Ὁ δέ Ἄγγλος πλοίαρχος, κατά τήν ὑπόσχεσίν του, ἐπλησίασεν εἰς τό κανονοστάσιον τῆς ξηρᾶς, ἐκ τῶν πληρωμάτων τοῦ τουρκικοῦ στόλου ἄλλοι μέν ἀνεχώρουν διά τῶν λέμβων καί ἄλλοι ἔπιπτον εἰς τήν θάλασσαν καί ἔβγαινον εἰς τήν ξηράν, παρήτησαν δέ καί τό τῆς ξηρᾶς κανονοστάσιον οἱ Ὀθωμανοί. Ἐν τῷ μέσῳ αὐτοῦ τοῦ κρότου καί τοῦ καπνοῦ τῶν πυροβόλων διεύθυνον καί οἱ πυρπολισταί τό πυρπολικόν εἰς τάς πρύμνας τῶν ὀθωμανικῶν πλοίων καί θέσαντες τό πῦρ ἔγιναν παρανάλωμα τοῦ πυρός τά ὀθωμανικά πλοῖα, οἱ δέ πυρπολισταί ἐσώθησαν ἀβλαβεῖς μέ μίαν μικράν λέμβον, ὅπου εἶχον εἰς τόν ρωσσικόν στόλον.
Μετά τόν πυρπολισμόν τοῦ ὀθωμανικοῦ στόλου εἰς Τσεσμέ, ὁ ρωσσικός στόλος ἐπέστρεψε εἰς Ψαρά, παρακινῶν καί αὔθις τούς Ψαριανούς νά ἐπαναστατήσωσι, προσθέτων αὐτοῖς, ὅτι δέν ἔχωσι πλέον νά φοβηθῶσιν, ἀφοῦ εἶδον πυρπολούμενον τόν ὀθωμανικόν στόλον. Οἱ Ψαριανοί, ἐνθουσιασμένοι διά τήν ἀνέγερσιν τοῦ χριστιανικοῦ βασιλείου καί κατά τήν πατροπαράδοτον κοινήν γνώμην, ὅτι τό χριστιανικόν βασίλειον θά γίνη ἀπό τό ξανθό γένος τῶν Ρώσσων, ἔχοντες καί ἄσπονδο μῖσος κατά τῶν Ὀθωμανῶν, ὕψωσαν τήν ρωσσικήν σημαίαν, θεωροῦντες αὐτήν ὡς σημαίαν τῆς ἐλευθερίας των.
Ἐντεῦθεν ἄρχεται (1770) ἡ πρώτη ἐπανάστασις τῶν Ψαριανῶν κατά τῆς ὀθωμανικῆς ἐξουσίας.»
Ὑπόμνημα τῆς νήσου Ψαρῶν, Νικόδημος Κωνσταντῖνος
Ἡ κήρυξη τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821 βρῆκε τούς Ψαριανούς προετοιμασμένους ψυχολογικά καί ὑλικά γιά τόν Ἀγῶνα. Τό 1818 εἶχε μυηθεῖ στή Φιλική Ἑταιρεία ὁ Νικολῆς Ἀποστόλης ἀπό τόν Ἠλία Χρυσοσπάθη καί ὁ Δημήτριος Μαμούνης ἀπό τόν Παναγιώτη Δημητρακόπουλο. Ὁ Ἀποστόλης ἀμέσως μετά τήν ὕψωση τῆς ἐπαναστατικῆς σημαίας στό νησί ἐκλέχθηκε ἀπό τούς προκρίτους καί τόν λαό ναύαρχος τῆς νήσου Ψαρῶν. Καί οἱ δύο ἀμέσως μετά τή μύησή τους γύρισαν στά Ψαρά ὡς ἔφοροι τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. Τόν Ἰανουάριο τοῦ 1821 ἔφτασε στό νησί ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους Ἀποστόλους τῶν Φιλικῶν, ὁ Πάτμιος Δημήτριος Θέμελης, ὁ ὁποῖος διεύρυνε ἀκόμα περισσότερό τη δύναμη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας. Ἡ ἐπαναστατική σημαία ὑψώθηκε στίς 10 Ἀπριλίου 1821, ἀνήμερα τοῦ Πάσχα, καί τήν ἴδια ἡμέρα ὁ Νικολῆς Ἀποστόλης ἀπηύθυνε γράμμα στούς ἐφόρους τῶν Σπετσῶν Παναγιώτη Μπόταση καί Γεώργιο Πάνου, ἀναγγέλλοντάς τους ὅτι εἴκοσι ἐκ τῶν καλυτέρων πλοίων τοῦ νησιοῦ εἶναι ἕτοιμα πρός καταδίωξιν τῆς ὀθωμανικῆς μοίρας τοῦ καπετάν μπέη.
Οἱ Ψαριανοί δέν ἔλαβαν ὑπ’ ὄψη τους τή γεωγραφική θέση τοῦ νησιοῦ τους, τό ὁποῖο βρισκόταν πολύ κοντά στίς βάσεις τοῦ ὀθωμανικοῦ στόλου. Ἀντίθετα πρῶτοι αὐτοί τόλμησαν νά κτυπήσουν τόν ἐχθρό στά μικρασιατικά παράλια. Ἐκεῖ συνάντησαν τουρκικά πλοῖα γεμάτα μέ ταγκαλάκια (Τοῦρκοι στρατιῶτες ἀπό τήν Ἀσία) καί ἄλλα μέν τά βούλιαξαν ἄλλα δέ τά αἰχμαλώτισαν. Στή συνέχεια ἔκαναν ἐπιδρομές στά παράλια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί στόν Ἑλλήσποντο, μέ τά πλοῖα τῶν Γιαννίτση, Ἀποστόλη, Ἀγγελή καί Γιάνναρη. Τό ὀχυρό Ἴμπριτζε στά παράλια της Ἀνατολικῆς Θράκης ὑπῆρξε ὁ πρῶτος στόχος τῶν παράτολμων Ψαριανῶν, οἱ ὁποῖοι ἀποβίβασαν μέ λέμβους ἔνοπλα πληρώματα καί μετά ἀπό αἰφνιδιαστική ἐπίθεση κατέλαβαν τό ὀχυρό καί ἀφαίρεσαν τά πυροβόλα του.
Δύο ἄλλα ψαριανά πλοῖα τοῦ Κοτσιᾶ καί τοῦ Καρακωνσταντῆ μπῆκαν στόν Θερμαϊκό Κόλπο καί συνάντησαν ἕνα τούρκικο μπρίκι καί μία γολέτα. Οἱ Τοῦρκοι ναῦτες τά ἔριξαν στήν ξηρά καί ἔτρεξαν γιά νά σωθοῦν, χαρίζοντας στούς Ψαριανούς 24 μπρούτζινα κανόνια. Οἱ Ψαριανοί μέ τίς συχνές περιπολίες τους στίς ἀκτές τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ματαίωσαν ὅλες τίς προσπάθειες τῶν Τούρκων νά ἀνεφοδιάσουν τούς ὁμοθρήσκους τους σέ Πελοπόννησο καί Στερεά Ἑλλάδα. Γιά νά ἔχουν δέ, καλύτερη ἐποπτεία τῆς θαλάσσιας περιοχῆς γύρω ἀπό τό νησί, ἔστησαν ὀπτικό τηλέγραφο στό νησί, πάνω στό βουνό Νεροβίγλι, τό ὁποῖο ἔκτοτε ὀνομάστηκε “Τηλέγραφος”.
Ὑπόμνημα τῆς νήσου Ψαρῶν – συνέχεια
«Μεταξύ τῶν Ψαριανῶν ὑπῆρχον τινές κατηχημένοι εἰς τά μυστήρια της Φιλικῆς Ἑταιρίας, τούτων δ’ ἔφοροι ἦσαν ὁ Νικόλαος Ἀποστόλης καί ὁ Δημήτριος Μαμούνης. Καταβᾶς δέ ὁ Δημήτριος Θέμελης εἰς τό Αἰγαῖον μετέβη εἰς Ψαρά κατά τόν Ἰανουάριον τοῦ 1821 καί κατήχησε καί ἄλλους, συστήσας νέους ἐφόρους τόν Ἀντώνιον Κατσουλέρην, Κυριάκον Μαμούνην, Γεώργιον Κομνηνόν καί Νικόλαον Σπανόν, ὑπό τό ὄνομα Ἐφορία Δήμου τῶν Ἀχαιῶν. Οὗτοι δέ κατήχησαν καί ἄλλους καί τό μυστήριόν της ἐλευθερίας διεδόθη.
Γενομένης δέ γνωστῆς κατά τόν Μάρτιον τῆς ἐπαναστάσεως τοῦ Ὑψηλάντου εἰς Μολδοβλαχίαν, καί ἀναγνωσθείσης τῆς προκηρύξεως τούτου, ἐπί συνεδριάσεως εἰς τό κατάστημα τῆς δημογεροντίας, οἱ Ψαριανοί ἤρχισαν νά ἑτοιμάζονται. Ὤπλιζε δέ τότε ἕκαστος πλοίαρχος τό πλοῖον τοῦ εἰς πολεμικόν καί ἐπρόβλεπεν ἕκαστος Ψαριανός τά ἀναγκαῖα πρός ὁπλισμόν του.
Τήν Μεγάλην Παρασκευήν ἐλθῶν ἀπό Κωνσταντινουπόλεως εἰς Ψαρά ὁ Χατζή Γιάννης Σκανδάλης, ὅστις εὑρίσκετο ἐκεῖ δι’ ὑποθέσεις τοῦ κοινοῦ, ἀνήγγειλεν ὅτι ὁ σουλτάνος διέταξε καί ἦλθον στρατεύματα εἰς Κωνσταντινούπολιν, διέταξε δέ καί τήν σφαγήν πολλῶν Φαναριωτῶν καί προκρίτων τοῦ Γένους καί τήν φυλάκισιν τῶν ἀρχιερέων.
Τήν ἡμέραν τοῦ Πάσχα ἔφθασεν εἰς Ψαρά ἐκ Σπετσῶν ὁ πλοίαρχος Γκίκας Τσούπας μέ τό πλοῖον του, ἔχων ὑψωμένην τήν σημαίαν τῆς ἐλευθερίας, πληροφορήσας δέ τούς Ψαριανούς ὅτι αἱ Σπέτσαι ὕψωσαν τήν σημαίαν τῆς ἐπαναστάσεως ἀπέπλευσεν ἐκεῖθεν καί συλλαβῶν ἔξω τοῦ δυτικοῦ μέρους τῶν Ψαρῶν πλοῖον μέ ὀθωμανικήν σημαίαν, διευθύνθη ἀλλαχόθεν. Ἐν τοσούτῳ τήν αὐτήν ἡμέραν τοῦ Πάσχα συναθροισθείς ὁ λαός εἰς τό δημογεροντικόν κατάστημα κατεβίβασε τήν τουρκικήν σημαίαν, κατεξέσχισεν αὐτήν καί κατεσύντριψε τά ὀθωμανικά σύμβολα, τά εὑρισκόμενα ἄνωθεν τῆς θύρας τοῦ καταστήματος τούτου. Ἀπό τῆς στγμῆς δ’ ἐκείνης δίδοντες πρός ἀλλήλους τόν ἀδελφικόν ἀσπασμόν τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης μετά τοῦ “Χριστός Ἀνέστη” ἔλεγον καί ἡ “Ἑλλάς Ἀνέστη”.
Τήν 18ην Ἀπριλίου 1821 ἀφοῦ ἦλθεν ἐκ Χίου εἰς Ψαρά ὁ συμπολίτης των Νικόλαος Καρακωνσταντής, μαθόντες ὅτι εἰς τά παράλια της Ἰωνίας καί Ἐφέσου συνήχθησαν ὀθωμανικά στρατεύματα διά νά μεταβῶσιν εἰς Ἤπειρον καί Πελοπόννησον ἴνα καταπνίξωσι τήν ἐπανάστασιν κατά τήν γέννεσίν της, ἀπεφάσισαν τήν ἀποστολήν ὀκτώ πλοίων καί ὀκτώ μυστίκων ἴνα ἐμποδίσωσι τήν μετάβασιν τῶν στρατευμάτων εἰς τά εἰρημένα μέρη, διώρισαν δέ καί ναύαρχον τόν Νικόλαον Ἀποστόλην ἐνῶ οἱ λοιποί καπεταναῖοι ἦσαν οἱ: Ἀνδρέας Γιαννίτσης, Γεώργιος Σκανδάλης, Νικόλαος Ἀργύρης, Νικόλαος Κοτζιᾶς, Χατζή Γεώργιος Κοτζιᾶς, Γεώργιος Ἀποστόλης καί Ἰωάννης Μακρής.
Τά εἰς τά παράλια της Ἰωνίας καί Ἐφέσου παραπλέοντα πλοῖα ψαριανά συνέλαβον πολλά ὀθωμανικά πλοῖα μέ πολλούς ὀθωμανούς ὁπλοφόρους καί μέ πάμπολα λάφυρα, κατεβύθισαν δέ καί ἕν ὀθωμανικόν πλοῖον μεταξύ Μυτιλήνης καί Φωκαίας, φέρων στρατιώτας, ὑπῆρχον δέ εἰς αὐτό πάμπολα λάφυρα.»
Ὑπόμνημα τῆς νήσου Ψαρῶν, Νικόδημος Κωνσταντῖνος
Ὅταν οἱ Ψαριανοί ἔμαθαν γιά τήν ἐπικείμενη ἔξοδο τοῦ ὀθωμανικοῦ στόλου ἀπό τά Δαρδανέλια, συνεδρίασαν γιά νά σκεφθοῦν πώς θά τόν ἀντιμετωπίσουν. Ἔχοντας τή γνώση τῆς χρήσης πυρπολικῶν ἀπό τούς Ρώσους στό λιμάνι τοῦ Τσεσμέ τό 1770, ὁ Γεώργιος Καλαφάτης πρότεινε νά χρησιμοποιηθεῖ τό δικό του βραδυκίνητο πλοῖο ὡς πυρπολικό. Στίς 23 Μαΐου ἦρθαν ναυτικές μοῖρες ἀπό τήν Ὕδρα καί τίς Σπέτσες γιά νά ἑνωθοῦν μέ τά ψαριανά καράβια καί νά ἀρχίσει ἔτσι ἡ πρώτη ἐκστρατεία τοῦ ἑνωμένου ἑλληνικοῦ στόλου στό Αἰγαῖο. Οἱ σημαντικότεροι Ψαριανοί πλοίαρχοι ἐκτός τοῦ ναυάρχου Νικολάου Ἀποστόλη, πού συμμετεῖχαν ἦσαν οἱ: Γεώργιος Σκανδάλης, Ἀνδρέας Γιαννίτσης, Γεώργιος Ἀποστόλης Νικόλαος Κοτζιᾶς, Δημήτριος Κοτζιᾶς, Νικόλαος Ἀργύρης, Ἰωάννης Κάλαρης, Νικόλαος Μαμούνης, Κωνσταντῆς Κυριακοῦ, Νικόλαος Γιάνναρης, Γεώργιος Σαρρῆς, Ἀναγνώστης Μπουρέκας καί ἄλλοι.
Αποσπάσματα από το τετράτομο έργο του Φωτίου Σταυρίδη “1821 – Η απάντηση στην Τηλεόραση”
0 Σχόλια
Σχόλια που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς όχι μόνο για το ιστολόγιο, θα διαγράφονται αμέσως.
EmojiΣχόλια που περιέχουν εμπάθεια σε ό,τι δεν σας αρέσει επειδή έτσι μάθατε ότι έτσι είναι τα πράματα, θα διαγράφονται για έναν εποικοδομητικό διάλογο και όχι να επικρατήσει η αρλουμπολογία, αμαθών και ημιμαθών.
Επίσης σχόλια που έχουν οποιεσδήποτε κομματικές προτροπές και κομματικοπολιτική προπαγάνδα, είναι ανεπιθύμητα.