Η απελευθέρωση της Καλαμάτας, τις 23 Μαρτίου 1821
Στό λιμανάκι τοῦ Ἁρμυροῦ τῆς Μάνης ἄραξε, στά μέσα Μαρτίου 1821, τό καράβι τοῦ Μέξη πού εἶχε ναυλώσει ὁ Παπαφλέσσας στό Ἀϊβαλί. Τό καράβι μετέφερε μπαρουτόβολα καί τά παρέλαβαν ὁ Νικηταρᾶς καί ὁ Νικήτας Δικαῖος, ἀδελφός του Παπαφλέσσα. Στή συνέχεια ἀνέλαβαν τήν μεταφορά καί τήν παράδοση τοῦ φορτίου στόν Ἀρχιμανδρίτη πού βρισκόταν στό μοναστήρι τοῦ προφήτη Ἠλία στήν Πόλιανη.
«Καθώς πέρναγε ἡ συνοδεία ἔξω ἀπό τήν Καλαμάτα, στάθηκε σέ κάποιο πηγάδι γιά νά ποτίσουν τά φορτωμένα ζωντανά. Ξεφεύγει ἀπ’ αὐτά ἕνα βαρελάκι καί πέφτοντας σπάζει καί χύνεται τό μπαρούτι. Σέ λίγο φτάνει στό πηγάδι ὁ σεΐζης (σταβλίτης) τοῦ Σουλεϊμᾶν ἀγᾶ, βοεβόδα τῆς Καλαμάτας, νά ποτίσει τό ἄτι τοῦ ἀφεντικοῦ του. Βλέπει τό μπαρούτι, τρέχει στόν ἀγᾶ καί τοῦ φανερώνει τί εἶδε. Ὁ βοεβόδας προστάζει νά τοῦ φέρουν τούς προύχοντες τῶν ραγιάδων.
– Τί εἶναι τοῦτα, μπρέ ραγιάδες;
– Ἀγωγιάτες καί ραγιάδες εἶναι ἀγᾶ μου καί κουβαλᾶνε λάδι.
– Ἀμή γιατί εἶναι ἀρματωμένοι;
– Φοβοῦνται τούς κλέφτες, ἀγᾶ μου.
– Πρώτη φορά ἀκούω πώς ἔχει κλέφτες στόν καζά (ἐπαρχία) μου. Ἴσαμε πόσοι νά ΄ναι;
– Λένε πώς εἶναι χιλιάδες. Ἀγᾶ μου ἕνα ἀπομένει. Στεῖλε μήνυμα στούς Μανιάτες νά μᾶς γλυτώσουν ἀπό δαύτους.»
Ἐπανάσταση τοῦ 21, Δημήτρη Φωτιάδη
Καί ὁ Ἀρναούτογλου προσκάλεσε τούς Μανιάτες νά ἔρθουν στήν Καλαμάτα γιά νά τόν προστατέψουν! Πράγματι ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ἔστειλε τόν γιό του Ἠλία Μαυρομιχάλη, στίς 19 Μαρτίου, μέ 150 Μανιάτες οἱ ὁποῖοι ἐγκαταστάθηκαν σέ σπίτια Χριστιανῶν. Ὁ Ἠλίας ἔγραψε στόν πατέρα του νά εἰδοποιήσει ὅλα τά καπετανάτα νά πλακώσουν στήν Καλαμάτα γιά νά πάρουν τήν πόλη.
Πράγματι στίς 23 Μαρτίου 1821 μπῆκαν στήν πόλη ἐλευθερωτές πλέον οἱ Μαυρομιχάληδες, οἱ Μούρτζινοι (Τρουπάκηδες), οἱ Κουμουνδουράκηδες, οἱ Γρηγοράκηδες, οἱ Καπετανάκηδες, οἱ Χρηστέοι, ὁ Παναγιώτης Βενετσάνος, ὁ Κεφάλας, ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Κυβέλος, ὁ Κουτράκος, ὁ Πατριαρχέας, ὁ Μητροπέτροβας, ὁ Ἀναγνώστης Παπαγεωργίου (Ἀναγνωσταρᾶς), ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταρᾶς) καί μαζί μέ αὐτούς, ὅπως γράφει ὁ Κόκκινος «συνεβάδιζε κρατῶν μακράν ράβδον καί χωρίς ὅπλον καί φέρων τό ἐρυθρόν ἔνδυμα τοῦ ἀξιωματικοῦ τῶν ἑπτανησιακῶν ταγμάτων ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὡσάν ἀλλόκοτος ὁδοιπόρος μεταξύ τῶν ἐνόπλων.»
Ὁ Ἀρναούτογλου εἶχε πέσει στήν παγίδα καί παραδόθηκε ἀμέσως. Στίς 23 Μαρτίου 1821 μπροστά στόν βυζαντινό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, 24 ἱερεῖς εὐλόγησαν, κατά τή διάρκεια πανηγυρικῆς δοξολογίας καί μέσα σέ ἀτμόσφαιρα ξέφρενης χαρᾶς καί ἐνθουσιασμοῦ, τίς ἑλληνικές σημαῖες. Βέβαια, στήν Τσίμοβα (Ἀερόπολη) εἶχε προηγηθεῖ ἄλλη δοξολογία, μπροστά στόν Ἱερό Ναό τῶν Ταξιαρχῶν, ὅπου οἱ ἀεί ἐλεύθεροι Μανιάτες, στίς 17 Μαρτίου τοῦ 1821, εἶχαν ὑψώσει τό λάβαρο τοῦ Ἀγῶνα, δηλαδή τή μανιάτικη σημαία. Ἡ σημαία ἦταν λευκή, μέ μπλέ σταυρό στή μέση. Στήν πάνω πλευρά ἔγραφε “Νίκη ἤ Θάνατος” καί στήν κάτω τό ἔνδοξο “Τᾶν ἤ Ἐπί Τᾶς”.
Ἀπό ἐδῶ καί πέρα θά ξεχωρίσει ἡ κορυφαία μορφή τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ὁ ὁποῖος εἶχε φθάσει ἀπό τήν Ζάκυνθο στήν Μάνη, στίς 6 Ἰανουαρίου 1821 καί κρυβόταν στόν πύργο τοῦ φίλου του καπετάν Παναγιώτη Μούρτζινου στήν Καρδαμύλη. Μετά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Καλαμάτας, ὁ “Γέρος τοῦ Μοριά” πῆρε 300 Μανιάτες ἀπό τόν Μούρτζινο καί τόν Μαυρομιχάλη καί κίνησε γιά τό ἐσωτερικό της Πελοποννήσου. Μπροστά, βάδιζε ἕνας θεόρατος καλόγερος ὁ παπά Τούρτας κρατώντας ψηλά ἕναν μεγάλο σταυρό.
«Εἰς τάς 23 Μαρτίου 1821 ἐπιάσαμε τούς Τούρκους εἰς τήν Καλαμάτα, τόν Ἀρναούτογλην, σημαντικόν Τοῦρκον τῆς Τριπολιτζᾶς. Εἴμεθα 2.000 Μανιάτες, ὁ Πετρόμπεης, ὁ Μούρτζινος, ὁ Κυβέλος, Δυτική Σπάρτη. Ἑκατό ἦτον οἱ Τοῦρκοι μεινεμένοι, ὡς 10.000 ἡ φήμη τους μεγάλη, (διέδιδαν ὅτι ἦταν 10.000 Τοῦρκοι). Ἡ Ἀνατολική Σπάρτη ἐκινήθη τήν ἴδιαν ὥραν. Ὁ Τζανετάκης μέ τήν Κακαβουλιά (Μέση Μάνη) ἐκινήθη διά τόν Μυστρᾶ. Οἱ Τοῦρκοι τῆς Μπαρδούνιας καί Μυστρᾶ ὑπάγουν, τραβιοῦνται εἰς τήν Τριπολιτζᾶ. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν βάλει ὑποψία, ἐπροσκάλεσαν τούς προεστούς καί δεσποτάδες, καί αὐτοί ἐπῆγαν (κράτησαν ὁμήρους τους προεστούς). Ἦτον ἔμβα τοῦ Μαρτίου. Δέν τούς ἐσκότωσαν.
Εἶπα νά πᾶμε εἰς τήν παλαιάν Ἀρκαδία, εἰς τό κέντρο, διά νά βοηθοῦμε τούς ἄλλους. Τότενες τούς εἶπα: “Ἐάν μου δώσετε βοήθεια ἀπό τοῦτο τό στράτευμα, καλῶς, εἰμή ἀναχωρῶ νά ὑπάγω εἰς τό κέντρο”. Εἶχα λάβει γράμμα ἀπό τόν Κανέλλο (Δεληγιάννη), μ’ ἐπροσκαλοῦσε, ὅτι εἶχε 10.000 ἄρματα, καί νά ἔμβω ἐπί κεφαλῆς. Τοῦ Μούρτζινου ἀρρώστησε τό παιδί του, ὁ Διονύσιος, καί ἔτζι δέν ἐκίνησαν ὅλοι οἱ Μανιᾶται. Ἔλαβα 200 ἀπό αὐτόν (Μούρτζινο) καί 70 ἀπό τόν Μπέη (Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη) μέ τόν καπετάν Βοϊδή καί μέ 30 ἐδικούς μου ἐγενήκαμε 300 καί ἔκοψα εὐθύς δύο σημαῖες μέ σταυρό καί ἐκίνησα. (Ξεκίνησε μέ 300 Μανιάτες γιά τό ἐσωτερικό της Πελοποννήσου).
Οἱ Ἀνδρουσιάνοι Τοῦρκοι, (Ἀνδροῦσα Μεσσηνίας) 260 ἄνδρες, μανθάνοντας ὅτι εἴμεθα ἀσκέρι (στρατός) φεύγουν, πάνε στά κάστρα τῆς Μεσσηνίας. Κινώντας ἐγώ, εἶχαν μίαν προθυμίαν οἱ Ἕλληνες, ὅπου ὅλοι μέ τάς εἰκόνας ἔκαναν δέηση καί εὐχαριστήσεις. Μοῦ ἤρχετο τότε νά κλαύσω ἀπό τήν προθυμίαν πού ἔβλεπα.»
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Στίς 25 Μαρτίου 1821 ἔνοπλοι ἀπό τό Ζυγοβίστι, τή Δημητσάνα καί τή Στεμνίτσα ἐπιτέθηκαν κατά τῶν Τούρκων τῆς Καρύταινας, οἱ ὁποῖοι μαζί μέ τόν διοικητή τους Μουσταφᾶ Ριζιώτη κλείστηκαν στό κάστρο. Ὁ Κολοκοτρώνης πού βρισκόταν στό Λεοντάρι, νοτίως τῆς Μεγαλουπόλεως, ἔσπευσε νά βοηθήσει καί νά ὀργανώσει τήν πολιορκία τοῦ κάστρου. Στίς 29 Μαρτίου ἔφθασαν τούρκικες ἐνισχύσεις 1700 ἀνδρῶν ἀπό τό Φανάρι Ἠλείας καί ὁ Κολοκοτρώνης μέ τούς 300 Μανιάτες του κατάφερε νά τούς ἀπωθήσει μέ ἀπώλειες ἕξι νεκρούς καί τραυματίες τόν Βοϊδή καί τόν Ἀθανάσιο Δουράκη. Ὅταν ἦλθαν οἱ ἀδελφοί Πλαπούτα (Γεωργάκης καί Δημήτρης) καί ὁ Ζανέτος Χριστόπουλος ἀπό τά νῶτα τοῦ ἐχθροῦ, οἱ Τοῦρκοι στριμώχθηκαν σέ μία γέφυρα τοῦ Ἀλφειοῦ ποταμοῦ (τοῦ Κούκου) καί προσπαθώντας νά διαβοῦν τό ποτάμι στή θέση Χαλούλαγα, ἔπαθαν μεγάλη καταστροφή καί εἶχαν ἑκατοντάδες νεκρούς.
«Ἐκούναγα τό μπαϊράκι (σημαία) διά νά μέ γνωρίσουν τά Κολιόπουλα, εἶχε πιασθεῖ ὁ λαιμός μου ἀπό τίς φωνές τῆς ἡμέρας. (Ἀνέμιζε τή σημαία γιά νά τόν δοῦν οἱ ἀδελφοί Πλαπούτα καί νά τρέξουν νά τόν βοηθήσουν). Οἱ Τοῦρκοι βγαίνουν εἰς βοήθεια ἀπό τό κάστρο, διώχνουν ἐκείνους πού ἦτον στήν χώρα. Κυνηγοῦμε τούς Τούρκους μέ τά γυναικόπαιδα, 500 ψυχές ἐχάθηκαν εἰς τό ποτάμι τῆς Καρύταινας, μήν ἠμπορώντας ν’ ἀπεράσουν ἀπό τό γεφύρι, τό ὁποῖον τό εἴχαμε πιασμένο.
Ἠμεῖς τούς πολιορκήσαμεν (τούς Τούρκους τῆς Καρύταινας). Μετά τό ἑσπέρας (βράδυ) ἔφθασε καί ὁ Ἠλίας Μπεηζαντές (Ἠλίας Μαυρομιχάλης, γιός τοῦ Πετρόμπεη) ἀπό τό Λεοντάρι. Στίς 28 ἦλθε καί ὁ Κανέλλος (Δεληγιάννης) μέ 200 Καρυτινούς. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς καί ὁ Παπαφλέσσας ἦρθαν εἰς τήν Καρύταινα μέ 1.000. Σέ δύο ἡμέρες ἐγινήκαμε 6.000. Οἱ Τοῦρκοι ὅπου ἦτον κλεισμένοι, ἄφησαν τά ζῶα τους ἔξω, τά πῆραν οἱ Ἕλληνες. Δέν εἶχαν νερό, τροφάς. Τόν Νικηταρά, τόν εἶχα σταλμένον μέ ἑκατό νομάτους εἰς τό Φραγκόβρυσο, εἰς τήν Τριπολιτζᾶ, δύο ὧρες ἀπέξω. (Κάτω ἀπό τό κάστρο τῆς Καρύταινας ἦταν συγκεντρωμένοι 6.000 ἄνδρες, ἀλλά μέ ὑποτυπώδη ὁπλισμό, χωρίς πολεμοφόδια καί ἀπειροπόλεμοι. Οἱ ὁπλαρχηγοί δέν ἄκουσαν τή γνώμη τοῦ Κολοκοτρώνη νά τρέξουν νά πιάσουν τόν δρόμο ἀπό τήν Τρίπολη γιά νά ἐμποδίσουν τίς ἐνισχύσεις τοῦ ἐχθροῦ, διότι ὅλοι περίμεναν νά πέσει τό κάστρο καί νά τό λαφυραγωγήσουν).
Ἐκεῖνες τές δύο ἡμέρες ὅπου ἐσυνάχθημεν, ὁ Μουσταφάγας ἐνδύνει δύο Τούρκους ραγιάδικα (ἑλληνικά), τούς δίνει 500 γρόσια. Ἐπῆγαν εἰς τήν Τριπολιτζᾶ διά νά ἔλθει μεντάτι (βοήθεια) καί νά τούς πληρώσει ὅλους ὅσοι ἔλθουν εἰς βοήθειάν τους. Ἔξω βγαίνοντας οἱ πεζοδρόμοι δύο ὧρες, τούς ἐκατάλαβαν ἄνθρωποι, πλήν δέν τούς ἔπιασαν. (Οἱ κλεισμένοι στό κάστρο ἕντυσαν δύο Τούρκους σάν Ἕλληνες καί τούς ἔστειλαν μέ λεφτά στήν Τρίπολη γιά νά φέρουν ἐνισχύσεις. Κατάφεραν νά περάσουν τόν κλοιό καί ἔφεραν 2.000 ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἔφτασαν ἀνενόχλητοι στήν Καρύταινα, ἀφοῦ οἱ δρόμοι ἔμειναν τελικά ἀφύλακτοι).
Δίδοντας τό γράμμα ὀρδινιάσθηκαν (στρατοπέδευσαν) 2000, καί ἦλθαν βοήθειαν τῶν Καρυτινῶν καί Φαναρίτων (Φανάρι χωριό τῆς Ὀλυμπίας). Ἐγώ, σάν ἔμαθα τούς πεζοδρόμους, ὑποπτεύθηκα ὅτι, θά ἔρθει μεντάτι (βοήθεια). Ἔκαμα εὐθύς συνέλευσιν εἰς τό στράτευμα, Ἔδωκα γνώμη νά πάει ὁ Ἀναγνωσταρᾶς μέ 2000 εἰς τοῦ Σάλεσι, μακρά ἀπό τήν Τριπολιτζᾶ 4 ὧρες καί 4 ἀπό τήν Καρύταινα, νά ἐμποδίσει τό μεντάτι ἄν κινήσει ἀπό Τριπολιτζᾶ. Αὐτός μου ἀποκρίθηκε: “Δέν κάνει νά χαλάσομε τό ὀρδί (στρατόπεδο), ὅπου εἴμεθα συναγμένοι.”»
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Οἱ Τοῦρκοι τῆς Τριπολιτσᾶς ξεκίνησαν γιά νά βοηθήσουν τούς ὁμοθρήσκους τους καί ἔφθασαν ἀνενόχλητοι στό Σάλεσι (σημερινό Μακρύσι τῆς Μεγαλούπολης), τό ὁποῖο ἔκαψαν καί πλησίασαν σέ ἀπόσταση βολῆς ἀπό τό στρατόπεδο τῶν Ἑλλήνων. Ἐκεῖ ὅμως οἱ ἀπειροπόλεμοι καί ἀπείθαρχοι Ρωμιοί μόλις ἀντιλήφθηκαν τίς τουρκικές ἐνισχύσεις δείλιασαν καί παράτησαν τά ταμπούρια τους. Καί μόνο ἡ λέξη “Τοῦρκος” προκαλοῦσε τρόμο στούς ραγιάδες. Οἱ μόνοι πού ἔμειναν νά πολεμήσουν ἦταν οἱ Μανιάτες τοῦ Ἠλία Μαυρομιχάλη (Μπεϊζαντέ) πού βρίσκονταν στή γέφυρα τῆς Καρύταινας. Ἐν τῷ μεταξύ ὅλοι οἱ ὁπλαρχηγοί ἐγκατέλειψαν τό στρατόπεδο τραβώντας οἱ Πλαπουταῖοι δυτικά γιά τή Λιοδώρα, ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης γιά τά Λαγκάδια καί ὁ Παπαφλέσσας γιά τήν Στεμνίτσα.
«Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, Μπεηζαντές, Μπούρας πᾶνε στό Λεοντάρι, ἔμεινα μόνος μου μέ τό ἄλογό μου εἰς τό Χρυσοβίτζι. Γυρίζει ὁ Φλέσσας καί λέγει ἑνός παιδιοῦ: «Μεῖνε μαζί του, μή τόν φάνε τίποτες λύκοι». Ἔκατζα ἕως πού ἐσκαπέτισαν μέ τά μπαϊράκια τούς (σημαῖες), ἀπέ ἐκατέβηκα κάτου, ἦτον μιά ἐκκλησία εἰς τό δρόμο, καί τό καθησιό μου ἦτον ὅπου ἔκλαιγα τήν Ἑλλάς: Παναγία μου, βοήθησε καί τούτην τήν φορά τούς Ἕλληνας διά νά ἐμψυχωθοῦν!»
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
«Ὁ ἀνυπόφορος ζυγός τῆς ὀθωμανικῆς τυραννίας εἰς τό διάστημα ἑνός καί ἐπέκεινα αἰῶνος κατήντησεν εἰς μίαν ἀκμήν, ὥστε νά μή μείνη ἄλλο εἰς τούς δυστυχεῖς Πελοποννησίους Γραικούς, εἰμή μόνον ἡ πνοή καί αὐτή διά νά ὠθῆ κυρίως τούς ἐγκαρδίους των ἀναστεναγμούς εἰς αὐτήν τήν ἀθλίαν κατάστασιν ὄντες, ὑστερημένοι ἀπό ὅλα τά δίκαιά μας, μέ μίαν γνώμην ὁμοφώνως ἀπεφασίσαμεν νά λάβωμεν τά ἄρματα, καί νά ὀρμήσωμεν κατά τῶν τυράννων.
Πάσα πρός ἀλλήλους μας φατρία καί διχόνοια, ὡς καρποί τῆς τυραννίας, ἀπερρίφθησαν εἰς τόν βυθόν τῆς λήθης καί ἅπαντες πνέομεν πνοήν ἐλευθερίας, αἱ χεῖρες μας αἱ δεδεμέναι μέχρι τοῦ νῦν ἀπό τάς σιδηρᾶς ἁλύσσους τῆς βαρβαρικῆς τυραννίας ἐλύθησαν ἤδη, καί ὑψώθησαν μεγαλοψύχως πρός ὄλεθρον τῆς βδελυρᾶς τυραννίας καί ἔλαβον τά ὅπλα κατά τῶν τυράννων οἱ πόδες οἱ περιπατοῦντες ἐν νυκτί καί ἡμέρα εἰς τάς ἐνηγγαρεύσεις τῆς ἀσπλαχνίας τρέχουν εἰς ἀπόκτησιν τῶν δικαιωμάτων μας, ἡ κεφαλή μας ἡ κλίνουσα τόν αὐχένα ὑπό τόν ζυγόν, τόν ἀποτείναξε, καί ἄλλο δέν φρονεῖ, εἰμή τήν ἐλευθερίαν, ἡ γλῶσσα μας ἡ ἀδυνατοῦσα εἰς τό νά προφέρη λόγον ἐκτός τῶν ἀνωφελῶν παρακλήσεων πρός ἐξιλέωσιν τῆς μανίας τῶν τυράννων, τώρα μεγαλοφώνως φωνάζει, καί κάμνει νά ἀντηχῆ ὁ ἀήρ τό γλυκύτατον ὄνομα τῆς ἐλευθερίας. Ἐν ἐνί λόγω ὅλοι ἀπεφασίσαμεν ἤ νά ἐλευθερωθῶμεν ἤ νά ἀποθάνωμεν, διό καί προσκαλοῦμεν τήν συνδρομήν καί βοήθειαν ὅλων τῶν ἐξευγενισμένων εὐρωπαϊκῶν γενῶν, ὥστε νά δυνηθῶμεν νά φθάσωμεν ταχυτέρως εἰς τόν ἱερόν καί δίκαιον σκοπόν μας, καί νά ἀνανεώσωμεν τό τεταλαιπωρημένον ἑλληνικόν γένος μας.
Πέτρος Μαυρομιχάλης ἡγεμών καί ἀρχιστράτηγος καί ἡ Μεσσηνιακή Γερουσία ἐν Καλαμάτᾳ.»
Προκήρυξις τῆς Μεσσηνιακῆς Γερουσίας (23 Μαρτίου 1821)
«Ὁρκίζομαι εἰς τό ὄνομα τοῦ Παντοδύναμού μας Θεοῦ, εἰς τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἁγίας Τριάδος, νά χύσω καί τήν ὑστέραν ρανίδα τοῦ αἵματός μου, ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος.»
Ὅρκος τῶν Μανιατῶν, 17 Μαρτίου 1821
(Τσίμοβα) Ἀερόπολη
«Ὁ δέ Κανέλλος Δηληγιάννης, φεύγων καί αὐτός ἐκ Καρυταίνης ὡς καί οἱ λοιποί, μετέβη εἰς τήν πατρίδα του, τά Λαγκάδια, καί ηὖρεν ὅλον τό χωρίον ἔρημον καί αὐτή τήν οἰκογένεια φυγοῦσαν κατά τήν ἐπαρχίαν τῶν Καλαβρύτων, ἔδραμε δέ κατόπιν αὐτῆς πεζός καί ἀνυπόδητος, τήν ἐπρόφθασεν εἰς τό Σωποτόν καί τήν συνώδευσεν εἰς Μέγα Σπήλαιον. Ἐκεῖ μαθῶν, ὅτι οἱ ἐπαρχιῶται του ἀπελπισθέντες ἀπεφάσισαν νά προσκυνήσωσιν, ἀπέστειλεν εἰς πρόληψιν τοῦ κακοῦ τόν ἀδελφόν του Δημητράκην εἰς Λαγκάδια μεθ’ ὅσων ἐδυνήθη νά συλλέξη στρατιωτῶν.
Φθάσας ἐκεῖ οὗτος ηὖρε τούς ἐντοπίους Τούρκους συνηθροισμένους ὅλους ἀόπλους ἐν τῇ ἀγορᾷ, διότι τήν ἡμέραν τῆς ἐπαναστάσεως τοῖς ἀφήρεσαν τά ὅπλα οἱ περί τόν Κανέλλον καί τούς ἐπεδίκλωσαν ἀλλά δέν τούς ἐφυλάκισαν. Ὁ Δημητράκης καί οἱ σύν αὐτῶ περιεκύκλωσαν τούς ἐν τῇ ἀγορᾷ Τούρκους, τούς ἐτουφέκισαν καί τούς ἐφόνευσαν ὅλους, ἀναγκάζοντες τούς συνεπαρχιώτας των νά γένωσι καί αὐτοί συμμέτοχοι τοῦ φόνου, ὥστε νά μήν τολμήσωσι πλέον καί προσκυνήσωσι φοβούμενοι τήν ἀγανάκτησιν καί ἐκδίκησιν τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν.»
Τρικούπης Σπυρίδων, γιά τήν σφαγή ἀπό τόν Δεληγιάννη ὅλων τῶν Λαγκαδινῶν Τούρκων
«Ἀλλά μετά τέσσαρας ἡμέρας ἀφ’ ἤς ἐπολιορκήθηκαν, ἐν ὤ ὥραν τήν ὥραν ἠλπίζετο νά παραδοθῶσιν, ἐξαίφνης φαίνεται καπνός εἰς τό χωρίον Σάλεσι (Μακρύσι Μεγαλόπολης) καί λέγεται ὅτι ἤρχοντο Τοῦρκοι. Ἀπό δέ τόν καπνόν ἠδύναντο νά συμπεράνωσιν ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἔκαιον τά χωρία τῶν Χριστιανῶν. Μ’ ὅλον τοῦτο ἀπέρχεται ὁ Κολοκοτρώνης αὐτός νά παρατηρήση, ἔφερε δέ σημαίαν ἀναπεπταμένην, τήν ὁποίαν ἔμελλε νά τειλίξη, ἐάν ἐγνώριζεν ὅτι ἦσαν Τοῦρκοι καί τότε οἱ ἄλλοι ὤφειλον νά ἑτοιμασθῶσιν εἰς μάχην.
Φθάσας λοιπόν ἐφ’ ὑψηλοῦ μέρους, βλέπει μέ τό τηλεσκόπιον ὅτι ἦσαν Τοῦρκοι, περιτειλίσσει τήν σημαίαν καί θαρρεῖ ὅτι θά καταλάβωσι τάς ἀναγκαίας θέσεις οἱ Ἕλληνες διά νά τούς πολεμήσωσιν, οὐδ’ ἠμφιβάλλετο ὅτι οἱ ὑπό τήν ὁδηγίαν του Μανιᾶται, ὡς καί οἱ ὑπό τόν Ἠλίαν Μαυρομιχάλην, τόν ὁποῖον, ὡς ἀγαθόν ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε ζητήσει ἐπιμόνως ἀπό τόν πατέρα του συμμαζούμενον, ἤθελον ἀντιταχθῆ εἰς τούς Τούρκους, δίδοντες καί εἰς τούς ἄλλους Πελοποννησίους τό παράδειγμα πολεμικῆς ἀρετῆς. Ἀλλά, μόλις ἰδόντες τειλιγμένην τήν σημαίαν, κυριεύονται ἀπό πανικόν φόβον καί δίδονται εἰς φυγήν.
Ὁ δέ Κολοκοτρώνης ἤδη θεωρεῖ ἑαυτόν μεμονωμένον ἐν τῷ μέσῳ τῶν ἐχθρῶν καί δέν δύναται νά φύγη, καθό πεζός καί ἕως πενήντα Τοῦρκοι προτρέχοντες ἔφιπποι ἤθελον τόν προφθάσει καί ἤ νά τόν ζωγρήσωσον ἤ νά τόν φονεύσωσιν. Ὅθεν ἐν ὤ ἔφευγεν, ἐντυχῶν Θεία μοίρα ποιμένα, καλύπτεται μέ τό ἐπανωφόρεμα τούτου καί βλέπων ὅτι τόν πλησιάζουσιν οἱ Τοῦρκοι, κρύπτεται εἰς τούς θάμνους καί φέρων τήν πιστόλαν εἰς τήν χείραν, τουλάχιστον διά νά μή συλληφθῆ ζῶν, ἐλπίζει μόνον καί μόνον εἰς τήν ἐξ ὕψους βοήθειαν, καί ἐκεῖνοι μέν παρέρχονται φθάνουσιν ἀκωλύτως εἰς τό φρούριον, ἐξέρχονται οἱ, τέ Καρυτινοί καί οἱ Φαναρίται Τοῦρκοι, καταδιώκουσιν ὅλοι ἐμοῦ φεύγοντας τούς Ἕλληνας, τούς κατασκορπίζουσι καί ἐπιστρέφουσι θριαμβευτικῶς εἰς Τριπολιτσᾶν, λεηλατοῦντες τούς Χριστιανούς, ὅθεν ἄν διαβαίνωσιν.»
Νικόλαος Σπηλιάδης Ἑλληνική Ἐπανάστασις, γιά τήν παρ’ ὀλίγον σύλληψη τοῦ Κολοκοτρώνη
Καλαμάτα – Καρύταινα
Στό λιμανάκι τοῦ Ἁρμυροῦ τῆς Μάνης ἄραξε, στά μέσα Μαρτίου 1821, τό καράβι τοῦ Μέξη πού εἶχε ναυλώσει ὁ Παπαφλέσσας στό Ἀϊβαλί. Τό καράβι μετέφερε μπαρουτόβολα καί τά παρέλαβαν ὁ Νικηταρᾶς καί ὁ Νικήτας Δικαῖος, ἀδελφός του Παπαφλέσσα. Στή συνέχεια ἀνέλαβαν τήν μεταφορά καί τήν παράδοση τοῦ φορτίου στόν Ἀρχιμανδρίτη πού βρισκόταν στό μοναστήρι τοῦ προφήτη Ἠλία στήν Πόλιανη.
«Καθώς πέρναγε ἡ συνοδεία ἔξω ἀπό τήν Καλαμάτα, στάθηκε σέ κάποιο πηγάδι γιά νά ποτίσουν τά φορτωμένα ζωντανά. Ξεφεύγει ἀπ’ αὐτά ἕνα βαρελάκι καί πέφτοντας σπάζει καί χύνεται τό μπαρούτι. Σέ λίγο φτάνει στό πηγάδι ὁ σεΐζης (σταβλίτης) τοῦ Σουλεϊμᾶν ἀγᾶ, βοεβόδα τῆς Καλαμάτας, νά ποτίσει τό ἄτι τοῦ ἀφεντικοῦ του. Βλέπει τό μπαρούτι, τρέχει στόν ἀγᾶ καί τοῦ φανερώνει τί εἶδε. Ὁ βοεβόδας προστάζει νά τοῦ φέρουν τούς προύχοντες τῶν ραγιάδων.
– Τί εἶναι τοῦτα, μπρέ ραγιάδες;
– Ἀγωγιάτες καί ραγιάδες εἶναι ἀγᾶ μου καί κουβαλᾶνε λάδι.
– Ἀμή γιατί εἶναι ἀρματωμένοι;
– Φοβοῦνται τούς κλέφτες, ἀγᾶ μου.
– Πρώτη φορά ἀκούω πώς ἔχει κλέφτες στόν καζά (ἐπαρχία) μου. Ἴσαμε πόσοι νά ΄ναι;
– Λένε πώς εἶναι χιλιάδες. Ἀγᾶ μου ἕνα ἀπομένει. Στεῖλε μήνυμα στούς Μανιάτες νά μᾶς γλυτώσουν ἀπό δαύτους.»
Ἐπανάσταση τοῦ 21, Δημήτρη Φωτιάδη
Καί ὁ Ἀρναούτογλου προσκάλεσε τούς Μανιάτες νά ἔρθουν στήν Καλαμάτα γιά νά τόν προστατέψουν! Πράγματι ὁ Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης ἔστειλε τόν γιό του Ἠλία Μαυρομιχάλη, στίς 19 Μαρτίου, μέ 150 Μανιάτες οἱ ὁποῖοι ἐγκαταστάθηκαν σέ σπίτια Χριστιανῶν. Ὁ Ἠλίας ἔγραψε στόν πατέρα του νά εἰδοποιήσει ὅλα τά καπετανάτα νά πλακώσουν στήν Καλαμάτα γιά νά πάρουν τήν πόλη.
Πράγματι στίς 23 Μαρτίου 1821 μπῆκαν στήν πόλη ἐλευθερωτές πλέον οἱ Μαυρομιχάληδες, οἱ Μούρτζινοι (Τρουπάκηδες), οἱ Κουμουνδουράκηδες, οἱ Γρηγοράκηδες, οἱ Καπετανάκηδες, οἱ Χρηστέοι, ὁ Παναγιώτης Βενετσάνος, ὁ Κεφάλας, ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Κυβέλος, ὁ Κουτράκος, ὁ Πατριαρχέας, ὁ Μητροπέτροβας, ὁ Ἀναγνώστης Παπαγεωργίου (Ἀναγνωσταρᾶς), ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταρᾶς) καί μαζί μέ αὐτούς, ὅπως γράφει ὁ Κόκκινος «συνεβάδιζε κρατῶν μακράν ράβδον καί χωρίς ὅπλον καί φέρων τό ἐρυθρόν ἔνδυμα τοῦ ἀξιωματικοῦ τῶν ἑπτανησιακῶν ταγμάτων ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὡσάν ἀλλόκοτος ὁδοιπόρος μεταξύ τῶν ἐνόπλων.»
Ὁ Ἀρναούτογλου εἶχε πέσει στήν παγίδα καί παραδόθηκε ἀμέσως. Στίς 23 Μαρτίου 1821 μπροστά στόν βυζαντινό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, 24 ἱερεῖς εὐλόγησαν, κατά τή διάρκεια πανηγυρικῆς δοξολογίας καί μέσα σέ ἀτμόσφαιρα ξέφρενης χαρᾶς καί ἐνθουσιασμοῦ, τίς ἑλληνικές σημαῖες. Βέβαια, στήν Τσίμοβα (Ἀερόπολη) εἶχε προηγηθεῖ ἄλλη δοξολογία, μπροστά στόν Ἱερό Ναό τῶν Ταξιαρχῶν, ὅπου οἱ ἀεί ἐλεύθεροι Μανιάτες, στίς 17 Μαρτίου τοῦ 1821, εἶχαν ὑψώσει τό λάβαρο τοῦ Ἀγῶνα, δηλαδή τή μανιάτικη σημαία. Ἡ σημαία ἦταν λευκή, μέ μπλέ σταυρό στή μέση. Στήν πάνω πλευρά ἔγραφε “Νίκη ἤ Θάνατος” καί στήν κάτω τό ἔνδοξο “Τᾶν ἤ Ἐπί Τᾶς”.
Ἀπό ἐδῶ καί πέρα θά ξεχωρίσει ἡ κορυφαία μορφή τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ὁ ὁποῖος εἶχε φθάσει ἀπό τήν Ζάκυνθο στήν Μάνη, στίς 6 Ἰανουαρίου 1821 καί κρυβόταν στόν πύργο τοῦ φίλου του καπετάν Παναγιώτη Μούρτζινου στήν Καρδαμύλη. Μετά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Καλαμάτας, ὁ “Γέρος τοῦ Μοριά” πῆρε 300 Μανιάτες ἀπό τόν Μούρτζινο καί τόν Μαυρομιχάλη καί κίνησε γιά τό ἐσωτερικό της Πελοποννήσου. Μπροστά, βάδιζε ἕνας θεόρατος καλόγερος ὁ παπά Τούρτας κρατώντας ψηλά ἕναν μεγάλο σταυρό.
«Εἰς τάς 23 Μαρτίου 1821 ἐπιάσαμε τούς Τούρκους εἰς τήν Καλαμάτα, τόν Ἀρναούτογλην, σημαντικόν Τοῦρκον τῆς Τριπολιτζᾶς. Εἴμεθα 2.000 Μανιάτες, ὁ Πετρόμπεης, ὁ Μούρτζινος, ὁ Κυβέλος, Δυτική Σπάρτη. Ἑκατό ἦτον οἱ Τοῦρκοι μεινεμένοι, ὡς 10.000 ἡ φήμη τους μεγάλη, (διέδιδαν ὅτι ἦταν 10.000 Τοῦρκοι). Ἡ Ἀνατολική Σπάρτη ἐκινήθη τήν ἴδιαν ὥραν. Ὁ Τζανετάκης μέ τήν Κακαβουλιά (Μέση Μάνη) ἐκινήθη διά τόν Μυστρᾶ. Οἱ Τοῦρκοι τῆς Μπαρδούνιας καί Μυστρᾶ ὑπάγουν, τραβιοῦνται εἰς τήν Τριπολιτζᾶ. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν βάλει ὑποψία, ἐπροσκάλεσαν τούς προεστούς καί δεσποτάδες, καί αὐτοί ἐπῆγαν (κράτησαν ὁμήρους τους προεστούς). Ἦτον ἔμβα τοῦ Μαρτίου. Δέν τούς ἐσκότωσαν.
Εἶπα νά πᾶμε εἰς τήν παλαιάν Ἀρκαδία, εἰς τό κέντρο, διά νά βοηθοῦμε τούς ἄλλους. Τότενες τούς εἶπα: “Ἐάν μου δώσετε βοήθεια ἀπό τοῦτο τό στράτευμα, καλῶς, εἰμή ἀναχωρῶ νά ὑπάγω εἰς τό κέντρο”. Εἶχα λάβει γράμμα ἀπό τόν Κανέλλο (Δεληγιάννη), μ’ ἐπροσκαλοῦσε, ὅτι εἶχε 10.000 ἄρματα, καί νά ἔμβω ἐπί κεφαλῆς. Τοῦ Μούρτζινου ἀρρώστησε τό παιδί του, ὁ Διονύσιος, καί ἔτζι δέν ἐκίνησαν ὅλοι οἱ Μανιᾶται. Ἔλαβα 200 ἀπό αὐτόν (Μούρτζινο) καί 70 ἀπό τόν Μπέη (Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη) μέ τόν καπετάν Βοϊδή καί μέ 30 ἐδικούς μου ἐγενήκαμε 300 καί ἔκοψα εὐθύς δύο σημαῖες μέ σταυρό καί ἐκίνησα. (Ξεκίνησε μέ 300 Μανιάτες γιά τό ἐσωτερικό της Πελοποννήσου).
Οἱ Ἀνδρουσιάνοι Τοῦρκοι, (Ἀνδροῦσα Μεσσηνίας) 260 ἄνδρες, μανθάνοντας ὅτι εἴμεθα ἀσκέρι (στρατός) φεύγουν, πάνε στά κάστρα τῆς Μεσσηνίας. Κινώντας ἐγώ, εἶχαν μίαν προθυμίαν οἱ Ἕλληνες, ὅπου ὅλοι μέ τάς εἰκόνας ἔκαναν δέηση καί εὐχαριστήσεις. Μοῦ ἤρχετο τότε νά κλαύσω ἀπό τήν προθυμίαν πού ἔβλεπα.»
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Στίς 25 Μαρτίου 1821 ἔνοπλοι ἀπό τό Ζυγοβίστι, τή Δημητσάνα καί τή Στεμνίτσα ἐπιτέθηκαν κατά τῶν Τούρκων τῆς Καρύταινας, οἱ ὁποῖοι μαζί μέ τόν διοικητή τους Μουσταφᾶ Ριζιώτη κλείστηκαν στό κάστρο. Ὁ Κολοκοτρώνης πού βρισκόταν στό Λεοντάρι, νοτίως τῆς Μεγαλουπόλεως, ἔσπευσε νά βοηθήσει καί νά ὀργανώσει τήν πολιορκία τοῦ κάστρου. Στίς 29 Μαρτίου ἔφθασαν τούρκικες ἐνισχύσεις 1700 ἀνδρῶν ἀπό τό Φανάρι Ἠλείας καί ὁ Κολοκοτρώνης μέ τούς 300 Μανιάτες του κατάφερε νά τούς ἀπωθήσει μέ ἀπώλειες ἕξι νεκρούς καί τραυματίες τόν Βοϊδή καί τόν Ἀθανάσιο Δουράκη. Ὅταν ἦλθαν οἱ ἀδελφοί Πλαπούτα (Γεωργάκης καί Δημήτρης) καί ὁ Ζανέτος Χριστόπουλος ἀπό τά νῶτα τοῦ ἐχθροῦ, οἱ Τοῦρκοι στριμώχθηκαν σέ μία γέφυρα τοῦ Ἀλφειοῦ ποταμοῦ (τοῦ Κούκου) καί προσπαθώντας νά διαβοῦν τό ποτάμι στή θέση Χαλούλαγα, ἔπαθαν μεγάλη καταστροφή καί εἶχαν ἑκατοντάδες νεκρούς.
«Ἐκούναγα τό μπαϊράκι (σημαία) διά νά μέ γνωρίσουν τά Κολιόπουλα, εἶχε πιασθεῖ ὁ λαιμός μου ἀπό τίς φωνές τῆς ἡμέρας. (Ἀνέμιζε τή σημαία γιά νά τόν δοῦν οἱ ἀδελφοί Πλαπούτα καί νά τρέξουν νά τόν βοηθήσουν). Οἱ Τοῦρκοι βγαίνουν εἰς βοήθεια ἀπό τό κάστρο, διώχνουν ἐκείνους πού ἦτον στήν χώρα. Κυνηγοῦμε τούς Τούρκους μέ τά γυναικόπαιδα, 500 ψυχές ἐχάθηκαν εἰς τό ποτάμι τῆς Καρύταινας, μήν ἠμπορώντας ν’ ἀπεράσουν ἀπό τό γεφύρι, τό ὁποῖον τό εἴχαμε πιασμένο.
Ἠμεῖς τούς πολιορκήσαμεν (τούς Τούρκους τῆς Καρύταινας). Μετά τό ἑσπέρας (βράδυ) ἔφθασε καί ὁ Ἠλίας Μπεηζαντές (Ἠλίας Μαυρομιχάλης, γιός τοῦ Πετρόμπεη) ἀπό τό Λεοντάρι. Στίς 28 ἦλθε καί ὁ Κανέλλος (Δεληγιάννης) μέ 200 Καρυτινούς. Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς καί ὁ Παπαφλέσσας ἦρθαν εἰς τήν Καρύταινα μέ 1.000. Σέ δύο ἡμέρες ἐγινήκαμε 6.000. Οἱ Τοῦρκοι ὅπου ἦτον κλεισμένοι, ἄφησαν τά ζῶα τους ἔξω, τά πῆραν οἱ Ἕλληνες. Δέν εἶχαν νερό, τροφάς. Τόν Νικηταρά, τόν εἶχα σταλμένον μέ ἑκατό νομάτους εἰς τό Φραγκόβρυσο, εἰς τήν Τριπολιτζᾶ, δύο ὧρες ἀπέξω. (Κάτω ἀπό τό κάστρο τῆς Καρύταινας ἦταν συγκεντρωμένοι 6.000 ἄνδρες, ἀλλά μέ ὑποτυπώδη ὁπλισμό, χωρίς πολεμοφόδια καί ἀπειροπόλεμοι. Οἱ ὁπλαρχηγοί δέν ἄκουσαν τή γνώμη τοῦ Κολοκοτρώνη νά τρέξουν νά πιάσουν τόν δρόμο ἀπό τήν Τρίπολη γιά νά ἐμποδίσουν τίς ἐνισχύσεις τοῦ ἐχθροῦ, διότι ὅλοι περίμεναν νά πέσει τό κάστρο καί νά τό λαφυραγωγήσουν).
Ἐκεῖνες τές δύο ἡμέρες ὅπου ἐσυνάχθημεν, ὁ Μουσταφάγας ἐνδύνει δύο Τούρκους ραγιάδικα (ἑλληνικά), τούς δίνει 500 γρόσια. Ἐπῆγαν εἰς τήν Τριπολιτζᾶ διά νά ἔλθει μεντάτι (βοήθεια) καί νά τούς πληρώσει ὅλους ὅσοι ἔλθουν εἰς βοήθειάν τους. Ἔξω βγαίνοντας οἱ πεζοδρόμοι δύο ὧρες, τούς ἐκατάλαβαν ἄνθρωποι, πλήν δέν τούς ἔπιασαν. (Οἱ κλεισμένοι στό κάστρο ἕντυσαν δύο Τούρκους σάν Ἕλληνες καί τούς ἔστειλαν μέ λεφτά στήν Τρίπολη γιά νά φέρουν ἐνισχύσεις. Κατάφεραν νά περάσουν τόν κλοιό καί ἔφεραν 2.000 ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἔφτασαν ἀνενόχλητοι στήν Καρύταινα, ἀφοῦ οἱ δρόμοι ἔμειναν τελικά ἀφύλακτοι).
Δίδοντας τό γράμμα ὀρδινιάσθηκαν (στρατοπέδευσαν) 2000, καί ἦλθαν βοήθειαν τῶν Καρυτινῶν καί Φαναρίτων (Φανάρι χωριό τῆς Ὀλυμπίας). Ἐγώ, σάν ἔμαθα τούς πεζοδρόμους, ὑποπτεύθηκα ὅτι, θά ἔρθει μεντάτι (βοήθεια). Ἔκαμα εὐθύς συνέλευσιν εἰς τό στράτευμα, Ἔδωκα γνώμη νά πάει ὁ Ἀναγνωσταρᾶς μέ 2000 εἰς τοῦ Σάλεσι, μακρά ἀπό τήν Τριπολιτζᾶ 4 ὧρες καί 4 ἀπό τήν Καρύταινα, νά ἐμποδίσει τό μεντάτι ἄν κινήσει ἀπό Τριπολιτζᾶ. Αὐτός μου ἀποκρίθηκε: “Δέν κάνει νά χαλάσομε τό ὀρδί (στρατόπεδο), ὅπου εἴμεθα συναγμένοι.”»
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Οἱ Τοῦρκοι τῆς Τριπολιτσᾶς ξεκίνησαν γιά νά βοηθήσουν τούς ὁμοθρήσκους τους καί ἔφθασαν ἀνενόχλητοι στό Σάλεσι (σημερινό Μακρύσι τῆς Μεγαλούπολης), τό ὁποῖο ἔκαψαν καί πλησίασαν σέ ἀπόσταση βολῆς ἀπό τό στρατόπεδο τῶν Ἑλλήνων. Ἐκεῖ ὅμως οἱ ἀπειροπόλεμοι καί ἀπείθαρχοι Ρωμιοί μόλις ἀντιλήφθηκαν τίς τουρκικές ἐνισχύσεις δείλιασαν καί παράτησαν τά ταμπούρια τους. Καί μόνο ἡ λέξη “Τοῦρκος” προκαλοῦσε τρόμο στούς ραγιάδες. Οἱ μόνοι πού ἔμειναν νά πολεμήσουν ἦταν οἱ Μανιάτες τοῦ Ἠλία Μαυρομιχάλη (Μπεϊζαντέ) πού βρίσκονταν στή γέφυρα τῆς Καρύταινας. Ἐν τῷ μεταξύ ὅλοι οἱ ὁπλαρχηγοί ἐγκατέλειψαν τό στρατόπεδο τραβώντας οἱ Πλαπουταῖοι δυτικά γιά τή Λιοδώρα, ὁ Κανέλλος Δεληγιάννης γιά τά Λαγκάδια καί ὁ Παπαφλέσσας γιά τήν Στεμνίτσα.
«Ὁ Ἀναγνωσταρᾶς, Μπεηζαντές, Μπούρας πᾶνε στό Λεοντάρι, ἔμεινα μόνος μου μέ τό ἄλογό μου εἰς τό Χρυσοβίτζι. Γυρίζει ὁ Φλέσσας καί λέγει ἑνός παιδιοῦ: «Μεῖνε μαζί του, μή τόν φάνε τίποτες λύκοι». Ἔκατζα ἕως πού ἐσκαπέτισαν μέ τά μπαϊράκια τούς (σημαῖες), ἀπέ ἐκατέβηκα κάτου, ἦτον μιά ἐκκλησία εἰς τό δρόμο, καί τό καθησιό μου ἦτον ὅπου ἔκλαιγα τήν Ἑλλάς: Παναγία μου, βοήθησε καί τούτην τήν φορά τούς Ἕλληνας διά νά ἐμψυχωθοῦν!»
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
«Ὁ ἀνυπόφορος ζυγός τῆς ὀθωμανικῆς τυραννίας εἰς τό διάστημα ἑνός καί ἐπέκεινα αἰῶνος κατήντησεν εἰς μίαν ἀκμήν, ὥστε νά μή μείνη ἄλλο εἰς τούς δυστυχεῖς Πελοποννησίους Γραικούς, εἰμή μόνον ἡ πνοή καί αὐτή διά νά ὠθῆ κυρίως τούς ἐγκαρδίους των ἀναστεναγμούς εἰς αὐτήν τήν ἀθλίαν κατάστασιν ὄντες, ὑστερημένοι ἀπό ὅλα τά δίκαιά μας, μέ μίαν γνώμην ὁμοφώνως ἀπεφασίσαμεν νά λάβωμεν τά ἄρματα, καί νά ὀρμήσωμεν κατά τῶν τυράννων.
Πάσα πρός ἀλλήλους μας φατρία καί διχόνοια, ὡς καρποί τῆς τυραννίας, ἀπερρίφθησαν εἰς τόν βυθόν τῆς λήθης καί ἅπαντες πνέομεν πνοήν ἐλευθερίας, αἱ χεῖρες μας αἱ δεδεμέναι μέχρι τοῦ νῦν ἀπό τάς σιδηρᾶς ἁλύσσους τῆς βαρβαρικῆς τυραννίας ἐλύθησαν ἤδη, καί ὑψώθησαν μεγαλοψύχως πρός ὄλεθρον τῆς βδελυρᾶς τυραννίας καί ἔλαβον τά ὅπλα κατά τῶν τυράννων οἱ πόδες οἱ περιπατοῦντες ἐν νυκτί καί ἡμέρα εἰς τάς ἐνηγγαρεύσεις τῆς ἀσπλαχνίας τρέχουν εἰς ἀπόκτησιν τῶν δικαιωμάτων μας, ἡ κεφαλή μας ἡ κλίνουσα τόν αὐχένα ὑπό τόν ζυγόν, τόν ἀποτείναξε, καί ἄλλο δέν φρονεῖ, εἰμή τήν ἐλευθερίαν, ἡ γλῶσσα μας ἡ ἀδυνατοῦσα εἰς τό νά προφέρη λόγον ἐκτός τῶν ἀνωφελῶν παρακλήσεων πρός ἐξιλέωσιν τῆς μανίας τῶν τυράννων, τώρα μεγαλοφώνως φωνάζει, καί κάμνει νά ἀντηχῆ ὁ ἀήρ τό γλυκύτατον ὄνομα τῆς ἐλευθερίας. Ἐν ἐνί λόγω ὅλοι ἀπεφασίσαμεν ἤ νά ἐλευθερωθῶμεν ἤ νά ἀποθάνωμεν, διό καί προσκαλοῦμεν τήν συνδρομήν καί βοήθειαν ὅλων τῶν ἐξευγενισμένων εὐρωπαϊκῶν γενῶν, ὥστε νά δυνηθῶμεν νά φθάσωμεν ταχυτέρως εἰς τόν ἱερόν καί δίκαιον σκοπόν μας, καί νά ἀνανεώσωμεν τό τεταλαιπωρημένον ἑλληνικόν γένος μας.
Πέτρος Μαυρομιχάλης ἡγεμών καί ἀρχιστράτηγος καί ἡ Μεσσηνιακή Γερουσία ἐν Καλαμάτᾳ.»
Προκήρυξις τῆς Μεσσηνιακῆς Γερουσίας (23 Μαρτίου 1821)
«Ὁρκίζομαι εἰς τό ὄνομα τοῦ Παντοδύναμού μας Θεοῦ, εἰς τό ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἁγίας Τριάδος, νά χύσω καί τήν ὑστέραν ρανίδα τοῦ αἵματός μου, ὑπέρ πίστεως καί πατρίδος.»
Ὅρκος τῶν Μανιατῶν, 17 Μαρτίου 1821
(Τσίμοβα) Ἀερόπολη
«Ὁ δέ Κανέλλος Δηληγιάννης, φεύγων καί αὐτός ἐκ Καρυταίνης ὡς καί οἱ λοιποί, μετέβη εἰς τήν πατρίδα του, τά Λαγκάδια, καί ηὖρεν ὅλον τό χωρίον ἔρημον καί αὐτή τήν οἰκογένεια φυγοῦσαν κατά τήν ἐπαρχίαν τῶν Καλαβρύτων, ἔδραμε δέ κατόπιν αὐτῆς πεζός καί ἀνυπόδητος, τήν ἐπρόφθασεν εἰς τό Σωποτόν καί τήν συνώδευσεν εἰς Μέγα Σπήλαιον. Ἐκεῖ μαθῶν, ὅτι οἱ ἐπαρχιῶται του ἀπελπισθέντες ἀπεφάσισαν νά προσκυνήσωσιν, ἀπέστειλεν εἰς πρόληψιν τοῦ κακοῦ τόν ἀδελφόν του Δημητράκην εἰς Λαγκάδια μεθ’ ὅσων ἐδυνήθη νά συλλέξη στρατιωτῶν.
Φθάσας ἐκεῖ οὗτος ηὖρε τούς ἐντοπίους Τούρκους συνηθροισμένους ὅλους ἀόπλους ἐν τῇ ἀγορᾷ, διότι τήν ἡμέραν τῆς ἐπαναστάσεως τοῖς ἀφήρεσαν τά ὅπλα οἱ περί τόν Κανέλλον καί τούς ἐπεδίκλωσαν ἀλλά δέν τούς ἐφυλάκισαν. Ὁ Δημητράκης καί οἱ σύν αὐτῶ περιεκύκλωσαν τούς ἐν τῇ ἀγορᾷ Τούρκους, τούς ἐτουφέκισαν καί τούς ἐφόνευσαν ὅλους, ἀναγκάζοντες τούς συνεπαρχιώτας των νά γένωσι καί αὐτοί συμμέτοχοι τοῦ φόνου, ὥστε νά μήν τολμήσωσι πλέον καί προσκυνήσωσι φοβούμενοι τήν ἀγανάκτησιν καί ἐκδίκησιν τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν.»
Τρικούπης Σπυρίδων, γιά τήν σφαγή ἀπό τόν Δεληγιάννη ὅλων τῶν Λαγκαδινῶν Τούρκων
«Ἀλλά μετά τέσσαρας ἡμέρας ἀφ’ ἤς ἐπολιορκήθηκαν, ἐν ὤ ὥραν τήν ὥραν ἠλπίζετο νά παραδοθῶσιν, ἐξαίφνης φαίνεται καπνός εἰς τό χωρίον Σάλεσι (Μακρύσι Μεγαλόπολης) καί λέγεται ὅτι ἤρχοντο Τοῦρκοι. Ἀπό δέ τόν καπνόν ἠδύναντο νά συμπεράνωσιν ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἔκαιον τά χωρία τῶν Χριστιανῶν. Μ’ ὅλον τοῦτο ἀπέρχεται ὁ Κολοκοτρώνης αὐτός νά παρατηρήση, ἔφερε δέ σημαίαν ἀναπεπταμένην, τήν ὁποίαν ἔμελλε νά τειλίξη, ἐάν ἐγνώριζεν ὅτι ἦσαν Τοῦρκοι καί τότε οἱ ἄλλοι ὤφειλον νά ἑτοιμασθῶσιν εἰς μάχην.
Φθάσας λοιπόν ἐφ’ ὑψηλοῦ μέρους, βλέπει μέ τό τηλεσκόπιον ὅτι ἦσαν Τοῦρκοι, περιτειλίσσει τήν σημαίαν καί θαρρεῖ ὅτι θά καταλάβωσι τάς ἀναγκαίας θέσεις οἱ Ἕλληνες διά νά τούς πολεμήσωσιν, οὐδ’ ἠμφιβάλλετο ὅτι οἱ ὑπό τήν ὁδηγίαν του Μανιᾶται, ὡς καί οἱ ὑπό τόν Ἠλίαν Μαυρομιχάλην, τόν ὁποῖον, ὡς ἀγαθόν ὁ Κολοκοτρώνης εἶχε ζητήσει ἐπιμόνως ἀπό τόν πατέρα του συμμαζούμενον, ἤθελον ἀντιταχθῆ εἰς τούς Τούρκους, δίδοντες καί εἰς τούς ἄλλους Πελοποννησίους τό παράδειγμα πολεμικῆς ἀρετῆς. Ἀλλά, μόλις ἰδόντες τειλιγμένην τήν σημαίαν, κυριεύονται ἀπό πανικόν φόβον καί δίδονται εἰς φυγήν.
Ὁ δέ Κολοκοτρώνης ἤδη θεωρεῖ ἑαυτόν μεμονωμένον ἐν τῷ μέσῳ τῶν ἐχθρῶν καί δέν δύναται νά φύγη, καθό πεζός καί ἕως πενήντα Τοῦρκοι προτρέχοντες ἔφιπποι ἤθελον τόν προφθάσει καί ἤ νά τόν ζωγρήσωσον ἤ νά τόν φονεύσωσιν. Ὅθεν ἐν ὤ ἔφευγεν, ἐντυχῶν Θεία μοίρα ποιμένα, καλύπτεται μέ τό ἐπανωφόρεμα τούτου καί βλέπων ὅτι τόν πλησιάζουσιν οἱ Τοῦρκοι, κρύπτεται εἰς τούς θάμνους καί φέρων τήν πιστόλαν εἰς τήν χείραν, τουλάχιστον διά νά μή συλληφθῆ ζῶν, ἐλπίζει μόνον καί μόνον εἰς τήν ἐξ ὕψους βοήθειαν, καί ἐκεῖνοι μέν παρέρχονται φθάνουσιν ἀκωλύτως εἰς τό φρούριον, ἐξέρχονται οἱ, τέ Καρυτινοί καί οἱ Φαναρίται Τοῦρκοι, καταδιώκουσιν ὅλοι ἐμοῦ φεύγοντας τούς Ἕλληνας, τούς κατασκορπίζουσι καί ἐπιστρέφουσι θριαμβευτικῶς εἰς Τριπολιτσᾶν, λεηλατοῦντες τούς Χριστιανούς, ὅθεν ἄν διαβαίνωσιν.»
Νικόλαος Σπηλιάδης Ἑλληνική Ἐπανάστασις, γιά τήν παρ’ ὀλίγον σύλληψη τοῦ Κολοκοτρώνη
Από το τετράτομο έργο του Φωτίου Σταυρίδη “1821 – Η Απάντηση στην Τηλεόραση”
0 Σχόλια
Σχόλια που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς όχι μόνο για το ιστολόγιο, θα διαγράφονται αμέσως.
EmojiΣχόλια που περιέχουν εμπάθεια σε ό,τι δεν σας αρέσει επειδή έτσι μάθατε ότι έτσι είναι τα πράματα, θα διαγράφονται για έναν εποικοδομητικό διάλογο και όχι να επικρατήσει η αρλουμπολογία, αμαθών και ημιμαθών.
Επίσης σχόλια που έχουν οποιεσδήποτε κομματικές προτροπές και κομματικοπολιτική προπαγάνδα, είναι ανεπιθύμητα.