Μάχη στά Δολιανά, εκεί που ο Νικηταράς ονομάστηκε Τουρκοφάγος


Σταυρίδης Φώτιος

Ἡ νικηφόρος μάχη τοῦ Βαλτετσίου, θεωρεῖται ἀπό τούς ἱστορικούς ὡς ἡ πρώτη σημαντική νίκη τοῦ Ἀγῶνα. Ἡ μάχη κράτησε εἰκοσιτρεῖς ὧρες καί τό ἀποτέλεσμά της ἐμψύχωσε κατά πολύ τούς Ἕλληνες ἐπαναστάτες, οἱ ὁποῖοι κατατρόπωσαν τό ἄνθος τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ. Ὁ Χουρσίτ πασᾶς εἶχε στείλει τόν ἀγαπημένο του Κεχαγιάμπεη γιά νά καταστείλει τήν ἐπανάσταση στό Μοριᾶ. Ἄν νικοῦσε ὁ Κεχαγιάμπεης, τότε θά εἶχε πληγεῖ ἡ ἐπανάσταση στήν καρδιά της καί καμμία ἄλλη σκλαβωμένη περιοχή δέν θά τολμοῦσε νά σηκώσει κεφάλι. Ὁ Κεχαγιᾶς εἶχε ἐντολή, ἀμέσως μετά τή συντριβή τῶν γκιαούρηδων, νά ἐποικίσει τόν Μοριᾶ μέ μεγάλο ἀριθμό μουσουλμάνων ἀπό τήν Ἀσία, ὥστε ἡ Πελοπόννησος νά χάσει τήν ἑλληνικότητά της μιά γιά πάντα.

Τά σχέδια ὅμως τῶν Τούρκων πασάδων τά χάλασαν οἱ ἥρωες τοῦ Βαλτετσίου. Οἱ Τοῦρκοι πού βρίσκονταν στήν Τριπολιτσᾶ ἦταν βέβαιοι γιά τή νίκη. Ὅταν εἶδαν τά συντρίμμια τοῦ στρατοῦ νά ἐπιστρέφουν στήν πόλη ἔμειναν ἐμβρόντητοι. Δέν μποροῦσαν ποτέ νά φανταστοῦν ὅτι οἱ ραγιᾶδες θά τολμοῦσαν νά τά βάλουν μέ τόν ἀνίκητο ὀθωμανικό στρατό. Ἡ πόλη ἔπεσε σέ πένθος, ἐνῶ ὁ Κεχαγιάμπεης ἔχασε τό κύρος μέ τό ὁποῖο εἶχε εἰσέλθει στήν Τριπολιτσᾶ. Οἱ ὅμηροι πού ζοῦσαν σέ ἄθλιες συνθῆκες στίς φυλακές τοῦ διοικητηρίου, πληροφορήθηκαν τήν εὐχάριστη εἴδηση ἀπό ἕναν Τοῦρκο στρατιώτη πού εἶχε φυλακισθῆ διότι εἶχε ἀφαιρέσει ἀπό ἕναν νεκρό ἀξιωματικό τίς ἀσημένιες πιστόλες του. Ὁ ἐπίσκοπος Χριστιανουπόλεως ἔψαλλε τότε μέ σιγανή φωνή δοξολογία γιά τήν ἑλληνική νίκη στό Βαλτέτσι.

Μετά τό Βαλτέτσι, ὁ Κολοκοτρώνης ἔστησε τό στρατηγεῖο του στό Χρυσοβίτσι. Ἐκεῖ σώζεται ἡ ἐκκλησία τῆς Παναγίας πού πήγαινε ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ γιά νά προσευχηθεῖ γιά τή νίκη τῆς Ἑλλάδος.

“- Παναγία μου, βοήθησε τούς Ἕλληνες νά ψυχωθοῦνε.”

Καί ἡ Παναγία τοῦ ἀπάντησε:

“- Ὁ Θεός ὑπόγραψε τή λευτεριά τῆς Ἑλλάδος καί δέν θά πάρει πίσω τήν ὑπογραφή του.”

Στό Χρυσοβίτσι συγκεντρώθηκαν οἱ ὁπλαρχηγοί γιά νά συζητήσουν τήν περαιτέρω πορεία τῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων. Στίς 17 Μαΐου, ὁ Κολοκοτρώνης ἔλαβε ἐπιστολή ἀπό τήν Μπουμπουλίνα, τόν Τσόκρη καί τόν Σταϊκόπουλο. Μέ τήν ἐπιστολή τους αὐτή ζητοῦσαν ἐνισχύσεις γιά τήν πολιορκία τοῦ Ναυπλίου πού βρισκόταν σέ ἐξέλιξη. Ὁ Κολοκοτρώνης ἀποφάσισε νά στείλει στό Ναύπλιο τόν ἀνηψιό του Νικηταρᾶ. Ὁ Νικηταρᾶς, ἐκτός τῶν ἄλλων εἶχε ἐντολή νά μαζέψει κριθάρι γιά τά στρατεύματα καί μολύβι ἀπό τά ἄφθονα τζαμιά τῆς ἐπαρχίας. Πράγματι ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος παρέλαβε 150 Καρυτινούς μαζί μέ τόν ἀδελφό του Νικόλαο, καί ἀφοῦ ἑνώθηκε μέ τόν Κωνσταντῖνο Ἀλεξανδρόπουλο καί τούς 58 Στεμνιτσιῶτες του ἀνεχώρησε γιά τό Ναύπλιο.

Στό μεταξύ ὁ Κεχαγιάμπεης στήν Τριπολιτσᾶ, μετά ἀπό σύσκεψη μέ τούς ἀγᾶδες, ἀποφάσισε νά προβεῖ σέ νέα ἐπιθετική ἐνέργεια, αὐτή τή φορά ὄχι πρός τήν δυτική πλευρά, ἡ ὁποία ἦταν ἐνισχυμένη ἀπό τούς γκιαούρηδες, ἀλλά πρός τήν ἀνατολική πλευρά, ὅπου οἱ ζορμπᾶδες (στασιαστές) ἦταν πολύ λιγότεροι. Τό τουρκικό στράτευμα ξεκίνησε τά χαράματα τῆς 18ης Μαΐου 1821 μέ 6.000 ἄνδρες καί δύο κανόνια, χωρισμένο σέ τρία τμήματα. Τό πρῶτο θά πήγαινε πρός τό Μαρμαροβούνι καί ἀπό ἐκεῖ στά Δολιανά, τό δεύτερο θά πήγαινε βορειότερα ἀπό τά Δολιανά καί τό τρίτο θά κατευθυνόταν πρός τό Δραγούνι, ὅπου ὑπῆρχε μικρή ἑλληνική δύναμη ὑπό τόν Γεώργιο Διγενῆ ἀπό τόν Ἅγιο Πέτρο. Οἱ Τοῦρκοι κατά τήν ἔξοδό τους δέν ἔγιναν ἀντιληπτοί ἀπό τόν σηματογράφο τῆς Ἐπάνω Χρέπας. Τό σκοτάδι τῆς νύκτας καί ἡ πρωϊνή ὁμίχλη τούς βοήθησε νά προχωρήσουν ἀπαρατήρητοι ἐναντίον ἑνός ἀνύποπτου ἐχθροῦ.

«Ἐντοσούτω ἡ ἐν τῷ Βαλτετζίῳ συμβάσα αὐτή μάχη τῶν 12 καί 13 Μαΐου 1821, ἀφ’ ἤς ἐπροξενήθη τοσαύτη καταστροφή εἰς τούς Ὀθωμανούς, ἐπεσφράγισε τάς ἐλπίδας τῶν Ἑλλήνων ὅτι ἡ χείρ τοῦ Ὑψίστου εἶναι μετ’ αὐτῶν, ὅτι θέλει προοδεύσει ὁ σκοπός τῆς ἐλευθερίας. Ἀλλ’ ἐάν ἀπετύγχανον οἱ Ἕλληνες εἰς τήν μάχην αὐτήν, οἱ Ὀθωμανοί ἔχοντες τήν βάσιν των εἰς τήν πληθύν τοῦ ἀριθμοῦ των, ἐσχεδίαζον ὥστε ἀφ’ οὐ διασκορπίσουν πρῶτον τούς Ἕλληνας, νά καταδιώξωσιν ἔπειτα ὄπισθεν καθ’ ὅσον ἀφώρα τήν βλάβην τῶν Ἑλλήνων καί ἀκολούθως νά τοποθετηθώσιν αὐτοί εἰς τήν Μεγαλούπολιν εἰς τήν Κώμην τοῦ Σινάνου ὀνομαζομένην, ἐκεῖσε δέ νά προσκαλέσωσι τούς ἁπλούς καί χωρικούς Ἕλληνας, τούς ὁποίους μέ προσπεποιημένας ὑποσχέσεις διά τήν διατήρησιν τῆς ὑπάρξεως των νά ἐφοδιάσωσι μέ προσκυνοχάρτια, κολακεύοντες αὐτούς προσωρινῶς καί ἐπιθέτοντες τό ἔγκλημα τῆς ἀποστασίας ἐπί τῶν προεστώτων καί τῶν ἀρχιερέων.

Αὐτούς δέ νά σφάξωσι, τούς δέ ἄλλους κατοίκους τῆς Πελοποννήσου, πρίν ἤ παρέλθη ἕν ἔτος, νά μετοικήσωσιν εἰς τήν Αἴγυπτον, εἰς τήν Ἀσίαν, εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν καί εἰς ὁποῖον ἄλλο μέρος ἤθελον ἐγκρίνει, νά φέρωσι δέ εἰς τήν Πελοπόννησον ἀποίκους ἐκ τῶν μερῶν ἐκείνων Ὀθωμανούς, διά νά κατοικηθῆ ἡ Πελοπόννησος παρά τοιούτων νέων κατοίκων πάσης τάξεως. Ἀλλά ἄλλαι μέν βουλαί ἀνθρώπων, ἄλλα δέ Θεός κελεύει.

Μετά δέ τήν ἐν Βαλτετζίῳ γενομένην μάχην οἱ Ὀθωμανοί ἠθέλησαν νά δοκιμάσωσι καί ἄλλην μίαν φοράν τήν τύχην τῶν, ὅθεν τήν 18ην Μαΐου 1821 ἐξεστράτευσαν διά νυκτός περίπου τῶν 6000 Ὀθωμανοί πεζοί τέ καί ἱππεῖς, φέροντες μεθ’ αὐτῶν καί δύο κανόνια. Ἕν δέ μέρος ἱππικοῦ διέβη διά νυκτός ἀπό τήν ὁδόν τοῦ Κούβλι καί κατέλαβεν τά ὄπισθεν τῶν ἐν Δολιανοῖς στρατοπεδευμένων Ἑλλήνων, οἱ δέ λοιποί ὤδευσαν κατ’ εὐθείαν εἰς τά Δολιανά.»

Ἀμβρόσιος Φραντζῆς

Ὁ Νικηταρᾶς φεύγοντας ἀπό τό Βαλτέτσι πέρασε ἀπό τά Δολιανά γιά νά ἀνεφοδιασθεῖ μέ τρόφιμα. Οἱ Δολιανίτες τοῦ ἐπεφύλαξαν ψυχρή ὑποδοχή καί μάλιστα ἀρνήθηκαν νά δώσουν στόν ἀδελφό του Νικόλα ἕνα φόρτωμα κρασί πού τούς ζήτησε. O Νικήτας πῆρε τόν δρόμο γιά τό Ἄργος, ἀλλά ὕστερα ἀπό λίγο εἶδε μερικούς Δολιανίτες νά τρέχουν καί νά τόν καλοῦν νά γυρίσει πίσω διότι φάνηκαν Τοῦρκοι μέ κατεύθυνση τό χωριό τους. Ὁ Νικόλας ἐκνευρισμένος ἀπό τή στάση τῶν ὁμοθρήσκων του πρότεινε στόν ἀδελφό του νά μήν τούς βοηθήσουν.

“- Πᾶμε εἰς τόν δρόμον μας καί ἄς μήν ἀφήσουν ἀπ’ αὐτούς οἱ Τοῦρκοι οὔτε ρουθούνι.”

Ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος πού δέν κράταγε κακία σέ κανέναν, ἀπάντησε.

“- Ἀδελφέ μου, ἐγώ γιά Περσιάνους πάω εἰς τό Ἀνάπλι γυρεύοντας καί τώρα πού τούς ηὔρα ἐδῶ νά τούς ἀφήσω; Δέν τό κάμω.”

Χωρίς νά χάσει καιρό ὁ Νικήτας γύρισε καί ταμπουρώθηκε στά σπίτια τοῦ χωριοῦ μέ τούς στρατιῶτες του καί μερικούς ντόπιους ἀπό τόν Ἅγιο Πέτρο. Κεφαλές στό μικρό στρατό τῶν τριακοσίων ἀνδρῶν ἦταν ὁ Μητρομάρας Ἀθανασίου, ὁ Ἠλίας Κωνσταντόπουλος ἤ Λιάπης, ὁ Θεόδωρος Ἀντωνάκης, o Θεόδωρος Πολίτης, o Ἀναγνώστης Προεστάκης καί ἄλλοι. Οἱ κλεισμένοι ἔπιασαν δεκατρία σπίτια καί ὁ Νικήτας ἔπιασε τό σπίτι τοῦ Χριστοφίλη. Ὅμως τόν σημαιοφόρο του Θανάση Μανιάτη μέ τή σημαία του τόν ἔστειλε στό σπίτι τοῦ Καραμήτρου, γιά νά ξεγελάσει τόν Κεχαγιάμπεη.

Πράγματι ὁ Τοῦρκος στρατηγός ἔστησε τά κανόνια του ἀπέναντι ἀπό τό σπίτι πού κυμάτιζε ἡ σημαία τοῦ Σταυροῦ. Ὅλες οἱ μπάλλες ὅμως πῆγαν χαμένες, ἀφοῦ τό σπίτι ἦταν πετρόχτιστο καί δέν ἔπαθε καμμία ζημιά. Μάλιστα ἕνας Κλέφτης Μπαρμπιτσιώτης σημάδεψε τόν τοπτσίμπαση (ἀρχιπυροβολητή) καί τόν ἄφησε στόν τόπο. Τότε ὁ Κεχαγιᾶς πρόσταξε νά σταματήσει τό κανονίδι καί νά ξεκινήσει τό λιανοντούφεκο.

Στό μεταξύ οἱ ἄλλες δύο ἐχθρικές κολῶνες (στρατιές) περικύκλωσαν τά Βέρβαινα, ὅπου πάτησαν τήν ψηλότερη κορυφή τοῦ χωριοῦ. Ὁ Παναγιώτης Γιατράκος μέ 500 ἄντρες ἔκανε μία ἕφοδο γιά νά τούς ἀπωθήσει ἀλλά δέν ἔφερε κανένα ἀποτέλεσμα. Οἱ Τοῦρκοι ἔστησαν τά μπαϊράκια τους πάνω στόν λόφο γιά νά τά βλέπουν οἱ ὁμόθρησκοί τους καί συνέχισαν νά σφυροκοποῦν τά σπίτια πού ἦταν κλεισμένοι οἱ Ἕλληνες. Τότε παρουσιάστηκαν δύο Μανιάτες στόν δεσπότη τῶν Βερβένων καί τοῦ ζήτησαν τήν εὐχή του γιά νά πᾶνε νά γκρεμίσουν τά τούρκικα μπαϊράκια. Πράγματι ὕστερα ἀπό λίγο οἱ τούρκικες σημαῖες ἔπαψαν νά κυματίζουν καί οἱ μπαϊρακτάρηδες κείτονταν σφαγμένοι στό χῶμα.

Μόλις εἶδαν οἱ Ἕλληνες πού πολεμοῦσαν στά Βέρβαινα τό περιστατικό ἄρχισαν νά φωνάζουν “γιουρούσι! γιουρούσι!” καί μέ γυμνά σπαθιά ἔπεσαν κατά τῶν ἐχθρῶν, οἱ ὁποίοι ὑποχώρησαν ἐνῶ οἱ ντελῆδες πάνω στόν πανικό τους ἔπεσαν μέ τά ἄλογά τους κάτω ἀπό τά βράχια. Μόλις εἶδαν οἱ ἄντρες τοῦ Νικηταρᾶ τή φυγή τῶν Τούρκων, ἀκολούθησαν τόν ἀρχηγό τους, ὁ ὁποῖος μέ τό γιαταγάνι στό χέρι εἶχε ἤδη πάρει στό κυνήγι τούς ἐχθρούς.

«Οἱ πολεμιστές του βλέπουν τόν Νικηταρᾶ μέ τήν πάλα νά πέφτη μέσα στούς Τούρκους καί ν’ ἀνεβοκατεβάζη πάνω τους τό σπαθί του. Φόβος καί τρόμος πιάνει τούς ἐχθρούς. Δέ ρίχνουν ντουφεκιά, μόνο πασχίζουν φεύγοντας νά γλυτώσουν ἀπ’ τά ἑλληνικά σπαθιά. Κι οἱ Ἕλληνες, μέ πρῶτο πάντα τόν Νικηταρᾶ ὅλο τούς κυνηγᾶνε.

Ἄρχισε κιόλας νά νυχτώνη. Δέ φτάνει τό σκοτάδι μά πιάνει καί βροχή. Ἄλλο πού δέ θέλανε οἱ Ἕλληνες. Τ’ ἀσκέρια τοῦ Κεχαγιάμπεη χάνουν τό δρόμο. Ἄπ΄ τό σκοτάδι καί τήν τρομάρα τους δέν ξέρουν κατά πού νά πᾶνε. Οἱ Ἕλληνες τούς προκάνουν καί τούς ξεκάνουν. Ὅλη τη νύχτα βαστάει αὐτό τό ἀνθρωποκυνήγι. Τά ξημερώματα μετρᾶνε διακόσια κουφάρια πού εἶχε ἀφήσει ἀπ’ τούς δικούς του φεύγοντας ὁ Κεχαγιάμπεης. Χώρια ὅσους πρόκαναν καί πῆραν. Ἀπό λαβωμένους τρεῖς φορές περισσότεροι!

Τά παλληκάρια χωράτευαν ὁ ἕνας τόν ἄλλον καί λέγαν:

“- Ποῦ εἶναι οἱ Τοῦρκοι ὀρέ; Ποῦ εἶναι οἱ Τοῦρκοι;”

Τά ροῦχα τοῦ Νικήτα ἦταν καταματωμένα ἀπ’ τούς μουσουλμάνους. Τό χέρι του ἦταν ἀγκυλωμένο στό σπαθί. Κάποιος γεροκλέφτης τοῦ φώναξε.

“- Νά μᾶς ζήσει ὁ Νικηταρᾶς ὁ Τουρκοφάγος!”

Τοῦ Λεωνίδα τό σπαθί

Νικηταρᾶς θά τό φορῆ,

Τοῦρκος νά τό δή λαβώνει

θ’ ἀποθάνη δέ γλυτώνει!»

Τάκη Λάππα – Νικηταρᾶς ὁ Τουρκοφάγος

«Ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος ἤ Νικηταρᾶς ὁ Τουρκοφάγος γεννήθηκε τό 1783 στό χωριό Ἀναστασίτσα (Ἀναστάσοβα) Μεσσηνίας καί μεγάλωσε στό χωριό Τουρκολέκα τῆς Μεγαλουπόλεως. Ἦταν ὁ πιό ἁγνός, ἄδολος καί μεγαλόκαρδος ἀγωνιστής τῆς ἐπανάστασης. Οὐδέποτε ἐνδιαφέρθηκε γιά πλούτη καί ἀγαθά καί οὔτε ἔτρεχε νά ἁρπάξει τά λάφυρα ἀπό τόν ἐχθρό. Ὅτι τύχαινε στά χέρια του, τό χάριζε στά παλληκάρια του. Ἀπό τήν καλωσύνη του αὐτή καί τήν ἀνιοδιοτέλειά του κατέληξε νά πεθάνει πάμφτωχος καί ζητιάνος στόν Πειραιά, στίς 25 Σεπτεμβρίου 1849.

“Ποιός εἴν’ αὐτός ὅπου ‘ρχεται στῆς Μαρμαριᾶς τόν κάμπο;

Αὐτός εἴν’ ὁ Νικηταρᾶς ἀπό τό Τουρκολέκα.

Γειά σου ὀρέ Νικηταρᾶ

ποῦ ‘χουν τά πόδια σου φτερά,

μές στούς κάμπους πᾶς κοιμᾶσαι

καί κανέναν δέ φοβᾶσαι.

Μπροστά πηγαίνει ὁ Νικηταρᾶς καί πίσω ὁ Κολοκοτρώνης.”

Ὁ μικρός Νικήτας μεγάλωσε κοντά στή μάνα του Σοφία Καρούτσου στό Τουρκολέκα. Ἡ μητέρα του ἦταν ἀδελφή τῆς γυναίκας τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Τόν πατέρα του δέν τόν ἔβλεπε, παρά ἀραιά καί πού, διότι ὁ καπετάνιος Σταματέλος Τουρκολέκας ζοῦσε μέ τά παλληκάρια του στόν Πεντεσκούφη (Ταΰγετο) τήν κλέφτικη καί ἐλεύθερη ζωή. Εἶχε μαζί του τούς δύο μεγάλους του γιούς τόν Γιάννη καί τόν Νικόλα. Γιά τόν μικρότερο Νικήτα, ὁ Σταματέλος εἶχε ἀποφασίσει νά τόν μάθει μία τέχνη ὥστε νά μήν ἀκολουθήσει κι αὐτός τήν κλέφτικη ζωή. Ἔτσι τόν ἔβαλε κοντά σέ ἕνα σιδερά. Ὁ Νικήτας δέν ἤθελε αὐτή τή δουλειά τήν ὁποία τήν ἔκαναν συνήθως οἱ γύφτοι. Κλέφτης ἤθελε νά γίνει σάν τόν πατέρα του. Ἔμεινε στό σιδεράδικο δύο χρόνια.

Ἡ συνάντηση τοῦ Νικήτα μέ τόν Ζαχαριᾶ Μπαρμπιτσιώτη ἔκανε τό μικρό σιδερά νά τό σκάσει ἀπό τό σιδεράδικο καί νά ἀνέβει στό βουνό νά βρεῖ τά ἀδέλφια του καί τόν πατέρα του. Σέ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν σκότωσε τόν πρῶτο Τοῦρκο στό χωριό Τουρκολέκα. Ἦταν τότε πού εἶχε φύγει κρυφά ἀπό τό νταϊφά τοῦ πατέρα του γιά νά πάει στό χωριό του νά δεῖ τή μάνα του. Ἐκεῖ τόν κυνήγησαν κάτι ἀρματωμένοι Τοῦρκοι, ἀλλά δέν μπόρεσαν νά προλάβουν τόν ταχύτατο νεαρό καί καθώς τόν κυνηγοῦσαν, ἀδείασε τήν μία πιστόλα του στόν Τοῦρκο πού τόν εἶχε πλησιάσει πιό πολύ.

Ὁ Σταματέλος τότε, γιά νά τιμωρήσει τόν ἀπείθαρχο γιό του, τόν ἔστειλε στόν πρωτοκλέφτη Ζαχαριᾶ. Ὁ Νικήτας ξεχώρισε γρήγορα ἀπό τά ὑπόλοιπα παλικάρια ἀφοῦ διακρίθηκε τόσο γιά τήν ταχύτητά του ὅσο καί γιά τή δύναμη μέ τήν ὁποία χειριζόταν τό γιαταγάνι του. Ὁ Ζαχαριᾶς τόν ἔκανε μπουλουκτζή καί εἶχε ὑπό τήν ἐξουσία του δέκα Κλέφτες. Καί ὄχι μόνο αὐτό. Τοῦ ἔδωσε γιά νύφη καί τήν κόρη του Ἀγγελίνα. Ὁ Ζαχαριᾶς Μπαρμπιτσιώτης ὅμως δέν θά προλάβαινε νά δεῖ τήν κόρη του παντρεμένη, ἀφοῦ θά ἔχανε τή ζωή του μέ δόλο στά 1805.

Τό 1805 ἦταν ἡ χρονιά στήν ὁποία οἱ Τοῦρκοι πασᾶδες εἶχαν τό πάνω χέρι καί σέ συνεργασία μέ τήν Ἐκκλησία καί τούς προεστούς, εἶχαν καταφέρει νά ἐκμηδενίσουν ἐκείνη τή γενιά τῶν Κλεφτῶν. Οἱ τελευταῖοι εἶχαν βρεῖ καταφύγιο στή ρωσοκρατούμενη Ζάκυνθο. Στά Ἑπτάνησα ὁ Νικήτας νυμφεύθηκε τήν Ἀγγελίνα Ζαχαριᾶ Μπαρμπιτσιώτη καί στή συνέχεια, ἀκολουθώντας τούς ὑπόλοιπους Κλέφτες ἔγινε μισθοφόρος διαδοχικά στούς Ρώσσους, τούς Γάλλους καί τέλος στούς Ἄγγλους. Τό 1808, εἶχε ἀκολουθήσει τόν θεῖο του Κολοκοτρώνη στό Μοριᾶ ὅταν τούς εἶχε καλέσει ὁ Τουρκαλβανός Ἀλῆ Φαρμάκης γιά νά πολεμήσουν τόν γιό τοῦ Ἀλῆ πασᾶ Βελή πού πολιορκοῦσε τόν Τουρκαλβανό στό κάστρο του.»

Νικήτας Σταματελόπουλος (Ἡ ζωή του)

«Στά 1816 πού διαλύθηκε τό ἑλληνικό μισθοφορικό τάγμα τῶν Ἐγγλέζων στά Φραγκονήσια, ὁ καπετάν Σταματέλος Τουρκολέκας θέλησε νά κατέβη κρυφά στό Μοριᾶ. Νά δή ὁ ἴδιος τί γίνεται κειπέρα ἡ κατάσταση. Πῆρε κοντά τόν πρωτογιό του Γιαννάκη καί τόν κουνιάδο του Νικήτα τόν Ἀναγνώστη, γιό τοῦ καπετάν Ζαχαριᾶ.

Σάν φάνηκαν τά μοραΐτικα ἀκρογιάλια, ὁ Σταματέλος ζήτησε ἀπ’ τόν καπετάνιο τοῦ καϊκιοῦ νά τόν ξεμπαρκάρουν μέ τά δύο παλληκάρια στό λιμάνι τοῦ Ἁλμυροῦ, στή Μάνη. Θέλανε νά πᾶνε στό Γύθειο, νά ξαναδῆ ὁ Ἀναγνώστης τή νύφη νά κανονίσουν τά στεφανώματα. Ἔτσι κι ἔγινε. Συμφώνησαν κι ἀποφασίσανε νά περάσουν στό Τσιρίγο (Κύθηρα) ν’ ἀγοράσουν τά νυφικά νά γίνη ὁ γάμος. Σάν ξανοίχτηκαν στό πέλαγος, τούς ἔπιασε μεγάλη θαλασσοταραχή. Τό καΐκι κινδύνευε ἀπό στιγμή νά βουλιάξη. Γιά νά γλυτώσουν, ὁ καπετάνιος ἀποφάσισε νά βρῆ ἀραξοβόλι στή Μονεμβασιά.

Στή Μονεμβασιά, ὁ καπετάν Σταματέλος θυμήθηκε κάποιο παλιό φίλο του Τοῦρκο καί στέλνει ἕνα ναύτη νά τοῦ ζητήση τρόφιμα. Ὁ Τοῦρκος ὅμως εἰδοποίησε τούς ὁμοθρήσκους του καί τουρκικά ἀσκέρια μπλόκαραν τά παλληκάρια καί ἔπιασαν ζωντανούς τό Σταματέλο, τό γιό του Γιάννη καί τόν Ἀναγνώστη Μπαρμπιτσιώτη. Τούς κλείσαν στίς ἀνήλιαγες φυλακές τοῦ κάστρου τῆς Μονεμβασιᾶς.

Μαθεύτηκε στά Ἰόνια κι οἱ Ἐγγλέζοι θέλησαν νά τούς γλυτώσουν. Ὁ Ἐγγλέζος διοικητής τοῦ Τσιρίγου ἔστειλε ἀναφορά στόν πασᾶ τῆς Τριπολιτσᾶς νά λευτερώση τούς φυλακισμένους, γιατί ἦταν στήν ἐγγλέζικη προστασία. Ὁ ἴδιος ὁ Σταματέλος παρουσιάστηκε στό βοεβόδα τῆς Μονεμβασιᾶς καί τοῦ λέει:

– “Ἐμένα νά σκοτώσης. Ἔκανα κλέφτης καί χάλασα πολλούς ἀπό σας. Μά τά δύο παλληκάρια τί φταῖνε; Μεγάλωσαν στό Ζάντε καί δέ σᾶς ἔχουν κάνει κανένα κακό.”

– “Ἀπό κακή κολοκυθιά, οὔτε κολοκυθόσπορο.”

Ἀποκρίθηκε ἄγρια ὁ Τοῦρκος. Πρῶτο ἀποκεφάλισε τόν γέρο Σταματέλο. Ὕστερα τόν Ἀναγνώστη. Τελευταῖο ἄφησε τό Γιάννη καί τοῦ πρότεινε νά τουρκέψη.

– “Γίνε μουσουλμάνος νά γλυτώσης τό κεφάλι σου.”

Γιά νά τόν δειλιάσει τοῦ ἔριξε στά πόδια τό κομμένο κεφάλι τοῦ πατέρα του. Ὁ Γιάννης δέν ἀποκρίνεται. Γιά ἀπάντηση κάνει τό σταυρό του.

Ὁ βοεβόδας τῆς Μονεμβασιᾶς ἔστειλε μέ συνοδεία τά τρία κεφάλια στόν πασᾶ τῆς Τριπολιτσᾶς. Σάν ἔφτασε τό κακό μαντάτο στή Ζάκυνθο ὁ Νικήτας τούς ἔκλαψε. Δέν ἦταν ἕνας, ἦταν τρεῖς! Ὅταν σέ λίγο καιρό ἀπόχτησε τό μοναχογιό του, τοῦ ἔδωσε τ’ ὄνομα τοῦ χαμένου ἀδερφοῦ του Γιάννη. Τό βαφτιστικό ὄνομα τοῦ πατέρα του, τό κράτησε γιά ἐπίθετο καί τό ἔκανε Σταματελόπουλος. Μά κι αὐτό γιά λίγο. Κάποιο ἄλλο θά τό σκιάση.

Τήν ἡμερομηνία 18 Ὀκτωβρίου 1818, ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος δέν τήν ξέχασε σ’ ὅλη του τή ζωή. Γιατί τή μέρα αὐτή ὁ Ἠλίας Χρυσοσπάθης, τόν κατήχησε στό μυστικό της Φιλικῆς Ἑταιρείας. Ἀπό ἐκείνη τή στιγμή δέν εἶχε κατά νοῦ, παρά τό πώς ν’ ἁπλώση τό μυστικό. Τούς πρώτους πού βρῆκε ἦταν μερικοί καλόγεροι στό μοναστήρι τῆς Καλτεζᾶ. Μαζί μέ τό θεῖο του Κολοκοτρώνη, τόν παλιό καπετάνιο Ἀναγνωσταρᾶ καί τόν Πλαπούτα, κρυφά ὀργώνουν τό Μοριᾶ καί σκορπᾶνε τό μυστικό τῆς Φιλικῆς.

Καλοκαίρι τοῦ 1819. Ὁ πασᾶς τοῦ Μοριᾶ ἔχει καλέσει τόν κοτζάμπαση Δεληγιάννη στήν Τριπολιτσᾶ. Ὁ Νικήτας κι ὁ Πλαπούτας πῆραν τόν δρόμο τῆς Ἁλωνίσταινας. Στό χωριό θέλησε νά τούς περιποιηθῆ ὁ Δημητρακόπουλος, γιατί ἔτυχε κείνη τή μέρα νά εἶναι τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς (26 Ἰουλίου) κι εἶχαν πανηγύρι. Ἔτυχε κεῖνο τόν καιρό νά εἶναι ἀγᾶς ὁ φοβερός χριστιανομάχος Σαλής, πού τοῦ εἶχαν κολλήσει τό παρατσούκλι ὁ “Ἀράπης”.

Στό χοροστάσι τοῦ χωριοῦ, ὁ Ἀράπης μέ μερικούς δικούς του εἶχαν στήσει χορό. Ὁ Ἀράπης, μόλις εἶδε τόν Πλαπούτα, ἁπλώνει τό χέρι καί τόν τραβάει κοντά στό χορό. Εἶχε τό σκοπό του. Μά ὁ Πλαπούτας ἀπό κάτι μισόλογα κατάλαβε ὅτι θά τούς ρίχνονταν οἱ Τοῦρκοι νά τούς χτυπήσουν. Σέ δύο τρεῖς γύρους σέ κάποια στιγμή ὁ Ἀράπης βάζει τό πόδι του νά πεδικλώση τόν Πλαπούτα. Αὐτό ἦταν τό σύνθημά του. Μά δέν τά καταφέρνει νά πέση ὁ χορευτής. Στέκει ὁλόρθος καί μέ μιᾶς τραβάει τήν κουμπούρα του. Τό ἴδιο καί ὁ Νικηταρᾶς μέ τά παλληκάρια του. Σκορπάει τό πανηγύρι κι ἀνάβει τό ντουφεκίδι. Τοῦρκοι κι Ἕλληνες ἔρχονται στά χέρια. Πέφτουν δύο σκοτωμένοι ἀπ’ τά ἑλληνικά βόλια κι ἄλλοι τόσοι λαβωμένοι.

Ὁ Ἀράπης τρομαγμένος τρέχει νά γλυτώση. Ξωπίσω τόν κυνηγάει μέ τήν πάλα στό χέρι ὁ Σταματελόπουλος. Ὁ Τοῦρκος βρίσκει ἕνα ὑπόγειο καί τρέχει νά χωθῆ. Ὁ Νικηταρᾶς τόν προκάνει. Κατεβάζει μ’ ὁρμή τήν πάλα καταπάνω του. Ἀστόχησε ὅμως. Τό λεπίδι βρίσκει καί χτυπάει τό πρεβάζι τῆς πόρτας καί μπήχνεται στό ξύλο. Νικητές οἱ Ἕλληνες φεύγουν ἀπό τήν Ἁλωνίσταινα.

Τό περιστατικό μαθαίνεται στήν Τριπολιτσᾶ καί ξεσηκώνει τούς μουσουλμάνους. Δύο τρεῖς ἀγᾶδες παίρνουν κάμποσους ἀρματωμένους καί πᾶνε στήν Ἁλωνίσταινα νά ἐκδικηθοῦν τούς δικούς τους. Μά πού νάβρουν τούς Κλέφτες. Γιά νά μή γυρίσουν ντροπιασμένοι στήν Τριπολιτσᾶ κόβουν τά κεφάλια ἀπ’ τούς ἀθώους Ἕλληνες Ρόδη καί Τσατσαρώνη. Τά φέρνουν θριαμβευτικά στή μεγάλη πολιτεία τοῦ Μοριᾶ, πώς εἶναι τάχα τά κεφάλια τοῦ Νικηταρᾶ καί τοῦ Πλαπούτα! Τά κρέμασαν στό μεγάλο πλάτανο καί τρέξαν οἱ Τοῦρκοι τῆς Τριπολιτσᾶς νά δοῦν τά κεφάλια τῶν δύο καπεταναίων.»

Νικηταρᾶς ὁ Τουρκοφάγος (Τάκη Λάππα)

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο “1821 – Ἡ Ἀπάντηση στήν τηλεόραση” (Σταυρίδης Φώτιος)

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια