Ο τελευταίος νεκρός αντάρτης της ΕΟΚΑ, η κηδεία σαν γάμος και ο περήφανος πατέρας


Γιώργος Καλλινίκου

Ξημερώματα της 25ης Νοεμβρίου 1958. Στα βουνά της Πιτσιλιάς πυκνό σκοτάδι. Μόνο τα αστέρια και το φεγγάρι έριχναν το φως τους. Λες και ήθελαν να προειδοποιήσουν τους λεβεντονιούς. Να τους φωτίσουν όσο μπορούσαν την περιοχή. Να αντιληφθούν την ενέδρα. Ούτε το φεγγάρι ούτε τα αστέρια, όμως, γνώριζαν ότι εκείνη τη νύκτα στα Αγρίδια θα γραφόταν Ιστορία. Οι δυο νέοι βγήκαν από το κρησφύγετό τους. Κατευθύνθηκαν σε μια δεξαμενή για να γεμίσουν τα παγούρια τους νερό. Τότε ακούστηκε μια φωνή: «Αλτ». Σαν κραυγή των λύκων ακούστηκε. Ακόμη και το φεγγάρι τρόμαξε. Το φως του τρεμόσβησε στιγμιαία. Για κλάσματα δευτερολέπτων. Αμέσως μετά, μερικές ριπές όπλων διέλυσαν τη γαλήνη της νύκτας. Τα πουλιά πέταξαν αλαφιασμένα από τα δέντρα. Μαζί πέταξε και μια ψυχή. Άνοιξε τα φτερά της και χύθηκε προς το Πάνθεον των Αθανάτων.

Εκείνο το βράδυ, η Ιστορία περπατούσε στο ίδιο βουνό. Εκεί στα Αγρίδια. Ήξερε τι θα γινόταν. Ήθελε να βρισκόταν εκεί αυτοπροσώπως. Ήθελε ιδίοις όμμασι να παρακολουθήσει την επισφράγιση του ηρωισμού, της αυτοθυσίας και της παλληκαριάς μιας γενιάς, που αποφάσισε να αφοσιωθεί στην υπέρτατη αξία της ελευθερίας! Ήθελε να κλείσει το τιμημένο βιβλίο του αγώνα ενός λαού με περιγραφή δική της ως αυτόπτης μάρτυρας.

Ο 23χρονος Σάββας Ροτσίδης (ο σύντροφος του, Ρογήρος Σιηπηλλής, κατάφερε να ξεφύγει) της πρόσφερε έναν επίλογο αντάξιο όλων των σπουδαίων κεφαλαίων που συνθέτουν τον τόμο του έπους της ΕΟΚΑ. Με τη θυσία του ως ο τελευταίος νεκρός αντάρτης του σπουδαίου αγώνα. Με το νεκρό κορμί του. Και με την ψυχή του, όμως, να πετά περήφανη, ανίκητη και κυρίως, ελεύθερη προς το χρυσοποίκιλτο παλάτι της ελευθερίας. Για να συναντήσει όλους τους άλλους ηρωικώς πεσόντες αγωνιστές. Τον Αυξεντίου, τον Μάτση, τον Παλληκαρίδη, τον Ζάκο…

Η ζωή του Σάββα Ροτσίδη παραστατικά γραμμένη σε ιστορικά αρχεία: Γεννήθηκε στο χωριό Μάμμαρι τον Ιανουάριο του 1935. Φοίτησε στην Εμπορική Σχολή Σαμουήλ. Ακολούθως, βρήκε εργασία ως λογιστής στην Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία και αργότερα στο μεταλλείο Μιτσερού. Εκεί μυήθηκε κι έγινε μέλος της ΕΟΚΑ από την αρχή του αγώνα. Αρχικά συνεργάστηκε με τον Αυξεντίου, τον Λένα και άλλους αγωνιστές, εφοδιάζοντας μέσω αυτών την Οργάνωση με ποσότητες δυναμίτιδας και επικρουστήρες. Τα εκρηκτικά κατόρθωνε να τα εξασφαλίζει από το μεταλλείο στο οποίο εργαζόταν.

Στις 13 Νοεμβρίου 1956, στις 2 τα ξημερώματα και ενώ κοιμόταν, οι Βρετανοί τον συνέλαβαν στο σπίτι του στο Μιτσερό. Με την κατηγορία ότι έκρυβε δύο αυτόματα όπλα και μία νάρκη κάτω από το μαξιλάρι του, τον μετέφεραν στα κρατητήρια Ομορφίτας. Από εκεί στα κρατητήρια Πλατρών, όπου τον βασάνιζαν για ώρες.

Ο Ροτσίδης ήξερε πως ήταν σχεδόν αδύνατο να βγει ζωντανός από τα κρατητήρια γι’ αυτό σκέφτηκε ένα κόλπο να αποδράσει. Πρότεινε στους ανακριτές να τους δείξει πού βρισκόταν το κρησφύγετο του Στυλιανού Λένα. Τους πήγε σε ένα ύψωμα μεταξύ Μιτσερού και Αγίου Επιφανίου. Τους ανακριτές συνόδευαν και δύο Τούρκοι επικουρικοί. Όταν έφτασαν, τους είπε να μείνουν πιο πίσω γιατί από τον θόρυβο οι αντάρτες θα τους αντιλαμβάνονταν και θα έφευγαν. Οι Βρετανοί δέχτηκαν νομίζοντας πως ο Ροτσίδης, που βρισκόταν σε πολύ κακή κατάσταση από τα βασανιστήρια, δεν θα μπορούσε να αποδράσει.

Τον άφησαν να πάει μόνος στο υποτιθέμενο κρησφύγετο με τη συνοδεία ενός τούρκου επικουρικού. Σε κάποιο σημείο που θεώρησε κατάλληλο, ο Ροτσίδης έκανε νόημα στον επικουρικό πως «εδώ βρίσκεται το κρησφύγετο και μην μιλήσεις και μας καταλάβουν». Ο Τούρκος τον ρώτησε πού ακριβώς και ο Ροτσίδης σήκωσε το χέρι του δήθεν να του δείξει και τον χτύπησε στο πρόσωπο. Ξυπόλητος και ταλαιπωρημένος έφτασε στο σπίτι της αδελφής του στο Μάμμαρι όπου κρύφτηκε για αρκετές μέρες.

Μετά τη δραπέτευσή του ορκίστηκε ότι δεν θα επέτρεπε να συλληφθεί ξανά ζωντανός. Όρκος προφητικός… Ενώθηκε με αντάρτικη ομάδα που δρούσε στην περιοχή Μόρφου και αργότερα μετακινήθηκε στην περιοχή Πιτσιλιάς-Τροόδους. Πήρε μέρος σε διάφορες επιχειρήσεις, που περιελάμβαναν ενέδρες εναντίον Άγγλων στρατιωτών κι επιθέσεις εναντίον αγγλικών στόχων. Μάλιστα, διετέλεσε αρχηγός αντάρτικης ομάδας στο Τρόοδος, με το ψευδώνυμο «Πάλβης».

Ο Σάββας Ροτσίδης διακρίθηκε για τη γενναιότητα, την τόλμη και την αποφασιστικότητά του. Ακόμη, για το ανήσυχο του χαρακτήρα του, αλλά και για το ήθος του. Συνεχώς κατέστρωνε σχέδια τολμηρών επιθέσεων, ενώ ασχολείτο και με άλλα ζητήματα, όπως την κατασκευή νέου τύπου χειροβομβίδας.

Για τους γονείς και την οικογένειά του, το μαντάτο του θανάτου του πρόσφερε αβάστακτο πόνο. Η τιμή και η δόξα, όμως, με τις οποίες στρώθηκε ο δρόμος από την Κυπερούντα μέχρι το Μάμμαρι και από εκεί μέχρι το Πάνθεον των Αθανάτων, απάλυναν τον πόνο για το χαμό του λεβεντονιού. Μάλιστα, η Ιστορία, όντας παρούσα στο τελευταίο επεισόδιο του έπους, παρέμεινε ενεή μπροστά στο μεγαλείο των γονέων του ήρωα.

Τα λόγια του περήφανου πατέρα δονούν την ατμόσφαιρα: «Δεν λυπάμαι για το θάνατο του γιού μου. Είμαι περήφανος για αυτόν. Πολέμησε στον στρατό της ελευθερίας και πέθανε σαν ήρωας. Τιμή του και δική μας τιμή. Η μνήμη του θα είναι αιώνια». Διασχίζουν τους αιθέρες. Ταξιδεύουν στα βουνά της Πιτσιλιάς. Μετατρέπονται σε ηχώ και αντιλαλούν σε όλη την Κύπρο. Ξεφεύγουν από τα στενά σύνορά της και διαλαλούν σε όλη την οικουμένη ότι αυτός ο τόπος μπορεί να είναι μικρός, όμως, γεννάει τεράστιες ψυχές! Και στην κηδεία; Οι γονείς μοίραζαν στον κόσμο παστίτσια (κατά άλλες πληροφορίες, κουραμπιέδες) εξηγώντας: «Σήμερα δεν θάβουμε τον γιο μας, τον παντρεύουμε και θα κεράσουμε τον κόσμο όλο»…

Αυτή ήταν κάποτε η λατρεμένη μας Κύπρος!!!
Φιλελεύθερος

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια