Η Ποσειδωνία στην Μεγάλη Ελλάδα

Ποσειδωνία


Ποσειδωνιάταις τοις εν τω Τυρρηνικώ κόλπω το μεν εξ αρχής
Έλλησιν ούσιν εκβαρβαρώσθαι Τυρρηνοίς ή Pωμαίοις γεγονόσι
και τήν τε φωνήν μεταβεβληκέναι, τά τε πολλά των επιτηδευμάτων,
άγειν δε μιάν τινα αυτούς των εορτών των Ελλήνων
έτι και νυν, εν η συνιόντες αναμιμνήσκονται των αρχαίων
ονομάτων τε και νομίμων, απολοφυράμενοι προς αλλήλους
και δακρύσαντες απέρχονται.
AΘΗΝAΙΟΣ
ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΑΤΑΙ
Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.Το μόνο που τους έμενε προγονικό ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες, με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους. Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτήςτα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε, που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες —Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν, να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον Ελληνισμό.

Κωνσταντίνος Καβάφης



Αφροδίτη και Έρως σε ερυθρόμορφο αμφορέα υστεροκλασικής εποχής από την Ποσειδωνία 360-350 π.Χ., Μουσείο Λούβρου.



Η Ποσειδωνία είναι αποικία της Κάτω Ιταλίας στην περιοχή της Καμπανίας. Βρισκόταν 85 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Νάπολης στην σημερινή επαρχία του Σαλέρνο, κοντά στις ακτές της Τυρρηνικής θάλασσας. Το μετέπειτα λατινικό όνομα της πόλης ήταν Παέστουμ (Paestum).
Ιστορία



Η πόλη ιδρύθηκε τον 7ο αιώνα π.Χ. κατά την διάρκεια του δεύτερου ελληνικού αποικισμού, και μητρόπολή της ήταν η πόλη Σύβαρη. Για την πρώτη περίοδο της Ποσειδωνίας, τα μόνα στοιχεία που είναι γνωστά προέρχονται κυρίως από τα λιγοστά αρχαιολογικά ευρήματα. Τα ευρήματα δείχνουν πως η πόλη είχε γρήγορα επεκταθεί διαθέτοντας δρόμους, ναούς και όλα τα χαρακτηριστικά μιας αναπτυγμένης πόλης. Από τα χαρακτηριστικά της πόλης φαίνεται πως είχε διατηρούσε εμπορικές σχέσεις με την πόλη Μεταπόντιο κατά την διάρκεια του 5ου και 6ου αιώνα π.Χ. Μέχρι εκείνη την περίοδο δεν υπάρχουν αναφορές για την πόη. Κατά την διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. η Ποσειδωνία καταλαμβάνεται από το Ιταλικό φύλο των Λουκανών. Από τα αρχαιολογικά ευρήματα αυτής της περιόδου φαίνεται πως στην πόλη συνυπήρχαν και ελληνικά και ιταλικά πολιτισμικά στοιχεία. Η ελληνική γλώσσα όμως σταδιακά εγκαταλείφθηκε όπως αναφέρει ο Αθήναιος. Το γεγονός αυτό περιγράφει ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης στο ποίημα του «Ποσειδωνιάται»[1]. Η πόλη έγινε τελικά Ρωμαϊκή το 273 π.Χ. μετά το τέλος των πολέμων του Πύρρου στην Ιταλία, που διεξήχθησαν στο πρώτο τέταρτο του 3ου αιώνα π.Χ.

ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ «ΒΑΣΙΛΙΚΗ» ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΑ ΑΡΧΑΪΚΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΉΡΑΣ Η O ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ 500 Π.Χ








Ο αρχαιολογικός χώρος της Ποσειδωνίας καταλαμβάνει έκταση 120 εκταρίων. Από αυτά μόνο τα 25 έχουν ανασκαφεί. Διατηρείται ακόμα το τείχος που περιέβαλε την αρχαία πόλη, το οποίο έχει περίμετρο 4750 μέτρα, πάχος 5 έως 7 μέτρα και ύψος 15 μέτρα. Κατά μήκος του είναι τοποθετημένοι 24 πύργοι. Πιστεύεται πως συνολικά ήταν 28 αλλά οι τέσσερις καταστράφηκαν εξαιτίας διάνοιξης δρόμου κατά την διάρκεια του 18ου αιώνα



Το κύριο χαρακτηριστικό του σημερινού αρχαιολογικού χώρου είναι οι τρεις μεγάλοι ναοί δωρικού ρυθμού. Ήταν αφιερωμένοι στην Ήρα και στην Αθηνά. Ο ναός της Ήρας είναι ο παλαιότερος ναός που διασώζεται στην Ποσειδωνία και ανήκει στον 6ο αιώνα π.Χ. Κοντά στον πρώτο ναό υπάρχει και ενας δεύτερος ναός αφιερωμένος στην Ήρα χτισμένος τον 5ο αιώνα π.Χ. Στο παρελθόν θεωρούσαν πως ο ναός αυτός ήταν αφιερωμένος στον Ποσειδώνα. Στο υψηλότερο σημείο της πόλης βρίσκεται ο ναός της Αθηνάς, χτισμένος περίπου το 500 π.Χ. Λανθασμένα στο παρελθόν πίστευαν πως ήταν αφιερωμένος στην Δήμητρα Η Ποσειδωνία φημίζεται επίσης για τους ζωγραφισμένους τάφους, οι οποίοι ανήκουν στην περίοδο της Λουκανικής κυριαρχίας και μόνο ένας από αυτούς χρονολογείται στην ελληνική περίοδο. Αποτελούν ορισμένα από τα σημαντικότερα δείγματα ζωγραφικής της αρχαίας περιόδου.


















Μέρος από την οχύρωση της πόλης

Ποσειδωνία. Ελληνική πόλη που βρίσκεται στον κόλπο του Σαλέρνο, σε απόσταση 10 χλμ από τις εκβολές του ποταμού Σίλαρου (Σέλε). Στην αρχαιότητα η θάλασσα πρέπει να έφτανε μέχρι τα τείχη της, αλλά σήμερα είναι σε απόσταση 750 μέτρων. Η Ποσειδωνία ιδρύθηκε στο πρώτο ήμισυ του 6ου παχχ αιώνα από Συβαρίτες άποικους και αρχικά ήταν θαλάσσιος εμπορικός σταθμός της Σύβαρης. Γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα παχχ οι Ποσειδωνιάτες συμμετείχαν στην ανοικοδόμηση της μητρόπολης τους, η οποία είχε καταστραφεί από τους Κροτωνιάτες. Στα τέλη, όμως, του αιώνα η πόλη κατακτήθηκε από τους Λευκανούς , οι οποίοι τη μετονόμασαν σε Παιστός (Paistos) ή, (Paiston) Παιστόν. Τον 4ο αιώνα παχχ γνώρισε μεγάλη πληθυσμιακή και οικονομική άνθηση. Άκμασαν τα εργοστάσια ερυθρόμορφης κεραμεικής , ενώ διακρίθηκαν οι αγγειοπλάστες Αστέρας και Πύθων , οι οποίοι υπέγραφαν τα έργα τους κάτι σπάνιο για τους τεχνίτες της Νότιας Ιταλίας .

Γύρω στο 335 παχχ κατέλαβε την Ποσειδωνία ο Αλέξανδρος ο Μολοσσός , ο οποίος είχε κληθεί στην Ιταλία από τους Ταραντίνους. Μετά το θάνατο, όμως, του βασιλιά της Ηπείρου η πόλη πέρασε και πάλι στην κατοχή των Λευκανών . Το 273 παχχ αποτέλεσε λατινική αποικία και ονομάστηκε Παίστουμ (Paestum), ενώ υπέστη και πολλές μεταβολές, διότι η αντιπαράθεση ανάμεσα στους παλιούς και στους νέους κάτοικους υπήρξε βίαια. Απέκτησε, όμως, ένα καθεστώς αυτόνομης κοινότητας, το οποίο διατηρήθηκε μέχρι την εποχή του Τιβέριου , κάτι που αποδεικνύεται από την κοπή δικού της νομίσματος για έξι αιώνες. Η κοπή νομισμάτων της Ποσειδωνίας αποτελεί την πλήρη μαρτυρία για την πολιτική και οικονομική ζωή της πόλης και διακρίνεται σε τρεις περιόδους. Η πρώτη είναι από το 550 παχχ μέχρι το 470 παχχ, στα οποία υπάρχει παράσταση του Ποσειδώνα να κρατάει τρίαινα, η δεύτερη είναι από το 470 παχχ μέχρι το 400 παχχ με παράσταση του Ποσειδώνα και του ταύρου, ενώ μετά την επικράτηση των Λευκανών και των Ρωμαίων υπήρχε παράσταση της Ήρας .



Κατά την εποχή του Βεσπασιανού , τον 1ο μαχχ, η πόλη υποβιβάστηκε σε αποικία βετεράνων του ρωμαϊκού στρατού και ονομάστηκε Φλάβια. Αποτέλεσε ένα μικρό αγροτικό κέντρο, γνωστό για τα ρόδα του από τα οποία παράγονταν καλά αρώματα. Στην υστερορωμαϊκή περίοδο εξακολουθούσε να έχει κάποια σημασία, ιδιαίτερα για το εμπόριο σιτηρών και ελαιολάδου. Η Ποσειδωνία εξακολούθησε να κατοικείται μέχρι τον πρώιμο Μεσαίωνα , οπότε καταστράφηκε το 877 μαχχ από τους Σαρακηνούς . Οι εναπομείναντες κάτοικοι την εγκατέλειψαν λόγω και των ανθυγιεινών συνθηκών που προκαλούσε το έλος και εγκαταστάθηκαν στους λόφους του Καπάτσιο (παραφθορά του αρχαίου υδραγωγείου Caput Aque). Αυτό, όμως, είχε ως αποτέλεσμα να διασωθούν αρκετά αρχαία μνημεία σε πολύ καλή κατάσταση.

Η οχύρωση της διατηρείται σχεδόν άθικτη σε περίμετρο 4.700 μέτρων και έχει τέσσερις κύριες πύλες και αρκετές μικρότερες, ενώ ενισχύεται με κυκλικούς και τετράγωνους πύργους. Στην κεντρική ζώνη της πόλης βρίσκονταν τα ιερά και η αγορά . Ξεχωρίζει το λεγόμενο Ποσειδώνιον, το οποίο στην πραγματικότητα ήταν αφιερωμένο στην Ήρα και πρόκειται για έναν από τους καλύτερους διατηρημένους ναούς της αρχαιότητας. Είναι από τα γνωστότερα παραδείγματα δωρικού ρυθμού και χρονολογείται στα μέσα του 5ου παχχ.



Πρόκειται για μεγάλο περίπτερο, εξάστυλο ναό με δεκατέσσερις κίονες στις μακρές πλευρές, ενώ ο σηκός του χωρίζεται σε τρία μέρη με δύο δίτονες κιονοστοιχίες. Σε καλή κατάσταση είναι ένας ακόμη ναός της Ηρας , ο οποίος ονομάστηκε από τους ερευνητές του 18ου αιώνα ως Βασιλική, διότι θεώρησαν ότι ήταν δημόσιο κτίριο. Πρόκειται για περίπτερο ναό, δωρικού ρυθμού, με εννέα κίονες στις στενές πλευρές και δεκαοκτώ στις μακριές και είναι οικοδόμημα του 6ου παχχ αιώνα. Μικρότερος και κάπως πιο απομονωμένος είναι ο ναός της Αθηνάς επίσης του 6ου παχχ, ο οποίος είναι εξάστυλος με δεκατρείς κίονες στις μακριές πλευρές. Η αγορά αναπτύχθηκε κυρίως από τους Ρωμαίους και διάφορα κτίρια όπως το εκκλησιαστήριο, το Καπιτώλιο, η Κουρία αντανακλούν το διαφορετικό χαρακτήρα της πόλης που διαμορφώθηκε.

Κοντά στις εκβολές του Σίλαρου (Σέλε) υπήρχε ιερό της Ήρας που οικοδομήθηκε την εποχή της ίδρυσης της Ποσειδωνίας και αποτελούσε το βόρειο όριο της επικράτειας της. Από το Ηραίον έχουν διατηρηθεί τα θεμέλια ενός ναού του 6ου παχχ αιώνα και ενός Θησαυρού, από τα οποία προέρχονται οι αρχαϊκές μετώπες που βρίσκονται στο μουσείο του Παίστουμ. Από τα πιο αξιόλογα εκθέματα είναι ο «Τάφος του Βουτηχτή» που χρονολογείται το 480 παχχ. Πρόκειται για έναν κιβωτιόσχημο τάφο που διακοσμείται στις τέσσερις πλευρές με παραστάσεις από συμπόσιο, ενώ στην καλυπτήρια πλάκα εικονίζεται ένας έφηβος να πηδά από μια εξέδρα στο νερό.

ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ



Στατήρας Ποσειδώνιας με τον Ποσειδώνα και Ταύρο Κρήτης, πατέρα Μινώταυρου

Η Ποσειδώνια, λατινικά Paestum, ήταν περίφημη ελληνική ναυτική πόλη στην Κ. Ιταλία (περιοχή Λευκανία, λατινικά Caulonia), που κτίστηκε πριν τον 5ο π.Χ.

Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ ΚΛΑΣΙΚΟΣ ΝΑΟΣ ΠΕΡΙΠΟΥ 460-450 ΠΧ













Το αμφιθέατρο



Τοιχογραφία κολυμβητή. Δεύτερο μισό του 5ΟΥ αιώνα Ταφική ζωγραφική.



Από το μουσείο. Ανάγλυφο σε μάρμαρο



Ο Αθήναιος

Ο Αθήναιος (αρχ. Ελλ. Ἀθήναιος ο Ναυκρατίτης ή Nαυκράτιος, λατ. Athenaeus Naucratita, ή Naucratitus) (τέλος του 2ου αι. μ.Χ./αρχές του 3ου αι. μ.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας βιολόγος, (φυτολόγος, ζωολόγος) γαστρονόμος, διαιτολόγος, ρήτορας και γραμματικός από την Ναυκράτιδα της Αιγύπτου. Έζησε στην Αλεξάνδρεια και αργότερα στην Ρώμη.

Κυριότερο έργο του ήταν το τριαντάτομο Δειπνοσοφισταί, από το οποίο σώζεται μόνο "Σύνοψις" σε 15 βιβλία, και αυτά αποσπασματικά. Στο έργο αυτό ένας Ρωμαίος οικοδεσπότης δειπνεί με τους 29 φιλοξενούμενούς του, και εν είδη συνομιλίας, περιγράφουν την ζωή, τα ήθη και τα έθιμα, καθώς και την τέχνη και τις επιστημονικές γνώσεις των αρχαίων Ελλήνων. Το έργο του Αθήναιου είναι μια πηγή πληροφοριών για πλήθος χαμένων αρχαιοτέρων συγγραμμάτων. Άλλα έργα του ήταν τα:

"Περί των εν Συρία βασιλευσάντων", δεν σώζεται, και"Περί του θαλασσίου ιχθύος Θράττης", δεν σώζεται.
Ο Κότταβος

Ο κότταβος ήταν παιχνίδι επιδεξιότητας που έπαιζαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νυχτερινά συμπόσια για διασκέδαση και για να περνάει η ώρα. Η προέλευσή του τοποθετείται στη Σικελία.




Αναπαράσταση σκηνής κότταβου σε αρχαίο ελληνικό αγγείο.

Η πλάστιγγα είναι προσαρμοσμένη επάνω σε ένα μακρύ ραβδί, ενώ ο παίκτης σκοπεύει κρατώντας έναν δίσκο
Περιγραφή του παιχνιδιού

Σκοπός του παιχνιδιού αυτού ήταν να πετύχουν ένα στόχο. Σαν βολή χρησιμοποιούσαν κρασί που το εκσφενδόνιζαν με το στόμα ή το πετούσαν με το χέρι κρατώντας ένα ρηχό πιάτο. Στόχος ήταν η πλάστιγγα, μια πιατέλα που ήταν προσαρμοσμένη ψηλά σε ένα ραβδί, ή έπλεε σε μια λεκάνη με νερό.

Η πλάστιγγα έπρεπε να πέσει κάτω ή να βυθιστεί ή πέφτοντας να γίνει "καπέλο" σε ένα αγαλματάκι που ήταν στημένο από κάτω.

Ανάλογα με την περίπτωση το χρησιμοποιούσαν και ως μαντείο, ερμηνεύοντας την τροχιά του κρασιού ή της πλάστιγγας κατά την ελεύθερη πτώση.

Για ανταμοιβή έβαζαν την πλάστιγγα, ή διάφορα άλλα δώρα. Σημασία είχε όχι μόνο να πετύχουν το στόχο, αλλά και η καλαισθησία της κίνησης και της τροχιάς του βλήματος κατά το παιχνίδι. Το παιχνίδι ήταν τόσο δημοφιλές, που κάποιος ονόματι Αθηναίος λένε ότι είχε συγκεντρώσει πλούσια συλλογή βραβείων.



Τοιχογραφία από τάφο στην Ποσειδωνία που απεικονίζει παιχνίδι κοττάβου σε συμπόσιο .Δεύτερο μισό του 5ΟΥ αιώνα

Σε ένα ποίημα ο Έρωτας και ο Υμέναιος παίζουν κότταβο, ενώ ο Γανυμήδης με ένα στεφάνι στα χέρια είναι διαιτητής. Ανταμοιβή είναι ένα αγαλματάκι της Ήβης σε έναν αργυρό δίσκο. Ο Υμέναιος έριξε πρώτος, αλλά δεν πέτυχε. Τότε ο Έρως με την σειρά του σημάδεψε, και πριν ρίξει, έκανε από μέσα του προσευχή στην μητέρα του.



Tο 1954, στη διάρκεια της επίσκεψή του στην Ποσειδωνία, ο Γαλλοαλγερινός συγγραφέας Albert Camus περιγράφει με την εξής λακωνική φράση τη συγκλονιστική εμπειρία γνωριμίας με τη συβαριτική των Ελλήνων αποικία: «Eδώ, η καρδιά σωπαίνει».
…………………………………………..

ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ

ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

ΙΜΕ

ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ 2010 μ.Χ.



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια