Η θάλασσα έγινε ζωτικής σημασίας για την ίδια την ύπαρξη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στα ανατολικά, την οποία πολλοί ιστορικοί έχουν ονομάσει «θαλάσσια αυτοκρατορία». Αυτή την αυτοκρατορία θέλει να αντικαταστήσει ο Ερντογάν με το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας
Γράφει ο Μάριος Πουλλάδος
Ελλάδα είναι ανάξια απέναντι στη βυζαντινή κληρονομιά. Συνεχιστής του Βυζαντίου ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Αθήνα αρνείται να πάρει μαθήματα από την ιστορία και δρα ως ψευτόμαγκας στη Μεσόγειο». Αυτά δήλωσε την Τετάρτη ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μιλώντας στην 949η επέτειο της μάχης του Μαντζικέρτ.
Η μάχη αυτή, που έλαβε χώρα στις 26 Αυγούστου του 1071, θεωρείται από πολλούς ιστορικούς ως η αρχή του τέλους της βυζαντινής κυριαρχίας στην Ανατολή και η απαρχή της βαθμιαίας τουρκοποίησης της Μικράς Ασίας.
Η εργαλειοποίηση της ιστορίας από την ισλαμική Κυβέρνηση ΑΚΡ και τον Ερντογάν για επιβολή των στόχων της εξωτερικής πολιτικής δεν είναι πλέον εικασία, αλλά μια πραγματικότητα. Η επίκληση του οθωμανικού παρελθόντος χρησιμεύει στο να κατανοήσουμε το συμβολικό μοτίβο πάνω στο οποίο κινείται η Τουρκία. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε ο προαιώνιος εχθρός και φόβος των Οθωμανών. Μετά την Αγία Σοφία, που ήταν για εκείνον σύμβολο, ο Ερντογάν προχώρησε στην μετατροπή ενός εξίσου εμβληματικού βυζαντινού μνημείου, της Μονής της Χώρας, σε τζαμί. Τα λάθη που οδήγησαν στην σταδιακή παρακμή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έδωσαν ευκαιρία στους δεύτερους να κατακτήσουν την Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη. Ποια ήταν, όμως, αυτά τα λάθη και ποια σημασία έχουν για την σημερινή κατάσταση πραγμάτων, ειδικά στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου η κρίση κλιμακώνεται; Πάντως η θάλασσα έγινε ζωτικής σημασίας για την ίδια την ύπαρξη της Αυτοκρατορίας στα ανατολικά, την οποία πολλοί ιστορικοί έχουν ονομάσει «θαλάσσια αυτοκρατορία». Αυτή την αυτοκρατορία θέλει να αντικαταστήσει ο Ερντογάν με το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας.
Η σημασία των ακριτών
Αρχικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, από τον 11ο αιώνα, προερχόμενοι από την Κεντρική Ασία και ωθούμενοι από τους Μογγόλους, οι Τούρκοι, που ζούσαν και ενεργούσαν κατά νομάδες, αργότερα έγιναν γνωστοί ως Οθωμανοί. Πολεμώντας σε μπάντες με τοξότες, οι Τούρκοι δοκίμαζαν τις βυζαντινές άμυνες, ξεκινώντας με τους Ακιντζήδες (επιδρομείς), «με τον ζήλο των θρησκευτικά φανατικών», σύμφωνα με τα λόγια του ιστορικού Donald M. Nicol. Υπήρχαν και οι περιβόητοι «γαζήδες», φανατικοί πολεμιστές της πίστης, τους οποίους αξιοποίησε ο πρώτος ιδρυτής του Οθωμανικού Κράτους, ο Οσμάν, που διεξήγαγε τις πρώτες κατακτήσεις στην Μικρά Ασία. Οι κατακτήσεις του Οσμάν δεν θα είχαν ποτέ στεφθεί με επιτυχία, αν οι Βυζαντικοί δεν διέλυαν τα ακριτικά στρατιωτικά σώματα μετά το 1261. Η Κύπρος σήμερα αποτελεί, ουσιαστικά, τον ανατολικότερο ακριτικό θύλακο του ελληνισμού και η διαχρονική αποψίλωση των ενόπλων δυνάμεων θα μεγαλώσει το κενό ασφάλειας απέναντι στην νεο-οθωμανική Τουρκία, αν σύντομα δεν ενισχυθούν οι συντελεστές ισχύος.
Η βυζαντινή στρατιωτική θητεία
Η θάλασσα έγινε ζωτικής σημασίας για την ίδια την ύπαρξη της Αυτοκρατορίας στα ανατολικά, την οποία πολλοί ιστορικοί έχουν ονομάσει «θαλάσσια αυτοκρατορία» Η βυζαντινή στρατιωτική θητεία διαρκούσε πολλά χρόνια. Ορισμένοι, ωστόσο, προκειμένου να αποφύγουν τη στράτευση, γίνονταν μοναχοί ή ακόμα έφταναν στο σημείο να ακρωτηριάζουν μέλη του σώματός τους. Από την άλλην, υπήρχαν πλούσιοι που εξαγόραζαν τη στρατιωτική τους θητεία καταβάλλοντας χρηματικά ποσά που το κράτος χρησιμοποιούσε για να πληρώσει τους μισθοφόρους. Οι αριστοκράτες την εποχή των Παλαιολόγων στηρίζονται οικονομικά στη γη (έχουν πολλά και μεγάλα κτήματα, που τα καλλιεργούν πάροικοι) και κρατούν τις περισσότερες ανώτερες θέσεις στη διοίκηση, στον στρατό και στην Εκκλησία. Πολλοί διεκδικούν την αυτονομία τους από τον αυτοκράτορα. Την εποχή αυτή, ο αυτοκράτορας τους απαλλάσσει από τους φόρους. Έτσι, όμως, τα έσοδα του κράτους μειώνονται. Την εποχή των Παλαιολόγων, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας δεν έχει μεγάλη δύναμη, αλλά η αριστοκρατία αποκτά πολύ μεγάλη εξουσία και πλούτο. Το κράτος χάνει δύναμη, κι αυτό φαίνεται στην οικονομία, στον στρατό και στη διοίκηση. Στα χρόνια των Κομνηνών, ο στρατός έγινε η κυρίαρχη τάξη στο Βυζάντιο και ζούσε εις βάρος του εξαθλιωμένου πληθυσμού.
Μετά την ήττα στο Ματζικέρτ το 1071 μ.Χ., ο βυζαντινός στρατός, που βρίσκονταν μόνιμα εγκατεστημένος στις επαρχίες, διαλύθηκε σιγά σιγά, και αντικαταστάθηκε από τον θεσμό της «πρόνοιας». Περίπου τον 11ο αιώνα, ο βυζαντινός στρατός δεν στελεχώνεται μόνον από μισθοφόρους, αλλά και από στρατιωτικούς, τους λεγόμενους προνοιάριους, στους οποίους ο αυτοκράτορας παραχωρούσε αγροτικές εκτάσεις ή το δικαίωμα είσπραξης φόρων, με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Αυτό το μέτρο, όμως, απέτυχε, ο στρατός μειώθηκε και βασίστηκε κυρίως στους μισθοφόρους, οι οποίοι, βέβαια, δεν πολεμούσαν με κίνητρο την υπεράσπιση της πατρίδας τους, αλλά μόνο για τα χρήματα. Σήμερα η φυγοστρατία, όπως τότε, αποτελεί μιαν από τις σημαντικότερες πληγές των ενόπλων δυνάμεων.
Ανάπτυξη ναυτικού Αράβων/μουσουλμάνων
Για χρόνια, οι μουσουλμανικές δυνάμεις ήταν χερσαίες. Τον 6ο αιώνα μ.Χ., οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν την ναυτική τους υπεροχή για να οργανώσουν αντεπιθέσεις εναντίον των μουσουλμάνων που κατέκτησαν την Αλεξάνδρεια και την Καρχηδόνα. Μεταξύ 600 και 700 μ.Χ. δεν υπήρχε, ουσιαστικά, ακόμη μεγάλη ανάγκη για ναυτικές δυνάμεις. Καθώς προχωράμε στον 8ο αι. μ.Χ., παρατηρείται μια ανάπτυξη ενός αραβικού ναυτικού και αράβων πειρατών που επιτίθενται στην ελεγχόμενη από τους Βυζαντινούς νότια Ευρώπη. Η μουσουλμανική εισβολή στη Σικελία ξεκίνησε το 827. Άλλες περιοχές που δέχτηκαν επίθεση ήταν πόλεις σε όλη τη νότια Ιταλία, Κρήτη, η Ρόδος, η Κύπρος, πόλεις της Ελλάδας και η Μικρά Ασία.
Υπήρξαν τουλάχιστον 28 μεγάλες ναυτικές συμπλοκές σε όλη τη Μεσόγειο από 800 έως 1000 μ.Χ. με λίγες έως μηδενικές πληροφορίες. Με το πέρασμα του χρόνου, ωστόσο, οι Οθωμανοί ανέλαβαν τον έλεγχο των περισσότερων από τα βασικά νησιά κατά μήκος των θαλάσσιων οδών της αρχαιότητας, αλλά στα τέλη της δεκαετίας του 800 οι Βυζαντικοί ανέκτησαν εκ νέου το πλεονέκτημα.
Η κατάργηση των δαπανών
Η ανανεωμένη οικονομική ευμάρεια επέτρεψε στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες να δημιουργήσουν στόλο, με τον αριθμό των κωπηλατών που εγγράφηκαν στο ναυτικό να υπερδιπλασιάζεται τους επόμενους αιώνες, σύμφωνα με ιστορικούς, από 14.600 σε 34.200. Για τον εξοπλισμό των επιπλέον πλοίων στρατολογήθηκαν περισσότεροι «πεζοναύτες». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με την αρχαία ναυτική τακτική, οι ναυμαχίες την εποχή εκείνη δεν στηρίζονταν πλέον στον εμβολισμό των εχθρικών πλοίων, αλλά στο πλεύρισμα και στην πρόσδεση στα εχθρικά πλοία· τότε οι στρατιώτες ορμούσαν και η μάχη δινόταν σώμα με σώμα. Στο πέρασμα, όμως, του χρόνου, το Βυζάντιο συρρικνώθηκε εδαφικά και η ισχύς του στην Μεσόγειο εξασθένησε σταδιακά, όταν παραμέλησε το ναυτικό και εξαρτιόταν από την Γένουα για την ναυτική, κυρίως, άμυνά του. Στην μελέτη του με τίτλο το «Βυζαντινό ναυτικό» ο ιστορικός Σαράντος Καργάκος αναφέρεται στο Ναυτικό της Παλαιολογείου, όπου, μεταξύ άλλων, τονίζει ότι η απόφαση του Αυτοκράτορος Ανδρονίκου Β’ Παλαιολόγου (1282 – 1328) για κατάργηση των δαπανών για τον στόλο, επειδή τις έκρινε περιττές, δοθέντος ότι οι Οθωμανοί Τούρκοι δεν διέθεταν -τότε- στόλο, ήταν καταστροφική. Στο ίδιο πλαίσιο, η βυζαντινολόγος Ε. Γ. Αρβελέρ επισήμανε πως «το μέτρο αυτό, ορόσημο της ναυτικής ιστορίας του Βυζαντίου, σήμανε το τέλος τού κατά θάλασσα στρατού και του στόλου της Αυτοκρατορίας» και προδιέγραψε το τέλος της.
Η σημασία του ναυτικού για το έθνος
Η προσπάθεια επίδειξης ναυτικής ισχύος εκ μέρους της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω των πολεμικών και ερευνητικών πλοίων που φέρουν οθωμανικές ονομασίες δεν ήταν πετυχημένη στον βαθμό θα ήλπιζαν απέναντι στην Ελλάδα. Το ρεζίλεμα της τουρκικής φρεγάτας Kemal Reis από την ελληνική φρεγάτα Λήμνος και η λαχτάρα που πέρασαν τα τουρκικά υποβρύχια στο Αιγαίο καταδεικνύουν την σημασία ύπαρξης αξιόμαχων ενόπλων δυνάμεων στη θάλασσα. Η ιστορία αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για να αποφύγουμε τα ίδια λάθη και να οικοδομήσουμε ένα πιο ασφαλές μέλλον απέναντι στις νεο-οθωμανικές επιβουλές της Τουρκίας. Όπως σημειώνει ο Ηλίας Ηλιόπουλος στο βιβλίο του «Ιστορία, Γεωγραφία και στρατηγική της Ναυτικής Ισχύος»: «Το πολεμικό ναυτικό παρέχει σ’ ένα έθνος θαυμάσιο διττό πλεονέκτημα να δρα, αφενός, ως προκεχωρημένη γραμμή άμυνας και ανάχωμα έναντι εχθρικής εισβολής, αφετέρου, δε, ως γέφυρα και μοχλός μεταφοράς του θεάτρου επιχειρήσεων μακράν του εθνικού εδάφους (και, άρα, των εθνικών στρατηγικών εγκαταστάσεων και υποδομών, στρατιωτικών και μη, του άμαχου πληθυσμού κ.λπ.) και εντός της επικράτειας του αντιπάλου».
Το υγρό πυρ και το μυστικό του
Το υγρό πυρ ήταν ένα εμπρηστικό όπλο που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε πόλεμο από τους Βυζαντινούς το 678 μ.Χ. Σύμφωνα με το Αncient History Encyclopedia, η “ναπάλμ” των αρχαίων πολέμων, το εξαιρετικά εύφλεκτο υγρό, παρασκευαζόταν από μυστικά συστατικά και χρησιμοποιούνταν τόσο στην εκτόξευση, με καταπέλτη, εμπρηστικών βομβών, όσο και στην εκτόξευση υπό πίεση για να πυρπολήσει εχθρικά πλοία και οχυρώσεις. Το υγρό πυρ αρχικά χρησιμοποιήθηκε μόνο σε ναυτικές συμπλοκές, όπου το φλεγόμενο υγρό εκτοξεύονταν υπό πίεση προς εχθρικά πλοία. Τα πλοία που συνήθως μετέφεραν υγρό πυρ ήταν οι δρόμωνες, ταχύπλοα σκάφη που μπορούσαν να πλεύσουν και με κουπιά. Το ακριβές σχέδιο της συσκευής πυροδότησης δεν είναι γνωστό, εκτός του ότι ήταν κατασκευασμένη από χάλκινους σωλήνες και περιελάμβανε αντλία σιφωνίου και περιστρεφόμενο ακροφύσιο. Η δραματική επίδραση του υγρού πυρός και η μέθοδος εκτόξευσης, σύμφωνα με τον Βυζαντινό ιστορικό του 6ου αι. Θεοφάνη, “έκανε τους εχθρούς να τρέμουν από φόβο”. Σχεδόν οτιδήποτε πάνω σε ένα εχθρικό σκάφος που ερχόταν σε επαφή με το υγρό αμέσως τυλιγόταν στις φλόγες – ξάρτια, πανιά, άντρες, ακόμα και το κήτος του πλοίου. Και, το χειρότερο, δεν υπήρχε τρόπος να σβήσει η φωτιά, αφού το νερό δεν είχε καμιά επίδραση. Μια ξεχωριστή ιδιότητα που έκανε το όπλο ακόμα πιο τρομακτικό ήταν ότι συνέχιζε να καίγεται ακόμα και στο νερό.
ΠΗΓΗ: Σημερινή
Γράφει ο Μάριος Πουλλάδος
Ελλάδα είναι ανάξια απέναντι στη βυζαντινή κληρονομιά. Συνεχιστής του Βυζαντίου ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Αθήνα αρνείται να πάρει μαθήματα από την ιστορία και δρα ως ψευτόμαγκας στη Μεσόγειο». Αυτά δήλωσε την Τετάρτη ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μιλώντας στην 949η επέτειο της μάχης του Μαντζικέρτ.
Η μάχη αυτή, που έλαβε χώρα στις 26 Αυγούστου του 1071, θεωρείται από πολλούς ιστορικούς ως η αρχή του τέλους της βυζαντινής κυριαρχίας στην Ανατολή και η απαρχή της βαθμιαίας τουρκοποίησης της Μικράς Ασίας.
Η εργαλειοποίηση της ιστορίας από την ισλαμική Κυβέρνηση ΑΚΡ και τον Ερντογάν για επιβολή των στόχων της εξωτερικής πολιτικής δεν είναι πλέον εικασία, αλλά μια πραγματικότητα. Η επίκληση του οθωμανικού παρελθόντος χρησιμεύει στο να κατανοήσουμε το συμβολικό μοτίβο πάνω στο οποίο κινείται η Τουρκία. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε ο προαιώνιος εχθρός και φόβος των Οθωμανών. Μετά την Αγία Σοφία, που ήταν για εκείνον σύμβολο, ο Ερντογάν προχώρησε στην μετατροπή ενός εξίσου εμβληματικού βυζαντινού μνημείου, της Μονής της Χώρας, σε τζαμί. Τα λάθη που οδήγησαν στην σταδιακή παρακμή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έδωσαν ευκαιρία στους δεύτερους να κατακτήσουν την Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη. Ποια ήταν, όμως, αυτά τα λάθη και ποια σημασία έχουν για την σημερινή κατάσταση πραγμάτων, ειδικά στην Ανατολική Μεσόγειο, όπου η κρίση κλιμακώνεται; Πάντως η θάλασσα έγινε ζωτικής σημασίας για την ίδια την ύπαρξη της Αυτοκρατορίας στα ανατολικά, την οποία πολλοί ιστορικοί έχουν ονομάσει «θαλάσσια αυτοκρατορία». Αυτή την αυτοκρατορία θέλει να αντικαταστήσει ο Ερντογάν με το δόγμα της Γαλάζιας Πατρίδας.
Η σημασία των ακριτών
Αρχικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, από τον 11ο αιώνα, προερχόμενοι από την Κεντρική Ασία και ωθούμενοι από τους Μογγόλους, οι Τούρκοι, που ζούσαν και ενεργούσαν κατά νομάδες, αργότερα έγιναν γνωστοί ως Οθωμανοί. Πολεμώντας σε μπάντες με τοξότες, οι Τούρκοι δοκίμαζαν τις βυζαντινές άμυνες, ξεκινώντας με τους Ακιντζήδες (επιδρομείς), «με τον ζήλο των θρησκευτικά φανατικών», σύμφωνα με τα λόγια του ιστορικού Donald M. Nicol. Υπήρχαν και οι περιβόητοι «γαζήδες», φανατικοί πολεμιστές της πίστης, τους οποίους αξιοποίησε ο πρώτος ιδρυτής του Οθωμανικού Κράτους, ο Οσμάν, που διεξήγαγε τις πρώτες κατακτήσεις στην Μικρά Ασία. Οι κατακτήσεις του Οσμάν δεν θα είχαν ποτέ στεφθεί με επιτυχία, αν οι Βυζαντικοί δεν διέλυαν τα ακριτικά στρατιωτικά σώματα μετά το 1261. Η Κύπρος σήμερα αποτελεί, ουσιαστικά, τον ανατολικότερο ακριτικό θύλακο του ελληνισμού και η διαχρονική αποψίλωση των ενόπλων δυνάμεων θα μεγαλώσει το κενό ασφάλειας απέναντι στην νεο-οθωμανική Τουρκία, αν σύντομα δεν ενισχυθούν οι συντελεστές ισχύος.
Η βυζαντινή στρατιωτική θητεία
Η θάλασσα έγινε ζωτικής σημασίας για την ίδια την ύπαρξη της Αυτοκρατορίας στα ανατολικά, την οποία πολλοί ιστορικοί έχουν ονομάσει «θαλάσσια αυτοκρατορία» Η βυζαντινή στρατιωτική θητεία διαρκούσε πολλά χρόνια. Ορισμένοι, ωστόσο, προκειμένου να αποφύγουν τη στράτευση, γίνονταν μοναχοί ή ακόμα έφταναν στο σημείο να ακρωτηριάζουν μέλη του σώματός τους. Από την άλλην, υπήρχαν πλούσιοι που εξαγόραζαν τη στρατιωτική τους θητεία καταβάλλοντας χρηματικά ποσά που το κράτος χρησιμοποιούσε για να πληρώσει τους μισθοφόρους. Οι αριστοκράτες την εποχή των Παλαιολόγων στηρίζονται οικονομικά στη γη (έχουν πολλά και μεγάλα κτήματα, που τα καλλιεργούν πάροικοι) και κρατούν τις περισσότερες ανώτερες θέσεις στη διοίκηση, στον στρατό και στην Εκκλησία. Πολλοί διεκδικούν την αυτονομία τους από τον αυτοκράτορα. Την εποχή αυτή, ο αυτοκράτορας τους απαλλάσσει από τους φόρους. Έτσι, όμως, τα έσοδα του κράτους μειώνονται. Την εποχή των Παλαιολόγων, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας δεν έχει μεγάλη δύναμη, αλλά η αριστοκρατία αποκτά πολύ μεγάλη εξουσία και πλούτο. Το κράτος χάνει δύναμη, κι αυτό φαίνεται στην οικονομία, στον στρατό και στη διοίκηση. Στα χρόνια των Κομνηνών, ο στρατός έγινε η κυρίαρχη τάξη στο Βυζάντιο και ζούσε εις βάρος του εξαθλιωμένου πληθυσμού.
Μετά την ήττα στο Ματζικέρτ το 1071 μ.Χ., ο βυζαντινός στρατός, που βρίσκονταν μόνιμα εγκατεστημένος στις επαρχίες, διαλύθηκε σιγά σιγά, και αντικαταστάθηκε από τον θεσμό της «πρόνοιας». Περίπου τον 11ο αιώνα, ο βυζαντινός στρατός δεν στελεχώνεται μόνον από μισθοφόρους, αλλά και από στρατιωτικούς, τους λεγόμενους προνοιάριους, στους οποίους ο αυτοκράτορας παραχωρούσε αγροτικές εκτάσεις ή το δικαίωμα είσπραξης φόρων, με αντάλλαγμα την παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας. Αυτό το μέτρο, όμως, απέτυχε, ο στρατός μειώθηκε και βασίστηκε κυρίως στους μισθοφόρους, οι οποίοι, βέβαια, δεν πολεμούσαν με κίνητρο την υπεράσπιση της πατρίδας τους, αλλά μόνο για τα χρήματα. Σήμερα η φυγοστρατία, όπως τότε, αποτελεί μιαν από τις σημαντικότερες πληγές των ενόπλων δυνάμεων.
Ανάπτυξη ναυτικού Αράβων/μουσουλμάνων
Για χρόνια, οι μουσουλμανικές δυνάμεις ήταν χερσαίες. Τον 6ο αιώνα μ.Χ., οι Βυζαντινοί χρησιμοποίησαν την ναυτική τους υπεροχή για να οργανώσουν αντεπιθέσεις εναντίον των μουσουλμάνων που κατέκτησαν την Αλεξάνδρεια και την Καρχηδόνα. Μεταξύ 600 και 700 μ.Χ. δεν υπήρχε, ουσιαστικά, ακόμη μεγάλη ανάγκη για ναυτικές δυνάμεις. Καθώς προχωράμε στον 8ο αι. μ.Χ., παρατηρείται μια ανάπτυξη ενός αραβικού ναυτικού και αράβων πειρατών που επιτίθενται στην ελεγχόμενη από τους Βυζαντινούς νότια Ευρώπη. Η μουσουλμανική εισβολή στη Σικελία ξεκίνησε το 827. Άλλες περιοχές που δέχτηκαν επίθεση ήταν πόλεις σε όλη τη νότια Ιταλία, Κρήτη, η Ρόδος, η Κύπρος, πόλεις της Ελλάδας και η Μικρά Ασία.
Υπήρξαν τουλάχιστον 28 μεγάλες ναυτικές συμπλοκές σε όλη τη Μεσόγειο από 800 έως 1000 μ.Χ. με λίγες έως μηδενικές πληροφορίες. Με το πέρασμα του χρόνου, ωστόσο, οι Οθωμανοί ανέλαβαν τον έλεγχο των περισσότερων από τα βασικά νησιά κατά μήκος των θαλάσσιων οδών της αρχαιότητας, αλλά στα τέλη της δεκαετίας του 800 οι Βυζαντικοί ανέκτησαν εκ νέου το πλεονέκτημα.
Η κατάργηση των δαπανών
Η ανανεωμένη οικονομική ευμάρεια επέτρεψε στους Βυζαντινούς αυτοκράτορες να δημιουργήσουν στόλο, με τον αριθμό των κωπηλατών που εγγράφηκαν στο ναυτικό να υπερδιπλασιάζεται τους επόμενους αιώνες, σύμφωνα με ιστορικούς, από 14.600 σε 34.200. Για τον εξοπλισμό των επιπλέον πλοίων στρατολογήθηκαν περισσότεροι «πεζοναύτες». Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με την αρχαία ναυτική τακτική, οι ναυμαχίες την εποχή εκείνη δεν στηρίζονταν πλέον στον εμβολισμό των εχθρικών πλοίων, αλλά στο πλεύρισμα και στην πρόσδεση στα εχθρικά πλοία· τότε οι στρατιώτες ορμούσαν και η μάχη δινόταν σώμα με σώμα. Στο πέρασμα, όμως, του χρόνου, το Βυζάντιο συρρικνώθηκε εδαφικά και η ισχύς του στην Μεσόγειο εξασθένησε σταδιακά, όταν παραμέλησε το ναυτικό και εξαρτιόταν από την Γένουα για την ναυτική, κυρίως, άμυνά του. Στην μελέτη του με τίτλο το «Βυζαντινό ναυτικό» ο ιστορικός Σαράντος Καργάκος αναφέρεται στο Ναυτικό της Παλαιολογείου, όπου, μεταξύ άλλων, τονίζει ότι η απόφαση του Αυτοκράτορος Ανδρονίκου Β’ Παλαιολόγου (1282 – 1328) για κατάργηση των δαπανών για τον στόλο, επειδή τις έκρινε περιττές, δοθέντος ότι οι Οθωμανοί Τούρκοι δεν διέθεταν -τότε- στόλο, ήταν καταστροφική. Στο ίδιο πλαίσιο, η βυζαντινολόγος Ε. Γ. Αρβελέρ επισήμανε πως «το μέτρο αυτό, ορόσημο της ναυτικής ιστορίας του Βυζαντίου, σήμανε το τέλος τού κατά θάλασσα στρατού και του στόλου της Αυτοκρατορίας» και προδιέγραψε το τέλος της.
Η σημασία του ναυτικού για το έθνος
Η προσπάθεια επίδειξης ναυτικής ισχύος εκ μέρους της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο μέσω των πολεμικών και ερευνητικών πλοίων που φέρουν οθωμανικές ονομασίες δεν ήταν πετυχημένη στον βαθμό θα ήλπιζαν απέναντι στην Ελλάδα. Το ρεζίλεμα της τουρκικής φρεγάτας Kemal Reis από την ελληνική φρεγάτα Λήμνος και η λαχτάρα που πέρασαν τα τουρκικά υποβρύχια στο Αιγαίο καταδεικνύουν την σημασία ύπαρξης αξιόμαχων ενόπλων δυνάμεων στη θάλασσα. Η ιστορία αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για να αποφύγουμε τα ίδια λάθη και να οικοδομήσουμε ένα πιο ασφαλές μέλλον απέναντι στις νεο-οθωμανικές επιβουλές της Τουρκίας. Όπως σημειώνει ο Ηλίας Ηλιόπουλος στο βιβλίο του «Ιστορία, Γεωγραφία και στρατηγική της Ναυτικής Ισχύος»: «Το πολεμικό ναυτικό παρέχει σ’ ένα έθνος θαυμάσιο διττό πλεονέκτημα να δρα, αφενός, ως προκεχωρημένη γραμμή άμυνας και ανάχωμα έναντι εχθρικής εισβολής, αφετέρου, δε, ως γέφυρα και μοχλός μεταφοράς του θεάτρου επιχειρήσεων μακράν του εθνικού εδάφους (και, άρα, των εθνικών στρατηγικών εγκαταστάσεων και υποδομών, στρατιωτικών και μη, του άμαχου πληθυσμού κ.λπ.) και εντός της επικράτειας του αντιπάλου».
Το υγρό πυρ και το μυστικό του
Το υγρό πυρ ήταν ένα εμπρηστικό όπλο που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε πόλεμο από τους Βυζαντινούς το 678 μ.Χ. Σύμφωνα με το Αncient History Encyclopedia, η “ναπάλμ” των αρχαίων πολέμων, το εξαιρετικά εύφλεκτο υγρό, παρασκευαζόταν από μυστικά συστατικά και χρησιμοποιούνταν τόσο στην εκτόξευση, με καταπέλτη, εμπρηστικών βομβών, όσο και στην εκτόξευση υπό πίεση για να πυρπολήσει εχθρικά πλοία και οχυρώσεις. Το υγρό πυρ αρχικά χρησιμοποιήθηκε μόνο σε ναυτικές συμπλοκές, όπου το φλεγόμενο υγρό εκτοξεύονταν υπό πίεση προς εχθρικά πλοία. Τα πλοία που συνήθως μετέφεραν υγρό πυρ ήταν οι δρόμωνες, ταχύπλοα σκάφη που μπορούσαν να πλεύσουν και με κουπιά. Το ακριβές σχέδιο της συσκευής πυροδότησης δεν είναι γνωστό, εκτός του ότι ήταν κατασκευασμένη από χάλκινους σωλήνες και περιελάμβανε αντλία σιφωνίου και περιστρεφόμενο ακροφύσιο. Η δραματική επίδραση του υγρού πυρός και η μέθοδος εκτόξευσης, σύμφωνα με τον Βυζαντινό ιστορικό του 6ου αι. Θεοφάνη, “έκανε τους εχθρούς να τρέμουν από φόβο”. Σχεδόν οτιδήποτε πάνω σε ένα εχθρικό σκάφος που ερχόταν σε επαφή με το υγρό αμέσως τυλιγόταν στις φλόγες – ξάρτια, πανιά, άντρες, ακόμα και το κήτος του πλοίου. Και, το χειρότερο, δεν υπήρχε τρόπος να σβήσει η φωτιά, αφού το νερό δεν είχε καμιά επίδραση. Μια ξεχωριστή ιδιότητα που έκανε το όπλο ακόμα πιο τρομακτικό ήταν ότι συνέχιζε να καίγεται ακόμα και στο νερό.
ΠΗΓΗ: Σημερινή
0 Σχόλια
Σχόλια που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς όχι μόνο για το ιστολόγιο, θα διαγράφονται αμέσως.
EmojiΣχόλια που περιέχουν εμπάθεια σε ό,τι δεν σας αρέσει επειδή έτσι μάθατε ότι έτσι είναι τα πράματα, θα διαγράφονται για έναν εποικοδομητικό διάλογο και όχι να επικρατήσει η αρλουμπολογία, αμαθών και ημιμαθών.
Επίσης σχόλια που έχουν οποιεσδήποτε κομματικές προτροπές και κομματικοπολιτική προπαγάνδα, είναι ανεπιθύμητα.