ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΟΥ ΜΙΘΡΙΔΑΤΟΥ ΣΤ’ ΕΥΠΑΤΟΡΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΥ-Α'

ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΤΟΥ ΜΙΘΡΙΔΑΤΟΥ ΣΤ’ ΕΥΠΑΤΟΡΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΥ-Α'





Α' Μιθριδατικός πόλεμος [89 – 85 π.Χ]



Περικλής Δημ. Λιβάς

[…Εν ολίγοις, δεν άφησε τίποτε ανθρωπίνως δυνατόν, που να μην προσπαθήσει ή κατορθώσει, εξαπολύοντας την μεγαλύτερη, ως τότε, προέλαση που εκτεινόταν από την Ανατολή μέχρι την Δύση, διοχλώντας, τρόπον τινά, ολόκληρο τον κόσμο, ο οποίος στράφηκε εναντίον του, διαμορφώνοντας απροσδόκητες συμμαχίες υπό την περιρρέουσα ασφυκτική απειλή των πειρατών ή εξοργίζοντας τα όμορα κράτη με ατέρμονες εχθροπραξίες …]-Αππιανός


Μάχη του ποταμού Αμνία και η ήττα του Νικομήδη


Όταν ο Νικομήδης και οι στρατηγοί του Μιθριδάτη συναντήθηκαν το 89 π.Χ σε μια μεγάλη πεδιάδα που συνορεύει με τον ποταμό Αμνία, παρέταξαν τις δυνάμεις τους για τη μάχη. Ο Νικομήδης είχε διαθέσιμο ολόκληρο το στράτευμά του ενώ από την αντίπαλη πλευρά οι Νεοπτόλεμος και Αρχέλαος είχαν μόνο ελαφρύ πεζικό, το ιππικό του Αρκαθία και μερικά άρματα. Η κυρίως φάλαγγα δεν είχε φθάσει ακόμη. Έστειλαν μπροστά μια μικρή δύναμη να καταλάβει έναν βραχώδη λόφο στην πεδιάδα, για την περίπτωση που θα περικυκλώνονταν από τους αριθμητικά υπερτερούντες Βιθυνούς.

Βλέποντας ο Νεοπτόλεμος τους άνδρες του να διώκονται από το λόφο, φοβήθηκε ακόμη περισσότερο ότι θα περικυκλωθεί και ζήτησε την βοήθεια του Αρκαθία.
Όταν ο Νικομήδης αντελήφθη την κίνησή του έσπευσε να την ανταποδώσει. Ακολούθησε σφοδρή και αιματηρή μάχη. Ο Νικομήδης επικράτησε και οι στρατιώτες του Μιθριδάτη ετράπησαν σε φυγή έως ότου ο Αρχέλαος, ο οποίος προχωρούσε από την δεξιά πλευρά, έπεσε πάνω στους διώκτες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να στρέψουν την προσοχή τους σε αυτόν. Καθυστέρησε λίγο, για να δώσει την ευκαιρία στους στρατιώτες του Νεοπτόλεμου να διαφύγουν και όταν διαπίστωσε ότι ήταν ασφαλείς επιτέθηκε ξανά. Ταυτόχρονα τα δρεπανοφόρα άρματα έκαναν έφοδο στους Βιθυνούς κομματιάζοντάς τους.

Ο στρατός του Νικομήδη τρομοκρατήθηκε στη θέα των φρικτά ακρωτηριασμένων ανδρών, που ακόμα ανέπνεαν ή ήταν κατακρεουργημένοι και τα κομμάτια τους κρεμόντουσαν από τα δρεπάνια. Καταβεβλημένοι περισσότερο από το αποκρουστικό θέαμα παρά από την ήττα στην μάχη, ο φόβος κυρίευσε τις τάξεις τους. Κι ενώ βρίσκονταν σε σύγχυση ο Αρχέλαος επιτέθηκε μετωπικά και ο Νεοπτόλεμος με τον Αρκαθία, ο οποίος ανακατευθύνθηκε, επιτέθηκαν από τα μετώπισθεν.

Πολέμησαν αρκετή ώρα και στα δύο μέτωπα με πολλές απώλειες που ανάγκασαν τον Νικομήδη να διαφύγει με τους εναπομείναντες στρατιώτες στην Παφλαγονία αν και η φάλαγγα του Μιθριδάτη δεν είχε εμπλακεί ακόμη στην μάχη. Το στρατόπεδό του είχε καταληφθεί, μαζί με ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και πολλούς αιχμαλώτους. Ο Μιθριδάτης φέρθηκε ευγενικά σε όλους αυτούς και τους έστειλε στην πατρίδα τους με εφόδια για το ταξίδι, κερδίζοντας έτσι την φήμη του μεγαλόψυχου.

ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΜΙΘΡΙΔΑΤΟΥ 6ου ΡΩΜΗΣ


Μάχη του Πρωτοπάχιου και η ήττα των Ρωμαίων


Αυτή η πρώτη μάχη του Μιθριδατικού πολέμου, θορύβησε τους Ρωμαίους στρατηγούς επειδή μια τόσο μεγάλη σύγκρουση είχε ξεσπάσει αιφνίδια, χωρίς κάποια προειδοποίηση. Λίγοι στρατιώτες είχαν υπερνικήσει πολύ περισσότερους, χωρίς να έχουν καλύτερη θέση ή εκμεταλλευόμενοι κάποιο λάθος του αντιπάλου, αλλά με την ανδρεία των στρατηγών τους και την μαχητική τους ικανότητα. Ο Νικομήδης τώρα είχε στρατοπεδεύσει με τον Μάνιο. Ο Μιθριδάτης ανέβηκε το βουνό Σκορόβας (μια από τις κορυφές του Παφλαγονικού Ολύμπου) το οποίο βρίσκεται στο όριο μεταξύ Βιθυνίας και Πόντου, όταν 100 Σαρμάτες ιππείς της προπορευόμενης φρουράς, ενεπλάκησαν με 800 ιππείς του Νικομήδη που συνάντησαν τυχαία, τους οποίους έτρεψαν σε φυγή και αιχμαλώτισαν μερικούς. Ο Μιθριδάτης τους απελευθέρωσε και τους έστειλε στην πατρίδα τους, εφοδιάζοντάς τους με προμήθειες για τον δρόμο.
Ο Νεοπτόλεμος και ο Νεμάνης ο Αρμένιος, υπερκέρασαν τον Μάνιο Ακουίλιο κατά την οπισθοχώρησή του προς το κάστρο του Πρωτοπάχιου. Στην μάχη που ακολούθησε σκότωσαν 10.000 από τους άνδρες του και αιχμαλώτισαν 300 τους οποίους όταν παρουσίασαν στον Μιθριδάτη, αυτός τους φέρθηκε με τον γνωστό τρόπο εδραιώνοντας την καλή του φήμη. Το στρατόπεδο του Μάνιου κατελήφθη και ο ίδιος, κατευθύνθηκε προς τον ποταμό Σαγγάριο, τον οποίον διέσχισε νύχτα και διέφυγε προς την Πέργαμο ενώ οι Κάσσιος, Νικομήδης και οι Ρωμαίοι πρέσβεις κατέφυγαν σε ένα μέρος επονομαζόμενο Κεφαλή του Λέοντα, πολύ ισχυρό προπύργιο της Φρυγίας, στο οποίο εκπαίδευαν ως νεοσύλλεκτους, χωριάτες, τεχνίτες και γενικώς επιστρατευμένους Φρύγες. Θεωρώντας όμως μάταιη μια μάχη με τόσο απροετοίμαστους άνδρες, τους απάλλαξαν και υποχώρησαν, ο Κάσσιος με τον στρατό του στην Απάμεια και ο Νικομήδης στην Πέργαμο. Όταν αυτοί οι οποίοι φρουρούσαν το στόμιο του Ευξείνου έμαθαν τα γεγονότα, διαλύθηκαν και παρέδωσαν τα στενά και όλα τα πλοία που είχαν στο Μιθριδάτη.

Η παράδοση του Κόιντου Όππιου


Έχοντας αποσταθεροποιήσει όλη την επικράτεια του Νικομήδη, ο Μιθριδάτης την κατέλαβε και επανέφερε την τάξη στις πόλεις. Κατόπιν εισέβαλλε στην Φρυγία και κατέλυσε σε ένα πανδοχείο στο οποίο είχε διαμείνει ο Μέγας Αλέξανδρος, θεωρώντας ότι θα του έφερνε τύχη να διαμείνει εκεί όπου είχε κάποτε σταθμεύσει ο Αλέξανδρος. Κυρίευσε την υπόλοιπη Φρυγία με την Μυσία [1] και τα μέρη της Ασίας που είχαν περιέλθει πρόσφατα στην κατοχή των Ρωμαίων. Έπειτα έστειλε τους αξιωματικούς του στις γειτονικές επαρχίες και υπέταξε την Λυκία [2], την Παμφυλία [3] και τις λοιπές περιοχές, μέχρι την Ιωνία. Για τους Λαοδικείς στις όχθες του ποταμού Λύκου, οι οποίοι εξακολουθούσαν να αντιστέκονται μαζί με τον Ρωμαίο στρατηγό Κόιντο Όππιο ο οποίος βρισκόταν εκεί με το ιππικό του και λίγους μισθοφόρους προς υπεράσπιση της πόλης, έκανε την εξής διακήρυξη προ των τειχών: «ο βασιλέας Μιθριδάτης υπόσχεται στους Λαοδικείς το απυρόβλητο, εφόσον του παραδώσουν τον Όππιο». Υπακούοντας, αποδέσμευσαν τον στρατό του αλώβητο και οδήγησαν τον Όππιο στον Μιθριδάτη. Ο Μιθριδάτης δεν τον έβλαψε, αλλά τον άφησε να περιφέρεται μαζί του λυτός γελοιοποιώντας τον, με τους δεσμώτες να προπορεύονται, προβάλλοντας έτσι το γεγονός της αιχμαλώτισης ενός Ρωμαίου στρατηγού.

Ο θάνατος του Μάνιου Ακίλιου


Αργότερα συνέλαβε τον Μάνιο Ακίλιο, έναν από τους βασικούς υπεύθυνους, τόσο της αποστολής, όσο και του πολέμου. Ο Μιθριδάτης τον περιέφερε δεμένο πισθάγκωνα, υποχρεώνοντάς τον να συστήνεται στο κοινό ώς φρενοβλαβής. Τελικά, στην Πέργαμο ενέχυσε λιωμένο χρυσό στον λαιμό του, στηλιτεύοντας με αυτόν τον τρόπο, την δωροδοκία που είχαν λάβει κάποτε οι Ρωμαίοι. Αφού συναντήθηκε με τους σατράπες διάφορων εθνοτήτων προωθήθηκε στην Μαγνησία, την Έφεσο [4] και την Μυτιλήνη, γενόμενος ασμένως δεκτός σε όλες. Οι Εφέσιοι ανέτρεψαν όλα τα Ρωμαϊκά αγάλματα που είχαν ανεγερθεί στις πόλεις τους, κάτι για το οποίο αργότερα, πλήρωσαν πρόστιμο. Με την επιστροφή του από την Ιωνία, ο Μιθριδάτης κατέλαβε την πόλη της Στρατονίκειας, επέβαλε χρηματικό πρόστιμο και τοποθέτησε φρουρά. Βλέποντας μια όμορφη παρθένο εκεί, η οποία ονομαζόταν Μονίμη και ήταν κόρη του Φιλοποίμενος, την πρόσθεσε στον κατάλογο των συζύγων του. Κατά δε των Μαγνησίων, Παφλαγόνων, και Λυκίων που εξακολουθούσαν να είναι αντίπαλοί του, προετοίμαζε πόλεμο.



Μιθριδάτης και Μονίμη


Ο Σύλλας εντέλλεται να εισβάλλει στην Ασία


Αυτή ήταν η κατάσταση όσον αφορά στον Μιθριδάτη. Μόλις γνωστοποιήθηκαν το ξέσπασμα της βίας και η εισβολή στην Ασία, οι Ρωμαίοι κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον του, παρόλο που ασχολούνταν με την τραγική διχόνοια και τον αδελφοκτόνο εμφύλιο, που είχε ξεσπάσει στην Ρώμη και σε όλη την Ιταλία, με τις πόλεις της να έχουν επαναστατήσει. Όταν οι σύμβουλοι, πρόεδροι της Γερουσίας, έκαναν κλήρωση αρμοδιοτήτων, η διακυβέρνηση της Ασίας και ο πόλεμος κατά του Μιθριδάτη έτυχαν στον Λεύκιο Κορνήλιο Σύλλα . ∆εδομένου ότι δεν είχαν χρήματα για την κάλυψη των εξόδων του, υπερψήφισαν την πώληση του θησαυρού που είχε συγκεντρώσει και διαφυλάξει ο θρυλικός βασιλέας, Νουμάς Πομπίλιος, ως θυσία προς τους θεούς. Ένα μέρος από αυτούς τους θησαυρούς, το οποίο πωλήθηκε βιαστικά, απέφερε χρυσό συνολικού βάρους ενενήντα χιλιάδων λιβρών και αυτό ήταν ό, τι είχαν να δαπανήσουν για έναν τόσο μεγάλο πόλεμο.



Ο Νουμάς Πομπίλιος,


Εν τω μεταξύ, ο Μιθριδάτης, ο οποίος ναυπηγούσε μεγάλο αριθμό πλοίων για επίθεση στην Ρόδο, διεμήνυσε μυστικά προς όλους τους σατράπες και αξιωματούχους του, ότι την τριακοστή ημέρα από τότε, θα έπρεπε να επιτεθούν σε όλες τις Ρωμαϊκές και Ιταλικές πόλεις, να σκοτώσουν τους Ιταλικής καταγωγής συζύγους, παιδιά και υπηρέτες, να αφήσουν τα σώματά τους άταφα και να μοιραστούν τα λάφυρα μαζί του Απείλησε να τιμωρήσει όποιον θα έθαβε νεκρό ή απέκρυπτε ζωντανούς και υποσχέθηκε ανταμοιβή στους πληροφοριοδότες και σε εκείνους που θα σκότωναν κρυφά, καθώς και την ελευθερία στους δούλους που θα πρόδιδαν του κυρίους τους. Για τους οφειλέτες που θα δολοφονούσαν τους τοκογλύφους πιστωτές, πρόσφερε απαλλαγή από το ήμισυ των υποχρεώσεών τους. Αυτές τις μυστικές εντολές έστειλε ο Μιθριδάτης σε όλες τις πόλεις ταυτόχρονα.

Η σφαγή των Ρωμαίων στην Ασία


Όταν έφθασε η προκαθορισμένη ημέρα, διάφορες συμφορές συνέπεσαν στην Ασιατική επαρχία ως εξής: Οι Εφέσιοι κυνήγησαν τους δραπέτες που είχαν βρει καταφύγιο στον ιερό Ναό της Αρτέμιδoς, όπως προσδιορίστηκε από της εικόνες της θεάς και τους έσφαξαν. Οι Περγαμηνοί έβαλλαν με βέλη εναντίον αυτών που είχαν καταφύγει στον ιερό Ναό του Ασκληπιού, κατά την διάρκεια της προσευχής τους μπροστά στα αγάλματα. Οι Αδραμυττηνοί ακολούθησαν όσους προσπάθησαν να διαφύγουν κολυμπώντας στην θάλασσα, τους σκότωσαν και έπνιξαν τα παιδιά τους.
Οι Καύνιοι, υποτελείς στην Ρόδο μετά μετά τον πόλεμο κατά του Αντίοχου, οι οποίοι είχαν πρόσφατα απελευθερωθεί από τους Ρωμαίους, καταδίωξαν τους Ιταλούς που είχαν προσφύγει στο άγαλμα της Εστίας στο κτίριο της Συγκλήτου, τους απομάκρυναν από το ιερό, σκότωσαν τα παιδιά μπροστά στα μάτια των μανάδων τους και στη συνέχεια σκότωσαν αυτές και τους συζύγους τους με την σειρά. Οι πολίτες των Τραλλέων, προκειμένου να αποφύγουν να βάψουν τα χέρια τους με αίμα, προσέλαβαν τον άγριο και θηριώδη Θεόφιλο της Παφλαγονίας, να κάνει τη δουλειά. Αυτός οδήγησε τα θύματα στο ναό της Ομονοίας, όπου τους δολοφόνησε κόβοντας μάλιστα τα χέρια κάποιων που είχαν αγκαλιάσει τα ιερά.

Τέτοια ήταν η φοβερή μοίρα που ανέμενε τους Ρωμαίους και τους της Ιταλικής σε όλη την επαρχία της Ασίας, καταδεικνύοντας το μίσος προς αυτούς, αλλά και τον φόβο προς τον Μιθριδάτη. Πλήρωσαν όμως διπλή ποινή για το έγκλημά τους, τόσο από τα χέρια του ίδιου του Μιθριδάτη, ο οποίος τους κακομεταχειρίστηκε λίγο αργότερα προδίδοντας την αφοσίωσή τους, όσο και από τον Κορνήλιο Σύλλα.
Εν τω μεταξύ ο Μιθριδάτης πέρασε από το νησί της Κω, όπου έγινε δεκτός με χαρά από τους κατοίκους και αργότερα ανέθρεψε με βασιλικό τρόπο, τον γιο του βασιλέα των Πτολεμαίων, Αλέξανδρο, τον βασιλεύοντα ηγεμόνα της Αιγύπτου, ο οποίος είχε εγκαταλειφθεί εκεί από τη γιαγιά του, Κλεοπάτρα, μαζί με μεγάλο χρηματικό ποσό. Από τους θησαυρούς της Κλεοπάτρας έστειλε τεράστιο πλούτο από έργα τέχνης, πολύτιμους λίθους, γυναικεία κοσμήματα και ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων στον Πόντο.

Η πολιορκία της Ρόδου


Ενώ αυτά συνέβαιναν, οι Ρόδιοι ενίσχυαν τα τείχη και το λιμάνι, κατασκεύαζαν πολεμικές μηχανές και δέχονταν βοήθεια από την Τελμησσό και την Λυκία. Όλοι οι Ιταλοί οι οποίοι διέφυγαν από την Ασία συγκεντρώθηκαν στη Ρόδο και μεταξύ τους ο Λεύκιος Κάσσιος, ο ανθύπατος της επαρχίας.
Όταν ο Μιθριδάτης πλησίασε με το στόλο του, οι κάτοικοι κατέστρεψαν τα προάστια, ώστε να μην μπορούν να εξυπηρετήσουν τον εχθρό. Στη συνέχεια παρέταξαν στη θάλασσα για ναυμαχία κάποια από τα πλοία τους για μετωπική επίθεση και άλλα για πλευρική.
Ο Μιθριδάτης, ο οποίος επέβλεπε μέσα από μια πεντήρη, διέταξε τα πλοία του να ανοίξουν τον σχηματισμό τους στη θάλασσα και να επιταχύνουν την κωπηλασία, προκειμένου να περικυκλώσουν τον εχθρό, παρόλο που ήταν αριθμητικά λιγότερα. Οι Ρόδιοι αντελήφθησαν τον ελιγμό του και αποτραβήχτηκαν αργά. Τελικά έκαναν αναστροφή και κατέφυγαν στο λιμάνι όπου έκλεισαν τις πύλες και άρχισαν να πολεμούν τον Μιθριδάτη πίσω από τα τείχη.
Αυτός στρατοπέδευσε κοντά στην πόλη και προσπάθησε κατ᾽επανάληψη να αποκτήσει πρόσβαση στο λιμάνι, αλλά καθώς αποτύγχανε αναγκάστηκε να αναμείνει ενισχύσεις από τον στρατό του στην Ασία. Εν τω μεταξύ, οι αψιμαχίες ήταν αδιάκοπες στις ενέδρες γύρω από τα τείχη και επειδή οι Ρόδιοι πλεονεκτούσαν σε τέτοιου είδους μάχες, ανέκτησαν το κουράγιο τους και προετοίμασαν τα πλοία τους, ώστε να είναι σε θέση μάχης όταν θα παρουσιαζόταν κατάλληλη ευκαιρία.

Ναυμαχίες ανοιχτά της Ρόδου

Καθώς έπλεε κοντά τους ένα από τα εμπορικά ιστιοφόρα του βασιλέα, ένα πλοίο των Ροδίων με δύο σειρές κωπηλατών κινήθηκε εναντίον του. Πολλοί από αμφότερες τις πλευρές, έσπευσαν για τη διάσωση του και μια σοβαρή ναυμαχία έλαβε χώρα.
Ο Μιθριδάτης υπερτερούσε των αντιπάλων του ως προς το μέγεθος του στόλου του, αλλά οι Ρόδιοι κύκλωσαν και πολιόρκησαν τα πλοία του με τέτοια ικανότητα, που κατάφεραν να ρυμουλκήσουν μία από τις τριήρεις του με το πλήρωμά της, να την φέρουν στο λιμάνι και να πάρουν πολλά λάφυρα. Μιαν άλλη φορά, όταν μια από τις πεντήρεις τους είχε καταληφθεί από εχθρούς, οι Ρόδιοι, χωρίς να γνωρίζουν το γεγονός, έστειλαν έξι από τα ταχύτερα πλοία τους προς αναζήτησή της, υπό την διοίκηση του ναυάρχου τους, ∆ημαγόρα. Ο Μιθριδάτης έστειλε είκοσι πέντε πλοία εναντίον τους.
Ο ∆ημαγόρας αποσύρθηκε πριν από αυτούς μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Όταν άρχισε να βραδιάζει και τα πλοία του βασιλέα ξεκίνησαν να επιστρέφουν, ο ∆ημαγόρας έπεσε επάνω τους, βύθισε δύο, έστειλε δύο στην Λυκία και επέστρεψε την νύχτα, έχοντας ελεύθερο το πεδίο. Αυτό ήταν το ανέλπιστο αποτέλεσμα μιας ναυμαχίας, τόσο για τους Ρόδιους με την μικρότερη δύναμη όσο και για τον Μιθριδάτη με την μεγαλύτερη. Σε αυτή την εμπλοκή, ενώ ο βασιλέας βρισκόταν στο πλοίο του ενθαρρύνοντας τους άνδρες του, ένα συμμαχικό πλοίο από την Χίο εστράφει εναντίον του μέσα στη σύγχυση προκαλώντας μια ισχυρή σύγκρουση. Ο βασιλέας εκείνη την στιγμή προσποιήθηκε πως δεν έδωσε σημασία, αλλά αργότερα τιμώρησε τον πηδαλιούχο και τον υπεύθυνο επιφυλακής.

Ανεπιτυχείς επιθέσεις στα τείχη της Ρόδου[Φθινόπωρο 88 π.Χ]

Περίπου τότε ήταν που οι χερσαίες δυνάμεις του Μιθριδάτη απέπλευσαν με εμπορικά πλοία και τριήρεις, όταν μια ξαφνική καταιγίδα προερχόμενη από την Καύνο (πόλη της Καρίας) τους κατηύθυνε προς την Ρόδο. Οι Ρόδιοι άμεσα επιβιβάσθηκαν στα πλοία κατευθυνόμενοι προς το μέρος τους και καθώς ήσαν καταβεβλημένοι από την θύελλα, χτύπησαν ορισμένους, ενώ αιχμαλώτισαν και τετρακόσιους.
Κατόπιν τούτου ο Μιθριδάτης προετοιμάστηκε για άλλη μια ναυμαχία – πολιορκία. Κατασκεύασε μια σαμβύκη(τεράστια πολιορκητική μηχανή η οποία μεταφερόταν σε πλοία και λειτουργούσε ως γέφυρα προς τα τείχη). Κάποιοι λιποτάκτες του έδειξαν ένα λόφο, εύκολα προσβάσιμο, όπου βρισκόταν το ιερό του Αταβυρίου ∆ιός, περιβεβλημένο από χαμηλό τοιχίο. Τοποθέτησε ένα μέρος του στρατού του στα πλοία από τη νύχτα, άλλους προμήθευσε με σκάλες και διέταξε τα δύο μέρη να κινούνται αθόρυβα μέχρι να δουν ένα σημάδι φωτιάς που θα προερχόταν από τον λόφο ως έναυσμα για να προκαλέσουν την μέγιστη δυνατή αναστάτωση, επιτιθέμενοι στο λιμάνι και τα τείχη ταυτόχρονα. Σύμφωνα με το σχέδιο, πλησίασαν αθόρυβα. Οι Ρόδιοι φρουροί όμως, γνώριζαν τι συνέβαινε και άναψαν πρώτοι φωτιά.
Ο στρατός του Μιθριδάτη, νομίζοντας ότι αυτό ήταν το σήμα που ανέμεναν από τον λόφο, έσπασαν τη σιωπή τους με δυνατές κραυγές από την ομάδα στις σκάλες και τους άλλους στα πλοία. Οι Ρόδιοι, οι οποίοι όπως ήταν φυσικό, δεν φοβήθηκαν, ανταπάντησαν με κραυγές, σπεύδοντας ομαδικά προς τα τείχη. Οι δυνάμεις του βασιλέα δεν κατάφεραν τίποτε εκείνο το βράδυ και την επόμενη μέρα εκδιώχθηκαν μακριά.

Χειμερινές επιχειρήσεις



Αναπαράσταση σαμβύκης


Οι Ρόδιοι πιο πολύ είχαν φοβηθεί την σαμβύκη, η οποία μεταφέρθηκε πάνω σε δύο πλοία, στα τείχη στο μέρος που βρισκόταν ο ναός της Ίσιδος. Το τεράστιο μηχάνημα, πέραν της πρόσβασης που θα δημιουργούσε προς τα τείχη, περιελάμβανε διαφόρων ειδών όπλα, τόσο κρουστικά όσο και βλητικά. Στρατιώτες σε πολλές μικρές βάρκες περικύκλωσαν την μηχανή με σκάλες, έτοιμοι να ανέβουν. Παρ’ όλα αυτά οι Ρόδιοι ανέμεναν την επίθεση με αποφασιστικότητα και τελικά, η σαμβύκη κατέρρευσε από το βάρος της ενώ σε μια απροσδόκητη εμφάνιση της, η Ίσιδα εκσφενδόνισε μια μεγάλη πύρινη μάζα καταπάνω της.
Ο Μιθριδάτης απελπίστηκε από την έκβαση της επιχειρήσης του και αποσύρθηκε από τη Ρόδο [Χειμώνας 88 προς 87 π.Χ]. Στη συνέχεια πολιόρκησε την πόλη της Λυκίας, Πάταρα και άρχισε να κόβει τα δέντρα του άλσους που ήταν αφιερωμένο στην Λητώ, προκειμένου να προμηθευθεί ξυλεία μηχανές του, μέχρι που προειδοποιήθηκε από ένα όνειρο, να χρησιμοποιεί με φειδώ τα ιερά δέντρα. Αφήνοντας τον Πελοπίδα να συνεχίσει τον πόλεμο εναντίον των Λυκίων έστειλε τον Αρχέλαο στην Ελλάδα για να κερδίσει συμμάχους με όποιον τρόπο μπορούσε, είτε με την πειθώ, είτε επιβάλλοντάς το. Μετά από αυτό ο Μιθριδάτης αφοσιώθηκε στα καθήκοντά του προς τους στρατηγούς του προσπαθώντας να μαζέψει στρατεύματα, να κατασκευάσει όπλα και να διασκεδάζει με την σύζυγό του. Αποφάσισε να δικάσει αυτούς που κατηγορήθηκαν για συνομωσία εναντίον του, είτε υποκινώντας επανάσταση, είτε εξυπηρετώντας τους Ρωμαίους με οποιονδήποτε τρόπο.



Η Αθήνα υποστηρίζει τον Μιθριδάτη


Ενώ ο Μιθριδάτης ήταν απασχολημένος με αυτά, στην Ελλάδα συνέβησαν τα ακόλουθα: ο Αρχέλαος πλέοντας προς τα εκεί με άφθονα εφόδια και πολυάριθμο στόλο, κατέλαβε δια της βίας την ∆ήλο και άλλα οχυρά που είχαν αποστασιοποιηθεί από τους Αθηναίους. Σε αυτές τις επιχειρήσεις σκότωσε είκοσι χιλιάδες άνδρες, Ιταλούς στην πλειοψηφία τους και επέστρεψε την κυριαρχία στους Αθηναίους.
Με αυτόν τον τρόπο, καμαρώνοντας για τον Μιθριδάτη και εγκωμιάζοντάς τον υπερβολικά, έκανε τους Αθηναίους να συμμαχήσουν μαζί του [Έτος 87 π.Χ]. Ο Αρχέλαος τους έστειλε τον ιερό θησαυρό της ∆ήλου με τον Αθηναίο Αριστίωνα, συνοδευόμενο από φρουρά δύο χιλιάδων ανδρών. Αυτούς τους στρατιώτες ο Αριστίων χρησιμοποίησε για να καταλάβει την χώρα, θανατώνοντας αμέσως αυτούς που ευνόησαν τους Ρωμαίους και αποστέλλοντας τους άλλους στον Μιθριδάτη.

∆εν συνέβαινε μόνο στην Αθήνα οι διανοούμενοι να παίζουν τον ρόλο των τυράννων, όπως έκανε πριν από αυτόν, ο Κριτίας και άλλοι ομοϊδεάτες φιλόσοφοι. Αλλά και στην Ιταλική, επίσης, μερικοί από τους Πυθαγόρειους και εκείνοι που ήταν γνωστοί ως Επτά Σοφοί σε άλλα μέρη του Ελληνικού κόσμου, όταν ανέλαβαν τη διαχείριση δημόσιων υποθέσεων, κυβέρνησαν πιο σκληρά και θεωρήθηκαν περισσότερο τύραννοι από τους συνηθισμένους. Ως εκ τούτου προέκυψαν αμφιβολίες και υποψίες, για άλλους φιλόσοφους, αν ομιλίες τους περί σοφίας πήγαζαν από την αγάπη τους για την αρετή ή παρηγορούσαν έτσι την φτώχεια και την αδράνειά τους.
Βλέπουμε πολλούς από αυτούς τώρα, σκότιους και εξαθλιωμένους, φορώντας τα άμφια της φιλοσοφίας λόγω αναγκαιότητας, να καταφέρονται εναντίον πλουσίων και ισχυρών, όχι επειδή περιφρονούν πραγματικά τον πλούτο και την εξουσία, αλλά από φθόνο για τους κατόχους τους. Εκείνοι για τους οποίους μιλούσαν άσχημα, είχαν πολύ καλύτερο λόγο να τους περιφρονούν. Αυτά τα πράγματα θα πρέπει να γνωρίζει ο αναγνώστης για τα λεχθέντα εναντίον του φιλόσοφου Αριστίωνα, ο οποίος είναι η αιτία αυτής της παρέκβασης.
Ο Αρχέλαος έφερε στο πλευρό του Μιθριδάτη, Αχαιούς, Λακεδαιμόνιους και όλους από την Βοιωτία εκτός από τους Θεσπιείς, τους οποίους πολιόρκησε στενά. Ταυτόχρονα ο Μητροφάνης, ο οποίος είχε σταλεί από το Μιθριδάτη με άλλο στρατό, ρήμαξε την Εύβοια, τα εδάφη της ∆ημητριάδας και της Μαγνησίας, καθώς και τα κράτη που αρνήθηκαν να ενστερνιστούν τα ιδεώδη του. Ο Βρύττιος προωθήθηκε εναντίον του με μια μικρή δύναμη από τη Μακεδονία, ναυμάχησε μαζί του, βύθισε ένα μεγάλο πλοίο και μια ημιολία (γρήγορο και ευέλικτο μικρό πολεμικό σκάφος της Ελληνιστικής περιόδου, 4ος αι. πΧ.) και σκότωσε όλους όσοι επέβαιναν, ενώ ο Μητροφάνης παρακολουθούσε.
Ο τελευταίος απέπλευσε τρομοκρατημένος και όπως είχε ευνοϊκό άνεμο, ο Βρύττιος δεν μπορούσε να τον προσπεράσει, αλλά εισέβαλε στην Σκιάθο, η οποία ήταν αποθήκη για την λεία των βαρβάρων, σταύρωσε κάποιους από αυτούς που ήταν σκλάβοι και έκοψε τα χέρια των απελεύθερων. Στην συνέχεια στράφηκε εναντίον της Βοιωτίας, αφού έλαβε ενισχύσεις από χίλιους έφιππους και πεζικάριους από τη Μακεδονία. Κοντά στην Χαιρώνεια ενεπλάκη σε μάχη διάρκειας τριών ημερών με τους Αρχέλαο και Αριστίωνα, η οποία είχε αμφίβολο αποτέλεσμα. Όταν Λακεδαιμόνιοι και Αχαιοί έσπευσαν προς ενίσχυση των Αρχέλαου και Αριστίωνα, ο Βρύττιος σκέφτηκε ότι δεν μπορούσε να τα βάλει με όλους μαζί και αποσύρθηκε στον Πειραιά ωσότου ο Αρχέλαος φθάσει εκεί με το στόλο του και καταλάβει το μέρος.



Ο Σύλλας πολιορκεί τον Πειραιά


Ο Σύλλας ο οποίος είχε διορισθεί στρατηγός του Μιθριδατικού πολέμου από τους Ρωμαίους, για πρώτη φορά πέρασε στην Ελλάδα, με πέντε λεγεώνες, μικρή συνοδεία και ιππικό και ευθύς αμέσως ζήτησε χρήματα, ενισχύσεις και προμήθειες από την Αιτωλία και την Θεσσαλία. Όταν θεώρησε ότι ήταν αρκετά δυνατός, ξεκίνησε να επιτεθεί στον Αρχέλαο. Καθώς διέσχιζε την χώρα, ολόκληρη η Βοιωτία τον ακολούθησε εκτός από λίγες περιοχές μεταξύ των οποίων η μεγάλη πόλη των Θηβών, η οποία μάλλον απερίσκεπτα είχε πάρει το μέρος του Μιθριδάτη εναντίον των Ρωμαίων, αλλά τώρα αστραπιαία άλλαξε από τον Αρχέλαο στον Σύλλα προτού ακόμη δοκιμαστούν οι δυνάμεις τους.
Όταν ο Σύλλας έφθασε στην Αττική, απέσπασε ένα στρατιωτικό τμήμα για να πολιορκήσει τον Αριστίωνα στην Αθήνα και ο ίδιος προχώρησε για να επιτεθεί στον Πειραιά όπου ο Αρχέλαος είχε βρεί καταφύγιο με τις δυνάμεις του πίσω από τα τείχη.
Το ύψος των τειχών ήταν περίπου είκοσι μέτρα και ήταν χτισμένο με μεγάλες τετράγωνες πέτρες. Ήταν έργο του Περικλή από τον καιρό του Πελοποννησιακού πολέμου και καθώς αυτός στήριξε επάνω του τις ελπίδες για νίκη στον Πειραιά, το έκανε όσο πιο δυνατό γινόταν. Παρά το ύψος των τειχών, ο Σύλλας τοποθέτησε τις σκάλες του αμέσως. Αφού επιτέθηκε και έπαθε μεγάλη ζημιά, θαρραλέα ανακάλεσε τις δυνάμεις του και αποσύρθηκε εξουθενωμένος στην Ελευσίνα και τα Μέγαρα όπου κατασκεύασε μηχανές για μια νέα επίθεση στον Πειραιά και κατέστρωσε σχέδιο πολιορκίας με αναχώματα.
Τεχνάσματα και εργαλεία όλων των ειδών, σίδηρο, καταπέλτες και όλα τα συναφή προμηθεύτηκε από την Θήβα, αποψίλωσε το δασύλλιο της Ακαδημίας και κατασκεύασε εκεί τις μεγαλύτερες μηχανές του. Γκρέμισε τα μακρά τείχη και χρησιμοποίησε τα υλικά (πέτρες, ξυλεία και χώμα) για να κατασκευάσει αναχώματα.

Ο Αρχέλαος εφορμά

Δυο Αθηναίοι σκλάβοι στον Πειραιά, είτε επειδή συμπαθούσαν τους Ρωμαίους είτε διότι αναζητούσαν την δική τους εξασφάλιση σε περίπτωση κινδύνου, κατέγραφαν ότι συνέβαινε εκεί, έβαζαν τα γραπτά μέσα σε μολυβένιες μπάλες και τις πέταγαν στους Ρωμαίους με σφενδόνες. Καθώς αυτό επαναλαμβανόταν, έγινε γνωστό στον Ρωμαίο διοικητή Σύλλα, ο οποίος διαβάζοντας τα μηνύματα, βρήκε ένα που έγραφε: «Αύριο το πεζικό θα κάνει έφοδο μπροστά από τους εργάτες σας και το ιππικό θα επιτεθεί αμφίπλευρα στον Ρωμαϊκό στρατό». Ο Σύλλας τοποθέτησε επαρκή ενεδρεύουσα δύναμη και μόλις ο εχθρός εμφανίστηκε, με την πεποίθηση ότι η κίνησή αυτή θα τους ξάφνιαζε, επιτέθηκε με τον κρυμμένο στρατό, σκοτώνοντας πολλούς και κυνηγώντας τους υπόλοιπους προς την θάλασσα. Αυτό ήταν το τέλος της επιχείρησης. Όταν τα αναχώματα άρχισαν να αυξάνονται ο Αρχέλαος ανέγειρε πύργους για αντιπερισπασμό και τοποθέτησε επάνω βλητικές μηχανές και μεγάλο απόθεμα πυρομαχικών. Αφού έστειλε να ζητήσει ενισχύσεις από την Χαλκίδα και τα κοντινά νησιά, όπλισε τους κωπηλάτες του, θεωρώντας ότι βρισκόταν σε ιδιαίτερα επικίνδυνη θέση.
Ο στρατός του ήταν ήδη αριθμητικά ανώτερος από αυτόν του Σύλλα, οπότε με τις ενισχύσεις που έλαβε, ισχυροποιήθηκε ακόμη περισσότερο. Στην συνέχεια εξαπέλυσε νυχτερινή επίθεση με δάδες και έκαψε έναν πολιορκητικό κριό και άλλα μηχανήματα κοντά του, αλλά ο Σύλλας έφτιαξε καινούργια σε δέκα ημέρες και τα τοποθέτησε στις θέσεις των προηγούμενων. Μέσα από τα τείχη σε αντίστοιχη θέση με αυτά, ο Αρχέλαος τοποθέτησε έναν πύργο.



Μάχη πλησίον των τειχών του Πειραιά

Ο Μιθριδάτης έστειλε ένα στράτευμα υπό την διοίκηση του ∆ρομιχαΐτη προς βοήθεια του Αρχέλαου ο οποίος συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις και τις παρέταξε για μάχη. ∆ιαμοίρασε τοξότες και σφενδονιστές ανάμεσά τους και τους τοποθέτησε πλησίον των τειχών, έτσι ώστε αυτοί που βρίσκονταν πάνω στους πύργους να μπορούν να βάλλουν με επιτυχία εναντίον του εχθρού. Είχε τοποθετήσει άλλους κοντά στις πύλες με δάδες στα χέρια να αναμένουν την κατάλληλη ευκαιρία για εξόρμηση. Η μάχη παρέμεινε για πολύ καιρό αμφίρροπη, με την μια πλευρά να διαδέχεται την άλλη στον ρόλο του ηττημένου.
Πρώτοι υποχώρησαν οι βάρβαροι, μέχρι ο Αρχέλαος να τους συσπειρώσει και να τους φέρει πίσω. Ο Ρωμαίοι απογοητεύθηκαν και ετράπησαν σε φυγή έως ότου ο Λεύκιος Λικίνιος Μουρήνας [6] τους κυνηγήσει και τους συγκεντρώσει. Τότε, μια άλλη λεγεώνα η οποία μόλις είχε επιστρέψει από εργασίες συλλογής ξυλείας, βρήκε την ευκαιρία να εμπλακεί στην διαμάχη που εξελισσόταν και να επιφέρει μεγάλο πλήγμα στις δυνάμεις του Μιθριδάτη, σκοτώνοντας περί τους δύο χιλιάδες άντρες και οδηγώντας τους υπόλοιπους εντός των τειχών. Ο Αρχέλαος προσπάθησε να αποκαταστήσει την ενότητα του στρατεύματος, ενώ από την άλλη πλευρά, ο Σύλλας, σε μια κίνηση επιβράβευσης της συμπεριφοράς των στρατιωτών, τους απάλλαξε από το στίγμα του λιποτάκτη, ενώ αντάμειψε δεόντως τους υπόλοιπους.

Ο Σύλλας στέλνει τον Λούκουλλο να προμηθευτεί πλοία [Έτος 87 πρός 86 π.Χ]

Όταν ήλθε ο χειμώνας, ο Σύλλας είχε στρατοπεδεύσει στην Ελευσίνα, οχυρώνοντας το μέρος με τάφρο στον περίγυρο που θα δυσκόλευε το ιππικό. Ενώ είχε καταπιαστεί με αυτό το έργο, οι καθημερινές αψιμαχίες δεν έλλειπαν, πότε στα τείχη, πότε στην τάφρο, ενώ ο εχθρός συχνά εξορμούσε, επιτιθέμενος στους Ρωμαίους με πέτρες, ακόντια και μολυβένιες μπάλες. Ο Σύλλας έχοντας ανάγκη από πλοία, έστειλε μήνυμα στην Ρόδο, αλλά οι Ρόδιοι δεν μπορούσαν να του τα στείλουν επειδή ο Μιθριδάτης είχε τον έλεγχο της θάλασσας.
Τότε, παρήγγειλε στον Λεύκιο Λικίνιο Λούκουλλο[7] έναν διακεκριμένο Ρωμαίο στρατηγό, ο οποίος μεταγενέστερα διαδέχθηκε τον Σύλλα στην διοίκηση αυτού του πολέμου, να πάει μυστικά στην Αλεξάνδρεια και την Συρία, να εξασφαλίσει στόλο από τους βασιλείς και τις πόλεις, που είχαν μεγάλη ναυτική εμπειρία και στην επιστροφή του να πάρει την ναυτική δύναμη των Ροδίων που ήταν εγκλωβισμένη. Ο Λούκουλλος χωρίς να φοβηθεί το αντίπαλο ναυτικό απέπλευσε με ένα γρήγορο ιστιοφόρο και αλλάζοντας σκάφη κατά την διαδρομή ώστε να καλύπτει τα ίχνη του, έφθασε στην Αλεξάνδρεια.

Η πολιορκία συνεχίζεται [έτος 86 π.Χ]

Εν τω μεταξύ οι προδότες στον Πειραιά έστειλαν ένα μήνυμα πάνω από τα τείχη, το οποίο έλεγε ότι μέσα στην νύχτα, ο Αρχέλαος θα έστελνε με μια στρατιωτική μονάδα, προμήθειες στην πόλη των Αθηνών, η οποία υπέφερε από πείνα. Ο Σύλλας έστησε παγίδα, συνέλαβε τους στρατιώτες και κράτησε τις προμήθειες. Την ίδια ημέρα κοντά στην Χαλκίδα, ο Μουνάτιος τραυμάτισε τον Νεοπτόλεμο, τον άλλο στρατηγό του Μιθριδάτη, σκότωσε χίλιους πεντακόσιους στρατιώτες και συνέλαβε ακόμη μεγαλύτερο αριθμό. Όχι πολύ αργότερα και κατά την διάρκεια της νύχτας, ενώ οι φύλακες στα τείχη του Πειραιά είχαν αποκοιμηθεί, οι Ρωμαίοι πήραν μερικές σκάλες από τις γύρω μηχανές, τις έστησαν στα τείχη και σκότωσαν επί τόπου τους φρουρούς. Ακολούθως κάποιοι από τους φρουρούς εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και έτρεξαν προς το λιμάνι, καθώς πίστεψαν ότι τα τείχη είχαν καταληφθεί σε όλο το μήκος τους.

Άλλοι, ανακτώντας το κουράγιο τους, έσφαξαν τον αρχηγό των λιποτακτών και οδήγησαν τους υπόλοιπους πίσω στα τείχη. Άλλοι έβαλλαν με τόξα και ακόντια τις πύλες και σχεδόν έκαψαν έναν από τους δύο πύργους των Ρωμαίων, τον οποίο θα είχαν καταστρέψει ολοσχερώς αν δεν τον υπερασπιζόταν ο Σύλλας, ο οποίος ανέβηκε επάνω και έδωσε μεγάλη μάχη που διήρκεσε την υπόλοιπη νύχτα και την επόμενη μέρα. Ο Αρχέλαος έστησε έναν νέο μεγάλο πύργο στο τείχος, έναντι του Ρωμαϊκού ανταλλάσσοντας πυρά μεταξύ τους, μέχρι που ο Σύλλας με μια ομοβροντία από τους καταπέλτες του, με είκοσι βαριές μολυβένιες μπάλες, σκότωσε πολλούς από τους εχθρούς και ταρακούνησε τον πύργο του Αρχέλαου, ο οποίος φοβούμενος την καταστροφή, τον απέσυρε γρήγορα.

Λιμός στην Αθήνα

Εν τω μεταξύ ο λιμός πίεζε όλο και περισσότερο την πόλη των Αθηνών και οι προδότες με τις σφεντόνες στον Πειραιά έδωσαν πληροφορίες για μια ακόμη νυχτερινή αποστολή τροφίμων. Ο Αρχέλαος, είχε υποψιαστεί ότι κάποιος πρόδιδε τα σχέδια των αποστολών του και την ώρα που ξεκινούσε η πομπή, έστειλε μερικούς στρατιώτες με πυρσούς κοντά στις πύλες ώστε να επιφέρει πλήγμα στα σχέδια των Ρωμαίων, εφόσον ο Σύλλας έκανε επίθεση. Έτσι κι έγινε, με τον Σύλλα να παγιδεύει την αποστολή και τον Αρχέλαο να πυρπολεί μερικές Ρωμαϊκές πολεμικές μηχανές. Εκείνον τον καιρό ο Αρκαθίας, γιός του Μιθριδάτη, με άλλο στρατό, εισέβαλε στην Μακεδονία και χωρίς δυσκολία υπερνίκησε την μικρή δύναμη των Ρωμαίων, υπέταξε όλη την χώρα, ανέθεσε σε σατράπες την διακυβέρνηση και προωθήθηκε εναντίον του Σύλλα, αλλά αρρώστησε και πέθανε κοντά στο Τισαίο. Στην Αθήνα, ο αποκλεισμός εξακολουθούσε να ταλαιπωρεί έντονα τους κατοίκους. Ο Σύλλας έχτισε εμπόδια για αυτούς που θα προσπαθούσαν να διαφύγουν, ώστε ο λιμός να γίνει απειλητικότερος.

Πολεμώντας υπογείως

Όταν ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας αποπεράτωσε την κατασκευή του προχώματος στο Πειραιά, φθάνοντας στο κατάλληλο ύψος, τοποθέτησε επάνω πολεμικές μηχανές. Αλλά ο Αρχέλαος το υπέσκαψε και μετέφερε μακριά το χώμα χωρίς οι Ρωμαίοι να το αντιληφθούν και οι χωμάτινοι όγκοι κατέρρευσαν.
Αντιλαμβανόμενοι γρήγορα την κατάσταση οι Ρωμαίοι απέσυραν τις μηχανές τους, ανακατασκεύασαν το ανάχωμα και ακολουθώντας το παράδειγμα του εχθρού τους άρχισαν να σκάβουν κάτω από τις βάσεις του τείχους. Οι αντίπαλοι σκαπανείς συναντήθηκαν υπογείως και πολέμησαν με ξίφη και λόγχες μέσα στο σκοτάδι. Καθώς συνέβαιναν αυτά, ο Σύλλας σφυροκόπησε το τείχος με πολιορκητικούς κριούς που είχαν τοποθετηθεί ψηλά στα αναχώματα, μέχρι ένα μέρος του να γκρεμιστεί.
Στην συνέχεια έσπευσε να κάψει τον γειτονικό πύργο, εκτοξεύοντας μεγάλο αριθμό από φλεγόμενα βλήματα και διατάζοντας τους πλέον γενναίους των στρατιωτών του να σκαρφαλώσουν στις σκάλες. Αμφότεροι πολέμησαν γενναία αλλά τελικά, ο πύργος κάηκε. Ένα ακόμη μικρό τμήμα του τείχους γκρεμίστηκε και ο Σύλλας τοποθέτησε άμεσα φρουρά. Έχοντας υποσκάψει ένα μεγάλο τμήμα των τειχών, τα οποία υποστηρίζονταν πλέον μόνο από ξύλινους δοκούς, συγκέντρωσε και έβαλε στο σημείο της εκσκαφής μεγάλη ποσότητα θείου, κάνναβης και ρετσινιού στην βάση και άναψε φωτιά σε όλο το μήκος μονομιάς.
Τα τείχη κατέρρευσαν, παρασύροντας και τους υπερασπιστές τους που βρίσκονταν επάνω τους. Αυτή η απρόσμενη αλλά μεγαλειώδης συντριβή έκαμψε το ηθικό της φρουράς σε όλη την περίμετρο του τείχους καθώς οι στρατιώτες αμφέβαλλαν για την σταθερότητα του μέρους που πατούσαν. Ο φόβος και η αμφιβολία τους κατέστησαν ανίκανους να προβάλλουν σθεναρή αντίσταση στον εχθρό.

Ο Σύλλας απωθείται από τον Πειραιά

Παρά την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι αμυνόμενοι, ο Σύλλας δεν σταμάτησε τις αλλεπάλληλες επιθέσεις, ανανεώνοντας συνεχώς τις μονάδες εισβολής με ξεκούραστους στρατιώτες και σκάλες, εμψυχώνοντάς τους με εύθυμες ιαχές αλλά και προστάζοντας υπακοή στις προτροπές του, λέγοντας ότι η νίκη θα ήταν σύντομα δική τους. Ο Αρχέλαος από την άλλη, αντικατέστησε τους λιγόψυχους με νέες δυνάμεις τις οποίες επίσης ανανέωνε συχνά και με συνεχείς παροτρύνσεις και προσταγές τους ενθάρρυνε να συνεχίσουν λέγοντας ότι η σωτηρία τους θα εξασφαλιζόταν σύντομα. Με την έξαψη που προκάλεσε ο ζήλος και το θάρρος σε αμφότερους τους μαχόμενους, ο αγώνας έγινε πολύ βίαιος με τον αριθμό των θυμάτων να ισορροπεί.
Τελικά ο Σύλλας σήμανε υποχώρηση αποσύροντας τα στρατεύματά του τα οποία εξουθενώθηκαν γρηγορότερα όντας διαρκώς επιτιθέμενα, τιμώντας πολλούς από τους άνδρες του για την γενναιότητά τους. Ο Αρχέλαος, επισκεύασε πάραυτα τις ζημιές μέσα στην νύχτα, προστατεύοντας ένα μεγάλο μέρος με μια τοξωτή οχυρωματική κατασκευή της οποίας η καμπύλη εκτεινόταν προς το εσωτερικό του τείχους.
Ο Σύλλας επιτέθηκε μεμιάς, με σύσσωμες τις δυνάμεις του πρός το νεόκτιστο τμήμα πιστεύοντας ότι θα μπορούσε εύκολα να το διαλύσει έτσι φρέσκο και υγρό που ήταν, αλλά καθώς περιορίστηκε στο εσωτερικό του ημικύκλιου που δημιουργούσε το κτίσμα, κατέστει ευάλωτος σε βολές άνωθεν, μετωπικές και πλευρικές, όπως είναι σύνηθες σε οχυρωματώσεις του σχήματος της ημισελήνου και καταπονήθηκε αρκετά. Κατόπιν εγκατέλειψε την ιδέα της κατάληψης του Πειραιά μέσω εφόδου και σχημάτισε πολιορκητικό κλοιό γύρω από τα τείχη ώστε ο επερχόμενος λιμός να έφερνε το αποτέλεσμα που δεν κατάφερε ο ίδιος.

Κανιβαλισμοί στην Αθήνα, η πόλη καταλαμβάνεται [1η Μαρτίου 86 π.Χ]

Γνωρίζοντας ότι οι υπερασπιστές της Αθήνας ασφυκτιούσαν, ότι κατασπάραξαν όλα τα κατοικίδιά τους, έβρασαν τα δερματά τους και έφαγαν ότι μπορούσαν καθώς επίσης ότι μερικοί είχαν μοιρασθεί ανθρώπινη σάρκα, ο Σύλλας διέταξε τους στρατιώτες του να κυκλώσουν την πόλη με ένα χαντάκι, ώστε οι κάτοικοι να μην μπορούσαν να διαφύγουν μυστικά ακόμη και κατά μόνας. Αφού έγινε αυτό, έφεραν σκάλες και άρχισαν να χτυπούν τα τείχη.
Οι αδύναμοι υπερασπιστές σύντομα θα αναγκαζόντουσαν να βγουν και οι Ρωμαίοι έσπευσαν στην πόλη. Μια μεγάλη ανελέητη σφαγή επακολούθησε στην Αθήνα, με τους εγκλωβισμένους κατοίκους να αναζητούν απεγνωσμένα τροφή. Ο Σύλλας είχε δώσει εντολές για μακελειό χωρίς εξαίρεση για τις γυναίκες και τα παιδιά. Εξαγριωμένος από την απρόσμενη και αναίτια συμμαχία τους με τους εχθρούς, επέδειξε ιδιαίτερα βίαιη συμπεριφορά.

Τελική φάση της πολιορκίας Αθηνών – Πειραιά

Η πλειοψηφία των Αθηναίων, έχοντας ακούσει την εντολή που δόθηκε, όρμησαν επάνω στα σπαθιά των δημίων με την θέλησή τους. Λίγοι κατευθύνθηκαν, αδύναμοι όπως ήταν, προς την Ακρόπολη και ανάμεσά τους ο Αριστίων ο οποίος είχε κάψει το Ωδείο έτσι ώστε ο Σύλλας να μην έχει στην διάθεσή του την ξυλεία του, για έφοδο στην Ακρόπολη.
Ο Σύλλας απαγόρευσε το κάψιμο της πόλης αλλά επέτρεψε στους στρατιώτες του να την λεηλατήσουν. Σε πολλά σπίτια βρήκαν ανθρώπινη σάρκα έτοιμη να φαγωθεί. Την επόμενη μέρα ο Σύλλας πούλησε τους συλληφθέντες ως σκλάβους σε δημοπρασία. Σε έναν πολύ μικρό αριθμό απελεύθερων οι οποίοι γλίτωσαν την σφαγή της προηγούμενης νύχτας, υποσχέθηκε την διατήρηση της ελευθερίας τους αλλά τους αποστέρησε το δικαίωμα ψήφου και εκλογής, επειδή είχαν κάνει πόλεμο εναντίον του. Οι ίδιοι όροι ακολούθησαν και τους απογόνους τους.

Η κατάληψη της Ακρόπολης

Με αυτόν τον τρόπο γνώρισε η Αθήνα την μεγαλύτερη φρίκη της μέχρι τότε ιστορίας της. Ο Σύλλας τοποθέτησε φρουρά γύρω από την Ακρόπολη, στην οποία παραδόθηκε ο Αριστίων και η ακολουθία του λόγω πείνας και δίψας. Ο Σύλλας επέβαλλε την ποινή του θανάτου στον Αριστίωνα, στους σωματοφύλακές του και σε όποιον άσκησε κάποια μορφή εξουσίας ή έπραξε αντίθετα προς την νομοθεσία που είχε ψηφιστεί κατά την πρώτη κατάληψη της Ελλάδος από τους Ρωμαίους. Συγχωρέσε τους υπόλοιπους και τους κληροδότησε στην ουσία, τους ίδιους νόμους που είχαν προηγουμένως επιβάλλει οι Ρωμαίοι. Περίπου σαράντα λίβρες χρυσού και εξακόσιες ασημιού, απέκτησε από την Ακρόπολη αλλά αυτά τα γεγονότα συνέβησαν αργότερα.

Η πολιορκία του Πειραιά συνεχίζεται


Μόλις η Αθήνα κατελήφθη, ο Σύλλας, ανυπόμονος με την μακρά πολιορκία του Πειραιά, συγκέντρωσε πολιορκητικούς κριούς, βλήματα όλων των ειδών και μεγάλη στρατιωτική δύναμη με την οποία επιτέθηκε εναντίον των τειχών. Προωθούμενοι σε σχηματισμούς χελώνης [8] και εκτοξεύοντας τεράστιο αριθμό από βέλη και ακόντια, προσπάθησαν να απομακρύνουν τους αμυνόμενους από τα τείχη. Γκρέμισαν ένα μέρος της νεόκτιστης κατασκευής η οποία ήταν ακόμη υγρή και αδύναμη. Ο Αρχέλαος είχε αρχικά προβλέψει κάτι τέτοιο και είχε επαναλάβει την οχύρωση αυτή, εσωτερικά, αρκετές φορές, με ενδιάμεσα κενά, έτσι ώστε ο Σύλλας να πέφτει από τον ένα τοίχο στον άλλον και το έργο του να μοιάζει ατελείωτο.
Αυτός δεν πτοήθηκε και με αστείρευτο σθένος άλλαζε συχνά τους στρατιώτες του, ήταν πανταχού παρών και τους παρότρυνε υποσχόμενος ότι βρίσκονταν πολύ κοντά στην ανταμοιβή που τους περίμενε, αφού ολοκλήρωναν το μικρό υπόλοιπο του έργου τους. Οι στρατιώτες, επίσης, πιστεύοντας ότι αυτό ήταν πραγματικά το τέλος του μόχθου τους, ρίχθηκαν στην δουλειά με την αγάπη για την δόξα που θα τους χάριζε ένα επίτευγμα όπως η κατάκτηση τειχών σαν αυτά και συνέχισαν να μάχονται με γενναιότητα. Τελικά ο Αρχέλαος, άναυδος με την παράλογη εμμονή τους, εγκατέλειψε τα τείχη σε αυτούς και εγκαταστάθηκε στην Μουνιχία [9] (σημερινός λόφος Καστέλας) που ήταν ισχυρά οχυρωμένη και περιβαλλόταν εξ᾽ολοκλήρου από θάλασσα. θεωρώντας ότι ελλείψει στόλου, ο Σύλλας, δεν θα μπορούσε να του επιτεθεί.

Καταστροφή του Πειραιά

Από εκεί ο Αρχέλαος, διέφυγε στην Θεσσαλία μέσω της Βοιωτίας και συνέταξε όσες δυνάμεις του απέμειναν στις Θερμοπύλες μαζί με αυτές που έφερε ο ∆ρομιχαΐτης. Επίσης έθεσε υπό τις διαταγές του τον στρατό που είχε εισβάλλει στην Μακεδονία υπό την διοίκηση του Αρκαθία, γιου του Μιθριδάτη, ο οποίος ήταν στο απώγειο της δύναμής του, ξεκούραστος και ενισχυμένος από τον Μιθριδάτη που ποτέ δεν έπαψε να στέλνει βοήθεια στα μέτωπα του πολέμου.
Ενώ ο Αρχέλαος περισυνέλεγε εσπευσμένα δυνάμεις, ο Σύλλας έκαψε τον Πειραιά, ο οποίος του προκάλεσε μεγαλύτερα προβλήματα από την Αθήνα, χρησιμοποιώντας αφειδώς οπλισμό, στόλο και οποιοδήποτε άλλο μέσο είχε διαθέσιμο. Έπειτα προέλασε εναντίον του Αρχέλαου διαμέσου της Βοιωτίας.
Όταν πλησίασαν μεταξύ τους, οι δυνάμεις του Αρχέλαου μόλις είχαν προωθηθεί από τις Θερμοπύλες στην Φωκίδα και απαρτίζονταν από Θρακικά, Ποντιακά, Σκυθικά, Καππαδοκινά, Βιθυνικά, Γαλατικά και Φρυγικά στρατεύματα τα οποία μαζί με την τελευταία ενισχυτική αποστολή του Μιθριδάτη, έφθαναν σε σύνολο τους εκατόν είκοσι χιλιάδες άνδρες. Κάθε εθνικότητα είχε την δική της διοίκηση και ο Αρχέλαος τον τελευταίο λόγο. Οι δυνάμεις του Σύλλα ήταν Ιταλοί, Έλληνες από διάφορα μέρη όπως και Μακεδόνες, οι οποίοι τελευταία είχαν εγκαταλείψει τον Αρχέλαο για να προσχωρήσουν σε αυτόν και μερικούς ακόμη από την γύρω περιοχή, χωρίς όμως να πλησιάζουν ούτε το ένα τρίτο του εχθρού.

Μάχη στην Χαιρώνεια [1η Μαρτίου 86 π.Χ]



Όταν έλαβαν αντικρυστές θέσεις, ο Αρχέλαος κινήθηκε επανειλλημένα ώστε να προκαλέσει μάχη. Ο Σύλλας ήταν διστακτικός λόγω της μορφολογίας του εδάφους και της αριθμητικής υπεροχής του εχθρού. Ο Αρχέλαος προχώρησε προς την Χαλκίδα και ο Σύλλας τον ακολούθησε από κοντά αναμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία. Όταν είδε τον εχθρό να στρατοπεδεύει σε μια βραχώδη περιοχή κοντά στην Χαιρώνεια, απ᾽ όπου δεν υπήρχε καμία πιθανότητα διαφυγής για τον ηττημένο, παρατάχθηκε σε μια πλατιά πεδιάδα μπροστά του, με τέτοιο τρόπο που θα υποχρέωνε τον Αρχέλαο να αγωνισθεί είτε το ήθελε είτε όχι, ενώ παράλληλα, θα τον ευνοούσε η κλίση του εδάφους κατά την προώθηση του αλλά και σε ενδεχόμενη υποχώρηση.


Παράταξη των αντιπάλων στην μάχη της Χαιρώνειας


Μάχη της Χαιρώνειας



Ο Αρχέλαος είχε εγκλωβισθεί σε βραχώδη περιοχή η οποία την ώρα της μάχης δεν επέτρεπε την συλλογική δράση των στρατιωτών του στο κακοτράχαλο και επικίνδυνο έδαφος. Ακόμη κι αν είχαν προετοιμάσει την επίθεσή τους, θα παρεμποδίζονταν από τα βράχια. Βασιζόμενος στην πλεονεκτική του θέση ο Σύλλας, προχώρησε μπροστά εξουδετερώνοντας το πλεονέκτημα της αριθμητικής υπεροχής του εχθρού. Ο Αρχέλαος, ο οποίος δεν είχε διανοηθεί να εμπλακεί σε μάχη εκείνη την στιγμή και γι αυτό υπήρξε αμελής σχετικά με την επιλογή της θέσης του στρατοπέδου του, την ώρα που οι Ρωμαίοι προέλαυναν, αντελήφθη καθυστερημένα την δυσάρεστη θέση του και έστειλε ένα απόσπασμα ιππικού μπροστά ώστε να εμποδίσει την κίνησή τους. Οι ιππείς είχαν διαταγή να εφορμήσουν, αλλά τσακίστηκαν στα βράχια. Ακολούθως έστειλε εξήντα άρματα με την ελπίδα να διασπάσει τον σχηματισμό των λεγεώνων.
Οι Ρωμαίοι άνοιξαν τις σειρές της σύνταξής τους και αυτά με την ορμή που είχαν πέρασαν ανάμεσα τους, περικυκλώθηκαν και καταστράφηκαν από τους ακοντιστές της οπισθοφυλακής.
Παρόλο που ο Αρχέλαος θα μπορούσε να πολεμήσει με ασφάλεια από το οχυρωμένο στρατόπεδό του με τα απόκρημνα βράχια να τον υπερασπίζονται, συγκέντρωσε εσπευσμένα το τεράστιο πλήθος των ανδρών του οι οποίοι δεν περίμεναν ότι θα πολεμούσαν εκεί και τους οδήγησε σε ένα ιδιαίτερα στενό μέρος, όπως αποδείχθηκε, καθώς ο Σύλλας πλησίαζε. Έκανε πρώτα μια μεγάλη έφοδο με τα άλογά του, χώρισε τον σχηματισμό των Ρωμαίων στα δύο και λόγω του μικρού αριθμού τους, περικύκλωσε και τα δύο τμήματα.

Οι Ρωμαίοι αντιμετώπισαν τον εχθρό σε όλες τις κατευθύνσεις και πολέμησαν γενναία. Οι δυνάμεις των Γάλβα και Ορτησίου υπέφεραν τα περισσότερα όταν ο Αρχέλαος έστρεψε τα πυρά του προσωπικά σε αυτούς και οι βάρβαροι που πολεμούσαν υπό την εποπτεία του διοικητή τους, έφθασαν στον μέγιστο βαθμό ανδρείας, ωθούμενοι από την άμιλλα ανάμεσα στις τάξεις τους.
Ο Σύλλας κίνησε προς βοήθειά τους με έναν μεγάλο αριθμό ιππέων. Ο Αρχέλαος χαλάρωσε τον κλοιό και κινήθηκε μπροστά ώστε να ενισχύσει την γραμμή του μετώπου του. Ο Σύλλας, επικεφαλής του καλύτερου τμήματος του ιππικού του και έχοντας δύο αναπληρωματικές ομάδες, χτύπησε τον εχθρό προτού αυτός προλάβει να ολοκληρώσει τον ελιγμό του σχηματίζοντας συμπαγές μέτωπο. Τους προκάλεσε σύγχυση και όταν ετράπησαν σε φυγή, τους καταδίωξε. Με την νίκη να ανατέλλει, ο Μουρήνας, ο οποίος διοικούσε την αριστερή πτέρυγα δεν έμεινε άπραγος. Επιπλήττοντας τους στρατιώτες για την αμέλεια που είχαν επιδείξει, όρμησε ο ίδιος θαρραλέα εναντίον του εχθρού, αναγκάζοντάς τον να υποχωρήσει.

Οι Ρωμαίοι καταλαμβάνουν το στρατόπεδο του Αρχελάου



Όταν οι δύο πτέρυγες του Αρχέλαου παραμέρισαν, το κέντρο δεν μπορούσε πλέον να κρατήσει την θέση του και διαλύθηκε ατάκτως. Στην συνέχεια συνέβη ότι είχε προβλέψει ο Σύλλας. Χωρίς να έχουν τον απαραίτητο χώρο για να ανασυνταχθούν ή να διαφύγουν οδηγήθηκαν από τους διώκτες τους στα βράχια. Μερικοί από αυτούς παραδόθηκαν στα χέρια των Ρωμαίων.
Άλλοι, με πιο καθαρή σκέψη, έτρεξαν προς το στρατόπεδό τους. Ο Αρχέλαος έφραξε ο ίδιος την είσοδο και τους διέταξε να γυρίσουν και να αντιμετωπίσουν τον εχθρό γιατί οι μέχρι τότε πράξεις τους, φανέρωναν μεγάλη απειρία στις απαιτήσεις του πολέμου.
Υπάκουσαν αγόγγυστα και με μεγάλη προθυμία αλλά ελλείψει στρατηγών στην ηγεσία, αξιωματικών που θα τους οργάνωναν, ή υποτυπωδών κριτηρίων ενότητας, αφέθηκαν διάσπαρτοι χωρίς να έχουν χώρο ούτε να διαφύγουν ούτε να πολεμήσουν και η καταδίωξη τους έφερε στο στενότερο μέρος όπου σκοτώθηκαν χωρίς αντίσταση, κάποιοι από τον εχθρό καθώς δεν μπορούσαν να αντισταθούν και άλλοι από φίλια σπαθιά μέσα στην σύγχυση που επικρατούσε στις τάξεις τους.
Οι εναπομείναντες έτρεξαν και πάλι προς τις πύλες του στρατοπέδου, όπου και συνωστίστηκαν. Κύκλωσαν τους φύλακες και επικαλέσθηκαν τους θεούς τους και την κοινή τους μοίρα κατηγορώντας τους ταυτόχρονα για την σφαγή τους όχι τόσο από τα ξίφη του εχθρού όσο από την αδιαφορία των φίλων τους. Τελικά ο Αρχέλαος μετά από περιττή καθυστέρηση άνοιξε τις πύλες στους αποδιοργανωμένους φυγάδες. Αντιλαμβανόμενοι την κίνηση οι Ρωμαίοι χάρηκαν και εισέβαλλαν στο στρατόπεδο ολοκληρώνοντας την νίκη τους.

Σφαγή των Ποντιακών στρατευμάτων



Ο Αρχέλαος και οι υπόλοιποι που απέδρασαν μεμονωμένα συναντήθηκαν στην Χαλκίδα. Ούτε δέκα από τις εκατόν είκοσι χιλιάδες στρατιωτών δεν επέζησαν. Οι απώλειες των Ρωμαίων ήταν μόλις δεκαπέντε χιλιάδες με τις δύο χιλιάδες να συμβαίνουν αργότερα. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της μάχης στην Χαιρώνεια ανάμεσα στον Σύλλα και τον Αρχέλαο, στρατηγό του Μιθριδάτη, όπου χαρακτηρίσθηκε από την οξύνοια του Σύλλα και την αδεξιότητα του Αρχέλαου.
Ο Σύλλας συνέλαβε μεγάλο αριθμό κρατουμένων και κατάσχεσε πολλά όπλα και λάφυρα, τα άχρηστα των οποίων στοίβαξε ο ίδιος σε σωρό, σύμφωνα με τα Ρωμαϊκά έθιμα και τα έκαψε ως θυσία στους θεούς του πολέμου.
Μετά από σύντομη ανάπαυλα, έσπευσε με τους καλύτερους στρατιώτες του εναντίον του Αρχέλαου αλλά καθώς οι Ρωμαίοι δεν είχαν πλοία ο τελευταίος διέπλευσε ανενόχλητος τον νησιωτικό χώρο λεηλατώντας τις ακτές. Έκανε απόβαση στην Ζάκυνθο και ξεκίνησε να την πολιορκεί όταν δέχθηκε νυχτερινή επίθεση από Ρωμαίους παρεπιδημούντες, απέπλευσε βιαστικά και επέστρεψε στην Χαλκίδα.

Μιθριδάτης


Αντίμετρα του Μιθριδάτη



Όταν ο Μιθριδάτης έμαθε για την μεγάλη καταστροφή εξεπλάγη και τρομοκρατήθηκε όπως ήταν φυσικό. Παρ᾽ όλα αυτά προχώρησε γρήγορα να συλλέξει νέο στρατό από τα υποταγμένα σε αυτόν έθνη. Σκεπτόμενος ότι ήταν πιθανό κάποιοι αργά ή γρήγορα να στρεφόντουσαν εναντίον του με την πρώτη ευκαιρία, λόγω της ήττας αυτής, συνέλαβε όλους τους υπόπτους προτού ο πόλεμος προχωρούσε.
Πρώτα θανάτωσε τους τετράρχες της Γαλατίας μαζί με τις συζύγους και τα παιδιά τους, όχι μόνον αυτούς που είχαν συνάψει φιλική σχέση μαζί του αλλά και τους μη προσκείμενους, εκτός τριών που κατάφεραν να διαφύγουν. Πίστευε ότι δεν θα παρέμεναν πιστοί όταν ο Σύλλας θα πλησίαζε. Κατάσχεσε την περιουσία τους, εγκατέστησε φρουρά στις πόλεις τους και διόρισε τον Εύμαχο, σατράπη του έθνους.
Οι τετράρχες που είχαν διαφύγει, συγκέντρωσαν άμεσα στρατό από τον λαό της χώρας, τον εκδίωξαν μαζί με την φρουρά του μακριά από την Γαλατία κι έτσι δεν είχε απομείνει κάτι από την χώρα στον Μιθριδάτη, πέραν των χρημάτων που είχε αρπάξει. Οργισμένος με τους κατοίκους της Χίου, πλοίο των οποίων είχε ατυχώς εμβολίσει το βασιλικό κατά την ναυμαχία πλησίον της Ρόδου, κατάσχεσε την περιουσία αυτών που είχαν συμμαχήσει με τον Σύλλα και έστειλε κάποιους να ερευνήσουν, τις ιδιοκτησίες που είχαν οι Ρωμαίοι στο νησί.
Η τρίτη κίνηση ήταν με τον στρατηγό του, Ζηνόβιο, ο οποίος οδήγησε στράτευμα προς την Ελλάδα, κατέλαβε τα τείχη της Χίου καθώς και όλα τα οχυρωμένα μέρη, τοποθέτησε φρουρά στις πύλες και διακήρυξε ότι όλοι οι ξένοι θα έπρεπε να παραμείνουν ήσυχοι ενώ οι Χίοι θα έπρεπε να παρευρεθούν σε συγκέντρωση, ώστε να τους διαβίβαζε μήνυμα του βασιλέα.
Όταν συγκεντρώθηκαν είπε ότι ο βασιλέας ήταν καχύποτπος με την πόλη λόγω της Ρωμαϊκής κλίκας που υπήρχε σε αυτήν αλλά θα ήταν ευχαριστημένος αν του παρέδιδαν τα όπλα τους, καθώς και τα παιδιά των επιφανών οικογενειών ως ομήρους. Αυτοί, βλέποντας ότι η πόλη βρισκόταν ήδη στην κατοχή του, έκαναν και τα δύο. Ο Ζηνόβιος έστειλε τα παιδιά στις Ερυθρές και είπε στους Χίους ότι ο βασιλέας θα επικοινωνούσε άμεσα μαζί τους, γραπτώς.

Η μοίρα της Χίου

Ένα γράμμα έφθασε από τον Μιθριδάτη με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Είστε ακόμη υπέρ των Ρωμαίων και πολλοί από τους πολίτες σας παροικούν με αυτούς. ∆ρέπετε καρπούς από ρωμαϊκή ιδιοκτησία χωρίς να επιστρέφετε κάτι σ’ εμάς. Η τριήρης σας στράφηκε εναντίον και εμβόλισε το πλοίο μου στην μάχη έξω από την Ρόδο. Καταλόγισα αυτόβουλα το λάθος μόνο στους πηδαλιούχους ελπίζοντας ότι εφεξής θα τηρούσατε τους κανόνες ασφαλείας, αλλά και ότι θα παραμένατε πειθήνιοι υπήκοοί μου. Τώρα, στείλατε με μυστικότητα τους αρχηγούς σας στον Σύλλα, χωρίς ποτέ να αποδείξετε ή να ανακοινώσετε ότι αυτό έγινε δίχως δημόσια αποδοχή, όπως ήταν καθήκον σας να κάνετε με αυτούς που δεν θα συμμεριζόντουσαν τις απόψεις σας. Παρόλο που οι φίλοι μου θεωρούν ότι αυτοί που συνωμοτούν εναντίον της κυβέρνησής μου ή έχουν την πρόθεση να το κάνουν σε εμένα προσωπικά, θα έπρεπε να θανατωθούν, εγώ σας αθωώνω με ένα πρόστιμο δύο χιλιάδων ταλάντων». Τέτοιο ήταν το περιεχόμενο της επιστολής.
Οι Χίοι ήθελαν να στείλουν Λεγάτους στο βασιλέα αλλά γνώριζαν ότι ο Ζηνόβιος δεν θα το επέτρεπε. Αφοπλισμένοι καθώς ήταν, με τα παιδιά των σπουδαιότερων οικογενειών τους σε αιχμαλωσία και ένα μεγάλο στρατό βαρβάρων να κατέχει την πόλη, αναστέναξαν δυνατά στο άκουσμά της, αλλά έσπευσαν να συλλέξουν στολίδια από τα ιερά και γυναικεία κοσμήματα, για να καλύψουν το ποσό των δύο χιλιάδων ταλάντων.
Όταν τα μάζεψαν όλα, ο Ζηνόβιος τους κατηγόρησε ότι του παρέδωσαν ελλιπές βάρος σε χρυσό και τους συγκέντρωσε στο θέατρο. Κατόπιν τοποθέτησε στρατιώτες με γυμνά σπαθιά γύρω από αυτό και κατά μήκος των δρόμων που οδηγούσαν στην θάλασσα. Οδήγησαν τους Χίους έναν έναν έξω από το θέατρο, τους επιβίβασαν σε πλοία χωρίζοντας άνδρες από γυναίκες και παιδιά, ενώ οι βάρβαροι κατακτητές, φέρθηκαν σε όλους υποτιμητικά και απαξιωτικά. Με αυτόν τον τρόπο σύρθηκαν στον Μιθριδάτη, οποίος με την σειρά του, τους έστειλε ομαδικά στον Πόντο. Τέτοια ήταν η συμφορά που έπληξε τους πολίτες της Χίου.

Αντίσταση εναντίον του Μιθριδάτη

Όταν ο Ζηνόβιος πλησίασε με τα στρατεύματά του την Έφεσο, οι ντόπιοι του έδωσαν εντολή να αφήσει τα όπλα του στις πύλες και να εισέλθει με μικρή ακολουθία. Αυτός υπάκουσε και επισκέφθηκε τον Φιλοποίμενα (πατέρα της Μονίμης, αγαπημένης συζύγου του Μιθριδάτη) τον οποίο ο τελευταίος είχε διορίσει επόπτη της Εφέσου και κάλεσε σε συνάντηση του Εφεσίους.
Αυτοί καθώς δεν περίμεναν να ακούσουν κάτι καλό, ανέβαλλαν την συνάντηση για την επόμενη ημέρα. Κατά την διάρκεια της νύχτας ωστόσο, συναθροίστηκαν σε ομάδες και μετά από διαβουλεύσεις και προτροπές, φυλάκισαν και καταδίκασαν σε θάνατο τον Ζηνόβιο. Επάνδρωσαν τα τείχη, άρχισαν να εκπαιδεύουν τους κατοίκους, έφεραν εφόδια απέξω και κατέστησαν την πόλη πλήρως εξοπλισμένη αμυντικά. Όταν οι Τραλλιανοί, οι Υπαιπηνοί, οι Μεσοπολίτες και αρκετοί από άλλες πόλεις, έμαθαν τι είχε συμβεί, φοβούμενοι ότι θα είχαν την ίδια τύχη με τους Χίους, ακολούθησαν το παράδειγμα των Εφεσίων.

Ο Μιθριδάτης έστειλε στρατό εναντίον των επαναστατών και επέβαλλε φριχτές ποινές σε αυτούς που συνέλαβε αλλά φοβούμενος επόμενες πιθανές αποσκιρτήσεις, χάρισε την ελευθερία στις Ελληνικές πόλεις, προκήρυξε την διαγραφή των χρεών, παραχώρησε πολιτικά δικαιώματα σε όλους τους παρεπιδήμους και ελευθέρωσε τους δούλους. Αυτά έκανε, ελπίζοντας (όπως αποδείχθηκε άλλωστε) ότι οι οφειλέτες, πάροικοι και σκλάβοι θα θεωρούσαν τα νέα δικαιώματά τους εξασφαλισμένα μόνο υπό την κυριαρχία του Μιθριδάτη και επομένως θα ήταν θετικά προκατειλημμένοι προς αυτόν. Στο μεταξύ, οι Μυννίων και Φιλότιμος από την Σμύρνη, Κλεισθένης και Ασκληπιόδοτος από την Λέσβο, όλοι τους στενοί φίλοι του βασιλέα (ο Ασκληπιόδοτος τον είχε φιλοξενήσει κάποτε) συνωμότησαν εναντίον του Μιθριδάτη. Ο ίδιος ο Ασκληπιόδοτος έγινε πληροφοριοδότης αυτής της συνωμοσίας, προς απόδειξη της οποίας σχεδίασε να κρυφτεί ο βασιλέας κάτω από ένα ανάκλιντρο και να ακούσει τα λεγόμενα από τον Μυννίωνα.

Έτσι αποκαλύφθηκε η επιβουλή και οι συνωμότες θανατώθηκαν με βασανιστήρια ενώ πολλοί ήταν αυτοί που υπέφεραν από την υποψία παρόμοιας τύχης. Έτσι, ογδόντα πολίτες της Περγάμου βρέθηκαν να προσλαμβάνουν δικηγόρους επ᾽αυτού, καθώς και άλλοι σε άλλες πόλεις. Ο βασιλέας έστειλε παντού κατασκόπους οι οποίοι κατήγγειλαν τους προσωπικούς εχθρούς τους με αποτέλεσμα χίλιοι πεντακόσιοι άνδρες να χάσουν την ζωή τους. Κάποιοι από τους κατήγορους συνελήφθησαν από τον Σύλλα και λίγο αργότερα θανατώθηκαν, άλλοι αυτοκτόνησαν και άλλοι κατέφυγαν με τον ίδιο τον Μιθριδάτη στον Πόντο.

Μάχη στον Ορχομενό



Ενόσω αυτά συνέβαιναν στην Μ.Ασία, ο Μιθριδάτης συγκέντρωσε στρατό ογδόντα χιλιάδων ανδρών, τον οποίο ο Δορύλαος οδήγησε στην ηπειρωτική Ελλάδα και τις δυνάμεις του Αρχέλαου, περίπου δέκα χιλιάδες άντρες, που είχαν απομείνει από την προηγούμενη δύναμή του. Όταν είδε τον μεγάλο αριθμό του εχθρικού ιππικού να καταφτάνει, έσκαψε τάφρους πλάτους δέκα ποδών στην πεδιάδα και οδήγησε τον στρατό του σε συνάντηση με τον Αρχέλαο όταν ο τελευταίος προωθήθηκε εναντίον του. Οι Ρωμαίοι, τρομοκρατημένοι από το ιππικό του εχθρού, πολεμούσαν χωρίς ζήλο. Ο Σύλλας πηγαινοερχόταν έφιππος, δίνοντας κουράγιο αλλά και παρακινώντας τους άνδρες του με απειλές.

Μάχη του Ορχομενού

Αποτυγχάνοντας να τους επαναφέρει στα καθήκοντά τους με αυτόν τον τρόπο, πήδηξε από το άλογό του, άρπαξε ένα λάβαρο και έσπευσε στο ενδιάμεσο των δύο στρατευμάτων με τους ασπιδοφόρους φύλακές του, αναφωνώντας «Αν ποτέ σας ρωτήσουν, Ρωμαίοι, που εγκαταλείψατε τον Σύλλα, τον στρατηγό σας, να τους πείτε ότι ήταν στην μάχη του Ορχομενού». Βλέποντάς τον σε κίνδυνο, οι αξιωματικοί όρμησαν προς βοήθειά του και οι στρατιώτες ακολούθησαν ντροπιασμένοι, υποχρεώνοντας τον εχθρό να οπισθοχωρήσει. Αυτή ήταν η αρχή της νίκης. Ο Σύλλας καβάλησε το άλογό του και περιφέρθηκε ανάμεσα στους στρατιώτες του επαινώντας και ενθαρρύνοντάς τους έως το τέλος του αγώνα. Ο εχθρός έχασε δέκα πέντε χιλιάδες άνδρες εκ των οποίων περίπου δέκα χιλιάδες ήταν έφιπποι και ανάμεσά τους ο γιός του Αρχέλαου, ∆ιογένης. Οι πεζικάριοι κατέφυγαν στα στρατόπεδά τους.

[caption id="" align="aligncenter" width="640"]Η παράταξη των αντιπάλων στην μάχη του Ορχομενού Η παράταξη των αντιπάλων στην μάχη του Ορχομενού[/caption]

Νυχτερινές εχθροπραξίες

Ο Σύλλας επειδή δεν είχε πλοία, φοβόταν μήπως διέφευγε ο Αρχέλαος και κατέφευγε στην Χαλκίδα όπως προηγουμένως. Έτσι τοποθέτησε νυχτοφύλακες κατά διαστήματα σε όλη την πεδιάδα και την επόμενη μέρα έσκαψε χαντάκι περιμετρικά του στρατοπέδου του Αρχέλαου σε απόσταση εξακοσίων περίπου μέτρων ώστε να προλάβει ενδεχόμενη απόδραση.

Έπειτα έκανε έκκληση στους στρατιώτες του να ολοκληρώσουν τον αγώνα μιας και ο εχθρός ούτε που αμυνόταν πλέον και τους οδήγησε στο στρατόπεδο του Αρχέλαου. Παρόμοιες σκηνές αλλά σε διαφορετικό φόντο διαδραματίζονταν στις τάξεις του εχθρού, οι αξιωματικοί έτρεχαν απο᾽δώ κι απο ᾽κεί προειδοποιώντας για τον κίνδυνο και επιπλήττοντας τους στρατιώτες που δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστούν το στρατόπεδο ενάντια σε αριθμητικά λιγότερους επιτιθέμενους. Βιασύνη και φωνές σε αμφότερες τις πλευρές ακολουθήθηκαν από ανδραγαθήματα.

Οι Ρωμαίοι, προστατευμένοι από τις ασπίδες τους, κατεδάφιζαν κάποια γωνία του στρατοπέδου όταν οι βάρβαροι πηδώντας κάτω στο χαράκωμα, περικύκλωσαν την γωνία με γυμνά ξίφη για να αποκρούσουν τους εισβολείς. Κανείς ωστόσο δεν τόλμησε να περάσει μέχρι ο διοικητής του στρατού, Βάσιλος, να πηδήξει πρώτος το παραπέτο και να σκοτώσει τον πρώτο που βρέθηκε μπροστά του. Στο κατόπι του εφόρμησε όλος ο στρατός. Ακολούθησε διωγμός και σφαγή των βαρβάρων. Κάποιοι αιχμαλωτίστηκαν και άλλοι οδηγήθηκαν στην γειτονική λίμνη όπου χωρίς να ξέρουν να κολυμπούν πέθαναν ικετεύοντας στην γλώσσα των βαρβάρων που όμως δεν ήταν κατανοητή από τους διώκτες τους.
Ο Αρχέλαος, κρυμμένος σε ένα βάλτο, βρήκε μια μικρή βάρκα με την οποία κατάφερε να διαφύγει στην Χαλκίδα. Εκεί, συγκέντρωσε όσο πιο γρήγορα γινόταν ό,τι απέμεινε από τις διάσπαρτες Μιθριδατικές δυνάμεις.

Ο Σύλλας ανακηρύσσεται εχθρός της Ρώμης [έτος 86 π.Χ]


Την επόμενη ημέρα ο Σύλλας παρασημοφόρησε τον διοικητή Βάσιλο και απένειμε βραβεία ανδρείας σε άλλους. Λεηλάτησε την Βοιωτία, η οποία συνέχιζε να αλλάζει συμμάχους και κινήθηκε προς την Θεσσαλία να περάσει τον χειμώνα σε αναμονή του Λούκουλλου και του στόλου του. Καθώς δεν είχε νέα του, άρχισε ο ίδιος να ναυπηγεί πλοία.

Λεύκιος Κορνήλιος Κίννας


Μέσα σε αυτήν την περίσταση, ο Λεύκιος Κορνήλιος Κίννας [10] και ο Γάϊος Μάριος, προσωπικοί του εχθροί στην Ρώμη, προκάλεσαν την ανακήρυξή του σε εχθρό των Ρωμαίων, γκρέμισαν τα σπίτια του στην πόλη και την εξοχή και σκότωσαν τους φίλους του. Ωστόσο αυτό, διόλου τον αποδυνάμωσε καθώς είχε αφοσιωμένους και ένθερμους στρατιώτες. [έτος 85] Ο Κίννας έστειλε τον Λεύκιο Βαλέριο Φλάκκο [11], αφού είχε προκαλέσει την εκλογή του ως συνάρχοντα στην εξουσία του υπάτου, στην Ασία με δύο λεγεώνες, για να αναλάβει την διακυβέρνηση της επαρχίας αυτής αλλά και τον πόλεμο με τον Μιθριδάτη, στην θέση του Σύλλα, ο οποίος θεωρούνταν πλέον δημόσιος εχθρός. Καθώς ο Φλάκκος δεν είχε πολεμική εμπειρία, κάποιος από την γερουσία ονόματι Γάιος Φλάβιος Φιμβρίας[12] ο οποίος είχε στρατιωτική παιδεία, τον ακολούθησε οικειοθελώς. Ενώ απέπλεαν από το Βρενδήσιο (σημερινό Πρίντιζι) πολλά από τα πλοία τους καταστράφηκαν από θύελλα και κάποια από αυτά που είχαν προηγηθεί πυρπολήθηκαν από έναν νέο στόλο που είχε στείλει ο Μιθριδάτης.

Ο Γάϊος Μάριος - Γλυπτοθήκη Μονάχου


Γάϊος Μάριος


Επιπλέον ο Φλάκκος ήταν αναιδής, σκληρός στις ποινές που επέβαλλε και άπληστος, με αποτέλεσμα να είναι μισητός στο στράτευμα. Αναλόγως ένα μέρος του στρατού που είχε προωθηθεί στην Θεσσαλία συντάχθηκε με τον Σύλλα, αλλά ο Φιμβρίας εμπόδισε τους υπόλοιπους να διαφύγουν καθώς τον θεωρούσαν περισσότερο ανθρώπινο αλλά και ικανότερο στρατηγό από τον Φλάκκο.

Ο Φλάκκος αντικαθιστά τον Φιμβρία


Κάποτε, ενώ βρισκόταν σε ένα πανδοχείο διαπληκτίστηκε με τον ομόσταυλό του κυαίστορα (ανώτερος αξιωματικός με δικονομική εξουσία σε οικονομικά θέματα) για τον χώρο φιλοξενίας τους. Ο Φλάκκος ο οποίος ενήργησε ως διαιτητής, δεν σεβάστηκε αναλόγως τον Φιμβρία, ο οποίος ενοχλήθηκε και απείλησε να επιστρέψει πίσω στην Ρώμη. Ακολούθως ο Φλάκκος όρισε διάδοχο που θα αναλάμβανε τα καθήκοντά του. Ο Φιμβρίας περίμενε την ευκαιρία και όταν ο Φλάκκος απέπλευσε προς Χαλκηδόνα, απέσπασε τις φάσκες [13] από τον Θέρμο, τον οποίο ο Φλάκκος είχε ορίσει πραίτορα και όταν ο Φλάκκος επέστρεψε λίγο αργότερα, ο Φιμβρίας τον κατεδίωξε οργισμένος.

Ο Φλάκκος βρήκε καταφύγιο σε κάποιο σπίτι και τη νύχτα σκαρφάλωσε πάνω από το τείχος και δραπέτευσε αρχικά στην Χαλκηδόνα και μετά στην Νικομήδεια κλείνοντας τις πύλες της πόλης. Ο Φιμβρίας κατέλαβε το μέρος τον βρήκε κρυμμένο σε ένα πηγάδι και τον σκότωσε παρόλο ότι ήταν Ρωμαίος αξιωματούχος και διοικητής του πολέμου και ο ίδιος ήταν μόνο ένας ιδιώτης που τον είχε ακολουθήσει ως προσκεκλημένος φίλος.
Ο Φιμβρίας αφού τον αποκεφάλισε, πέταξε το κεφάλι του στην θάλασσα και άφησε άταφο το σώμα του. Στη συνέχεια αυτοχρίστηκε διοικητής του στρατού και έδωσε αρκετές μάχες που είχαν επιτυχή έκβαση με τον γιο του Μιθριδάτη. Οδήγησε τον ίδιο τον βασιλέα στην Πέργαμο και όταν αυτός δραπέτευσε στην Πιτάνη ο Φιμβρίας τον ακολούθησε και άρχισε να αποκλείει την περιοχή με μια τάφρο. Ο βασιλέας διέφυγε με πλοίο στην Μυτιλήνη.

Η καταστροφή του Ίλιου


Ο Φιμβρίας διέσχισε την επαρχία της Ασίας, τιμώρησε την φατρία της Καππαδοκίας και κατέστρεψε την επικράτεια των πόλεων, που δεν άνοιξαν τις πύλες τους σε αυτόν. Οι κάτοικοι του Ιλίου, πολιορκημένοι από τον Φιμβρία, αποτάνθηκαν στον Σύλλα για βοήθεια. Ο τελευταίος είπε ότι θα πήγαινε και τους ζήτησε να πουν εν τω μεταξύ στον Φιμβρία, ότι είχαν εμπιστευτεί τους εαυτούς τους στον Σύλλα.

Όταν το έμαθε ο Φιμβρίας, τους συνεχάρη για την φιλία τους προς τους Ρωμαίους και τους διέταξε να δεχθούν και τον ίδιο στα τείχη τους καθώς ήταν επίσης Ρωμαίος. Επιπλέον αναφέρθηκε ειρωνικά στην υπάρχουσα φιλική σχέση μεταξύ Ιλίου και Ρώμης. Όταν έγινε δεκτός, έσφαξε αδιακρίτως όποιον συναντούσε στον δρόμο του και κατέκαψε την πόλη. Βασάνισε ποικιλοτρόπως αυτούς που επικοινωνούσαν με τον Σύλλα.
∆εν σεβάστηκε ούτε τα ιερά αντικείμενα μήτε τους ανθρώπους που είχαν προστρέξει στον ναό της Αθηνάς, αλλά τους έκαψε μαζί με αυτόν. Γκρέμισε τα τείχη και την επόμενη ημέρα έψαχνε να βρεί οτιδήποτε είχε γλιτώσει από το μένος του. Λέγεται ότι το είδωλο της Αθηνάς, που αποκαλούνταν Παλλάδιο και θεωρείτο ότι έπεσε από τον ουρανό, μετέπειτα βρέθηκε άθικτο καθώς τα τείχη που έπεφταν σχημάτισαν μια αψίδα προστασίας από πάνω του και ίσως να είναι αληθές αν ο ∆ιομήδης και ο Οδυσσέας δεν το μετέφεραν μακριά από το Ίλιον κατά την διάρκεια του Τρωικού πολέμου.



Λεύκιος Βαλέριος Φλάκκος


Λεύκιος Βαλέριος Φλάκκος



Με αυτόν τον τρόπο καταστράφηκε το Ίλιον από τον Φιμβρία με την εκπνοή της εκατοστής εβδομηκοστής τρίτης Ολυμπιάδας. Μερικοί πιστεύουν ότι μεσολάβησαν χίλια πενήντα χρόνια ανάμεσα στις δύο συμφορές, την πρόσφατη και αυτή της εποχής του Αγαμέμνονα.

∆ιαπραγματεύσεις μεταξύ Αρχέλαου και Σύλλα


Όταν ο Μιθριδάτης πληροφορήθηκε την ήττα του στον Ορχομενό, αναλογίσθηκε τον τεράστιο αριθμό ανδρών που είχε στείλει στην ηπειρωτική Ελλάδα από την αρχή και τις αλλεπάλληλες, ταχύτατες ήττες που υπέστη. Αναλόγως διεμήνυσε στον Αρχέλαο να διαπραγματευθεί την ειρήνη με τους καλύτερους δυνατούς όρους. Ο τελευταίος σε μια συνομιλία με τον Σύλλα, του είπε: «Ο βασιλέας Μιθριδάτης ήταν φίλος του πατέρα σας. Ενεπλάκει σε αυτόν τον πόλεμο εξ᾽ αιτίας την ακόρεστης πλεονεξίας άλλων Ρωμαίων στρατηγών. Θα είναι χρήσιμος στον ηθικό χαρακτήρα σας για να επιτευχθεί ειρήνη, αν προτείνετε δίκαιους όρους».

Καθώς ο Σύλλας δεν είχε καράβια, οι εχθροί του στην Ρώμη δεν του έστελναν χρήματα ή οτιδήποτε άλλο αλλά τουναντίον τον ανακήρυξαν παράνομο, είχε ξοδέψει όλα τα κλεμμένα χρήματα από τα ιερά των ∆ελφών της Ολυμπίας και της Επιδαύρου, σε αντάλλαγμα των οποίων είχε παραχωρήσει την μισή επικράτεια της πόλης των Θηβών απαντώντας στις συχνές αποστασίες τους και επειδή βιαζόταν να οδηγήσει τα στρατεύματά του, ακραιφνώς και αλώβητα εναντίον της εχθρικής παράταξης στην Ρώμη, δέχθηκε την πρόταση και δήλωσε: «Αν ο Μιθριδάτης είχε αδικηθεί Αρχέλαε, θα έπρεπε να είχε στείλει πρεσβεία και να εκθέσει τους λόγους, όμως αντ᾽ αυτού διέπραξε το σφάλμα να κυριεύσει μια τόσο μεγάλη περιοχή η οποία ανήκε σε άλλους, σκοτώνοντας τεράστιο αριθμό ανθρώπων, αρπάζοντας την δημόσια και ιερή περιουσία των πόλεων, σφετεριζόμενος την ιδιωτική περιουσία αυτών που κατέστρεψε. Υπήρξε τόσο δόλιος προς τους φίλους του όσο και πρός εμάς, θανατώνοντας πολλούς από αυτούς συμπεριλαμβανομένων των τετραρχών τους οποίους είχε προσκαλέσει σε δείπνο με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, παρόλο που δεν είχαν πράξει κάτι το εχθρικό.
Προς εμάς κινήθηκε μάλλον από εγγενή εχθρότητα παρά από κάποια ανάγκη για πόλεμο, φέρνοντας κάθε πιθανή συμφορά στους Ρωμαίους της Ασίας, βασανίζοντας και δολοφονώντας όλη την φυλή μας μαζί με τις γυναίκες τα παιδιά και τους υπηρέτες τους. Τέτοιο μίσος επέδειξε αυτός ο άνθρωπος προς την Ρώμη , ο οποίος τώρα επικαλείται υποκριτικά την φιλία του με τον πατέρα μου, μια φιλία που δεν θυμόσασταν μέχρι να εξολοθρεύσω εκατό εξήντα χιλιάδες στρατιώτες σας. Αντί να διαπραγματευόμαστε την ειρήνη θα έπρεπε να είμασταν απόλυτα αμετακίνητοι ως προς αυτόν αλλά για χάρη σου αναλαμβάνω να του εξασφαλίσω την συγχώρεση των Ρωμαίων αν πραγματικά μετανοεί. Αλλά αν φερθεί και πάλι υποκριτικά, σε συμβουλεύω Αρχέλαε να προσέξεις τον εαυτό σου. Αναλογίσου πως είναι η τωρινή κατάσταση ανάμεσα σε ᾽σένα και σ᾽αυτόν. Έχε στο νου σου πως φέρθηκε σε άλλους φίλους του και πως φερθήκαμε εμείς στον Ευμένη και στον Μασσανάσση».

Οι όροι της συνθηκολόγησης


Ενώ ο Σύλλας μιλούσε ακόμη, ο Αρχέλαος απέρριψε αγανακτισμένος την πρόταση και είπε ότι δεν θα πρόδιδε ποτέ κάποιον που του είχε εμπιστευτεί τον στρατό του. «Ελπίζω να έρθω σε συμφωνία μαζί σου εφόσον θέσεις πιο μετριοπαθής όρους».
Μετά από μικρή διακοπή ο Σύλλας είπε: «Αν ο Μιθριδάτης μας παραδώσει όλο τον στόλο που έχεις στα χέρια σου, τους στρατηγούς, τους πρέσβεις, τους λιποτάκτες και τους ανεξέλεγκτους σκλάβους και στείλει πίσω στην πατρίδα τους Χίους και τους άλλους που έσυρε στον Πόντο, αν αποσύρει τις φρουρές από όλα τα μέρη πλην εκείνων που κατείχε πριν το ξέσπασμα των εχθροπραξιών, αν πληρώσει το κόστος του πολέμου που έγινε εξαιτίας του και παραμείνει ευχαριστημένος με την πατρώα δυναστεία του, θέλω να ελπίζω ότι θα πείσω τους Ρωμαίους να ξεχάσουν τις πληγές που τους προκάλεσε».
Τέτοιοι ήταν οι όροι που πρότεινε. Ο Αρχέλαος μεμιάς απέσυρε την φρουρά του από όλα τα μέρη που κατείχε και προώθησε τους υπόλοιπους όρους στον βασιλέα. Ο Σύλλας για να εκμεταλλευθεί το ελεύθερο μεσοδιάστημα, προέλαυσε εναντίον Ενετών, Δαρδάνων και Σιντών, γειτονικών λαών της Μακεδονίας οι οποίοι συνεχώς εισέβαλλαν σε αυτήν και λεηλατούσαν την επικράτειά της. Με αυτόν τον τρόπο εξασκούσε τους στρατιώτες του, πλουτίζοντας ταυτόχρονα από τα λάφυρα.

∆ιαπραγματεύσεις Μιθριδάτη – Σύλλα [έτος 85 π.Χ]


Οι πρέσβεις του Μιθριδάτη επέστρεψαν με επικυρωμένους όλους τους όρους εκτός αυτών που σχετίζονταν με την Παφλαγονία, συμπληρώνοντας ότι ο Μιθριδάτης μπορούσε να πετύχει καλύτερους όρους, «αν διαπραγματευόταν με τον άλλο στρατηγό σας, τον Φιμβρία».
Ο Σύλλας προσεβλήθη από μια τέτοια σύγκριση και είπε ότι θα τιμωρούσε τον Φιμβρία και θα πήγαινε ο ίδιος στην Ασία να μάθει αν τελικά ο Μιθριδάτης επιθυμούσε ειρήνη ή πόλεμο. Έχοντας μιλήσει έτσι, προχώρησε μέσω της Θράκης στα Κύψελλα αφού είχε προηγουμένως στείλει τον Λούκουλλο στην Άβυδο όπου είχε φτάσει τελικά αφού είχε κινδυνέψει αρκετές φορές να συλληφθεί από πειρατές. Είχε συγκεντρώσει κάποιο στόλο με πλοία από Κύπρο, Φοινίκη, Ρόδο και Παμφυλία και είχε καταστρέψει πολλές από τις ακτές του εχθρού ενώ στην πορεία του, είχε αψιμαχήσει με πλοία του Μιθριδάτη [Αύγουστος 85 π.Χ].

Η Άβυδος ,θέση της αρχαίας πόλεως στην Τρωάδα


Κατόπιν, ο Σύλλας προχώρησε από τα Κύψελλα, ο Μιθριδάτης από την Πέργαμο και συναντήθηκαν για συνομιλίες. Ο καθένας πήγε με μικρή συνοδεία σε μέρος ανοιχτό στην θέα των δύο στρατευμάτων. Ο Μιθριδάτης ξεκίνησε μιλώντας για την φιλία και την συμμαχία του ιδίου αλλά και του πατέρα του με τους Ρωμαίους. Έπειτα κατηγόρησε πρέσβεις, επιτρόπους και στρατηγούς της Ρώμης για τις ζημίες που του προκάλεσαν τοποθετώντας τον Αριοβαρζάνη στον θρόνο της Καππαδοκίας, αποστερώντας την Φρυγία από τον ίδιο και επιτρέποντας στον Νικομήδη να τον διαψεύδει. Είπε «Και όλα αυτά τα έκαναν για τα χρήματα, παίρνοντάς τα από εμένα και απ᾽αυτούς με την σειρά, γιατί δεν υπάρχει κάτι για το οποίο είστε τόσο επιρρεπής να κατηγορηθείτε Ρωμαίοι, όσο η αγάπη σας για το κέρδος. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος εξαιτίας της δράσης των στρατηγών σας, όλα όσα έκανα ήταν αυτοάμυνα συνεπεία αναγκαιότητας παρά σκοπιμότητας».

Ο λόγος του Σύλλα


Όταν ο Μιθριδάτης έπαψε να μιλά, ο Σύλλας απάντησε: «Παρόλο που μας κάλεσες εδώ για διαφορετικό λόγο και συγκεκριμένα για να δεχτείς τους ειρηνευτικούς όρους μας, δεν θα αρνηθώ να μιλήσω σύντομα και γι᾽ αυτά τα θέματα. Εγώ αποκατάστησα τον Αριοβαρζάνη στον θρόνο της Καππαδοκίας με απόφαση της Συγκλήτου, ενώ ήμουν κυβερνήτης της Κιλικίας και εσύ συμμορφώθηκες με το διάταγμα. Θα έπρεπε να αντιτεθείς αιτιολογώντας την πράξη σου, ή να πάψεις για πάντα να μιλάς. Ο Μάνιος σου παραχώρησε την Φρυγία κατόπιν δωροδοκίας σου, το οποίο συνιστά αδίκημα και για τους δυό σας. Για το γεγονός και μόνο ότι την εξαγόρασες, ομολογείς ο ίδιος, ότι δεν είχες δικαίωμα σε αυτήν. Ο Μάνιος δικάστηκε στην Ρώμη για άλλες πράξεις που έκανε έναντι αμοιβής και η Σύγκλητος τις ακύρωσε όλες. Γι᾽ αυτόν τον λόγο αποφάσισαν ότι η Φρυγία, η οποία σου παραδόθηκε άδικα, δεν θα έπρεπε να είναι εξαρτημένη από την Ρώμη, αλλά ανεξάρτητη. Αν εμείς που την είχαμε καταλάβει με πόλεμο δεν κρίναμε καλύτερο να την κυβερνάμε, με ποιο δικαίωμα θα μπορούσες εσύ ;»

«Ο Νικομήδης σου καταλογίζει ότι έστειλες εναντίον του έναν δολοφόνο ονόματι Αλέξανδρο και ακολούθως τον Σωκράτη Χρηστό, έναν αντίπαλο ανταγωνιστή του βασιλείου, για να σε εκδικηθεί γι᾽ αυτές τις αδικίες και συνάμα να εισβάλλει στην επικράτειά σου. Ωστόσο, αν σε αδίκησε, θα έπρεπε να έχεις στείλει πρεσβεία στην Ρώμη και να αναμένεις απάντηση. Μολονότι όμως εκδικήθηκες πάραυτα τον Νικομήδη, γιατί επιτέθηκες στον Αριοβαρζάνη ο οποίος δεν σε είχε βλάψει ; Όταν τον εκδίωξες από το βασίλειό του, επέβαλες στους Ρωμαίους που ήταν εκεί την ανάγκη να τον επαναφέρουν και εμποδίζοντάς τους να το κάνουν, προκάλεσες τον πόλεμο. Τον σχεδίαζες πολύ καιρό, επειδή ήλπιζες να κυβερνήσεις όλον τον κόσμο, εφόσον μπορούσες να κατακτήσεις τους Ρωμαίους και οι δικαιολογίες που εξέθεσες ήταν απλά προσχήματα για την κάλυψη του πραγματικού σκοπού σου. Η απόδειξη γι´ αυτό είναι ότι παρόλο που δεν ήσουν σε πόλεμο με κάποιο έθνος γύρεψες συμμαχία με τους Θράκες, τους Σαρμάτες και Σκύθες ζήτησες βοήθεια από τα γειτονικά βασίλεια, ναυπηγούσες πλοία και στρατολογούσες αξιωματικούς και πηδαλιούχους».

Ο λόγος του Σύλλα – H ειρήνη της ∆αρδάνου


«Πιο πολύ σε καταδικάζει για προδοσία, ο χρόνος που διάλεξες. Όταν έμαθες ότι οι κάτοικοι της Ιταλίκης στασίασε εναντίον μας, άδραξες την ευκαιρία κι ενώ ήμασταν απασχολημένοι, επιτέθηκες στον Αριοβαρζάνη, στον Νικομήδη, στην Γαλατία και στην Παφλαγονία και εν τέλει, στο σύνολο της επαρχίας της Ασίας. Όταν τους κατέλαβες, διέπραξες αισχρότητες όλων των ειδών στις πόλεις διορίζοντας επικεφαλής υπηρέτες και οφειλέτες, απελευθερώνοντας τους σκλάβους και διαγράφοντας χρέη. Στις Ελληνικές πόλεις σκότωσες κατόπιν εσφαλμένης κρίσης, χίλιους εξακόσιους άνδρες. Κάλεσες τους τετράρχες της Γαλατίας σε επίσημο δείπνο και τους έσφαξες. Κατακρεούργησες ή έπνιξες όλους τους Ιταλικής καταγωγής κατοίκους σε μια ημέρα, μαζί με τα βρέφη και τις μητέρες τους, δίχως έλεος ακόμη και γι αυτούς που είχαν καταφύγει στα ιερά.
Τι σκληρότητα, τι ασέβεια, τι μίσος απεριόριστο, έδειξες εναντίον μας. (σ.σ Το ίδιο είχε κάνει όμως και ο Σύλλας στην Αθήνα και αλλού…!Καταλαβαίνει κάποιος ότι έχουμε έρθει πια σε καιρούς «τραχείς» με τους βαρβάρους από την Ρώμη και αλλού να νομίζουν ότι εκπολιτίσθηκαν…)
Αφού κατάσχεσες την περιουσία των θυμάτων σου, πέρασες στην Ευρώπη με πολυπληθές στράτευμα παρόλο που είχαμε απαγορεύσει την εισβολή εκεί, σε όλους τους βασιλιάδες της Ασίας. Συνέτριψες την δική μας επαρχία της Μακεδονίας και στέρησες την ελευθερία των Ελλήνων. Αμετανόητος ζήτησες από τον Αρχέλαο να μεσολαβήσει, μόνον όταν αποκατέστησα την Μακεδονία, ελευθέρωσα την Ελλάδα από την κατοχή σου, σκότωσα εκατόν εξήντα χιλιάδες από τους στρατιώτες σου και κατέλαβα τα στρατόπεδα σου με όλα τα υπάρχοντά τους.
Εκπλήσσομαι τώρα που προσπαθείς να δικαιολογήσεις τις πράξεις για τις οποίες ζήτησες συγχώρεση μέσω του Αρχέλαου. Αν με φοβόσουν όταν ήμουν μακριά, τότε γιατί πιστεύεις ότι ήρθα στην γειτονιά σου; Μήπως για να αντιπαρατεθώ μαζί σου; Ο χρόνος για κάτι τέτοιο παρήλθε από την στιγμή που ετοιμαζόσουν για πόλεμο εναντίον μας και σθεναρά αντιμετωπίζαμε τις επιθέσεις σου μέχρι να τις απωθήσουμε τελειωτικά».
Ενώ ο Σύλλας μιλούσε ακόμη με δριμύ ύφος, ο βασιλέας παραδόθηκε στους φόβους του και συγκατατέθηκε με τους όρους που είχε προτείνει ο Αρχέλαος. Παρέδωσε τα πλοία του, όλα τα υπόλοιπα απαιτητά και επέστρεψε στο πατρώο βασίλειο του Πόντου, την μοναδική του κατοχή.

Η απελπισία του Γάιου Φλάβιου Φιμβρία


Ο Σύλλας προωθήθηκε στα τετρακόσια μέτρα από τον Φιμβρία και τον διέταξε να παραδώσει τον στρατό του καθώς κατείχε την εξουσία παράνομα. Ο Φιμβρίας απάντησε κοροϊδευτικά ότι ούτε ο ίδιος ο Σύλλας, είχε πλέον νόμιμη εξουσία. Ο Σύλλας τον πολιόρκησε σκάβοντας μια τάφρο γύρω του και πολλοί από τους στρατιώτες του Φιμβρία εγκατέλειψαν φανερά. Αφού συγκέντρωσε τους υπόλοιπους, τους παρότρυνε να μείνουν κοντά του. Όταν αυτοί αρνήθηκαν να πολεμήσουν εναντίον συμπολιτών τους, έσκισε τα ρούχα του και τους ικέτευσε έναν προς έναν. Καθώς αυτοί εξακολουθούσαν να τον αποστρέφονται και όλο και περισσότεροι τον εγκατέλειπαν, περιφέρθηκε στις σκηνές των τριβούνων, δωροδόκησε κάποιους με χρήματα και τους κάλεσε σε συνέλευση, όπου τους έβαλε να ορκιστούν ότι θα παρέμεναν δίπλα του.

Αυτοί που είχαν δεκαστεί έλεγαν ότι έπρεπε να κληθούν όλοι ονομαστικά για να ορκιστούν. Κάλεσε αυτούς που του είχαν υποχρέωση από παρελθούσες χάρες. Πρώτος ήταν ο Νώνιος, ο οποίος ήταν στενός του ακόλουθος.
Όταν κι αυτός αρνήθηκε να ορκιστεί, ο Φιμβρίας τράβηξε το σπαθί του και απείλησε να τον σκοτώσει πράγμα που θα είχε κάνει, αν δεν είχε αναστατωθεί από την κατακραυγή των υπολοίπων, εξ᾽ αιτίας της οποίας αναγκάστηκε να σταματήσει. Κατόπιν έπεισε ένα υπηρέτη, με χρήματα και την υπόσχεση της ελευθέρωσής του, να πάει στον Σύλλα παριστάνοντας τον λιποτάκτη και να τον δολοφονήσει. Όσο ο σκλάβος πλησίαζε στην ολοκλήρωση της αποστολής του, γινόταν όλο και πιο φοβισμένος κι έτσι θεωρήθηκε ύποπτος, συνελήφθη και ακολούθως ομολόγησε. Οι στρατιώτες του Σύλλα κύκλωσαν το στρατόπεδο του Φιμβρία, γεμάτοι οργή και καταφρόνια γι᾽ αυτόν. Τον καθύβριζαν και τον αποκαλούσαν Αθηνίωνα, σε ανάμνηση κάποιου που είχε γίνει βασιλέας σκλάβων φυγάδων στην Σικελία, για λίγες ημέρες.

Ο Φιμβρίας αυτοκτονεί


Ακολούθως ο Φιμβρίας σε απόγνωση, πλησίασε την τάφρο και ζήτησε συνάντηση με τον Σύλλα. Αυτός έστειλε στην θέση του τον Ρουτίλιο. Ο Φιμβρίας, απογοητεύθηκε αρχικά γιατί κρίθηκε ανάξιος για συνέντευξη παρόλο που συνήθιζαν να την παραχωρούν ακόμη και σε εχθρούς.
Όταν παρακάλεσε να συγχωρεθεί για το αδίκημα λόγω του νεαρού της ηλικίας του, ο Ρουτίλιος υποσχέθηκε ότι ο Σύλλας θα του επέτρεπε να φύγει με ασφάλεια μέσω θαλάσσης αν επρόκειτο να αποπλεύσει από επαρχία της Ασίας, της οποίας ο Σύλλας, ήταν ανθύπατος. Ο Φιμβρίας είπε ότι είχε άλλον, καλύτερο δρόμο. Πήγε στην Πέργαμο, μπήκε στο ιερό του Ασκληπιού και μαχαιρώθηκε με το ξίφος του. Επειδή δεν κατάφερε να τραυματιστεί θανάσιμα, διέταξε έναν σκλάβο να τον βοηθήσει. Αυτός σκότωσε τον αφέντη του και μετά αυτοκτόνησε.
Ο Σύλλας παρέδωσε την σωρό του στους απελεύθερους για ενταφιασμό, προσθέτοντας ότι δεν θα μιμούνταν τους αντιπάλους του, Κίννα και Μάριο, οι οποίοι στην Ρώμη, είχαν στερήσει σε πολλούς το δικαίωμα στην ζωή αλλά και στον ενταφιασμό. Ο στρατός του Φιμβρία πήγε με το μέρος του και ο Σύλλας, αφού αντάλλαξε δεσμεύσεις, τους συνένωσε με τους δικούς του.

Ο Σύλλας διευθετεί την Ασία [Φθινόπωρο 85 π.Χ]


Έχοντας τακτοποιήσει τις υποθέσεις στην Ασία, ο Ρωμαίος διοικητής Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας παραχώρησε την ελευθερία των κατοίκων σε Ίλιον, Χίο, Λυκία, Ρόδο, Μαγνησία και κάποιους άλλους, είτε ως ανταμοιβή για τη συνεργασία τους, είτε ως αναγνώριση της δοκιμασίας που είχαν υποστεί με γενναιότητα για λογαριασμό του και τους αναγνώρισε ως φίλους του Ρωμαϊκού λαού[Χειμώνας 85 πρός 84 π.Χ]. Στη συνέχεια διένειμε το στρατό του στις υπόλοιπες πόλεις και εξέδωσε μια διακήρυξη σύμφωνα με την οποία, οι σκλάβοι που είχαν απελευθερωθεί από τον Μιθριδάτη θα έπρεπε αμέσως να επιστραφούν στα αφεντικά τους. Καθώς αρκετοί δεν υπάκουσαν και μερικές από τις πόλεις στασίασαν, ακολούθησαν σφαγές τόσο ελεύθερων όσο και δούλων, με διάφορες προφάσεις. Τα τείχη σε πολλές πόλεις κατεδαφίστηκαν. Αρκετές άλλες λεηλατήθηκαν και οι κάτοικοί τους πωλήθηκαν ως σκλάβοι.
Η κλίκα της Καππαδοκίας, τόσο οι άνθρωποι όσο και οι πόλεις, τιμωρήθηκαν βαρύτατα και ιδιαίτερα οι Εφέσιοι, οι οποίοι, κολακεύοντας τον βασιλέα με την δουλοπρεπή συμπεριφορά τους, είχαν αποδεχθεί σιωπηρά τις ρωμαϊκές προσφορές στους ναούς τους. Μετά από αυτό, στάλθηκε μια διακήρυξη που όριζε στους υψηλά ιστάμενους πολίτες, μια συγκεκριμένη ημέρα να μαζευτούν στην Έφεσο για να συναντήσουν τον Σύλλα. Όταν συγκεντρώθηκαν ο Σύλλας απευθύνθηκε σε αυτούς, από το βήμα, ως εξής:

Ο λόγος του Σύλλα προς Εφεσίους


«Πρωτοήρθαμε στην Ασία, με στρατό, όταν ο Αντίοχος Γ´ ο Μέγας, βασιλέας των Σελευκιδών της Συρίας, σας λεηλάτησε. Τον εκδιώξαμε και θέσαμε τα όρια της επικράτειάς του, πέρα από τον ποταμό Άλυ και την οροσειρά του Ταύρου. ∆εν διατηρήσαμε την κατοχή σας, όταν είχατε παραδοθεί σε ‘μας από τον ίδιο, αλλά σας ελευθερώσαμε, πέραν του ότι αποδώσαμε κάποια μέρη στον βασιλέα Ευμένη Β’ τον Σωτήρα της Περγάμου και τους Ρόδιους συμμάχους μας στον πόλεμο, όχι για συμπαράσταση, αλλά ως ανταλλαγή. Ως απόδειξη αυτού, όταν οι Λύκιοι παραπονέθηκαν για τους Ρόδιους, τους στερήσαμε την εξουσία. Τέτοια ήταν η συμπεριφορά μας προς εσάς.
Εσείς, από την πλευρά σας, όταν ο βασιλέας Άτταλος ο Φιλομήτωρ μας κληροδότησε το βασίλειό του, ενισχύσατε τον Αριστόνικο σε βάρος μας για τέσσερα χρόνια.
Όταν αυτός συνελήφθη, οι περισσότεροι από εσάς ωθούμενοι από την ανάγκη και τον φόβο, επιστρέψατε στα καθήκοντά σας. Κατά παρέκκλιση, μετά από μια περίοδο είκοσι τεσσάρων χρόνων, στη διάρκεια της οποίας είχατε φθάσει σε μεγάλη ακμή και εξωραϊσμό, της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας σας, φουσκωμένοι από υπερηφάνεια για την άνετη και πολυτελή ζωή σας εκμεταλλευτήκατε την ευκαιρία και ενώ ήμασταν απασχολημένοι στην Ιταλίκή, ορισμένοι από εσάς, να καλέσετε τον Μιθριδάτη και μερικοί να συμπράξετε μαζί του, όταν ήλθε.
Το βδελυρότερο όλων ήταν ότι υπακούσατε την διαταγή του προς άμεση θανάτωση όλων των Ρωμαίων στις γειτονιές σας, συμπεριλαμβάνοντας γυναίκες και παιδιά. ∆εν δείξατε έλεος ούτε σε αυτούς που κατέφυγαν στα ιερά των δικών σας θεών. Τιμωρηθήκατε εν μέρει γι’ αυτά, από τον ίδιο τον Μιθριδάτη που σας πρόδωσε, σας χόρτασε λεηλασίες και σφαγές, αναδιένημε την γη σας, διέγραψε τα χρέη τρίτων προς εσάς, ελευθέρωσε τους σκλάβους, διόρισε τυράννους σε μερικούς από εσάς και διέπραξε ληστείες σε ξηρά και θάλασσα. Έτσι, γνωρίσατε άμεσα, εμπειρικά και συγκριτικά, τι είδους προστάτη επιλέξατε στην θέση των προηγουμένων.
Οι υποκινητές αυτών των εγκλημάτων τιμωρήθηκαν και από εμάς. Είναι αναγκαίο να επιβληθεί και σε εσάς κάποια τιμωρία που θα ανταποκρίνεται στις πράξεις σας, ίδια για όλους, καθώς υπήρξατε από κοινού ένοχοι.
Μακάρι οι Ρωμαίοι να μην αναλογισθούν καν τις ασεβής σφαγές, τις αδιάκριτες κατασχέσεις, τις δουλοπρεπείς εξεγέρσεις ή τις άλλες βάρβαρες πράξεις σας. Οφείλω για μία ακόμη φορά, να χρησιμοποιήσω σε αντιδιαστολή το παράδειγμα της Ελληνικής φυλής και την καλή φήμη της στην Ασία, εξ’ αιτίας της οποίας είναι αγαπητή στους Ρωμαίους. Θα σας επιβάλλω φόρους πέντε ετών μόνο, άμεσα πληρωτέους, καθώς και τα χρήματα που μου έχει στοιχίσει αυτός ο πόλεμος συμπεριλαμβανομένου του κόστους που θα απαιτήσει η τακτοποίηση των υποθέσεων που έχουν προκύψει στην επαρχία. Θα καταμερίσω το κόστος τόσο ατομικά όσο και στις πόλεις σας και θα προσδιορίσω τον χρόνο αποπληρωμής. Σε όσους δεν συμμορφωθούν, θα καταλογίσω ποινή αντίστοιχη των εχθρών μου».

Ο Σύλλας εισπράττει φόρους – Πειρατεία [14][έτος 84 π.Χ]


Αφού μίλησε έτσι ο Σύλλας, όρισε το ποσό του προστίμου και έστειλε άνδρες να εισπράξουν τα χρήματα. Οι πόλεις, οι οποίες βρίσκονταν σε ένδεια εκείνη την περίοδο, δανείστηκαν με υψηλά επιτόκια και υποθήκευσαν θέατρα, γυμναστήρια, τείχη, λιμάνια και όποια άλλη δημόσια περιουσία, υπομένοντας παράλληλα τον δημόσιο εξευτελισμό τους από μέρους των στρατιωτών. Έτσι συγκεντρώθηκαν τα χρήματα και παραδόθηκαν στον Σύλλα.
Η δυστυχία απλώθηκε στην επαρχία της Ασίας. ∆έχθηκε ευρείας κλίμακας επιθέσεις από τεράστιο αριθμό πειρατικών πλοίων τα οποία χρησιμοποιούσαν τακτικές πολεμικού στόλου, παρά ληστρικής συμμορίας. Ο Μιθριδάτης τα είχε ναυτολογήσει από την εποχή που λυμαινόταν τις ακτές, θεωρώντας ότι δεν θα μπορούσε να τις κρατήσει για καιρό. Ο αριθμός τους είχε αυξηθεί τόσο πολύ που δεν περιοριζόντουσαν πλέον σε πειρατείες πλοίων αλλά επιτίθονταν σε λιμάνια, κάστρα και πόλεις. Κατέλαβαν την Ιασσό, την Σάμο, τις Κλαζομενές και την Σαμοθράκη, όπου διέμενε τότε ο Σύλλας και σύλησαν το ιερό της του οποίου ο στολισμός αποτιμώταν στα χίλια τάλαντα. Ο Σύλλας, είτε θεωρώντας ότι έπρεπε να κακομεταχειριστεί όσους τον είχαν προσβάλλει, είτε επειδή βιαζόταν να αντιμετωπίσει την εχθρική παράταξη στη Ρώμη, τους άφησε, έπλευσε προς την ηπειρωτική Ελλάδα, και την Άνοιξη του 83 π.Χ πέρασε από εκεί στην Ιταλίκη με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του. Αυτά που ακολούθησαν, αφορούν στην ιστορία των εμφυλίων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, καθώς και στον Γαβίνειο νόμο (Lex Cabinia) [15] η εφαρμογή του οποίου περιόρισε το φαινόμενο της πειρατείας.

ΔΕΙΤΕ ΣΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ Β’ και Γ’ ΜΙΘΡΙΔΑΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ Α’

[1] Μυσία Η Μυσία χωρίζονταν από τη Βιθυνία προς Ανατολάς δια του Ρυνδάκου ποταμού. Φυσικά της όρια ήταν προς Βορρά η Προποντίδα και ο Ελλήσποντος, προς Δυσμάς το Αιγαίο Πέλαγος και προς Νότο ο Κάϊκος ποταμός και το όρος Τήμνος. Η από τον Ελλήσποντο μέχρι τη Βιθυνία έκταση ονομάζονταν και «Ελλησποντιακή Φρυγία» ή «Μικρή Φρυγία». Προς τη δυτική πλευρά της Μυσίας εκτείνονταν η ομηρική Τρωάς που κάλυπτε την έκταση από τον Ελλήσποντο και την Προποντίδα προς Βορρά μέχρι του κόλπου του Αδραμηττύου. Ανατολικά της Τρωάδας μέχρι της Βιθυνίας εκτεινόταν η Μυγδονία. Στα προς το Αιγαίο δε παράλια της Μυσίας εκτεινόταν η Αιολίδα με τις 12 Αιολικές πόλεις της και στη μεσημβρινή η «Μεγάλη Μυσία» ή κυρίως Μυσία, σε αντίθεση εκείνης της Φρυγίας του Ελλήσποντου που μαζί με τη Τρωάδα αποτελούσαν τη «Μικρή Μυσία». Το νοτιότερο τμήμα της Μυσίας καλούνταν και «Τευθρανία» στην οποία άκμασε η Πέργαμος.
Η χώρα είναι ορεινή με πολλά νερά και από τους αρχαίους χρόνους καλυπτόταν σε μεγάλη έκταση με πολλά δάση. Κυριότερα όρη είναι η «εν Τρωάδι» Ίδη, επί των ανατολικών ορίων της χώρας ο Όλυμπος (ο Μύσιος) και το νότιο φυσικό όριο με τη Λυδία, το όρος Τήμνος. Από τους ποταμούς γνωστότεροι ο Ρύνδακος (ανατολικά) ο Μάκεστος, ο κύριος ποταμός της Μυσίας, ο Αίσηπος, ο ιστορικός Γρανικός, ο παρά τη Τροία Σκάμανδρος και νότια ο Κάικος (όριο με τη Λυδία). Από τις λίμνες γνωστές είναι η Απολλωνιάτις και η Αφνίτις.

[2] Λυκία. Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας. Εκτεινόταν μεταξύ των σημερινών κόλπων Φετιχιέ και Αντάλια, ενώ συνόρευε με τη Φρυγία και την Καρία. Η περιοχή ήταν ορεινή, κυρίως στο βόρειο τμήμα της (όρη των Σολύμων – σημερινό Ακ Νταγλάρ, 3.016 μ.) και δασώδης. Σύμφωνα με την παράδοση, αρχαιότεροι κάτοικοί της ήταν οι Σόλυμοι στο εσωτερικό και οι Τερμίλες στην ακτή, οι οποίοι αργότερα ονομάστηκαν Λύκιοι· πιθανότατα, αντιστοιχούν στους Lu-uk-ki των επιστολών της Τελ ελ Αμάρνα, των Χετιτικών και των ιερογλυφικών κειμένων. Η αρχαιολογική έρευνα πιστοποίησε ότι η περιοχή κατοικείτο τουλάχιστον από την πρώιμη χαλκοκρατία (3η χιλιετία π.Χ.) αν και ιστορικές μαρτυρίες υπάρχουν μόνο μετά την κατάκτηση της Λυκίας από τον Άρπαγο, στρατηγό του Κύρου (περ. 540 π.Χ.). Η Λυκία κατόρθωσε να διατηρήσει κάποια αυτονομία και είχε ντόπιους δυνάστες, οι οποίοι είναι σήμερα γνωστοί από απεικονίσεις τους σε νομίσματα του 5ου και του 4ου αι. π.Χ.· ο τελευταίος από αυτούς ονομαζόταν Περικλής, ο οποίος είχε διεξάγει πόλεμο εναντίον της Τελμησσού. Ολόκληρη η περιοχή κυριεύθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., με αποτέλεσμα να εξελληνιστεί πλήρως. Μετά την κατάκτηση του Αλεξάνδρου, η Λυκία υπήρξε αρχικά ανεξάρτητη σατραπεία με σατράπη τον Νέαρχο (334 -33μ π.Χ.), ενώ αργότερα ενώθηκε με τη Μεγάλη Φρυγία και είχε ως διοικητή τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο, από το 323 π.Χ. Κατά τη διάρκεια του 3ου αι. π.Χ. η παράλια περιοχή ανήκε στους Πτολεμαίους, ενώ το 197 π.Χ. κατελήφθη από τον Αντίοχο Γ’, ο οποίος όμως την έχασε λίγο αργότερα με την ειρήνη της Aπάμειας του 188 π.Χ. Οι Ρωμαίοι ένωσαν διοικητικά την Λυκία με την Ρόδο, εκτός από την Τελμησσό, η οποία ενώθηκε με το βασίλειο της Περγάμου. Ακολούθησε μακροχρόνιος πόλεμος για την ανεξαρτησία της από τη Ρόδο έως το 168 π.Χ., οπότε και οι Ρωμαίοι κήρυξαν τους Λυκίους ελεύθερους. Την περίοδο εκείνη ήκμασε ιδιαίτερα το Κοινόν των Λυκίων, το οποίο συστήθηκε τον 3ο αι. π.Χ. κατά το πρότυπο των Ελληνικών Κοινών και εξακολούθησε να υπάρχει και κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους. Περιλάμβανε 23 πόλεις, οι οποίες έστελναν αντιπροσώπους στο ομοσπονδιακό συνέδριο, επικεφαλής του οποίου ήταν ένας Λυκιάρχης· κέντρο του Κοινού ήταν το Λητώον της Ξάνθου. Το 43 μ.Χ. η αποτέλεσε Ρωμαϊκή επαρχία μαζί με την Παμφυλία. Σπουδαιότερες πόλεις υπήρξαν η Ξάνθος, η Τλως, τα Πάταρα, τα Πίναρα, η Μύρα και ο Όλυμπος. Από τον παλαιότερο πολιτισμό της Λ. σώθηκαν ορισμένα μνημεία αρχιτεκτονικής και γλυπτικής, όπως οι περίφημοι λαξευτοί τάφοι (οι παλαιότεροι του 6ου αι. π.Χ.) που παρουσιάζουν Χετιτική επίδραση, ενώ η γλυπτική είναι επηρεασμένη κυρίως από την Ελληνική τέχνη. Τα έθιμα της παρουσίαζαν μητριαρχικά κατάλοιπα, όπως αποδεικνύεται από το έθιμο που όριζε ότι το παιδί μιας Λύκιας και ενός δούλου μπορούσε να θεωρηθεί νόμιμο, σε αντίθεση με το παιδί ενός πολίτη και μιας δούλης. Υπάρχουν περίπου 150 επιγραφές στη Λυκική διάλεκτο· η σημαντικότερη είναι η λεγόμενη στήλη της Ξάνθου που αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα από το 430 έως το 412 π.Χ.· ήταν γραμμένη εξ ολοκλήρου στη Λυκική, εκτός από ένα επίγραμμα στην Ελληνική.

[3] Παμφυλία. Χώρα της Μικράς Ασίας, στο νότιο τμήμα της και κατά μήκος της Μεσογείου, όπου σχηματίζει το Παμφύλιο πέλαγος ή κόλπο της Αττάλειας. Το στενό σχήμα της χώρας εκτείνεται μεταξύ του νοτιότατου ακρωτηρίου της Μικράς Ασίας, του Ανεμουρίου (Αναμούρ) στα Ανατολικά και της Ιεράς Άκρας (Κάβο Χελιδόνια) στα Δυτικά Η Παμφυλία ορίζεται στα Δυτικά από τη Λυκία, στα Βόρεια από την Πισιδία και στα Ανατολικά από την Κιλικία. Η χώρα διαρρέεται από πολλούς ποταμούς μερικοί από τους οποίους είναι ιστορικοί. Ανατολικά της Αττάλειας ρέει ο Κέστρος (τουρκ. Aκ σου), ποταμός της Πισιδίας και της Παμφυλίας, πλωτός κατά την αρχαιότητα· ο Ευρυμέδων (τουρκ. Κιοπρού σου) γνωστός από την ιστορία για τη νίκη του Κίμωνα (496 π.Χ.) και πλωτός την εποχή εκείνη· ο Καλύκαδνος (τουρκ. Γκιοκ σου) στα νερά του οποίου πνίγηκε ο αυτοκράτορας της Γερμανίας Φρειδερίκος Μπαρμπαρόσα κατά τη διάρκεια των Σταυροφοριών. Η Παμφυλία, χώρα ναυτική στην αρχαιότητα, χρησίμευε ως ενδιάμεσος σταθμός στην επικοινωνία των παραθαλάσσιων λαών με τα υψίπεδα της Πισιδίας. Η Αττάλεια, ο Φοινικούς το Κορακήσιον, η Πέργη, η Άσπενδος, η Σίδη και η Ολβία, ήταν πόλεις που ήκμασαν στην αρχαιότητα. Στις κυριότερες πόλεις της σύγχρονης Παμφυλίας, όπως στην Αττάλεια (τουρκ. Αντάλια) στον Φοίνικα (τουρκ. Φοίνικε) στην Αλάγια ή Αλάνια (το αρχαίο Κορακήσιον) υπήρχαν ακμαίες Ελληνικές κοινότητες που έπαψαν να υφίστανται μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924. Η Σίδη, 76 χλμ. ανατολικά της Αττάλειας, κοντά στο σημερινό χωριό Σελιμιέ, ήταν η πρωτεύουσα της Παμφυλίας από την εποχή του Κωνσταντίνου του Μεγάλου.

[4] Έφεσος, αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, κοντά στις εκβολές του Καΰστρου, στις ακτές του Αιγαίου. Αναπτύχθηκε γύρω από το τιμημένο ιερό μιας προελληνικής θεότητας της ευφορίας, την οποία οι Έλληνες ταύτιζαν με την Άρτεμη· αποικίστηκε από τους Ίωνες κατά το τέλος της 2ης χιλιετίας. Στην αρχή, την εξουσίαζε το βασιλικό γένος των Βασιλιδών, αργότερα η εξουσία πέρασε στην αριστοκρατία και τέλος εγκαθιδρύθηκε στην πόλη η τυραννίδα. Στα μέσα του 6ου αι. η Έφεσος υποτάχθηκε στον βασιλιά της Λυδίας Κροίσο και μετά την ήττα του πέρασε στους Πέρσες. Τήρησε ουδετερότητα κατά τους αγώνες των Ελλήνων εναντίον των Περσών και εισήλθε απρόθυμα στην Αθηναϊκή συμμαχία το 478 π.Χ, για να αποσπασθεί κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου.
Μετά την Ανταλκίδειο ειρήνη (386 π.Χ.) επανήλθε στους Πέρσες, στους οποίους παρέμεινε έως την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία (334 π.Χ.). Κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους η Έφεσος, αφού άλλαξε διάφορους κυρίους, πέρασε τέλος στην κυριαρχία της Περγάμου. Με τη διαθήκη του τελευταίου βασιλέα της Περγάμου, Αττάλου Γ’ (133 π.Χ.) πέρασε στους Ρωμαίους και απετέλεσε πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής επαρχίας Ασίας (129 π.Χ.).

[5] Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας (Lucius Conelius Silla). Ρωμαίος πολιτικός και στρατηγός (138 π.Χ. – 78 π.Χ.). Από ξεπεσμένη οικογένεια πατρικίων, ενδιαφέρθηκε για την πολιτική μόνο σε ηλικία 50 ετών· ως τότε τον απασχολούσαν μόνο οι διασκεδάσεις, αν και είχε καταλάβει και μερικά αξιώματα (ταμίας στον πόλεμο κατά του Ιουγούρθα, πραίτορας στην Κιλικία το 93 π.Χ.). Το 88 π.Χ., έγινε ύπατος και με την όξυνση της πάλης μεταξύ των φατριών βρέθηκε επικεφαλής του κόμματος των αριστοκρατικών, αντίπαλου, στη Σύγκλητο, του δημοκρατικού κόμματος, του οποίου αρχηγός ήταν ο Μάριος. Οι δύο στρατηγοί βρέθηκαν σε απροκάλυπτο πόλεμο, όταν ο Σύλλας ανάλαβε την ανώτατη διοίκηση στον πόλεμο κατά του Μιθριδάτη και ο Μάριος προσπάθησε να τον εκτοπίσει, απευθυνόμενος με επιτυχία στη λαϊκή συνέλευση. Αυτή ήταν η αρχή του πρώτου εμφύλιου πόλεμου, στον οποίο υπερίσχυσε ο Σύλλας που πρώτα κατέλαβε τη Ρώμη με στρατό και έθεσε εκτός νόμου τους αντιπάλους του (88 π.Χ.) κατόπιν, μετά τη νικηφόρα εκστρατεία του εναντίον του Μιθριδάτη και αφού επέτρεψε προς στιγμήν στη Ρώμη να εκδηλωθεί το κόμμα του Μάριου, επέστρεψε το 83 π.X. και καταδίωξε αγριότατα τους αντιπάλους του (88 π.Χ.). Προγράφηκαν 4700 Ρωμαίοι πολίτες και οι περιουσίες τους δημεύτηκαν και πουλήθηκαν με δημοπρασία, ολόκληροι πληθυσμοί που είχαν ταχτεί με το μέρος του Μάριου σφαγιάσθηκαν, ενώ οι λεγεώνες μοίραζαν μεταξύ τους τα κτήματα και ο Σύλλας ονομάστηκε ισόβιος δικτάτορας. Με έντεχνη νομοθεσία συγκέντρωσε στη Σύγκλητο όλη τη νομοθετική εξουσία, χωρίς να λαβαίνει καθόλου υπόψη του τις λαϊκές επιθυμίες και προς ζημίαν των νέων δυνάμεων που αποτελούνταν από τους ιππείς, το στρατό και τους επαρχιώτες. Το έργο όμως και η πολιτική επιτυχία του Σύλλα δεν επέζησαν του δημιουργού τους, γιατί καθώς εφαρμόστηκαν με αντισυνταγματικές μεθόδους, στηρίζονταν μόνο στο μεγάλο προσωπικό γόητρό του και στην ακούραστη δραστηριότητα του. Ο Σύλλας αποσύρθηκε το 79 π.Χ. και πέθανε από αρρώστια το επόμενο έτος, αφού απέδειξε με τη δεκαετή κυριαρχία του στη Ρωμαϊκή πολιτική ζωή, ότι η μεγάλη εδαφική επέκταση και η κοσμοκρατορία, προς την οποία βάδιζε με γοργό ρυθμό η Ρώμη, οδηγούσαν στην μετατροπή της δημοκρατίας σε μοναρχία. Οι μεταγενέστεροι διαφώνησαν έντονα για την προσωπικότητα του Σύλλα, που από μερικούς χαρακτηρίζεται ως τέρας που διψούσε για αίμα, ενώ άλλοι τον ύμνησαν για τις πολιτικές του ικανότητες, αν και δεν παραγνωρίζουν ότι η πολιτική του ήταν αντικοινωνική.

[6] Λεύκιος Λικίνιος Μουρήνας (Lucius Licinius Murena), Ρωμαίος στρατηγός. Πρέσβης του Σύλλα στον Α’ Μιθριδατικό πόλεμο, διακρίθηκε στην πολιορκία του Πειραιά και στη μάχη της Χαιρώνειας. Διετέλεσε κυβερνήτης στην Ασία μετά την ειρήνη του Δάρδανου και λίγο αργότερα, επιδιώκοντας τη δόξα, προκάλεσε τον Β’ Μιθριδατικό πόλεμο, στη διάρκεια όμως του οποίου ηττήθηκε. Παρά την ήττα του όμως ο Μουρήνας τιμήθηκε θριαμβικά.

[7] Λεύκιος Λικίνιος Λούκουλλος (Lucius Licinius Lucullus, 117 – 56 π.Χ.) Ρωμαίος στρατηγός και πολιτικός, διάσημος για την πολυτελή ζωή του. Καταγό-ταν από αριστοκρατική, αλλά φτωχή οικογένεια. Αρχικά εργαζόταν στην υπηρεσία του Σύλλα στην Ασία, όπου και παρέμεινε στη συνέχεια, για να ελέγχει την είσπραξη των πολεμικών αποζημιώσεων που είχαν επιβληθεί στον ηττημένο Μιθριδάτη. Επιστρέφοντας στη Ρώμη, εξελέγη ύπατος (74 π.Χ.), παρά την εχθρική διάθεση πολλών Ρωμαίων και τις ραδιουργίες και επιθέσεις που σχεδιάστηκαν εναντίον του. Λίγο αργότερα κατάφερε να οριστεί ανθύπατος στην Κιλικία και να αναλάβει την αρχηγία στον νέο πόλεμο κατά του Μιθριδάτη, ο οποίος είχε νικήσει τον ύπατο Μάρκο Αυρήλιο Κόττα και είχε εισβάλει στην Ασία. Μολονότι η Σύγκλητος φάνηκε πολύ φειδωλή στην παροχή πολεμικών μέσων, προσφέροντάς του μόνο πέντε λεγεώνες, ο Λούκουλλος κατόρθωσε να σημειώσει αποφασιστικές νίκες και να εξαναγκάσει τον Μιθριδάτη να διαχωρίσει τις δυνάμεις του, γεγονός που συνέτεινε στην αποδυνάμωση του στρατεύματος. Τον καταδίωξε έως τον Εύξεινο Πόντο, όπου τον νίκησε για μία ακόμη φορά, οπότε ο Μιθριδάτης αναζήτησε καταφύγιο στον γαμπρό του Τιγράνη, βασιλέα της Αρμενίας, ο οποίος αρνήθηκε να τον παραδώσει στους Ρωμαίους. Σε αυτή τη φάση ο Λούκουλλος με τόλμη, χωρίς να περιμένει την έγκριση της Συγκλήτου, εισέβαλε στην Αρμενία την άνοιξη του 69 π.Χ, με ολιγάριθμο στρατό, διέλυσε σε μικρό χρονικό διάστημα τις Αρμενικές δυνάμεις, υπό την αρχηγία του Τιγράνη και κατέλαβε τα Τιγρανόκερτα. Ωστόσο οι ραδιουργίες των οπαδών του Πομπηίου στη Ρώμη και η ανταρσία του στρατού, που είχε δυσαρεστηθεί από την αυστηρή πειθαρχία του Λούκουλλου και τις υποκινήσεις κάποιων αξιωματικών, οπαδών του Πομπηίου, τον υποχρέωσαν να σταματήσει. Μια επιτυχής προσπάθεια επανάστασης του Μιθριδάτη, στην οποία ο Λούκουλλος δεν μπόρεσε να αντιταχθεί εξαιτίας ανυπακοής του στρατού, οδήγησε τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο, παρακινούμενη από τον Πομπήιο, να του αφαιρέσει τη διοίκηση, την οποία ανέλαβε τελικά ο τελευταίος (66 π.Χ). Τρία χρόνια αργότερα του δόθηκε η άδεια να τελέσει θρίαμβο, αλλά ο Λούκουλλος είχε ήδη αποφασίσει να απομακρυνθεί από τη δημόσια ζωή. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολούμενος αποκλειστικά με φιλολογικές και φιλοσοφικές μελέτες. Φωτισμένος προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών, έγραψε την ιστορία του Μαρσικού πολέμου, η οποία όμως δεν διασώθηκε. Το όνομά του έμεινε στην ιστορία λόγω της τρυφηλής ζωής του, όπου οφείλεται και η παροιμιώδης φράσης λουκούλλειο γεύμα, που υποδηλώνει ένα πολύ πλούσιο γεύμα.

[8] Χελώνη Στρατιωτικός σχηματισμός φάλαγγας, με τις ασπίδες ενωμένες πάνω από τους επιτιθεμένους σε σχήμα τού παραπάνω ζώου η οποία υποδιαιρείται σε δύο τύπους:
α. «χελώνη κριοφόρος» — χελώνη κατασκευασμένη για να προστατεύει τον πολιορκητικό κριό (Διόδωρος)
β. «χελώνη χωστρίς» — χελώνη για την προστασία εκείνων που πολιορκούσαν τα τείχη τού εχθρού (Πολύβιος)

[9] Μουνιχία. Αρχαία ονομασία της Πειραϊκής χερσονήσου, όπου υψώνεται σήμερα ο λόφος του Προφήτη Ηλία. Οι αρχαίοι ονόμαζαν Μουνιχία τον λόφο, το ψηλότερο δηλαδή σημείο της χερσονήσου, όπου υπήρχαν διάφορα ιερά και θέατρο. Η ετυμολογία της λέξης είναι άγνωστη. Ορισμένοι ερευνητές δέχονταν ως δεύτερο συνθετικό της τη λέξη όνυχα, γι’ αυτό και το έγραφαν «Μουνυχία». Ωστόσο, η αρχαιότερη σωζόμενη επιγραφή αναφέρει τη λέξη με ι, γεγονός που οδήγησε στην άποψη ότι η λέξη προέρχεται από το επίθετο μούνος ή μόνος, που σημαίνει τον μοναχικό και τον απομονωμένο. Σύμφωνα πάντως με μία παράδοση, η χερσόνησος ονομάστηκε έτσι από τον ήρωα Μούνιχο, που όπως αναφέρεται σε ένα σχόλιο στο έργο του Δημοσθένη «Περί στεφάνου λόγου» ήταν τοπικός βασιλέας και είχε επιτρέψει στους κατοίκους του Βοιωτικού Ορχομενού να εγκατασταθούν στο Πειραιά. Έτσι οι Ορχομένιοι, από ευγνωμοσύνη, ονόμασαν τη θέση όπου εγκαταστάθηκαν Μουνιχία. Στους νεότερους χρόνους διατυπώθηκαν και άλλες απόψεις για το ζήτημα αυτό, όπως ότι ο Μούνιχος ήταν εισβολέας από τη Θράκη ή ότι η λέξη Μουνιχία δεν έχει Ελληνική ρίζα.

[10] Λεύκιος Κορνήλιος Κίννας. Υπήρξε ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της οικογένειας. Ήταν αντίπαλος του Σύλλα. Το 90 π.Χ. διετέλεσε πραίτορας και στη συνέχεια λεγάτος στον συμμαχικό πόλεμο και συμμετείχε μαζί με τον Κόιντο Καικίλιο Μέτελο Πίο στον πρώτο Μαρσικό πόλεμο, στον οποίο νίκησαν. Μολονότι ήταν με το μέρος του Μάριου στη διαμάχη του με τον Σύλλα, ο τελευταίος τον άφησε να εκλεγεί ύπατος το 87 μαζί με τον Γναίο Οκτάβιο. Από τότε ο Κίννας εκλεγόταν ύπατος κάθε χρόνο μέχρι τον θάνατό του στην Ανκόνα, κατά τη διάρκεια μιας εξέγερσης. Μολονότι είχε υποσχεθεί στον Σύλλα ότι θα προστάτευε το καθεστώς, όταν ο Σύλλας πήγε στην Ασία, ο Κίννας επιχείρησε την ανάκληση του Μάριου από την εξορία όπου βρισκόταν και την εφαρμογή ενός νόμου, που είχε καταργηθεί το προηγούμενο έτος, για την κατανομή των απελεύθερων και των συμμάχων στις παλαιές φυλές. Ο Γναίος Οκτάβιος αντιτάχθηκε σε αυτές τις προτάσεις, όπως και η Σύγκλητος, με αποτέλεσμα να επακολουθήσει αιματηρός αγώνας και να εξοριστεί ο Κίννας, με καθαίρεση και στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Διέφυγε στη Νόλα της Καμπανίας και έπεισε τον στρατό να βαδίσει εναντίον της Ρώμης, μαζί με τον Μάριο, τον οποίο ανακάλεσε από την εξορία. Την κατάληψη της Ρώμης επακολούθησαν τριήμερες σφαγές, με συνέπεια την εξόντωση των επιφανέστερων ανδρών της αριστοκρατικής μερίδας. Μετά την επικράτησή του, ο Κίννας ανέλαβε το αξίωμα του υπάτου (86 π.Χ.) χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του λαού. Το 84 π.Χ. ετοιμάστηκε να εκστρατεύσει στην Ελλάδα, εναντίον του Σύλλα ο οποίος γύριζε από την Ασία, αλλά ο στρατός στασίασε, τον συνέλαβε και τον σκότωσε.

[11] Λούκιος Βαλέριος Φλάκκος. Γεννήθηκε το β΄ ήμισυ του 2ου αι. π.Χ. Καταγόταν από οικογένεια με υψηλή κοινωνική θέση και οικονομική άνεση. Αναμείχθηκε στα στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα της εποχής του, χωρίς όμως να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Η δράση του στη Μικρά Ασία φαίνεται να ξεκίνησε το 94 ή 93 π.Χ., όταν έγινε πραίτορας και διοικητής της Ρωμαϊκής επαρχίας της Ασίας. Το 86 π.Χ. ο Κίννας μοιράστηκε με το Φλάκκο την εξουσία του υπάτου της Ασίας. Ως επακόλουθο της ρήξης μεταξύ Σύλλα και Ρώμης, η οποία είχε ξεκινήσει από το 88 π.Χ., η σύγκλητος έστειλε τον Φλάκκο στην Ασία με δύο λεγεώνες, ώστε να πάρει τη θέση του Σύλλα στη διοίκηση της επαρχίας της Ασίας και στον Α’ Μιθριδατικό πόλεμο. Συνοδευόταν από το Φιμβρία, ο οποίος φαίνεται να είχε μεγαλύτερη στρατιωτική πείρα. Η αποστολή του Φλάκκου στην Ασία, μέσω Μακεδονίας, ξεκίνησε με προβλήματα το φθινόπωρο του 86 π.Χ. Μέρος του στόλου καταστράφηκε από μια καταιγίδα λίγο μετά την αναχώρησή του από τοΒρινδήσιο (Πρίντεζι) της Ιταλίας, ενώ άλλα πλοία πυρπολήθηκαν από μια άγνωστη δύναμη που δρούσε σε συνεργασία με το Μιθριδάτη ΣΤ’ και που πιθανόν να ήταν πειρατές της Κιλικίας. Επίσης, στη Θεσσαλία τμήμα του στρατού πέρασε στο αντίπαλο στρατόπεδο του Σύλλα.
Στο Βυζάντιο ο Φλάκκος φαίνεται ότι ήρθε σε προστριβή με το Φιμβρία. Κατά το 85 μ.Χ., όταν ο Φλάκκος ταξίδευε στη Χαλκηδόνα, ο Φιμβρίας εκτόπισε τον αντικαταστάτη εκείνου με τη συμπαράσταση του στρατού. Παρά την οργή του Φλάκκου, ο Φιμβρίας τον ανάγκασε να ζητήσει καταφύγιο πρώτα στη Χαλκηδόνα, ή, σύμφωνα με τον αρχαίο ιστορικό Μέμνονα, στη Νίκαια και έπειτα στη Νικομήδεια της Βιθυνίας. Εκεί, τον σκότωσαν είτε ο ίδιος ο Φιμβρίας είτε δύο δυσαρεστημένοι στρατιώτες. Σύμφωνα με το Ρωμαίο ιστορικό Αππιανό, ο Φιμβρίας πέταξε το ακέφαλο σώμα του Φλάκκου άταφο. Αφού ανέλαβε τις imperium δικαιοδοσίες του Φλάκκου, συνέχισε με σχετική επιτυχία τον πόλεμο εναντίον του Μιθριδάτη ΣΤ’.
Σύμφωνα με τον Αππιανό, ο Φλάκκος ήταν μοχθηρός, χαιρέκακος, άπληστος και χωρίς ιδιαίτερα στρατηγικά χαρίσματα. Οι στρατιώτες δεν τον συμπαθούσαν, ενώ έδειχναν να εμπιστεύονται και να προτιμούν το Φιμβρία. Ο Πλούταρχος όμως τον περιγράφει ως φίλο του Κάτωνα. Φαίνεται ότι οι κάτοικοι των Τράλλεων είχαν οργανώσει εκδηλώσεις προς τιμήν του, πιθανόν έπειτα από παρότρυνση του ίδιου του Φλάκκου. Η παλιότερη άποψη ότι τιμήθηκε από την Κλάρο και τη Μαγνησία του Μαιάνδρου δε φαίνεται να ευσταθεί. Οι τιμές απευθύνονται στον εγγονό του ομώνυμο ανθύπατο του 62 π.Χ.

[12] Γάιος Φλάβιος Φιμβρίας (πέθανε το 84 π.Χ.) ήταν Ρωμαίος στρατιωτικός και πολιτικός, μέλος της παράταξης που υποστήριξε το Γάιο Μάριο. Πέτυχε σημαντικές επιτυχίες κατά τη διάρκεια του Α’ Μιθριδατικού Πολέμου. Ο πατέρας του, Γάιος Φλάβιος Φιμβρίας, είχε εκλεγεί ύπατος το 104 π.Χ. από κοινού με το Μάριο. Ο ίδιος εστάλη στην Ασία το 86 π.Χ. ως λεγάτος του Λεύκιου Βαλέριου Φλάκκου. Εντούτοις ήρθε σε ρήξη με τον ανώτερό του και απομακρύνθηκε από το αξίωμά του. Επωφελούμενος από την απουσία του Φλάκκου στη Χαλκηδόνα και από τη γενική δυσαρέσκεια εξαιτίας της απληστίας και της αυστηρότητας του τελευταίου, ο Φιμβρίας υποκίνησε στάση και σκότωσε τον Φλάκκο στη Νικομήδεια. Τότε ανέλαβε την ηγεσία του στρατού και πέτυχε μια σειρά από νίκες κατά του Μιθριδάτη ΣΤ’ βασιλέα του Πόντου, τον οποίο και απέκλεισε στην Πιτάνη, αρχαία πόλη της Αιολίδας. Θα τον είχε μάλιστα συλλάβει αν είχε συνεργαστεί μαζί του ο στόλος που διοικούσε ο Λούκουλλος.
Ο Φιμβρίας φέρθηκε με μεγάλη σκληρότητα στους λαούς της Ασίας που είχαν επαναστατήσει κατά της Ρώμης, ή που είχαν ταχθεί με το μέρος τους εχθρού του, του Σύλλα. Έχοντας γίνει δεκτός στο ΊΊλιο υποστηρίζοντας πως ως Ρωμαίος ήταν σύμμαχός τους, έσφαξε τους κατοίκους και έκαψε συθέμελα την πόλη. Ωστόσο το 84 π.Χ. ο Σύλλας πέρασε το Αιγαίο με προορισμό τη Μικρά Ασία. Πρόλαβε να υπογράψει τη Συνθήκη της Δαρδάνου με το Μιθριδάτη κι έτσι ήταν πλέον ελεύθερος να κινηθεί κατά του Φιμβρία. Τα στρατεύματα του τελευταίου έδειξαν ωστόσο φιλική διάθεση απέναντι σε αυτά του Σύλλα και τότε ο Φιμβρί-ας, πιστεύοντας πως δεν θα μπορούσε να υπολογίσει στο έλεος του Σύλλα, αυτοκτόνησε. Τα στρατεύματά του υπηρέτησαν στη Μικρά Ασία μέχρι και το τέλος των Μιθριδατικών Πολέμων.

[13] φάσκες, «ράβδοι δεμένες γύρω από πέλεκυ». Η λέξη παραπέμπει στους «lictors» (λίτoρες) που ήταν ένα είδος σωματοφυλάκων των γερουσιαστών της αρχαίας Ρώμης οι οποίοι διακρίνονταν από μια ράβδο που κρατούσαν και η οποία ήταν το σύμβολο της εξουσίας τους. Στην αρχαία Ρώμη ήταν σύμβολο της εξουσίας των δικαστών και συμβόλιζαν την «ισχύ δια της ενώσεως» μια μόνο ράβδος σπάζει ευκολότερα από μια δέσμη ομοίων.
Προς δήλωση του βαθμού εξουσίας ο αριθμός των δεσμών των ράβδων μεταβαλλόταν κατ’ άρχοντα, και συγκεκριμένα, είκοσι τέσσερις δέσμες ράβδων κρατούσε ο δικτάτωρ, ενώ δώδεκα ο βασιλέας και καθένας από τους υπάτους, δύο οι στρατηγοί στην πόλη σε περίοδο ειρήνης και έξι στον πόλεμο, έξι επίσης κρατούσαν και οι αρχιστράτηγοι (αντιπραίτορες) της Ρώμης.

[14] Η πειρατεία στον αρχαίο Μεσογειακό κόσμο αποτελεί την αρχαιότερη καταγεγραμμένη εμφάνιση του φαινομένου, δηλαδή της καταλήστευσης πλοίων και πόλεων από ένοπλες ναυτικές ομάδες. Ξεκινώντας από Αλασγικές, Αιγυπτιακές και Ουγκαριτικέςπηγές της 2ης π.Χ. χιλιετίας, περνώντας απ’ τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη και φτάνοντας ως τον Λίβιο και τον Πλούταρχο, οι περισσότεροι συγγραφείς της αρχαιότητας ασχολήθηκαν με τα έργα και τις ημέρες των πειρατών.
Δεν είναι όμως μόνο οι καταγραφές. Θεωρείται βέβαιο ότι η Μεσόγειος θάλασσα υπήρξε ο πρώτος ευρύς γεωγραφικός χώρος που η πειρατεία απέκτησε μαζικά χαρακτηριστικά. Ως μέθοδος προσπορισμού υλικού πλούτου και δούλων, αξιοποιήθηκε από σχεδόν όλους τους λαούς που κατοίκησαν τις ακτές της κατά την αρχαιότητα. Από τους προϊστορικούς λαούς της θάλασσας και τους Ετρούσκους μέχρι τουςΙλλυριούς και τους Κίλικες των τελευταίων προχριστιανικών αιώνων, ακόμα και τους Έλληνες που μαζί με τον κλασικό πολιτισμό γέννησαν κάποιους από τους φοβερότερους πειρατές του τότε γνωστού κόσμου. Ενίοτε η ηγεμονία κάποιων δυνάμεων σε ευρύτερα τμήματα της θάλασσας (Αιγύπτιοι, Μινωίτες, Αθηναίοι) περιόριζε προσωρινά τη δράση των πειρατών, αλλά αυτό επ’ ουδενί σήμαινε την εξάλειψή τους.

[15] Η πλήρης καταστολή της πειρατείας επιτεύχθηκε μόλις το 67 π.Χ. από τους Ρωμαίους με τον Γαβίνειο νόμο (Lex Cabinia) ήταν δε αποτέλεσμα διπλής ωρίμανσης, αφενός στρατιωτικής, διότι μόνο κάποιο ισχυρό κράτος, όπως η Ρώμη μπορούσε να επιβάλει τον νόμο σε ολόκληρη τη Μεσόγειο και αφετέρου πολιτικής με την μετατροπή της Μεσογείου σε Ρωμαϊκή θάλασσα.
Συγκεκριμένα ο Γνάϊος Πομπήιος διορίσθηκε ανθύπατος από τη Lex Gabinia, με απόλυτη δικαιοδοσία στις θάλασσες μέχρι τις Ηράκλειες στήλες και την ξηρά μέχρι τα 400 στάδια από την ακτή, με δικαίωμα να χρησιμοποιεί το δημόσιο ταμείο και τις περιουσίες των γαιοκτημόνων κατά βούληση.
Η δικαιοδοσία δόθηκε το 67 π.Χ. με νομοθέτημα που όπλιζε τον Πομπήιο με υπερεξουσίες για να καταστείλει την πειρατεία εντός τριών ετών, το Γαβίνειο Νόμο (λατινικά: Lex Gabinia). Κατά τη συζήτησή του στα αρμόδια όργανα, οι συγκλητικοί τρόμαξαν μπροστά στη στρατιωτική δύναμη και τα χρήματα που θα διαχειριζόταν ένας μόνο άνδρας, γι’ αυτό ήταν αντίθετοι. Ένας απ’ τους λίγους που τον στήριξαν ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας, θύμα κι αυτός των πειρατών σε νεαρή ηλικία. Τελικά ο νόμος πέρασε από το κοινοβούλιο των κατώτερων τάξεων με τέτοια πλειοψηφία, που η Σύγκλητος δεν τόλμησε να ασκήσει βέτο.
Ο Πομπήιος αποδείχθηκε ικανότερος απ’ το Μάρκο Αντώνιο. Σε πρώτη φάση χώρισε τη Μεσόγειο σε δεκατρείς τομείς, ή ορθότερα σε δώδεκα και την Κιλικία, και διόρισε σε κάθε τομέα δύο συγκλητικούς ως επικεφαλής (λεγάτους). Όταν έκρινε ότι οι προετοιμασίες είχαν ολοκληρωθεί, διέταξε τους επικεφαλής να επιτεθούν ταυτόχρονα και στους δώδεκα, ώστε να μη μπορούν οι πειρατές ενός τομέα να προστρέξουν σε βοήθεια των άλλων. Στη συνέχεια μια δύναμη ξεκίνησε με ταχύ ρυθμό σαν σκούπα από το Γιβραλτάρ και απωθούσε όσους πειρατές είχαν γλιτώσει προς τα ανατολικά, μέχρι να πέσουν σε κάποιον τομέα και να καταστραφούν από τις εκεί δυνάμεις.
Όταν όλο αυτό το σχέδιο υλοποιήθηκε, μπήκε σε εφαρμογή η τελική φάση της εκστρατείας: η κατάληψη της Κιλικίας. Δημιουργώντας αλλεπάλληλους κλοιούς γύρω από τις Κιλικικές ακτές και αποβιβάζοντας πεζικό σε συγκεκριμένα σημεία της ξηράς, εξανάγκασε κάποιους πειρατές σε παράδοση και τους υπολοίπους να συγκεντρωθούν στο Κορακήσιον, όπου κατανικήθηκαν εύκολα από τις λεγεώνες.
Έπρεπε να διογκωθεί το πρόβλημα σε τέτοιο βαθμό, καθώς δεν είχε μείνει μέρος ελεύθερο για ναυσιπλοΐα ή για εμπόριο, ώστε η Ρώμη να λάβει συγκεκριμένα μέτρα.
Με την Κιλικία να λειτουργεί ως μαγνήτης για τους κυνηγημένους όλης της Μεσογείου και πάμπλουτη από τις επιδρομές και το δουλεμπόριο, τo 101 π.Χ. η Σύγκλητος ψήφισε τον πρώτο αντιπειρατικό νόμο, με τον οποίο απαγορευόταν στους συμμάχους/υποτελείς των Ρωμαίων να εμπορεύονται με πειρατές, το οποίο όμως έκανε μικρή ζημιά στους τελευταίους. Η κατάσταση επιδεινώθηκε κατά τη διάρκεια των Μιθριδατικών Πολέμων, όταν τα Κιλικικά πειρατικά λειτούργησαν ως τακτικός στόλος στο πλευρό του Μιθριδάτη του Ευπάτορος. Το 89 π.Χ. πολιόρκησαν τη Ρόδο, ενώ τρία χρόνια αργότερα νίκησαν το Ρωμαϊκό στόλο στο Βρινδήσιο, προξενώντας βαρύ πλήγμα στις επικοινωνίες μεταξύ Ρώμης – Ελλάδας.
Το 74 π.Χ. η Σύγκλητος ανέθεσε στον πραίτορα Μάρκο Αντώνιο, πατέρα του πιο διάσημου Μάρκου Αντωνίου της β’ τριανδρίας, να χτυπήσει την πειρατεία.
Η διαφορά με το παρελθόν δεν ήταν πως κάποιος ανώτατος αξιωματούχος αναλάμβανε ένα τέτοιο δύσκολο έργο, αλλά ότι για πρώτη φορά η πάταξη των πειρατών έμπαινε στην κορυφή των προτεραιοτήτων της Ρώμης και ο πραίτορας οπλιζόταν επίσημα μεimperium infinitum (απεριόριστη εξουσία) κάτι πρωτόγνωρο για τις πολιτικές παραδόσεις της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Τελικά όμως ο Μάρκος Αντώνιος αποδείχθηκε κατώτερος των περιστάσεων. Απ’ όπου περνούσε προκαλούσε οργή, αφού απαιτούσε από τις υποτελείς πόλεις εξοντωτικές συνεισφορές στην εκστρατεία του. Ακόμα χειρότερα, μετά από κάποιες πρώτες επιτυχίες στην Ισπανία, η έλλειψη σαφούς στρατηγικής τον οδήγησε σε μια απροετοίμαστη ναυμαχία στην Κρήτη (73 π.Χ.) που όχι μόνο έχασε, αλλά συνελήφθη και αιχμάλωτος Ακολούθησαν μακρές διαπραγματεύσεις για την απελευθέρωσή του, οι οποίες απέβησαν άκαρπες και τελικά πέθανε αιχμάλωτος των πειρατών μετά από δύο χρόνια – εξ’ ου και το ειρωνικό προσωνύμιοΚρητικός.
Την ίδια εποχή συνέβησαν δύο γεγονότα που κατέδειξαν ότι η απειλή δεν περιοριζόταν στις μακρινές επαρχίες, αλλά βρισκόταν προ των πυλών της Αιώνιας Πόλης. Πρώτον, κατά την Εξέγερση των Μονομάχων (73 έως 71 π.Χ.) ο Σπάρτακος βοηθήθηκε σημαντικά από τους Κίλικες. Δεύτερον, σε μία επίδειξη δύναμης τo 68 π.Χ. οι πειρατές έφτασαν μέχρι τις εκβολές του Τίβερη. Απήγαγαν τους πραίτορες Σεξτίλιο και Μπελλίνο, λεηλάτησαν την Όστια (το επίνειο της Ρώμης) και βύθισαν τα πλοία που βρίσκονταν στο λιμάνι της.

ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ



ΕΠΙΣΗΣ

ΜΙΘΡΙΔΑΤΗΣ ΣΤ' Ο ΕΥΠΑΤΟΡΑΣ ΚΑΙ ΔΙΟΝΥΣΟΣ

TΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια