Τα Χριστούγεννα του Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου το έτος 1400


Την ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 1400 ο βασιλιάς της Αγγλίας Ερρίκος Δ’ παρέθεσε ένα συμπόσιο στο παλάτι του στο Έλταμ. Πρόθεση του δεν ήταν μόνο να εορτάσει την άγια εορτή. Ήθελε παράλληλα να τιμήσει ένα διακεκριμένο φιλοξενούμενο. Αυτός ήταν ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος, αυτοκράτορας των Ελλήνων, όπως τον αποκαλούσαν οι περισσότεροι Δυτικοί, αν και μερικοί θυμούνταν ότι ήταν ο πραγματικός αυτοκράτορας των Ρωμαίων.

Ο Μανουήλ είχε ταξιδέψει μέσω Ιταλίας και είχε σταματήσει στο Παρίσι, όπου ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Στ’ είχε ανανεώσει τη διακόσμηση μιας πτέρυγας του Λούβρου για να τον εγκαταστήσει και όπου οι καθηγητές της Σορβόνης είχαν καταγοητευθεί με τη γνωριμία ενός μονάρχη ο οποίος ήταν σε θέση να επιχειρηματολογεί μ’ αυτούς με την ίδια ευρυμάθεια και λεπτολογία που διέθεταν οι ίδιου


Μανουήλ Β´ Παλαιολόγος

Στην Αγγλία εντυπωσιάστηκαν όλοι με την αξιοπρέπεια της συμπεριφοράς του και με τις άσπιλες λευκές ενδυμασίες που φορούσαν ο ίδιος και οι Αυλικοί του. Παρ’ όλους όμως τους υψηλούς τίτλους του οι οικοδεσπότες του αισθάνονταν οίκτο γι’ αυτόν, γιατί είχε έλθει σαν επαίτης, σε μιαν απελπισμένη αναζήτηση βοήθειας εναντίον των απίστων που περικύκλωναν την αυτοκρατορία του. Για το δικηγόρο Αδάμ της Ουσκ, που εργαζόταν στην Αυλή του βασιλιά Ερρίκου, ήταν τραγικό να τον βλέπει εκεί.

«Συλλογίστηκα», έγραψε ο Αδάμ, «πόσο θλιβερό ήταν το ότι αυτός ο σπουδαίος Χριστιανός ηγεμόνας εξωθήθηκε από τους Σαρακηνούς να έλθει από τα πιο μακρινά μέρη της Ανατολής σ’ αυτά τα πιο μακρινά νησιά της Δύσης αναζητώντας βοήθεια εναντίον τους… Θεέ μου», προσέθεσε, «τι κάνεις τώρα αρχαία δόξα της Ρώμης;»

Πραγματικά, η αρχαία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε συρρικνωθεί σε πολύ λίγο χώρο. Ο Μανουήλ ήταν ο νόμιμος διάδοχος του Αυγούστου και του Κωνσταντίνου, αλλά είχαν περάσει πολλοί αιώνες από τότε που οι αυτοκράτορες που έδρευαν στην Κωνσταντινούπολη ήταν σε θέση να επιβάλλουν υποταγή στο ρωμαϊκό κόσμο. Για τη Δύση είχαν καταστεί απλά ηγεμόνες των Ελλήνων, ή του Βυζαντίου, ανάξιοι αντίπαλοι των αυτοκρατόρων που είχαν ξεπηδήσει στη Δύση.


Η Βυζαντινή αυτοκρατορία το 1403

Μέχρι τον ενδέκατο αιώνα το Βυζάντιο ήταν μια μεγαλοπρεπής και κυρίαρχη δύναμη, ο υπερασπιστής της χριστιανοσύνης έναντι των επιθέσεων του Ισλάμ. Οι Βυζαντινοί είχαν κάνει το καθήκον τους με σφρίγος και επιτυχία, μέχρις ότου στα μέσα του ενδέκατου αιώνα μια νέα μουσουλμανική πρόκληση είχε έλθει από την Ανατολή με την εισβολή των Τούρκων, ενώ η Δυτική Ευρώπη είχε αναπτυχθεί τόσο ώστε να επιχειρήσει η ίδια μια απρόκλητη επίθεση, στο πρόσωπο των Νορμανδών.

Το Βυζάντιο μπλέχθηκε σε ένα διμέτωπο αγώνα σε μια στιγμή κατά την οποία περνούσε συνταγματικές και δυναστικές δυσκολίες. Οι Νορμανδοί απωθήθηκαν, αν και με την απώλεια της βυζαντινής Ιταλίας, αλλά οι Βυζαντινοί χρειάστηκε να εγκαταλείψουν για πάντα στους Τούρκους τις χώρες που τους είχαν προμηθεύσει τους περισσότερους στρατιώτες και τα περισσότερα εφόδια, τα υψίπεδα της Ανατολίας.

Από τότε και στο εξής η αυτοκρατορία παρέμεινε παγιδευμένη μεταξύ δύο πυρών, και αυτή η ενδιάμεση θέση περιπλέχθηκε από το κίνημα που αποκαλούμε Σταυροφορίες. Ως Χριστιανοί οι Βυζαντινοί είχαν συμπάθεια για τους σταυροφόρους, αλλά η μακρά πολιτική τους εμπειρία τους είχε μάθει να δείχνουν κάποια ανοχή προς τους απίστους και να αποδέχονται την ύπαρξή τους. Ο Ιερός πόλεμος, όπως τον διεξήγαγαν οι Δυτικοί, τους φαινόταν επικίνδυνος και μη ρεαλιστικός.

Ήλπιζαν πάντως ότι θα μπορούσαν να κερδίσουν κάποια οφέλη. Αλλά ένας άνθρωπος που βρίσκεται στη μέση μπορεί να αισθάνεται σίγουρος μόνο όταν είναι ισχυρός. Το Βυζάντιο συνέχισε να παίζει το ρόλο μιας μεγάλης δύναμης ενώ στην πραγματικότητα η δύναμή του είχε ήδη υπονομευθεί. Η απώλεια των χώρων στρατολόγησης στην Ανατολία σε μια περίοδο συνεχών εχθροπραξιών ανάγκασε τον αυτοκράτορα να εξαρτάται από ξένους συμμάχους και ξένους μισθοφόρους. Και οι δύο απαιτούσαν αμοιβές σε χρήμα και σε εμπορικές παραχωρήσεις.

Αυτές οι απαιτήσεις εμφανίστηκαν σε μια στιγμή κατά την οποία η εσωτερική οικονομία της αυτοκρατορίας αναστατώθηκε από την απώλεια των σιτοβολώνων της Ανατολίας. Σε όλη τη διάρκεια του δωδέκατου αιώνα η Κωνσταντινούπολη φαινόταν να είναι μια πόλη τόσο πλούσια και εξαίσια, η αυτοκρατορική Αυλή τόσο μεγαλοπρεπής και τα λιμάνια και οι αγορές τόσο γεμάτες με εμπορεύματα, ώστε οι ξένοι να αντιμετωπίζουν ακόμη τον αυτοκράτορα ως έναν ισχυρό δυνάστη.


Αλλά οι Μουσουλμάνοι δεν του χρωστούσαν χάρη επειδή προσπαθούσε να αναχαιτίσει το ζήλο των σταυροφόρων, ενώ οι σταυροφόροι αισθάνονταν προσβεβλημένοι από τη χλιαρή στάση του έναντι του Ιερού τους πολέμου. Στο μεταξύ οι θρησκευτικές διαφορές μεταξύ της Ανατολικής και της Δυτικής χριστιανοσύνης, που ήταν βαθιές από την αρχή και είχαν επιταθεί από την πολιτική κατά τη διάρκεια του ενδέκατου αιώνα, χειροτέρευαν σταθερά, μέχρις ότου πριν από τα τέλη του δωδέκατου αιώνα οι Εκκλησίες της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης να τελούν αναντίρρητα σε σχίσμα.

Η κρίση παρουσιάστηκε όταν ένας σταυροφορικός στρατός, παρασυρμένος από τη φιλοδοξία των ηγετών του, από τη ζηλόφθονη απληστία των Βενετών συμμάχων τους και από τη μνησικακία την οποία τώρα αισθανόταν κάθε Δυτικός εναντίον της βυζαντινής Εκκλησίας, στράφηκε εναντίον της Κωνσταντινούπολης, την κατέλαβε και τη λεηλάτησε, ιδρύοντας επάνω στα ερείπιά της μια Λατινική αυτοκρατορία. Αυτή η Τέταρτη Σταυροφορία του 1204 έθεσε τέλος στην παλιά Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ως υπερεθνικό κράτος. Μετά από μισό αιώνα εξορίας στη Νίκαια, στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, οι αυτοκρατορικές αρχές επανήλθαν στην Κωνσταντινούπολη και η Λατινική αυτοκρατορία κατέρρευσε.

Μια νέα περίοδος μεγαλείου φαινόταν να πλησιάζει Αλλά η αυτοκρατορία που ανασύστησε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος δεν ήταν πια η κυρίαρχη δύναμη στη χριστιανική Ανατολή. Διατηρούσε βέβαια κάτι από το παλαιό μυστικιστικό της κύρος, η Κωνσταντινούπολη εξακολουθούσε να είναι η Νέα Ρώμη, η σεπτή ιστορική πρωτεύουσα της Ορθόδοξης χριστιανοσύνης. Ο αυτοκράτορας εξακολουθούσε να είναι, τουλάχιστον στα μάτια των Ανατολικών, ο αυτοκράτορας της Ρώμης. Στην πραγματικότητα όμως ήταν απλά ένας ηγεμόνας μεταξύ άλλων, ίσων ή και πιο ισχυρών.

Υπήρχαν και άλλοι Έλληνες ηγεμόνες. Στην Ανατολή υπήρχε η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, η αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών, που είχε πλουτίσει από τα ορυχεία αργύρου και από το εμπόριο που διερχόταν από την προαιώνια διαδρομή μέσω της Ταμπρίζ και της Απω Ασίας. Στην Ήπειρο υπήρχε το δεσποτάτο των ηγεμόνων του οίκου των Αγγέλων, κάποτε ανταγωνιστών των αυτοκρατόρων της Νίκαιας στον αγώνα δρόμου για την ανακατάληψη της πρωτεύουσας, αλλά οι οποίοι πλέον επρόκειτο σύντομα να ξεπέσουν σε θέση αδυναμίας.

Στα Βαλκάνια υπήρχαν η Βουλγαρία και η Σερβία, η καθεμία από τις οποίες επρόκειτο με τη σειρά της να κυριαρχήσει στη χερσόνησο. Υπήρχαν φραγκικές ηγεμονίες και ιταλικές αποικίες σε όλη την έκταση της ηπειρωτικής και της νησιωτικής Ελλάδας. Προκειμένου να διώξουν τους Βενετούς από την Κωνσταντινούπολη οι Βυζαντινοί είχαν προσκαλέσει τους Γενοβέζους, οι οποίοι έπρεπε να ανταμειφθούν. Και τώρα η γενοβέζικη αποικία στο Πέραν, ή στο Γαλατά, ακριβώς απέναντι από τον Κεράτιο κόλπο, είχε αποσπάσει το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου της πρωτεύουσας.


Οικουμενικοί ηγεμόνες της Χριστιανοσύνης σε ρεαλιστική απεικόνιση του 1424, από αριστερά προς τα δεξιά: 1) Σιγισμούνδος των Λούξεμπουργκ, ρήγας της Ουγγαρίας (1387-1437), ιμπεράτωρ Γερμανίας, 1410-37) και βασιλεύς Βοημίας (1419-37) 2) Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος, βαcιλεύς αυτοκράτωρ Ρωμαίων (1391-1425), και 3) Ερρίκος (Πολωνός, γεννηθείς Μπόγκουσλαβ Γρυφίδης), που μέσω της Ενώσεως του Κάλμαρ κυβερνά ως “ρηξ Δανών, Σουηδών, Νορβηγών, Βενδών (οι Σλάβοι της Πομερανίας) και Γότθων (Γοτλάνδη)”, σε: i. Νορβηγία, 1389-1442, ii. Δανία, 1396-1439, iii. Σουηδία, 1396-1439

Υπήρχαν κίνδυνοι ολόγυρα. Στην Ιταλία υπήρχαν άρχοντες έτοιμοι να εκδικηθούν την πτώση της Λατινικής αυτοκρατορίας. Οι Σλάβοι ηγεμόνες στα Βαλκάνια ποθούσαν τον αυτοκρατορικό τίτλο. Στην Ασία οι Τούρκοι είχαν μείνει για λίγο ήσυχοι, και μάλιστα χωρίς αυτή την περίοδο ηρεμίας το Βυζάντιο δύσκολα θα είχε επιβιώσει. Σύντομα όμως επρόκειτο να αναβιώσουν υπό την ηγεσία μιας δυναστείας εξαιρετικών φυλάρχων, του Οσμάν και των Οθωμανών διαδόχων του.

Η ανασυσταθείσα Βυζαντινή αυτοκρατορία, με σύνθετες υποχρεώσεις στην Ευρώπη και με μια μόνιμη απειλή από τη Δύση, χρειαζόταν περισσότερα χρήματα και άνδρες απ’ όσους διέθετε. Έκανε οικονομίες στο ανατολικό σύνορο μέχρις ότου ήταν πολύ αργά και οι Οθωμανοί Τούρκοι διέσπασαν την άμυνα.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Steven Runciman, Η Άλωση της Πόλης -1453

Εικόνα αρχής: Προσωπογραφία του Αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου – Ελληνική Βιβλιοθήκη – Κοινωφελές Ίδρυμα Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης

Αντικλείδι , https://antikleidi.com

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια