Οἰκογένεια Δασκαλογιάννη

Οἰκογένεια Δασκαλογιάννη. Οφειλόμενο χρέος τιμής και μνήμης

Ὁ Δασκαλογιάννης, ὁ μεγάλος ἥρωας τῆς Κρήτης, ὁ ἀρχηγός τῆς ἐπανάστασης τῶν Σφακίων τοῦ 1770 ἦταν γιός τοῦ Ἀνδρέα Βλάχου. Τά παιδιά τοῦ Ἀνδρέα Βλάχου ἦταν ὁ Γεώργιος, ὁ Μανοῦσος, ὁ Νικόλαος, ὁ Χατζη-Σγουρομαλλής (κάποιοι τόν θεωροῦν ἴδιο πρόσωπο μέ τόν Νικόλαο), ὁ Παῦλος, ὁ Γιάννης (Δασκαλογιάννης) καί ἡ Αἰκατερίνη (Κατίκω).
Οἱ Βλάχοι ἦταν ἀπό τήν Ἀνώπολη Σφακίων καί ἦταν κλάδος τῆς μεγάλης οἰκογένειας τῶν Σκορδίληδων ἀπό τήν Πόλη. Ὀνομάστηκαν Βλάχοι μετά τήν ἐπιστροφή τους ἀπό τήν Βλαχία ὅπου εἶχαν μεταναστεύσει, διαβιώσει καί πλουτίσει (ἐφοπλιστές).


Ὁ γενάρχης Ἀνδρέας Βλάχος ἤ Ἀναγνώστης (ἔψαλε στήν ἐκκλησία) ἦταν καραβοκύρης. Οἱ Σφακιανοί ἀσχολοῦνταν συστηματικά μέ τήν ναυτιλία. Τά ναυπηγία τους ἦταν στόν Προσγιαλό (Χώρα Σφακίων) καί στό Λουτρό. Οἱ ἐμπορικές τους σχέσεις μέ τά διάφορα λιμάνια τῆς Μεσογείου τούς ἐπέβαλλαν νά μορφώνονται ἀρκετά καί νά μαθαίνουν ξένες γλῶσσες. Τό πνευματικό τους ἐπίπεδο ἦταν πολύ ὑψηλό.

Ἕνας ἀπό τούς πιό πλούσιους (εἶχε τέσσερα τρικάταρτα καράβια), πιό μορφωμένους καί πιό πολυταξιδεμένους ἦταν ὁ Ἰωάννης Βλάχος. Λέγεται ὅτι ὁ πατέρας του τόν εἶχε στείλει γιά σπουδές στήν Ἰταλία. Λόγω τῆς βαθειᾶς του μορφώσεως ἔλαβε τό τιμητικό προσωνύμιο «δάσκαλος» (Δασκαλογιάννης). Γεννήθηκε τό 1722 ἤ κατά ἄλλους τό 1730. Μιλοῦσε Ἰταλικά καί Ρώσικα, φοροῦσε εὐρωπαϊκά ροῦχα καί καπέλο καί ἦταν ἐξαιρετικά μορφωμένος. Βλέποντας τήν κατάσταση στήν Κρήτη μέ τούς σκοτωμούς καί τούς ἐξισλαμισμούς, ἔλεγε μέ πόνο ψυχῆς πώς ἄν συνεχίζονταν αὐτή ἡ κατάσταση σέ λίγα χρόνια θά χάνονταν ὁριστικά ἡ Ρωμηοσύνη καί ὁ Χριστιανισμός ἀπό τήν Κρήτη. Μέ τήν παραίνεση καί τῶν Ρώσων (οἱ ὁποῖοι τελικά τόν ἐγκατέλειψαν) καί τήν σύμφωνη γνώμη τῶν ὑπόλοιπων Σφακιανῶν ξεκίνησε στίς 25 Μαρτίου τοῦ 1770 ἀπό τήν Ἀνώπολη τήν Ἐπανάσταση τῶν Σφακίων, ἡ ὁποία κατεπνίγει στό αἷμα καί ὁ Δασκαλογιάννης μαζί μέ ἄλλους ὁδηγήθηκε αἰχμάλωτος στό Μεγάλο Κάστρο (Ἡράκλειο).

Μέ τήν γυναίκα του Σγουρομαλλίνη ἤ Ξανθομαλλίνη εἶχαν ἀποκτήσει κόρες (Ἀνθοῦσα, Μαρία, Ἐλευθεροῦσα) καί γιούς (Ἀνδρέα καί πιθανῶς Νικόλαο). Μετά τήν ἀποτυχία τῆς ἐπανάστασης ὁ Δασκαλογιάννης ἦταν κρατούμενος τοῦ διοικητῆ Χουσεΐν Πασᾶ στό Μεγάλο Κάστρο (Ἡράκλειο). Στίς 17 Ἰουνίου τοῦ 1771, ἡμέρα Παρασκευή, ἀργία τῶν Μουσουλμάνων, ὁ Χουσεΐν κάλεσε στό σαλόνι τοῦ Διοικητηρίου τόν Δασκαλογιάννη καί ἄρχισε νά τόν ἀνακρίνει καί νά τόν ὑβρίζει. Διέταξε νά τόν δέσουν καί νά τόν ὁδηγήσουν στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ὁρισμένοι θεωροῦν ὅτι ὁ τόπος αὐτός ἦταν ἡ πλατεία πού οἱ Ὀθωμανοί ἀποκαλοῦσαν Ἀτ-Μεϊντάν στήν ἀνατολική πύλη τοῦ Κάστρου, στή νότια πλευρά τῆς σημερινῆς πλατείας Ἐλευθερίας. Ἄλλοι θεωροῦν ὅτι ἦταν ἡ πλατεία τῆς Ἀγχόνης (στή σημερινή πλατεία μπροστά από τήν Λέσχη Ἀξιωματικῶν). Ἡ πιό πιθανή ἐκδοχή (τήν ἀναφέρει ὁ ἱστορικός Μουρέλλος) εἶναι ὅτι ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου του ἦταν ἡ Πλατεία τῶν Λιονταριῶν. Ἡ ἐξέδρα στήθηκε κάτω ἀπό ἕνα μεγάλο πλάτανο.

Ἦταν ἡμέρα ἀργίας καί ἡ πλατεία ἦταν γεμάτη κόσμο. Γυμνό, δεμένο χέρια – πόδια καί κρεμασμένο ἀπό τόν πλάτανο ἀρχίσαν νά τόν γδέρνουν ζωντανό. Τοῦ ἔβγαζαν λωρίδες καί τίς πετοῦσαν κάτω. Μπροστά του εἶχαν βάλει καί καθρέπτη γιά νά ἐπιτείνουν τόν πόνο του. Δεμένο ἔφεραν μπροστά του καί τόν ἀδερφό του Χατζη-Σγουρομαλλή. Ὅταν εἶδαν ὁ ἕνας τόν ἄλλο, οἱ στιγμές ἦταν στιγμές ἀνείπωτου πόνου. Άπό τότε ὁ Χατζη-Σγουρομαλλής τρελάθηκε καί ἔμεινε ἔτσι ἕως τό τέλος τῆς ζωῆς του. Συνεχῶς δέ ἐπαναλάμβανε δύο λέξεις «καί-καί». Γι’ αὐτό καί οἱ ἀπόγονοί του ὀνομάζονταν «Καικαῖδες» ἤ «Καικιαδάκηδες». Τό συγκινητικό εἶναι ὅτι ὁ Δασκαλογιάννης ὑπέστη τό μαρτύριο χωρίς νά ἐκστομίσει ὕβρεις ἤ κατάρες. Πέθανε ἀπό αἱμορραγία καί τό ἄψυχο κορμί του ἔμεινε μέρες στόν πλάτανο. Τό λείψανό του τό ἔθαψαν στήν περιοχή Γερωνυμάκη.

Μαζί μέ ἄλλους Σφακιανούς εἶχε παραδοθεῖ στούς Ὀθωμανούς καί ὁ ἀδελφός τοῦ Δασκαλογιάννη Νικόλαος, τόν ὁποῖο καί ἔσφαξαν οἱ Ὀθωμανοί. Τά ἄλλα του ἀδέλφια ὁ Γεώργιος (ὁ ἐπονομαζόμενος Νεόνης, οἱ ἀπόγονοί του Νεονάκηδες), ὁ Παῦλος καί ὁ Μανοῦσος εἶχαν φύγει στά Κύθηρα καί σώθηκαν. Ἡ γυναίκα τοῦ Δασκαλογιάννη Σγουρομαλλίνη χάθηκε στήν περιοχή τοῦ Λουτροῦ προσπαθώντας νά σώσει τά κορίτσια της ἀπό τήν καταδίωξη τῶν Ὀθωμανῶν. Ἡ κόρη τους Ἀνθοῦσα ἦταν παντρεμένη πρίν τήν Ἐπανάσταση μέ τόν Γεώργιο Δασκαλάκη τόν ἐπονομαζόμενο Παχύ (οἱ ἀπόγονοί τούς Παχυνάκηδες). Ἀρχικά ἐθεωρεῖτο ὅτι εἶχε χαθεῖ καί αὐτή στό Λουτρό κατά τήν καταδίωξη. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἐπέζησε καί μέ τόν σύζυγό της τήν ἐξώρισαν οἱ Ὀθωμανοί στίς Δαφνές Μαλεβυζίου. Ἡ ἄλλες δύο κόρες του Ἐλευθεροῦσα καί Μαρία εἶχαν πιαστεῖ καί ἦταν σέ πλήρη ἀπομόνωση στό Κάστρο.

Ὁ Πασάς τοῦ Κάστρου πάντρεψε τήν Ἐλευθεροῦσα μέ τόν πλούσιο βαλή τῆς Σμύρνης Γιαλί Χουσεΐν Μπέη, ἐνῶ ἔδωσε τήν πανέμορφη Μαρία γυναίκα στόν Ἀρχιλογιστή τῆς Διοίκησής του (Ντεφτερντάμπαση) Ἀμπλού Ἀχμέτ, ὁ ὁποῖος ἀργότερα μετατέθηκε ὡς ὑπασπιστής τοῦ Σουλτάνου στήν Πόλη. Ὁ γιός τοῦ Δασκαλογιάννη Ἀνδρέας εἶχε νυμφευθεῖ τήν Ἀλεξάνδρα ἀπό τήν οἰκογένεια τῶν Σεϊμένηδων στήν Ἀνώπολη καί εἶχε ἀπογόνους: (α) τόν Γεώργιο Δασκαλάκη (ἐπωνομαζόμενο καί Τζελεπή γιά τό ἐξαιρετικό παρουσιαστικό καί τήν κομψότητά του – ἔγινε ἥρωας τοῦ 1821 καί σκοτώθηκε στούς ἀγῶνες), (β) τόν Μανοῦσο πού ἦταν καπετάνιος μαζί μέ τόν ἀδελφό του Γεώργιο στά καράβια καί (γ) τόν Ἰωάννη πού ἔγινε ἀρχηγός σέ Σωματοφυλακή Σφακιανῶν τοῦ Ναπολέοντα. Ὑπάρχει καί ἡ ἀνεπιβεβαίωτη παράδοση καί γιά ἕνα μικρότερο γιό τοῦ Δασκαλογιάννη τόν Νικόλαο πέντε ἐτῶν, ὁ ὁποῖος σώθηκε στά Κύθηρα. Ὅταν ὁ Πρίγκηπας Γεώργιος ἦλθε στήν Κρήτη, διέταξε ἔρευνα γιά τούς ἀπογόνους τοῦ Δασκαλογιάννη καί οἱ ἐρευνητές ἀνέφεραν ὅτι ὁ τότε Μητροπολίτης Κρήτης εἶχε προστατεύσει τό ἐν λόγω ὀρφανό παιδί, τό ὁποῖο τό πῆρε ψυχογυιό κάποιος βαφέας κοντά στό Μεϊντάνι. Τό παιδί αὐτό θεωρεῖται ὅτι ἦταν ὁ πατέρας τοῦ συμβολαιογράφου Δημητρίου Βλαχάκη καί τοῦ δικηγόρου Ἀνδρέα Βλαχάκη.

Ὁ πλούσιος Ἀμπλού Ἀχμέτ σεβάστηκε πολύ τή γυναίκα του Μαρία καί δέν τήν πίεσε ποτέ νά ἐξωμόσει. Ἔζησαν ἀρχοντικά στήν Πόλη. Ἡ Μαρία παρέμεινε πάντα πιστή Χριστιανή καί λέγεται ὅτι εἶχε κάνει ἕνα δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ της ἐκκλησάκι. Ἔμεινε πιστή στήν προτροπή τοῦ πατέρα της, τόν ὁποῖον ὑπεραγαποῦσε νά μήν ἀλλαξοπιστήσει ὃ,τι καί ἄν συμβεῖ. Τό 1816 πεθαίνει ὁ Ἀμπλού Ἀχμέτ καί δύο χρόνια ἀργότερα καί οἱ δυό γυιοί τους. Ἡ Μαρία μένει χήρα ἐνῶ ἔχει μεγάλη περιουσία. Ζεῖ χριστιανικά στήν Πόλη μέ τόν καημό τῆς πατρίδας της.

Τόν Μάρτιο τοῦ 1821 ἀποφασίζει νά ἐπισκεφτεῖ τήν Τῆνο νά προσκυνήσει τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας πού πρόσφατα εἶχε ἀνευρεθεῖ. Στό λιμάνι εἶναι ἕνα μπρίκι μέ κρητικό καπετάνιο. Συνεννοεῖται μαζί του ὅμως τό καράβι δέν ἔχει ἄδεια ἀπόπλου. Ἡ Μαρία λαμβάνει φιρμάνι ἀπό τόν οἰκογενειακό τους φίλο Κωνσταντίνο Μουρούζη Μεγάλο Διερμηνέα τῆς Πύλης καί τό καράβι ἀναχωρεῖ. Ὁ καπετάνιος τοῦ καραβιοῦ Μανοῦσος ρωτάει τήν Δασκαλογιάννη ποιά εἶναι καί ἔχει τέτοια δύναμη καί αὐτή τοῦ ἀφηγεῖται τή ζωή της. Ὁ καπετάνιος εἶναι ὁ Μανοῦσος Δασκαλάκης γιός τοῦ ἀδερφοῦ της Ἀνδρέα καί τότε μόνο συνειδητοποιεῖ ὅτι ἡ γυναίκα μπροστά του ἦταν ἡ χαμένη τους θεία Μαρία! Ἡ συγκίνηση εἶναι μεγάλη! Ἡ Μαρία ἀπό τήν ἔνταση λιποθυμᾶ.

Γραμματέας τοῦ καραβιοῦ εἶναι ὁ ἀδελφός τοῦ Μανούσου Γεώργης, ὁ ἐπωνομαζόμενος καί Τζελεπής. Αὐτός ἀναφέρει στήν θεία του ὅτι θέλει νά ἀγωνιστεῖ γιά τήν ἐλευθερία τῆς πατρίδας πού τότε ἀρχίζει καί πάλι τούς ἀγῶνες της καί ἡ Μαρία τόν ἐνθαρρύνει. Ὁ Γιώργης κατεβαίνει ἀπό τό καράβι καί μέσω Σάμου φτάνει στό Κουσάντασι ὅπου ὀργανώνει σῶμα Κρητικῶν προσφύγων. Ἡ θεία του Μαρία χρηματοδοτεῖ καί ἐξοπλίζει σῶμα εἴκοσι ἐνόπλων, τό ὁποῖο ἑνώνεται μέ τό σῶμα τοῦ Γιώργη καί ὅλοι μαζί κατεβαίνουν στήν Κρήτη. Ὁ Γιώργης (1791-1821) διακρίθηκε ὡς ὁπλαρχηγός γιά τούς ἀγῶνες του καί τελικά σκοτώθηκε μαχόμενος ὡς ἥρωας στήν Κάντανο Σελίνου στή θέση Σταυρός τό 1821.

Ἡ Μαρία εἶχε παραμείνει στήν Τῆνο ὅπου καί ἔμαθε γιά τόν ἡρωικό χαμό τοῦ ἀνηψιοῦ της. Διέθεσε μεγάλα ποσά ἀπό τήν περιουσία της, ἐνῶ μάζεψε καί πολλά χρήματα ἀπό τούς γνωστούς της στήν Πόλη καί βοήθησε σημαντικά στήν ἵδρυση τοῦ Πανελληνίου Ἱδρύματος τῆς Ἐυαγγελιστρίας. Ἔγινε μοναχή καί πέθανε στήν Τῆνο τό 1823.

Ἡ οἰκογένεια Δασκαλογιάννη ἒχει προσφέρει πολλά καί σημαντικά στήν ρωμηοσύνη καί στήν συνεχιζόμενη πορεία τοῦ Γένους μας.

Ἰωάννης Κων. Νεονάκης

16 IV 2020

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια