1912 – 1913 Η συμβολή των γυναικών στην απελευθέρωση της Ηπείρου

Απόσπασμα από την ομιλία του Αθανασίου Δάλλα, στα Γιάννινα, την 18η Φεβρουαρίου 2013, στα πλαίσια των εορτασμών για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση των Ιωαννίνων
Σε όλες τις περιόδους της ιστορίας, οι γυναίκες της Ελλάδος πρωτοστατούσαν στους εθνικούς μας αγώνες. Ατέλειωτη η απαρίθμηση παραδειγμάτων αλλά, χάριν οικονομίας χρόνου, θα περιοριστούμε μόνο σε μερικά περιστατικά της σύγχρονης ιστορίας μας.
Η Μόσχω Τζαβέλλα, όταν το Σούλι κινδύνευε και οι άντρες λείπαν στον πόλεμο, ζώστηκε τ’ άρματα και μαζί με τις άλλες Σουλιώτισσες πολέμησε, νικηφόρα, τον εχθρό. Η Λένη του Μπότσαρη, οι γυναίκες του Ζαλόγγου και η Δέσπω Μπότσαρη, επέλεξαν την μαρτυρική αυτοθυσία αντί της ατίμωσης και της υποδούλωσης.

Οι σκληροτράχηλες γυναίκες της Πίνδου φορτώθηκαν τα πυρομαχικά και αδιαφορώντας για τον κίνδυνο, τα κουβαλούσαν στις προωθημένες μονάδες της 1ης γραμμής. Και εάν ξεμακρύνουμε λίγο γεωγραφικά, θα πρέπει να μνημονεύσουμε τις Μανιάτισσες που οπλίστηκαν και πολέμησαν τον Ιμπραήμ στο Δυρό, και τις γυναίκες της Μακεδονίας που, στην Αραπίτσα της Νάουσας, έστησαν το δικό του Ζάλογγο.

 Πέρα όμως απ’ αυτές που προσέφεραν και θυσιάστηκαν στην πρώτη γραμμή των μαχών, υπάρχουν και οι ηρωίδες των μετόπισθεν. Είναι αυτές που όταν, οι άνδρες έλειπαν στο στρατό για χρόνια, κράτησαν όρθιες τις οικογένειες τους και, μαζί, κράτησαν όρθια και την ίδια την πατρίδα. Είναι αυτές που όταν έχασαν στον πόλεμο παιδιά και συζύγους, δεν έσκυψαν το κεφάλι, αλλά περήφανες συνέχισαν να οδηγούν αυτούς που απόμειναν στα μονοπάτια των προαιώνιων αξιών της φυλής μας.

Όταν στις 5 Οκτωβρίου 1912 τα βαλκανικά κράτη κήρυξαν τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, το έθνος μονιασμένο, με άξιους ηγέτες και με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του, αγωνίστηκε για την πραγμάτωση του οράματος της Μεγάλης Ιδέας για την απελευθέρωση των σκλαβωμένων αδελφών. Σίγουρα η περίοδος 1912-1913 υπήρξε μια από τις ευτυχέστερες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας μας και οι πολεμικές επιχειρήσεις αυτής της περιόδου είχαν σαν αποτέλεσμα την απελευθέρωση της Μακεδονίας, της Ηπείρου και των νησιών του Αιγαίου.

Στο κάλεσμα της πατρίδας ανταποκρίθηκαν όλοι. Άνδρες, γυναίκες, στρατευμένοι και εθελοντές. Έσπευσαν όλοι να προσφέρουν για τη λευτεριά μας ότι μπορούσε ο καθένας: αίμα, μόχθο, πνεύμα, αλκή, χρήμα. Πολλά έχουν γραφτεί και άλλα τόσα έχουν ειπωθεί για την δράση και τους αγώνες των ανδρών που στελέχωναν τις ανταρτικές ομάδες και τα στρατιωτικά σώματα. Όμως γνωρίζουμε πολύ λίγα για τη δράση των γυναικών αυτής της περιόδου.

Στη σημερινή εκδήλωση θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τη μεγάλη, τη σημαντική, την αποφασιστική συμβολή των Ελληνίδων στον αγώνα για την απελευθέρωση της φιλτάτης ημών πατρίδος, της Ηπείρου και να παρουσιάσουμε μερικά γεγονότα και περιστατικά που συνδέονται με τη δράση τους.

Και τούτο ας μη θεωρηθεί μόνο πράξη δικαία και ηθική, με την οποία αποδίδουμε την οφειλόμενη τιμή και ευγνωμοσύνη μας προς αυτές. Περισσότερο ας θεωρηθεί σαν εκδήλωση καθαγιασμού του τίμιου δρόμου του παρελθόντος, διαπαιδαγώγησης της νεότητας και παραδειγματισμού προς υπηρέτηση των κοινών υψηλών ιδανικών της πατρίδας μας.

Λίγα χρόνια πριν από την έναρξη του πολέμου, το 1906, οι συμπατριώτες μας Παναγιώτης Δαγκλής , Σπύρος Σπυρομήλιος, Χρήστος Χριστοβασίλης κ.α., ίδρυσαν την Ηπειρωτική Εταιρία με σκοπό την προετοιμασία του εδάφους και την δημιουργία κατασκοπευτικών δικτύων στην κατεχόμενη Ήπειρο.

Οι γυναίκες εντάσσονται, από την πρώτη στιγμή, στις τάξεις του Ηπειρωτικού Κομιτάτου.

Μετά την διακοπή των Ελληνοτουρκικών σχέσεων και την αποχώρηση του ελληνικού Προξενείου από τα Γιάννινα, ο διερμηνέας Νικόλαος Χαντέλης εμπιστεύτηκε την κρυπτογραφική κλείδα στον Ιωάννη Λάππα, μιας και κανείς άλλος – μηδέ του Μητροπολίτου Γερβάσιου εξαιρουμένου – δεν δέχονταν να αναλάβει τόσο βαριά ευθύνη. Ο Ιωάννης Λάππας, νομικός και προξενικός αντιπρόσωπος της Γαλλίας, οργάνωσε στο σπίτι του την κρυπτογραφική υπηρεσία με την οποία διαβιβάζονταν στο Ελληνικό Στρατηγείο στρατιωτικές και κάθε άλλου είδους πληροφορίες από τα Γιάννινα και όλη την Ήπειρο. Η ανηψιά του Αντιγόνη Τζαβέλλα, κόρη του αγωνιστή Γεωργίου Τζαβέλλα επιστρατεύθηκε αμέσως και ανέλαβε το απόρρητο και επικίνδυνο έργο της κρυπτογράφησης και αποκρυπτογράφησης των μηνυμάτων. Εκτέλεσε την πατριωτική της αποστολή με αφοσίωση και μεθοδικότητα.

Τηρούσε τετράδιο στο οποίο καταχωρούσε τα αποκρυπτογραφούμενα έγγραφα και σ’ αυτό το τετράδιο υπάρχουν ιδιόχειρες αφιερώσεις του Νικολάου Χαντέλη και του Παναγιώτη Δαγγλή που αποτελούν ταυτόχρονα και τις αδιάψευστες μαρτυρίες για την πατριωτική της δράση. Ο Νικόλαος Χαντέλης αναφέρεται στην “… μετ’ αυταπαρνήσεως αξιοζήλου συνεργασίας της χαριεστάτης δεσποινίδος Αντιγόνης Τζαβέλλα εν ημέραις δειναίς …” και ο Πρόεδρος της Ηπειρωτικής Εταιρείας γράφει “Ομολογώ την πολύτιμον εργασίαν της φιλοπάτριδος δεσποινίδος Τζαβέλλα, συντελεσάσης εις το να διαφωτίσει τον ελληνικόν στρατόν περί των τουρκικών δυνάμεων …”.
Η Λαμπρινή – Θέμις Λούλη η Δικαία ήταν ή μέλος ή συγγενής της ευκατάστατης οικογένειας του Ευεργέτη Ιωάννη Λούλη από την Αετορράχη Κατσανοχωρίων.

Στο Μουσείο Βαλκανικών Αγώνων στο Χάνι Εμίν Αγά εκτίθεται το φωτογραφικό πορτραίτο της. Από την επεξηγηματική πινακίδα που συνοδεύει τη φωτογραφία πληροφορούμαστε τα εξής:
“Ήταν μυημένη στην επαναστατική Ηπειρωτική Εταιρία και διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο στο Ηπειρωτικό Κομιτάτο.
Περιέθαλπτε και βοηθούσε με κάθε τρόπο τα ελληνικά ανταρτικά σώματα Ηπείρου.
Επέλυε τις διαφορές των κατοίκων της περιοχής και το αρχοντικό της είχε μετατραπεί σε Εφετείο όπου απονέμονταν δικαιοσύνη”.

Δυστυχώς δεν διευκρινίζεται εάν το όνομα “Θέμις” είναι δεύτερο βαφτιστικό της όνομα ή εάν της απενεμήθη αργότερα, τιμητικά λόγω της ενασχόλησης της με τις δικαστικές υποθέσεις. Επίσης δεν παρέχεται καμμία πληροφορία για την προέλευση του επιθετικού προσδιορισμού “Δικαία” αν και θεωρώ ότι κατά πάσα πιθανότητα απεκαλείτο Δικαία εις ένδειξη θαυμασμού και αναγνώρισης της αμερόληπτης εκτέλεσης των δικαστικών της καθηκόντων.

Πολλές δασκάλες στέλνονταν να διδάξουν εκεί που όριζε η ηγεσία της Ηπειρωτικής Εταιρίας για να εργαστούν τόσο για τη συγκέντρωση πληροφοριών όσο και για την εμψύχωση του κόσμου.
Στο τεύχος 314/2009 του Δελτίου Πνευματικής Ενημέρωσης της Ηπειρωτικής Εταιρείας καταγράφεται από την κ. Κούλα Ξηραδάκη μαρτυρία για τη δράση της Γιαννιώτισσας δασκάλας Ευανθίας Γεωργίου Σούλη, που γεννήθηκε στα Γιάννινα το 1893 και υπηρέτησε σα δημοδιδασκάλισσα στα χωριά των περιφερειών Αργυροκάστρου και Κόνιτσας από το 1898 μέχρι το 1913.

Ήταν αδελφή του υπίλαρχου Δημητρίου Σούλη, ενός εκ των πρώτων νεκρών αξιωματικών των Βαλκανικών πολέμων και του συνταγματάρχη πυροβολικού Θωμά Σούλη που πολέμησε κι αυτός στους πολέμους 1912 – 1913.
Στις διακοπές των σχολείων μετέβαινε στην Αθήνα και μέσω των κύκλων των αδελφών της μυήθηκε κατ’ αρχάς στο Μακεδονικό Κομιτάτο και, όπως προκύπτει από τα γεγονότα και την μετέπειτα δράση της, είχε μυηθεί και στο Ηπειρωτικό Κομιτάτο. Είναι βέβαιο ότι βρίσκονταν σε επαφή και σε συνεννόηση με τον Μητροπολίτη Βελλάς και Κονίτσης Σπυρίδωνα.

Την διέκρινε εργατικότητα και ευφυία, ήταν δε πολύ ψυχωμένη και γενναία γυναίκα. Κάποτε, στο δρόμο για το Λάμποβο της Βορείου Ηπείρου όπου είχε διοριστεί σα δασκάλα τη σταμάτησε ο Αλβανός οπλαρχηγός Σαλή Μπούτκα, της είπε να γυρίσει αμέσως πίσω και, όταν αυτή δεν υπάκουσε, την απείλησε ότι «θα έρθω το βράδυ και θα βάλω φωτιά στο σπίτι και θα σε κάψω ζωντανή». Η Ευανθία, κοριτσάκι 16 χρονών, δεν δείλιασε και του απάντησε: «Μωρέ άντρας είσαι εσύ να τα βάζεις με τις γυναίκες. Φτου σου» και συνέχισε το δρόμο της. Κάποτε που αντιλήφθηκε ύποπτους θορύβους στη αυλή δεν δίστασε να βγάλη το περίστροφο της και να πυροβολεί προς όλες τις κατευθύνσεις. Από τότε όλοι τη σέβονταν και όλοι την υπολόγιζαν πολύ σοβαρά.
Από το 1903 έως το 1913 έδρασε ως πράκτωρ των εθνικών εταιρειών, συγκέντρωνε πληροφορίες, μετέφερε φάρμακα από την Αθήνα στην Ήπειρο, περιέθαλπτε τραυματίες αντάρτες και εμψύχωνε τους υπόδουλους αδελφούς της.

Με την διαταγή του Στρατηγείου 1279/15 Οκτωβρίου 1912 συνεστήθη το «Μικτό στράτευμα Ηπείρου» που είχε σκοπό να χρησιμεύσει ως αριστερά πλαγιοφυλακή του στρατού. Το σώμα αυτό απαρτίζονταν κυρίως από εθελοντές της Λάκκας Σουλίου και η διοίκηση του ανατέθηκε στον Σουλιώτη Υπολοχαγό Μηχανικού Δημήτριο Νότη Μπότσαρη.

Οι ηπειρώτισσες ανταποκρίθηκαν αμέσως στο κάλεσμα της πατρίδας και εντάχθηκαν στις ανταρτικές ομάδες. Ο Μπότσαρης μάλιστα, στην αναφορά του της 20ης Δεκεμβρίου 1912 προς το Αρχηγείο, όχι μόνο επαινεί τη συμμετοχή των γυναικών στον αγώνα, αλλά την χαρακτηρίζει σαν απόδειξη της ακμής εις την οποίαν έφθασε το Εθνικό φρόνημα των κατοίκων. Παρακάτω, στην ίδια αναφορά, γράφει: “… άλλαι μεν εβοήθουν αυθορμήτως εις την μεταφοράν πολεμοφοδίων και τροφίμων, άλλαι δε συμμετείχαν ουσιαστικώς εις τον αγώνα, δείξασαι σταθερότητα ηθικού σθένους κατά τας μάχας. Τοιαύται υπήρξαν η Λάμπρω η Κοσμηριώτισσα, η Μαρία Ναστούλη, εκ Γεωργάνου, η εκ Γρατσανών Λάμπρω, άλλη τις εκ Ποπόβου κ.λ.π.”

Ο Αθηναϊκός τύπος εξύμνησε, με περίσσιο θαυμασμό, τα κατορθώματα τους.

Ο απεσταλμένος της εφημερίδας ΠΑΤΡΙΣ, σε ανταπόκριση που έστειλε από το Μελίχοβο την 21η Νοεμβρίου 1912 μας πληροφορεί: “Το ηρωικόν Σούλι πρωτοστατεί και πάλιν. Ήδη έδραξαν τα όπλα καταρτίσασαι εθελοντικά σώματα δύο Σουλιώτισσαι, η Μαρία Κωστακίτσαινα και η Ευθυμία Κώστα Γιάννη”. Στην εφημερίδα ΕΣΠΕΡΙΝΗ της 13ης Δεκεμβρίου 1912 αναγράφεται ότι: “Τέσσαρες γυναίκες, καταγόμεναι εκ Σουλίου, επί κεφαλής ανδρών μάχονται ανδριώτατα. Η μία ονομάζεται Λάμπρω και συμπράττει μετά του σώματος Κυπριάδη, η Δευτέρα Πανάγιω που κατάγεται από τα Γρατσανά και συμπράτει μετά του σώματος Κολέτση, η τρίτη η Βασιλική και η τετάρτη, η ανδρειοτέρα Μαρία Ναστούλη, ετών 48, εκ του χωρίου Γεωργάνο και ήτις ηγουμένη ιδίου σώματος έλαβε μέρος εις πολλάς μάχας”

Η Μαρία Ναστούλη, η Κωστακίτσαινα κατάγονταν από τα Δερβίζανα και όταν παντρεύτηκε τον Κώστα Κιτσόπουλο εγκαταστάθηκε στους Γεωργάνους. Ήταν μία ψηλή γυναίκα, σκληραγωγημένη και αποφασιστική. Με την άφιξη του Μπότσαρη στην περιοχή άρχισαν και οι ζυμώσεις για την δράση των ανταρτικών ομάδων. Στους Γεωργάνους υπήρχε προθυμία αλλά και μεγάλη διστακτικότητα για το ποιός θα ηγηθεί της ανταρτικής ομάδας, μιάς και υπήρχε ένα κακό προηγούμενο: ο παπά Ζήσης Τσιρούκης που, το 1802, είχε ηγηθεί των χωριανών που πολέμησαν στο πλευρό των Σουλιωτών κρεμάστηκε από τον Αλή Πασά μαζί με οχτώ μέλη της οικογενείας του. Η Κωστακίτσαινα, που ήταν μητέρα δύο παιδιών, θύμωσε, χαρακτήρισε κιοτήδες τους άντρες του χωριού και ανέλαβε η ίδια την αρχηγία. Την ακολούθησαν είκοσι συγχωριανοί της και σε πολύ λίγο χρόνο αναδείχτηκε στην πιο τρανή Καπετάνισσα. Πολέμησε σκληρά και έλαβε μέρος σε πολλές μάχες με πιο σπουδαία αυτή της απόκρουσης των εχθρικών τμημάτων στους Βαριάδες. Όταν έγινε η παρέλαση του Ελληνικού στρατού στα Γιάννινα, έλαβε μέρος με το τμήμα της.

Μετά την απελευθέρωση τη ρώτησαν «τι θέλεις από την πατρίδα για τους αγώνες σου;» εκείνη είπε: τρία στρέμματα τόπο στο βουνό για να φτιάξη η γιός μου στάνη. Τότε που αν ζητούσε ένα τούρκικο τσιφλίκι θα το έπαιρνε γιατί το δικαιούταν. Αργότερα την διόρισαν στο σχολείο επιστάτρια αλλά τον άλλο χρόνο τη απέλυσαν γιατί δεν είχε τα τυπικά προσόντα, δηλαδή τις απαιτούμενες γραμματικές γνώσεις.

Το 1930 στις γιορτές του Σουλίου το Ελληνικό κράτος παρασημοφόρησε την Μαρία Ναστούλη με δύο μετάλλια. Η «Καπετάνισσα», δεν τα φόρεσε ποτέ δημόσια. Δεν ήθελε να τα επιδεικνύει και, ταπεινή και αθόρυβη όπως ήταν, τα κρέμασε στο εικόνισμα του σπιτιού της και τα φιλούσε κάθε εθνική επέτειο και μεγάλη γιορτή.
Δεν ζήτησε τίποτε από κανένα. Ήθελε μόνο να προσφέρει στην Πατρίδα. Με αυτές τις αξίες γαλούχησε και τον εγγονό της Κώστα Κιτσικόπουλο που, στην κατοχή, εντάχθηκε γρήγορα στις Εθνικές Αντιστασιακές Δυνάμεις σαν ασυρματιστής, συνελήφθη και εκτελέστηκε το 1943 σε ηλικία 28 ετών.
Η Λαμπρινή Λώλη από την Κοσμηρά το 1912 ήταν 18 χρονών και φύλαγε τα πρόβατα της οικογενείας. Όταν εκλήθη από τον τσιφλικά της Κοσμηράς Αγά Πετρέφ Παπατζιάν να δώση λόγο για την ανυπακοή στις εντολές του, έφυγε στα βουνά, αντάρτισσα, αφού προηγουμένως φρόντισε να «ποδεθεί» αποσπώντας, με την απειλή μαχαιριού, τα τσαρούχια ενός συγχωριανού της.

Απέβαλε την γυναικεία ενδυμασία, φόρεσε φουστανέλλα, εντάχθηκε στο σώμα του οπλαρχηγού Μπράτου και ετέθη επικεφαλής μιας ομάδας ανιχνευτών. Πολέμησε με πάθος κατά του εχθρού, εξόντωσε ολόκληρη τουρκική μονάδα κοντά στο Χάνι Τζεμαλή Αγά και, στην τελική επίθεση της 20ης Φεβρουάριου, ακολούθησε τις εμπροσθοφυλακές της Φάλαγγας του Συνταγματάρχη Δελλαγραμάτικα στη επίθεση κατά των οχυρών της Δουρούτης.
Το 1914, κατά μία μη διασταυρωμένη πληροφορία, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα των «Επιτροπών Εθνικής Αμύνης» και εντάχθηκε στο επαναστατικό σώμα της Αυτόνομης Βορείου Ηπείρου και πολέμησε μαζί με τις Ιερολοχίτισσες της Κορυτσάς. Δεν γνωρίζουμε εάν έλαβε μέρος και σε πολεμικές συμπλοκές.
Μετά την απελευθέρωση αποσύρθηκε ταπεινά στο χωριό της και φύλαγε, σε όλη της τη ζωή, πρόβατα. Η πολιτεία όχι μόνο δεν της παρείχε κάποια οικονομική στήριξη, αλλά δεν της απένειμε καν κάποια τιμητική διάκριση. Και παραμένει ως μοναδική της διάκριση το ότι ο Διοικητής του «Μικτού στρατεύματος Ηπείρου» Δημήτριος Νότη Μπότσαρης, στη γνωστή αναφορά του προς το Αρχηγείο, παραθέτει το όνομά της πρώτο από όλα τ’ άλλα.
Πέθανε σε απόλυτη ένδεια το 1942.

Από δημοσίευμα του Νοεμβρίου 1912 της εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ πληροφορούμαστε ότι: “ο πέραν των Ιωαννίνων Ηπειρωτικός αγών δεν ομοιάζει με τον Σουλιωτικόν μόνον κατά τα διατιθέμενα μέσα. Και τώρα όπως και τότε μετέχουν του πολέμου και γυναίκες. Εις την Κοσοβίτσαν δεκατέσσαρες γυναίκες ευρίσκονται εις το πρόχωμα ζητούσαι όπλα δια να πολεμήσουν” και παρακάτω “Εις την Λεσσινίτσαν δέκα άλλαι, μία μητέρα με την κόρην της επέμεναν να ακολουθήσουν το, υπό την αρχηγίαν του, σώμα”
Στο φύλλο 1038 του εντύπου ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ της Καλλιρρόης Παρρέν, δημοσιεύτηκε άρθρο με τον τίτλο Η ΚΑΠΕΤΑΝΙΣΣΑ και αναφέρεται σε κάποια Αλεξάνδρα από του Γεωργουσάτες. Είναι πολύ πιθανό η Καπετάννισα Αλεξάνδρα να είναι το ίδιο πρόσωπο με την Αλέξω, το γένος Σπυρώνη που μνημονεύεται ότι ήταν επί κεφαλής των γυναικών που πολέμησαν στη Κοσοβίτσα.

Δυστυχώς δεν καταφέραμε να συλλέξουμε περισσότερες πληροφορίες ούτε για την «εκ Γρατσανών Λάμπρω» και την «άλλη τινά εκ Ποπόβου» που μνημονεύονται στην αναφορά του Μπότσαρη, ούτε για την Ευθυμία Κώστα Γιάννη που αναφέρεται στο δημοσίευμα της εφημερίδος ΠΑΤΡΙΣ ούτε για την Πανάγιω από τα Γρατσανά και την Βασιλική που καταγράφονται στην ανταπόκριση της εφημερίδας ΕΣΠΕΡΙΝΗ. . Η σημερινή εκδήλωση ας αποτελέσει την αφορμή για να ασχοληθούν οι ιστορικοί με το θέμα και να αποτελέσει η δράση των γυναικών αυτής της περιόδου αντικείμενο μιας ουσιαστικότερης επιστημονικής έρευνας.

Γενάρης 1913. Παρ’ όλο ότι οι ελληνικές δυνάμεις ενισχύονται με τρεις ακόμη Μεραρχίες οι διαδοχικές επιθέσεις κατά του Μπιζανίου δεν έχουν κανένα αποτέλεσμα. Η άλλη φυσική δίοδος προς τα Γιάννινα, η κοιλάδα της Δωδώνης, είναι εκτεθειμένη στα πυρά του πυροβολικού της Μανωλιάσας.
Το όνειρο της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων δείχνει να απομακρύνεται κάθε μέρα και πιο πολύ, ο χειμώνας είναι πολύ βαρύς και το ηθικό του στρατεύματος αρχίζει να κλονίζεται.

Στις 15 Ιανουαρίου 1913 αναλαμβάνει την διοίκηση των ελληνικών δυνάμεων ο Διάδοχος Κωνσταντίνος και τα σχέδια καταλήψεως της πόλης των θρύλων αλλάζουν. Η άλωση της πόλης θα γίνει με παράκαμψη του Μπιζανίου αφού πρώτα εξουδετερωθούν, οι ισχυρές θέσεις των Τούρκων στη Μεγάλη Ράχη της Μανωλιάσας. Αυτή η αποστολή ανατέθηκε στον Ουλαμό πυροβολικού υπό τον Λοχαγό Γεώργιο Λέστο που έφτασε στα Τσερίτσανα στις 23 Ιανουαρίου και εγκατέστησε στον Τόμαρο, στη θέση «δύο βουνά» δύο ταχυβόλα πυροβόλα διαμετρήματος 75 χιλιοστών. Η μεγάλη επίθεση για την κατάληψη των Ιωαννίνων ξεκίνησε τα χαράματα της 20ης Φεβρουαρίου και το στρατηγικό σχέδιο εξελίχθηκε με απόλυτη επιτυχία. Το πυροβολικό του Γεωργίου Λέστου, με καταιγιστικές και επιτυχείς βολές, εξουδετέρωσε πλήρως τα τουρκικά πυροβολεία της Μεγάλης Ράχης στη Μανωλιάσα. Έτσι η 2η Φάλαγγα μαζί με το 8ο και 9ο Τάγμα Ευζώνων που είχαν διοικητές τους θρυλικούς Ταγματάρχες Ιατρίδη και Βελισσαρίου, μπόρεσαν να κινηθούν χωρίς να πλαγιοβάλονται, κατέλαβαν την Πεδινή και προελαύνοντες, έφτασαν στον Αγιάννη στις 6 το απόγευμα. Στις 4.30 το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου είχαν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες υπογραφής της παράδοσης των τουρκικών στρατευμάτων.

Τα Γιάννινα είναι ελεύθερα.

Στην επιτυχή έκβαση αυτής της επιχείρησης και – έμμεσα – στην επίσπευση της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων η συμβολή των γυναικών των Τσεριτσάνων και των γύρω χωριών υπήρξε καθοριστική. Γυναίκες σκληροτράχηλες, ακαταπόνητες, δυναμικές, πυρωμένες από πατριωτικά αισθήματα, “άντρισσες”, τάχθηκαν από την πρώτη στιγμή, εθελοντικά, στην υπηρεσία της πατρίδας. Ανέλαβαν το ζύμωμα και το ψήσιμο του ψωμιού για την τροφοδοσία των ανταρτικών σωμάτων του Δημητρίου Μπότσαρη και ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1912 παράτησαν εκκλησιές, σπίτια και οικογένειες και προσέτερεξαν σε βοήθεια της διλοχίας που είχε ακινητοποιηθεί στις ρίπες, κοντά στο χωριό. Ως κορυφαία προσφορά τους όμως λογίζεται το έργο υποστήριξης που προσέφεραν στον Ουλαμό πυροβολικού του Τόμαρου. Στις 24 Ιανουαρίου, καλύπτοντας τις ελλείψεις σε προσωπικό και υποζύγια, “ζαλικώθηκαν” τα εξαρτήματα των πυροβόλων και τα πυρομαχικά και πήραν την ανηφόρα για τα “δυο βουνά”. Πέντε ώρες κράτησε η ανάβαση! Για 28 ημέρες βοήθησαν με κάθε τρόπο το απόσπασμα του Λοχαγού Γεωργίου Λέστου μεταφέροντας φυσίγγια και τρόφιμα, κάτω από εξαιρετικά αντίξοες καιρικές συνθήκες. Συνολικά μετέφεραν 2.000 οβίδες, από τις οποίες τις τελευταίες 650, βάρους 4,5 τόνων, τις μετέφεραν στην τελευταία επική πορεία της 19ης Φεβρουαρίου. Ήταν αυτές οι οβίδες που την επομένη ημέρα, στις 20 Φεβρουαρίου θα εξουδετερώσουν το εχθρικό πυροβολικό της Μεγάλης Ράχης στη Μανωλιάσα.

Η Ασπασία Ράλλη ήταν κόρη του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, που διετέλεσε πρωθυπουργός το 2009, μετά την επανάσταση στο Γουδή. Γεννήθηκε το 1884 και παντρεύτηκε – σε πρώτο γάμο – τον Ιωάννη Ράλλη, τον μετέπειτα κατοχικό πρωθυπουργό.

Το 1912 ήταν 28 χρόνων και μητέρα δύο παιδιών. Όταν κηρύχθηκε η επιστράτευση, έσπευσε, μαζί με την αδελφή της Ευφροσύνη Αργυροπούλου, να υπηρετήσει σαν νοσοκόμα για την περίθαλψη των τραυματιών. Η Ασπασία Μαυρομιχάλη – Ράλλη συνόδευσε την πριγκίπισσα Ελένη στο πρώτο ταξίδι του νοσοκομειακού τραίνου και κατέγραψε τις εμπειρίες της απ’ αυτή την αποστολή σε ένα ημερολόγιο. Το ημερολόγιο αυτό το μετέγραψε η στενή της φίλη Θεανώ Δρακοπούλου, η γνωστή Μυρτιώτισσα, σε ένα σχολικό τετράδιο.

Περί τα τέλη Οκτωβρίου 1912, ο αδελφός της μητέρας της Αλέξανδρος Ρώμας, επικεφαλής των Γαριβαλδινών, των Ερυθροχιτώνων, ετοίμαζε τους εθελοντές του για τον αγώνα της Ηπείρου. Η Ασπασία τους ακολούθησε στην αρχή σαν νοσοκόμα του Κυανού Σταυρού, αργότερα όμως εντάχθηκε στο σώμα ως μάχιμη και πολέμησε ηρωϊκά στη μάχη του Δρίσκου. Η δράση της προκάλεσε τον θαυμασμό των συμπολεμιστών της. Κάποιος που υπογράφει ως «αυτόπτης μάρτυς» συνέταξε υπόμνημα για να περιγράψη την πολεμική της δράση. Ο ερυθροχίτων Γεώργιος Χονδρογιάννης συνέταξε ποίημα για να υμνήσει τις αρετές της και την συμμετοχή της στη μάχη. Και όταν η Φλωρά – Καραβία την συνάντησε στη Φιλιππιάδα το 1913 τη ζωγράφισε φορτωμένη με φυσίγγια και με το όπλο στο χέρι.
Πληροφορίες για τη συμμετοχή της στη μάχη του Δρίσκου μας δίνουν επίσης ο Ιταλός ανταποκριτής Ο. Μπινέττι, ο Ηλίας Βενέζης και η Ρεβέκκα Μαυρομιχάλη.

Με την κήρυξη του πολέμου οι γυναίκες των πόλεων, κυρίως δε της Αθήνας, εντάχθηκαν χωρίς χρονοτριβή στη «Φανέλλα του στρατιώτη». Γνέθουν, πλέκουν, ράβουν και αγοράζουν ρουχισμό, άρβυλα και τρόφιμα για να τα στείλουν στους φαντάρους που πολεμάν υπό αντίξοες καιρικές συνθήκες. Παράλληλα ασχολούνται και με τη συγκέντρωση και διανομή τροφίμων που προορίζονται για τους πρόσφυγες και τον δεινοπαθούντα πληθυσμό των περιοχών που μόλις είχαν απελευθερωθεί

Οι γυναίκες της Βασιλικής οικογένειας δεν μπορούσαν να απουσιάζουν από το εθνικό προσκλητήριο. Η Βασίλισσα Όλγα πηγαίνει στην 1η γραμμή του μετώπου της Ηπείρου για να εμψυχώσει τους στρατιώτες που πολεμάν.
Η Πριγκίπισσα Μαρία ιδρύει το πλωτό Νοσοκομείο «η Αλβανία», η Πριγκίπισσα Σοφία ιδρύει στην Αθήνα Νοσοκομεία για την περίθαλψη των τραυματιών, ανεξαρτήτως βαθμού, η Πριγκίπισσα Ελένη ανέλαβε την οργάνωση φορητού σιδηροδρομικού Νοσοκομείου για την μεταφορά των τραυματιών και η Πριγκίπισσα Αλίκη ιδρύει και οργανώνει τα υπαίθρια Νοσοκομεία

Οι Ελληνίδες που εντάχθηκαν εθελοντικά στην υπηρεσία της πατρίδας σαν νοσοκόμες για την περίθαλψη των τραυματικών προσέφεραν πάρα πολλά! Γυναίκες της πόλης οι πιο πολλές – αν όχι όλες -, δεν ήταν σκληραγωγημένες ούτε μαθημένες στις κακουχίες. Δεν ήταν ούτε απλή, ούτε εύκολη η αποστολή τους. Η Ασπασία Ράλλη μας δίνει, στο ημερολόγιό της, μία περιγραφή της κατάστασης και των δυσκολιών προσαρμογής που αντιμετώπισαν οι εθελόντριες νοσοκόμες όταν ήρθαν για πρώτη φορά αντιμέτωπες με την τραγωδία του πολέμου:

«Ήτο η πρώτη φορά που παρακολουθούσα χειρουργείο. Το χλωροφόρμιο, τα αίματα με είχαν ζαλίσει, ησθανόμην το κεφάλι μου να γυρίζει και προσπάθησα να επιβληθώ στον εαυτό μου και σε λίγο είχα συνέλθει τελείως. Έπειτα από μερικές μέρες ζήτησα να διανυκτερεύσω. Έκαμα όλην την ημέρα την συνηθισμένη μου εργασία και το βράδυ, χωρίς να αναπαυθώ, έμεινα κοντά στους πληγωμένους. Εν τω μεταξύ έπρεπε να καθαρίσουμε τα πτυελοδοχεία και να ετοιμάσουμε τα φλυτζάνια για το γάλα των ασθενών» (και ύστερα από μερικές μέρες γράφει) «Η κατάστασις ήτο φρικτή! Όλα πρόχειρα νοσοκομεία χωρίς κρεββάτια αρκετά, χωρίς νοσοκόμους, χωρίς τίποτε. Δεν ακούγαμε παρά στεναγμούς, βογγητά, κλάματα. Στις φωνές των δυστυχισμένων κανείς δεν έτρεχε να δώσει βοήθεια. Ένας νοσοκόμος τριγύριζε νυσταγμένος χωρίς να μπορεί να κάμη τίποτε περισσότερο από το να πατή μερικούς από αυτούς που ήταν πεσμένοι χάμω».

Για τις περισσότερες απ΄ αυτές τις υπέροχες Ελληνίδες δεν θα μάθουμε ποτέ τα ονόματα τους. Οι άγνωστες αυτές γυναίκες προσέφεραν, με επαγγελματική ευσυνειδησία τις υγειονομικές υπηρεσίες τους, παράλληλα όμως συμπαραστέκονταν με ανθρωπιά και με αγάπη στον πληγωμένο στρατιώτη για να αλαφρύνουν τον πόνο του. Και κάθονταν δίπλα στο προσκεφάλι αυτών που είχαν ανάγκη από λόγια παρηγοριάς την ώρα του θανάτου. Η Καλλιρρόη Παρρέν γράφει σχετικά στην ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ τα εξής: “Έχομεν όμως και τας ειρηνικάς γυναίκας του πολέμου, τας αφανείς ηρωίδας αι οποίαι κατά τους δέκα αυτούς συνεχείς μήνας, είτε παρακολουθούσαι τον αγωνιζόμενον στρατόν μας ως αδελφαί του Ερυθρού Σταυρού, είτε εργαζόμεναι στα νοσοκομεία προσέφεραν μεγάλας και πολυτίμους υπηρεσίας εις τον Ελληνικόν στρατόν ”
Και δίπλα στις ανώνυμες ελληνίδες στέκουν ισάξια άλλες σπουδαίες γυναίκες, μέλη γνωστών οικογενειών της Αθήνας και του Εξωτερικού, που απαρνήθηκαν την ασφαλή και άνετη ζωή τους για να υπηρετήσουν την Πατρίδα. Στο μέτωπο της Ηπείρου βρίσκονταν και υπηρετούσαν την πατρίδα σαν νοσοκόμες οι κυρίες: Καρατζά, Τσάτσου, Καμπά, Θεοτόκη, Ζαλοκώστα, Κοτοπούλη, η Αλεξάνδρα Λέοντος Μελά, η Άννα Παπαδοπούλου, το γένος Μελά, η Ελένη Νικολοπούλου που οι πληγωμένοι την ονόμασαν «ο Άγγελος», η Μαρή Μπενάκη από την Αλεξανδρεία, , οι κυρίες Νεγρεπόντη και Βλαστού που ήρθαν από το Παρίσι, η κ. Εμπειρίκου που ήρθε από το Λονδίνο, η αγγλίδα δις Tenant και πολλές άλλες. Επίσης βρίσκονταν στην 1η γραμμή και συμπαραστέκονται στους στρατιώτες μας η κόρη του Σλήμαν Ναντίν και η Ναταλία Μελά, χήρα του εθνομάρτυρα Παύλου Μελά και της οποίας ο γιος Μίκης υπηρετούσε την πατρίδα σαν αξιωματικός, μαχόμενος ηρωικά για την ελευθερία μας.

Σε μια εποχή σύγχυσης που η κοινωνία και τα έθνος μας, προσπαθούν να διαμορφώσουν αξίες και ιδανικά και να ανακτήσουν τη χαμένη συνοχή και αξιοπρέπεια τους, εμείς δε χρειάζεται παρά να παραδειγματιστούμε από τον πατριωτισμό αυτών των γυναικών που:

Υπηρέτησαν ιδανικά και αξίες, που ικανοποιούσαν το κοινό αίσθημα όλων των Ελλήνων, εκείνο το κοινό αίσθημα που – από μόνο του – δομεί τις βάσεις μιας συνεκτικής κοινωνίας
δεν δείλιασαν μπροστά στις δυσκολίες, πίστεψαν στο δίκαιο του αγώνα και αγωνίστηκαν με πάθος για την τελική νίκη
προσήλθαν στον αγώνα εθελοντικά έχοντας σα μόνο όπλο τη διάθεση για προσφορά για την ικανοποίηση κοινών και αγαθών στόχων
δεν απέβλεπαν σε καμμιά ανταμοιβή. Εμπνέονταν μόνο από έναν άδολο πατριωτισμό που τον υπηρέτησαν πιστά για να μας προσφέρουν μια πατρίδα ελεύθερη
Δικό μας χρέος είναι να παραδειγματιστούμε απ’ αυτές τις υπέροχες Ελληνίδες, να υπηρετήσουμε τα ιδανικά και τις αξίες που τις ενέπενευσαν και να προσπαθήσουμε ενωμένοι να παραδώσουμε στους επιγόνους μας μια πατρίδα πιο ισχυρή και πιο δίκαιη.

zsgiannina.gr/

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια