Άγνωστα στοιχεία μέσα από τα αλβανικά αρχεία για τα δεινά του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως τις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Η πρόσφατη ανάρτηση στο Facebook του Χρήστου Μάστορα, τραγουδιστή του δημοφιλούς συγκροτήματος «Μέλισσες», για τα προβλήματα των Βορειοηπειρωτών σχετικά με τις συντάξεις τους και όχι μόνο και η απάντηση που έλαβε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη πυροδότησε πολλές συζητήσεις για μία ακόμα φορά για την ελληνική μειονότητα της Αλβανίας.
Λίγο πολύ είναι γνωστά σε γενικές γραμμές όλα όσα υπέφεραν οι Βορειοηπειρώτες, ιδιαίτερα στα χρόνια του καθεστώτος του Χότζα.
Ωστόσο υπάρχουν και άγνωστες, συγκλονιστικές λεπτομέρειες, τις οποίες φέρνει για πρώτη φορά στο φως ο διδάκτωρ Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κύριος Σταύρος Ντάγιος στο βιβλίο του ‘’ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΙΑ 50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ’’, εκδόσεις LITERATUS, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015. Με ιδιαίτερη ευγένεια και προθυμία για μία ακόμα φορά ο κύριος Ντάγιος όχι μόνο μας έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το εξαιρετικό βιβλίο του αλλά μας είπε και άλλες ενδιαφέρουσες πληροφορίες τις οποίες θα παρουσιάσουμε στο σημερινό μας άρθρο.
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Όπως γνωρίζουμε η Αλβανία αν και πολέμησε στο πλευρό της φασιστικής Ιταλίας, βρέθηκε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο πλευρό των νικητών. Υπάρχει μία έντεχνα διοχετευμένη από αλβανικής πλευράς προπαγάνδα, ότι στρατεύματα της γειτονικής χώρας πήραν μέρος σε επιχειρήσεις των Ιταλών του Μουσολίνι εναντίον της Ελλάδας ,περίπου με το πιστόλι στον κρόταφο και εκβιαστικά. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει όμως. 22.000 Αλβανοί στρατιώτες εντάχθηκαν χωρίς καμία πίεση στο πλευρό των Ιταλών και πολέμησαν κατά των ελληνικών στρατευμάτων. Η στροφή όμως που έγινε από τον Ενβέρ Χότζα το 1943 έδωσε άλλοθι στις Μεγάλες Δυνάμεις για να συμπεριλάβουν την Αλβανία στις νικήτριες χώρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήδη από το 1942 οι ισχυρές χώρες είχαν αποφασίσει ότι η Αλβανία θα παρέμενε ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος. Οι προσπάθειες του τότε Έλληνα πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Τσαλδάρη στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι (1946) να αποδοθεί η Βόρεια Ήπειρος (μεταξύ άλλων) στη χώρα μας, απέβησαν άκαρπες. Η Αλβανία είχε τη στήριξη και την προστασία της Σοβιετικής Ένωσης κατά κύριο λόγο και δευτερευόντως της ενωμένης τότε Γιουγκοσλαβίας του Τίτο. Για μία ακόμα φορά η Ελλάδα πλήρωσε βαρύτατο τίμημα πολεμώντας στο πλευρό των Συμμάχων οι οποίοι συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλον σε επιδαψίλευση τιμών και επαίνων για τη χώρα μας στη διάρκεια του πολέμου και μετά τη λήξη του της παραχωρήθηκαν μόνο τα Δωδεκάνησα, τα οποία μάλιστα όπως έχουμε γράψει, αποδόθηκαν μετά από ατέρμονες διαπραγματεύσεις στην Ελλάδα.
Η πληθυσμιακή κατάσταση της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία
Η εθνική ελληνική μειονότητα στην Αλβανία, όπως είναι αναγνωρισμένη από το επίσημο αλβανικό κράτος είναι η μεγαλύτερη πληθυσμιακά και γεωγραφικά, καθώς και η πιο αναπτυγμένη μειονότητα στη γειτονική χώρα και αποτελεί ανάλογα με τις διάφορες πηγές και εκτιμήσεις το 1,1-4,9% του συνολικού αλβανικού πληθυσμού. Ο ελληνικός πληθυσμός ζει στις νότιες περιοχές της Αλβανίας, στις περιφέρειες Αργυροκάστρου, Αγίων Σαράντα, Δέλβινου και Πρεμετής που ανήκουν ιστορικά στη Βόρειο Ήπειρο ,ενώ από τον πληθυσμό αυτό εξαιρέθηκαν οι περιοχές της Κορυτσάς, της Κολόνιε και του Λεσκοβικίου όπου υπήρχε παραδοσιακά συμπαγές ελληνικό στοιχείο, αλλά και όλος ο βλαχόφωνος ελληνισμός της Αλβανίας που ήταν διάσπαρτος σε διάφορες περιοχές. Σύμφωνα με στοιχεία του 2003 οι Αρωμούνοι (Βλάχοι) της Αλβανίας ήταν συνολικά 139.000.
Οι Αλβανοί ξεκίνησαν τις προσπάθειες για αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης της ελληνικής περιοχής ήδη από την εποχή του βασιλιά Ζογκ (Ζόγκου) όταν επιχείρησαν να μετεγκαταστήσουν αλβανόφωνους του Κοσόβου στην περιοχή. Συνάντησαν ωστόσο τη σθεναρή αντίσταση των κατοίκων της Δρόπολης. Παρόμοιο αποτέλεσμα είχαν και οι προσπάθειες των μπέηδων του Λιμποχόβου να εγκαταστήσουν αλβανόφωνους στο Βουλιαράτι. Το 1945 έγιναν νύξεις για την εγκατάσταση των Τσάμηδων που είχαν εκτοπιστεί από την Ελλάδα στην Δρόπολη και τον Βούρκο για να αλλοιώσουν τον ελληνικό πληθυσμό και να τον μετατοπίσουν ,αλλά και για να χρησιμοποιηθούν ως προφυλακή μιας ενδεχόμενης ελληνικής επίθεσης στο μέλλον. Κάτι τέτοιο τελικά δεν έγινε και οι Τσάμηδες εγκαταστάθηκαν στις περιοχές της Αυλώνας, του Φίερι και του Δυρραχίου.
Ωστόσο οι Αλβανοί πέτυχαν σε ορισμένες περιοχές να αλλοιώσουν τον πληθυσμό κάποιων μειονοτικών περιοχών. Ιδιαίτερα στην περιοχή των Αγίων Σαράντα όπου παρήκμασαν, ερημώθηκαν ή εξαφανίστηκαν 11 ελληνόφωνα χωριά. Το 1951 το μεθοριακό χωριό Περδικάρι ερημώθηκε και οι κάτοικοί του υπό την υπόνοια της δραπέτευσής τους στην Ελλάδα εξορίστηκαν στην ενδοχώρα, υποχρεούμενοι να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Στις παρυφές της ελληνόφωνης περιοχής των Αγίων Σαράντα ιδρύθηκαν τα χωριά Βάρφαϊ, Μπάικαϊ, Στιάρι, Βάνα, Γκιάστα και Ξαμίλι ενώ άλλοι οικισμοί εμφυτεύτηκαν, όπως γράφει πολύ εύστοχα ο κύριος Ντάγιος, μέσα στην ελληνική περιοχή για να διαταραχθεί η πληθυσμιακή της ομοιογένεια. Πρόκειται για τους οικισμούς Ντόμπρα, Σελεγκάρι, Μπίστριτσα και Τσλιρίμι. Στο Αργυρόκαστρο ιδρύθηκε το 1947 ο οικισμός Ασίμ Ζενέλι από μεταφερόμενους αλβανόφωνους του ορεινού όγκου του Κουρβελεσίου (στις παρυφές των μειονοτικών περιοχών), η Μπούλιο (1950) αποτελούμενη από μεικτό πληθυσμό, Έλληνες και Αλβανούς, τα Βρυσερά ως διοικητικό κέντρο στην αρχή και οικισμός στη συνέχεια και το Λυκομύλι τα οποία κατοικούνται και τα δύο από ελληνικούς πληθυσμούς και δύο βλάχικα χωριά το Αντόν Πότσι και η Χουμελίτσα. Το καθεστώς του βασιλιά Ζογκ θεωρούσε Έλληνες τους Βλάχους και τους υποχρέωνε να εγγραφούν στα ληξιαρχικά μητρώα της Ελλάδας ακόμα και να υπηρετούν στον Ελληνικό Στρατό. Με την επικράτηση του κομμουνιστικού καθεστώτος ο βλαχόφωνος ελληνισμός αγνοήθηκε και υποτιμήθηκε.
Πάντως μία ακριβής εικόνα του πληθυσμού της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία είναι αδύνατη.
Το 2001, Αλβανοί μελετητές συνέταξαν τον “Γεωγραφικό Χάρτη του Αλβανικού Πληθυσμού”, σύμφωνα με τον οποίο 65.900 Έλληνες εξακολουθούν να παραμένουν στην Αλβανία.
Κατά τους υπολογισμούς τους, 11.000 Έλληνες μετανάστευσαν οριστικά, συνεπώς ο συνολικός πληθυσμός της ελληνικής μειονότητας είναι 66.900 κάτοικοι (Ardile Berxholi, “Minoritet”, σ.102). Μπορεί ο αριθμός αυτός να φαίνεται μικρός, ωστόσο είναι η πρώτη φορά που επίσημες αλβανικές πηγές αναφέρουν ότι ο πληθυσμός των Ελλήνων της μειονότητας ξεπερνά τις 60.000.
Ομογενειακά σωματεία και διάφοροι φορείς στην Ελλάδα αναφέρουν ότι οι Έλληνες της Αλβανίας είναι πολύ περισσότεροι, κάποιοι ανεβάζουν τον αριθμό τους σε 500.000, συμπεριλαμβάνοντας και τους Ελληνορθόδοξους της Κορυτσάς, του Λεσκοβικίου και της Πρεμετής.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία (Διεθνής Επιτροπή Εθνολογικού Ελέγχου), στις αρχές του 1914, στον καζά της Κορυτσάς ζούσαν 40.080 Έλληνες (έναντι 28.600 Αλβανών), στον καζά του Λεσκοβικίου 7.453 Έλληνες (έναντι 2.993 Αλβανών), στον καζά της Πρεμετής 12.551 Έλληνες (έναντι 10.823 Αλβανών) και στον καζά της Κολόνιε 14.269 Έλληνες, (έναντι 6.615 Αλβανών). Βλέπουμε για μία ακόμη φορά λοιπόν, την κατάφωρη αδικία που έγινε με την ένταξη όλων αυτών των περιοχών, και φυσικά της ευρύτερης περιοχής του Αργυρόκαστρου, της Χιμάρας, του Δέλβινου και των Αγίων Σαράντα στην Αλβανία .
Οι Βορειοηπειρώτες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Μετά τον Πόλεμο, η Ελλάδα θεωρήθηκε ως βασική απειλή για την Αλβανία και αυτό συντέλεσε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της εθνικής πολιτικής του αλβανικού κράτους, απέναντι στην ελληνική μειονότητα. “Η επιβολή της έννομης τάξης σε όλες τις ανατολικές χώρες έγινε με τρόπο εγκληματικό, δικτατορικό και αντιδημοκρατικό”, γράφει ο Σταύρος Ντάγιος.
Ο Ενβέρ Χότζα, ηγέτης της Αλβανίας από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρι τον θάνατό του (11/4/1985), προσπάθησε να εξοντώσει με σταλινικές μεθοδεύσεις την ελληνική μειονότητα, την ίδια στιγμή που η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει αποτελεσματικά. Το 1947 ,κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο πόλεμος με την Ελλάδα είναι αναπόφευκτος. Ο Χότζα επιτέθηκε με μένος εναντίον των Αγγλοαμερικανών και τόνισε ότι ο Εμφύλιος στην Ελλάδα, δεν θα επηρεάσει τη μειονότητα. Από το 1949, οι διώξεις των Βορειοηπειρωτών, εντάθηκαν.
Ο Χότζα και οι κομμουνιστές στην Αλβανία, δεν δυσκολεύτηκαν να εκριζώσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς του παρελθόντος, καθώς αυτοί δεν υπήρχαν καν. Το εθνικιστικό κομμουνιστικό δόγμα επικράτησε σχεδόν χωρίς καμία αντίδραση.
Το καλοκαίρι του 1945 τα σύνορα έκλεισαν και η Βόρεια Ήπειρος απομονώθηκε. Οι Βορειοηπειρώτες δεν είχαν πλέον καμία επικοινωνία με την Ελλάδα, όπου βρίσκονταν πολλοί συγγενείς και φίλοι τους. Οι παλαιοί ελληνοδιδάσκαλοι και οι φορείς της εθνικής ιδέας είχαν εξοντωθεί ή είχαν οδηγηθεί στις φυλακές. Το ίδιο συνέβαινε με τους μορφωμένους ιερείς. Η πολιτική της αλβανικής κυβέρνησης απέναντι στην ελληνική μειονότητα, ήταν η εξής: απόλυτος έλεγχος των ελληνόφωνων περιοχών με την επιβολή σκληρών κατασταλτικών μέτρων, διώξεις και εξόντωση των Βορειοηπειρωτών που είχαν διακριθεί για τα εθνικά τους φρονήματα, αποτροπή της ελληνικής επιρροής στους Βορειοηπειρώτες, μέσω της απόλυτης απομόνωσης τους από την Ελλάδα και διασφάλιση της πολιτικής υποστήριξής τους μέσω υποσχέσεων και διάβρωσης της εθνικής και κοινωνικής τους συνοχής. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε και η Μόσχα, που συνιστούσε στον Χότζα να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, να κρατήσει την ελληνική μειονότητα ελεγχόμενη στενά και η συνδεδεμένη με την αλβανική κομμουνιστική κυβέρνηση και να χρησιμοποιήσει για τον σκοπό αυτό όλα τα μέσα, την πειθώ και την καταστολή. Τα βασικά μέρη εναντίον της ελληνικής μειονότητας, ήταν τα εξής: συστηματική, μεθοδική και συνεχής φθορά του ελληνικού στοιχείου με διασπορά σε άλλες περιοχές, αναγκαστική μετακίνηση Βορειοηπειρωτών που χαρακτηρίζονταν ως αντιφρονούντες προς το καθεστώς, εμφύτευση αλβανικών χωριών, εμβόλιμα, σε αμιγώς βορειοηπειρωτικές περιοχές, αναγκαστική μετακίνηση Βορειοηπειρωτών για εξεύρεση εργασίας και παράλληλη μετακίνηση Αλβανών σε αμιγώς ελληνόφωνες περιοχές με επαγγελματικές προφάσεις. Η διδασκαλία, εκμάθηση και διάδοση της ελληνικής γλώσσας, παρεμποδίστηκε με κάθε τρόπο. Οι περιουσίες των Βορειοηπειρωτών κατασχέθηκαν, οι εκκλησιαστικές δημεύθηκαν, οι ιερείς αποσχηματίστηκαν και διώχθηκαν, τα θρησκευτικά ιδρύματα μετατράπηκαν σε αποθηκευτικούς χώρους και μόνον μερικές εκκλησίες παρέμειναν ως διατηρητέα μνημεία.
Ελληνικά ονόματα και τοπωνύμια άλλαξαν καταναγκαστικά. Με το Διάταγμα 5339/1975:
«Πολίτες, έχοντες ακατάλληλα ονόματα και προσβλητικά επώνυμα από πολιτική, ιδεολογική και ηθική άποψη υποχρεούνται να τα αλλάξουν».
Ως αποτέλεσμα της πρακτικής αυτής, στο 75%-80% των μαθητολογίων στις βορειοηπειρωτικές περιοχές εμφανίζονταν αλβανικά ονόματα ενώ ο βορειοηπειρωτικός πληθυσμός από αντίδραση, χρησιμοποιούσε διπλή ονομασία. Μια επίσημη (αλβανικό όνομα) και μία για καθημερινή χρήση (ελληνικό όνομα). Υπήρξαν επίσης σφοδρές αντιδράσεις τόσο από τους Βορειοηπειρώτες όσο και από την Ελληνική Κυβέρνηση. Οι Αλβανοί αντέδρασαν εγείροντας, για πρώτη φορά από το 1947 θέμα Τσάμηδων.
Σε υπόμνημα που έδωσε ο Αλβανός ΥΠΕΞ Νέσι Νάστε, στον Έλληνα πρέσβη στα Τίρανα Δημήτριο Φραντζεσκάκη, στις 26 Ιανουαρίου 1976, αναφερόταν μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Με λύπη υποχρεωνόμαστε να σας υπενθυμίσουμε ότι ήταν ακριβώς οι Έλληνες σοβινιστές της Μεγάλης Ιδέας αυτοί που διέπραξαν βαρβαρότητες εις βάρος της αλβανικής μειονότητας των Τσάμηδων στην Ελλάδα, δολοφόνησαν, λεηλάτησαν και έδιωξαν τους Τσαμήδες από τα εδάφη τους με ένα πουκάμισο στην πλάτη. Γι' αυτό εμείς δεν ενοχοποιήσαμε τον ελληνικό λαό, μήτε κυβερνητική υπόθεση εγείραμε, αν και μπορούσαμε να το πράξουμε».
Τελικά, το θέμα έληξε με ένα υπόμνημα της αλβανικής πλευράς, στο οποίο εξηγούσε ότι η Αλβανία δεν σκόπευε ν' αλλάξει τα ελληνικά τοπωνύμια, αλλά εκείνα που είχαν επιβληθεί από τους κατακτητές.
Διώξεις, καταναγκαστικές δραπετεύσεις και φυλακίσεις
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρουσιάζουν οι διώξεις και οι φυλακίσεις των Βορειοηπειρωτών. Η Αλβανία στις διεθνείς συμβάσεις που είχε υπογράψει, εμφανιζόταν ως εγγυήτρια της ελληνικής μειονότητας, της γλώσσας, του πολιτισμού, των ηθών και των εθίμων της και είχε δεσμευτεί ότι θα ασκούνται απρόσκοπτα τα εθνικά της δικαιώματα. Φυσικά, τίποτε απ' αυτά δεν έγινε.
Στα τέλη Ιουνίου 1945, ένοπλες περιπολίες Αλβανών ανταρτών έστηναν μπλόκα σε όλες τις περιοχές όπου ζούσαν Έλληνες και συλλάμβαναν επιφανείς Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι είτε αντιμετώπιζαν «σκληρή» εξορία σε απρόσιτες περιοχές της χώρας, είτε οδηγούνταν στις φυλακές ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Από τους Αγίους Σαράντα εντοπίστηκαν και μεταφέρθηκαν στον Βορρά 25 ελληνικές οικογένειες, από το Δέλβινο 6 και από το Αργυρόκαστρο 10, με την αιτιολογία ότι ήταν Έλληνες. Στις 22 Ιουνίου 1945, συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν από τη Δερβιτσιάνη 25 οικογένειες. Παράλληλα, μαζικές ήταν οι λιποταξίες από τον αλβανικό στρατό.
Το πρώτο εξάμηνο του 1946, λιποτάκτησαν από την Κορυτσά μόνο, 20 στρατιώτες. Την ίδια περίοδο, στην Καστοριά κατέφυγαν 103 Βορειοηπειρώτες, στη Χαλκηδόνα 668, στη Θεσσαλονίκη 854, στην Έδεσσα 92, στην Κοζάνη και σε άλλες περιοχές 1198 Έλληνες Βορειοηπειρώτες 150 φυλακισμένοι δραπέτευσαν από τις φυλακές Ελμπασάν και πήραν ομήρους αστυνομικούς και σωφρονιστικούς υπαλλήλους. Τον Σεπτέμβριο του 1946, δραπέτευσε ο αστυνομικός διοικητής Κορυτσάς. Παρά την καταστολή και τα μέτρα αστυνόμευσης, στις αρχές του 1947, παρατηρήθηκε νέο κύμα αποδράσεων. Βέβαια, οι αποδράσεις των Βορειοηπειρωτών είχαν ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1930. Στη διάρκεια της Κατοχής 3.865 Έλληνες Βορειοηπειρώτες είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία των Αλβανών, ο αριθμός των δραπετών μόνο από τις ελληνόφωνες περιοχές του Αργυροκάστρου μεταξύ 1945-1949 ήταν 595, ενώ ως το 1984, έφτασαν τους 854, οι οποίοι, σύμφωνα με τις αλβανικές αρχές, ήταν αναμεμειγμένοι σε πολιτικές δραστηριότητες κατά της Αλβανίας, ενώ 81 απ' αυτούς χρησιμοποιήθηκαν ως σύνδεσμοι από ξένες μυστικές υπηρεσίες. Το 1950, οι Αλβανοί κατήγγειλαν ότι Ελληνοαμερικανοί πράκτορες βρίσκονταν πίσω από τις δραπέτευσης των Βορειοηπειρωτών. Επρόκειτο για έωλο ισχυρισμό, καθώς η Ελλάδα δεν είχε κανένα συμφέρον από τη φυγή Βορειοηπειρωτών από τις εστίες τους. Τα μέλη των οικογενειών όσων δραπέτευσαν, δεινοπαθούσαν. Χαρακτηρίζονταν «εχθροί του λαού» και έξω εξορίζονταν στην ενδοχώρα. Στις αρχές του 1960, οι μισοί από τους πολιτικούς κρατούμενους στην Αλβανία κατηγορούνταν για απόπειρα διαφυγής από τη χώρα. Ως τις αρχές της δεκαετίας του '60, το κύμα φυγής συνεχιζόταν. Στις 25 Μαρτίου 1961 αναρτήθηκαν κατά μήκος των ελληνικών συνόρων, ιδίως στην Κακαβιά φωτεινές επιγραφές και πανό με συνθήματα «Ζήτω η Ελλάδα!» και «Ζήτω η Βόρειος Ήπειρος!», ενώ μία μέρα αργότερα Βορειοηπειρώτες που είχαν έρθει στην Ελλάδα φώναξαν: «Ελευθερία στα αδέλφια μας! Επιτρέψτε μας να επικοινωνήσουμε με τους αδελφούς μας», εμφανιζόμενοι με εθνική στολή του Πωγωνίου, της Δρόπολης και του Βούρκου, αλλά με μαύρη αμφίεση.
Το 1961, επέστρεψαν στην Ελλάδα, μετά από δική τους επιθυμία, από την Αλβανία, πολιτικοί πρόσφυγες μέσω Κακαβιάς. Φωτογραφίες που βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας μέσα από το protothema.gr σήμερα, από τον επαναπατρισμό των προσφύγων, μας έστειλε ο κύριος Σταύρος Ντάγιος.
Τον ευχαριστούμε θερμά και γι' αυτό!
Να σημειώσουμε, ότι η δραπέτευση από την Αλβανία, δεν ήταν καθόλου εύκολη. Εκτός από τους στρατιώτες, τους μυστικούς πράκτορες και τους ανθρώπους του καθεστώτος, κατά μήκος της συνοριακής γραμμής με την Ελλάδα, υπήρχαν ηλεκτροφόρα σύρματα ύψους 2,20 μέτρων, όπως βλέπετε στη φωτογραφία που μας παραχώρησε ο κύριος Ντάγιος. Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, τα σύρματα «έπεσαν», έτσι έγινε πολύ εύκολη η φυγή από την Αλβανία προς την Ελλάδα. Στα ελληνοαλβανικά σύνορα σήμερα, υπάρχουν κολονάκια (πυραμίδες όπως λέγονται), που συνδέονται μεταξύ τους με νοητά ευθύγραμμα τμήματα και κανένα άλλο εμπόδιο…
Πολιτικές δίκες στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα
Οι πολιτικές δίκες με κατασκευασμένες κατηγορίες ήταν επίσης πολύ συχνές. Από τον Γενάρη του 1946, 16 ελληνοδιδάσκαλοι που είχαν φοιτήσει σε ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα εκτελέστηκαν ενώ εκατοντάδες άλλοι φυλακίστηκαν. Η φωτογραφία του Σταύρου Ντάγιου από τις φυλακές Αργυροκάστρου το 1945, είναι ενδεικτική της κατάστασης που επικρατούσε σ’ αυτές.
Την 1η Ιουλίου 1946 άρχισε η δίκη 19 Ελλήνων Βορειοηπειρωτών στο στρατοδικείο της Περιφέρειας Αργυροκάστρου με κατηγορίες για κατασκοπεία σε βάρος της Αλβανίας, εσχάτη προδοσία κλπ. Στο κατηγορητήριο, υπήρχαν τα ονόματα άλλων 86 εμπλεκόμενων. Τρεις κατηγορούμενοι, ο Αριστοτέλης (Τέλης) Χαρμπάτσης από τη Δίβρη, ο Σωτήρης Σκεύης από τα Καλύβια του Πασά και ο Νάσος Πάντος από τη Σωπική καταδικάστηκαν σε θάνατο δια τουφεκισμού, άλλοι δύο, ο Φίλιππας Παπαθανάσης και ο Χαράλαμπος Λέζος σε ισόβια κάθειρξη και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι, συνολικά, σε 134 έτη φυλάκισης!
Σημαντική ήταν και η δίκη που έγινε για την επινοημένη υπόθεση της «Μονής της Πέπελης» (1963»). Η δίκη έγινε στις 29-30 Σεπτεμβρίου 1964. Καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν ο Ευθύμιος Τάταρης και ο Κώστας Μπόζδος (γνωστότερος ως Παπά-Κώστας). Άλλοι δύο συγκατηγορούμενοί τους, ο Μιχάλης Γκιόκας και ο Γιώργος Στόλης καταδικάστηκαν σε 20 και 12 χρόνια φυλάκισης αντίστοιχα.
Το θέμα της ελληνικής μειονότητας στη Βόρειο Ήπειρο είναι τεράστιο και θα επανέλθουμε σύντομα.
Βέβαια, οι Αλβανοί θεωρούσαν ότι συμπεριφέρονταν άψογα στους Βορειοηπειρώτες. Τον Μάρτιο του 1946, ο Αλβανός αντιπρόεδρος Κόστα Τζότζε είπε στο Αργυροκάστρο, απευθυνόμενος προς τους Έλληνες μειονοτικούς:
«Να γνωρίζουν οι σύντροφοι ότι πατρίδα τους είναι ο σοσιαλισμός ενώ εκεί, στην Ελλάδα, είναι στην εξουσία ο φασισμός, ο ιμπεριαλισμός, ότι ο μοναδικός δρόμος που τους προωθεί και τους εγγυάται όλα τα δικαιώματα είναι η οδός του Δημοκρατικού Μετώπου» ή με άλλα λόγια εκεί (στην Ελλάδα) είναι η κόλαση κι εδώ (στην Αλβανία) είναι ο παράδεισος…
Πηγή: ΣΤΑΥΡΟΣ Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ, «ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΙΑ. 50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ LITERATUS 2015.
Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Ντάγιο που μας έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το βιβλίο του καθώς και για τις φωτογραφίες που μας παραχώρησε.
Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Η πρόσφατη ανάρτηση στο Facebook του Χρήστου Μάστορα, τραγουδιστή του δημοφιλούς συγκροτήματος «Μέλισσες», για τα προβλήματα των Βορειοηπειρωτών σχετικά με τις συντάξεις τους και όχι μόνο και η απάντηση που έλαβε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη πυροδότησε πολλές συζητήσεις για μία ακόμα φορά για την ελληνική μειονότητα της Αλβανίας.
Λίγο πολύ είναι γνωστά σε γενικές γραμμές όλα όσα υπέφεραν οι Βορειοηπειρώτες, ιδιαίτερα στα χρόνια του καθεστώτος του Χότζα.
Ωστόσο υπάρχουν και άγνωστες, συγκλονιστικές λεπτομέρειες, τις οποίες φέρνει για πρώτη φορά στο φως ο διδάκτωρ Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κύριος Σταύρος Ντάγιος στο βιβλίο του ‘’ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΙΑ 50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ’’, εκδόσεις LITERATUS, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015. Με ιδιαίτερη ευγένεια και προθυμία για μία ακόμα φορά ο κύριος Ντάγιος όχι μόνο μας έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το εξαιρετικό βιβλίο του αλλά μας είπε και άλλες ενδιαφέρουσες πληροφορίες τις οποίες θα παρουσιάσουμε στο σημερινό μας άρθρο.
Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος
Όπως γνωρίζουμε η Αλβανία αν και πολέμησε στο πλευρό της φασιστικής Ιταλίας, βρέθηκε μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο πλευρό των νικητών. Υπάρχει μία έντεχνα διοχετευμένη από αλβανικής πλευράς προπαγάνδα, ότι στρατεύματα της γειτονικής χώρας πήραν μέρος σε επιχειρήσεις των Ιταλών του Μουσολίνι εναντίον της Ελλάδας ,περίπου με το πιστόλι στον κρόταφο και εκβιαστικά. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει όμως. 22.000 Αλβανοί στρατιώτες εντάχθηκαν χωρίς καμία πίεση στο πλευρό των Ιταλών και πολέμησαν κατά των ελληνικών στρατευμάτων. Η στροφή όμως που έγινε από τον Ενβέρ Χότζα το 1943 έδωσε άλλοθι στις Μεγάλες Δυνάμεις για να συμπεριλάβουν την Αλβανία στις νικήτριες χώρες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήδη από το 1942 οι ισχυρές χώρες είχαν αποφασίσει ότι η Αλβανία θα παρέμενε ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος. Οι προσπάθειες του τότε Έλληνα πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Τσαλδάρη στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι (1946) να αποδοθεί η Βόρεια Ήπειρος (μεταξύ άλλων) στη χώρα μας, απέβησαν άκαρπες. Η Αλβανία είχε τη στήριξη και την προστασία της Σοβιετικής Ένωσης κατά κύριο λόγο και δευτερευόντως της ενωμένης τότε Γιουγκοσλαβίας του Τίτο. Για μία ακόμα φορά η Ελλάδα πλήρωσε βαρύτατο τίμημα πολεμώντας στο πλευρό των Συμμάχων οι οποίοι συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλον σε επιδαψίλευση τιμών και επαίνων για τη χώρα μας στη διάρκεια του πολέμου και μετά τη λήξη του της παραχωρήθηκαν μόνο τα Δωδεκάνησα, τα οποία μάλιστα όπως έχουμε γράψει, αποδόθηκαν μετά από ατέρμονες διαπραγματεύσεις στην Ελλάδα.
Η πληθυσμιακή κατάσταση της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία
Η εθνική ελληνική μειονότητα στην Αλβανία, όπως είναι αναγνωρισμένη από το επίσημο αλβανικό κράτος είναι η μεγαλύτερη πληθυσμιακά και γεωγραφικά, καθώς και η πιο αναπτυγμένη μειονότητα στη γειτονική χώρα και αποτελεί ανάλογα με τις διάφορες πηγές και εκτιμήσεις το 1,1-4,9% του συνολικού αλβανικού πληθυσμού. Ο ελληνικός πληθυσμός ζει στις νότιες περιοχές της Αλβανίας, στις περιφέρειες Αργυροκάστρου, Αγίων Σαράντα, Δέλβινου και Πρεμετής που ανήκουν ιστορικά στη Βόρειο Ήπειρο ,ενώ από τον πληθυσμό αυτό εξαιρέθηκαν οι περιοχές της Κορυτσάς, της Κολόνιε και του Λεσκοβικίου όπου υπήρχε παραδοσιακά συμπαγές ελληνικό στοιχείο, αλλά και όλος ο βλαχόφωνος ελληνισμός της Αλβανίας που ήταν διάσπαρτος σε διάφορες περιοχές. Σύμφωνα με στοιχεία του 2003 οι Αρωμούνοι (Βλάχοι) της Αλβανίας ήταν συνολικά 139.000.
Οι Αλβανοί ξεκίνησαν τις προσπάθειες για αλλοίωση της πληθυσμιακής σύνθεσης της ελληνικής περιοχής ήδη από την εποχή του βασιλιά Ζογκ (Ζόγκου) όταν επιχείρησαν να μετεγκαταστήσουν αλβανόφωνους του Κοσόβου στην περιοχή. Συνάντησαν ωστόσο τη σθεναρή αντίσταση των κατοίκων της Δρόπολης. Παρόμοιο αποτέλεσμα είχαν και οι προσπάθειες των μπέηδων του Λιμποχόβου να εγκαταστήσουν αλβανόφωνους στο Βουλιαράτι. Το 1945 έγιναν νύξεις για την εγκατάσταση των Τσάμηδων που είχαν εκτοπιστεί από την Ελλάδα στην Δρόπολη και τον Βούρκο για να αλλοιώσουν τον ελληνικό πληθυσμό και να τον μετατοπίσουν ,αλλά και για να χρησιμοποιηθούν ως προφυλακή μιας ενδεχόμενης ελληνικής επίθεσης στο μέλλον. Κάτι τέτοιο τελικά δεν έγινε και οι Τσάμηδες εγκαταστάθηκαν στις περιοχές της Αυλώνας, του Φίερι και του Δυρραχίου.
Ωστόσο οι Αλβανοί πέτυχαν σε ορισμένες περιοχές να αλλοιώσουν τον πληθυσμό κάποιων μειονοτικών περιοχών. Ιδιαίτερα στην περιοχή των Αγίων Σαράντα όπου παρήκμασαν, ερημώθηκαν ή εξαφανίστηκαν 11 ελληνόφωνα χωριά. Το 1951 το μεθοριακό χωριό Περδικάρι ερημώθηκε και οι κάτοικοί του υπό την υπόνοια της δραπέτευσής τους στην Ελλάδα εξορίστηκαν στην ενδοχώρα, υποχρεούμενοι να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Στις παρυφές της ελληνόφωνης περιοχής των Αγίων Σαράντα ιδρύθηκαν τα χωριά Βάρφαϊ, Μπάικαϊ, Στιάρι, Βάνα, Γκιάστα και Ξαμίλι ενώ άλλοι οικισμοί εμφυτεύτηκαν, όπως γράφει πολύ εύστοχα ο κύριος Ντάγιος, μέσα στην ελληνική περιοχή για να διαταραχθεί η πληθυσμιακή της ομοιογένεια. Πρόκειται για τους οικισμούς Ντόμπρα, Σελεγκάρι, Μπίστριτσα και Τσλιρίμι. Στο Αργυρόκαστρο ιδρύθηκε το 1947 ο οικισμός Ασίμ Ζενέλι από μεταφερόμενους αλβανόφωνους του ορεινού όγκου του Κουρβελεσίου (στις παρυφές των μειονοτικών περιοχών), η Μπούλιο (1950) αποτελούμενη από μεικτό πληθυσμό, Έλληνες και Αλβανούς, τα Βρυσερά ως διοικητικό κέντρο στην αρχή και οικισμός στη συνέχεια και το Λυκομύλι τα οποία κατοικούνται και τα δύο από ελληνικούς πληθυσμούς και δύο βλάχικα χωριά το Αντόν Πότσι και η Χουμελίτσα. Το καθεστώς του βασιλιά Ζογκ θεωρούσε Έλληνες τους Βλάχους και τους υποχρέωνε να εγγραφούν στα ληξιαρχικά μητρώα της Ελλάδας ακόμα και να υπηρετούν στον Ελληνικό Στρατό. Με την επικράτηση του κομμουνιστικού καθεστώτος ο βλαχόφωνος ελληνισμός αγνοήθηκε και υποτιμήθηκε.
Πάντως μία ακριβής εικόνα του πληθυσμού της ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία είναι αδύνατη.
Το 2001, Αλβανοί μελετητές συνέταξαν τον “Γεωγραφικό Χάρτη του Αλβανικού Πληθυσμού”, σύμφωνα με τον οποίο 65.900 Έλληνες εξακολουθούν να παραμένουν στην Αλβανία.
Κατά τους υπολογισμούς τους, 11.000 Έλληνες μετανάστευσαν οριστικά, συνεπώς ο συνολικός πληθυσμός της ελληνικής μειονότητας είναι 66.900 κάτοικοι (Ardile Berxholi, “Minoritet”, σ.102). Μπορεί ο αριθμός αυτός να φαίνεται μικρός, ωστόσο είναι η πρώτη φορά που επίσημες αλβανικές πηγές αναφέρουν ότι ο πληθυσμός των Ελλήνων της μειονότητας ξεπερνά τις 60.000.
Ομογενειακά σωματεία και διάφοροι φορείς στην Ελλάδα αναφέρουν ότι οι Έλληνες της Αλβανίας είναι πολύ περισσότεροι, κάποιοι ανεβάζουν τον αριθμό τους σε 500.000, συμπεριλαμβάνοντας και τους Ελληνορθόδοξους της Κορυτσάς, του Λεσκοβικίου και της Πρεμετής.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία (Διεθνής Επιτροπή Εθνολογικού Ελέγχου), στις αρχές του 1914, στον καζά της Κορυτσάς ζούσαν 40.080 Έλληνες (έναντι 28.600 Αλβανών), στον καζά του Λεσκοβικίου 7.453 Έλληνες (έναντι 2.993 Αλβανών), στον καζά της Πρεμετής 12.551 Έλληνες (έναντι 10.823 Αλβανών) και στον καζά της Κολόνιε 14.269 Έλληνες, (έναντι 6.615 Αλβανών). Βλέπουμε για μία ακόμη φορά λοιπόν, την κατάφωρη αδικία που έγινε με την ένταξη όλων αυτών των περιοχών, και φυσικά της ευρύτερης περιοχής του Αργυρόκαστρου, της Χιμάρας, του Δέλβινου και των Αγίων Σαράντα στην Αλβανία .
Οι Βορειοηπειρώτες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Μετά τον Πόλεμο, η Ελλάδα θεωρήθηκε ως βασική απειλή για την Αλβανία και αυτό συντέλεσε αποφασιστικά στη διαμόρφωση της εθνικής πολιτικής του αλβανικού κράτους, απέναντι στην ελληνική μειονότητα. “Η επιβολή της έννομης τάξης σε όλες τις ανατολικές χώρες έγινε με τρόπο εγκληματικό, δικτατορικό και αντιδημοκρατικό”, γράφει ο Σταύρος Ντάγιος.
Ο Ενβέρ Χότζα, ηγέτης της Αλβανίας από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρι τον θάνατό του (11/4/1985), προσπάθησε να εξοντώσει με σταλινικές μεθοδεύσεις την ελληνική μειονότητα, την ίδια στιγμή που η Ελλάδα δεν ήταν σε θέση να αντιδράσει αποτελεσματικά. Το 1947 ,κυκλοφόρησαν φήμες ότι ο πόλεμος με την Ελλάδα είναι αναπόφευκτος. Ο Χότζα επιτέθηκε με μένος εναντίον των Αγγλοαμερικανών και τόνισε ότι ο Εμφύλιος στην Ελλάδα, δεν θα επηρεάσει τη μειονότητα. Από το 1949, οι διώξεις των Βορειοηπειρωτών, εντάθηκαν.
Ο Χότζα και οι κομμουνιστές στην Αλβανία, δεν δυσκολεύτηκαν να εκριζώσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς του παρελθόντος, καθώς αυτοί δεν υπήρχαν καν. Το εθνικιστικό κομμουνιστικό δόγμα επικράτησε σχεδόν χωρίς καμία αντίδραση.
Το καλοκαίρι του 1945 τα σύνορα έκλεισαν και η Βόρεια Ήπειρος απομονώθηκε. Οι Βορειοηπειρώτες δεν είχαν πλέον καμία επικοινωνία με την Ελλάδα, όπου βρίσκονταν πολλοί συγγενείς και φίλοι τους. Οι παλαιοί ελληνοδιδάσκαλοι και οι φορείς της εθνικής ιδέας είχαν εξοντωθεί ή είχαν οδηγηθεί στις φυλακές. Το ίδιο συνέβαινε με τους μορφωμένους ιερείς. Η πολιτική της αλβανικής κυβέρνησης απέναντι στην ελληνική μειονότητα, ήταν η εξής: απόλυτος έλεγχος των ελληνόφωνων περιοχών με την επιβολή σκληρών κατασταλτικών μέτρων, διώξεις και εξόντωση των Βορειοηπειρωτών που είχαν διακριθεί για τα εθνικά τους φρονήματα, αποτροπή της ελληνικής επιρροής στους Βορειοηπειρώτες, μέσω της απόλυτης απομόνωσης τους από την Ελλάδα και διασφάλιση της πολιτικής υποστήριξής τους μέσω υποσχέσεων και διάβρωσης της εθνικής και κοινωνικής τους συνοχής. Σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε και η Μόσχα, που συνιστούσε στον Χότζα να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός, να κρατήσει την ελληνική μειονότητα ελεγχόμενη στενά και η συνδεδεμένη με την αλβανική κομμουνιστική κυβέρνηση και να χρησιμοποιήσει για τον σκοπό αυτό όλα τα μέσα, την πειθώ και την καταστολή. Τα βασικά μέρη εναντίον της ελληνικής μειονότητας, ήταν τα εξής: συστηματική, μεθοδική και συνεχής φθορά του ελληνικού στοιχείου με διασπορά σε άλλες περιοχές, αναγκαστική μετακίνηση Βορειοηπειρωτών που χαρακτηρίζονταν ως αντιφρονούντες προς το καθεστώς, εμφύτευση αλβανικών χωριών, εμβόλιμα, σε αμιγώς βορειοηπειρωτικές περιοχές, αναγκαστική μετακίνηση Βορειοηπειρωτών για εξεύρεση εργασίας και παράλληλη μετακίνηση Αλβανών σε αμιγώς ελληνόφωνες περιοχές με επαγγελματικές προφάσεις. Η διδασκαλία, εκμάθηση και διάδοση της ελληνικής γλώσσας, παρεμποδίστηκε με κάθε τρόπο. Οι περιουσίες των Βορειοηπειρωτών κατασχέθηκαν, οι εκκλησιαστικές δημεύθηκαν, οι ιερείς αποσχηματίστηκαν και διώχθηκαν, τα θρησκευτικά ιδρύματα μετατράπηκαν σε αποθηκευτικούς χώρους και μόνον μερικές εκκλησίες παρέμειναν ως διατηρητέα μνημεία.
Ελληνικά ονόματα και τοπωνύμια άλλαξαν καταναγκαστικά. Με το Διάταγμα 5339/1975:
«Πολίτες, έχοντες ακατάλληλα ονόματα και προσβλητικά επώνυμα από πολιτική, ιδεολογική και ηθική άποψη υποχρεούνται να τα αλλάξουν».
Ως αποτέλεσμα της πρακτικής αυτής, στο 75%-80% των μαθητολογίων στις βορειοηπειρωτικές περιοχές εμφανίζονταν αλβανικά ονόματα ενώ ο βορειοηπειρωτικός πληθυσμός από αντίδραση, χρησιμοποιούσε διπλή ονομασία. Μια επίσημη (αλβανικό όνομα) και μία για καθημερινή χρήση (ελληνικό όνομα). Υπήρξαν επίσης σφοδρές αντιδράσεις τόσο από τους Βορειοηπειρώτες όσο και από την Ελληνική Κυβέρνηση. Οι Αλβανοί αντέδρασαν εγείροντας, για πρώτη φορά από το 1947 θέμα Τσάμηδων.
Σε υπόμνημα που έδωσε ο Αλβανός ΥΠΕΞ Νέσι Νάστε, στον Έλληνα πρέσβη στα Τίρανα Δημήτριο Φραντζεσκάκη, στις 26 Ιανουαρίου 1976, αναφερόταν μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Με λύπη υποχρεωνόμαστε να σας υπενθυμίσουμε ότι ήταν ακριβώς οι Έλληνες σοβινιστές της Μεγάλης Ιδέας αυτοί που διέπραξαν βαρβαρότητες εις βάρος της αλβανικής μειονότητας των Τσάμηδων στην Ελλάδα, δολοφόνησαν, λεηλάτησαν και έδιωξαν τους Τσαμήδες από τα εδάφη τους με ένα πουκάμισο στην πλάτη. Γι' αυτό εμείς δεν ενοχοποιήσαμε τον ελληνικό λαό, μήτε κυβερνητική υπόθεση εγείραμε, αν και μπορούσαμε να το πράξουμε».
Τελικά, το θέμα έληξε με ένα υπόμνημα της αλβανικής πλευράς, στο οποίο εξηγούσε ότι η Αλβανία δεν σκόπευε ν' αλλάξει τα ελληνικά τοπωνύμια, αλλά εκείνα που είχαν επιβληθεί από τους κατακτητές.
Διώξεις, καταναγκαστικές δραπετεύσεις και φυλακίσεις
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρουσιάζουν οι διώξεις και οι φυλακίσεις των Βορειοηπειρωτών. Η Αλβανία στις διεθνείς συμβάσεις που είχε υπογράψει, εμφανιζόταν ως εγγυήτρια της ελληνικής μειονότητας, της γλώσσας, του πολιτισμού, των ηθών και των εθίμων της και είχε δεσμευτεί ότι θα ασκούνται απρόσκοπτα τα εθνικά της δικαιώματα. Φυσικά, τίποτε απ' αυτά δεν έγινε.
Στα τέλη Ιουνίου 1945, ένοπλες περιπολίες Αλβανών ανταρτών έστηναν μπλόκα σε όλες τις περιοχές όπου ζούσαν Έλληνες και συλλάμβαναν επιφανείς Βορειοηπειρώτες, οι οποίοι είτε αντιμετώπιζαν «σκληρή» εξορία σε απρόσιτες περιοχές της χώρας, είτε οδηγούνταν στις φυλακές ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Από τους Αγίους Σαράντα εντοπίστηκαν και μεταφέρθηκαν στον Βορρά 25 ελληνικές οικογένειες, από το Δέλβινο 6 και από το Αργυρόκαστρο 10, με την αιτιολογία ότι ήταν Έλληνες. Στις 22 Ιουνίου 1945, συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν από τη Δερβιτσιάνη 25 οικογένειες. Παράλληλα, μαζικές ήταν οι λιποταξίες από τον αλβανικό στρατό.
Το πρώτο εξάμηνο του 1946, λιποτάκτησαν από την Κορυτσά μόνο, 20 στρατιώτες. Την ίδια περίοδο, στην Καστοριά κατέφυγαν 103 Βορειοηπειρώτες, στη Χαλκηδόνα 668, στη Θεσσαλονίκη 854, στην Έδεσσα 92, στην Κοζάνη και σε άλλες περιοχές 1198 Έλληνες Βορειοηπειρώτες 150 φυλακισμένοι δραπέτευσαν από τις φυλακές Ελμπασάν και πήραν ομήρους αστυνομικούς και σωφρονιστικούς υπαλλήλους. Τον Σεπτέμβριο του 1946, δραπέτευσε ο αστυνομικός διοικητής Κορυτσάς. Παρά την καταστολή και τα μέτρα αστυνόμευσης, στις αρχές του 1947, παρατηρήθηκε νέο κύμα αποδράσεων. Βέβαια, οι αποδράσεις των Βορειοηπειρωτών είχαν ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1930. Στη διάρκεια της Κατοχής 3.865 Έλληνες Βορειοηπειρώτες είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία των Αλβανών, ο αριθμός των δραπετών μόνο από τις ελληνόφωνες περιοχές του Αργυροκάστρου μεταξύ 1945-1949 ήταν 595, ενώ ως το 1984, έφτασαν τους 854, οι οποίοι, σύμφωνα με τις αλβανικές αρχές, ήταν αναμεμειγμένοι σε πολιτικές δραστηριότητες κατά της Αλβανίας, ενώ 81 απ' αυτούς χρησιμοποιήθηκαν ως σύνδεσμοι από ξένες μυστικές υπηρεσίες. Το 1950, οι Αλβανοί κατήγγειλαν ότι Ελληνοαμερικανοί πράκτορες βρίσκονταν πίσω από τις δραπέτευσης των Βορειοηπειρωτών. Επρόκειτο για έωλο ισχυρισμό, καθώς η Ελλάδα δεν είχε κανένα συμφέρον από τη φυγή Βορειοηπειρωτών από τις εστίες τους. Τα μέλη των οικογενειών όσων δραπέτευσαν, δεινοπαθούσαν. Χαρακτηρίζονταν «εχθροί του λαού» και έξω εξορίζονταν στην ενδοχώρα. Στις αρχές του 1960, οι μισοί από τους πολιτικούς κρατούμενους στην Αλβανία κατηγορούνταν για απόπειρα διαφυγής από τη χώρα. Ως τις αρχές της δεκαετίας του '60, το κύμα φυγής συνεχιζόταν. Στις 25 Μαρτίου 1961 αναρτήθηκαν κατά μήκος των ελληνικών συνόρων, ιδίως στην Κακαβιά φωτεινές επιγραφές και πανό με συνθήματα «Ζήτω η Ελλάδα!» και «Ζήτω η Βόρειος Ήπειρος!», ενώ μία μέρα αργότερα Βορειοηπειρώτες που είχαν έρθει στην Ελλάδα φώναξαν: «Ελευθερία στα αδέλφια μας! Επιτρέψτε μας να επικοινωνήσουμε με τους αδελφούς μας», εμφανιζόμενοι με εθνική στολή του Πωγωνίου, της Δρόπολης και του Βούρκου, αλλά με μαύρη αμφίεση.
Το 1961, επέστρεψαν στην Ελλάδα, μετά από δική τους επιθυμία, από την Αλβανία, πολιτικοί πρόσφυγες μέσω Κακαβιάς. Φωτογραφίες που βλέπουν για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας μέσα από το protothema.gr σήμερα, από τον επαναπατρισμό των προσφύγων, μας έστειλε ο κύριος Σταύρος Ντάγιος.
Τον ευχαριστούμε θερμά και γι' αυτό!
Να σημειώσουμε, ότι η δραπέτευση από την Αλβανία, δεν ήταν καθόλου εύκολη. Εκτός από τους στρατιώτες, τους μυστικούς πράκτορες και τους ανθρώπους του καθεστώτος, κατά μήκος της συνοριακής γραμμής με την Ελλάδα, υπήρχαν ηλεκτροφόρα σύρματα ύψους 2,20 μέτρων, όπως βλέπετε στη φωτογραφία που μας παραχώρησε ο κύριος Ντάγιος. Μετά την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος, τα σύρματα «έπεσαν», έτσι έγινε πολύ εύκολη η φυγή από την Αλβανία προς την Ελλάδα. Στα ελληνοαλβανικά σύνορα σήμερα, υπάρχουν κολονάκια (πυραμίδες όπως λέγονται), που συνδέονται μεταξύ τους με νοητά ευθύγραμμα τμήματα και κανένα άλλο εμπόδιο…
Πολιτικές δίκες στην Αλβανία του Ενβέρ Χότζα
Οι πολιτικές δίκες με κατασκευασμένες κατηγορίες ήταν επίσης πολύ συχνές. Από τον Γενάρη του 1946, 16 ελληνοδιδάσκαλοι που είχαν φοιτήσει σε ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα εκτελέστηκαν ενώ εκατοντάδες άλλοι φυλακίστηκαν. Η φωτογραφία του Σταύρου Ντάγιου από τις φυλακές Αργυροκάστρου το 1945, είναι ενδεικτική της κατάστασης που επικρατούσε σ’ αυτές.
Την 1η Ιουλίου 1946 άρχισε η δίκη 19 Ελλήνων Βορειοηπειρωτών στο στρατοδικείο της Περιφέρειας Αργυροκάστρου με κατηγορίες για κατασκοπεία σε βάρος της Αλβανίας, εσχάτη προδοσία κλπ. Στο κατηγορητήριο, υπήρχαν τα ονόματα άλλων 86 εμπλεκόμενων. Τρεις κατηγορούμενοι, ο Αριστοτέλης (Τέλης) Χαρμπάτσης από τη Δίβρη, ο Σωτήρης Σκεύης από τα Καλύβια του Πασά και ο Νάσος Πάντος από τη Σωπική καταδικάστηκαν σε θάνατο δια τουφεκισμού, άλλοι δύο, ο Φίλιππας Παπαθανάσης και ο Χαράλαμπος Λέζος σε ισόβια κάθειρξη και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι, συνολικά, σε 134 έτη φυλάκισης!
Σημαντική ήταν και η δίκη που έγινε για την επινοημένη υπόθεση της «Μονής της Πέπελης» (1963»). Η δίκη έγινε στις 29-30 Σεπτεμβρίου 1964. Καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν ο Ευθύμιος Τάταρης και ο Κώστας Μπόζδος (γνωστότερος ως Παπά-Κώστας). Άλλοι δύο συγκατηγορούμενοί τους, ο Μιχάλης Γκιόκας και ο Γιώργος Στόλης καταδικάστηκαν σε 20 και 12 χρόνια φυλάκισης αντίστοιχα.
Το θέμα της ελληνικής μειονότητας στη Βόρειο Ήπειρο είναι τεράστιο και θα επανέλθουμε σύντομα.
Βέβαια, οι Αλβανοί θεωρούσαν ότι συμπεριφέρονταν άψογα στους Βορειοηπειρώτες. Τον Μάρτιο του 1946, ο Αλβανός αντιπρόεδρος Κόστα Τζότζε είπε στο Αργυροκάστρο, απευθυνόμενος προς τους Έλληνες μειονοτικούς:
«Να γνωρίζουν οι σύντροφοι ότι πατρίδα τους είναι ο σοσιαλισμός ενώ εκεί, στην Ελλάδα, είναι στην εξουσία ο φασισμός, ο ιμπεριαλισμός, ότι ο μοναδικός δρόμος που τους προωθεί και τους εγγυάται όλα τα δικαιώματα είναι η οδός του Δημοκρατικού Μετώπου» ή με άλλα λόγια εκεί (στην Ελλάδα) είναι η κόλαση κι εδώ (στην Αλβανία) είναι ο παράδεισος…
Πηγή: ΣΤΑΥΡΟΣ Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ, «ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΙΑ. 50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ LITERATUS 2015.
Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Ντάγιο που μας έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το βιβλίο του καθώς και για τις φωτογραφίες που μας παραχώρησε.
Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
0 Σχόλια
Σχόλια που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς όχι μόνο για το ιστολόγιο, θα διαγράφονται αμέσως.
EmojiΣχόλια που περιέχουν εμπάθεια σε ό,τι δεν σας αρέσει επειδή έτσι μάθατε ότι έτσι είναι τα πράματα, θα διαγράφονται για έναν εποικοδομητικό διάλογο και όχι να επικρατήσει η αρλουμπολογία, αμαθών και ημιμαθών.
Επίσης σχόλια που έχουν οποιεσδήποτε κομματικές προτροπές και κομματικοπολιτική προπαγάνδα, είναι ανεπιθύμητα.