Οι συντεχνίες στην μητροπολιτική περιφέρεια Κορυτσάς

[caption id="attachment_10883" align="aligncenter" width="284"] Κορυτσά 1910[/caption]

Μετά τήν πτώση τοῦ Βυζαντίου εἶναι γνωστή ή καταστροφή τοῦ πολιτισμοῦ ἀλλά καί ἡ φυγή στήν ∆υτική Εὐρώπη τῶν διανοουμένων ὅπου εὗρον ἄσυλον σέ διάφορες αὐλές τῶν ἡγεμόνων. Οἱ διάφορες πόλεις οἱ ὁποῖες φιλοξένησαν τούς Ἕλληνες διανοουμένους, ἐμπόρους, καλλιτέχνες, τεχνῖτες κ.τ.λ. εἶναι πολλές, ὅπως: Βενετία, Τεργέστη, Βιέννη, Βουδαπέστη, Βουκουρέστι κ.ἄ. Ἕλληνες στήν Βενετία ἔχουμε σίγουρα πρό τοῦ 1400. «Στίς ἀρχές τοῦ 1400 εὑρισκόταν στήν Βενετία ὁ παπᾶ-Μιχάλης ἀπό τήν Χαλκίδα πού λειτουργοῦσε στόν ναό τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου στήν γειτονιά Bragora»[76]. Στή συνέχεια εὑρίσκουμε στά 1430 ἄλλους δύο[77] ἀκόμη λειτουργούς ἱερεῖς. «Ἡ Ἑλληνική Ἀδελφότητα τῆς Βενετίας ἱδρύθηκε στά τέλη τοῦ 15ου αἰῶνος (1498) καί κατά τόν 16ο καί 17ο αἰῶνα ἔφτασε στό ἀνώτερο σημεῖο τῆς ἀκμῆς της. Ἔτσι οἱ ἀπόδημοι Ἕλληνες ἀγόρασαν σέ κεντρικό σημεῖο ἕναν χῶρο, τόν γνωστό ὡς Campo dei Greci (= πλατεῖα τῶν Ἑλλήνων) ὅπου μέ δωρεές καί συνεισφορές τῶν μελῶν τῆς Κοινότητας ὅσο καί τῶν Ἑλλήνων ναυτικῶν, οἱ ὁποῖοι ἔφταναν στό λιμάνι τῆς Βενετίας καί πλήρωναν εἰδικό φόρο στήν Ἑλληνική Κοινότητα ὡς εἰσφορά, ἔκτισαν τήν μεγαλόπρεπη ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (1573). Ἀργότερα στήν ἴδια περιοχή ἔκτισαν καί θαυμάσια σπίτια, μέ πρόσοψη στό κανάλι καί αὐτό εἶναι γνωστό ὡς Rio dei Greci (= Κανάλι τῶν Ἑλλήνων)»[78].




Ἡ ἀνθοῦσα ἑλληνική παροικία ἀνέπτυξε ἰσχυρό ἐμπόριο μέ τήν Ἤπειρο[79] καί οἱ κάτοικοι τῶν πόλεων τῆς Ἄρτας, Ἰωαννίνων, ∆υρραχίου, Μοσχοπόλεως συνεργάστηκαν μέ Ἕλληνες ἐμπόρους τῆς Βενετίας.




Μία χειρόγραφος διαθήκη τοῦ Τρικαλινοῦ Λάνθου[80] Μουδάνου τό 1611 ἡ ὁποία ἔγινε στά Ἰωάννινα ἀναφέρει καί τόν ἔμπορο Γεώργιο Κωθώνη ὁ ὁποῖος εἶναι ἕνας ἀπό τούς μεγαλυτέρους ἐμπόρους αὐτή τήν ἐποχή· τό 1645 ἦταν πρόεδρος[81] τῆς Ἑλληνικῆς παροικίας Βενετίας. Τό ἐμπόριο πού ἀνέπτυξε ὁ Γεώργιος καί οἱ οἰκογένειες τῶν Cottoni (= Κωθωναίων, Κωθωνιατῶν) ἀπό τό χωριό Κωθώνη ἤ Κωθώνι[82] (σημ. Πολυνέρι) Τρικάλων, εἶναι ἐνδιαφέρον νά μελετηθῆ. Ἡ Βενετία ἀπό ἐποχῶν ἤδη ἀρχαιοτέρων δέν ἦτο ἄγνωστος εἰς τούς πληθυσμούς τῆς ἀνατολικῆς παραλίας τοῦ Ἀδριατικοῦ πελάγους καί ἀπό τό 1300 καί μετά πολλοί ἔμποροι, λόγιοι ἀλλά καί βιοπαλαισταί κοινωνικῶν διαφόρων κοινωνικῶν τάξεων, ζητοῦσαν ἄσυλον[83]. Ἡ μεγάλη οἰκογένεια τῶν Κωθωναίων[84] ἐμπορευόταν μέ τήν Μοσχόπολη ὡς πληρεξούσια μεγάλων Μοσχοπολιτῶν ἐμπόρων στήν Βενετία. Κατά τόν 17ον αἰώνα ἡ Μοσχόπολις, ἡ Σιάτιστα, ἡ Σκόδρα, τό Ἐλβασάνιον, ἡ Θεσσαλονίκη εἶχαν ἀντιπροσωπεία ἑκατό ἐμπόρων οἱ ὁποῖοι ἀντήλλασσαν προϊόντα μέ τούς «(...) Κοττόνην, Γεώργιον Κούμανον, Σταματέλλον, Καραγιάννην, Ἰωάννην Βαλαῆν, Μιχαήλ Περούλην, Ἰωάννην Ἱερώνυμον καί ἄλλους»[85].




Ἡ Μοσχόπολις δέν ἀντήλλασσε μόνον προϊόντα μέ τήν Βενετία ἀλλά καί λογίους. Τά ἔτη (1694–1707 καί 1710–1718) εὑρίσκομεν Γυμνασιάρχην στήν Φλαγγίνειο Σχολή τόν Μοσχοπολίτη λόγιο Ἰωάννη Χαλκέα[86] «(...) ἐξεπαιδεύθησαν δέ πατριωτικῇ αὐτοῦ προνοίᾳ ἱκανοί κατά καιρούς Μοσχοπολῖται»[87] οἱ ὁποῖοι ἐπέστρεψαν στήν Μοσχόπολη καί μετέφεραν ἐκεῖ τήν παιδεία τήν ὁποία ἕκαστος εἶχε ἀποκτήσει.




Ἡ ἀνθοῦσα Μοσχόπολις συγκέντρωνε ὅλο τό ἐμπόριο τῆς περιοχῆς, ἀλλά καί ἀπό ὅλη τήν χερσόνησο τοῦ Αἵμου καί ἐμπορευόταν ὄχι μόνο μέ τήν Βενετία, ἀλλά καί ὅλα τά ἄλλα ἐμπορικά κέντρα. Ἡ εὐμάρεια αὐτή ἔδωσε ὤθηση καί στήν δική της βιοτεχνία γιά νά ἀναπτύξη τήν παραγωγή της καί νά τήν ἐξαγάγη. Παρ' ὅλες τίς καταστροφές τίς ὁποῖες ὑπέστη ἀπό τούς Τουρκαλβανούς, ἐχάθησαν πολύτιμα ἀρχεῖα, ἐν τούτοις ἀπό τά λίγα τά ὁποῖα διεσώθησαν, θαυμάζει κανείς σήμερα ὅτι κατ' ἐκείνη τήν ζοφερή περίοδο ἀναπτύχθηκε ἰσχυρά βιοτεχνία σέ πολλούς τομεῖς. Ὑφίσταντο, τότε δέκα ἑπτά συντεχνίαι[88] τουλάχιστον στήν Μοσχόπολη στίς ἀρχές τῆς τελευταίας δεκαετίας τοῦ 17ου αἰῶνος καί τίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 18ου αἰῶνος.




Οἱ συντεχνίες ἦταν ὀργανωμένες κατά θαυμαστόν τρόπο, ἀνεπτύχθησαν ἀρκετά, ἀπέκτησαν κολοσσιαῖα κεφάλαια καί προχώρησαν σέ διάφορες ἐπιχειρήσεις, ἐμπορικές καί βιοτεχνικές· βοηθοῦσαν δέ προθυμότατα εἰς οἱανδήποτε ἀνάγκην τῆς Πατρίδος των[89]. Τέτοιες συντεχνίες ἔχουμε: τῶν Μπακάληδων, Ραπτάδων, Χρυσοχόων, Χασάπηδων, Χαλκιάδων, Κοντακτσήδων (= ὁπλοποιῶν), Παπουτζήδων, Ταγιακτσήδων (= ραπτῶν) [90], Καλαντζήδων, Καζαντζήδων[91] κ.ἄ.








Οἱ συντεχνίες τῆς Μοσχοπόλεως προσέφεραν πολλά στήν ἰδιαιτέρα τους πατρίδα Μοσχόπολιν. ∆είγματα δωρεῶν ἀπό τά ἐλάχιστα σωζόμενα ἔγγραφα, τόν κώδικα τῆς Ἱ. Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Μοσχοπόλεως κ.λπ., ἔχομε πολλά ἀπό τίς συντεχνίες τῆς Μοσχοπόλεως[92].


Ἔτσι στά 1731 «εἰς τόν καιρόν τοῦ Νικηφόρου ἀνανέωσαν “οἱ Χαλκιᾶδες” τόν τοῖχον τοῦ γκρεμισθέντος ζαπαλᾶ, ἔκτισαν δέ καί τόν κατ’ ἀνατολάς ὀντᾶν». Ὁμοίως «οἱ παπουτζᾶδες ἔκτισαν τό πρός τήν Σίπισχαν κιόσκι, ἀλλά χαμηλόν, καί μετά ταῦτα ἐπί Ἀμβροσίου ἀνυψώθη καί ἐκαλλωπίσθη».


Ὁμοίως τό ρουφέτι «τῶν μπακάληδων ἔκτισαν τήν μετά θόλου μεγάλην βρύσιν, δι’ ἄσπρα 20.000, ἐπιστατοῦντος (...)».


Ὁμοίως καί τό ρουφέτι «τῶν ραπτάδων ἔκτισαν τό πρός τήν Μοσχόπολιν ἀποβλέπον μεγάλο κιόσκι μέ τό ἀνώγειον, καί μέ τόν μέγαν ὀντᾶν ὕστερα, καί ἐκαλλώπισαν»[93].


Ἀλλοῦ πάλι «Ἀφιέρωσιν διά τήν ἰδίαν καμπάνα οἱ ραπτᾶδες καί τακιατζῆδες ἄσπρα 840 αἰωνία ἡ μνίμι»[94]. Τό ἔτος «͵αψκγ΄ (1723) δεκεμβρίου ιδ΄ ἐνθάδε σημειοῦμεν τά κτήρια ὁπού ἔκτισαν τό τιμημένον ρουφέτιον τῶν χαλκιάδων (...) διά ἄσπρα 120.000, μετά ταῦτα ἀνακαίνισαν τόν μύλον (...) 60.000 διά συνδρομῆς αὐτοῦ τοῦ ρουφετίου ἐστερεώθη τό βουνόν (...) 3.600, ἀνεκαινίσθη ὁ τοῖχος τοῦ ζαπανᾶ ἐκ θεμελίων μέ τόν καινούργιον ὀντᾶν (...) ἄσπρα 60.000, ἔκτισαν ἐκ βάθρων θεμελίου, ἀκόμη τόν ὀντᾶν (...) ἄσπρα 78.000»[95].


Ὁ Κῶδιξ[96] τῆς Παναγίας Μοσχοπόλεως μνημονεύει «τά εὐλογημένα ρουφέτια εἶχον ἀναλάβει νά σπουδάζωσι μέ δαπάνας αὐτῶν ἀνά ἕνα νέον εἰς τά ἑλληνικά φιλολογικά καί θεολογικά μαθήματα ἤ ἰατρικήν[97], ἑκάστη συντεχνία ὑποχρεοῦτο νά ἔχη καί ἕναν ὑπότροφον».


Ὅλες οἱ συντεχνίες λειτουργοῦσαν ὑποδειγματικά μέ ἰδιαίτερο καταστατικό καί κανονισμό. Παρουσιάζουμε ἕνα διασωθέντα Κανονισμό[98] «τῶν μπακάληδων» ὁ ὁποῖος δείχνει τήν ὀργάνωση τῶν συντεχνιῶν.


«1799. Ἐπειδή ὅλον τό σύστημα τοῦδε τοῦ παντός, μέ τάξιν καί εὐρυθμίαν διακατέχεται καί ποτέ δέν ἐμπίπτει εἰς ἀμηχανίαν, διά τοῦτο καί ἡμεῖς οἱ ἐκ τοῦ ρουφετίου τῶν μπακάληδων βλέποντες πολλά ἄτοπα ὅπου γίνονται εἰς τό ἡμέτερον ρουφέτιον, μέ τό νά ἔλειψεν ἡ τάξις καί ἡ ἁρμονία καί πρός ἀλλήλους αἰδώς, τώρα ὅπου ἔχομεν διά τῆς δεξιᾶς τοῦ ὑψίστου μακράν ἐλευθερίαν καί μεγάλη ἡσυχίαν θεσπίζομεν ὅρους ὅπου νά φυλάττεται καί νά βασιλεύσῃ ἡ δικαιοσύνη, νά λάμψῃ δέ ἡ ἀλήθεια. 


Πρῶτον θεμέλιον θέτομεν τήν πρός ἀλλήλους ἀγάπην καί μέ αὐτήν νά νικήσωμεν ὅλους τούς ἐναντίους. 


∆εύτερον, οἱ Πρωτομαΐστορες νά τιμῶνται κατ’ ἐξοχήν καθ’ ὅτι οὗτοι ἀναλαμβάνουσι τάς φροντίδας τῶν μικροτέρων ἐάν δέ κανείς φανῇ ἀπαθής εἰς τήν προσταγήν αὐτῶν νά διωχθῇ τοῦ ρουφετίου ὡς ὀλέθριος καί ἐπιζήμιος. 


Τρίτον, ὅταν ἔρχεται ὀλίγη πραγματεία καί ὑπάρχῃ ἀναμεταξύ μας ἀνταγωνισμός, τότε διά νά μήν ζημιωθῇ κανείς διορίζομεν τόν Κώστην Μπόσα, τόν Εὐθύμιον Τζουμετῖκον, τόν Ἀθανάσιον Μόσιου, τόν Κωνσταντῖνον Μάντζιαν, τόν Νάσταν Ραμπογιάννην καί τόν Ντόναν Γκόγκαν νά κάμνουν αὐτοί πρῶτον τήν ἀγοράν καί κατόπιν τήν ἀδελφικήν διανομήν εἰς κάθε μέλος τοῦ ρουφετίου. Ἐάν ἄλλος λάβῃ τήν πρωτοβουλίαν νά προβῇ εἰς τήν ἀγοράν θά εἶναι τέκνον τῆς ἁμαρτίας καί ἀποσυνάγωγος τοῦ ρουφετίου. 


Ὅταν ὑπάρχῃ πλούσιον τό πρᾶγμα, τότε ἔχει τήν ἄδειαν κάθε ἕνας νά κάμῃ ἀγοράν ὅπως ἠμπορεῖ, οὐχί ὅμως ἔξω τῆς πολιτείας νά ἐλέχθη καί νά καρτερέσῃ τήν πραγματείαν ἀλλά νά ξεφορτωθῇ πρῶτον αὕτη εἰς τήν πλατεῖαν καί ἀκολούθως νά λάβῃ χώραν ἡ ἀγορά. 


(Τέταρτον). Ὅταν ἕν μέλος τοῦ ρουφετίου ἔχῃ ἀνάγκην νά προσλάβῃ ὑπηρέτην καί βοηθόν νά δηλώσῃ τοῦτο καί κατόπιν νά τόν προσλάβῃ εἰς τό ἐργαστήριόν του. Τά μικρά καί ἀνήλικα παιδιά νά ὑπηρετήσουν τρία χρόνια, τά μεγαλύτερα δύο μόνον τοιαῦτα καί ὁ πρῶτος μισθός νά εἶναι δέκα γρόσια καί σύν τῷ χρόνῳ νά γίνῃ ἡ σχετική αὔξησις.


(Πέμπτον). Ἐάν τύχῃ ἕνας ἀδελφός νά ἀδικῆται, νά ὑβρίζεται, νά ἀτιμάζηται, δέν ἔχει τό δικαίωμα νά ζητήσῃ ἀλλοῦ τό δίκαιον παρά μόνον νά ἀναφέρῃ τοῦτο εἰς τό ρουφέτιον τό ὁποῖον θά ἐπιβάλῃ τήν πρέπουσαν τιμωρίαν. 


(Ἕκτον). Ὅταν ἀποθάνῃ κανένας ἀδελφός μας νά παρευρεθῶμεν ὅλοι μας εἰς τόν ἐνταφιασμόν του. 


(Ἕβδομον). Ἀπαγορεύεται ὁ συνεταιρισμός μέ ἀλλόθρησκον καί τιμωρεῖται οὗτος μέ ἀποβολήν τοῦ ρουφετίου. 


(Ὄγδοον). Τάς Κυριακάς τά ἐργαστήρια νά εἶναι κλεισμένα καί ἐν ἀπολύτῳ ἀνάγκῃ ἐπιτρέπεται νά ἀνοίξῃ τις τό μαγαζί. 


Αὐτοί εἶναι οἱ ὅροι τοῦ ρουφετίου οἱ ὁποῖοι νά τηρηθοῦν αὐστηρῶς καί ὅποιος σκεφθῇ ἤ μελετεήσῃ νά χαλάσῃ τούτους νά ἔχῃ ἀντίδικον τήν Ἁγίαν Τριάδα καί νά δώσῃ ἀπολογίαν εἰς τόν ἀδέκαστον κριτήν ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως.


(Ἕπονται ὑπογραφαί ὀκτώ μελῶν)»




Οἱ συντεχνίες ρουφέτια ἔχουν αἰώνων ζωή ὅπως δείχνουν οἱ ἀκατάπαυστες δωρεές[99] ἀλλά καί ἡ συμμετοχή τους στά κοινά τῆς Μοσχοπόλεως μετά τῆς δημογεροντίας καί ἀρχόντων σέ κρίσιμες ἀποφάσεις οἱ ὁποῖες ἔπρεπε νά ἀναληφθοῦν διά τήν πατρίδα των:


«Ἡμεῖς οἱ τῆς πολιτείας Μοσχοπόλεως εὑρισκόμενοι ἄρχοντες καί ἀρχόμενοι δημογέροντες καί ρουφέτια πάντα γνώμῃ κοινῇ καί ἀσαλεύτῳ ἀποφάσει δηλοποιοῦμεν (...) 


Ἐν Μοσχοπόλει ͵αψοζ΄ (1777) Ἰανουαρίου κζ΄


(ἕπονται 47 ὑπογραφαί)»[100]


Ἀξίζει νά ἀναφέρουμε ὅτι ἡ συντεχνία «τῶν ἀγωγιατῶν»[101] ἦταν πολύ ἰσχυρή καί εἰς τήν Μοσχόπολιν διατηροῦσε καραβάνι ἀπό τριακοσίους ἡμιόνους καί ἄλογα τό ὁποῖον ἔκαμνε ἑβδομαδιαῖα ταξίδια πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις.




Οἱ συντεχνίες τῆς Σίπισκας, τῆς Νικολίτσας, τῆς ΓκραμπόβαςΝίτσας δέν ἄφησαν καταστατικά ἤ ἄλλα τεκμήρια λόγῳ τῶν ποικίλων καταστροφῶν καί δηώσεων ἀπό τούς δυνάστας.




Ἰσχνές πληροφορίες ἔχομεν διά τίς συντεχνίες τῆς Λέγκας ἤ Λάγκας, ὅπως αὐτή ἀπό τήν κτητορική ἐπιγραφή[102] τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Μονῆς Ἁγίας Μαρίνης:


«† ΑΝΗΣΤΩΡĺΘΗ Ó ΘΕĺΟΣ ΟΥΤΟΣ ΚΑĺ ΠÁΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑÓΣ Τ(ΗΣ) ΑΓĺΑΣ ΜΕΓΑΛΟΜÁΡΤΥΡΟΣ ΤΟΥ Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ ΜΑ/ΡĺΝΗΣ ∆ΙÁ ΒΟΗΘĺΑΣ ÓΛΩΝ ΤΩΝ ΧΡΗΣΤΙΑΝΩΝ ΚΑĺ ΡΟΥΦΕΤĺΩΝ ΤΩΝ ΚΤΙΣΤÁ∆ΩΝ ΚΑĺ ΡΑΦΤÁ/∆ΩΝ ΚΑĺ ΜΑΚΕΛĺΩΝ ΚΑĺ ΚΑΡΑΒΑΝΙΩΝ ΜΙΚΡΩΝ ΚΑĺ ΜΕΓÁΛΩΝ ΤΩΝ ΕΥΡΙΣΚΟΜÉΝΩΝ ÉΝ ΤΗ ΠΟΛΙΤΕĺΑ ΛÁ/ΓΚΑ (...) ÉΤΗ ΑΠÓ Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ ΑΨΝ∆ (= 1754) ΜΗΝΗ ΟΚΤΩΜΒΡĺΩ Β»


Ἡ «πολιτεία τῆς Λάγκας» ἀριθμοῦσε τότε γύρω στίς 10.000 κατοίκους ἀνθοῦσα στό ἐμπόριο[103].


Οἱ συντεχνίες «τῶν κτιστάδων», «ραφτάδων», «μακελίων (= κρεοπωλῶν)», «καρ(α)βανιῶν μικρῶν καί μεγάλων» ἦλθαν ἀρωγοί στήν ἀνοικοδόμηση τοῦ περικαλλοῦς Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Μαρίνης καθολικοῦ τῆς ὁμωνύμου Ἱ. Μονῆς ὁ ὁποῖος μέχρι σήμερα ἀποτελεῖ πόλον ἕλξεως ὅλων τῶν Βλαχοφώνων καί μή ὀρθοδόξων τῆς Ἀλβανίας ἰδίως τούς καλοκαιρινούς μῆνας.


Ἄξιον λόγου εἶναι ὅτι ἐνῶ κατεστράφησαν οἱ Ἱεροί Ναοί τῆς Λάγκας ἐξ ἴσου παλαιοί μέ τῆς Ἁγίας Μαρίνης τήν ἐποχή (1967–1990) ἀθεΐας στήν Ἀλβανία, τό προσκύνημα εὐτυχῶς ἐσώθη.




Τό Βυθκούκιον, ἀκμάζει τήν ἰδία ἐποχή, ἤτοι τόν 16ον καί 17ον αἰώνα, μέ πληθυσμόν 10.000–12.000 κατοίκων· ἀνθοῦσε στό ἐμπόριο ἀλλά καί ἐδῶ οἱ πληροφορίες εἶναι μόνον ἀπό τήν πρόθεση τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ 17ου αἰῶνος. Στήν πέμπτη στήλη τῆς Ἱερᾶς Προθέσεως γράφει: [104]


«(Τ)ΩΝ ΚΟΣΜΗΚΩΝ / ΤΟΝ χαλκηαδον (...)». Ἀκολουθοῦν 15 ὀνόματα τῶν συντεχνῶν, γεγονός πού φανερώνει τήν εὔρωστη συντεχνία τῶν χαλκιάδων.


∆υστυχῶς, οἱ Προθέσεις τῶν ὑπολοίπων ἕξι καθολικῶν τῶν Ἱερῶν Μονῶν εἶναι κατεστραμμένες καί δέν γνωρίζουμε, ἄν διέσωζον ὀνόματα συντεχνιῶν.








Στήν κώμη τῆς Sipska, ἡ ἀρχαία Ὑπισχίαὅπως ὠνομάσθη ἀπό τούς Ἀρβανῖτες [κατά τό σύνηθες ὅπως τό Ἀργυρόκαστρον (Gjyrokaster), ἡ Πρεμετή (Permet), ἡ Ποστένιανη (Postenan) κ.τ.λ.], ἀνθοῦσε στό ἐμπόριο· ἦταν ὅμορος τῆς Μοσχοπόλεως μέ πληθυσμό 6.000 οἰκιῶν «μετ’ ἀναλόγου ἀγορᾶς καί ζωῆς καί κινήσεως, οὐκ ὀλίγων καί ἐντεῦθεν μεταναστευόντων, χάριν βιοποριστικῶν ἐπιχειρήσεων, εἰς Οὐγγαρίαν ἰδίως καί Τρανσυλβανίαν, καί μετ’ ἀρκετῶν συνήθως οἰκονομιῶν ἐκεῖθεν ἐπανακαμπτόντων (...)»[105].





Συντεχνίες ὑπῆρχαν καί σέ ἄλλες κωμοπόλεις καί χωριά, ἀλλά οἱ πληροφορίες εἶναι ἀνύπαρκτες λόγῳ τῆς ἀνωμάλου καταστάσεως, ἐκτός ἐλαχίστων, οἱ ὁποῖες διεσώθησαν ὅπως στό χωριό Σταγιέροβα


«1828 Ἰανουαρίου 11 / 


ὁ γεώργιος παιδί τοῦ μήτρο καζαντζῆ ἀπό χωρίον σταγιέροβα / ἐσυμφώνησαν μέ τούς μαστόρους τῶν τερζήδων (= ραφτάδων) [106] κε ἔχι νά δόκι στόν καθέκαστον χρόνον / εἰς τήν ἐκκλησίαν ἀπό γρ(οσια) 35 τόν κάθε χρόνον: ἐδόθηκαν : ἐπλήρωσε: 


1829: Ἰανουαρίου 11: ἐπλήρωσε / 


1830: Ἰανουαρίου 11: ἐπλήρωσε[107]/».




Στό χωριό Φλόκι Κορυτσᾶς ὑπάρχει τό «συνάφι τῶν τερζήδων» καί ἕνας κωνταξῆς (ὁπλοποιός), ὅπως φαίνεται ἀπό τό κάτωθι πρακτικό μᾶλλον πρός τήν ἐκκλησίαν, τουτέστι Ἱεράν Μητρόπολιν Κορυτσᾶς διότι καί τά τρία πρακτικά τῶν χωρίων Σταγιέροβα, Φλόκη, Νεβέσκα εἶναι τοῦ ἰδίου γραφέως. Στήν αὐτή σελίδα τοῦ Κώδικος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κορυτσᾶς διαβάζουμε:


«1830: μαρτίου 12: 


ἐσυμφώνησεν μέ τό συνάφι τῶν τερζήδων (= ραπτῶν) / ὁ γιάννης τοῦ κοζμᾶ κωνταξῆ (= ὁπλοποιοῦ) ἀπό χωρίον Φλόκη / γρόσια τριάντα πέντε νά δίδη τόν χρόνον καί ἡ (εἰ) μέν ἐλθή καί καθίσει ἐδῶ εἰς Κόρτζαν: / δέν ἔχει νά δώσῃ ἄλλα γρόσια: μόνον αὐτά τά ἄνωθεν κατά τήν συμφωνίαν μας»[108].




Στό χωριό Νεβέσκα Κορυτσᾶς ὑφίστατο «συνάφι τερζήδων», ὅπως μᾶς πληροφορεῖ τό κάτωθι συμφωνητικό:


«1830 μαρτίου 16 


ἐσυμφώνησεν μέ τό συνάφι τῶν τερζήδων ἀπό τήν νεβέσκα γρόσια τριάκοντα πέντε / νά δίδη τόν καθέκαστον χρόνον, καί ἡ (εἰ) μέν ἐλθή καί καθίσει ἐδῶ εἰς Κορυτζάν δέν ἔχει νά / δώσῃ ἄλλα γρόσια μόνον αὐτά τά ἄνωθεν κατά τήν συμφωνίαν μας»[109].




Ἡ πόλις τῆς Κορυτσᾶς παρουσίαζε ἰδιαίτερη ἐμπορική ἀνάπτυξη, ἴδια καί στίς τέχνες, ἰδίως μέ τίς καταστροφές τῶν ἐπαρχιῶν ἀπό τούς Ὀθωμανούς, ἀλλά κυρίως μετά τήν καταστροφή τῆς Μοσχοπόλεως, Ὑπισχίας, Νικολίτσας, Γκραμπόβας, Νίτσας, Λινοτοπίου, Βυθκουκίου καί τῆς ἐπαρχίας Ὀπάρεως. Πολλοί εἶναι οἱ κάτοικοι αὐτῶν τῶν μικρῶν πόλεων οἱ ὁποῖοι μετανάστευσαν στήν πόλη τῆς Κορυτσᾶς, ἡ ὁποία ἐπυρπολήθη[110] πολλάκις, ὅπως μαρτυρεῖται στίς ἐνθυμήσεις, τίς ὁποῖες περιγράψαμε στό ὁμώνυμο κεφάλαιο. Ὅμως, ὡς πρωτεύουσα τῆς Νομαρχίας Κορυτσᾶς μέ ὅλες τίς διοικήσεις τῶν Ὀθωμανῶν, ἐπέζησε καί ἀργότερον ἀνέπτυξε πολιτισμόν καί ἄνθισε στό ἐμπόριον καί τίς τέχνες.








Στήν Κορυτσᾶ ἔχουμε πολλές συντεχνίες πού παρουσιάζουμε στή συνέχεια.


Τηροῦμε δέ ἐξ ἀρχῆς τήν χρονολογική σειρά, σύμφωνα μέ τίς πηγές τίς ὁποῖες εὑρίσκουμε: Ἔχουμε τήν ἰσχυρή συντεχνία «τῶν ὁπλοποιῶν», ὅπως δείχνει ἡ κάτωθι πρᾶξις μέ τήν ὁποία τά μέλη της καθιερώνουν προστάτη τῆς συντεχνίας των τόν Ἅγιον Ἀθανάσιον Ἀλεξανδρείας:




«Ἐν ὀνόματι τῆς Παναγίας καί Ὁμοουσίου Τριάδος / ∆ηλοποιοῦμεν οἱ ὑποφαινόμενοι, ἡ ἐν Κορυτσᾷ ὁλόκληρος συντεχνία τῶν ὁπλοποιῶν, ὅτι θείῳ ζήλῳ / κινουμένη κατά τά παραδεδεγμένα εἰς τήν ὀρθόδοξον ἡμῶν Ἐκκλησίαν ἔθιμα καί τό πρός / πάντας τούς Ἁγίους ἔχοντες σέβας ἀπεριόριστον ἀπεφασίσαμεν νά θέσωμεν τήν συντεχνίαν / τῶν ὁπλοποιῶν ἰδίως ὑπό τήν προστασίαν τῶν Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας καί / συμφωνήσαντες καί σκεφθέντες (...)


Α. Ἐθέσαμεν τήν συντεχνίαν τῶν ὁπλοποιῶν ὑπό τήν ἰδιαιτέραν προστασίαν τοῦ ἐν / Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Ἀθανασίου Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας τοῦ ὀνομαζομένου κατά τήν 18 Ἰανουαρίου (...) ἐπεκυρώθησαν καί παρά τοῦ / Σεβ. Ἀρχιερέως μας καί κατεστρώθη ὁ παρών κανονισμός εἰς τόν Κώδικα (...) / 1854 Μαΐου 10 Κορυτζᾶ / 


(ἕπονται 13 ὑπογραφαί τῶν ὁπλοποιῶν»[111].




Στήν συνέχεια, κατά το ἔτος 1865, γίνεται λόγος στούς ἀφιερωτάς Κορυτσαίους στόν Ἱερό Ναό Ζωοδόχου Πηγῆς καί μεταξύ τῶν ἄλλων μνημονεύονται τά «συνάφια» τῆς πόλεως Κορυτσᾶς:


«Εὐλογημένοι χριστιανοί τῆς πολιτείας ταύτης Ἱερεῖς καί λαϊκοί ἄνδρες καί γυναῖκες / σήμερον θέλουν ἀναφερθῆ καί μνημονευθῆ παρά τοῦ Ἀρχιερέως ἡμῶν ὅλοι ἐκεῖ/νοι οἱ προπάτορες ἡμῶν καί οἱ γονεῖς καί οἱ συγγενεῖς ἑκάστου, τῆς πολιτείας ταύτης / ἀπ’ ἀρχῆς ὁποῦ ἐκτίσθη[112] ἡ Ἱερά Ἐκκλησία τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς τῆς Μητροπόλεως / καί ἔχουν ἀφιερώσει εἰς αὐτήν, ὁ μέν πολλά ὁ μέν ὀλίγα κατά τήν δύναμίν του εἰς / τόν καιρόν ὅπου ἐσυστήθη ἡ κάσσα τοῦ λάσσου[113] καί μέχρι τοῦδε. Τῶν μέν ζώντων νά ἀναφωνή/σωμεν τό ἄξιος ὁ μισθός αὐτῶν. Τούς δέ τεθνεῶτας τήν αἰωνίαν μνήμην αὐτῶν / καί πρῶτον συγχωροῦμεν τόν μακαριστόν καί κτήτορα τῆς Ἐκκλησίας ταύτης μήτκον αἰωνία ἡ μνήμη /


Ὕστερον δέ ὅσοι ἐκ τῶν συναφείων τῶν παπουτζήδων ἔχουν ἀφιερώσει κατά καιρούς αἰωνία ἡ μνήμη αὐτῶν / 


ὅσοι ἐκ τοῦ συναφίου τῶν ταμπάκηδων[114] αἰωνία ἡ μνήμη αὐτῶν / 


ὅσοι ἐκ τοῦ συναφίου τῶν γουναράδων αἰωνία ἡ μνήμη αὐτῶν / 


ὅσοι ἐκ τοῦ συναφίου τῶν ραπτάδων αἰωνία ἡ μνήμη αὐτῶν / 


ὅσοι ἐκ τοῦ συναφίου τῶν κασάπηδων αἰωνία ἡ μνήμη αὐτῶν / 


ὅσοι ἐκ τοῦ συναφίου τῶν στερουχάδων[115] αἰωνία ἡ μνήμη αὐτῶν / 


ὅσοι ἐκ τοῦ συναφίου τῶν μπακάληδων αἰωνία ἡ μνήμη αὐτῶν / 


ὅσοι ἐκ τοῦ συναφίου τῶν χαντζήδων[116] αἰωνία ἡ μνήμη αὐτῶν / 


ὅσοι ἐκ τοῦ συναφίου τῶν σαμαρτζήδων αἰωνία ἡ μνήμη αὐτῶν / 


ὅσοι ἐκ τοῦ συναφίου τῶν κοντομαρτζήδων[117] αἰωνία ἡ μνήμη αὐτῶν / 


ὅσοι ἐκ τοῦ συναφίου τῶν χαλκιάδων αἰωνία ἡ μνήμη αὐτῶν / 


ὅσοι ἐκ τοῦ συναφίου τῶν τουκαφτζήδων[118] αἰωνία ἡ μνήμη αὐτῶν /


(...) 1861 μαρτίου 5 /»[119]




Τά ἀνωτέρω 12 «συνάφια» τά ὁποῖα καταγράφονται ὑφίστανται τουλάχιστον ἀπό τό 1850, ὅπως ἀναφέρει τό πρακτικό. Εἶναι βέβαιον ὅτι ὑφίσταντο καί ἄλλα, ὅπως λ.χ. «τῶν καλαντζήδων», «τῶν μυλωνάδων», «τῶν κτιστάδων», «τῶν ἀσβεστοποιῶν» κ.τ.λ. Εἰκάζουμε ὅτι λόγῳ τῶν πολλῶν Ἱερῶν Ναῶν τῆς Κορυτσᾶς μέλη της εἶναι ἀφιερωτές καί σέ ἄλλους Ἱ. Ναούς, σέ σχολεῖα καί ἄλλα εὐαγῆ ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα.


Στά 1888 μαρτυρεῖται ὅτι: «(...) τῷ 1879 Αὐγούστου 13 ἡμέρα ∆ευτέρα καί ὥρα 1½ τῆς νυκτός, ὅτε ἀπώλεσεν 600 ἐργαστήρια Ἀλλά μετά τήν τελευταίαν ταύτην πυρκαϊάν οἱ γονεῖς ἡμῶν ἔκτισαν αὐτήν πολύ ὡραιοτέραν καί ἀπηλλαγμένην πλέον παντός ἐμπρησμοῦ κινδύνου, καθ’ ὅσον πάντα τά ἐργαστήρια αὐτῆς συμποσοῦνται εἰς 1.900 περίπου εἶνε λίθινα (...)»[120].


Πάλι στά 1888 ἀναφέρεται ὅτι στήν Κορυτσᾶ προκόπτουν: «(...) Ἡ ἀρτοποιΐα, ἡ ξυλουργική, ἡ σιδηρουργική, ἡ χαλκευτική, ἡ ὁπλοποιΐα, ἡ κεραμική, ἡ βαφική, ἡ βυρσοδεψική, ἡ σκυτική (= δερματική),ἡ ραπτική καί ἡ ἀρχιτεκτονική (...), ὑφαντοποιΐα, ἀσβεστοποιΐα»[121].




Στήν κηδεία τοῦ Μητροπολίτου Κορυτσᾶς ἐθνομάρτυρος Φωτίου Καλπίδη κατέθεσαν στέφανον μεταξύ ἄλλων: «(...) ἡ συντεχνία ραπτῶν (...), ἡ συντεχνία ὑποδηματοποιῶν, παντοπωλῶν, κηροπωλῶν καί κουρέων»[122].


Τέλος, ἡ πόλις τῆς Κορυτσᾶς, παρ’ ὅλες τίς διώξεις τῶν Ὀθωμανῶν, διακρίθηκε στό ἐμπόριον, τήν οἰκονομία γενικά, ὅπως πάρα πολλοί ἐρευνητές ἔγραψαν μέχρι σήμερον[123]· εἶναι δέ νωπή ἡ μνήμη τῶν γεροντοτέρων σήμερα Κορυτσαίων οἱ ὁποῖοι ἐνθυμοῦνται τούς γονεῖς των καί πάππους των πού χαρακτήριζαν τήν Κορυτσᾶ «μικρό Παρίσι».




Πηγή: Ελευθέριος Απ. Καρακίτσιος, Ο ελληνισμός στην μητροπολιτική περιφέρεια Κορυτσάς. Διδακτορική διατριβή, απόσπασμα σελ. 104-114. Για τεκμηρίωση βλ. εδώ.






Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια