Ο Αγαθοκλής των Συρακουσών τσακίζει την Καρχηδόνα





Αγαθοκλής, τύραννος των Συρακουσών




Η ζωή και τα έργα του Αγαθοκλή, τυράννου των Συρακουσών, σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη. Έδρασε στα χρόνια των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου. Αντιμετώπισε και σταμάτησε την επέκταση των Καρχηδονίων στη Σικελία και την Ευρώπη.


Ελληνικός θρίαμβος στον ποταμό Τύνητα 310 πΧ.


Ο Αγαθοκλής, αποτελεί μια από τις πλέον εντυπωσιακές προσωπικότητες της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. Γνήσιος τυχοδιώκτης, κατόρθωσε από μισθοφόρος οπλίτης του στρατού των Συρακουσίων, να αναδειχτεί σε αυτοκράτορα, ηγέτη της ισχυρότερης ελληνικής πόλης στην Ιταλία, των Συρακουσών.
Από το 312 π.Χ. οι Συρακούσες πολεμούσαν κατά της πανίσχυρης Καρχηδόνας. Μετά από μια σειρά ελιγμών ο Αγαθοκλής βρέθηκε πολιορκημένος στις Συρακούσες από πολύ ισχυρές δυνάμεις των αντιπάλων του.
To 310 π.Χ. αποκλεισμένος από παντού, χωρίς συμμάχους, αποφάσισε να δοκιμάσει το ακατόρθωτο. Αφού οι Καρχηδόνιοι απειλούσαν την πόλη του γιατί αυτός να μην απειλήσει τη δική τους;...

Αμέσως μετά τη λήψη της παράτολμης αυτής απόφασης ο Αγαθοκλής άρχισε τις προετοιμασίες για την υλοποίηση της. Συγκέντρωσε 13.500 άνδρες και 60 πλοία και αφού άφησε τον αδερφό του Άντανδρο, επικεφαλής ισχυρής φρουράς, να υπερασπίζεται την πόλη αναχώρησε για την βορειοαφρικανική ακτή.





Εκμεταλευόμενος τη χαλάρωση του ναυτικού καρχηδονιακού αποκλεισμού, ο στόλος του εξήλθε του λιμένα των Συρακουσών και κατευθύνθηκε βόρεια, ώστε να παραπλανήσει τον εχθρό σχετικά με τις προθέσεις του. Τα καρχηδονιακά πλοία κατεδίωξαν τα ελληνικά γύρω από τις βόρειες και τις δυτικές ακτές της Σικελίας, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Επτά ημέρες αργότερα οι Έλληνες αντίκρυσαν την αφρικανική ακτή.










Μια τετρήρη των Συρακουσών .Kατά τον 4ο αιώνα εμφανίστηκαν βαρύτερα πολεμικά πλοία. Γύρω στο 398 π.X. κατασκευάστηκαν στις Συρακούσες οι πρώτες τετρήρεις και πεντήρεις. Hταν νέου τύπου πλοία εφοδιασμένα με βαρύ εξοπλισμό (π.χ., καταπέλτες), ικανά να εξακοντίζουν εναντίον των εχθρικών πλοίων σε μακρινή απόσταση βέλη και ακόντια με ισχυρή διατρητική δύναμη. Aυτή η άποψη, ωστόσο, δεν φαίνεται να βρίσκει σύμφωνο τον Πλούταρχο, που επικρίνει ένα αμφισβητούμενο μεν, κολοσσιαίο δε, πλοίο. "H τεσσαρακοντήρης ήταν μονάχα για θέαμα και, καθώς ελάχιστα διέφερε από τα μόνιμα κτίσματα, κινείτο με δυσκολία και αστάθεια, με σκοπό την επίδειξη κι όχι τη χρήση" (Bίοι Παράλληλοι, Δημήτριος 43, 5).






Τα καρχηδονιακά πλοία που καταδίωκαν τον ελληνικό στόλο τον πρόλαβαν τελικά πριν αποβιβάσει το εκστρατευτικό σώμα.



Στη σύγκρουση όμως που ακολούθησε ο ελληνικός στόλος επικράτησε και έτσι η αποβίβαση του στρατού έγινε κανονικά. Αμέσως μετά ο Αγαθοκλής προέβει σε μία ακόμα παράτολμη ενέργεια, πυρπόλησε τα πλοία του.










Στο Όρος Mlessa  στο Cape Bon είχε τάφους από την εποχή του Αγαθοκλή ,  που ανασκάφτηκαν λίγο πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.Επίσης ερείπια της πόλης της Καρχηδόνας Κερκουάνης βρίσκονται εδώ


Στην κίνηση αυτή προχώρησε όχι μόνο για να ξεκαθαρίσει στους άνδρες του πως όφειλαν είτε να νικήσουν, είτε να πεθάνουν εκεί, αλλά και γιατί, αν δεν έκαιγε τα πλοία θα έπρεπε να διαθέσει μεγάλες δυνάμεις για τη φρούρηση τους. Κανείς όμως άνδρας δεν περίσσευε, ήταν όλοι απαραίτητοι για την πρόκληση του αντιπερισπασμού.










Ο λιμένας της αρχαίας πόλεως της Καρχηδόνας




Αμέσως μετά την απόβαση των δυνάμεων του στην Αφρική, ο Αγαθοκλής επιτέθηκε και λεηλάτησε όλη την καρχηδονιακή επικράτεια, εκτός της ισχυρά οχυρωμένης Καρχηδόνας.



Οι πολίτες της τελευταίας είχαν μάλιστα σε τέτοιο βαθμό πανικοβληθεί από την εμφάνιση του ελληνικού στρατού στα εδάφη τους, που σκέπτονταν να έρθουν σε διαπραγματεύσεις με τον Αγαθοκλή.










« Επιβάτης » [ δηλαδή, πεζοναύτης ] του στρατεύματος των Συρακουσών Απόδοση του εικονογράφου και σχεδιαστή χαρακτήρων από την αρχαιότητα Χρ.Γιαννόπουλου




Πίστευαν ότι για να έχει φτάσει εκεί ο ελληνικός στρατός, το εκστρατευτικό σώμα τους στη Σικελία θα είχε αφανιστεί. Καρχηδονιακά πλοία από τη Σικελία έφτασαν όμως στην πόλη και η αλήθεια μαθεύτηκε. Ο πανικός των Καρχηδονίων μετατράπει τότε σε οργή κατά του θρασύτατου Έλληνα, ο οποίος αποτόλμησε να αμφισβητήσει την παντοδυναμία τους.










Ερείπια της πόλεως των Καρχηδονίων  Κερκουάνης


Αμέσως συγκεντρώθηκε μία επιβλητική στρατιά 30.000 πεζών και ιππέων, ενισχυμένη με 2.000 τέθριππα βαριά πολεμικά άρματα, η οποία τάχθηκε υπό τις διαταγές των Βομίλκα και Άννωνα. Η στρατιά αυτή κινηθήκε κατά των ελληνικών δυνάμεων, οι οποίες την ανέμεναν στη στενή πεδιάδα του Τύνητα (αναπτύγματος μόλις 2,4 Χλμ.).












Ανάγλυφο κοσμήματος που εμφανίζει οπλίτες της Καρχηδόνας




Οι Καρχηδόνιοι στρατηγοί έταξαν στην πρώτη γραμμή τα πολυάριθμα βαριά τους άρματα με τα οποία φιλοδοξούσαν να διασπάσουν την ελληνική φάλαγγα. Πλάι στα άρματα ετάχθει το επίλεκτο βαρύ καρχηδονιακό ιππικό-1.000 περίπου άνδρες.










Οι Επίλεκτοι «λέοντες», πεζικό  της Καρχηδόνας της περιόδου του Αννίβα (216 π.Χ)




Πίσω από τους έφιππους τάχθηκε το πεζικό, με τον επίλεκτο τους «Ιερό Λόχο» στο άκρο δεξιό, υπό τον ίδιο των Άννωνα.













Απέναντι στις δυνάμεις αυτές η ελληνική στρατιά αναπτύχθηκε ως εξής: στο ακρό αριστερό, απέναντι στον «Ιερό Λόχο», τάχθηκε ο Αγαθοκλής με 1.000 επίλεκτους οπλίτες, στο κέντρο τάχθηκαν 6.000 Έλληνες, Τυρρηνοί αλλά και Σαμνίτες ,Ιταλοί και Κέλτες μισθοφόροι, έχοντας στο δεξιό τους 3.500 Συρακούσiους οπλίτες. όπου ήταν ο γιος του   Αρχάγαθος Το άκρο δεξιό σχημάτισαν 2.000 μισθοφόροι.
Άλλοι 500 περίπου ψιλοί, ακοντιστές, τοξότες και σφενδονήτες, τάχθηκαν, σε διάταξη ακροβολισμού εμπρός από το μέτωπο της στρατιάς. Επειδή οι άνδρες του Αγαθοκλή δεν επαρκούσαν για να καλυφθεί πλήρως το μέτωπο, τοποθετήθηκαν ναύτες του στόλου, οπλισμένοι με ασπίδες και στυλεούς δοράτων, για να καλύψουν το κενό στην ελληνική παράταξη.



Οι Καρχηδόνιοι επιτέθηκαν πρώτοι. Τα άρματα τους επέλασαν ορμητικά κατά των Ελλήνων, σηκώνοντας νέφη σκόνης. Τα πληρώματα τους εξέπεμπαν φρικτές πολεμικές κραυγές κραδαίνοντας απειλητικά τα ακόντια τους. Ωστόσο οι Έλληνες δεν πτοήθηκαν από το θέαμα. Με εκπληκτική ψυχραιμία ετοιμάστηκαν να αντιμετωπίσουν τα εχθρικά άρματα. Καθώς τα άρματα πλησίαζαν άρχισαν να δέχονται βροχή βλημάτων από τους Έλληνες ακροβολιστές.



Όσα από αυτά ξεπέρασαν με σχετική επιτυχία τον ελληνικό φραγμό εξουδετερώθηκαν από το ελληνικό και το μισθοφορικό βαρύ πεζικό. Πολλά άρματα με τα πληρώματα τους εξουδετερωμένα και τους ιππούς πληγωμένους, στράφηκαν προς τα πίσω και επέπεσαν στη φίλια παράταξη. Αυτό ακριβώς ανέμενε και ο Αγαθοκλής. Βλέποντας το εχθρικό πεζικό να αναμειγνύεται με τα άρματα και το ιππικό, διέταξε την στρατιά του να επιτεθεί.



Σε λίγα λεπτά η περίφανη βαρβαρική στρατιά είχε αφανιστεί. Μόνο ο «Ιερός Λόχος» αντιστάθηκε για λίγο, παρά τον θάνατο του αρχηγού του Άννωνα. Σύντομα όλα είχαν τελειώσει και μόνο τα σκονισμένα κουφάρια των αντιπάλων απέμεναν στο ματωμένο χώμα. Η νίκη των Ελλήνων ήταν συντριπτική. Την ίδια ώρα, στη Σικελία, ο Αμίλκας Γίσκωνας επιχειρούσε γενική επίθεση κατά των Συρακουσών με 125.000 άνδρες.



Σύμφωνα μάλιστα με τους μάντεις του, μετά την επίθεση ο Καρχηδόνιος στρατηγός θα δειπνούσε στις Συρακούσες. Οι Έλληνες ωστόσο έστησαν ενέδρα στην πολυάριθμη εχθρική στρατιά και την αφάνισαν σε μία νύκτα, στα υψώματα των Επιπολών. Ο Αμίλκας συνελήφθει αιχμάλωτος και σύμφωνα με τον χρησμό έλαβε το -τελευταίο – γεύμα του στις Συρακούσες! Ο πόλεμος με τους Καρχηδονίους συνεχίστηκε ως το 305 π.Χ. με διάφορες διακυμάνσεις.










Οι Συρακούσες


Ο Αγαθοκλής δεν κατόρθωσε να διατηρήσει τις αφρικανικές του κατακτήσεις. Κατόρθωσε όμως να θέσει υπό την εξουσία του το μεγαλύτερο τμήμα της Σικελίας, περιορίζοντας τους Καρχηδόνιους στο δυτικό άκρο του νησιού και να καταστήσει την πόλη του την ισχυρότερη δύναμη της περιοχής. Όταν πέθανε, το 289 π.Χ. οι Συρακούσες διέθεταν στρατό 30.000 πεζών και 3.000 ιππέων και στόλο 200 πολεμικών. Παντελής Καρύκας ΦΩΤ ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
ΑΝΑΡΤΗΣΗ  ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ 







Αγαθοκλής, τύραννος των Συρακουσών













Μία απόδοση του Αγαθοκλή του 18 ου αιώνα



Η ζωή και τα έργα του Αγαθοκλή, τυράννου των Συρακουσών, σύμφωνα με τον Διόδωρο τον Σικελιώτη. Έδρασε στα χρόνια των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου. Αντιμετώπισε και σταμάτησε την επέκταση των Καρχηδονίων στη Σικελία και την Ευρώπη.






Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκης Ἱστορικῆς βίβλος Ἑννεακαιδεκάτη




 Στο δέκατο ένατο βιβλίο αναφέρονται τα γεγονότα από τη στιγμή που ο Αγαθοκλής γίνεται τύραννος των Συρακουσών ως την ήττα από τους Καρχηδόνιους στον ποταμό Ιμέρα.




α. Για την αφετηρία και τα μέσα που χρησιμοποίησε ο Αγαθοκλής, για να γίνει τύραννος των Συρακουσών.




κθ. Για την εκστρατεία του Αγαθοκλή εναντίον της Μεσσήνης και για την ειρήνη που συνήφθη χάρη στη μεσολάβηση των Καρχηδονίων.




λδ. Πώς οι Συρακούσιοι εξόριστοι, αφού έπεισαν τους Ακραγαντίνους να πολεμήσουν τον Αγαθοκλή, κάλεσαν στρατηγό από τη Σπάρτη τον Ακρότατο.




να. Πώς ο Αγαθοκλής εξαπατώντας του Μεσσηνίους κυρίευσε την πόλη τους.




νζ. Πώς οι Καρχηδόνιοι νίκησαν σε μάχη εκ παρατάξεως τον Αγαθοκλή στον ποταμό Ιμέρα και τον έκλεισαν στις Συρακούσες.








α. Για την αφετηρία και τα μέσα που χρησιμοποίησε ο Αγαθοκλής, για να γίνει τύραννος των Συρακουσών.




2. Όταν επώνυμος άρχων στην Αθήνα ήταν ο Δημογένης, (317-316 π.Χ.) οι Ρωμαίοι ανέδειξαν υπάτους τον Λεύκιο Πλώτιο και τον Μάνιο Φούλβιο, ενώ ο Συρακούσιος Αγαθοκλής έγινε τύραννος της πόλης. Αλλά για να γίνουν σαφέστερα τα επί μέρους γεγονότα, θα κάνουμε μια σύντομη αναδρομή σχετικά με τον προαναφερθέντα δυνάστη.




Όταν ο Ρηγίνος Καρκίνος εξορίστηκε από την πόλη του εγκαταστάθηκε στις Θέρμες της Σικελίας, σε μια πόλη που είχε ταχθεί στην επικράτεια των Καρχηδονίων. Αυτός, λοιπόν, μπλέχτηκε με κάποια γυναίκα της πόλης, κι αφού την κατέστησε έγκυο, έπειτα δεν έβρισκε ησυχία ούτε στον ύπνο του. Έχοντας, λοιπόν, μεγάλη αγωνία για τη γέννα, έδωσε παραγγελία σε κάποιους Καρχηδονίους θεωρούς που πήγαιναν στους Δελφούς να ρωτήσουν τον θεό περί του βρέφους που έμελλε να γεννηθεί. Εκείνοι δεν παρέλειψαν να εκτελέσουν την παραγγελία του και βγήκε χρησμός σύμφωνα με τον οποίο το παιδί που θα γεννιόταν θα γινόταν αίτιος μεγάλων δυστυχιών για τους Καρχηδόνιους κι ολόκληρη τη Σικελία. Μαθαίνοντας τα ο Καρκίνος τρόμαξε και άφησε το παιδί έκθετο σε δημόσιο μέρος, βάζοντας ανθρώπους να παραφυλάνε μέχρι να πεθάνει. Όταν όμως πέρασαν μερικές μέρες και το παιδί δεν πέθαινε, οι άνθρωποι που το φύλαγαν άρχισαν να χαλαρώνουν τη φρούρησή τους. Τότε, λοιπόν, πήγε κρυφά τη νύχτα η μητέρα του και το πήρε. Δεν το πήγε όμως στο σπίτι της, φοβούμενη τον Καρκίνο, αλλά το άφησε στον αδελφό της τον Ηρακλείδη και το ονόμασε Αγαθοκλή, δίνοντας του το όνομα του πατέρα της. Το παιδί μεγάλωσε στο σπίτι του αδελφού της κι έγινε όμορφο στην όψη, ενώ το εύρωστο σώμα του ήταν πολύ αναπτυγμένο για την ηλικία του. Όταν έγινε επτά ετών, ο Ηρακλείδης κάλεσε τον Καρκίνο για κάποια θυσία. Εκείνος είδε τον Αγαθοκλή να παίζει με τα άλλα παιδιά και θαύμασε το κάλλος και τη ρώμη του. Στην παρατήρηση της γυναίκας ότι τόσος θα ήταν και ο γιος τους που άφησε έκθετο, αν είχε μεγαλώσει, εκείνος, μη μπορώντας να σταματήσει τα δάκρυά του, είπε ότι μετάνιωνε για την πράξη του. Καταλαβαίνοντας, λοιπόν, εκείνη ότι η επιθυμία του αντρός της συμφωνούσε με τα όσα είχε κάνει, του εξέθεσε όλη την αλήθεια. Ο Καρκίνος άκουσε τα λόγια της με χαρά και πήρε τον γιο του κοντά του, επειδή όμως φοβόταν τους Καρχηδόνιους, μετακόμισε στις Συρακούσες μ· όλη του την οικογένεια, όπου, φτωχός ων, έμαθε στον Αγαθοκλή, παιδί ακόμα στην ηλικία, την κεραμική τέχνη.




Εκείνη την περίοδο, ο Κορίνθιος Τιμολέων νίκησε τους Καρχηδόνιους στη μάχη του Κρημισσού και έδωσε τη δυνατότητα σε όποιον ήθελε να γίνει Συρακούσιος πολίτης. Ο Καρκίνος με τον Αγαθοκλή πολιτογραφήθηκαν Συρακούσιοι, και μετά από λίγα χρόνια ο Καρκίνος πέθανε. Η μητέρα του αφιέρωσε ένα πέτρινο άγαλμα του παιδιού σε κάποιο τέμενος, όπου κάθισε πάνω του ένας εσμός μελίσσι κι έπλασε κηρήθρα στους γοφούς του. Τούτο το σημάδι αναφέρθηκε σ' εκείνους που ασχολούνται με τα τοιαύτα κι όλοι τους έβγαλαν το συμπέρασμα ότι, όταν το παιδί φτάσει στην ακμή της ηλικίας του, θα αποκτήσει μεγάλο αξίωμα" πράγμα που έγινε.








3. Κάποιος Δάμας, που ήταν από τους γνωστούς πολίτες των Συρακουσών, ερωτεύτηκε τον Αγαθοκλή. Στην αρχή, λοιπόν, του παρείχε απλόχερα τα πάντα κι έγινε η αιτία να αποκτήσει ο Αγαθοκλής σημαντική περιουσία. Έπειτα, όταν ο Δάμας εκλέχτηκε στρατηγός εναντίον του Ακράγαντα και πέθανε κάποιος από τους χιλίαρχους, έβαλε τον Αγαθοκλή στη θέση του. Αυτός, πριν ακόμη από την εκστρατεία, περηφανευόταν για το μέγεθος των όπλων του, καθώς είχε φροντίσει να φοράει στις στρατιωτικές επιθεωρήσεις τόσο μεγάλη πανοπλία που κανείς από τους άλλους να μη μπορεί να σηκώσει εύκολα λόγω του βάρους της. Όταν, λοιπόν, έγινε και χιλίαρχος, απόκτησε ακόμα μεγαλύτερη φήμη, καθώς ήταν ριψοκίνδυνος και τολμηρός στις μάχες, αλλά και πρόσφορος και αναίσχυντος δημαγωγός. Όταν ο Δάμας αρρώστησε και πέθανε, άφησε την περιουσία του στη γυναίκα του. Ο Αγαθοκλής την παντρεύτηκε κι έγινε ένας από τους πλουσιότερους Συρακούσιους. Αργότερα, όταν οι Βρέττιοι πολιορκούσαν τους Κροτωνιάτες, οι Συρακούσιοι έστειλαν ισχυρή στρατιωτική δύναμη, στρατηγός της οποίας ήταν μεταξύ άλλων και ο αδελφός του Αγαθοκλή ο Άντανδρος, ενώ γενικός αρχηγός ήταν ο Ηρακλείδης και ο Σώστρατος, άνθρωποι που το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους το πέρασαν με ραδιουργίες, φόνους και ιεροσυλίες, τις λεπτομέρειες των οποίων περιέχει το προηγούμενο βιβλίο. Μαζί τους έπαιρνε μέρος και ο Αγαθοκλής στην εκστρατεία, ο οποίος είχε αναγνωριστεί από τον δήμο για τις ικανότητες του και είχε πάρει τον βαθμό του χιλίαρχου. Μολονότι, λοιπόν, στην αρχή διακρίθηκε στις μάχες κατά των βαρβάρων, ο Σώστρατος και οι δικοί του, από φθόνο, τον απέκλεισαν από την τιμή των αριστείων. Ο Αγαθοκλής στενοχωρήθηκε πολύ και τους κατήγγειλε στον δήμο ότι σκόπευαν να εγκαθιδρύσουν τυραννικό πολίτευμα. Οι Συρακούσιοι δεν έδωσαν σημασία στις συκοφαντίες του αλλά μετά την επάνοδό τους από τον Κρότωνα, ο Σώστρατος έγινε δυνάστης της πατρίδας του.








4. Ο Αγαθοκλής, όντας εχθρός τους, στην αρχή παρέμενε στην Ιταλία μαζί με τους ομοϊδεάτες του, όπου επιχείρησε να καταλάβει την πόλη των Κροτωνιατών, αλλά απέτυχε και κατέφυγε με λιγοστούς άντρες στον Τάραντα. Οι Ταραντίνοι τον κατέταξαν στο σώμα των μισθοφόρων, αλλά μετά από πολλές και παράτολμες ενέργειες που έκανε, προκάλεσε τις υποψίες τους ότι είχε ανατρεπτικές τάσεις. Ως εκ τούτου, απολύθηκε κι από αυτό το σώμα. Στη συνέχεια, συγκέντρωσε τους εξόριστους απ' όλα τα μέρη της Ιταλίας και πήγε να βοηθήσει τους Ρηγίνους, με τους οποίους είχαν ανοίξει πόλεμο ο Ηρακλείδης και ο Σώστρατος. Όταν καταλύθηκε το απολυταρχικό πολίτευμα στις Συρακούσες και εξορίστηκαν ο Σώστρατος και οι δικοί του, ο Αγαθοκλής επέστρεψε στην πατρίδα του. Δεδομένου ότι μαζί με τους δυνάστες είχαν εκπέσει και πολλοί ένδοξοι άντρες, με την κατηγορία ότι συμμετείχαν στο ολιγαρχικό πολίτευμα των Εξακοσίων Ευγενών, ξέσπασε πόλεμος μεταξύ των εξόριστων και των υποστηρικτών της δημοκρατίας. Επειδή με τους εξόριστους του Σώστρατου συμμάχησαν και οι Καρχηδόνιοι, συνεχώς γίνονταν συμπλοκές και τακτικές μάχες μεταξύ μεγάλων στρατιωτικών μονάδων. σ' αυτές, ο Αγαθοκλής, πότε ως απλός στρατιώτης και πότε ως αξιωματικός, απέδειξε ότι είναι δραστήριος και εφευρετικός, εκ του ότι σε όλες τις περιστάσεις επινοούσε τα κατάλληλα μέσα. Η στάση του, μάλιστα, σε μια απ' αυτές αξίζει ιδιαίτερης μνείας. Κάποτε, λοιπόν, που οι Συρακούσιοι στρατοπέδευαν κοντά στη Γέλα, αυτός εισχώρησε τη νύχτα στην πόλη με χίλιους στρατιώτες. Εμφανίστηκε, όμως, ο Σώστρατος με μεγάλη και συντεταγμένη δύναμη και κατατρόπωσε τους εισβολείς σκοτώνοντας περί τους τριακόσιους. Οι υπόλοιποι, προσπαθώντας να διαφύγουν μέσα από κάποιο στενό πέρασμα βρέθηκαν σε απόγνωση, αλλά την τελευταία στιγμή τους γλίτωσε από τον κίνδυνο ο Αγαθοκλής. Αυτός, έχοντας αγωνιστεί πιο γενναία απ' όλους, είχε δεχτεί επτά τραύματα και βρισκόταν σε πλήρη σωματική αδυναμία από το αίμα που είχε χάσει. Ενώ, λοιπόν, οι εχθροί ήταν έτοιμοι να πέσουν πάνω τους, έδωσε το παράγγελμα στους σαλπιγκτές να βγουν και στις δυο πλευρές του τείχους και να σημάνουν το πολεμικό σάλπισμα. Εκείνοι εκτέλεσαν εσπευσμένα την εντολή, ενώ οι άντρες που είχαν βγει από τη Γέλα για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο δεν μπο­ρούσαν στο σκοτάδι να διακρίνουν τι ακριβώς γινόταν και, νομίζοντας ότι είχε επιτεθεί κι από τις δυο πλευρές ολόκληρη η δύναμη των Συρακούσιων, εγκατέλειψαν την καταδίωξη, χωρίστηκαν σε δύο μέρη κι έτρεξαν προς τον ήχο των σαλπίγγων να την αντιμετωπίσουν. Στο μεταξύ, οι άντρες του Αγαθοκλή βρήκαν την ευκαιρία να φτάσουν στο χαράκωμα και να σωθούν. Σ εκείνη, λοιπόν, την περίσταση εξαπάτησε με στρατήγημα τους εχθρούς και δεν έσωσε μόνο τους δικούς του, εκεί που δεν το περίμενε κανείς, αλλά και επτακόσιους συμμάχους.




5. Μετά απ' αυτά, όταν στις Συρακούσες εξελέγη στρατηγός ο Κορίνθιος Ακεστορίδης, ο Αγαθοκλής θεωρήθηκε ότι σκόπευε να εγκαταστήσει τυραννικό πολίτευμα, αλλά με την εξυπνάδα του κατάφερε να γλιτώσει από τον κίνδυνο. Διότι ο Ακεστορίδης φοβήθηκε την επανάσταση και γι' αυτό, μη θέλοντας να τον σκοτώσει φανερά, του έδωσε την εντολή να φύγει από την πόλη κι έστειλε από πίσω του τη νύχτα ανθρώπους να τον σκοτώσουν. Ο Αγαθοκλής, που είχε μαντέψει σωστά το σχέδιο του στρατηγού, διάλεξε από τους υπηρέτες του εκείνον που του έμοιαζε περισσότερο στο παράστημα και στην όψη, του έδωσε την πανοπλία και τ· άλογο αλλά και τα ρούχα του και ξεγέλασε τους σταλμένους να τον σκοτώσουν. Ο ίδιος φόρεσε κουρέλια, απέφυγε τον κεντρικό και πήρε τον δρόμο μέσα απ' τα χωράφια. Εκείνοι νόμισαν, από τα όπλα και τα άλλα διάσημα, πως είναι ο Αγαθοκλής και μη βλέποντας καλά μέσα στο σκοτάδι έκαναν μεν τον φόνο, αλλά δεν έφεραν σε πέρας την αποστολή τους. Στη συνέχεια, όταν οι Συρακούσιοι δέχτηκαν την επιστροφή των εξόριστων με τον Σώστρατο και συνήψαν ειρήνη με τους Καρχηδόνιους, ο Αγαθοκλής εξόριστος ο ίδιος συνέστησε στο εσωτερικό του νησιού δική του στρατιωτική δύναμη. Αφού έγινε ο φόβος και ο τρόμος όχι μόνο των συμπολιτών του αλλά και των Καρχηδονίων, πείστηκε να επιστρέψει στην πατρίδα του, όπου οδηγήθηκε από τους πολίτες στο ιερό της Δήμητρας και ορκίστηκε πως δε θα κάνει το παραμικρό εναντίον της δημοκρατίας. Κάνοντας τον υπέρμαχο της δημοκρατίας κέρδισε με τη δημαγωγική τακτική του τη λαϊκή υποστήριξη και κατάφερε να εκλεγεί στρατηγός και φύλακας της ειρήνης, μέχρις ότου επιτευχθεί γνήσια ομόνοια μεταξύ των εξόριστων που είχαν επιστρέψει στην πόλη. Διότι η κάθε πολιτική ομάδα συνέβαινε να είναι διαιρεμένη σε πολλές τάσεις, ενώ και μεταξύ τους είχαν μεγάλες διαφορές, όπου η ισχυρότερη αντίπαλη ομάδα του Αγαθοκλή ήταν το συνέδριο των Εξακοσίων που κυβέρνησε την πόλη κατά την περίοδο της ολιγαρχίας, καθώς σ’ αυτούς ανήκαν οι πρώτοι σε φήμη και περιουσία πολίτες των Συρακούσιων.








6. Ο Αγαθοκλής, που διψούσε για δύναμη, είχε στη διάθεση του πολλά μέσα για την εκπλήρωση των σκοπών του. Διότι δεν ήταν μόνο, ως στρατηγός, κύριος του στρατού, αλλά κι όταν μαθεύτηκε ότι μερικοί επαναστάτες συγκεντρώνουν στρατό στα μεσόγεια προς την ·Ερβιτα, του δόθηκε το ελεύθερο να κατατάσσει στον στρατό χωρίς περιορισμούς όποιους ήθελε. Ως εκ τούτου, με δικαιολογία μια εκστρατεία στην Έρβιτα, κατέταξε στις στρατιωτικές μονάδες τους ανθρώπους από τη Μοργαντίνα και τις άλλες πόλεις των μεσογείων, που είχαν πολεμήσει παλιότερα στο πλευρό του κατά των Καρχηδονίων. Όλοι εκείνοι διέκειντο εξαιρετικά ευνοϊκά προς τον Αγαθοκλή, καθώς είχαν δεχτεί από εκείνον του κόσμου τις ευεργεσίες κατά τις προηγούμενες στρατιωτικές επιχειρήσεις, ενώ παράλληλα παρέμεναν αμετακίνητοι εχθροί της ομάδας των Εξακοσίων στις Συρακούσες και μισούσαν συνολικά τον λαό, γιατί ήταν αναγκασμένοι να εκτελούν τις προσταγές του. Πέρα απ' αυτούς, που ήταν τρεις χιλιάδες τον αριθμό και οι διαθέσεις και οι πολιτικές τους τοποθετήσεις τους έκαναν τους πλέον κατάλληλους για την κατάλυση της δημοκρατίας, πρόσθεσε κι εκείνους τους πολίτες που από τη φτώχεια τους και τον φθόνο ήταν ενάντιοι στην επικράτηση των ισχυρών. Κι όταν όλα ετοιμάστηκαν όπως τα ήθελε, παράγγειλε στους στρατιώτες να τον συναντήσουν την αυγή στο Τιμολεόντιο·6. Ο ίδιος κάλεσε τον Πείσαρχο και τον Διοκλή, που θεωρούνταν οι αρχηγοί της ομάδας των Εξακοσίων, ότι δήθεν ήθελε να συζητήσουν για κάποια θέματα κοινού συμφέροντος. Μόλις έφτασαν εκείνοι μαζί με σαράντα φίλους τους, ο Αγαθοκλής προσποιήθηκε ότι του είχαν στήσει παγίδα, τους συνέλαβε όλους και τους κατήγγειλε στους στρατιώτες, λέγοντας ότι οι Εξακόσιοι ήθελαν να τον πιάσουν, επειδή τον αγαπούσε ο λαός, και οδυρόταν για την κακή του τύχη. Ξεσηκωμένος ο κόσμος του φώναζε να μην έχει έννοια και να τιμωρήσει αμέσως εκείνους που θέλησαν να τον αδικήσουν. Έτσι, διέταξε τους σαλπιγκτές να σημάνουν επίθεση και τους στρατιώτες να σκοτώσουν τους υπεύθυνους και να λεηλατήσουν τις περιουσίες των Εξακοσίων και των συνεργατών τους. Οι πάντες ρίχτηκαν με ζήλο στις αρπαγές κι η πόλη γέμισε με ταραχές και συμφορές. Οι έγκριτοι πολίτες, αγνοώντας τον όλεθρο που τους είχε κατακυρωθεί, έβγαιναν ξαφνιασμένοι από τα σπίτια τους στον δρόμο για να μάθουν τι συμβαίνει, όπου οι στρατιώτες, στην πλεονεξία και στην ψυχική τους εξαγρίωση, σκότωναν ανελέητα τους ανθρώπους που, μη γνωρίζο­ντας την κατάσταση, έβγαιναν άοπλοι και απροστάτευτοι.








7. Τα σοκάκια καταλήφθηκαν το ένα μετά το άλλο από στρατιώτες κι οι άνθρωποι σκοτώνονταν, άλλοι στον δρόμο κι άλλοι στα σπίτια τους. Σκοτώθηκαν και πολλοί που δεν είχαν κατηγορηθεί για το παραμικρό, διότι θέλησαν να μάθουν την αιτία του χαμού. Ο οπλισμένος όχλος που βρέθηκε να έχει και την εξουσία δε διέκρινε φίλους και εχθρούς, αλλά απ' όποιον νόμιζε πως θα ωφεληθεί περισσότερο, αυτόν θεωρούσε και εχθρό. Ως εκ τούτου, έβλεπε κανείς την πόλη να έχει πνιγεί στη βία, τον φόνο και το κάθε λογής έγκλημα. Καθώς οι μεν, για την προϋπάρχουσα έχθρα τους, δεν είχαν όριο στην έκφραση του μίσους τους, τη στιγμή μάλιστα που είχαν το ελεύθερο να κάνουν ό,τι τους υπαγόρευε ο θυμός τους, ενώ οι δε, πιστεύοντας πως με τη σφαγή των ευπόρων θα επανορθώσουν τη δική τους φτώχεια, μηχανεύονταν τα πάντα για να τους αφανίσουν. Άλλοι έσπαγαν τις εξώπορτες, άλλοι ανέβαιναν με σκάλες στις ταράτσες κι άλλοι μάχονταν με τους ανθρώπους που αμύνονταν από τις στέγες. Ούτε καν εκείνους που κατέφευγαν στα ιερά δεν προστάτευε η προσφυγή τους στους θεούς, αλλά οι άνθρωποι ήταν πιο ισχυροί από την ευσέβεια προς τους θεούς. Κι αυτά τα έκαναν σε περίοδο ειρήνης, μέσα στην πάτρια πόλη τους, Έλληνες εναντίον Ελλήνων, συγγενείς κατά συγγενών, χωρίς να ντρέπονται ούτε φύση ούτε σπονδές ούτε θεούς. Με τέτοια εγκλήματα, όχι φίλος αλλά και ορκισμένος εχθρός, αν έχει έστω και λίγη συμπόνια στην ψυχή, δεν υπάρχει που να μη λυπηθεί τους παθόντες στη συμφορά τους.




8. Όλες οι πύλες της πόλης κλείστηκαν και πάνω από τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν αυθημερόν, άνθρωποι που το μόνο τους έγκλημα ήταν ότι ήταν ανώτεροι από τους άλλους. απ' όσους όρμησαν να φύγουν, άλλοι πιάστηκαν στις πύλες κι άλλοι πήδησαν από τα τείχη και κατέφυγαν στις γύρω πόλεις, ενώ μερικοί που στον πανικό τους δεν πρόσεξαν έπεσαν και τσακίστηκαν. Ο αριθμός των ανθρώπων που εκδιώχτηκαν απ' την πατρίδα τους ξεπερνούσε τις έξι χιλιάδες. απ' αυτούς οι περισσότεροι κατέφυγαν στον Ακράγαντα, όπου δέχτηκαν την πρέπουσα φροντίδα. Η μέρα πέρασε με τους άντρες του Αγαθοκλή να σφάζουν τους συμπολίτες τους, ενώ δεν παρέλειψαν την κακοποίηση και την προσβολή των γυναικών, θεωρώντας ότι ήταν αρκετή εκδίκηση για όσους γλίτωσαν τον θάνατο η τιμωρία των συγγενών τους, γιατί για τους συζύγους και τους πατέρες ήταν φυσικό να βρίσκουν χειρότερο κι από τον θάνατο τον βιασμό των συζύγων και την κακοποίηση των κοριτσιών τους. Πρέπει όμως να περιορίσουμε εδώ την περιγραφή των τραγικών συμβάντων, την τόσο συνηθισμένη στους ιστορικούς συγγραφείς, από συμπόνια πρώτα προς τους παθόντες κι ύστερα επειδή ουδείς αναγνώστης ζητάει να μάθει τις λεπτομέρειες από κάτι που άκοπα φαντάζεται. Διότι αν στο φως της μέρας τόλμησαν να σφάξουν στους δρόμους και στην αγορά ανθρώπους που δεν αδίκησαν κανένα, δεν χρειάζεται να περιγράψει κάποιος τι έκαναν τη νύχτα μόνοι τους μέσα στα σπίτια και πώς φέρθηκαν στα ορφανά κορίτσια και στις έρημες και αβοήθητες γυναίκες, που έπεσαν στην απόλυτη εξουσία των μεγαλύτερων εχθρών τους. Αφού πέρασαν δυο μέρες, ο Αγαθοκλής, χορτασμένος πια από τους φόνους των συμπο­λιτών του, συγκέντρωσε τους αιχμαλώτους και άφησε ελεύθερο τον Δεινοκράτη, λόγω της προηγούμενης φιλίας τους, αλλά από τους υπόλοιπους σκότωσε τους εχθρούς του και εξόρισε τους άλλους.








9. Μετά απ' αυτά, συγκάλεσε την εκκλησία του δήμου, όπου απήγγειλε κατηγορίες κατά των Εξακοσίων και της προηγούμενης ολιγαρχικής κυβέρνησης, είπε ότι καθάρισε την πόλη απ' όσους επιχειρούσαν να γίνουν δυνάστες και δήλωσε ότι αποκαθιστούσε την πραγματική αυτονομία του λαού και ότι ήθελε να απαλλαγεί επιτέλους από τους κόπους και να ζήσει ως ιδιώτης ίσος προς όλους τους άλλους. Με τα τελευταία του λόγια, έβγαλε το στρατιωτικό του χιτώνιο και βάζοντας πολιτικό πανωφόρι στράφηκε να φύγει, δείχνοντας πως είναι ένας από τους πολλούς. Αυτά τα έκανε παριστάνοντας τον δημοκράτη και γνωρίζοντας σαφώς ότι οι περισσότεροι από τη συνέλευση είχαν λάβει μέρος στα εγκλήματα και ως εκ τούτου ποτέ δε θα δέχονταν να δώσουν σε άλλον το αξίωμα του στρατηγού. Αμέσως, λοιπόν, οι άρπαγες των περιουσιών των θυμάτων άρχισαν να φωνάζουν να μην τους εγκαταλείψει και να δεχτεί να αναλάβει τη γενική διοίκηση. Εκείνος στην αρχή δεν απαντούσε, μα, όταν ο κόσμος άρχισε να φωνάζει πιο πιεστικά, είπε ότι δέχεται τη διοίκηση αλλά δεν εννοούσε να είναι αρχηγός μαζί με άλλους, γιατί δεν είχε σκοπό να βρεθεί υπόλογος ενώπιον των νόμων για παρανομίες που μπορεί να έκαναν οι άλλοι με τους οποίους θα ήταν συνυπεύθυνος. Ο κόσμος του επέτρεψε να γίνει μονάρχης και τον εξέλεξε με ανάταση της χειρός στρατηγό με απόλυτη εξουσία. Έτσι, στο εξής, ασκούσε ως μονάρχης την εξου­σία και κυβερνούσε την πόλη. Από τους Συρακούσιους που δεν είχαν διαφθαρεί, άλλοι το υπέμειναν καρτερικά από τον φόβο τους κι άλλοι δεν τολμούσαν να δείξουν άσκοπα την αντίθεση τους μπρος στη δύναμη του πλήθους. Οι περισσότεροι άποροι και χρεωμένοι δέχτηκαν με χαρά την αλλαγή, καθώς ο Αγαθοκλής είχε υποσχεθεί στη συνέλευση την κατάργηση των χρεών και τη δωρεά χωραφιών στους φτωχούς. Αφού τέλειωσε μ· αυτά, έπαψε τους φόνους και τις εκδικήσεις και αλλάζοντας τακτική άρχισε να φέρεται με καλό τρόπο στον λαό ευεργετώντας πολλούς και εμψυχώνοντας ουκ ολίγους με υποσχέσεις, ενώ δημαγωγώντας με ωραία λόγια προς όλους κέρδισε την αποδοχή τους. Με τόση εξουσία που είχε, δε φόρεσε διάδημα ούτε χρειάστηκε σωματοφύλακες -ούτε θέλησε να γίνει απρόσιτος, πράγματα που συνηθίζουν να κάνουν όλοι σχεδόν οι τύραννοι. Φρόντισε με προσοχή το θέμα των προσόδων και της προμήθειας όπλων και πολεμοφοδίων, ενώ ναυπήγησε κι άλλα πολεμικά πλοία πέρα από τα ήδη υπάρχοντα. Πήρε, επίσης, με το μέρος του και τις περισσότερες πόλεις και οχυρά των μεσογείων.


Έτσι είχαν τα πράγματα στη Σικελία.
















Νόμισμα που εξέδωσε ο Αγαθοκλής στις Συρακούσες



κθ. Για την εκστρατεία του Αγαθοκλή εναντίον της Μεσσήνης και για την ειρήνη που συνήφθη χάρη στη μεσολάβηση των Καρχηδονίων.




65. Τώρα που παραθέσαμε τις πράξεις των Ελλήνων της Ευρώπης στην Ελλάδα και στη Μακεδονία, θα μιλήσουμε διεξοδικά για τις δυτικές περιοχές. Ο Αγαθοκλής, λοιπόν, ο δυνάστης των Συρακούσιων, που κρατούσε ένα οχυρό των Μεσσηνίων, τους υποσχέθηκε να τους το παραδώσει., αν του δώσουν τριάντα τάλαντα. Οι Μεσσήνιοι του έδωσαν το ασήμι, όμως εκείνος όχι μόνο αθέτησε τις υποσχέσεις του αλλά επιχείρησε να καταλάβει και την ίδια τη Μεσσήνη. Διότι μόλις πληροφορήθηκε πως ένα μέρος του τείχους της είχε πέσει, έστειλε από τις Συρακούσες το ιππικό διά ξηράς, ενώ ο ίδιος με ελαφρά σκάφη κατέπλευσε νύχτα πλάι στην πόλη. Απέτυχε όμως στον σκοπό του, διότι τα μέλλοντα θύματα είχαν αντιληφθεί το σχέδιό του, έτσι έβαλε πλώρη για τις Μύλες, όπου πολιόρκησε το οχυρό και το πήρε κατόπιν συμφωνίας. Εκείνη τη φορά, αποχώρησε για τις Συρακούσες, την εποχή όμως της συγκομιδής της σοδειάς πάλι εκστράτευσε κατά της Μεσσήνης. Στρατοπέδευσε κοντά στην πόλη και εξαπέλυε αδιάκοπες επιθέσεις, αλλά δεν μπόρεσε να βλάψει τους αντιπάλους του στο παραμικρό, διότι στην πόλη είχαν συρρεύσει πολλοί εξορισμένοι Συρακούσιοι, οι οποίοι αγωνίζονταν μ· όλες τους τις δυνάμεις, τόσο για την ίδια τους την ασφάλεια όσο και από μίσος προς τον τύραννο. Ταυτόχρονα, ήρθαν και πρέσβεις από την Καρχηδόνα, οι οποίοι επιτίμησαν τον Αγαθοκλή για τις πράξεις του, καθόσον παραβίαζε τις συνθήκες, εξασφάλισαν την ειρήνη στους Μεσσηνίους και, αφού ανάγκασαν τον τύραννο να τους επιστρέψει το οχυρό, απέπλευσαν για τη Λιβύη. Ωστόσο, ο Αγαθοκλής πέρασε από τη συμμαχική πόλη Αβάκαινο, όπου θανάτωσε πάνω από σαράντα ανθρώπους οι οποίοι θεωρούνταν αντίπαλοι του.




λδ. Πώς οι Συρακούσιοι εξόριστοι, αφού έπεισαν τους Ακραγαντίνους να πολεμήσουν τον Αγαθοκλή, κάλεσαν στρατηγό από τη Σπάρτη τον Ακρότατο.




70. Στη Σικελία, τώρα, οι εξόριστοι Συρακούσιοι που ζούσαν στον Ακράγαντα παρακαλούσαν τους προεστούς της πόλης να μην κάθονται αδρανείς βλέποντας τον Αγαθοκλή να οργανώνει τις πόλεις, διότι είναι προτιμότερο να πολεμήσουν με τη θέληση τους τον τύραννο πριν γίνει ισχυρός, παρά να τον αφήσουν να ισχυροποιηθεί και μετά να αναγκαστούν να πολεμήσουν με ισχυρότερο αντίπαλο. Τα επιχειρήματα τους θεωρήθηκαν λογικά, έτσι ο δήμος των Ακραγαντίνων ψήφισε υπέρ του πολέμου και πήρε συμμάχους τους Γελώους και τους Μεσσηνίους, ενώ παράλληλα έστειλε στη Λακεδαιμόνια μερικούς από τους εξόριστους με την εντολή να προσπαθήσουν να φέρουν από εκεί στρατηγό που να μπορεί να αναλάβει την υπόθεση. Τους πολιτικούς τους υποπτεύονταν ότι είχαν φιλοτυραννικές τάσεις, ενώ σωστά θεωρούσαν πως οι ξένοι θα διεκπεραίωναν αμερόληπτα το έργο τους, ενθυμούμενοι, βέβαια, και τη στρατιωτική διοίκηση του Κορίνθιου Τιμολέοντος. Οι απεσταλμένοι, μόλις έφτασαν στη Λακωνική, βρήκαν τον Ακρότατο τον γιο του βασιλιά Κλεομένη να έχει δημιουργήσει αντιθέσεις με πολλούς νέους και γι' αυτό τον λόγο να αποζητάει δράση έξω απ' την πατρίδα του. Επειδή, όταν μετά τη μάχη με τον Αντίπατρο οι Λακεδαιμόνιοι απάλλαξαν από την ατίμωση τους διασωθέντες από την ήττα, μόνο εκείνος είχε αντιδράσει στην απόφαση. γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο βρέθηκε αντιμέτωπος με πολλούς και κυρίως μ· εκείνους που σύμφωνα με τον νόμο έπρεπε να πληρώσουν πρόστιμο. Αυτοί, λοιπόν, συσπειρώθηκαν, τον ξυλοφόρτωσαν κι έκτοτε τους έβρισκε πάντα μπροστά του. Ως εκ τούτου, επιθυμώντας να αναλάβει ηγετική θέση στο εξωτερικό, συμφώνησε μετά χαράς με τους Ακραγαντίνους. Από την πόλη του έφυγε χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των εφόρων και ανοίχτηκε με λίγα πλοία με κατεύθυνση προς τον Ακράγαντα. Ο άνεμος, όμως, τον ανέβασε στην Αδριατική κι έριξε άγκυρα στην περιοχή των Απολλωνιατών. Εκεί, βρήκε την πόλη να πολιορκείται από τον Γλαυκία τον βασιλιά των Ιλλυριών κι έλυσε την πολιορκία της, πείθοντας τον βασιλιά να συνάψει συνθήκη με τους Απολλωνιάτες. Από εκεί έπλευσε στον Τάραντα, όπου παρακάλεσε τον δήμο να λάβει μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα των Συρακούσιων και τον έπεισε να ψηφιστεί βοήθεια είκοσι πλοίων. Διότι, τόσο λόγω της συγγένειας που είχαν με τους Σπαρτιάτες όσο και λόγω της βαρύτητας της οικογενείας του, έδιναν μεγάλη πίστη και αξία στα λόγια του.






71. Ενώ οι Ταραντίνοι βρίσκονταν στις προετοιμασίες, εκείνος εξέπλευσε με τους δικούς του για τον Ακράγαντα, όπου παρέλαβε τη στρατιωτική διοίκηση. Στην αρχή, λοιπόν, φούσκωσε τον κόσμο με μεγάλες ελπίδες και τους έκανε όλους να πιστεύουν ότι σύντομα ο τύραννος θα καταλυόταν. Ο καιρός, όμως, περνούσε, κι εκείνος δεν έκανε ούτε μια πράξη αντάξια της πατρίδας ή της οικογένειας του. Αντιθέτως, ήταν αιμοχαρής και σκληρότερος κι από τύραννο, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει αντιθέσεις με τον κόσμο. Επί πλέον, άλλαξε τον πατροπαράδοτο τρόπο ζωής του κι έπεσε με τέτοια ακράτεια στις απολαύσεις, που έδινε την εντύπωση Πέρση κι όχι Σπαρτιάτη. Όταν ξόδεψε και το μεγαλύτερο μέρος των δημοσίων προσόδων, με τις πολιτικές δραστηριότητες και τις κλοπές του, στο τέλος κάλεσε σε δείπνο τον Σωσίστρατο, που ήταν ο επιφανέστερος των εξόριστων και είχε πολλές φορές ηγηθεί στρατιωτικών δυνάμεων, και τον δολοφόνησε, μη έχοντας το παραμικρό να του προσάψει αλλά θέλοντας να βγάλει από τη μέση έναν άνθρωπο δραστήριο και ικανό να επιτηρεί όποιον έκανε κακή χρήση της εξουσίας. Μόλις το πράγμα μαθεύτηκε, οι εξόριστοι συσπειρώθηκαν εναντίον του κι όλοι οι υπόλοιποι διατέθηκαν εχθρικά απέναντι του. Στην αρχή, τον καθαίρεσαν από το αξίωμά του, αλλά μετά από λίγο πήγαν να τον λιθοβολήσουν. Φοβισμένος εκείνος από τις διαθέσεις του πλήθους, έφυγε νύχτα και κατάφερε να ξεφύγει και να περάσει στη Λακωνική. Μετά την αποχώρηση του, οι Ταραντίνοι κάλεσαν πίσω τον στόλο που είχαν στείλει στη Σικελία, ενώ οι Ακραγαντίνοι, οι Γελώοι και οι Μεσσήνιοι κατέπαυσαν τον πόλεμο με τον Αγαθοκλή, συνάπτοντας συνθήκη με τη μεσολάβηση του Καρχηδόνιου Αμίλκα. Τα κύρια σημεία της συμφωνίας ήταν τα εξής: οι ελληνικές πόλεις της Σικελίας, Ηράκλεια, Σελινούς και Ιμέρα, τάσσονται υπό την κυριαρχία των Καρχηδονίων, όπως και προηγουμένως, όλες οι υπόλοιπες μένουν αυτόνομες υπό την ηγεμονία των Συρακούσιων.






72. Μετά απ' αυτά, ο Αγαθοκλής, βλέποντας πως στη Σικελία δεν υπήρχε αντίπαλο στρατόπεδο, άρχισε απτόητος να προσεταιρίζεται τις πόλεις και τα οχυρά. Γρήγορα είχε πολλά στην κατοχή του και ισχυροποίησε την κυριαρχία του, έχοντας εξασφαλίσει πλήθος συμμάχων, σημαντικές προσόδους και αξιόλογο στρατό. Πέρα από τις συμμαχικές μονάδες και τους Συρακούσιους που είχαν καταταγεί στον στρατό, είχε και επίλεκτες μονάδες μισθοφόρων από δέκα χιλιάδες πεζούς και τρεις χιλιάδες πενήντα ιππείς. Φρόντισε επίσης για την προμήθεια όπλων και πολεμοφοδίων, γνωρίζοντας πως οι Καρχηδόνιοι είχαν αποδοκιμάσει τον Αμίλκα για τους όρους της συνθήκης και πως σύντομα θα άνοιγαν πόλεμο εναντίον του




Αυτή ήταν η κατάσταση στη Σικελία εκείνο τον καιρό




να. Πώς ο Αγαθοκλής εξαπατώντας του Μεσσηνίους κυρίευσε την πόλη τους.


νβ. Πώς έσφαξε όσους Μεσσηνίους, Ταυρομενίτες και Κεντορίπινους του αντιτάχθηκαν.


νγ. Πώς νίκησε ο Αγαθοκλής τον Δεινοκράτη και τους εξορίστους στη Γαλαρία.




102. Στη Σικελία, λίγο μετά την επίτευξη ειρήνης ανάμεσα στον Αγαθοκλή και στους Σικελιώτες, εκτός των κατοίκων της Μεσσήνης, συγκεντρώθηκαν οι εξόριστοι από τις Συρακούσες στη Μεσσήνη, βλέποντας πως μόνο αυτή η πόλη είχε απομείνει αντίθετη προς τον δυνάστη. Ο Αγαθοκλής θέλοντας να καταλύσει τον συνασπισμό τους έστειλε τον Πασίφιλο στρατηγό με στρατό εναντίον της Μεσσήνης, δίνοντας του μυστική εντολή να κάνει ό,τι χρειάζεται. Αυτός εισέβαλε, χωρίς να το περιμένουν, στην επικράτεια της πόλης και, αφού πήρε πολλούς αιχμαλώτους και λάφυρα, πίεζε τους Μεσσήνιους να προτιμήσουν να διαλύσουν τις προηγούμενες φιλίες τους και να μη συγκαταριθμηθούν αναγκαστικά στους μεγαλύτερους εχθρούς του. Ελπίζοντας οι Μεσσήνιοι σε αναίμακτη απαλλαγή από τον πόλεμο έδιωξαν από την πόλη τους εξόριστους Συρακούσιους και δέχτηκαν τον Αγαθοκλή που έφτασε με στρατό. Στην αρχή, εκείνος τους φέρθηκε φιλάνθρωπα και τους έπεισε να δεχτούν τους εξόριστους που ήταν στον στρατό του και είχαν εξοριστεί με νόμο από τη Μεσσήνη. Έπειτα, όμως, κάλεσε από το Ταυρομένιο όσους του είχαν εναντιωθεί κατά τα προηγούμενα χρόνια και τους έσφαξε όλους μαζί με τους αντίστοιχους από τη Μεσσήνη, που δεν ήταν λιγότεροι των εξακοσίων. Διότι, έχοντας στο μυαλό του να κάνει πόλεμο με τους Καρχηδόνιους, έβγαζε απ' τη μέση όλους όσους τον εχθρεύονταν στη Σικελία. Έχοντας διώξει οι Μεσσήνιοι από την πόλη τους όλους τους ξένους που τους υποστήριζαν και μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον τύραννο και βλέποντας να θανατώνονται οι πολίτες που ήταν αντίπαλοι του δυνάστη, ενώ παράλληλα είχαν αναγκαστεί να δεχτούν πίσω ανθρώπους που είχαν καταδικαστεί για εγκλήματα, μεταμελήθηκαν για τις πράξεις τους, αλλά ήταν πλέον αναγκασμένοι να κάνουν υπομονή, καταπτοημένοι από την ισχύ των κρατούντων. Ο Αγαθοκλής, στη συνέχεια, κίνησε για τον Ακράγαντα, σκοπεύοντας να τακτοποιήσει προς το συμφέρον του και τα πράγματα εκείνης της πόλης. Επειδή, όμως, κατέπλευσαν οι Καρχηδόνιοι με εξήντα πλοία, εγκατέλειψε το σχέδιό του κι άρχισε να λεηλατεί την επικράτεια των Καρχηδονίων και άλλα φρούρια να κυριεύει εξ εφόδου κι άλλα να τα προσεταιρίζεται κατόπιν συμφωνίας.






103. Ενώ γίνονταν αυτά, ο αρχηγός των εξόριστων Συρακούσιων Δεινοκράτης έστειλε πρέσβεις στους Καρχηδόνιους, ζητώντας τους βοήθεια πριν ο Αγαθοκλής καθυποτάξει ολόκληρη τη Σικελία. Ο ίδιος δέχτηκε τους εξόριστους που διώχτηκαν απ' τη Μεσσήνη και, έχοντας στη διάθεση του ισχυρή στρατιωτική δύναμη, έστειλε έναν δικό του, τον Νυμφόδωρο, με ένα μέρος των στρατιωτών, εναντίον της πόλης των Κεντοριπίνων. Αυτή η πόλη είχε φρουρά του Αγαθοκλή, αλλά κάποιοι από τους πολιτικούς της του είχαν υποσχεθεί να του την παραδώσουν, υπό τον όρο να δοθεί αυτονομία στον λαό. Μπήκε, λοιπόν, τη νύχτα στην πόλη, αλλά οι διοικητές της φρουράς αντιλήφθηκαν το γεγονός και σκότωσαν τον ίδιο τον Νυμφόδωρο και όσους είχαν περάσει μέσα από το τείχος κι είχαν αποκλειστεί. Μ· αυτό, βρήκε την ευκαιρία ο Αγαθοκλής να κατηγορήσει τους Κεντοριπίνους και να σφάξει όλους όσους θεωρήθηκαν υποκινητές της εξέγερσης. Κι ενώ ο δυνάστης ασχολούνταν μ· αυτά, οι Καρχηδόνιοι κατέπλευσαν στο κεντρικό λιμάνι των Συρακουσών με πενήντα σκάφη, αλλά δεν μπόρεσαν να κάνουν άλλο από το να ριχτούν σε δυο φορτηγά πλοία ... βύθισαν το αθηναϊκό κι έκοψαν τα χέρια του πληρώματος. Είχαν, όμως, φερθεί με μεγάλη σκληρότητα σε ανθρώπους που δεν τους είχαν αδικήσει στο παραμικρό και γρήγορα οι θεοί τους το επισήμαναν. Διότι αμέσως μετά .μερικά πλοία τους αποσχίστηκαν από τον στόλο κοντά στη Βρεττία και κυριεύτηκαν από τους στρατηγούς του Αγαθοκλή, οπότε όσοι Φοίνικες αιχμαλωτίστηκαν έπαθαν εκείνο που είχαν κάνει κι αυτοί στους δικούς τους αιχμαλώτους.








104. Ο Δεινοκράτης με τους εξόριστους, έχοντας πάνω από τρεις χιλιάδες πεζούς και ιππείς όχι λιγότερους των δύο χιλιάδων, κατέλαβαν τη λεγόμενη Γαλέρια, όταν τους κάλεσαν οι πολίτες από μόνοι τους. Έδιωξαν, λοιπόν, τους οπαδούς του Αγαθοκλή και στρατοπέδευσαν εμπρός από την πόλη. Ο Αγαθοκλής έστειλε αμέσως εναντίον τους τον Πασίφιλο και τον Δημόφιλο, με πέντε χιλιάδες στρατιώτες και δόθηκε μάχη με τον στρατό των εξόριστων, αρχηγοί των οποίων ήταν ο Δεινοκράτης και ο Φιλωνίδης που μπήκαν επικεφαλής στα δύο κέρατα. Επί αρκετή ώρα η μάχη ήταν ισόπαλη, με τους αντίπαλους στρατούς να αγωνίζονται με μένος. Όταν όμως έπεσε μαχόμενος ο δεύτερος στρατηγός ο Φιλωνίδης και τράπηκε σε φυγή η πτέρυγά του, ο Δεινοκράτης αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Οι άντρες του Πασίφιλου σκότωσαν πολλούς κατά τη φυγή, ανέκτησαν τη Γαλέρια και τιμώρησαν τους υπαίτιους της εξέγερσης. Ο Αγαθοκλής πληροφορήθηκε ότι οι Καρχηδόνιοι είχαν καταλάβει τον λεγόμενο Έκνομο λόφο στην περιοχή της Γέλας κι αποφάσισε να τους πολεμήσει μέχρι τέλους με ολόκληρο τον στρατό του. Όρμησε εναντίον τους και φτάνοντας κοντά άρχισε να τους προκαλεί να δώσουν μάχη, επηρμένος από την προηγούμενη νίκη. Επειδή οι βάρβαροι δεν τολμούσαν να του αντιπαραταχτούν, θεώρησε πως χωρίς μάχη επικράτησε στην ύπαιθρο και επανήλθε στις Συρακούσες, όπου στόλισε τους επιφανέστερους ναούς με τα λάφυρα.


Αυτά ήταν τα γεγονότα εκείνου του έτους, που μπορέσαμε να μάθουμε.






νζ. Πώς οι Καρχηδόνιοι νίκησαν σε μάχη εκ παρατάξεως τον Αγαθοκλή στον ποταμό Ιμέρα και τον έκλεισαν στις Συρακούσες.






106. Στη Σικελία, τώρα, ο Αγαθοκλής ενισχυόταν όλο και περισσότερο και συγκέντρωνε όλο και πιο ισχυρές δυνάμεις. Οι Καρχηδόνιοι, μαθαίνοντας πως ο δυνάστης οργάνωνε για λογαριασμό του τις πόλεις του νησιού και πως οι δυνάμεις του ήταν ανώτερες από τις δικές τους στρατιωτικές μονάδες, αποφάσισαν να ριχτούν πιο ενεργητικά στον πόλεμο. Αρμάτωσαν, λοιπόν, αμέσως εκατόν τριάντα τριήρεις, εξέλεξαν τον Αμίλκα, έναν από τους επιφανέστερους πολίτες τους, στρατηγό και του έδωσαν δυο χιλιάδες στρατιώτες εκ πολιτών, μεταξύ των οποίων ήταν και πολλοί επιφανείς, δέκα χιλιάδες από τη Λιβύη, χίλιους μισθοφόρους και διακόσιους ζευγίππες 158 από την Τυρρηνία και χίλιους σφενδονήτες από τις Βαλεαρίδες νήσους, καθώς και πλήθος χρημάτων, πολεμοφοδίων και τροφίμων και αναλόγως τον προμήθευσαν με ό,τι άλλο χρειάζεται ο πόλεμος. Όταν, όμως, ανοίχτηκε ο στόλος από την Καρχηδόνα κι έφτασε μεσοπέλαγα, ξέσπασε θύελλα που αφάνισε εξήντα τριήρεις και κατέστρεψε διακόσια φορτηγά πλοία. Ο υπόλοιπος στόλος, μετά από μεγάλες φουρτούνες, κατάφερε μετά βίας να φτάσει στη Σικελία. Από τους επιφανείς Καρχηδονίους χάθηκαν ουκ ολίγοι και γι' αυτό αποφάσισε η πόλη να κηρύξει δημόσιο πένθος. Οι Καρχηδόνιοι συνήθιζαν, όποτε έβρισκε μεγάλο κακό την πόλη, να σκεπάζουν εντελώς τα τείχη με μαύρα σακιά. Ο στρατηγός Αμίλκας μάζεψε όσους διασώθηκαν από τη θαλασσοταραχή, συγκέντρωσε μισθοφόρους και άρχισε να στρατολογεί άντρες από τις συμμαχικές του πόλεις στη Σικελία. Ενώθηκε και με τις στρατιωτικές δυνάμεις που υπήρχαν ήδη στο νησί και, αφού έκανε όλες τις δυνατές πολεμικές προετοιμασίες, κρατούσε τις δυνάμεις του στην ύπαιθρο, διαθέτοντας περί τις σαράντα χιλιάδες πεζούς και πέντε σχεδόν χιλιάδες ιππείς. Δεδομένου ότι είχε καταφέρει σε σύντομο χρονικό διάστημα να αναλάβει από την προηγούμενη συμφορά και επειδή θεωρήθηκε ικανός στρατηγός, αναπτέρωσε τις εκμηδενισμένες ελπίδες των συμμάχων του, ενώ παράλληλα γέννησε μεγάλους φόβους στους αντιπάλους του.








107. Βλέποντας ο Αγαθοκλής τους Καρχηδόνιους να υπερτερούν σε δυνάμεις σκέφτηκε πως αρκετά από τα φρούρια θα πήγαιναν με το μέρος των Φοινίκων, μαζί με τις πόλεις που του αντιτίθονταν. Περισσότερο φοβόταν για την πόλη των Γελώων, επειδή είχε μάθει πως ολόκληρος ο στρατός του εχθρού βρισκόταν στην περιοχή της. Τον ίδιο καιρό έπαθε και μεγάλη αβαρία στον στόλο, διότι τα είκοσι πλοία στον πορθμό έπεσαν στα χέρια των Καρχηδονίων μαζί με τα πληρώματά τους. Ωστόσο, αποφάσισε να ασφαλίσει την πόλη των Γελώων με φρουρά, αλλά δεν τολμούσε να βάλει στρατό φανερά, μην τύχει και τον προλάβουν οι Γελώοι, που αφορμή ζητούσαν, και χάσει την πόλη μαζί με τις προσόδους της που ήταν μεγάλες. Άρχισε, λοιπόν, να στέλνει λίγους λίγους τους στρατιώτες, για διάφορες δήθεν ανάγκες, μέχρις ότου ξεπέρασαν κατά πολύ σε αριθμό τους στρατευμένους πολίτες. Μετά από λίγο, έφτασε κι ο ίδιος και κατηγόρησε τους Γελώους για προδοσία και αποστασία και, είτε επειδή στ· αλήθεια σκόπευαν να κάνουν κάτι τέτοιο είτε διότι πείστηκε από ψεύτικες διαβολές εξόριστων είτε, τέλος, γιατί χρειαζόταν χρήματα, έσφαξε πάνω από τέσσερις χιλιάδες Γελώους και πήρε τις περιουσίες τους. Επίσης, πρόσταξε όλους τους υπόλοιπους κατοίκους να του φέρουν όσο ασήμι, κομμένο ή όχι σε νομίσματα, και χρυσό είχαν, απειλώντας τους ότι θα τιμωρούσε σκληρά όποιον δεν υπάκουγε. Εκείνοι, από τον φόβο τους, εκτέλεσαν αμέσως τη διαταγή του, με αποτέλεσμα να συγκεντρώσει ο Αγαθοκλής πλήθος χρημάτων και να τρομοκρατήσει στο έπακρο όλους τους υπηκόους του. Επειδή, όμως, θεώρησε πως είχε φερθεί με μεγαλύτερη σκληρότητα απ' όση έπρεπε στους Γελώους, έθαψε κατά ομάδες τους πολίτες που είχε σφάξει στις τάφρους έξω από τα τείχη και, αφού εγκατέστησε αρκετή φρουρά στην πόλη, βγήκε και στρατοπέδευσε απέναντι από τον εχθρό.




108. Οι Καρχηδόνιοι κρατούσαν τον λόφο ·Εκνομο, τον οποίο λένε είχε οχυρώσει ο Φάλαρις. Εκεί, λένε, είχε εγκαταστήσει ο τύραννος τον περίφημο χάλκινο ταύρο για να βασανίζει τους τιμωρημένους βάζοντας φωτιά κάτω από το κατασκεύασμα, γι' αυτό ονομάστηκε ·Εκνομος ο τόπος, από την ασέβεια που γινόταν στα θύματα. Από την άλλη μεριά ο Αγαθοκλής κρατούσε ένα άλλο φρούριο του Φαλάριδος, που είχε ονομαστεί Φαλάριο από τ· όνομά του. Ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα ήταν ένας ποταμός, τον οποίο χρησιμοποιούσαν ως προκάλυμμα και οι δυο αντίπαλοι. Υπήρχε, μάλιστα, η φήμη από τα προηγούμενα χρόνια ότι σ' εκείνο το μέρος έπρεπε να σκοτωθεί σε μάχη μεγάλο πλήθος ανθρώπων. Επειδή δεν ήταν σαφές ποιος απ' τους δυο θα έχανε, οι άντρες των στρατευμάτων ήταν φοβισμένοι και απρόθυμοι να δώσουν μάχη. γι' αυτό ακριβώς και κανείς απ' τους δυο δεν τολμούσε να περάσει τον ποταμό με πολλούς στρατιώτες, μέχρις ότου μια αναπάντεχη αφορμή τους προέτρεψε στη γενικευμένη σύγκρουση. Επειδή, δηλαδή, οι Λίβυες έκαναν επιδρομές στην επικράτεια των εχθρών, ο Αγαθοκλής θύμωσε κι αποφάσισε να κάνει το ίδιο. Ενώ, λοιπόν, οι Έλληνες έφερναν αιγοπρόβατα κι είχαν κλέψει και μερικά ζώα φορτίου από το στρατόπεδο των εχθρών, βγήκαν οι Καρχηδόνιοι από το χαράκωμα να τους κυνηγήσουν. Προβλέποντας τι θα επακολουθούσε ο Αγαθοκλής έβαλε σε ενέδρα πλάι στον ποταμό τους καλύτερους μαχητές του. Ετούτοι, όταν οι Καρχηδόνιοι που κυνηγούσαν εκείνους που είχαν πάρει τα ζώα πέρασαν το ποτάμι, πετάχτηκαν ξαφνικά απ' την ενέδρα, τους επιτέθηκαν και, καθώς εκείνοι ήταν ασύντακτοι, τους έτρεψαν με μεγάλη ευκολία σε φυγή. Κι ενώ οι βάρβαροι σκοτώνονταν, καθώς έτρεχαν προς το στρατόπεδο τους, ο Αγαθοκλής θεώρησε πως έφτασε η στιγμή της αναμέτρησης κι έβγαλε ολόκληρο τον στρατό του να επιτεθεί στο στρατόπεδο του εχθρού. Τους επιτέθηκε τη στιγμή που δεν το περίμεναν κι έτσι γρήγορα έχωσε ένα μέρος της τάφρου, γκρέμισε το χαράκωμα και κατάφερε να εισχωρήσει στο στρατόπεδο διά της βίας. Οι Καρχηδόνιοι, τρομοκρατημένοι από την αναπάντεχη επίθεση και μη έχοντας χρονικό περιθώριο να συντάξουν τις δυνάμεις τους, αντιμετώπιζαν και μάχονταν με τους εχθρούς όπως τύχαινε. Γύρω απ' την τάφρο δόθηκε η ισχυρότερη μάχη και γρήγορα ο γύρω τόπος γέμισε νεκρούς, καθώς οι σημαντικότεροι Καρχηδόνιοι, απ' τη μια, βλέποντας να κυριεύεται το στρατόπεδο έτρεχαν να βοηθήσουν, κι απ' την άλλη, οι πιο θαρραλέοι από τους άντρες του Αγαθοκλή, θεωρώντας πως με μια μάχη θα δοθεί τέρμα στον πόλεμο, έτρεχαν να επιτεθούν στους βαρβάρους.






109. Βλέποντας ο Αμίλκας τους δικούς του να παραπαίουν και τους Έλληνες να έρχονται όλο και περισσότ ροι, ανέπτυξε στο στρατόπεδο τους σφενδονήτες από τις Βαλεαρίδες νήσους, που δεν ήταν λιγότεροι από χίλιοι. Αυτοί, λοιπόν, εκσφενδονίζοντας πολλές και μεγάλες πέτρες τραυμάτιζαν πολλούς και σκότωναν ουκ ολίγους από τους επιτιθέμενους, ενώ έσπαζαν και τα αμυντικά όπλα των περισσοτέρων. Ετούτοι οι άνθρωποι που είναι συνηθισμένοι να ρίχνουν πέτρες βάρους μιας μνας συνεισφέρουν τα μέγιστα στη νικητήρια έκβαση των μαχών, καθώς από παιδιά εξασκούνται στη σφεντόνα. Μ· αυτό τον τρόπο επικράτησαν και απώθησαν τους Έλληνες από το στρατόπεδο. Ωστόσο, ο Αγαθοκλής εξαπέλυε επιθέσεις από άλλα σημεία και λίγο έλειψε να κατακτηθεί τελειωτικά το στρατόπεδο, αλλά κατέπλευσε από τη Λιβύη ανέλπιστη βοήθεια για τους Καρχηδόνιους. Αναθάρρησαν, λοιπόν, πάλι και οι μεν μάχονταν κατά μέτωπο στο στρατόπεδο, ενώ οι άλλοι ενώθηκαν με την επικουρική δύναμη και περικύκλωσαν τους Έλληνες. Οι Έλληνες βάλλονταν από παντού και γρήγορα άλλαξε πάλι τροπή η μάχη, με τους Έλληνες να φεύγουν άλλοι προς τον ποταμό Ιμέρα κι άλλοι προς το στρατόπεδο. Η απόσταση των δύο στρατοπέδων ήταν περί τα σαράντα στάδια κι η μεταξύ τους έκταση ήταν όλη σχεδόν επίπεδη, έτσι βάλθηκε να τους καταδιώκει το ιππικό των βαρβάρων, όχι λιγότεροι από πέντε χιλιάδες. Ως εκ τούτου ο ενδιάμεσος τόπος στρώθηκε με νεκρούς, ενώ και το ποτάμι συνέβαλε τα μάλα στην απώλεια των Ελλήνων. Διότι καθώς η εποχή συνέπιπτε με τη μεσουράνηση του Κυνός και η καταδίωξη γινόταν καταμεσήμερο, οι περισσότεροι άντρες που είχαν τραπεί σε φυγή, τόσο από τη ζέστη όσο και από την τρεχάλα, ήταν καταδιψασμένοι κι έπεφταν με τα μούτρα να πιουν νερό, παρ· όλο που ήταν αλμυρό. γι' αυτό άλλωστε βρέθηκαν πλάι στο ποτάμι νεκροί χωρίς πληγές όχι λιγότεροι από εκείνους που σφαγιάστηκαν κατά την καταδίωξη. σ' εκείνη τη μάχη έπεσαν περί τους πεντακόσιους βαρβάρους ενώ από τους Έλληνες όχι λιγότεροι των επτά χιλιάδων.






110. Μετά από την πανωλεθρία που έπαθε ο Αγαθοκλής, μάζεψε τους διασωθέντες από τη φυγή, έβαλε φωτιά στο στρατόπεδο και υποχώρησε στη Γέλα. Αφού διέδωσε τη φήμη ότι σκόπευε να αναχωρήσει τάχιστα για τις Συρακούσες, τριακόσιοι. Λίβυες ιππείς έπεσαν στην ύπαιθρο πάνω σε μερικούς στρατιώτες του Αγαθοκλή. Εκείνοι τους είπαν πως ο Αγαθοκλής είχε αποχωρήσει για τις Συρακούσες, και οι ιππείς μπήκαν στη Γέλα ως φίλοι, αλλά διαψεύστηκαν οι ελπίδες τους και σκοτώθηκαν όλοι. Ο Αγαθοκλής κλείστηκε στη Γέλα όχι επειδή δεν μπορούσε να καταφύγει στις Συρακούσες, αλλά γιατί ήθελε να περισπάσει τους Καρχηδόνιους στην πολιορκία της Γέλας και να έχουν χρονικό περιθώριο οι Συρακούσιοι να βγουν στη συγκομιδή της σοδειάς που ήταν η ώρα της. Ο Αμίλκας επιχείρησε στην αρχή να πολιορκήσει τη Γέλα, όταν όμως έμαθε πως μέσα στην πόλη υπήρχε δύναμη να την υπερασπιστεί και πως ο Αγαθοκλής διέθετε σε αφθονία όλα τα αναγκαία, εγκατέλειψε αυτό το σχέδιο κι άρχισε να παίρνει με το μέρος του τα φρούρια και τις πόλεις που συναντούσε στην πορεία, φερόμενος φιλάνθρωπα προς όλους και κερδίζοντας την εύνοια των Σικελιωτών. Έτσι, Καμαριναίοι και Λεοντίνοι, καθώς και οι Καταναίοι με τους Ταυρομενίτες, έστειλαν αμέσως πρέσβεις και προσχώρησαν στους Καρχηδόνιους. Μετά από λίγες μέρες, ακολούθησαν οι Μεσσήνιοι και οι Αβακαινίνοι, καθώς και πολλές άλλες πόλεις που συναγωνίζονταν ποια θα συμμαχήσει πρώτη με τον Αμίλκα· τόση ήταν η φόρα του λαού μετά την ήττα, από το μίσος του προς τον τύραννο. Ο Αγαθοκλής οδήγησε τον υπόλοιπο στρατό του στις Συρακούσες, όπου βάλθηκε να επισκευάζει τα καταπονημένα μέρη των τειχών και να συγκεντρώνει το σιτάρι από την ύπαιθρο, σκοπεύοντας να αφήσει αρκετή φρουρά στην πόλη και με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού να περάσει στη Λιβύη και να μεταφέρει τον πόλεμο από το νησί στην ήπειρο.




Εμείς, σύμφωνα με την αρχική μας δήλωση, θα αρχίσουμε το επόμενο βιβλίο με τη διάβαση του Αγαθοκλή στη Λιβύη.















Το τρισκελές, σύμβολο του Αγαθοκλή, χαραγμένο στη σειρά των νομισμάτων του που φέρουν τον στεφανωμένο  Απόλλωνα στην εμπρόσθια όψη






Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκης Ἱστορικῆς βίβλος Εἰκοστή




 Στο εικοστό βιβλίο αναφέρονται, σχετικά με τον Αγαθοκλή, τα γεγονότα που σχετίζονται με τη μεταφορά του πολέμου από τις Συρακούσες στη Λιβύη.






α'  Πώς ο Αγαθοκλής περνώντας στη Λιβύη νίκησε σε τακτική μάχη τους Καρχηδόνιους και κυρίευσε πολλές πόλεις.




η' Η σύλληψη του στρατηγού των Καρχηδόνιων Αμίλκα από τους Συρακουσίους.




θ' Πώς οι Ακραγαντίνοι επιχείρησαν να ελευθερώσουν τους Σικελούς.




ι' Πώς αιχμαλώτισαν είκοσι πλοία των Συρακουσίων.




ια' Για την εξέγερση που έγινε στη Λιβύη και του κινδύνου σχετικά με τον Αγαθοκλή.




ιε' Πώς νίκησε ο Αγαθοκλής τους Καρχηδόνιους στη μάχη, και πώς, αφού κάλεσε τον ηγεμόνα της Κυρήνης Οφέλλα δήθεν για σύμπραξη, τον έσφαξε και πήρε στα χέρια του τον στρατό που τον συνόδευε.




ιστ', ιζ'Πώς κατάργησαν οι Καρχηδόνιοι τον Βορμίλκα που επιχείρησε να γίνει τύραννος. Πώς, όταν ο Αγαθοκλής έστειλε τα λάφυρα στη Σικελία, μερικά από τα πλοία ναυάγησαν.




κδ' Πώς, επειδή ο Αντίγονος και ο Δημήτριος φόρεσαν διάδημα μετά από αυτή τη νίκη, οι άλλοι δυνάστες ζήλεψαν και αναγόρευσαν τους εαυτούς τους βασιλιάδες.




κε' Πώς ο Αγαθοκλής, αφού κατέλαβε μετά από πολιορκία την Ιτύκη, πέρασε ένα μέρος τους στρατού του απέναντι στη Σικελία.




κστ' κζ', Πώς ηττήθηκαν οι Ακραγαντίνοι μετά από τακτική μάχη εναντίον των στρατηγών του Αγαθοκλή. Πώς ο Αγαθοκλής πήρε με το μέρος του την Ηράκλεια, τα Θέρμα και το Κεφαλοίδιο και υποδούλωσε τη χώρα και την πόλη των Απολλωνιατών.




κη' Πώς ο Αγαθοκλής νίκησε τους Καρχηδόνιους σε ναυμαχία στη Σικελία και σε χερσαία μάχη τους Ακραγαντίνους.




κθ' Το πέρασμα του Αγαθοκλή στη Λιβύη για δεύτερη φορά και η ήττα του.




λ' Οι ταραχές που έγιναν στα στρατόπεδα και των δύο πλευρών.




λα', λβ' Η απόδραση του Αγαθοκλή στη Σικελία. Οι σφαγές των Σικελιωτών από τον Αγαθοκλή.




λδ', λε' Η αποστασία του στρατηγού Πασιφίλου από τον Αγαθοκλή, Πώς οι Καρχηδόνιοι συνήψαν ειρήνη με τον Αγαθοκλή.




λθ' Πώς ο Αγαθοκλής, αφού εισέπραξε άδικα χρήματα από τους Λιπαραίους, έχασε τα πλοία μέσα στα οποία βρίσκονταν τα χρήματα.








Πώς ο Αγαθοκλής περνώντας στη Λιβύη νίκησε σε τακτική μάχη τους Καρχηδόνιους και κυρίευσε πολλές πόλεις.




3. Όταν ο Ιερομνήμων ήταν άρχοντας των Αθηνών, οι Ρωμαίοι εξέλεξαν υπάτους τον Γάιο Ιούλιο και τον Κόιντο Αιμίλιο· στη Σικελία, ο Αγαθοκλής, που είχε ηττηθεί από τους Καρχηδόνιους στη μάχη του ποταμού Ιμέρα και είχε χάσει το μεγαλύτερο και ισχυρότερο μέρος της δύναμής του, κατέφυγε στις Συρακούσες. Βλέποντας πως όλοι οι σύμμαχοι είχαν αλλάξει πλευρά και πως οι βάρβαροι είχαν κυριεύσει σχεδόν όλη τη Σικελία, εκτός από τις Συρακούσες, και υπερείχαν κατά πολύ σε δυνάμεις πεζικού και ναυτικού, έκανε μια πράξη απροσδόκητη και εξαιρετικά παράτολμη. Διότι, ενώ όλοι είχαν αποφασίσει ότι ούτε καν θα επιχειρούσαν να αντιταχθούν στους Καρχηδόνιους, εκείνος σκέφτηκε να αφήσει επαρκή φρουρά στην πόλη, να επιλέξει τους πιο κατάλληλους από τους στρατιώτες και με αυτούς να περάσει απέναντι στη Λιβύη. Ήλπιζε ότι αν έκανε αυτό, εκείνοι που βρίσκονταν στην Καρχηδόνα, οι οποίοι ζούσαν τρυφηλά σε πολύχρονη ειρήνη και κατά συνέπεια ήταν άπειροι στους κινδύνους της μάχης, θα ήταν εύκολο να νικηθούν από αυτούς που ήταν εξασκημένοι στα δεινά· οι σύμμαχοί τους εξάλλου στη Λιβύη, που από πολλά χρόνια πιέζονταν από τις προσταγές τους, θ· άδραχναν την ευκαιρία να αποστατήσουν. Όμως το πιο σημαντικό απ' όλα ήταν ότι με την απροσδόκητη εμφάνισή του θα λεηλατούσε μια χώρα απόρθητη και, χάρη στην ευδαιμονία των Καρχηδόνιων, γεμάτη με κάθε λογής αγαθά· και γενικά, ότι θα προκαλούσε περισπασμό στους βαρβάρους σε σχέση με την πατρίδα του και ολόκληρη τη Σικελία και θα μετέφερε όλο τον πόλεμο στη Λιβύη· πράγμα που τελικά έγινε.






4. Χωρίς να φανερώσει αυτή του την πρόθεση σε κανέναν από τους φίλους του, κατέστησε τον αδελφό του Άντανδρο επιμελητή της πόλης μαζί με επαρκή φρουρά· ο ίδιος επέλεξε και στρατολόγησε τους καταλληλότερους από τους στρατιώτες, παραγγέλλοντας στους πεζούς να είναι έτοιμοι με τα όπλα τους, και δίνοντας ειδικές εντολές στους ιππείς να έχουν μαζί τους, εκτός από την πανοπλία τους, σάγμα και χαλινάρι, ώστε, όταν θα κυρίευε άλογα, να ‘χει έτοιμους αναβάτες εφοδιασμένους με τα απαραίτητα· διότι στην προηγούμενη ήττα οι περισσότεροι από τους πεζούς είχαν σκοτωθεί, αλλά είχαν σωθεί όλοι σχεδόν οι ιππείς, των οποίων τα άλογα δεν μπορούσε να μεταφέρει στη Λιβύη. Για να μη στασιάσουν οι Συρακούσιοι όταν θα τους άφηνε, χώρισε τους συγγενείς μεταξύ τους, και ιδιαίτερα αδελφούς από αδελφούς και πατέρες από γιους, αφήνοντας στην πόλη τους μεν και παίρνοντας μαζί του τους δε· διότι ήταν ολοφάνερο ότι εκείνοι που έμειναν στις Συρακούσες, ακόμη κι αν τηρούσαν εχθρική στάση προς τον δυνάστη, λόγω των θετικών συναισθημάτων τους προς τους συγγενείς τους, δε θα έκαναν τίποτε άτοπο εναντίον του Αγαθοκλή. Επειδή όμως αντιμετώπιζε οικονομική δυσκολία, απέσπασε τα χρήματα των ορφανών από τους επιτρόπους τους, λέγοντας ότι ο ίδιος θα τα φρόντιζε πολύ καλύτερα από εκείνους και όταν τα παιδιά θα ενηλικιώνονταν θα τους τα απέδιδε πιο πιστά. Δανείστηκε επίσης από τους εμπόρους, πήρε και μερικά από τα αναθήματα των ιερών και αφαίρεσε επίσης από τις γυναίκες τα κοσμήματά τους. Έπειτα, βλέποντας ότι και οι περισσότεροι από τους πιο εύπορους δυσανασχετούσαν με τις πράξεις του και διέκεινταν εχθρικότατα απέναντί του, συγκάλεσε εκκλησία όπου, οδυρόμενος τόσο για την προηγούμενη συμφορά όσο και για τα προσδοκώμενα δεινά, είπε ότι ο ίδιος θα άντεχε με ευκολία την πολιορκία, συνηθισμένος καθώς ήταν σε κάθε είδους κακουχίες, αλλά ότι ένιωθε οίκτο για τους πολίτες στην περίπτωση που θα αναγκάζονταν να υποστούν πολιορκία κλεισμένοι στην πόλη. Πρόσταζε λοιπόν όσους δεν ήθελαν να υποστούν ό,τι μπορεί η τύχη να θεωρούσε καλό να πάθουν, να σωθούν οι ίδιοι μαζί με τις περιουσίες τους. Όταν όμως οι πολύ πλούσιοι —αυτοί ήταν που μισούσαν περισσότερο τον δυνάστη— σηκώθηκαν κι έφυγαν από την πόλη, έστειλε ξοπίσω τους μερικούς μισθοφόρους και τους σκότωσε και πήρε στα χέρια του τις περιουσίες τους. Αποκτώντας λοιπόν άφθονα χρήματα με μια και μόνη ανόσια πράξη και καθαρίζοντας την πόλη απ' όσους τον αντιπολιτεύονταν, ελευθέρωσε και τους δούλους εκείνους που ήταν κατάλληλοι για στρατιωτική υπηρεσία.




5. Όταν όλα ήταν έτοιμα, επάνδρωσε εξήντα πλοία και καιροφυλακτούσε για την κατάλληλη ευκαιρία να εκπλεύσει. Μιας και το σχέδιό του ήταν άγνωστο, μερικοί υπέθεταν ότι εκστράτευε στην Ιταλία, άλλοι ότι σκόπευε να λεηλατήσει το μέρος της Σικελίας που κατείχαν οι Καρχηδόνιοι, και όλοι ήταν απελπισμένοι σε σχέση με τη σωτηρία εκείνων που ήταν έτοιμοι να σαλπάρουν, και καταδίκαζαν την τρέλα του δυνάστη. Επειδή όμως οι εχθροί ήταν αγκυροβολημένοι με πολύ περισσότερες τριήρεις, αρχικά ανάγκαζε τους στρατιώτες να μένουν στα πλοία, αφού δεν μπορούσαν να εκπλεύσουν' αργότερα όμως, όταν ήρθαν κάποια πλοία που μετέφεραν σιτάρι, οι Καρχηδόνιοι ανοίχτηκαν με όλο τους το στόλο προς αυτά τα πλοία, ενώ ο Αγαθοκλής, που είχε ήδη απελπιστεί για το εγχείρημά του, μόλις είδε το στόμιο του λιμανιού έρημο από τα πλοία που ήταν αγκυροβολημένα, σαλπάρισε κωπηλατώντας με μεγάλη ταχύτητα. Μετά, όταν οι Καρχηδόνιοι, που βρίσκονταν ήδη κοντά στα φορτηγά, είδαν τους εχθρούς να πλέουν με όλα τους τα πλοία, νομίζοντας στην αρχή ότι ο Αγαθοκλής έσπευδε σε βοήθεια των πλοίων που μετέφεραν σιτάρι, έκαναν στροφή και ετοίμαζαν το στόλο για ναυμαχία· αλλά μόλις είδαν τα πλοία να τους προσπερνούν σε ευθεία και να προηγούνται κατά πολύ των δικών τους, άρχισαν να τα καταδιώκουν. Τότε, ενώ οι δυο στόλοι ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον, τα πλοία που έφερναν τα εφόδια, ξεφεύγοντας ανέλπιστα από τον κίνδυνο, έφεραν μεμεγάλη αφθονία τα αναγκαία στις Συρακούσες που ήδη αντιμετώπιζαν έλλειψη τροφίμων' όσο για τον Αγαθοκλή, του ήδη είχε σχεδόν περικυκλωθεί, έτυχε ανέλπιστης σωτηρίας καθώς έπεφτε η νύχτα. Την επόμενη μέρα έτυχε να συμβεί τέτοια έκλειψη ηλίου ώστε να γίνει απόλυτο σκοτάδι και να μπορεί κανείς να δει παντού αστέρια, έτσι, οι άντρες του Αγαθοκλή, πιστεύοντας ότι ακόμη και το θείο τους προμηνούσε δυσκολίες, μπήκαν σε ακόμη μεγαλύτερη αγωνία για τα μελλούμενα.








6. Αφού είχαν ταξιδέψει έξι μερόνυχτα, μόλις πρόβαλε η αυγή, φάνηκε αναπάντεχα ο στόλος των Καρχηδόνιων σε μικρή απόσταση. Έτσι, και οι δυο στόλοι με μεγάλο ζήλο συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλον στα κουπιά· οι Φοίνικες, αφενός, πιστεύοντας ότι μόλις κατέστρεφαν τα πλοία θα είχαν στα χέρια τους τις Συρακούσες και θα ελευθέρωναν την πατρίδα τους από μεγάλους κινδύνουσ' οι Έλληνες, αφετέρου, βλέποντας μπροστά τους την τιμωρία, αν δεν πρόφταιναν να πιάσουν στεριά, και τα δεινά της δουλείας γι’ αυτούς που είχαν μείνει στην πατρίδα. Όταν φάνηκε η Λιβύη, άρχισαν οι παραινέσεις προς τα πληρώματα και ο ανταγωνισμός έγινε οξύτατοσ' τα πλοία των βαρβάρων έπλεαν γρηγορότερα, αφού οι κωπηλάτες είχαν υποστεί μακροχρόνια εκπαίδευση, αλλά εκείνα των Ελλήνων προηγούνταν αρκετά. Η απόσταση καλύφθηκε πολύ γρήγορα, και, όταν τα πλοία πλησίασαν την ξηρά, ορμούσαν πλάι πλάι προς τον γιαλό σαν αθλητές σε αγώνα· και μάλιστα, μια που ήταν σε απόσταση βολής, τα πρώτα πλοία των Καρχηδόνιων έβαλλαν εναντίον των τελευταίων του Αγαθοκλή. Έτσι, αφού είχαν αγωνιστεί για λίγο μεταξύ τους με τόξα και σφεντόνες, και οι βάρβαροι είχαν συμπλακεί με λίγα από τα ελληνικά πλοία, ο Αγαθοκλής απέκτησε το πλεονέκτημα, αφού είχε μεγάλο αριθμό στρατιωτών. Στη συνέχεια οι Καρχηδόνιοι υποχώρησαν και αγκυροβόλησαν λίγο πιο έξω από απόσταση βολής, ενώ ο Αγαθοκλής, αφού αποβίβασε τη δύναμή του κοντά στις λεγόμενες Λατομίες, κατασκεύασε ξύλινο φράχτη από τη μια θάλασσα έως την άλλη κι έσυρε τα πλοία στην ξηρά.






7. Αφού επιτέλεσε με αυτόν τον τρόπο μια παράτολμη πράξη, αποτόλμησε μια άλλη ακόμη πιο παρακινδυνευμένη από αυτή. Αφού έφερε με το μέρος του όσους ηγεμόνες ήταν πρόθυμοι να υπακούσουν στα σχέδιά του και αφού θυσίασε στη Δήμητρα και στην Κόρη, συγκάλεσε εκκλησία· έπειτα βγήκε να μιλήσει στον λαό στεφανωμένος και ντυμένος με λαμπρό ένδυμα, και αφού έκανε πρώτα τα κατάλληλα σχόλια σχετικά με τα εγχειρήματά του, είπε πως, όταν τους καταδίωκαν οι Καρχηδόνιοι, είχε κάνει τάμα στις θεές που προστάτευαν τη Σικελία, τη Δήμητρα και την Κόρη, να βάλει φωτιά σε όλα τα πλοία. Αφού λοιπόν είχαν καταφέρει να σωθούν, θα ήταν καλό να εκπληρώσουν το τάμα. Στη θέση αυτών των πλοίων, υποσχέθηκε ν' αποδώσει τα πολλαπλάσια, αν αγωνίζονταν με ζήλο· άλλωστε και οι θεές, μέσω των ιερών σφαγίων, είχαν προφητέψει νίκη σε όλο τον πόλεμο. Ενώ έλεγε αυτά, κάποιος από τους υπηρέτες έφερε αναμμένη δάδα· αφού την πήρε και πρόσταξε να δώσουν δάδες και σε όλους τους άλλους τριηράρχους, επικαλέστηκε τις θεές και όρμησε πρώτος στη ναυαρχίδα τριήρη. Στάθηκε στην πρύμνη και παρακινούσε τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Τότε, καθώς όλοι οι τριήραρχοι έριχναν μέσα τη φωτιά και οι φλόγες υψώθηκαν γρήγορα, οι σαλπιγκτές σήμαιναν το σύνθημα για μάχη και ο στρατός αλάλαξε, ενώ όλοι μαζί προσεύχονταν για την ασφαλή επιστροφή τους στην πατρίδα. Αυτό το έκανε ο Αγαθοκλής κυρίως για να αναγκάσει τους στρατιώτες του να μη σκεφτούν καθόλου τη φυγή όταν θ' αντιμετώπιζαν τους κινδύνουσ' διότι ήταν φανερό ότι, έχοντας αποκοπεί από την καταφυγή στα πλοία, θα είχαν ως μοναδική ελπίδα σωτηρίας τη νίκη. Επί πλέον, επειδή είχε λίγο στρατό, θεώρησε ότι, αν φύλαγε τα πλοία, θα αναγκαζόταν να μοιράσει τον στρατό του και έτσι δε θα ήταν καθόλου αξιόμαχος και, από την άλλη, αν τ' άφηνε αφύλαχτα, θα τα έκανε υποχείρια των Καρχηδόνιων.




8. Ωστόσο, όταν όλα τα πλοία φλέγονταν και η φωτιά απλωνόταν πολύ, τρόμος κατέλαβε τους Σικελούς. Στην αρχή, δηλαδή, παρασυρμένοι από τη γοητεία του Αγαθοκλή και επειδή η ορμή των εγχειρημάτων του δεν άφηνε χρόνο για προσεκτική εξέταση, συγκατατέθηκαν όλοι σ' αυτά που γίνονταν' όταν όμως ο χρόνος επέτρεψε τη λεπτομερή εξέταση, έπεσαν σε μεταμέλεια και, αναλογιζόμενοι το μέγεθος του πελάγους που τους χώριζε από την πατρίδα, έχαναν κάθε ελπίδα σωτηρίας. Ο Αγαθοκλής όμως, προσπαθώντας με ζήλο να απαλλάξει τους στρατιώτες από την αθυμία, οδήγησε τη δύναμη στην ονομαζόμενη Μεγάλη Πόλη, που ανήκε στους Καρχηδόνιους. Η έκταση που μεσολαβούσε, μέσα από την οποία έπρεπε αναγκαστικά να πορευτούν, ήταν χωρισμένη σε κήπους και κάθε είδους καλλιέργειες, μιας και διοχετεύονταν πολλά νερά και πότιζαν όλη την περιοχή. Υπήρχαν επίσης συνεχόμενες αγροικίες, κατασκευασμένες πολυτελώς και σοβατισμένες με επιμέλεια, φανερώνοντας τον πλούτο των ιδιοκτητών. Τα υποστατικά ήταν γεμάτα με όλα όσα προορίζονταν για απόλαυση, αφού οι ντόπιοι είχαν αποθηκεύσει αφθονία προϊόντων μέσα στην πολύχρονη ειρήνη. Μέρος της περιοχής ήταν φυτεμένο με αμπέλια, ένα άλλο με ελιές ενώ ήταν γεμάτη και με τα υπόλοιπα καρποφόρα δέντρα. Τόσο από τη μία όσο και από την άλλη πλευρά, έβοσκαν στην πεδιάδα αγέλες βοδιών και κοπάδια προβάτων και τα κοντινά έλη ήταν γεμάτα με άλογα που έβοσκαν. Γενικά υπήρχε κάθε είδους ευδαιμονία σ' αυτούς τους τόπους, αφού οι πιο επιφανείς Καρχηδόνιοι είχαν διαιρέσει την περιοχή σε ιδιόκτητα κτήματα και με τα πλούτη τους τα είχαν εξωραΐσει για την απόλαυσή τους. Έτσι οι Σικελοί, θαυμάζοντας τόσο την ομορφιά της περιοχής όσο και την ευδαιμονία της, ένιωσαν τις ελπίδες τους να αναπτερώνονται, καταλαβαίνοντας ότι τους νικητές περίμεναν έπαθλα αντάξια των κινδύνων. Ο Αγαθοκλής, βλέποντας τους στρατιώτες να συνέρχονται από την αθυμία και να είναι πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν, έκανε έφοδο στα τείχη. Επειδή η επίθεση ήταν απροσδόκητη και οι κάτοικοι άντεξαν για λίγο μόνο χρόνο εξαιτίας της άγνοιάς τους και της απειρίας τους σε σχέση με τα πολεμικά πράγματα, κατέλαβε την πόλη κατά κράτος· παραδίδοντάς τη στους στρατιώτες γιαλεηλασία, γέμισε τον στρατό του με λάφυρα και ταυτόχρονα με θάρρος. Ξεκινώντας αμέσως και προς τον λεγόμενο Λευκό Τύνητα, υποδούλωσε την πόλη, που απείχε δυο χιλιάδες στάδια από την Καρχηδόνα. Οι στρατιώτες ήθελαν να διαφυλάξουν και τις δυο κατακτημένες πόλεις και να αφήσουν σ' αυτές τα λάφυρα. Ο Αγαθοκλής όμως, έχοντας στο νου του κι άλλες πράξεις συνεπείς με αυτές που είχαν ήδη γίνει και λέγοντας στο πλήθος ότι δε συνέφερε ν' αφήσουν πίσω τους καμιά καταφυγή μέχρι να νικήσουν σε τακτική μάχη, κατέστρεψε τις πόλεις και στρατοπέδευσε στην ύπαιθρο.








9. Όταν οι Καρχηδόνιοι, αγκυροβολημένοι έξω από τον ναύσταθμο των Σικελών, είδαν στην αρχή τα πλοία να καίγονται, καταχάρηκαν νομίζοντας πως οι εχθροί είχαν αναγκαστεί να καταστρέψουν τα σκάφη τους λόγω του φόβου τους γι αυτούσ' όταν όμως είδαν ότι ο στρατός των αντιπάλων τους προχωρούσε μέσα στη χώρα, καθώς συλλογίζονταν τις συνέπειες, θεωρούσαν την καταστροφή των πλοίων δική τους συμφορά. Γι’ αυτό άπλωσαν δέρματα πάνω στις πλώρες των πλοίων τους, πράγμα που συνήθιζαν πάντα να κάνουν όποτε φαινόταν ότι κάποια δημόσια συμφορά είχε συμβεί στην πόλη των Καρχηδόνιων' ακόμη, πήραν τα χάλκινα έμβολα από τα πλοία του Αγαθοκλή στις δικές τους τριήρεις κι έστειλαν αγγελιαφόρους στην Καρχηδόνα για ν' αναφέρουν λεπτομερώς τα συμβάντα. Πριν όμως δηλώσουν αυτοί το γεγονός, κάποιοι από την περιοχή που είχαν αντιληφθεί τον κατάπλου του Αγαθοκλή, τον ανακοίνωσαν βιαστικά στους Καρχηδόνιουσ' εκείνοι, κατατρομαγμένοι από το αναπάντεχο γεγονός, υπέθεσαν πως οι δικές τους δυνάμεις πεζικού και ναυτικού στη Σικελία είχαν χαθεί· διότι ο Αγαθοκλής δε θα τολμούσε ποτέ να αφήσει τις Συρακούσες χωρίς καθόλου υπερασπιστές αν δεν είχε νικήσει ούτε θ' αποφάσιζε να περάσει τον στρατό του απέναντι, ενώ οι εχθροί ήταν κυρίαρχοι της θάλασσας. Έτσι, σύγχυση και μεγάλη ταραχή κατείχε την πόλη· ο όχλος συγκεντρώθηκε βιαστικά στην αγορά και η γερουσία συνεδρίασε για ν' αποφασίσει τι έπρεπε να γίνει. Στρατός δεν υπήρχε έτοιμος που να μπορεί να αντιταχθεί, η μάζα των πολιτών άπειρη στον πόλεμο, είχε ήδη χάσει το ηθικό της και επί πλέον νόμιζε πως οι εχθροί ήταν κοντά στα τείχη. Μερικοί λοιπόν πρότειναν να σταλούν πρέσβεις στον Αγαθοκλή για να συζητήσουν για ειρήνη και ταυτόχρονα οι ίδιοι άντρες να γίνουν και κατάσκοποι της κατάστασης του εχθρού, ενώ άλλοι έλεγαν να περιμένουν μέχρι να μάθουν ακριβώς τι είχε συμβεί. Ενώ τέτοια σύγχυση επικρατούσε στην πόλη, κατέπλευσαν οι απεσταλμένοι του ναυάρχου και φανέρωσαν τις αιτίες των όσων είχαν συμβεί.








10. Τώρα λοιπόν που είχαν όλοι ξαναβρεί το θάρρος τους, η γερουσία επέκρινε αυστηρά τους ναυάρχους, επειδή, αν και είχαν τον έλεγχο της θάλασσας, είχαν επιτρέψει σε εχθρικό στρατό να αποβιβαστεί στη Λιβύη, και όρισαν στρατηγούς των στρατιωτικών δυνάμεων τον Άννωνα και τον Βορμίλκα, που είχαν προγονική έχθρα μεταξύ τουσ' διότι οι γερουσιαστές θεωρούσαν ότι εξαιτίας της προσωπικής δυσπιστίας και των διαφορών που είχαν μεταξύ τους οι στρατηγοί, η ασφάλεια της πόλης, στο σύνολό της, θα είχε σιγουρευτεί. Όμως αστόχησαν πολύ σε σχέση με την αλήθεια. Διότι ο Βορμίλκας, που από παλιά επιθυμούσε να γίνει τύραννος αλλά δεν είχε ούτε την εξουσία ούτε την κατάλληλη ευκαιρία για τα σχέδια του, τώρα βρήκε θαυμάσια αφορμή λαμβάνοντας τη στρατηγία. Η βασική αιτία όλων αυτών ήταν η αυστηρότητα των Καρχηδόνιων στην επιβολή τιμωριών, διότι κατά τη διάρκεια των πολέμων προάγουν σε ηγετικές θέσεις τους πλέον επιφανείς άντρες, θεωρώντας ότι αυτοί πρέπει να κινδυνεύσουν πρώτοι υπέρ όλων όταν όμως αποκτήσουν ειρήνη, συκοφαντούν αυτούς τους ίδιους άντρες και τους αποδίδουν άδικες κατηγορίες εξαιτίας του φθόνου τους και τους επιβάλλουν τιμωρίες. Γι' αυτόν τον λόγο, απ' όσους τοποθετούνται σε ηγετικές θέσεις, μερικοί, φοβούμενοι τις κρίσεις στα δικαστήρια, εγκαταλείπουν τα αξιώματά τους, ενώ άλλοι επιχειρούν να γίνουν τύραννοι· πράγμα που έκανε και τότε ο Βορμίλκας, ο ένας από τους δυο στρατηγούς, για τον οποίο θα μιλήσουμε μετά από λίγο. Οι στρατηγοί λοιπόν των Καρχηδόνιων, βλέποντας ότι οι περιστάσεις δε σήκωναν αναβολή, δεν περίμεναν στρατιώτες από τις εξοχές και τις συμμαχικές πόλεις, αλλά έβγαλαν στην ύπαιθρο τους ίδιους τους στρατιώτες της πόλης, που δεν ήταν λιγότεροι από σαράντα χιλιάδες πεζοί, χίλιοι ιππείς και δυο χιλιάδες άρματα. Αφού κατέλαβαν κάποιο μικρό λόφο που δεν απείχε πολύ από τους εχθρούς, παρέταξαν τον στρατό για μάχη. Ο Άννων είχε τη διοίκηση του δεξιού κέρατος, και μαζί του αγωνίζονταν και αυτοί που ανήκαν στον ιερό λόχο· ο Βορμίλκας, επικεφαλής του αριστερού κέρατος, είχε κάνει τη φάλαγγα βαθιά, αφού ο τόπος τον εμπόδιζε να την απλώσει περισσότερο. Τοποθέτησαν τα άρματα και τους ιππείς μπροστά από τη φάλαγγα, έχοντας αποφασίσει να χτυπήσουν πρώτα με αυτούς και να δοκιμάσουν τους Έλληνες.




11. Ο Αγαθοκλής, αφού παρατήρησε από ψηλά τις τάξεις των βαρβάρων, έδωσε το δεξιό κέρας στον γιο του τον Αρχάγαθο, παραδίδοντάς του δύο χιλιάδες πεντακόσιους τεζούσ' στη συνέχεια παρέταξε τους Συρακούσιους, που ήταν τρεις χιλιάδες πεντακόσιοι, έπειτα τρεις χιλιάδες Έλληνες μισθοφόρους και τελευταίους τρεις χιλιάδες Σαμνίτες, Τυρρηνούς και Κελτούς. Ο ίδιος μαζί με τη σωματοφυλακή του, αγωνιζόταν μπροστά από το μισό κέρας, αντιτάσσοντας χίλιους οπλίτες προς τον ιερό λόχο των Καρχηδόνιων. Τους τοξότες και τους σφενδονιστές, που ήταν πεντακόσιοι, τους μοίρασε στα δύο κέρατα. Τα όπλα των στρατιωτών μόλις και μετά βίας επαρκούσαν. Όταν είδε τους άντρες των πληρωμάτων να είναι άοπλοι, τέντωσε τα καλύμματα των ασπίδων με ραβδιά, μιμούμενος την εμφάνιση των κυκλικών ασπίδων, και τους τα έδωσε — εντελώς ακατάλληλα ως προς τη χρησιμότητα, αλλά ικανά να δώσουν από μακριά την εντύπωση όπλων σ' αυτούς που αγνοούσαν την αλήθεια. Βλέποντας τους στρατιώτες κατατρομαγμένους από το πλήθος του πεζικού και του ιππικού των βαρβάρων, άφησε ελεύθερες κουκουβάγιες σε πολλά σημεία μέσα στο στρατόπεδο, τις οποίες είχε συγκεντρώσει από πολύ καιρό για την αντιμετώπιση της αθυμίας των στρατιωτών. Αυτές, πετώντας μέσα στη φάλαγγα, κάθονταν στις ασπίδες και τα κράνη κάνοντας τους στρατιώτες να παίρνουν θάρρος, μιας και ο καθένας τους το θεωρούσε ως οιωνό, επειδή η κουκουβάγια θεωρείται το ιερό πτηνό της Αθηνάς. Αυτά λοιπόν, παρόλο που σε μερικούς μπορεί να φαίνονται ανόητα τεχνάσματα, πολλές φορές γίνονται αιτίες μεγάλων νικών πράγμα που συνέβη και τότε. Διότι, όταν τα πλήθη πήραν θάρρος και διαδόθηκε η φήμη ότι το θείο τους προμηνούσε με φανερό τρόπο τη νίκη, άντεχαν στον κίνδυνο της μάχης με μεγαλύτερη τόλμη.








12. Πράγματι, όταν τους επιτέθηκαν πρώτα τα άρματα, άλλα τα έβγαλαν εκτός μάχης με τα ακόντια, άλλα τ' άφησαν να περάσουν ανάμεσά τους, και τα περισσότερα τ' ανάγκασαν να κάνουν στροφή προς τη γραμμή του δικού τους πεζικού. Με παρόμοιο τρόπο άντεξαν και την επίθεση των ιππέων και, τραυματίζοντας σοβαρά πολλούς από αυτούς, τους έκαναν να τραπούν σε φυγή προς τα πίσω. Ενώ έδιναν αυτή την προκαταρκτική μάχη με λαμπρό τρόπο, όλη η πεζή δύναμη των βαρβάρων είχε πλησιάσει πολύ. Έγινε μεγάλη μάχη, και ο Άννων, που είχε ως συναγωνιστές τους επίλεκτους άντρες του ιερού λόχου και επιθυμούσε διακαώς να κερδίσει μόνος του τη νίκη, πίεζε ισχυρά τους Έλληνες και σκότωνε πολλούς. Αν και ρίχνονταν πάνω του κάθε είδους βλήματα, εκείνος δεν υποχωρούσε, αλλά συνέχιζε να πιέζει παρόλο που είχε πολλά τραύματα, ώσπου πέθανε από εξάντληση. Όταν αυτός έπεσε, οι Καρχηδόνιοι, που ήταν παραταγμένοι σ' εκείνη τη γραμμή, έχασαν το ηθικό τους, ενώ αντίθετα οι άντρες του Αγαθοκλή αναπτερώθηκαν ψυχικά και έγιναν πολύ πιο τολμηροί. Μαθαίνοντάς τα αυτά από κάποιους ο Βορμίλκας, ο άλλος στρατηγός, και πιστεύοντας ότι οι θεοί του είχαν δώσει την ευκαιρία να βρει αφορμή για να δοκιμάσει να εγκαταστήσει τυραννία, έκανε μέσα του τις εξής σκέψεισ' αν μεν καταστραφεί ο στρατός του Αγαθοκλή, ο ίδιος δε θα μπορούσε ν' αποπειραθεί να κατακτήσει την εξουσία, αφού οι πολίτες θα ήταν ισχυροί· αν όμως ο Αγαθοκλής νικούσε και το ηθικό των Καρχηδόνιων ήταν πεσμένο, ο ηττημένος πλέον λαός θα ήταν εύκολο να χειραγωγηθεί από τον ίδιο· όσο για τον Αγαθοκλή, θα τον νικούσε εύκολα, όποτε ήθελε. Μετά από αυτές τις σκέψεις, υποχώρησε μαζί με τους άντρες των πρώτων γραμμών, παρουσιάζοντας στους εχθρούς μια ανεξήγητη υποχώρηση, αλλά φανερώνοντας στους δικούς του τον θάνατο του Άννωνα και παραγγέλλοντάς τους να αποσυρθούν σε σχηματισμό προς το ύψωμα, διότι αυτό, είπε, ήταν προς το συμφέρον τους. Καθώς όμως οι εχθροί τους πίεζαν και η όλη υποχώρηση γινόταν όμοια με φυγή, οι Λίβυοι των επόμενων γραμμών νομίζοντας ότι οι πρώτες γραμμές είχαν ηττηθεί από τη δύναμη των εχθρών, τράπηκαν με ταχύτητα σε φυγή. Εκείνοι όμως που ηγούνταν του ιερού λόχου, στην αρχή, μετά τον θάνατο του στρατηγού Άννωνα, αντιστέκονταν με μεγάλη ρώμη και, πατώντας πάνω στα πτώματα των δικών τους που έπεφταν, άντεχαν κάθε κίνδυνο· όταν όμως αντιλήφθηκαν ότι το μεγαλύτερο μέρος της δύναμης το 'χε βάλει στα πόδια και ότι οι εχθροί τούς είχαν περικυκλώσει από το πίσω μέρος, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Έτσι, όταν όλος ο στρατός των Καρχηδόνιων είχε τραπεί σε φυγή, οι βάρβαροι έτρεχαν προς την Καρχηδόνα, ενώ ο Αγαθοκλής τους καταδίωξε μέχρι ένα σημείο και γύρισε πίσω για να λεηλατήσει το στρατόπεδο των Καρχηδόνιων.








13. Στη μάχη έπεσαν περίπου διακόσιοι Έλληνες και από τους Καρχηδόνιους όχι περισσότεροι από χίλιοι —ή πάνω από έξι χιλιάδες, όπως έχουν γράψει μερικοί. Στο στρατόπεδο των Καρχηδόνιων βρέθηκαν, εκτός από τα άλλα λάφυρα, πολλές άμαξες στις οποίες μεταφέρονταν περισσότερα από είκοσι χιλιάδες ζεύγη χειροπέδων· διότι οι βάρβαροι, υποθέτοντας ότι θα επικρατούσαν εύκολα των Ελλήνων, είχαν παραγγείλει ο ένας στον άλλον να συλλάβουν όσο περισσότερους μπορούσαν ζωντανούς και δένοντάς τους να τους ρίξουν στη δουλική εργασία. Νομίζω, όμως, ότι η θεία δύναμη, μετατρέπει σκόπιμα στο αντίθετο το αποτέλεσμα των προσδοκιών όσων κάνουν με υπεροψία τους υπολογισμούς τους. Ο Αγαθοκλής λοιπόν, έχοντας νικήσει παρά πάσα προσδοκία τους Καρχηδόνιους, τους κρατούσε κλεισμένους στα τείχη τους, αλλά η τύχη εναλλάσσοντας τις νίκες με τις ήττες ταπείνωσε τους νικητές εξίσου με τους ηττημένους. Πράγματι, στη Σικελία, οι Καρχηδόνιοι, που είχαν νικήσει τον Αγαθοκλή σε μεγάλη μάχη, πολιορκούσαν τις Συρακούσες, ενώ στη Λιβύη ο Αγαθοκλής, έχοντας νικήσει σε τόσο σπουδαία μάχη, έκλεισε τους Καρχηδόνιους σε πολιορκία. Όμως το πιο εκπληκτικό απ' όλα ήταν ότι ο δυνάστης στο νησί, αφενός, όπου είχε ακέραιες τις δυνάμεις του, αποδείχτηκε κατώτερος των βαρβάρων, αλλά στην ήπειρο, με ένα μέρος από την προηγουμένως ηττημένη στρατιά του, κατέβαλε τους νικητές.






14. Έτσι λοιπόν οι Καρχηδόνιοι, πιστεύοντας πως η συμφορά τούς είχε σταλεί από τους θεούς, τράπηκαν προς κάθε είδους ικεσία της θεϊκής δύναμης, και νομίζοντας ότι ο Ηρακλής, που λατρευόταν από τους αποίκους, ήταν πολύ θυμωμένος μαζί τους, έστειλαν στην Τύρο μεγάλο χρηματικό ποσό και όχι και λίγα εξαιρετικά πολυτελή αναθήματα. Άλλωστε, επειδή είχαν έρθει ως άποικοι από αυτή την πόλη, συνήθιζαν τα παλιά χρόνια να στέλνουν στον θεό το ένα δέκατο απ' όλες τις δημόσιες προσόδους. Αργότερα όμως, όταν απέκτησαν μεγάλα πλούτη και λάμβαναν πολύ πιο αξιόλογες προσόδους, έστελναν πάρα πολύ λίγα, δείχνοντας περιφρόνηση στη θεότητα. Επειδή όμως μεταμελήθηκαν εξαιτίας αυτής της συμφοράς, μνημόνευαν όλους τους θεούς της Τύρου. Έστειλαν μάλιστα και από τους ναούς τους τα χρυσά ιερά με τα ομοιώματά τους ως σύμβολα ικεσίας, θεωρώντας ότι θα απάλυναν περισσότερο την οργή του θεού αν έστελναν τα αναθήματα για να κερδίσουν τη συγχώρεση. Ισχυρίζονταν επίσης ότι και ο Κρόνος είχε στραφεί εναντίον τους επειδή τα παλιότερα χρόνια θυσίαζαν στον θεό αυτό τους καλύτερους γιους τους, ενώ αργότερα αγόραζαν κρυφά παιδιά και τα ανέτρεφαν και μετά έστελναν αυτά στη θυσία· και όταν έγινε έρευνα βρέθηκε ότι μερικοί από αυτούς που είχαν θυσιαστεί είχαν μπει σκόπιμα στη θέση των πραγματικών γιων. Όταν τα καλοσκέφτηκαν όλα τούτα και είδαν τους εχθρούς να στρατοπεδεύουν κοντά στα τείχη, πλημμύρισαν με φόβο για τους θεούς, επειδή πίστευαν πως είχαν καταλύσει τις πατρογονικές τιμές προς τους θεούς. Μέσα στον ζήλο τους να επανορθώσουν γι' αυτά που είχαν αμελήσει να κάνουν, επέλεξαν διακόσια από τα πιο ξεχωριστά αγόρια και τα θυσίασαν δημόσια· άλλα πάλι, όχι λιγότερα από τριακόσια, που είχαν διαβληθεί, πρόσφεραν με τη θέλησή τους τους εαυτούς τους. Υπήρχε στην πόλη τους ένα χάλκινο άγαλμα του Κρόνου με απλωμένα τα χέρια, τις παλάμες προς τα πάνω και με κλίση προς τη γη, έτσι ώστε το κάθε παιδί, όταν τοποθετούνταν πάνω τους, κυλούσε και έπεφτε σε ένα είδος χάσματος γεμάτο φωτιά. Πιθανώς από αυτό έχει πάρει ο Ευριπίδης τη μυθική ιστορία που βρίσκει κανείς στο έργο του σχετικά με τη θυσία στην Ταυρική, όπου εμφανίζει την Ιφιγένεια να ρωτιέται από τον Ορέστη,




Ποιος τάφος θα με δεχτεί όταν πεθάνω;


Φωτιά ιερή και πλατύ χάσμα γης·




Επίσης, ο μύθος που παραδίδεται μεταξύ των Ελλήνων από την αρχαία φήμη ότι ο Κρόνος αφάνιζε τα ίδια του τα παιδιά, φαίνεται πως διατηρήθηκε μεταξύ των Καρχηδόνιων μέσα από αυτό το έθιμο.




15. Ωστόσο, μετά από τέτοια μεταβολή στη Λιβύη, οι Καρχηδόνιοι έστειλαν μήνυμα προς τον Αμίλκα στη Σικελία ζητώντας του να στείλει βοήθεια όσο πιο γρήγορα μπορούσε, και του έστειλαν τα χάλκινα έμβολα που είχαν πάρει από τα πλοία του Αγαθοκλή. Ο Αμίλκας έδωσε εντολή σ' αυτούς που είχαν φτάσει με το πλοίο να μην κάνουν λόγο για την ήττα και να διαδώσουν αντίθετα στους στρατιώτες ότι ο Αγαθοκλής είχε χάσει εντελώς τόσο τα πλοία του όσο και όλο του τον στρατό. Ο ίδιος, στέλνοντας μερικούς από αυτούς που είχαν φτάσει από την Καρχηδόνα ως πρεσβευτές στις Συρακούσες και στέλνοντας επίσης μαζί τους και τα χάλκινα έμβολα, απαιτούσε να του παραδώσουν την πόλη· διότι, είπε, ο στρατός των Συρακουσίων είχε κατακρεουργηθεί από τους Καρχηδόνιους και τα πλοία τους είχαν πυρποληθεί, και σε όσους δεν το πίστευαν παρείχε ως απόδειξη τη μεταφορά των εμβόλων. Όταν οι κάτοικοι της πόλης πληροφορήθηκαν τη συμφορά του Αγαθοκλή που είχε αναγγελθεί, ο απλός λαός την πίστεψε· οι διοικούντες όμως, όντας διστακτικοί, πρόσεχαν να μην προκληθεί ταραχή, αλλά έδιωξαν αμέσως τους απεσταλμένους. Έδιωξαν επίσης από την πόλη τους συγγενείς και χίλιους των εξόριστων καθώς και όσους δυσανασχετούσαν με τις πράξεις τους, συνολικά όχι λιγότερους από οκτώ χιλιάδες. Τότε, μιας και ένα τόσο μεγάλο πλήθος είχε υποχρεωθεί ξαφνικά να αφήσει την πατρίδα του, η πόλη γέμισε με τρεχαλητά πέρα δώθε και σύγχυση και γυναικεία κλάματα· διότι δεν υπήρχε κανένα σπιτικό εκείνη την εποχή που να μην έχει μερτικό στο πένθος. Εκείνοι που υποστήριζαν την τυραννία οδύρονταν για τη συμφορά του Αγαθοκλή και των γιων του, και από τους πολίτες άλλοι έκλαιγαν γι' αυτούς που νόμιζαν πως είχαν χαθεί στη Λιβύη κι άλλοι για εκείνους που διώχνονταν από την εστία τους και τους προγονικούς τους θεούς, που δεν μπορούσαν ούτε να μείνουν ούτε να προχωρήσουν έξω από τα τείχη, αφού οι βάρβαροι πολιορκούσαν την πόλη, και που, εκτός από τα τόσο μεγάλα δεινά που προαναφέραμε, ήταν αναγκασμένοι να σέρνουν μαζί τους κατά τη φυγή μωρά παιδιά και γυναίκες. Όταν όμως οι εξόριστοι κατέφυγαν στον Αμίλκα, εκείνος τους πρόσφερε ασφάλεια και, αφού ετοίμασε τον στρατό του, τον οδήγησε εναντίον των Συρακουσών, προσδοκώντας να καταλάβει την πόλη τόσο επειδή είχε μείνει άδεια από υπερασπιστές όσο και λόγω της συμφοράς που είχε αναγγελθεί σ' εκείνους που είχαν απομείνει εκεί.








16. Όταν ο Αμίλκας είχε στείλει ήδη πρεσβεία και είχε προσφέρει ασφάλεια στον Άντανδρο και σ' αυτούς που ήταν μαζί του, αν παρέδιδαν την πόλη, οι αρχηγοί που έχαιραν της μεγαλύτερης εκτίμησης συνεδρίασαν. Έγιναν λοιπόν πολλές συζητήσεις, και ο Άντανδρος θεώρησε ότι έπρεπε να παραδώσει την πόλη, αφού ήταν άνανδρος από τη φύση του και είχε ιδιοσυγκρασία εντελώς αντίθετη από την τόλμη και την ενεργητικότητα του αδελφού του. Όμως ο Ερύμνων ο Αιτωλός, που είχε τοποθετηθεί από τον Αγαθοκλή ως συγκυβερνήτης με τον αδελφό του, εξέφρασε την αντίθετη γνώμη και τους έπεισε όλους να κάνουν υπομονή μέχρι να μάθουν την αλήθεια. Όταν ο Αμίλκας έμαθε τις αποφάσεις αυτών που βρίσκονταν στην πόλη, άρχισε να κατασκευάζει κάθε είδους μηχανές, έχοντας πάρει την απόφαση να επιτεθεί. Ο Αγαθοκλής όμως, που είχε ναυπηγήσει δυο τριαντάκωπα πλοία μετά τη μάχη, έστειλε το ένα στις Συρακούσες, επιβιβάζοντας τους πιο δυνατούς κωπηλάτες και τον πιο έμπιστο από τους φίλους του, κάποιον Νέαρχο, για να αναγγείλει στους δικούς του τη νίκη. Μετά από ένα καλό ταξίδι, πλησίασαν τις Συρακούσες τη νύχτα της πέμπτης ημέρας, και, μόλις ξημέρωσε, έφτασαν στην πόλη στεφανωμένοι και παιανίζοντας καθώς έπλεαν. Τα πλοία-φρουροί όμως των Καρχηδόνιων τους αντιλήφθηκαν και τους καταδίωξαν με ζήλο, και μιας και οι καταδιωκόμενοι δεν προηγούνταν κατά πολύ, έγινε αγώνας κωπηλασίας. Ενώ αυτοί ανταγωνίζονταν, οι κάτοικοι της πόλης και οι πολιορκητές, βλέποντας τι συνέβαινε, έτρεξαν στο λιμάνι αγωνιώντας ο καθένας για τους δικούς του και ενθαρρύνοντάς τους με φωνές. Όταν το τριαντάκωπο πλοίο κόντευε ήδη να καταληφθεί, οι βάρβαροι αλάλαξαν, ενώ οι κάτοικοι της πόλης, μη μπορώντας να βοηθήσουν, προσεύχονταν στους θεούς για τη σωτηρία αυτών του είχαν έρθει με το πλοίο. Ενώ η πλώρη του καταδιωκτικού πλοίου κατευθυνόταν ήδη προς το άλλο για να το εμβολίσει, όχι μακριά από την ξηρά, το καταδιωκόμενο πρόφτασε να μπει σε απόσταση βολής και, καθώς οι Συρακούσιοι έσπευσαν σε βοήθεια, διέφυγε τον κίνδυνο. Ο Αμίλκας όμως, βλέποντας τους κατοίκους της πόλης να έχουν τρέξει όλοι μαζί στο λιμάνι λόγω της αγωνίας τους και του παράδοξου της αγγελίας που προσδοκούσαν, συμπεραίνοντας ότι κάποιο μέρος του τείχους θα ήταν αφύλακτο, έστειλε τους καλύτερους στρατιώτες του με σκάλες. Αυτοί, βρίσκοντας εγκαταλειμμένες τις φρουρές, ανέβηκαν χωρίς να γίνουν αντιληπτοί· ενώ όμως είχαν σχεδόν καταλάβει το τείχος μεταξύ δύο πύργων, η φρουρά, κάνοντας τη συνηθισμένη της περιπολία, τους ανακάλυψε. Στη μάχη του ακολούθησε, οι άντρες της πόλης έτρεξαν όλοι μαζί και πρόλαβαν εκείνους που έρχονταν για να βοηθήσουν αυτούς που είχαν ανέβει στα τείχη, και άλλους τους σκότωσαν κι άλλους τους γκρέμισαν από τις επάλξεις. Ο Αμίλκας, περίλυπος γι’ αυτά που συνέβησαν, απέσυρε τον στρατό του από την πόλη και έστειλε βοήθεια σ' αυτούς που βρίσκονταν στην Καρχηδόνα με πέντε χιλιάδες στρατιώτες.




17. Ενώ συνέβαιναν αυτά, ο Αγαθοκλής, που είχε τον έλεγχο της υπαίθρου, καταλάμβανε τα φρούρια γύρω από την Καρχηδόνα κατά κράτος, και από τις πόλεις, άλλες λόγω φόβου κι άλλες λόγω μίσους για τους Καρχηδόνιους, τις έπαιρνε με το μέρος του. Αφού οχύρωσε ένα στρατόπεδο κοντά στον Τύνητα και άφησε επαρκή φρουρά, προχώρησε εναντίον των παραθαλάσσιων πόλεων. Καταλαμβάνοντας την πρώτη, τη Νέα Πόλη, κατά κράτος, φέρθηκε με ανθρωπιά στους κατακτημένους· έπειτα, βάδισε εναντίον του Αδρύμητα και άρχισε να πολιορκεί την πόλη, δεχόμενος ως σύμμαχο τον βασιλιά της Λιβύης Αιλύμα. Όταν τα πληροφορήθηκαν αυτά οι Καρχηδόνιοι οδήγησαν ολόκληρη τη δύναμή τους εναντίον του Τύνητα, κατέλαβαν το στρατόπεδο του Αγαθοκλή και, αφού έφεραν μηχανές στην πόλη, έκαναν συνεχείς επιθέσεις. Ο Αγαθοκλής όμως, όταν κάποιοι του ανήγγειλαν τις απώλειες που είχαν οι δικοί του, άφησε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του στην πολιορκία και, παίρνοντας μαζί του την ακολουθία του και λίγους στρατιώτες, πήγε κρυφά σε ένα ορεινό σημείο από όπου μπορούσε να είναι ορατός τόσο από τους Αδρυμητινούς όσο και από τους Καρχηδόνιους που πολιορκούσαν τον Τύνητα. Δίνοντας οδηγίες στους στρατιώτες του να ανάψουν φωτιές σε μια μεγάλη περιοχή, δημιούργησε την εντύπωση στους μεν Καρχηδόνιους ότι προχωρούσε εναντίον τους με μεγάλο στρατό, στους δε πολιορκούμενους ότι είχε έρθει μια άλλη ισχυρή δύναμη συμμαχική των εχθρών. Τόσο οι μεν όσο και οι δε, παραπλανημένοι από το απατηλό στρατήγημα, υπέστησαν αναπάντεχη ήττα· εκείνοι που πολιορκούσαν τον Τύνητα έφυγαν για την Καρχηδόνα εγκαταλείποντας πίσω τους τις μηχανές, ενώ οι Αδρυμητινοί παρέδωσαν την πατρίδα τους από τον φόβο τους. Αφού την παρέλαβε ο Αγαθοκλής με όρους παράδοσης, κατέλαβε διά της βίας την πόλη Θάψο και από τις υπόλοιπες πόλεις της περιοχής άλλες κατέλαβε μετά από πολιορκία και άλλες προσεταιρίστηκε. Όταν είχε πάρει στα χέρια του όλες τις πόλεις, που ήταν πάνω από διακόσιες, είχε κατά νου να εκστρατεύσει στους άνω τόπους της Λιβύης.








18. Αφού λοιπόν ξεκίνησε και είχε βαδίσει για αρκετές μέρες, οι Καρχηδόνιοι, οδηγώντας τη δύναμη που είχαν φέρει από τη Σικελία καθώς και την άλλη τους στρατιά, επιχείρησαν πάλι να πολιορκήσουν τον Τύνητα και ανέκτησαν πολλά από τα οχυρά που ήταν στα χέρια των εχθρών. Ο Αγαθοκλής όμως, αφού είχαν έρθει αγγελιαφόροι από τον Τύνητα και του φανέρωσαν όσα είχαν κάνει οι Φοίνικες, έκανε αμέσως μεταβολή. Όταν βρισκόταν σε απόσταση διακοσίων σταδίων από τους εχθρούς, στρατοπέδευσε και απαγόρευσε στους στρατιώτες ν' ανάψουν φωτιές. Έπειτα, βαδίζοντας νύχτα, έπεσε με το ξημέρωμα πάνω σ' αυτούς που λεηλατούσαν την περιοχή και σ' εκείνους που τριγυρνούσαν άτακτα έξω από το στρατόπεδο, σκότωσε πάνω από δυο χιλιάδες και συνέλαβε πολλούς ζωντανούς, αποκτώντας ισχυρό πλεονέκτημα για το μέλλον. Διότι οι Καρχηδόνιοι, τώρα που είχαν φτάσει οι ενισχύσεις από τη Σικελία και οι Λίβυοι σύμμαχοί τους αγωνίζονταν μαζί τους, έδειχναν να υπερέχουν του Αγαθοκλή· όταν όμως σημείωσε αυτή την επιτυχία, το ηθικό των βαρβάρων μειώθηκε πάλι. Ο Αγαθοκλής νίκησε επίσης και τον Αιλύμα, τον βασιλιά των Λίβυων, που τον είχε εγκαταλείψει, και σκότωσε πολλούς από τους βαρβάρους. Έτσι λοιπόν είχαν τα πράγματα στη Σικελία και στη Λιβύη.






Η σύλληψη του στρατηγού των Καρχηδόνιων Αμίλκα από τους Συρακουσίους.






29. […] Την ίδια περίπου εποχή ο Αμίλκας, ο στρατηγός των δυνάμεων της Σικελίας, αφού υπέταξε τα υπόλοιπα οχυρά, προχώρησε με τον στρατό του προς τις Συρακούσες με σκοπό να τις καταλάβει κι αυτές κατά κράτος. Εμπόδιζε λοιπόν τη μεταφορά σιταριού, αφού είχε τον έλεγχο της θάλασσας για πολύ καιρό, και αφού κατέστρεψε τις σοδειές της χώρας, σχεδίαζε να καταλάβει τους τόπους γύρω από το Ολύμπιο, που κείνται μπροστά από την πόλη. Αποφάσισε να κάνει αμέσως έφοδο στα τείχη, επειδή ο μάντης του είχε πει, όταν εξέτασε τα ιερά σφάγια, ότι την επόμενη μέρα θα δειπνούσε οπωσδήποτε στις Συρακούσες. Οι κάτοικοι της πόλης, αντιλαμβανόμενοι την πρόθεση των εχθρών, έστειλαν τη νύχτα περίπου τρεις χιλιάδες πεζούς στρατιώτες και γύρω στους τετρακόσιους ιππείς και τους διέταξαν να καταλάβουν τον Ευρύηλο. Αυτοί εκτέλεσαν αμέσως τη διαταγή, αλλά οι Καρχηδόνιοι προχώρησαν τη νύχτα, πιστεύοντας ότι θα περνούσαν απαρατήρητοι από τους εχθρούς. Ο Αμίλκας λοιπόν βρισκόταν επικεφαλής όλων, έχοντας μαζί του εκείνους που ήταν πάντα σε διάταξη γύρω του, και ακολουθούσε ο Δεινοκράτης που είχε λάβει την αρχηγία των ιππέων. Το πεζικό ήταν χωρισμένο σε δυο φάλαγγες, των βαρβάρων και των Ελλήνων συμμάχων. Έξω από τις τάξεις του στρατού ακολουθούσε και ένας όχλος κάθε λογής ανθρώπων με σκοπό το πλιάτσικο, ένα πλήθος που δεν προσφέρει καμιά στρατιωτική χρησιμότητα, ενώ αντίθετα γίνεται αίτιο σύγχυσης και παράλογης αναταραχής από την οποία προκύπτουν πολλές φορές πολύ μεγάλοι κίνδυνοι. Σ' εκείνη την περίπτωση επίσης, καθώς και οι δρόμοι ήταν στενοί και τραχιοί, αυτοί που μετέφεραν τις αποσκευές και μερικοί από αυτούς που ακολουθούσαν άτακτα τον στρατό, βάδιζαν ανταγωνιζόμενοι οι μεν τους δε στο πέρασμα του δρόμου· και επειδή το πλήθος ήταν στριμωγμένο σε στενό χώρο και γι' αυτό τον λόγο μερικοί μπλέκονταν σε καβγάδες και πολλοί άλλοι προσπαθούσαν να βοηθήσουν την κάθε πλευρά, φωνές και φασαρία επικρατούσαν στον στρατό. Την ίδια στιγμή, οι Συρακούσιοι που είχαν καταλάβει τον Ευρύηλο, αντιλαμβανόμενοι ότι οι εχθροί πλησίαζαν μέσα σε σύγχυση και, καθώς και οι ίδιοι κατείχαν υψηλότερες θέσεις, όρμησαν εναντίον των εχθρών. Μερικοί από αυτούς στέκονταν στα υψώματα και έβαλλαν εναντίον αυτών που πλησίαζαν, μερικοί άλλοι, καταλαμβάνοντας πλεονεκτικά σημεία, απέκλειαν τους βαρβάρους από τον δρόμο, κι άλλοι πάλι ανάγκαζαν εκείνους που τρέπονταν σε φυγή να ρίχνονται από τους γκρεμούς· διότι εξαιτίας του σκοταδιού και της έλλειψης πληροφοριών υπέθεταν ότι οι Συρακούσιοι είχαν φτάσει με μεγάλο στρατό για να επιτεθούν. Οι Καρχηδόνιοι, που μειονεκτούσαν εν μέρει λόγω της αναταραχής που επικρατούσε ανάμεσά τους και εν μέρει λόγω της εμφάνισης των εχθρών, κυρίως όμως επειδή είχαν βρεθεί σε δύσκολη θέση λόγω της απειρίας τους σε σχέση με την περιοχή και της στενότητας του χώρου, τράπηκαν σε φυγή. Αλλά επειδή η περιοχή δεν είχε ευρύχωρη διέξοδο, άλλοι τσαλαπατιούνταν από τους ίδιους τους τους ιππείς, που ήταν πολλοί, κι άλλοι πάλι μάχονταν μεταξύ τους σαν να ήταν εχθροί, αφού επικρατούσε άγνοια λόγω της νύκτας. Ο Αμίλκας αντιστάθηκε στην αρχή ρωμαλέα στους εχθρούς και ζητούσε από αυτούς που ήταν συνταγμένοι γύρω του να αντιμετωπίσουν μαζί του τους κινδύνους της μάχης· αργότερα όμως, όταν οι στρατιώτες άρχισαν να τον εγκαταλείπουν εξαιτίας της ταραχής και του φόβου, έμεινε μόνος, και οι Συρακούσιοι τον άρπαξαν.






30. Δικαιολογημένα θα μπορούσε κανείς να επισημάνει το άστατο της τύχης και τον αλλόκοτο τρόπο με τον οποίο συντελούνται τα ανθρώπινα, πέρα από κάθε προσδοκία. Διότι ο Αγαθοκλής, που διακρινόταν για την ανδρεία του και είχε μεγάλο στρατό μαχόμενο στο πλευρό του, όχι μόνο ηττήθηκε στον ποταμό Ιμέρα κατά κράτος από τους βαρβάρους, αλλά έχασε και το ισχυρότερο και μεγαλύτερο μέρος της στρατιάς του. Αντίθετα, εκείνοι που είχαν μείνει μέσα από τα τείχη στις Συρακούσες, με μικρό μέρος εκείνων που είχαν ηττηθεί προηγουμένως, όχι μόνο κατέβαλαν τον στρατό των Καρχηδόνιων που τους είχε πολιορκήσει, αλλά συνέλαβαν αιχμάλωτο και τον στρατηγό Αμίλκα, τον πιο επιφανή απ' όλους τους πολίτες. Και το ακόμα πιο εκπληκτικό είναι ότι εκατόν είκοσι χιλιάδες πεζοί και πέντε χιλιάδες ιππείς νικήθηκαν κατά κράτος από ολιγάριθμους εχθρούς που χρησιμοποίησαν την απάτη και το πλεονέκτημα των τόπων, ώστε αποδεικνύεται αληθινό το λεγόμενο ότι τα απρόοπτα του πολέμου είναι πολλά. Μετά τη φυγή τους οι Καρχηδόνιοι, σκορπισμένοι από δω κι από κει, κατάφεραν με δυσκολία να συγκεντρωθούν την επομένη, ενώ οι Συρακούσιοι, αφού ξαναγύρισαν στην πόλη με πολλά λάφυρα, παρέδωσαν τον Αμίλκα σ' αυτούς που ήθελαν να πάρουν εκδίκηση. Θυμούνταν επίσης και τη φράση του μάντη που είπε ότι την επόμενη μέρα θα δειπνούσε στις Συρακούσες, και που η θεία δύναμη την είχε επαληθεύσει. Οι συγγενείς των νεκρών λοιπόν οδήγησαν τον Αμίλκα δεμένο μέσα από την πόλη και αφού τον υπέβαλαν σε τρομερά βασανιστήρια, τον θανάτωσαν με τον πιο ατιμωτικό τρόπο. Έπειτα, οι άρχοντες της πόλης του έκοψαν το κεφάλι και έστειλαν άντρες να το μεταφέρουν στον Αγαθοκλή στη Λιβύη και να του αναγγείλουν την ευτυχή κατάληξη των γεγονότων.






Πώς οι Ακραγαντίνοι επιχείρησαν να ελευθερώσουν τους Σικελούς.






31. Η στρατιά των Καρχηδόνιων, όταν μετά τη συμφορά έμαθε την αιτία των ατυχιών της, με δυσκολία κατάφερε να απαλλαγεί από τους φόβους της. Αρχηγός δεν υπήρχε, κι έτσι οι βάρβαροι χωρίστηκαν από τους Έλληνες. Οι εξόριστοι λοιπόν μαζί με τους άλλους Έλληνες εξέλεξαν στρατηγό τον Δεινοκράτη, ενώ οι Καρχηδόνιοι παρέδωσαν την αρχηγία σ' εκείνους που έπονταν, ως προς τον βαθμό, του Αμίλκα.


Την ίδια εποχή οι Ακραγαντίνοι, βλέποντας πως η κατάσταση στη Σικελία ήταν εξαιρετικά ευνοϊκή για επίθεση, διεκδίκησαν την αρχηγία του νησιού· διότι υπέθεταν ότι οι Καρχηδόνιοι με δυσκολία θα μπορούσαν να αντέξουν τον πόλεμο προς τον Αγαθοκλή, ότι ο Δεινοκράτης θα μπορούσε να ηττηθεί εύκολα αφού είχε συγκεντρώσει ένα στρατό εξόριστων, ότι οι Συρακούσιοι που πιέζονταν από έλλειψη τροφίμων δε θα επιχειρούσαν καν να διεκδικήσουν τα πρωτεία· και, το πιο σημαντικό, ότι αν εκστράτευαν για να ελευθερώσουν τις πόλεις, όλοι θα συμφωνούσαν με χαρά, τόσο εξαιτίας του μίσους προς τους βαρβάρους, όσο και λόγω της έμφυτης σε όλους επιθυμίας για αυτονομία. Εξέλεξαν λοιπόν στρατηγό τον Ξενόδικο και, δίνοντάς του τον κατάλληλο στρατό, τον έστειλαν στον πόλεμο. Εκείνος βάδισε αμέσως εναντίον της Γέλας και αφού κάποιοι προσωπικοί του φίλοι τον έβαλαν μέσα τη νύχτα, έγινε κύριος της πόλης και ταυτόχρονα ενός ισχυρού στρατού και με γάλου πλούτου. Όταν λοιπόν οι Γελώοι ελευθερώθηκαν, συστρατεύτηκαν όλοι προθυμότατα, και ελευθέρωναν τις πόλεις. Όταν το σχέδιο των Ακραγαντίνων έγινε γνωστό παντού, σε όλο το νησί έπεσε μια έντονη επιθυμία στις πόλεις για ελευθερία. Πρώτοι οι Ενναίοι έστειλαν μήνυμα στους Ακραγαντίνους και τους παρέδωσαν την πόλη τους· εκείνοι την ελευθέρωσαν και προχώρησαν στον Ερβησσό, όπου υπήρχε φρουρά που φύλαγε την πόλη. Ακολούθησε ισχυρή μάχη και, με τη συνεργασία των πολιτών, η φρουρά συνελήφθη και έπεσαν πολλοί βάρβαροι, και περίπου πεντακόσιοι κατέθεσαν τα όπλα τους και παραδόθηκαν.




Πώς αιχμαλώτισαν είκοσι πλοία των Συρακουσίων.




32. Ενώ οι Ακραγαντίνοι καταγίνονταν με αυτά, μερικοί από τους στρατιώτες που είχαν αφεθεί στις Συρακούσες από τον Αγαθοκλή, κατέλαβαν την Εχέτλα και λεηλατούσαν τη Λεοντίνη και την Καμαριναία. Επειδή οι πόλεις υπέφεραν άσχημα εξαιτίας της λεηλασίας των εξοχών τους και της καταστροφής όλων τους των καρπών, ο Ξενόδικος εισέβαλε στην περιοχή και απάλλαξε τους Λεοντίνους και τους Καμαριναίους από τον πόλεμο· και αφού κατέλαβε μετά από πολιορκία την Εχέτλα, ένα οχυρωμένο χωριό, αποκατέστησε τη δημοκρατία για τους πολίτες της και έσπειρε τον φόβο στους Συρακούσιους. Γενικά, καθώς προχωρούσε, ελευθέρωνε τα φρούρια και τις πόλεις από τη διοίκηση των Καρχηδόνιων. Ενώ συνέβαιναν αυτά, οι Συρακούσιοι, πιεζόμενοι από την έλλειψη τροφίμων και μαθαίνοντας ότι πλοία που μετέφεραν σιτάρι επρόκειτο να πλεύσουν στις Συρακούσες, επάνδρωσαν είκοσι τριήρεις και αφού παρακολούθησαν τους βαρβάρους, που συνήθιζαν να μένουν αγκυροβολημένοι, για να βρουν κάποια στιγμή που θα ήταν απρόσεκτοι, βγήκαν από το λιμάνι απαρατήρητοι και πλησιάζοντας στα Μέγαρα παραμόνευαν τον κατάπλου τον εμπόρων. Αργότερα όμως, όταν οι Καρχηδόνιοι βγήκαν εναντίον τους με τριάντα πλοία, στην αρχή επιχείρησαν να ναυμαχήσουν αλλά, όταν εκδιώχθηκαν γρήγορα προς την ξηρά, πήδηξαν από τα πλοία και κολύμπησαν προς κάποιο ναό της Ήρας. Στη μάχη που ακολούθησε για τα πλοία, οι Καρχηδόνιοι χρησιμοποίησαν σιδερένιους γάντζους και με μεγάλη δύναμη απέσπασαν από την ξηρά και αιχμαλώτισαν δέκα τριήρεις, αλλά οι άλλες σώθηκαν από κάποιους που ήρθαν με βοήθεια από την πόλη. Έτσι είχαν τα πράγματα στη Σικελία.




Για την εξέγερση που έγινε στη Λιβύη και του κινδύνου σχετικά με τον Αγαθοκλή.




33. Στη Λιβύη, όταν έφτασαν αυτοί που μετέφεραν το κεφάλι του Αμίλκα, ο Αγαθοκλής το παρέλαβε και φτάνοντας έφιππος κοντά στο στρατόπεδο των εχθρών σε απόσταση τέτοια που μπορούσε να ακουστεί, το έδειξε στους εχθρούς και τους αποκάλυψε την ήττα των στρατευμάτων τους. Οι Καρχηδόνιοι καταλυπημένοι και πέφτοντας κατά γης όπως κάνουν οι βάρβαροι, θεωρούσαν τον θάνατο του βασιλιά ως προσωπική τους συμφορά και έπεσαν σε απελπισία σχετικά με τον όλο πόλεμο. Ο Αγαθοκλής και οι δικοί του όμως, που περηφανεύονταν ήδη για τις επιτυχίες τους στη Λιβύη, τώρα που είχαν προστεθεί και τόσο μεγάλες εύνοιες της τύχης, ένιωθαν τις ελπίδες τους να αναπτερώνονται πιστεύοντας ότι είχαν απαλλαγεί από τα δεινά τους. Παρόλ' αυτά, η τύχη δεν επέτρεψε στην εύνοια της να παραμείνει για πολύ με την ίδια πλευρά και έφερε τους μεγαλύτερους κινδύνους στον ηγεμόνα από τους ίδιους του τους στρατιώτες. Διότι ο Λυκίσκος, ένας από αυτούς που είχαν τοποθετηθεί σε διοικητική θέση, όταν προσκλήθηκε σε δείπνο από τον Αγαθοκλή, μέθυσε και άρχισε να μιλάει προσβλητικά στον ηγεμόνα. Ο Αγαθοκλής, που εκτιμούσε αυτόν τον άντρα για τις υπηρεσίες του στον πόλεμο, γύρισε στο αστείο εκείνα που είχαν λεχθεί με μοχθηρία· όμως ο γιος του ο Αρχάγαθος που οργίστηκε, επέκρινε και απείλησε τον Λυκίσκο. Όταν το φαγοπότι διαλύθηκε και οι άντρες έφευγαν για τις σκηνές τους, ο Λυκίσκος άρχισε να κακολογεί τον Αρχάγαθο ότι διέπραττε μοιχεία με τη μητριά του· γιατί θεωρούνταν ότι είχε κρυφά από τον πατέρα του σχέσεις με την Αλκία — αυτό ήταν το όνομα της γυναίκας. Ο Αρχάγαθος, εξωθούμενος σε υπερβολική οργή, άρπαξε από κάποιον υπασπιστή μια λόγχη και τον διαπέρασε στα πλευρά. Ο Λυ κίσκος πέθανε επί τόπου και μεταφέρθηκε στη σκηνή του από εκείνους που φρόντιζαν γι’ αυτά· μόλις ξημέρωσε όμως, συγκεντρώθηκαν οι φίλοι του σκοτωμένου καθώς και πολλοί άλλοι στρατιώτες που έσπευσαν να ενωθούν μαζί τους, και αγανακτισμένοι γι' αυτά που είχαν γίνει πλημμύρισαν το στρατόπεδο με αναταραχή. Πολλοί επίσης και από αυτούς που είχαν τοποθετηθεί σε διοικητικές θέσεις, καθώς υπόκεινταν και οι ίδιοι σε κατηγορίες και φοβούνταν για τους εαυτούς τους, εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και πυροδότησαν μια όχι και μικρή στάση. Όταν όλο το στρατόπεδο είχε αγανακτήσει με το κακό που είχε γίνει, πήρε ο καθένας την πανοπλία του για να τιμωρήσουν τον φονιά. Τελικά το πλήθος έκρινε ότι έπρεπε να σκοτώσουν τον Αρχάγαθο, και ότι αν ο Αγαθοκλής δεν παρέδιδε τον γιο του, θα υφίστατο ο ίδιος την τιμωρία στη θέση του. Απαιτούσαν επίσης και τις οφειλόμενες αμοιβές τους και εξέλεξαν στρατηγούς για να ηγηθούν του στρατού· τελικά μερικοί από αυτούς κατέλαβαν τα τείχη του Τύνητα και περικύκλωσαν τους ηγεμόνες από κάθε πλευρά με φρουρές.






34. Οι Καρχηδόνιοι, μαθαίνοντας τη στάση μεταξύ των εχθρών, έστειλαν κάποιους που τους ζητούσαν να αλλάξουν παράταξη και υπόσχονταν να τους δώσουν μεγαλύτερους μισθούς και δώρα. Πολλοί λοιπόν από τους αρχηγούς υποσχέθηκαν να φέρουν τον στρατό με το μέρος τους. Ο Αγαθοκλής όμως, βλέποντας ότι διακυβευόταν η ασφάλεια του και φοβούμενος ότι, αν παραδινόταν στους εχθρούς, θα έχανε τη ζωή του με ατιμωτικό τρόπο, θεώρησε ότι ήταν καλύτερο, αν έπρεπε να υποστεί κάτι, να πεθάνει από τα χέρια των στρατιωτών του. Έτσι, βγάζοντας την πορφύρα και φορώντας το ταπεινό ένδυμα του ιδιώτη, προχώρησε στο μέσο του στρατοπέδου του. Έπεσε σιωπή λόγω του απροσδόκητου της πράξης του και όταν αυτοί που συγκεντρώθηκαν τρέχοντας έγιναν πολλοί, τους μίλησε όπως ταίριαζε στην περίσταση. Αφού τους θύμισε τα προηγούμενα κατορθώματά του, τους είπε ότι ήταν έτοιμος να πεθάνει, αν αυτό θα ήταν προς το συμφέρον των συναδέλφων του στρατιωτών· διότι ουδέποτε, εξαναγκασμένος από δειλία, δεν είχε συγκατατεθεί στο να υποστεί κάτι απεχθές μόνο και μόνο από αγάπη για τη ζωή του. Δηλώνοντας ότι εκείνοι ήταν μάρτυρες για τούτο, γύμνωσε το σπαθί του με πρόθεση να σφαχτεί. Ενώ ήταν έτοιμος να καταφέρει το χτύπημα, ο στρατός αναβόησε εμποδίζοντάς τον, και από παντού ακούγονταν φωνές απαλλάσσοντάς τον από τις κατηγορίες. Όταν το πλήθος του ζητούσε επίμονα να ξαναφορέσει τη βασιλική εσθήτα, εκείνος με δάκρυα και ευχαριστώντας τον λαό φόρεσε τα ενδύματα που άρμοζαν στο αξίωμά του, ενώ το πλήθος επιδοκίμαζε την αποκατάστασή του με χειροκροτήματα. Ενώ οι Καρχηδόνιοι περίμεναν ανυπόμονα να έρθουν πολύ σύντομα οι Έλληνες προς την πλευρά τους, ο Αγαθοκλής μη αφήνοντας την ευκαιρία να πάει χαμένη, οδήγησε τον στρατό του εναντίον τους. Οι βάρβαροι λοιπόν, νομίζοντας πως οι αντίπαλοί του έφευγαν για έρθουν προς αυτούς, δεν είχαν την παραμικρή ιδέα σχετικά με το τι είχε συμβεί στ' αλήθεια. Ο Αγαθοκλής, μόλις πλησίασε τους εχθρούς, πρόσταξε ξαφνικά να δοθεί το σύνθημα για τη μάχη και πέφτοντας πάνω τους προκάλεσε μεγάλο φονικό. Οι Καρχηδόνιοι, πέφτοντας σε αναπάντεχη συμφορά και χάνοντας πολλούς από τους στρατιώτες τους, κατέφυγαν στο στρατόπεδό τους. Ο Αγαθοκλής λοιπόν, που βρέθηκε σε έσχατο κίνδυνο εξαιτίας του γιου του, μέσω της δικής του αρετής όχι μόνο βρήκε λύση για τα δεινά του, αλλά νίκησε και τους εχθρούς. Εκείνοι όμως που ήταν οι κυρίως υπεύθυνοι για τη στάση καθώς και οι άλλοι που διέκεινταν εχθρικά προς τον ηγεμόνα, οι οποίοι ήταν πάνω από διακόσιοι, βρήκαν το θάρρος να αυτομολήσουν προς τους Καρχηδόνιους. Αφού ολοκληρώσαμε την περιγραφή αυτών που αφορούσαν στη Λιβύη και στη Σικελία, θα αναφερθούμε και σ' αυτά που συνέβη σαν στην Ιταλία.




Πώς νίκησε ο Αγαθοκλής τους Καρχηδόνιους στη μάχη, και πώς, αφού κάλεσε τον ηγεμόνα της Κυρήνης Οφέλλα δήθεν για σύμπραξη, τον έσφαξε και πήρε στα χέρια του τον στρατό που τον συνόδευε.






38. Στη Λιβύη, όταν οι Καρχηδόνιοι έστειλαν στρατό για να φέρει με το μέρος τους τους Νομάδες που είχαν αποστατήσει, ο Αγαθοκλής άφησε στον Τύνητα μαζί με μέρος της στρατιάς τον γιο του Αρχάγαθο, και ο ίδιος, παίρνοντας μαζί του τους καλύτερους στρατιώτες —οκτώ χιλιάδες πεζούς, οκτακόσιους ιππείς και πενήντα λιβυκά άρματα— ακολουθούσε τους εχθρούς με ταχύτητα. Όταν οι Καρχηδόνιοι έφτασαν στους Νομάδες που ονομάζονταν Ζούφωνες, πήραν με το μέρος τους πολλούς από τους ντόπιους και αποκατέστησαν την προϋπάρχουσα συμμαχία με μερικούς από τους αποστάτες. Όταν όμως άκουσαν πως οι εχθροί ήταν κοντά, στρατοπέδευσαν σε κάποιο ύψωμα που περιβαλλόταν από βαθιά και δυσκολοδιάβατα ποτάμια. Αυτά τα ποτάμια τα χρησιμοποιούσαν ως προστασία απέναντι στις απροσδόκητες επιθέσεις των εχθρών, αλλά ταυτόχρονα πρόσταξαν και τους πιο ικανούς Νομάδες να ακολουθούν από κοντά τους Έλληνες και, παρενοχλώντας τους, να εμποδίζουν την προέλασή τους. Όταν αυτοί εκτέλεσαν την προσταγή, ο Αγαθοκλής έστειλε εναντίον τους τόσο τους σφενδονιστές όσο και τους τοξότες, ενώ ο ίδιος με τον υπόλοιπο στρατό όρμησε εναντίον του [άλλου] στρατοπέδου των εχθρών. Οι Καρχηδόνιοι, ανακαλύπτοντας το τέχνασμά του, έβγαλαν τον στρατό από το στρατόπεδο, τον παρέταξαν και ήταν έτοιμοι για μάχη. Όταν όμως είδαν τους άντρες του Αγαθοκλή να περνούν ήδη το ποτάμι, επιτέθηκαν συντεταγμένοι και γύρω από το ρεύμα, που ήταν δύσκολο να περαστεί, σκότωναν πολλούς από τους εχθρούς. Ωστόσο, καθώς οι άντρες του Αγαθοκλή πίεζαν ισχυρά, οι μεν Έλληνες υπερείχαν σε πολεμική αρετή, οι δε βάρβαροι είχαν το πλεονέκτημα του μεγάλου αριθμού. Τότε, ενώ οι δυο στρατοί αγωνίζονταν γενναία για πολύ χρόνο, οι Νομάδες και των δύο πλευρών αποσύρθηκαν και περίμεναν να τελειώσει η μάχη, με πρόθεση να λεηλατήσουν τις αποσκευές των ηττημένων. Ο Αγαθοκλής όμως, έχοντας γύρω του τους άριστους των αντρών, ανάγκασε πρώτος να κάνουν πίσω οι αντίπαλοί του και, τρέμοντας αυτούς σε φυγή, έκανε και τους υπόλοιπους βαρβάρους να το βάλουν στα πόδια. Από τους ιππείς, μόνο οι Έλληνες που μάχονταν στο πλευρό των Καρχηδόνιων, των οποίων ηγούνταν ο Κλίνων, άντεξαν την πίεση των βαριά οπλισμένων αντρών του Αγαθοκλή. Παρόλο που αγωνίστηκαν λαμπρά, οι περισσότεροι σκοτώθηκαν μαχόμενοι γενναία και αυτοί που απόμειναν σώθηκαν από τύχη.




39. Ο Αγαθοκλής, αφήνοντας την καταδίωξη των ιππέων, όρμησε εναντίον των βαρβάρων που είχαν καταφύγει στο στρατόπεδό τους και πασχίζοντας να περάσει μέσα από τόπους απόκρημνους και δυσπρόσιτους, δεν υπέστη λιγότερες απώλειες από εκείνες που προξένησε στους Καρχηδόνιους. Παρά ταύτα, δε σταμάτησε την παράτολμη πράξη του αλλά με αναπτερωμένες τις ελπίδες χάρη στη νίκη του, συνέχιζε την πίεσή του, αποφασισμένος να καταλάβει κατά κράτος το στρατόπεδο. Στο μεταξύ οι Νομάδες, που περίμεναν ανυπόμονα το τέλος της μάχης, μη μπορώντας να επιτεθούν στις αποσκευές των Καρχηδόνιων, αφού και οι δυο δυνάμεις μάχονταν κοντά στο στρατόπεδο, όρμησαν εναντίον του στρατοπέδου των Ελλήνων, γνωρίζοντας ότι ο Αγαθοκλής είχε αποσπαστεί και βρισκόταν μακριά. Το στρατόπεδο ήταν άδειο από αυτούς που μπορούσαν να το υπερασπιστούν, κι έτσι επιτέθηκαν με ευκολία και σκότωσαν αυτούς που αντιστάθηκαν, αφού ήταν λίγοι, και πήραν στα χέρια τους πολλούς αιχμαλώτους και άλλα λάφυρα. Μόλις το πληροφορήθηκε ο Αγαθοκλής, οδήγησε με ταχύτητα τη δύναμή του και πήρε πίσω μέρος των λαφύρων, αλλά τα περισσότερα εξακολουθούσαν οι Νομάδες να τα έχουν στην κατοχή τους και, όταν έπεσε η νύχτα, αποσύρθηκαν μακριά. Ο ηγεμόνας, αφού έστησε τρόπαιο, μοίρασε τα λάφυρα στους στρατιώτες, έτσι ώστε να μην αγανακτήσει κανείς για τα χαμένα, και έβαλε τους αιχμάλωτους Έλληνες που είχαν πολεμήσει στο πλευρό των Καρχηδόνιων σε κάποιο φρούριο. Αυτοί λοιπόν οι άντρες, φοβούμενοι την τιμωρία του ηγεμόνα, επιτέθηκαν τη νύχτα στους άντρες του φρουρίου και, μολονότι ηττήθηκαν στη μάχη, κατέλαβαν κάποιο οχυρωμένο τόπο, όντας όχι λιγότεροι από χίλιοι, από τους οποίους οι πεντακόσιοι ήταν Συρακούσιοι. Ο Αγαθοκλής, μαθαίνοντας αυτό που είχε γίνει, έφτασε με τον στρατό του και, αφού τους έκανε να κατέβουν μετά από συμφωνία, έσφαξε όλους όσοι είχαν επιτεθεί.






40. Αφού τελείωσε αυτή τη μάχη και εξετάζοντας με τον νου του κάθε σχέδιο για να υποτάξει τους Καρχηδόνιους, έστειλε πρεσβευτή τον Όρθωνα τον Συρακούσιο προς τον Οφέλλα στην Κυρήνη. Ο Οφέλλας ήταν ένας από τους φίλους του Αλέξανδρου που είχε εκστρατεύσει μαζί του, και όντας κύριος των πόλεων γύρω από την Κυρήνη και ισχυρού στρατού, έτρεφε ελπίδες για μεγαλύτερη ηγεμονία. Ενώ λοιπόν είχε τέτοιου είδους σχέδια κατά νου, έφτασε ο πρεσβευτής του Αγαθοκλή, ζητώντας του να πολεμήσει μαζί του για την υποταγή των Καρχηδόνιων· ως αντάλλαγμα για αυτή του την υπηρεσία, ο Αγαθοκλής του υποσχόταν να του επιτρέψει να ασκήσει κυριαρχία στις υποθέσεις της Λιβύης· διότι στον Αγαθοκλή θα ήταν αρκετή η Σικελία, αν μπορούσε, απαλλασσόμενος από τον κίνδυνο των Καρχηδόνιων, να διοικεί άφοβα όλο το νησί. Επιπλέον, εκεί δίπλα βρισκόταν και η Ιταλία για να μεγαλώσει την εξουσία του, αν αποφάσιζε να επιθυμήσει μεγαλύτερα πράγματα. Διότι η Λιβύη, έτσι όπως τη χωρίζει ένα μεγάλο και επικίνδυνο πέλαγος, δεν του ταίριαζε καθόλου, και τώρα είχε φτάσει σ' αυτή όχι από επιθυμία αλλά από ανάγκη. Ο Οφέλλας, που στην παλαιά σκέψη του ήρθε να προστεθεί και η πραγματική ελπίδα, συμφώνησε με χαρά και έστειλε πρεσβεία στην Αθήνα να συζητήσει περί συμμαχίας, γιατί είχε παντρευτεί την Ευθυδίκη, την κόρη του Μιλτιάδη, ο οποίος έφερε το όνομα εκείνου που υπήρξε στρατηγός των νικητών στον Μαραθώνα. Λόγω αυτού του γάμου και της γενικής προθυμίας που επιδείκνυε συνήθως σε σχέση με την πόλη τους, πολλοί Αθηναίοι συμφώνησαν πρόθυμα για την εκστρατεία. Πολλοί επίσης και από τους υπόλοιπους Έλληνες έσπευσαν να λάβουν μέρος στο εγχείρημα, ελπίζοντας να μοιράσουν σε κλήρους το καλύτερο μέρος της Λιβύης και να λεηλατήσουν τα πλούτη που υπήρχαν στην Καρχηδόνα. Διότι τα πράγματα στην Ελλάδα, εξαιτίας των συνεχών πολέμων και των ανταγωνισμών των ηγεμόνων μεταξύ τους, είχαν φτάσει σε σημείο εξασθένησης και ταπείνωσης· έτσι, υπέθεταν ότι όχι μόνο θα κατακτούσαν πολλά αγαθά, αλλά ότι θ' απαλλάσσονταν και από τα παρόντα δεινά




41. Ο Οφέλλας λοιπόν, όταν όλα τα σχετικά με την εκστρατεία του είχαν προετοιμαστεί κατά τον καλύτερο τρόπο, ξεκίνησε με τον στρατό του, έχοντας περισσότερους από δέκα χιλιάδες πεζούς, εξακόσιους ιππείς, εκατό άρματα, και περισσότερους από τριακόσιους ηνίοχους και παραβάτες. Ακολουθούσαν και οι λεγόμενοι εκτός παρατάξεως, που δεν ήταν λιγότεροι από δέκα χιλιάδες. Πολλοί από αυτούς είχαν μαζί τους και τα παιδιά και τις γυναίκες τους, ώστε η στρατιά έμοιαζε με αποικία. Αφού είχαν βαδίσει για δεκαοκτώ μέρες και διανύσει τρεις χιλιάδες στάδια, κατασκήνωσαν στα Αυτόμαλα. Φεύγοντας από κει βρήκαν μπροστά τους ένα βουνό, απόκρημνο και από τις δυο πλευρές, με ένα βαθύ φαράγγι στο μέσο, απ' όπου εκτεινόταν ένας λείος βράχος που υψωνόταν σε κάθετη κορυφή. Στη βάση αυτού του βράχου βρισκόταν μια μεγάλη σπηλιά, καλυμμένη με πυκνό κισσό και αρκουδόβατο, στο οποίο, σύμφωνα με ένα μύθο, είχε γεννηθεί η βασίλισσα Λάμια, γυναίκα εξαιρετικής ομορφιάς· λένε όμως, ότι λόγω της αγριότητας της ψυχής της, ο χρόνος που πέρασε έδωσε στο πρόσωπό της μια όψη θηριώδη. Διότι όταν όλα τα παιδιά που γεννούσε πέθαιναν, εκείνη, αγανακτισμένη από τη δυστυχία της και φθονώντας την ευτεκνία των άλλων γυναικών, είχε δώσει διαταγή να τους αρπάζουν τα βρέφη από την αγκαλιά και να τα σκοτώνουν αμέσως. Γι' αυτό, ακόμη και σήμερα μεταξύ μας παραμένει η φήμη αυτής της γυναίκας στα μικρά παιδιά και το όνομά της τους προκαλεί τρομερό φόβο. Όταν όμως μεθούσε, έδινε σε όλους την άδεια να κάνουν ό,τι ήθελαν απαρατήρητοι. Επειδή λοιπόν αυτή δεν ασχολούνταν με όσα συνέβαιναν εκείνες τις μέρες, οι κάτοικοι της χώρας υπέθεταν ότι δεν έβλεπε. Γι' αυτόν τον λόγο μερικοί δημιούργησαν τον μύθο ότι έβαζε τα μάτια της σε ένα κοφίνι από λυγαριά, κάνοντας μια μεταφορά της αμέλειας που προκαλείται από το κρασί στο μέτρο που προαναφέραμε, αφού αυτό που της αφαιρούσε την όραση ήταν αυτό το μέτρο του κρασιού. Θα μπορούσε κανείς επίσης να εμφανίσει και τον Ευριπίδη ως μάρτυρα για το ότι γεννήθηκε στη Λιβύη, διότι λέει:


Ποιος το αισχρό για τους θνητούς δεν ξέρει όνομα της Λάμιας, που απ' τη Λιβύη καταγόταν;






42. Ο Οφέλλας λοιπόν, παίρνοντας τον στρατό του, προχωρούσε με κόπο μέσα από την άνυδρη και γεμάτη θηρία χώρα· δεν του έλειπε μόνο το νερό αλλά, όταν τελείωσε και η ξηρή τροφή, κινδύνεψε να χάσει όλο του τον στρατό. Βλαβερά ζώα κάθε λογής κυριαρχούσαν στην έρημο κοντά τις Σύρτεις, και, επειδή το δάγκωμα των περισσότερων από αυτά είναι θανατηφόρο, έπεφταν σε μεγάλη συμφορά, αφού στερούνταν τη βοήθεια γιατρών και φίλων. Διότι μερικά από τα φίδια, έχοντας το ίδιο χρώμα με το έδαφος που είχαν από κάτω τους, έκαναν την παρουσία τους αόρατη, και πολλοί που δεν ήξεραν και τα πατούσαν, δεχόταν θανατηφόρα δαγκώματα. Τελικά, αφού κακοπάθησαν περισσότερο από δυο μήνες σε πορεία, κατάφεραν με δυσκολία να καλύψουν την απόσταση μέχρι τον Αγαθοκλή, και στρατοπέδευσαν κρατώντας τους δυο στρατούς σε μικρή απόσταση. Στη συνέχεια οι Καρχηδόνιοι, μαθαίνοντας την παρουσία τους, κατατρόμαξαν βλέποντας ότι μια τόσο μεγάλη δύναμη είχε φτάσει εναντίον τους. Ο Αγαθοκλής όμως, αφού συνάντησε τον Οφέλλα και του χορήγησε γενναιόδωρα τα πάντα, του ζήτησε ν' αφήσει τη στρατιά του να ξεκουραστεί από τις κακουχίες, ενώ ο ίδιος έμεινε μερικές ημέρες και επιθεώρησε λεπτομερώς αυτά που γινόταν στο στρατόπεδο των νεοφερμένων. Όταν το μεγαλύτερο μέρος του στρατού είχε βγει για να βρει χόρτα για τα ζώα και τροφή για τους ανθρώπους, και βλέποντας τον Όφέλλα να μην υποψιάζεται τίποτε από τα σχέδιά του, συγκάλεσε συνέλευση των δικών του στρατιωτών και, αφού κατηγόρησε τον άντρα που είχε έρθει για να συμμαχήσει μαζί του ότι τάχα τον επιβουλευόταν, και εξόργισε το πλήθος, οδήγησε αμέσως τον στρατό του σε πλήρη διάταξη εναντίον των Κυρηναίων. Τότε ο Οφέλλας, κατάπληκτος από την απροσδόκητη επίθεση, επιχείρησε να αμυνθεί, αλλά, επειδή δεν είχε τον απαιτούμενο χρόνο και η δύναμη που είχε μείνει στο στρατόπεδο δεν ήταν αξιόμαχη, πέθανε μαχόμενος. Ο Αγαθοκλής ανάγκασε τον υπόλοιπο στρατό να αποθέσει τα όπλα του και, παίρνοντάς τους με το μέρος του με γενναιόδωρες υποσχέσεις, έγινε κύριος όλης της δύναμης. Έτσι λοιπόν ο Οφέλλας, που είχε μεγάλες ελπίδες και εμπιστεύτηκε απερίσκεπτα τον εαυτό του σε κάποιον άλλο, βρήκε τέτοιο τέλος.














Άρμα των Συρακουσίων




Πώς κατάργησαν οι Καρχηδόνιοι τον Βορμίλκα που επιχείρησε να γίνει τύραννος.


Πώς, όταν ο Αγαθοκλής έστειλε τα λάφυρα στη Σικελία, μερικά από τα πλοία ναυάγησαν.




43. Στην Καρχηδόνα ο Βορμίλκας, που από καιρό σκεφτόταν να επιβάλει τυραννία, ζητούσε την κατάλληλη ευκαιρία για τα δικά του σχέδια. Ενώ όμως πολλές φορές οι περιστάσεις του έδιναν την αφορμή να βάλει σε πράξη το σχέδιό του, πάντα μεσολαβούσε κάποια μικρή αιτία που τον εμπόδιζε· πράγματι, επειδή εκείνοι που σκοπεύουν να επιχειρήσουν κάποια παράνομη και σημαντική πράξη είναι δεισιδαίμονες, προτιμούν πάντα την καθυστέρηση αντί για τη δράση και την αναβολή αντί για την ολοκλήρωση. Αυτό συνέβαινε και τότε και σε σχέση με τον άνθρωπο αυτό· διότι έστειλε τους επιφανέστερους των πολιτών στην εκστρατεία εναντίον των Νομάδων, ώστε να μην έχει κανέναν αξιόλογο άντρα που να του αντιταχθεί, αλλά δεν τολμούσε να κάνει κάποιο ανοιχτό βήμα προς την τυραννία, συγκρατούμενος από την επιφυλακτικότητα. Την εποχή όμως που ο Αγαθοκλής επιτέθηκε στον Οφέλλα έτυχε να ξεκινήσει και ο Βορμίλκας την προσπάθειά του για την τυραννία, ενώ και οι δυο αγνοούσαν αυτά που έκαναν οι εχθροί τους. Διότι ο Αγαθοκλής δε γνώριζε την απόπειρα για τυραννία και την αναταραχή στην πόλη, όταν θα μπορούσε εύκολα να γίνει κύριος της Καρχηδόνας, αφού, όταν ο Βορμίλκας θα συλλαμβανόταν επ' αυτοφώρω, θα είχε προτιμήσει να συνεργαστεί με τον Αγαθοκλή παρά να πληρώσει πάνω του την τιμωρία από τους πολίτες. Οι Καρχηδόνιοι, πάλι, δεν έμαθαν την επίθεση του Αγαθοκλή, γιατί θα μπορούσαν εύκολα να τον κάνουν υποχείριο τους, αν έπαιρναν με το μέρος τους τη δύναμη του Οφέλλα. Πιστεύω όμως ότι δεν υπήρξε αναίτια αυτή η άγνοια και από τις δυο πλευρές, παρ' ότι οι πράξεις γίνονταν σε μεγάλη κλίμακα και εκείνοι που είχαν επιχειρήσει τόσο μεγάλα τολμήματα βρίσκονταν κοντά ο ένας στον άλλον. Διότι ο μεν Αγαθοκλής, σκοπεύοντας να σκοτώσει έναν άντρα που ήταν φίλος του, δεν έδινε καμιά προσοχή σ' αυτά που γίνονταν από τους εχθρούς, ο δε Βορμίλκας, που στερούσε την πατρίδα του από την ελευθερία, δεν ενδιαφερόταν γενικά καθόλου για όσα συνέβαιναν στο αντίπαλο στρατόπεδο, αφού εκείνο που είχε την πρώτη θέση στον νου του προς το παρόν δεν ήταν να υποτάξει τους εχθρούς αλλά τους συμπολίτες του. Σ' αυτό το σημείο θα μπορούσε κανείς να μεμφθεί και την ιστορία, βλέποντας ότι, ενώ στη ζωή πολλές και διαφορετικές πράξεις συντελούνται την ίδια στιγμή, είναι απαραίτητο για εκείνους που τις καταγράφουν να διακόπτουν τη διήγηση και να μοιράζουν, αφύσικα, τους χρόνους σ' αυτά που συμβαίνουν ταυτοχρόνως, με αποτέλεσμα, ενώ η πραγματική εμπειρία των γεγονότων περιέχει την αλήθεια, η γραπτή τους περιγραφή, στερημένη από τέτοια δύναμη, μιμείται μεν τα γεγονότα, αλλά υπολείπεται πολύ της αληθινής τους σύνθεσης.




44. Ο Βορμίλκας λοιπόν, όταν έκανε επιθεώρηση των στρατιωτών στην ονομαζόμενη Νέα Πόλη, λίγο έξω από την αρχαία Καρχηδόνα, άφησε τους υπόλοιπους να φύγουν, Αλλά (κρατώντας) εκείνους που γνώριζαν το σχέδιό του — πεντακόσιοι πολίτες και περίπου χίλιοι μισθοφόροι — ανακήρυξε τον εαυτό του τύραννο. Χωρίζοντας σε πέντε μέρη τους στρατιώτες του, επιτίθονταν σε όσους συναντούσε στους δρόμους και τους έσφαζε. Στην ασυνήθιστα μεγάλη αναταραχή που ακολούθησε, αρχικά οι Καρχηδόνιοι υπέθεσαν ότι τους είχαν ριχτεί οι εχθροί μετά από προδοσία της πόλης· μόλις όμως έγινε γνωστή η αλήθεια, οι νέοι συγκεντρώθηκαν τρέχοντας, σχημάτισαν τακτικές ομάδες και όρμησαν εναντίον του τυράννου. Ο Βορμίλκας, σκοτώνοντας αυτούς που ήταν στους δρόμους, όρμησε στην αγορά και, βρίσκοντας πολλούς άοπλους πολίτες, τους σκότωσε. Όταν όμως οι Καρχηδόνιοι κατέλαβαν τα σπίτια γύρω από την αγορά που ήταν ψηλά και άρχισαν να ρίχνουν πυκνά βλήματα, αυτοί που συμμετείχαν στην επίθεση δέχονταν πολλά πλήγματα, αφού όλος ο τόπος ήταν σε απόσταση βολής. Έτσι, δεινοπαθώντας, πύκνωσαν τις τάξεις τους και περνώντας μέσα από τα στενά δρομάκια, βγήκαν μαζί κατευθυνόμενοι προς τη Νέα Πόλη, βαλλόμενοι συνεχώς απ' όσα σπίτια τύχαινε να περνούν. Όταν αυτοί κατέλαβαν κάποιο ύψωμα, οι Καρχηδόνιοι, τώρα που όλοι οι πολίτες είχαν συγκεντρωθεί με τα όπλα τους, στρατοπέδευσαν απέναντι από τους αποστάτες. Τελικά, στέλνοντας ως πρέσβεις τους πιο ικανούς από τους ηλικιωμένους πολίτες και αμνηστεύοντας τα εγκλήματα, έπαψαν τις εχθροπραξίες. Απέναντι στους υπόλοιπους δεν κράτησαν κακία για τους κινδύνους με τους οποίους περιέβαλαν την πόλη, αλλά τον ίδιο τον Βορμίλκα, αφού τον υπέβαλαν σε τρομερά βασανιστήρια, τον σκότωσαν, χωρίς να ενδιαφερθούν καθόλου για τους όρκους που είχαν δοθεί. Οι Καρχηδόνιοι λοιπόν, αφού κινδύνευσαν να καταστραφούν ολοκληρωτικά, διατήρησαν με αυτό τον τρόπο το πατρογονικό τους πολίτευμα. Ο Αγαθοκλής τώρα, αφού γέμισε φορτηγά πλοία με λάφυρα και με εκείνους που είχαν έρθει από την Κυρήνη και του ήταν άχρηστοι για τον πόλεμο, τα έστειλε στις Συρακούσες. Ξέσπασαν όμως κακοκαιρίες και μερικά πλοία καταστράφηκαν, άλλα εξόκειλαν στα νησιά Πιθηκούσσες κοντά στην Ιταλία, και αερικά έφτασαν ασφαλή στις Συρακούσες.






Πώς, επειδή ο Αντίγονος και ο Δημήτριος φόρεσαν διάδημα μετά από αυτή τη νίκη, οι άλλοι δυνάστες ζήλεψαν και αναγόρευσαν τους εαυτούς τους βασιλιάδες.




53 […] [Όταν Αντίγονος έμαθε τη νίκη που είχε επιτευχθεί και νιώθοντας περήφανος για το μέγεθος των νικών, φόρεσε διάδημα και από τότε και στο εξής ονομαζόταν βασιλιάς, επιτρέποντας και στον Δημήτριο να φέρει την ίδια προσηγορία και τιμητικό βαθμό. Ο Πτολεμαίος όμως, που δεν έχασε καθόλου το ηθικό του εξαιτίας της ήττας, φόρεσε κι αυτός διάδημα και υπέγραφε προς όλους ως βασιλιάς. Με παρόμοιο τρόπο οι υπόλοιποι ηγεμόνες, από τη ζήλια τους αγόρευσαν τους εαυτούς τους βασιλιάδες: ο Σέλευκος, που είχε αποκτήσει πρόσφατα τις άνω σατραπείες, και ο Λυσίμαχος και ο Κάσσανδρος, που διατηρούσαν ακόμη τις περιοχές που τους είχαν δοθεί από την αρχή.  Αφού μιλήσαμε αρκετά σχετικά με τούτα, θα περιγράψουμε με τη σειρά τους αυτά που έγιναν στη Λιβύη και στη Σικελία.






Πώς ο Αγαθοκλής, αφού κατέλαβε μετά από πολιορκία την Ιτύκη, πέρασε ένα μέρος τους στρατού του απέναντι στη Σικελία.




54. Όταν λοιπόν ο Αγαθοκλής πληροφορήθηκε ότι οι ηγεμόνες που προαναφέραμε είχαν φορέσει διάδημα, θεωρώντας ότι δεν υστερούσε αυτών ούτε σε δυνάμεις ούτε σε χώρα ούτε σε κατορθώματα, αναγόρευσε τον εαυτό του βασιλιά. Αποφάσισε όμως να μη φορέσει διάδημα· διότι φορούσε πάντα στεφάνι, το οποίο, όταν επέβαλε την τυραννία, το φορούσε λόγω κάποιου ιερατικού αξιώματος και δεν το έβγαλε όταν αγωνιζόταν για την ανώτατη εξουσία, μερικοί όμως λένε ότι αρχικά απέκτησε τη συνήθεια να το φοράει επειδή δεν είχε και πολύ ωραία μαλλιά. Εν πάση περιπτώσει, στην επιθυμία του να κάνει κάτι άξιο του τίτλου του, εκστράτευσε εναντίον των Ιτυκαίων που είχαν αποστατήσει. Επιτιθέμενος αιφνιδιαστικά στην πόλη και συλλαμβάνοντας αιχμαλώτους τους πολίτες που βρήκε στην ύπαιθρο —περίπου τριακόσιους— στην αρχή τους πρόσφερε απαλλαγή από τις κατηγορίες και απαιτούσε να του παραδώσουν την πόλη. Επειδή οι εντός των τειχών δεν υπάκουσαν, κατασκεύασε μια πολιορκητική μηχανή και, αφού κρέμασε σ' αυτήν τους αιχμαλώτους, την έφερε κοντά στα τείχη. Οι Ιτυκαίοι λυπήθηκαν τους άτυχους άντρες, αλλά, θεωρώντας πιο σημαντική την ελευθερία όλων από τη σωτηρία των αιχμαλώτων, κατένειμαν τους στρατιώτες στα τείχη και περίμεναν με γενναιότητα την πολιορκία. Τότε ο Αγαθοκλής, τοποθετώντας στη μηχανή καταπέλτες, σφενδονιστές και τοξότες, και μαχόμενος από αυτήν, άρχισε την πολιορκία, κάνοντας τους εντός των τειχών να νιώθουν σαν να τους έβαζε πυρωμένα σίδερα στις ψυχές τους. Εκείνοι που βρίσκονταν πάνω στα τείχη δίσταζαν στην αρχή να χρησιμοποιήσουν τα βλήματά τους, αφού αυτοί που είχαν μπροστά τους σαν στόχους ήταν συμπολίτες τους, από τους οποίους μάλιστα μερικοί ήταν από τους πιο επιφανείς· όταν όμως οι εχθροί άρχισαν να πιέζουν ισχυρότερα, αναγκάστηκαν να αμυνθούν έναντι κείνων που βρίσκονταν πάνω στις μηχανές. Σαν αποτέλεσμα, προέκυψαν απίστευτα δεινά και κακομεταχείριση από την τύχη στους Ιτυκαίους, έτσι όπως βρίσκονταν σε τρομερά δύσκολη θέση που δεν είχε διέξοδο· διότι, αφού οι Έλληνες είχαν στήσει μπροστά τους άντρες της Ιτύκης που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι, έπρεπε ή να γλιτώσουν εκείνων τη ζωή και ν' ανεχθούν να υποδουλωθεί η πατρίδα τους στους εχθρούς ή υπερασπιζόμενοι την πόλη τους να σκοτώσουν ανελέητα ένα πλήθος άτυχων πολιτών· κι αυτό ακριβώς έγινε. Διότι αμυνόμενοι εναντίον των εχθρών, ναι μεν προκαλούσαν τρομερά τραύματα στα σώματα εκείνων που βρίσκονταν πάνω στη μηχανή, αλλά τραυμάτιζαν και μερικούς από τους κρεμασμένους συμπολίτες τους, και μερικούς μάλιστα τους κάρφωσαν στη μηχανή με τα βλήματά τους που έφευγαν με ταχύτητα, σε όποια σημεία του σώματός τους τύχαινε να χτυπηθούν, έτσι ώστε οι προσβολές αυτές και η τιμωρία τους έμοιαζαν με σταύρωση. Κι αυτά συνέβησαν σε μερικούς από τα χέρια συγγενών ή φίλων, αν τύχαινε, καθώς η αναγκαιότητα δεν πολυεξετάζει τι είναι ιερό για τους ανθρώπους.






55. Ο Αγαθοκλής, βλέποντας ότι ορμούσαν στη μάχη με ψυχραιμία, τοποθέτησε γύρω γύρω τους άντρες του από κάθε πλευρά και ασκώντας βία σε κάποιο σημείο που το τείχος ήταν κακοχτισμένο, εισέβαλε στην πόλη. Καθώς άλλοι από τους Ιτυκαίους κατέφευγαν στα σπίτια τους και άλλοι στα ιερά, ο Αγαθοκλής, οργισμένος μαζί τους, πλημμύρισε την πόλη στο αίμα. Άλλους τους σκότωνε σε μάχη σώμα με σώμα, άλλους τους συνελάμβανε και τους κρέμαγε, και διέψευσε τις ελπίδες εκείνων που είχαν καταφύγει στα ιερά και στους βωμούς. Αφού λεηλάτησε τις περιουσίες και άφησε φρουρά στην πόλη, στρατοπέδευσε στην ονομαζόμενη Ίππου Άκρα, που οχυρωνόταν φυσικά από την κοντινή λίμνη. Αφού την πολιόρκησε πεισματικά και νίκησε τους ντόπιους σε ναυμαχία, την κατέλαβε κατά κράτος. Όταν υπέταξε με αυτό τον τρόπο τις πόλεις, κυρίευσε τους περισσότερους από τους παραθαλάσσιους τόπους καθώς και τους λαούς που κατοικούσαν στα μεσόγεια, εκτός από τους Νομάδες. Μερικοί από αυτούς συνήψαν φιλία μαζί του, ενώ άλλοι περίμεναν ανυπόμονα το τελικό αποτέλεσμα. Διότι η Λιβύη είχε διαιρεθεί σε τέσσερα γένη: τους Φοίνικες, που τότε κατοικούσαν στην Καρχηδόνα· τους Λιβυφοίνικες, που έχουν πολλές παραθαλάσσιες πόλεις και παντρεύονται με τους Καρχηδόνιους, και οι οποίοι πήραν αυτή την ονομασία από τη συνύφανση των συγγενικών δεσμών. Από τους ντόπιους, το μεγαλύτερο μέρος από τον λαό, που ήταν και ο αρχαιότερος και ονομαζόταν Λίβυς, μισούσε τρομερά τους Καρχηδόνιους λόγω της αυστηρότητας της διακυβέρνησης τους· τελευταίοι ήταν οι Νομάδες, που νέμονταν ένα μεγάλο μέρος της Λιβύης, μέχρι την έρημο. Ο Αγαθοκλής υπερείχε των Καρχηδονίων λόγω των Λίβυων συμμάχων του και του στρατού του, αλλά, ανησυχώντας πολύ για την κατάσταση στη Σικελία, ναυπήγησε πλοία χωρίς καταστρώματα και πεντηκοντόρους και επιβίβασε δυο χιλιάδες στρατιώτες. Αφήνοντας τον γιο του τον Αγάθαρχο επικεφαλής των υποθέσεων στη Λιβύη, ξεκίνησε με τα πλοία ταξιδεύοντας προς τη Σικελία.






Πώς ηττήθηκαν οι Ακραγαντίνοι μετά από τακτική μάχη εναντίον των στρατηγών του Αγαθοκλή.




Πώς ο Αγαθοκλής πήρε με το μέρος του την Ηράκλεια, τα Θέρμα και το Κεφαλοίδιο και υποδούλωσε τη χώρα και την πόλη των Απολλωνιατών.






56. Ενώ συνέβαιναν αυτά, ο Ξενόδοκος, ο στρατηγός των Ακραγαντίνων, έχοντας ελευθερώσει πολλές πόλεις και δώσει μεγάλες ελπίδες στους Σικελούς για αυτονομία σε όλο το νησί, οδήγησε τον στρατό του, που αποτελούνταν από περισσότερους από δέκα χιλιάδες πεζούς και περίπου χίλιους ιππείς, εναντίον των στρατηγών του Αγαθοκλή. Ο Λεπτίνης και ο Δημόφιλος, αφού επέλεξαν από τις Συρακούσες και τα φρούρια όσους μπορούσαν περισσότερους, στρατοπέδευσαν απέναντί του με οκτώ χιλιάδες διακόσιους πεζούς και χίλιους διακόσιους ιππείς. Στην ισχυρή τακτική μάχη που ακολούθησε, ο Ξενόδοκος ηττήθηκε και κατέφυγε στον Ακράγαντα, αφού έχασε όχι λιγότερους από χίλιους πεντακόσιους στρατιώτες. Οι Ακραγαντίνοι λοιπόν, έχοντας πέσει σ' αυτή τη συμφορά, έδωσαν τέλος το πιο ωραίο τους εγχείρημα και στις ελπίδες των συμμάχων τους για ελευθερία. Λίγο μετά από τη μάχη ο Αγαθοκλής κατέπλευσε στον Σελινούντα της Σικελίας και ανάγκασε τους Ηρακλεώτες που είχαν ελευθερωθεί να υποταχθούν και πάλι. Περνώντας στην άλλη πλευρά του νησιού, πήρε με το μέρος του μετά από συνθήκη τους Θερμίτες, παρέχοντας ελεύθερη δίοδο στους Καρχηδόνιους που φρουρούσαν αυτή την πόλη. Στη συνέχεια, αφού κατέλαβε μετά από πολιορκία το Κεφαλοίδιο, άφησε τον Λεπτίνη ως διοικητή και ο ίδιος, βαδίζοντας μέσα από τα μεσόγεια, προσπάθησε να μπει κρυφά τη νύχτα στα Κεντόριπα όπου θα τον έβαζαν μέσα κάποιοι πολίτες. Όταν όμως φανερώθηκε το σχέδιό του και οι φρουροί έσπευσαν σε βοήθεια, διώχτηκε από την πόλη χάνοντας περισσότερους από πεντακόσιους στρατιώτες. Στη συνέχεια, όταν τον κάλεσαν κάποιοι από την Απολλωνία και του υποσχέθηκαν να του προδώσουν την πατρίδα τους, πήγε στην πόλη. Επειδή όμως οι προδότες είχαν φανερωθεί και τιμωρηθεί, πολιόρκησε την πρώτη μέρα την πόλη χωρίς αποτέλεσμα, αλλά τη δεύτερη, αφού υπέστη πολλές ταλαιπωρίες και, έχασε πολλούς άντρες, κατάφερε με δυσκολία να την καταλάβει και, αφού έσφαξε τους περισσότερους, λεηλάτησε τις περιουσίες τους.






57. Ενώ ο Αγαθοκλής ήταν απασχολημένος με αυτά, ο Δεινοκράτης, ο αρχηγός των εξόριστων, αναλαμβάνοντας την πολιτική των Ακραγαντίνων και ανακηρύσσοντας τον εαυτό του προστάτη της κοινής ελευθερίας, έκανε πολλούς να τρέξουν από παντού κοντά του· διότι άλλοι λόγω της έμφυτης σε όλους επιθυμίας για αυτονομία και άλλοι λόγω του φόβου τους για τον Αγαθοκλή, υπάκουσαν με προθυμία στις εντολές του. Όταν συγκεντρώθηκαν περίπου είκοσι χιλιάδες πεζοί και χίλιοι πεντακόσιοι ιππείς, όλοι τους με συνεχείς εμπειρίες σε εξορίες και ταλαιπωρίες, στρατοπέδευσαν στο ύπαιθρο προκαλώντας τον τύραννο σε μάχη. Όταν όμως ο Αγαθοκλής, που υπολειπόταν κατά πολύ σε δυνάμεις, απέφευγε τη μάχη, εκείνος τον ακολουθούσε σταθερά κατά πόδα, έχοντας εξασφαλίσει τη νίκη χωρίς αγώνα. Από εκείνη την εποχή και μετά τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο για τον Αγαθοκλή, όχι μόνο τη Σικελία αλλά και στη Λιβύη. Διότι ο Αρχάγαθος, που Αγαθοκλής τον είχε αφήσει στρατηγό, μετά την αναχώρηση του πατέρα του, στην αρχή πλεονεκτούσε, στέλνοντας στα μεσόγεια ένα μέρος της δύναμης με αρχηγό τον Εύμαχο. Αυτός ο Εύμαχος, αφού υπέταξε τη μεγάλη πόλη Τώκες, έφερε με το μέρος του πολλούς από τους Νομάδες που κατοικούσαν εκεί κοντά. Στη συνέχεια, αφού κατέλαβε μετά από πολιορκία μια άλλη πόλη, τη Φελλίνη, υποχρέωσε σε υποταγή εκείνους που νέμονταν τη γειτονική περιοχή, τους ονομαζόμενους Ασφοδελώδεις, που στο χρώμα μοιάζουν με τους Αιθίοπες. Η τρίτη πόλη που κατέλαβε ήταν η Μεσχέλα, μια πολύ μεγάλη πόλη, που είχε αποικιστεί τα παλιά χρόνια από τους Έλληνες που επέστρεφαν από την Τροία, σχετικά με τους οποίους μιλήσαμε ήδη στο τρίτο βιβλίο, έπειτα την ονομαζόμενη Ίππου Ακρα, που είναι συνώνυμη εκείνης την οποία υπέταξε κατά κράτος ο Αγαθοκλής, και τελευταία την αυτόνομη πόλη που ονομά­ζεται Ακρίδα, την οποία, αφού την υποδούλωσε, την έδωσε για λεηλασία στους στρατιώτες του.






58. Αφού γέμισε το στρατόπεδό του με λάφυρα, επέστρεψε στον Αρχάγαθο και, επειδή είχε αποκτήσει φήμη για τις καλές του υπηρεσίες, εκστράτευσε πάλι στις περιοχές της άνω Λιβύης. Προσπερνώντας τις πόλεις που είχε κυριεύσει προηγουμένως, μπήκε λαθραία στην πόλη που ονομάζεται Μιλτινή, μετά από απροσδόκητη εμφάνιση. Όταν οι βάρβαροι συσπειρώθηκαν εναντίον του και τον νίκησαν στους δρόμους, εκδιώχθηκε χωρίς να το περιμένει και έχασε πολλούς από τους στρατιώτες του. Φεύγοντας από εκεί, προχώρησε μέσα από μια ψηλή οροσειρά που εκτεινόταν σε διακόσια στάδια και ήταν γεμάτη αγριόγατες, με αποτέλεσμα να μη φωλιάζει κανένα πουλί ούτε στα δέντρα ούτε στα φαράγγια, εξαιτίας της επιθετικότητας αυτών των ζώων. Περνώντας την ορεινή αυτή περιοχή μπήκε σε μια χώρα που είχε μεγάλο αριθμό πιθήκων και τρεις πόλεις που, αν το όνομά τους μεταφραστεί στην ελληνική γλώσσα, ονομάζονταν από αυτά τα ζώα Πιθηκούσσες. Σ' αυτές τις πόλεις αρκετά έθιμά τους είναι πολύ διαφορετικά από τα δικά μας. Για παράδειγμα, οι πίθηκοι κατοικούσαν στα ίδια σπίτια με τους ανθρώπους, θεωρούμενοι από αυτούς ως θεοί, όπως τα σκυλιά μεταξύ των Αίγυπτίων, και από τις προμήθειες που βρίσκονταν στις αποθήκες αυτά τα ζώα έπαιρναν τις τροφές ανεμπόδιστα όποτε ήθελαν. Οι γονείς έδιναν συνήθως στα παιδιά τους ονόματα παρμένα από τους πιθήκους, όπως σε μας από τους θεούς. Σ' εκείνους που σκότωναν τούτο το ζώο, η ποινή ήταν θάνατος, σαν να είχαν διαπράξει τη μέγιστη ασέβεια· γι' αυτό και μεταξύ κάποιων υπήρχε η παροιμιώδης φράση που λεγόταν γι' αυτούς που φονεύονταν χωρίς να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι, ότι πλήρωναν το αίμα του πιθήκου. Ο Εύμαχος λοιπόν, αφού κατέλαβε κατά κράτος μια από τούτες τις πόλεις, τη λεηλάτησε, ενώ τις άλλες δύο τις έφερε με το μέρος του. Μαθαίνοντας όμως ότι οι γειτονικοί βάρβαροι συγκέντρωναν μεγάλες δυνάμεις εναντίον του, προχωρούσε πιο ορμητικά, έχοντας αποφασίσει να ξαναγυρίσει στις περιοχές κοντά στη θάλασσα.




[20,59] Μέχρι μὲν δὴ τούτων τῶν καιρῶν ἐν τῇ Λιβύῃ κατὰ νοῦν ἅπαντα τὰ πράγματα τοῖς περὶ τὸν Ἀρχάγαθον ἦν. μετὰ δὲ ταῦτα τῆς γερουσίας ἐν Καρχηδόνι βουλευσαμένης περὶ τοῦ πολέμου καλῶς ἔδοξε τοῖς συνέδροις τρία στρατόπεδα ποιήσαντας ἐκ τῆς πόλεως ἐκπέμψαι, τὸ μὲν ἐπὶ τὰς παραθαλαττίους πόλεις, τὸ δ´ εἰς τὴν μεσόγειον, τὸ δ´ εἰς τοὺς ἄνω τόπους. ἐνόμιζον γὰρ τοῦτο πράξαντες πρῶτον μὲν τὴν πόλιν ἀπαλλάξειν τῆς πολιορκίας, ἅμα δὲ καὶ τῆς σιτοδείασ' πολλῶν γὰρ καὶ παντοδαπῶν ὄχλων συμπεφευγότων εἰς τὴν Καρχηδόνα συνέβαινε πάντων γεγονέναι σπάνιν, ἐξανηλωμένων ἤδη τῶν ἐπιτηδείων' ἀπὸ δὲ τῆς πολιορκίας οὐκ ἦν κίνδυνος, ἀπροσίτου τῆς πόλεως οὔσης διὰ τὴν ἀπὸ τῶν τειχῶν καὶ τῆς θαλάττης ὀχυρότητα· ἔπειθ´ ὑπελάμβανον καὶ τοὺς συμμάχους διαμένειν μᾶλλον πλειόνων στρατοπέδων ὄντων ἐν ὑπαίθρῳ τῶν παραβοηθούντων' τὸ δὲ μέγιστον, ἤλπιζον καὶ τοὺς πολεμίους ἀναγκασθήσεσθαι μερίζειν τὰς δυνάμεις καὶ μακρὰν ἀποσπᾶσθαι τῆς Καρχηδόνος. ἅπερ ἅπαντα κατὰ τὴν ἐπίνοιαν αὐτῶν συνετελέσθη· τρισμυρίων μὲν γὰρ στρατιωτῶν ἐκ τῆς πόλεως ἐκπεμφθέντων οἱ καταλειπόμενοι ἔμποροι οὐχ οἷον ἱκανὰ πρὸς αὐτάρκειαν εἶχον, ἀλλ´ ἐκ περιουσίας ἐχρῶντο δαψιλέσι πᾶσιν, οἵ τε σύμμαχοι τὸ πρὸ τοῦ διὰ τὸν ἀπὸ τῶν πολεμίων φόβον ἀναγκαζόμενοι προστίθεσθαι τοῖς πολεμίοις τότε πάλιν θαρρήσαντες ἀνέτρεχον εἰς τὴν προϋπάρχουσαν φιλίαν.






[20,60] ὁ δ´ Ἀρχάγαθος ὁρῶν διειλημμένην ἅπασαν τὴν Λιβύην πολεμίοις στρατοπέδοις καὶ αὐτὸς διεῖλε τὴν δύναμιν καὶ μέρος μὲν ἐξέπεμψεν εἰς τὴν παραθαλάττιον, τῆς δ´ ἄλλης στρατιᾶς ἣν μὲν Αἰσχρίωνι παραδοὺς ἐξέπεμψεν, ἧς δ´ αὐτὸς ἡγεῖτο, καταλιπὼν τὴν ἱκανὴν φυλακὴν ἐπὶ τοῦ Τύνητος. τοσούτων δὲ στρατοπέδων ἐπὶ τῆς χώρας πανταχῇ πλαζομένων καὶ προσδοκωμένης ἔσεσθαι πραγμάτων ὁλοσχεροῦς μεταβολῆς ἅπαντες ἠγωνίων, καραδοκοῦντες τὸ τέλος τῶν ἀποβησομένων. Ἄννων μὲν οὖν ἡγούμενος τοῦ κατὰ τὴν μεσόγειον στρατοπέδου θεὶς ἐνέδραν τοῖς περὶ τὸν Αἰσχρίωνα καὶ παραδόξως ἐπιθέμενος ἀνεῖλε πεζοὺς μὲν πλείους τῶν τετρακισχιλίων, ἱππεῖς δὲ περὶ διακοσίους, ἐν οἷς ἦν καὶ αὐτὸς ὁ στρατηγόσ' τῶν δ´ ἄλλων οἱ μὲν ἥλωσαν, οἱ δὲ διεσώθησαν πρὸς Ἀρχάγαθον, ἀπέχοντα σταδίους πεντακοσίους. Ἰμίλκων δ´ ἐπὶ τοὺς ἄνω τόπους στρατεύειν ἀποδειχθεὶς τὸ μὲν πρῶτον ἐφήδρευε τῇ πόλει πρὸς τὸν Εὔμαχον, ἐφελκόμενον βαρὺ τὸ στρατόπεδον διὰ τὰς ἐκ τῶν ἁλουσῶν πόλεων ὠφελείας. μετὰ δὲ ταῦτα τῶν Ἑλλήνων ἐκταξάντων τὴν δύναμιν καὶ προκαλουμένων εἰς μάχην Ἰμίλκων μέρος μὲν τῆς στρατιᾶς κατέλιπε διεσκευασμένον ἐν τῇ πόλει, διακελευσάμενος, ὅταν αὐτὸς ἀναχωρῇ προσποιούμενος φεύγειν, ἐπεξελθεῖν τοῖς ἐπιδιώκουσιν' αὐτὸς δὲ προαγαγὼν τοὺς ἡμίσεις τῶν στρατιωτῶν καὶ μικρὸν πρὸ τῆς παρεμβολῆς συνάψας μάχην εὐθὺς ἔφευγεν ὡς καταπεπληγμένος. οἱ δὲ περὶ τὸν Εὔμαχον ἐπαρθέντες τῇ νίκῃ καὶ τῆς τάξεως οὐδὲν φροντίσαντες ἐδίωκον καὶ τεθορυβημένως τῶν ὑποχωρούντων ἐξήπτοντο· ἄφνω δὲ καθ´ ἕτερον μέρος τῆς πόλεως ἐκχυθείσης τῆς δυνάμεως κατεσκευασμένης καὶ πλήθους ἱκανοῦ πρὸς ἓν παρακέλευσμα συναλαλάξαντος κατεπλάγησαν. ἐμβαλόντων οὖν τῶν βαρβάρων εἰς ἀσυντάκτους καὶ πεφοβημένους διὰ τὸ παράδοξον, ταχὺ τροπὴν συνέβη γενέσθαι τῶν Ἑλλήνων. ὑποτεμομένων δὲ τῶν Καρχηδονίων τὴν εἰς τὴν στρατοπεδείαν ἀποχώρησιν τῶν πολεμίων ἠναγκάσθησαν οἱ περὶ τὸν Εὔμαχον καταφυγεῖν ἐπὶ τὸν πλησίον λόφον ὕδατος σπανίζοντα. περιστρατο πεδευσάντων δὲ τὸν τόπον τῶν Φοινίκων ἅμα μὲν ὑπὸ τοῦ δίψους καταπονηθέντες, ἅμα δ´ ὑπὸ τῶν πολεμίων κρατούμενοι σχεδὸν ἅπαντες ἀνῃρέθησαν' ἀπὸ μὲν γὰρ πεζῶν ὀκτακισχιλίων τριάκοντα μόνον διεσώθησαν, ἀπὸ δ´ ἱππέων ὀκτακοσίων τετταράκοντα διέφυγον τὸν κίνδυνον.




59. Μέχρι τότε τα πράγματα στη Λιβύη είχαν γίνει όπως τα ήθελε ο Αρχάγαθος. Μετά όμως, όταν η γερουσία στην Καρχηδόνα συσκέφθηκε σχετικά με τον πόλεμο, οι σύνεδροι θεώρησαν καλό να σχηματίσουν τρεις στρατούς και να τους στείλουν έξω από την πόλη, τον ένα στις παραθαλάσσιες πόλεις, τον άλλο στα μεσόγεια και τον τρίτο στις άνω περιοχές. Πίστευαν πως κάνοντας αυτό, πρώτον, θα απάλλασσαν την πόλη από την πολιορκία και ταυτόχρονα από την έλλειψη τροφίμων διότι καθώς πολλές και κάθε είδους μάζες λαού είχαν καταφύγει στην Καρχηδόνα, είχε προκληθεί έλλειψη στα πάντα, αφού είχαν ήδη εξαντληθεί όλες οι αναγκαίες προμήθειες· από την πολιορκία όμως δεν υπήρχε κίνδυνος, αφού η πόλη ήταν απρόσιτη εξαιτίας της οχύρωσης που πρόσφεραν τα τείχη και η θάλασσα. Άλλωστε, υπέθεταν ότι και οι σύμμαχοι θα έμεναν πιο πιστοί, αν υπήρχαν περισσότεροι στρατοί στην ύπαιθρο που να τους βοηθούν. Το πιο σημαντικό απ' όλα ήταν ότι ήλπιζαν πως και οι εχθροί θα αναγκάζονταν να μοιράσουν τις δυνάμεις τους και να αποσπαστούν μακριά από την Καρχηδόνα. Πραγματικά, όλα έγιναν όπως τα σχεδίασαν διότι όταν έφυγαν από την πόλη τριάντα χιλιάδες στρατιώτες, οι έμποροι που έμειναν όχι μόνο είχαν αρκετά για τη συντήρησή τους αλλά από το πλεόνασμα απολάμβαναν τα πάντα σε αφθονία. Οι σύμμαχοι, εξάλλου, που μέχρι τότε λόγω του φόβου τους για τους εχθρούς αναγκάζονταν να έχουν φιλικές σχέσεις μαζί τους, παίρνοντας πάλι θάρρος, έσπευσαν να επιστρέψουν στην προϋπάρχουσα φιλία.






60. Όταν ο Αρχάγαθος είδε όλη τη Λιβύη να έχει καταληφθεί κατά τμήματα από εχθρικούς στρατούς, διαίρεσε και αυτός τη δύναμή του και έστειλε ένα μέρος της στην παραθαλάσσια περιοχή, και από την υπόλοιπη, παρέδωσε ένα τμήμα στον Αισχρίωνα και το έστειλε έξω, ενώ ο ίδιος τέθηκε επικεφαλής άλλου μέρους, αφήνοντας επαρκή φρουρά στον Τύνητα. Με τόσους πολλούς στρατούς να πλανώνται στη χώρα και ενώ αναμενόταν πλήρης αλλαγή των πραγμάτων, όλοι αγωνιούσαν, περιμένοντας με ανυπομονησία το τελικό αποτέλεσμα. Ο Άννων λοιπόν, επικεφαλής του στρατού που ήταν στα μεσόγεια, στήνοντας ενέδρα στον Αισχρίωνα και επιτιθέμενος αιφνιδιαστικά, σκότωσε πάνω από τέσσερις χιλιάδες πεζούς και περίπου διακόσιους ιππείς, μεταξύ των οποίων βρισκόταν και ο στρατηγός· από τους υπόλοιπους, άλλοι αιχμαλωτίστηκαν και άλλοι σώθηκαν καταφεύγοντας στον Αρχάγαθο, που απείχε πεντακόσια στάδια. Ο Ιμίλκων, στον οποίο είχε ανατεθεί να εκστρατεύσει στις άνω περιοχές, αρχικά παραμόνευε στην πόλη κοντά στον Εύμαχο, που έσερνε ένα στρατό βαριά φορτωμένο με τα λάφυρα από τις κατειλημμένες πόλεις. Έπειτα, όταν οι Έλληνες παρέταξαν τον στρατό τους και τον προκαλούσαν σε μάχη, ο Ιμίλκων άφησε μέρος της στρατιάς οπλισμένο στην πόλη, δίνοντάς τους εντολή, όταν αυτός θ' αναχωρούσε προσποιούμενος ότι τρέπεται σε φυγή, να βγουν και να επιτεθούν εναντίον των διωκτών του. Ο ίδιος, οδηγώντας τους μισούς στρατιώτες και συνάπτοντας μάχη λίγο έξω από το στρατόπεδο, τράπηκε αμέσως σε φυγή σαν να ήταν κατατρομαγμένος. Οι άντρες του Εύμαχου, διεγερμένοι από τη νίκη και χωρίς να προσέχουν καθόλου τον σχηματισμό τους, τον καταδίωκαν και μέσα σε σύγχυση πίεζαν σκληρά αυτούς του υποχωρούσαν όταν όμως ξαφνικά από άλλο σημείο της πόλης ξεχύθηκε ο στρατός έτοιμος για μάχη και μεγάλο πλήθος αλάλαξε με ένα παράγγελμα, κατατρόμαξαν. Όταν λοιπόν οι βάρβαροι επιτέθηκαν σε άντρες ασύνταχτους και φοβισμένους από το αναπάντεχο της επίθεσης, οι Έλληνες τράπηκαν γρήγορα σε φυγή. Επειδή οι Καρχηδόνιοι είχαν αποκόψει τη δυνατότητα υποχώρησης των εχθρών στο στρατόπεδο τους, ο Εύμαχος αναγκάστηκε να καταφύγει στον κοντινό λόφο που δεν είχε επάρκεια νερού. Οι Φοίνικες περικύκλωσαν την περιοχή, και οι Έλληνες, που είχαν καταπονηθεί από τη δίψα και υπερνικηθεί από τους εχθρούς, σκοτώθηκαν σχεδόν όλοι, αφού από οκτώ χιλιάδες πεζούς σώθηκαν μόνο τριάντα και από οκτακόσιους ιππείς σαράντα διέφυγαν τον κίνδυνο.






Πώς ο Αγαθοκλής νίκησε τους Καρχηδόνιους σε ναυμαχία στη Σικελία και σε χερσαία μάχη τους Ακραγαντίνους.






61. Ο Αρχάγαθος, αφού περιέπεσε σε τόσο μεγάλη συμφορά, επέστρεψε στον Τύνητα. Κάλεσε από παντού όσους στρατιώτες είχαν απομείνει από εκείνους που είχαν σταλεί έξω και έστειλε αγγελιαφόρους στη Σικελία να ανακοινώσουν στον πατέρα του αυτά που είχαν συμβεί και να του ζητήσουν να έρθει σε βοήθεια το γρηγορότερο. Εκτός από τις προηγούμενες ατυχίες τους προστέθηκε κι άλλη μια στους Έλληνες· διότι οι σύμμαχοί τους, εκτός από λίγους, τους εγκατέλειψαν, και οι δυνάμεις των εχθρών συσπειρώθηκαν και, στρατοπεδεύοντας εκεί κοντά, ενέδρευαν. Ο Ιμίλκων, κατέλαβε τα στενά και απέκλεισε από τις εισόδους της χώρας τους αντιπάλους του, που απείχαν εκατό στάδια. Από την άλλη πλευρά στρατοπέδευσε ο Ατάρβας, σε απόσταση σαράντα σταδίων από τον Τύνητα. Έτσι, αφού οι εχθροί ήταν κύριοι όχι μόνο της θάλασσας αλλά και της ξηράς, οι Έλληνες πιέζονταν από έλλειψη τροφίμων αλλά και από φόβο, από κάθε άποψη. Ενώ όλοι βρίσκονταν σε τρομερή απελπισία, ο Αγαθοκλής, μόλις πληροφορήθηκε τις ήττες στη Λιβύη, ετοίμασε δεκαεπτά πολεμικά πλοία, σκοπεύοντας να βοηθήσει τον Αρχάγαθο. Αν και τα πράγματα είχαν χειροτερεύσει για τον ίδιο στη Σικελία, λόγω της αύξησης της δύναμης των εξορίστων που ακολουθούσαν τον Δεινοκράτη, εμπιστεύτηκε τον πόλεμο στο νησί στους στρατηγούς του Λεπτίνη και ίδιος, αφού επάνδρωσε τα πλοία, περίμενε την ευκαιρία για να σαλπάρει, καθώς οι Καρχηδόνιοι είχαν αποκλείσει το λιμάνι με τριάντα πλοία. Τότε ακριβώς κατέπλευσαν από την Τυρρηνία δεκαοκτώ πλοία για να τον βοηθήσουν, τα οποία, γλιστρώντας μέσα στο λιμάνι τη νύχτα, δεν έγιναν αντιληπτά από τους Καρχηδόνιους. Εξασφαλίζοντας τη βοήθεια αυτή, χρησιμοποίησε ένα επιτυχημένο τέχνασμα κατά των εχθρών· δίνοντας εντολή στους συμμάχους να παραμείνουν μέχρι να εκπλεύσει αυτός και να αποσπάσει τους Φοίνικες σε καταδίωξη, βγήκε ο ίδιος, όπως είχε συμφωνηθεί, με ταχύτητα από το λιμάνι μαζί με τα δεκαεπτά του πλοία. Τα πλοία που είχαν αποκλείσει το λιμάνι άρχισαν να τον καταδιώκουν, αλλά ο Αγαθοκλής, αντιλαμβανόμενος τους Τυρρηνούς να προβάλλουν από το λιμάνι, έστρεψε ξαφνικά τα πλοία του και, αφού πήρε θέση για επίθεση, ναυμαχούσε με τους βαρβάρους. Οι Καρχηδόνιοι, τόσο εξαιτίας του απροσδόκητου της επίθεσης όσο και γιατί οι τριήρεις τους είχαν αποκλειστεί ανάμεσα στους εχθρούς, κατατρόμαξαν και τράπηκαν σε φυγή. Τότε οι Έλληνες αιχμαλώτισαν πέντε πλοία αύτανδρα, ενώ ο στρατηγός των Καρχηδόνιων, όταν η ναυαρχίδα του κόντευε να συλληφθεί, αυτοκτόνησε, προτιμώντας τον θάνατο από την αναμενόμενη αιχμαλωσία. Ωστόσο, η απόφασή του αποδείχτηκε ότι δεν ήταν σωστή· διότι το πλοίο του, έπιασε ευνοϊκό άνεμο και σηκώνοντας το μικρό πρωραίο πανί, διέφυγε τον κίνδυνο.




62. Ο Αγαθοκλής λοιπόν, που δεν είχε καμιά ελπίδα να κυριαρχήσει ποτέ των Καρχηδόνιων στη θάλασσα, τους νίκησε αναπάντεχα σε ναυμαχία και έκτοτε, έχοντας τον έλεγχο της θάλασσας, παρείχε ασφάλεια στους εμπόρους. Γι’ αυτόν τον λόγο οι Συρακούσιοι, στους οποίους μεταφέρονταν αγαθά από παντού, στη θέση της έλλειψης των αναγκαίων προμηθειών, γρήγορα είχαν αφθονία των πάντων. Ο τύραννος, με αναπτερωμένες τις ελπίδες εξαιτίας της επιτυχίας του, έστειλε τον Λεπτίνη να λεηλατήσει τη χώρα των εχθρών και κυρίως την περιοχή του Ακράγαντα, διότι ο Ξενόδοκος, κακολογούμενος από τους πολιτικούς του αντιπάλους για την ήττα που είχε υποστεί, βρισκόταν σε έριδα μαζί τους. Ο Αγαθοκλής λοιπόν έδωσε εντολή στον Λεπτίνη να προσπαθήσει να προκαλέσει αυτόν τον άντρα στη μάχη· διότι εύκολα θα τον νικούσε, αφού ο στρατός του είχε στασιάσει και είχε ήδη ηττηθεί· και αυτό ακριβώς έγινε· διότι όταν ο Λεπτίνης εισέβαλε στην περιοχή του Ακράγαντα και λεηλατούσε την ύπαιθρο, ο Ξενόδοκος στην αρχή έμεινε αδρανής, θεωρώντας τον όχι αξιόμαχο, αλλά όταν οι πολίτες άρχισαν να τον επικρίνουν για δειλία, προήγαγε τον στρατό του, που αριθμητικά υστερούσε λίγο από τον εχθρικό, αλλά σε ανδρεία ήταν πολύ κατώτερος, αφού ο στρατός των πολιτών είχε σχηματιστεί μέσα σε ανέσεις και εκθηλυμένο τρόπο ζωής, ενώ ο άλλος ήταν ασκημένος σε στρατιωτική υπηρεσία στο ύπαιθρο και σε συνεχείς εκστρατείες. γι' αυτό, στη μάχη που έγινε, οι άντρες του Λεπτίνη έτρεψαν γρήγορα σε φυγή τους Ακραγαντίνους και τους καταδίωξαν έως μέσα στην πόλη. Από την πλευρά των ηττημένων έπεσαν περίπου πεντακόσιοι πεζοί και ιππείς περισσότεροι από πενήντα. Στη συνέχεια, οι Ακραγαντίνοι, φέροντας βαρέως τις ήττες, κατηγόρησαν τον Ξενόδοκο, λέγοντας ότι εξαιτίας του είχαν ηττηθεί δυο φορές. Εκείνος, φοβούμενος την επικείμενη λογοδοσία και τις δίκες, έφυγε για τη Γέλα.






63. Ο Αγαθοκλής, έχοντας μέσα σε λίγες ημέρες νικήσει τους εχθρούς του και στη στεριά και στη θάλασσα, θυσίασε στους θεούς και παρέθεσε λαμπρές δεξιώσεις στους φίλους του. Στις οινοποσίες του, άφηνε κατά μέρος το αξίωμα του τυράννου και αποδεικνυόταν ταπεινότερος και από τους απλούς πολίτες, και επιδιώκοντας με αυτή την πολιτική την εύνοια των πολλών, αλλά και επιτρέποντάς τους μέσα στο μεθύσι τους να εκφράζονται ελεύθερα εναντίον του, μάθαινε με ακρίβεια τη γνώμη καθενός, αφού η αλήθεια λέγεται απροκάλυπτα λόγω του κρασιού. Όντας από τη φύση του γελωτοποιός και μίμος, δεν σταματούσε ούτε στις εκκλησίες να πειράζει τους παρόντες και να παριστάνει μερικούς από αυτούς, έτσι που το πλήθος ξεσπούσε συχνά σε γέλια, σαν να έβλεπε μίμους ή θαυματοποιούς, περιβαλλόμενος από ένα πλήθος που ενεργούσε ως σωματοφυλακή του, έμπαινε μόνος του στις εκκλησίες, και όχι όπως ο τύραννος Διονύσιος· διότι αυτός ο τελευταίος, έτρεφε τέτοια δυσπιστία για όλους, ώστε τις περισσότερες φορές άφηνε τα μαλλιά και τα γένια του να μακρύνουν έτσι ώστε να μην αναγκαστεί να υποβάλει τα πιο ζωτικά σημεία του σώματος του στο λεπίδι του κουρέα· κι αν ποτέ χρειαζόταν να κουρευτεί, καψάλιζε τις τρίχες του, λέγοντας ότι η μοναδική ασφάλεια του τυράννου ήταν η δυσπιστία. Ο Αγαθοκλής λοιπόν, παίρνοντας κατά την οινοποσία του ένα μεγάλο χρυσό κύπελλο, είπε ότι δεν είχε παραιτηθεί από την τέχνη του κεραμοποιού μέχρι να καταφέρει να φτιάξει, μέσω της επιδίωξης του για την τέχνη, τέτοιου είδους κεραμικά κύπελλα. Διότι δεν απαρνιόταν την τέχνη του αλλά, αντίθετα, καυχιόταν, δηλώνοντας ότι εξαιτίας  της ικανότητάς του είχε καταφέρει, στη θέση του πιο ταπεινού τρόπου ζωής, να κατακτήσει τον πιο επιφανή. Κάποτε, ενώ πολιορκούσε κάποια πόλη που δεν ήταν ασήμαντη, και κάποιοι του φώναξαν από τα τείχη «Κανατά και καμινάρη, πότε θα πληρώσεις τους μισθούς των στρατιωτών σου;» εκείνος αποκρίθηκε «Όταν πάρω τούτη την πόλη». Παρά ταύτα, όταν μέσα από τους αστεϊσμούς των οινοποσιών είχε αντιληφθεί ποιοι από τους μεθυσμένους ήταν εχθρικά διακείμενοι προς την τυραννία, τους κάλεσε κάποτε ιδιαιτέρως σε φαγοπότι καθώς επίσης και τους άλλους Συρακούσιους που έδειχναν μεγάλη έπαρση, περίπου πεντακόσιους τον αριθμό, και αφού τους περικύκλωσε με τους πιο ικανούς από τους μισθοφόρους του, τους έσφαξε όλους. Διότι έπαιρνε μεγάλες προφυλάξεις μήπως, ενώ θα απουσίαζε στη Λιβύη, καταλύσουν την τυραννία καλώντας πίσω τους εξόριστους που ήταν μαζί με τον Δεινοκράτη Αφού εξασφάλισε την εξουσία του με τον τρόπο αυτό, απέπλευσε από τις Συρακούσες.






Το πέρασμα του Αγαθοκλή στη Λιβύη για δεύτερη φορά και η ήττα του.




64. Όταν έφτασε στη Λιβύη, βρήκε τον στρατό σε αθυμία και μεγάλες ελλείψεις. Γι' αυτό, κρίνοντας ότι θα συνέφερε να δώσει μάχη, προέτρεψε τους στρατιώτες προς τον κίνδυνο και προάγοντας τη δύναμή του σε πολεμικό σχηματισμό, προκαλούσε τους βαρβάρους σε μάχη. Ως πεζικό είχε όλους τους Έλληνες που είχαν απομείνει —έξι χιλιάδες σε αριθμό— όχι λιγότερους Κελτούς, Σαυνίτες και Τυρρηνούς, και Λίβυους σχεδόν δέκα χιλιάδες, οι οποίοι τελικά κάθονταν και περίμεναν, αλλάζοντας πάντα στρατόπεδο ανάλογα με την περίσταση. Εκτός από αυτούς, ακολουθούσαν και χίλιοι πεντακόσιοι ιππείς, και πάνω από έξι χιλιάδες άμαξες. Οι Καρχηδόνιοι, στρατοπεδευμένοι σε ψηλές και δυσπρόσιτες θέσεις, δεν αποφάσιζαν να διακινδυνεύσουν μάχη με ανθρώπους που είχαν χάσει κάθε ελπίδα σωτηρίας, και μένοντας στο στρατόπεδό τους έχοντας αφθονία των πάντων, ήλπιζαν να καταβάλουν τους αντιπάλους τους με την έλλειψη τροφίμων και τον χρόνο. Ο Αγαθοκλής, μη μπορώντας να τους κάνει να κατέβουν στις πεδιάδες και καθώς οι περιστάσεις τον ανάγκαζαν να αποτολμήσει κάτι και να διακινδυνεύσει, οδήγησε τον στρατό του εναντίον του στρατοπέδου των εχθρών. Όταν λοιπόν οι Καρχηδόνιοι βγήκαν να τον αντιμετωπίσουν, παρ' ότι είχαν το πλεονέκτημα του μεγάλου αριθμού και της δυσκολίας της περιοχής, ο στρατός του Αγαθοκλή για κάποιο διάστημα άντεχε πιεζόμενος απ' όλες τις πλευρές, αλλά στη συνέχεια, όταν οι μισθοφόροι και οι άλλοι άρχισαν να ενδίδουν, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς το στρατόπεδό τους. Οι βάρβαροι, πιέζοντας ισχυρά, προσπερνούσαν τους Λίβυους χωρίς να τους ενοχλήσουν, προκειμένου να εξασφαλίσουν την εύνοιά τους, αλλά τους Έλληνες και τους μισθοφόρους, που τους αναγνώριζαν από τα όπλα τους, τους σκότωναν, ώσπου τους απώθησαν μέσα στο στρατόπεδό τους. Εκείνη τη φορά σκοτώθηκαν περίπου τρεις χιλιάδες από τους άντρες του Αγαθοκλή· την επόμενη νύχτα όμως, και οι δυο δυνάμεις έτυχε να περιπέσουν σε κάποια αλλόκοτη κι αναπάντεχη για όλους συμφορά.






Οι ταραχές που έγιναν στα στρατόπεδα και των δύο πλευρών.






65. Ενώ οι Καρχηδόνιοι πρόσφεραν τη νύχτα, μετά τη μάχη, τους ωραιότερους αιχμαλώτους ως ευχαριστήρια θυσία στους θεούς και μεγάλη φωτιά τύλιγε τους άντρες που προσφέρονταν ως ολοκαύτωμα, σηκώθηκε ξαφνικός άνεμος με αποτέλεσμα να πάρει φωτιά η ιερή σκηνή που βρισκόταν κοντά στον βωμό, από αυτήν να πάρει φωτιά η σκηνή του στρατηγού και μετά οι σκηνές των αρχηγών που ήταν συνεχόμενες, ώστε προκλήθηκε μεγάλη ταραχή και φόβος σε όλο το στρατόπεδο. Διότι μερικοί, προσπαθώντας να σβήσουν τη φωτιά, και άλλοι απομακρύνοντας τις πανοπλίες και τα πιο πολύτιμα υπάρχοντά τους, παγιδεύτηκαν από τις φλόγες· επειδή οι σκηνές ήταν φτιαγμένες από καλάμια και χόρτα και η φωτιά φούντωνε περισσότερο από τον αέρα, η βοήθεια των στρατιωτών έχασε τη μάχη με τον χρόνο. Έτσι, όταν το στρατόπεδο πολύ γρήγορα καιγόταν ολόκληρο, πολλοί, που παγιδεύτηκαν στα στενά περάσματα, κάηκαν ζωντανοί, και τιμωρήθηκαν αμέσως για την ωμότητά τους απέναντι στους αιχμαλώτους, αφού ίδια η ασέβεια επέφερε ίση τιμωρία· όσο για εκείνους που όρμησαν μακριά από το στρατόπεδο μέσα σε αναταραχή και κραυγές, ένας νέος, μεγαλύτερος κίνδυνος ακολούθησε.






66. Περίπου πέντε χιλιάδες Λίβυοι που είχαν συστρατευτεί με τον Αγαθοκλή, αποστάτησαν από τους Έλληνες και μέσα στη νύχτα αυτομολούσαν προς τους βαρβάρους. Όταν εκείνοι που είχαν σταλεί ως κατάσκοποι τους είδαν να πλησιάζουν στο στρατόπεδο των Καρχηδόνιων, νομίζοντας πως όλος ο στρατός των Ελλήνων προχωρούσε εναντίον τους σε σχηματισμό μάχης, ανέφεραν γρήγορα στους στρατιώτες σχετικά με τον στρατό που πλησίαζε. Όταν η πληροφορία διαδόθηκε σε όλους, προκλήθηκε ταραχή και αναμονή της εφόδου των εχθρών. Ο καθένας βάσιζε τη σωτηρία του στη φυγή, και καθώς δεν είχε δοθεί παράγγελμα από τους στρατηγούς ούτε υπήρχε καμιά τάξη, οι φυγάδες έπεφταν ο ένας επάνω στον άλλον. Άλλοι εξαιτίας του σκοταδιού και άλλοι από την τρομάρα τους, δεν αναγνώριζαν τους δικούς τους και μάχονταν εναντίον τους σαν να ήταν εχθροί. Στο μεγάλο φονικό που ακολούθησε και λόγω της άγνοιας που επικρατούσε, άλλοι σκοτώθηκαν σε μάχες σώμα με σώμα, ενώ άλλοι, που είχαν πεταχτεί έξω άοπλοι και το είχαν βάλει στα πόδια, έπεφταν στους γκρεμούς λόγω της τραχύτητας της περιοχής, με το μυαλό τους ταραγμένο από τον ξαφνικό φόβο. Τελικά χάθηκαν πάνω από πέντε χιλιάδες άντρες, και το υπόλοιπο πλήθος έφτασε σώο στην Καρχηδόνα. Αυτοί όμως που βρίσκονταν στην πόλη, που είχαν εξαπατηθεί τότε από την αναφορά των δικών τους ανθρώπων, υπέθεταν ότι είχαν ηττηθεί στη μάχη και ότι το μεγαλύτερο μέρος του στρατού είχε σκοτωθεί. Έτσι, άνοιξαν με αγωνία τις πύλες και δέχονταν τους στρατιώτες με μεγάλη ταραχή και τρόμο, φοβούμενοι μήπως μαζί με τους τελευταίους ορμήσουν μέσα και οι εχθροί. Όταν όμως ξημέρωσε και έμαθαν την αλήθεια, με μεγάλη δυσκολία λυτρώθηκαν από την αναμονή των δεινών.






67. Την ίδια στιγμή όμως, και ο Αγαθοκλής περιέπεσε σε συμφορές λόγω απάτης και ψευδούς προσδοκίας. Διότι οι αποστάτες Λίβυοι, μετά την πυρκαγιά στο στρατόπεδο και την ταραχή που επακολούθησε, δεν τολμούσαν να προχωρήσουν, αλλά ξαναγύρισαν πίσω. Μερικοί από τους Έλληνες, βλέποντάς τους να πλησιάζουν και νομίζοντας ότι έρχεται η δύναμη των Καρχηδόνιων, ανακοίνωσαν στον Αγαθοκλή ότι ο στρατός των εχθρών βρισκόταν κοντά. Όταν ο ηγεμόνας έδωσε εντολή να πάρουν τα όπλα, οι στρατιώτες όρμησαν έξω από το στρατόπεδο μέσα σε μεγάλη αναταραχή. Μιας και την ίδια στιγμή οι φλόγες από το στρατόπεδο υψώθηκαν στα ουράνια και ακούστηκαν οι κραυγές των Καρχηδόνιων, οι Έλληνες πίστεψαν στ' αλήθεια ότι οι βάρβαροι οδηγούσαν όλη τους τη δύναμη εναντίον τους. Επειδή ο τρόμος τους εμπόδισε να σκεφτούν, έπεσε φόβος στο στρατόπεδο και όλοι άρχισαν να βάζουν στα πόδια. Τότε, καθώς οι Λίβυοι ανακατεύτηκαν μαζί τους και καθώς η νύχτα συντηρούσε την άγνοιά τους, όσοι τύχαινε να συναντηθούν μάχονταν ο ένας τον άλλον σαν να ήταν εχθροί. Όλη τη νύχτα, καθώς σκορπιόταν προς όλες τις κατευθύνσεις κατεχόμενοι από τον πανικό της ταραχής, σκοτώθηκαν πάνω από τέσσερις χιλιάδες. Όταν τελικά, μετά από μεγάλες δυσκολίες, έγινε γνωστή η αλήθεια, όσοι επέζησαν επέστρεψαν στο στρατόπεδο. Έτσι λοιπόν και οι δυο στρατοί έπεσαν σε συμφορές, απατημένοι, όπως λέει και η παροιμία, από τα απροσδόκητα του πολέμου.






68. Ο Αγαθοκλής τώρα, μετά από την ατυχία που τον βρήκε και την αποστασία όλων των Λίβυων, και αφού επιπλέον η δύναμη που του είχε απομείνει δεν ήταν σε θέση να πολεμήσει μέχρι τέλους τους Καρχηδόνιους, αποφάσισε να φύγει από τη Λιβύη. Υπέθετε όμως ότι δε θα μπορούσε να περάσει απέναντι τους στρατιώτες του, αφού δεν είχε ετοιμάσει μεταγωγικά πλοία και οι Καρχηδόνιοι δε θα του το επέτρεπαν ποτέ όσο ήταν θαλασσοκράτορες. Πίστευε επίσης ότι οι βάρβαροι δε θα συμφωνούσαν σε λύση των εχθροπραξιών, αφού υπερείχαν πολύ σε δυνάμεις και βεβαίωναν ότι μετά την καταστροφή εκείνων που είχαν περάσει πρώτοι δε θα επέτρεπαν σε άλλους να επιτεθούν στη Λιβύη. Αποφάσισε λοιπόν να κάνει το ταξίδι της επιστροφής με λίγους άντρες κρυφά και επιβίβασε μαζί τους και τον νεότερο γιο του, τον Ηρακλείδη· διότι φυλαγόταν από τον Αρχάγαθο μήπως, λόγω της στενής του σχέσης με τη μητριά του και επειδή ήταν από τη φύση του θρασύς, επιχειρήσει κάποια επιβουλή εναντίον του. Ο Αρχάγαθος όμως, υποπτευόμενος το σχέδιό του, παραμόνευε την αναχώρησή του, σκεπτόμενος να την αποκαλύψει στους αρχηγούς που θα μπορούσαν να εμποδίσουν το εγχείρημά του· διότι θεωρούσε τρομερό, ενώ ο ίδιος είχε πρόθυμα λάβει μέρος στους κινδύνους των μαχών, πολεμώντας για λογαριασμό του πατέρα και του αδελφού του, να στερηθεί μόνο αυτός τη σωτηρία, εγκαταλειμμένος και προδομένος στα χέρια των εχθρών. Έτσι, φανέρωσε σε μερικούς από τους αρχηγούς ότι ο Αγαθοκλής σκόπευε να αποπλεύσει κρυφά τη νύχτα. Εκείνοι έσπευσαν να συγκεντρωθούν και όχι μόνο τον εμπόδισαν, αλλά αποκάλυψαν τη ραδιουργία του στο πλήθος· τότε οι στρατιώτες, περίλυποι για όλ' αυτά, συνέλαβαν τον ηγεμόνα και, αφού τον έδεσαν, τον φυλάκισαν.






69. Κατά την αναρχία που δημιουργήθηκε στο στρατόπεδο, υπήρχε αναστάτωση και σύγχυση και, όταν ήρθε η νύχτα, κυκλοφόρησε η φήμη ότι οι εχθροί ήταν κοντά. Προκλήθηκε ταραχή και φόβος στα όρια του πανικού και ο καθένας έβγαινε από το στρατόπεδο οπλισμένος χωρίς να δοθεί παράγγελμα από κανέναν. Την ίδια στιγμή, εκείνοι που φρουρούσαν τον ηγεμόνα, όχι λιγότερο τρομαγμένοι από τους άλλους και νομίζοντας ότι κάποιοι τους καλούσαν, έβγαλαν γρήγορα έξω τον Αγαθοκλή αλυσοδεμένο. Όταν τον είδε το πλήθος, ένιωσε οίκτο και όλοι φώναζαν να τον αφήσουν. Όταν λύθηκε, μπήκε μαζί με λίγους άντρες στη λέμβο και εξέπλευσε απαρατήρητος, αν και ήταν χειμώνας, κατά την εποχή της δύσης της Πλειάδας. Αυτός λοιπόν, φροντίζοντας για τη δική του σωτηρία, εγκατέλειψε τους γιους του, τους οποίους οι στρατιώτες, ακούγοντας για την απόδρασή του, τους έσφαξαν αμέσως· και αφού εξέλεξαν στρατηγούς από τις τάξεις τους, συνήψαν αμέσως συνθήκη για παύση των εχθροπραξιών με τους Καρχηδόνιους, υπό τον όρο να παραδώσουν τις πόλεις κατείχαν και να δεχτούν τριακόσια τάλαντα, και όσοι επέλεγαν να στρατευτούν με τους Καρχηδόνιους να παίρνουν τους μισθούς που δίνονταν συνήθως, ενώ οι υπόλοιποι να μεταφερθούν στη Σικελία και να λάβουν ως τόπο κατοικίας τον Σολούντα. Οι περισσότεροι λοιπόν από τους στρατιώτες τήρησαν τις συνθήκες και έλαβαν τα συμφωνημένα· όσοι όμως συνέχιζαν να κρατούν τις πόλεις, ελπίζοντας ακόμη στον Αγαθοκλή, νικήθηκαν μετά από πολιορκία κατά κράτος. Οι Καρχηδόνιοι σταύρωσαν τους αρχηγούς τους, και τους υπόλοιπους, αφού τους πέρασαν δεσμά στα πόδια, τους ανάγκασαν να εξημερώσουν πάλι με δικό τους μόχθο τη γη που είχαν καταντήσει χέρσα με τον πόλεμο. Οι Καρχηδόνιοι λοιπόν απέκτησαν την ελευθερία τους με αυτό τον τρόπο, τον τέταρτο χρόνο του πολέμου.






70. Θα μπορούσε κανείς να επισημάνει τόσο τα παράδοξα στοιχεία της εκστρατείας του Αγαθοκλή στη Λιβύη, όσο και της τιμωρίας που έπεσε στα παιδιά του, σαν από θεία πρόνοια. Διότι αν και είχε ηττηθεί στη Σικελία και είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του, στη Λιβύη νίκησε με μικρό μέρος των δυνάμεών του τους προηγούμενους νικητές· και αφού έχασε όλες τις πόλεις η Σικελία, πολιορκήθηκε στις Συρακούσες, ενώ στη Λιβύη, αφού έγινε κύριος όλων των άλλων πόλεων, έκλεισε σε πολιορκία τους Καρχηδόνιους, σαν να επιδείκνυε η τύχη επίτηδες την ιδιαίτερη δύναμή της σε απελπιστικές περιπτώσεις. Όταν είχε φτάσει σε τόσο μεγάλη υπεροχή και είχε σκοτώσει τον Οφέλλα, που ήταν φίλος και φιλοξενούμενός του, η θεία δύναμη του έδωσε καθαρά σημάδια κι εξαιτίας της παρανομίας του απέναντι σ' εκείνον θα τον έκανε να δοκιμάσει αυτά που του συνέβησαν αργότερα· διότι τον ίδιο μήνα και την ίδια μέρα που είχε σκοτώσει τον Οφέλλα και του είχε πάρει τον στρατό, έχασε τους γιους του και τον στρατό του. Το πιο παράξενο απ' όλα είναι ότι ο θεός, σαν καλός νομοθέτης, του επέβαλε διπλή τιμωρία· διότι σκοτώνοντας άδικα ένα φίλο, στερήθηκε δυο γιους, και αυτοί που άπλωσαν βίαιο χέρι στους νεαρούς ήταν εκείνοι που είχαν έρθει με τον Οφέλλα. Αυτά τα λέμε για εκείνους που περιφρονούν τέτοιου είδους πράγματα.






Η απόδραση του Αγαθοκλή στη Σικελία.


Οι σφαγές των Σικελιωτών από τον Αγαθοκλή.






71. Όταν ο Αγαθοκλής πέρασε με μεγάλη ταχύτητα από τη Λιβύη στη Σικελία, κάλεσε μέρος του στρατού του και πήγε στην πόλη των Αιγεσταίων που ήταν σύμμαχός του. Επειδή αντιμετώπιζε έλλειψη χρημάτων, υποχρέωνε τους εύπορους να του παραδώσουν το μεγαλύτερο μέρος των υπαρχόντων τους —την εποχή εκείνη η πόλη είχε δέκα χιλιάδες κατοίκους. Αφού πολλοί αγανάκτησαν για τούτα και οργάνωναν συγκεντρώσεις, κατηγόρησε τους Αιγεσταίους ότι τον επιβουλεύονταν και περιέβαλε την πόλη με συμφορές· διότι τους πιο φτωχούς τους οδήγησε έξω από την πόλη και τους έσφαξε κοντά στον ποταμό Σκάμανδρο, ενώ εκείνους για τους οποίους πίστευε πως είχαν μεγάλη περιουσία, τους ανάγκαζε με βασανιστήρια να του πούνε πόσα χρήματα έχει ο καθένας· και άλλους τους θανάτωνε στον τροχό, άλλους τους έβαζε δεμένους στους καταπέλτες και τους εκτόξευε, κι άλλους τους χτυπούσε βίαια με μαστίγια που είχαν περασμένους αστραγάλους, προκαλώντας τους τρομερούς πόνους. Επινόησε μάλιστα και μια άλλη τιμωρία, παρόμοια με τον ταύρο του Φαλάριδος· κατασκεύασε δηλαδή ένα χάλκινο κρεβάτι που είχε σχήμα ανθρώπινου σώματος και μπάρες από κάθε πλευρά, και αφού τοποθετούσε μέσα τους βασανιζόμενους, τους έψηνε ζωντανούς —και ως προς τούτο υπερείχε αυτή η κατασκευή από τον ταύρο, ότι δηλαδή εκείνοι που πέθαιναν με αγωνία ήταν ορατοί. Όσο για τις εύπορες γυναίκες, σε μερικές τους έσπαγε τα σφυρά σφίγγοντάς τα με σιδερένιες λαβίδες, σε άλλες έκοβε τους μαστούς, και στις εγκύους, τοποθετώντας τούβλα πάνω στην οσφύ τους, προκαλούσε την αποβολή του εμβρύου εξαιτίας του βάρους. Ενώ ο τύραννος επιδίωκε να συγκεντρώσει όλα τα χρήματα με αυτό τον τρόπο και η πόλη είχε καταληφθεί από μεγάλο φόβο, άλλοι από αυτούς έβαλαν φωτιά στα σπίτια τους και κάηκαν μαζί τους κι άλλοι κρεμάστηκαν δίνοντας τέλος στη ζωή τους. Έτσι η Αίγεστα, που τη βρήκε άτυχη μέρα, έχασε όλους της τους άντρες από την εφηβεία και πάνω. Ο Αγαθοκλής μετέφερε στη συνέχεια τα νεαρά κορίτσια και αγόρια στην Ιταλία και τα πούλησε στους Βρέττιους, χωρίς ν' αφήσει πίσω του ούτε το όνομα της πόλης· αφού τη μετονόμασε σε Δικαιόπολη, την έδωσε ως τόπο κατοικίας στους αυτόμολους.




72. Ακούγοντας για τον φόνο των γιων του, ο Αγαθοκλής οργίστηκε με όλους όσοι είχαν μείνει στη Λιβύη και έστειλε κάποιους φίλους του στον αδελφό του τον Άντανδρο στις Συρακούσες, παραγγέλνοντας του να σφάξει όλους τους συγγενείς αυτών που είχαν εκστρατεύσει μαζί του στην Καρχηδόνα. Καθώς εκείνος εκτέλεσε γρήγορα την εντολή του, επακολούθησε το πιο πολύμορφο φονικό από όσα είχαν γίνει στο παρελθόν· διότι δεν οδήγησε στον θάνατο μόνο αδελφούς, πατέρες ή γιους που βρίσκονταν στην ακμή της ηλικίας τους, αλλά και τους παππούδες τους και, αν τύχαινε να ζουν ακόμη, τους πατέρες των παππούδων που είχαν φτάσει πια σε βαθύ γήρας και είχαν χάσει, από τον πόνο, όλες τους τις αισθήσεις, καθώς και μωρά που τα κρατούσαν ακόμη αγκαλιά και δεν είχαν επίγνωση της συμφοράς που έπεφτε πάνω τους. Οδηγούσαν στον θάνατο ακόμη και όσες γυναίκες σχετίζονταν με αυτούς με γάμο ή συγγένεια, και γενικά κάθε άτομο που θα έφερνε με την τιμωρία του λύπη σ' αυτούς που είχαν μείνει πίσω στη Λιβύη. Όταν ένα πλήθος αποτελούμενο από κάθε λογής ανθρώπους είχε οδηγηθεί στη θάλασσα για τιμωρία και οι σφαγείς είχαν πάρει θέση δίπλα τους, δάκρυα και ικεσίες και θρήνοι ανακατεύονταν μεταξύ τους, καθώς άλλοι φονεύονταν ανελέητα, και άλλοι παρακολουθούσαν έντρομοι τις συμφορές των διπλανών τους, μη διαφέροντας σε τίποτε ψυχικά, εξαιτίας αυτού που τους περίμενε, από εκείνους που ήταν ήδη νεκροί. Και το πιο τρομερό απ' όλα ήταν ότι ενώ πολλοί είχαν σκοτωθεί και τα πτώματά τους ήταν ριγμένα στον γιαλό, ούτε κανένας συγγενής ούτε φίλος τολμούσε να κηδέψει κάποιον, από τον φόβο ότι μπορούσε να φανεί σαν να δηλώνει πως είχε κάποια σχέση μ' εκείνους. Με τόσο μεγάλο πλήθος που είχε σκοτωθεί εκεί που έσπαζε το κύμα, η θάλασσα, αναμειγμένη με αίμα σε μεγάλη απόσταση, μαρτυρούσε από μακριά την απερίγραπτη ωμότητα αυτής της συμφοράς.






Η αποστασία του στρατηγού Πασιφίλου από τον Αγαθοκλή.




Πώς οι Καρχηδόνιοι συνήψαν ειρήνη με τον Αγαθοκλή






77. […] Στη Σικελία, ο Αγαθοκλής επισκεπτόταν τις πόλεις που βρίσκονταν υπό τις διαταγές του, τις ασφάλιζε με φρουρές και εισέπραττε από αυτές χρήματα· διότι λάμβανε μεγάλες προφυλάξεις μήπως εξαιτίας των ατυχιών που του είχαν συμβεί, οι Σικελιώτες προσπαθούσαν να αποκτήσουν την αυτονομία τους. Πράγματι, εκείνη ακριβώς την εποχή, ο στρατηγός Πασίφιλος, μαθαίνοντας τη θανάτωση των γιων του Αγαθοκλή και τις ήττες του στη Λιβύη, καταφρόνησε τον δυνάστη· αποστατώντας προς τον Δεινοκράτη και συνάπτοντας φιλία μαζί του, διατήρησε την κατοχή των πόλεων που του είχαν εμπιστευτεί και δελεάζοντας τις ψυχές των στρατιωτών που είχε μαζί του με ελπίδες, τους αποξένωσε από τον τύραννο. Ο Αγαθοκλής, καθώς οι ελπίδες του είχαν ακρωτηριαστεί από κάθε πλευρά, έχασε τόσο το ηθικό του, ώστε έστειλε πρέσβεις στον Δεινοκράτη ζητώντας του να συνάψει συνθήκες μαζί του με τους παρακάτω όρους: αφενός, να αποχωρήσει ο Αγαθοκλής από την ηγεμονία και να παραδώσει τις Συρακούσες στους πολίτες, και ο Δεινοκράτης να μην είναι πια εξόριστος και, αφετέρου, να δοθούν στον Αγαθοκλή δυο επίλεκτα οχυρά, τα Θέρμα και το Κεφαλοίδιο, μαζί με τις περιοχές τους.




78. Θα μπορούσε κανείς εύλογα σ' αυτό το σημείο να απορήσει για το πώς ο Αγαθοκλής, που σε όλες τις άλλες περιπτώσεις είχε επιδείξει αντοχή και ποτέ δεν είχε χάσει τις ελπίδες του στον εαυτό του, ακόμη κι όταν περίμενε τα χειρότερα, σ' εκείνη την περίσταση δείλιασε και παραχώρησε αμαχητί στους εχθρούς την τυραννία, για χάρη της οποίας είχε αγωνιστεί στο παρελθόν σε πολλές και μεγάλες μάχες· και το πιο παράλογο απ' όλα, πως, ενώ ήταν κύριος ων Συρακουσών και των άλλων πόλεων και είχε πλοία και χρήματα και ανάλογη δύναμη, η λογική του εξασθένησε και δε θυμήθηκε τίποτα απ' όσα είχαν συμβεί σε σχέση με τον τύραννο Διονύσιο. Διότι, όταν αυτός είχε κάποτε στριμωχτεί σε κατάσταση απελπιστική, κατά κοινή ομολογία, και είχε φτάσει σε απόγνωση, εξαιτίας των κινδύνων που κρέμονταν πάνω από το κεφάλι του, όσο αφορά τη διατήρηση της δυναστείας του, ενώ ήταν έτοιμος να φύγει με τη θέλησή του έφιππος από τις Συρακούσες, ο Έλωρις, ο πιο ηλικιωμένος από τους φίλους του, συγκράτησε την παρόρμησή του, λέγοντας: «Διονύσιε, η τυραννία είναι ωραίο σάβανο». Παρόμοια, ο γαμπρός του Μεγακλής του εξέφρασε τη γνώμη του λέγοντάς του ότι εκείνος που εκδιώκεται από την τυραννία πρέπει να φύγει συρόμενος από το πόδι και όχι να αναχωρήσει με δική του επιλογή. Ενθαρρυμένος από αυτές τις παρακλήσεις, ο Διονύσιος άντεξε υπομονετικά όλα εκείνα που φαίνονταν τρομερά και όχι μόνο έκανε την εξουσία του μεγαλύτερη αλλά και όταν ο ίδιος γέρασε μέσα στα αγαθά της, άφησε στους γιους του τη μεγαλύτερη δυναστεία της Ευρώπης.






79. Ο Αγαθοκλής όμως, χωρίς να παίρνει καθόλου κουράγιο από τέτοιου είδους πράγματα και χωρίς να υποβάλει στη δοκιμασία της εμπειρίας τις ανθρώπινες ελπίδες του, παρέδωσε τόσο μεγάλη εξουσία με τη συμφωνία. Τελικά όμως αυτή δεν πραγματοποιήθηκε, διότι ναι μεν επικυρώθηκε από την πολιτική του Αγαθοκλή, αλλά δεν έγινε δεκτή εξαιτίας της πλεονεξίας του Δεινοκράτη. Διότι αυτός, επιθυμώντας τη μοναρχία, ήταν εχθρικός προς τη δημοκρατία στις Συρακούσες και ήταν ευχαριστημένος με την ηγεμονία που είχε τότε ο ίδιος· βρισκόταν επικεφαλής περισσότερων από είκοσι χιλιάδων πεζών, τριών χιλιάδων ιππέων και πόλεων πολλών και μεγάλων, ώστε, ενώ αποκαλούνταν στρατηγός των εξόριστων, στην πρακτικότητα είχε βασιλικό αξίωμα, αφού η εξουσία του ήταν απόλυτη. Αν όμως επέστρεφε στις Συρακούσες, θα ήταν αναγκαστικά απλός πολίτης και θα μετριόταν σαν ένας από τους πολλούς, αφού η αυτονομία αγαπά την ισότητα· και στις εκλογές θα μπορούσε να ηττηθεί απ' οποιονδήποτε τυχαίο δημαγωγό, αφού τα πλήθη αντιτίθενται στην ανωτερότητα των αντρών που λένε ελεύθερα τη γνώμη τους. Γι' αυτόν τον λόγο θα μπορούσε κανείς δικαιολογημένα να πει ότι ο Αγαθοκλής είχε εγκαταλείψει τη θέση του τυράννου, και ο Δεινοκράτης να θεωρηθεί ως υπεύθυνος για τα μεταγενέστερα κατορθώματα του δυνάστη. Διότι ο Δεινοκράτης, όταν ο Αγαθοκλής του έστελνε συνεχώς πρέσβεις για τις συνθήκες και του ζητούσε να του παραχωρήσει τα δυο φρούρια για να περάσει εκεί τη ζωή του, κατασκεύαζε πάντα εύλογες προφάσεις με τις οποίες διέκοπτε τις ελπίδες για συνθηκολόγηση, πότε λέγοντας ότι ο Αγαθοκλής έπρεπε να φύγει από τη Σικελία, και πότε ζητώντας τα παιδιά του ως ομήρους. Όταν ο Αγαθοκλής έμαθε το σχέδιό του, έστειλε μήνυμα στους εξόριστους κατηγορώντας τον Δεινοκράτη ότι έφερνε εμπόδια την απόκτηση της αυτονομίας τους, και στέλνοντας πρεσβευτές προς τους Καρχηδόνιους έκανε συνθήκη ειρήνευσης με όρους που επέστρεφαν στους Φοίνικες όλες τις πόλεις που προηγουμένως ήταν υποταγμένες σ' αυτόν. Ως αντάλλαγμα γι' αυτές έλαβε από τους Καρχηδόνιους χρυσάφι αντίστοιχο σε αξία τριακοσίων ασημένιων ταλάντων ή, όπως υποστηρίζει ο Τίμαιος, εκατόν πενήντα, και διακόσιες χιλιάδες μεδίμνους σιτάρι. Έτσι λοιπόν είχαν τα πράγματα στη Σικελία.




89. Στη Σικελία ο Αγαθοκλής, μη μπορώντας να συνθηκολογήσει με τους εξόριστους του Δεινοκράτη, ξεκίνησε εναντίον τους με όση δύναμη είχε, θεωρώντας ότι ήταν αναγκαίο να διακινδυνεύσει εναντίον τους και να αγωνιστεί για όλα. Τον ακολουθούσαν όχι περισσότεροι από πέντε χιλιάδες πεζοί και γύρω στους οκτακόσιους ιππείς. Οι εξόριστοι του Δεινοκράτη, βλέποντας την κίνηση των εχθρών, κατέβηκαν με χαρά στη μάχη, όντας πολλαπλάσιοι· διότι ήταν περισσότεροι από είκοσι πέντε χιλιάδες πεζοί, και ιππείς όχι λιγότεροι από τρεις χιλιάδες. Όταν στρατοπέδευσαν ο ένας απέναντι στον άλλον στο ονομαζόμενο Τόργιο και στη συνέχεια παρατάχθηκαν σε πολεμικό σχηματισμό, για λίγη ώρα δόθηκε ισχυρή μάχη λόγω του ζήλου και των δύο πλευρών στη συνέχεια όμως, μερικοί από αυτούς που βρίσκονταν σε αντίθεση προς τον Δεινοκράτη — πάνω από δύο χιλιάδες— πήγαν με το μέρος του τυράννου και έγιναν αίτιοι της ήττας των εξόριστων. Διότι εκείνοι που ήταν με τον Αγαθοκλή αναθάρρησαν πολύ περισσότερο, ενώ αυτοί που αγωνίζονταν με τον Δεινοκράτη τρόμαξαν και, νομίζοντας πως οι αποστάτες ήταν περισσότεροι, τράπηκαν σε φυγή. Τότε ο Αγαθοκλής, αφού τους καταδίωξε μέχρι κάποιο σημείο και αποφεύγοντας να τους σκοτώσει, έστειλε μήνυμα προς τους ηττημένους ζητώντας να σταματήσουν τη διένεξη και να πορευτούν προς τις πατρίδες τους· διότι, είπε, είχαν δοκιμάσει εμπειρικά ότι δε θα μπορούσαν ποτέ οι εξόριστοι να νικήσουν μαχόμενοι εναντίον του, αφού και τώρα που ήταν πολλοί περισσότεροι είχαν ηττηθεί. Από τους εξόριστους, όλοι οι ιππείς σώθηκαν από τη φυγή και έφτασαν στο χωριό Άμβικες, ενώ από τους πεζούς μερικοί δραπέτευσαν όταν νύχτωσε, και οι περισσότεροι, αφού κατέλαβαν ένα λόφο και έχασαν κάθε ελπίδα να νικήσουν σε μάχη, επιθυμώντας τους συγγενείς, τους φίλους και την πατρίδα τους και όλα της τα καλά, συνήψαν συνθήκη για λήξη των εχθροπραξιών με τον Αγαθοκλή. Αφού λοιπόν έλαβαν εγγυήσεις από αυτόν και κατέβηκαν από έναν οχυρωμένο λόφο, ο Αγαθοκλής τους πήρε τα όπλα τους, τους περικύκλωσε με τον στρατό του και τους σκότωσε όλους, περίπου επτά χιλιάδες, σύμφωνα με τον Τίμαιο, ή, όπως γράφουν μερικοί, περίπου τέσσερις χιλιάδες. Πραγματικά, αυτός ο τύραννος περιφρονούσε πάντα τις εγγυήσεις και τους όρκους και αντλούσε την ισχύ του όχι από τον στρατό του αλλά από την αδυναμία των υποταγμένων, φοβούμενος περισσότερο τους συμμάχους του παρά τους εχθρούς.




90. Αφού κατέστρεψε με τον τρόπο αυτό τη δύναμη που του είχε αντιταχθεί, δέχτηκε όσους εξόριστους είχαν απομείνει και, συνθηκολογώντας με τον Δεινοκράτη, τον όρισε στρατηγό τμήματος της δύναμής του και συνέχισε να του εμπιστεύεται τα πιο σημαντικά ζητήματα. Σε σχέση με αυτό θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς πώς, ενώ ο Αγαθοκλής ήταν καχύποπτος απέναντι σε όλους και ποτέ του δεν εμπιστεύτηκε απόλυτα κανέναν, μόνο προς τον Δεινοκράτη διατήρησε τη φιλία του μέχρι τον θάνατό του. Ο Δεινοκράτης όμως, αφού πρόδωσε τους συμμάχους του, συλλαμβάνοντας βιαίως και σκοτώνοντας τον Πασίφιλο στη Γέλα, παρέδωσε στον Αγαθοκλή τα φρούρια και τις πόλεις, ξοδεύοντας δυο χρόνια στην αντιπαράθεση με τους εχθρούς.






Πώς ο Αγαθοκλής, αφού εισέπραξε άδικα χρήματα από τους Λιπαραίους, έχασε τα πλοία μέσα στα οποία βρίσκονταν τα χρήματα.






101. Αφού εξετάσαμε με ακρίβεια όσα συνέβησαν στην Ελλάδα και στην Ασία, θα στρέψουμε την αφήγηση μας σε άλλα μέρη της οικουμένης. Στη Σικελία, ο Αγαθοκλής, αν και οι Λιπαραίοι βρίσκονταν σε ειρήνη μαζί του, έπλευσε απροσδόκητα εναντίον τους και απέσπασε πενήντα ασημένια τάλαντα από ανθρώπους που δεν τον είχαν βλάψει προηγουμένως σε τίποτα. Σε πολλούς αυτό που πρόκειται να πω φάνηκε σαν να προερχόταν από το θείο, αφού η παρανομία του δέχτηκε το σημάδι της θεότητας. Όταν λοιπόν οι Λιπαραίοι του ζητούσαν να τους δώσει χρόνο για τα χρήματα που έλειπαν και έλεγαν ότι ποτέ δεν είχαν καταχραστεί τα αναθήματα που βρίσκονταν στα ιερά, ο Αγαθοκλής τούς ανάγκασε να του δώσουν τα αφιερώματα που υπήρχαν στο Πρυτανείο, μερικά από τα οποία έγραφαν ο όνομα του Αιόλου και άλλα του Ηφαίστου, και, αφού τα πήρε, απέπλευσε αμέσως. Όμως σηκώθηκε άνεμος, και έντεκα από τα πλοία που μετέφεραν τα χρήματα συντρίφτηκαν. Για τούτο πολλοί θεώρησαν ότι αυτός που λέγεται ότι σ' εκείνους τους τόπους είναι κύριος των ανέμων, αμέσως με το πρώτο ταξίδι του Αγαθοκλή, πήρε την εκδίκησή του· όσο για τον Ήφαιστο, στο τέλος τιμώρησε τον τύραννο στην πατρίδα του όπως άξιζε στην ασέβειά του και στο όνομα του θεού, καίγοντάς τον ζωντανό σε πυρωμένα κάρβουνα· διότι ήταν μέρος της ίδιας τακτικής και της ίδιας δικαιοσύνης το να μην πειράξει εκείνους που έσωζαν τους γονείς τους στην Αίτνα, όπως και το να επιτεθεί με την ιδιαίτερη δύναμή του εναντίον εκείνων που έδειχναν ασέβεια προς το θείο. Ωστόσο, όσον αφορά τον θάνατο του Αγαθοκλή, όταν θα φτάσουμε στη σχετική με αυτόν περίοδο, τα γεγονότα θα βεβαιώσουν αυτό που είπαμε τώρα.














Συρακούσιος οπλίτης




Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκης Ἱστορικῆς βίβλος Εἰκοστή πρώτη



Το εικοστό πρώτο βιβλίο δε σώζεται. Έχουν σωθεί όμως αποσπάσματα σε άλλους συγγραφείς.






Δράση του Αγαθοκλή στην Κέρκυρα και την Ιταλία


Θάνατος του Αγαθοκλή


Κρίση του Διόδωρου για την αντικειμενικότητα του Τίμαιου του Ταυρομενίτη και του Καλλία του Συρακούσιου






Δράση του Αγαθοκλή στην Κέρκυρα και την Ιταλία




2. Όταν η Κέρκυρα πολιορκούνταν από θάλασσα κι από στεριά από τον Κάσσανδρο, τον βασιλιά των Μακεδόνων, και ήταν έτοιμη να καταληφθεί, σώθηκε από τον Αγαθοκλή, τον βασιλιά της Σικελίας, που έβαλε φωτιά σε όλα τα μακεδονικά πλοία.




Ούτε η μια ούτε η άλλη πλευρά υστερούσε σε μαχητικότητα, μιας κι απ' τη μια οι Μακεδόνες προσπαθούσαν με ζήλο να σώσουν τα πλοία, ενώ απ' την άλλη οι Σικελιώτες δεν ήθελαν μόνο να φανούν νικητές επί των Καρχηδονίων και των βαρβάρων της Ιταλίας αλλά να αποδειχτούν και στην Ελλάδα καλύτεροι από τους Μακεδόνες που είχαν υποτάξει με τα όπλα τους την Ασία και την Ευρώπη. Αν ο Αγαθοκλής, μετά την αποβίβαση του στρατού του, είχε επιτεθεί στους εχθρούς που βρίσκονταν κοντά, εύκολα θα κατατρόπωνε τους Μακεδόνες. Αγνόησε όμως την προειδοποίηση που είχε γίνει και τον τρόμο των ανθρώπων και αρκέστηκε, αφού αποβίβασε τον στρατό και έστησε τρόπαιο, να πει πως είναι αλήθεια αυτό που λέγεται ότι πολλές είναι οι άκαρπες ενέργειες του πολέμου. Διότι η άγνοια και η απάτη συχνά κατορθώνουν περισσότερα από την ένοπλη δράση.








3. Όταν, μετά την επιστροφή του από την Κέρκυρα, ο Αγαθοκλής πήγε στο στρατόπεδο που είχε αφήσει πίσω του και έμαθε ότι κατά την απουσία του οι Λίγυες και οι Τυρρηνοί είχαν απαιτήσει, με εχθρικές διαθέσεις, τους μισθούς τους από τον γιο του τον Αγάθαρχο, τους έσφαξε όλους, μολονότι δεν ήταν λιγότεροι των δυο χιλιάδων. Όταν οι Βρέττιοι διατέθηκαν εχθρικά απέναντι του γι' αυτή του την πράξη, επιχείρησε να πολιορκήσει την πόλη που ονομάζεται Ήθες. Οι βάρβαροι, όμως, συνάθροισαν μεγάλο στρατό και του επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά τη νύχτα, οπότε έχασε τέσσερις χιλιάδες άντρες και έτσι επέτρεψε στις Συρακούσες.






4. Ο Αγαθοκλής συγκέντρωσε τις ναυτικές του δυνάμεις και πέρασε απέναντι στην Ιταλία. Έχοντας κατά νου να εκστρατεύσει εναντίον του Κρότωνα και θέλοντας να πολιορκήσει την πόλη, έστειλε αγγελιαφόρο στον τύραννο του Κρότωνα τον Μενέδημο, που ήταν προσωπικός του φίλος, για να του πει να μην θορυβηθεί χωρίς λόγο, ισχυριζόμενος πως στέλνει με βασιλική συνοδεία την κόρη του τη Λάνασσα στην Ήπειρο για τον γάμο της. Αφού τους εξαπάτησε, λοιπόν, με αυτό τον τρόπο, τους έπιασε απροετοίμαστους. Στη συνέχεια, πολιόρκησε την πόλη και την περιέβαλε με τείχος από θάλασσα σε θάλασσα. Έπειτα, με πετροβόλους και υποσκάπτοντας τα θεμέλιά του, γκρέμισε τον μεγαλύτερο πύργο. Μόλις το είδαν οι Κροτωνιάτες άνοιξαν από τον φόβο τους τις πύλες και δέχτηκαν τον Αγαθοκλή και τον στρατό του. Οι στρατιώτες έπεσαν με ορμή στην πόλη, λεηλάτησαν τα σπίτια και κατέσφαξαν τους άντρες. Ο Αγαθοκλής συμμάχησε με τους γειτονικούς βαρβάρους, τους Ιάπυγες και τους Πευκέτιους, τους οποίους προμήθευσε με πειρατικά πλοία, και έπαιρνε μερίδιο από τα λάφυρα. Τέλος, αφού άφησε φρουρά στον Κρότωνα, απέπλευσε για τις Συρακούσες.






8. Ο Αγαθοκλής, αφού συγκέντρωσε στρατό, πέρασε στην Ιταλία έχοντας τριάντα χιλιάδες πεζούς και τρεις χιλιάδες ιππείς. Τις ναυτικές δυνάμεις παρέδωσε στον Στίλπωνα και τον διέταξε να λεηλατεί τη χώρα των Βρεττίων. Ετούτος, ενώ λεηλατούσε τις παραθαλάσσιες ιδιοκτησίες, έπεσε σε κακοκαιρία και έχασε τα περισσότερα πλοία. Όσο για τον Αγαθοκλή, αφού πολιόρκησε την πόλη των Ιππωνιατών ... και κατέλαβαν την πόλη κυριεύοντάς τη με πετροβόλες πολιορκητικές μηχανές. Οι Βρέττιοι κατατρόμαξαν και έστειλαν πρέσβεις για συνθηκολόγηση. Ο Αγαθοκλής πήρε από αυτούς εξακόσιους ομήρους, άφησε φρουρά στην πόλη και επέστρεψε στις Συρακούσες. Οι Βρέττιοι όμως δεν τήρησαν τους όρκους, αλλά κινήθηκαν πάνδημοι εναντίον των στρατιωτών που είχαν μείνει πίσω και τους κατέσφαξαν. Αφού πήραν πίσω τους ομήρους, ελευθερώθηκαν από την κυριαρχία του Αγαθοκλή.












Νόμισμα κοπής του Αγαθοκλή  των Συρακουσών με την θεά Αθηνά και τον Πήγασο ,Κάτω από τον Πήγασο διακρίνουμε την τρισκελίδα του Αγαθοκλέους


Θάνατος του Αγαθοκλή




15. Ο Αγαθοκλής έστειλε τον γιο του τον Αγαθοκλή στον βασιλιά Δημήτριο, για να συνάψει φιλία και συμμαχία. Ο βασιλιάς δέχτηκε με χαρά το νέο, τον έντυσε με βασιλικά ρούχα και, αφού του έδωσε μεγαλοπρεπή δώρα, τον έστειλε πίσω μαζί με ένα φίλο του, τον Οξύθεμη, φαινομενικά για να δεχτεί τις εγγυήσεις της συμμαχίας, αλλά στην πράξη για να κατασκοπεύσει τη Σικελία.




16. [Ωστόσο, όσο αφορά τον θάνατο του Αγαθοκλή, όταν φτάσουμε στη σχετική με αυτόν περίοδο, τα γεγονότα θα επιβεβαιώσουν αυτό που είπαμε τώρα.]




Ο βασιλιάς Αγαθοκλής, που για πολύ καιρό διατηρούσε ειρήνη με τους Καρχηδόνιους, είχε κάνει μεγάλη προετοιμασία ναυτικών δυνάμεων, διότι είχε πρόθεση πάλι να μεταφέρει στρατό στη Λιβύη και να εμποδίσει με τα πλοία του τους Φοίνικες να μεταφέρουν σιτάρι από τη Σαρδηνία και τη Σικελία. Άλλωστε και στον προηγούμενο πόλεμο με τη Λιβύη, οι Καρχηδόνιοι διέσωσαν την πατρίδα τους λόγω της κυριαρχίας τους στη θάλασσα. Ο βασιλιάς Αγαθοκλής είχε αρματώσει διακόσιες τετρήρεις και εξήρεις. Όμως, δεν έφερε σε πέρας την απόφασή του για τις παρακάτω αιτίες. Υπήρχε κάποιος Μένων, Αιγεσταίος την καταγωγή, που κατά την κατάληψη της πατρίδας του είχε αιχμαλωτιστεί και λόγω της ωραίας του εμφάνισης είχε γίνει δούλος του βασιλιά. Για ένα διάστημα, λοιπόν, προσποιόταν πως είναι ευχαριστημένος που συγκαταλέγεται μεταξύ των αγαπημένων και φίλων του βασιλιά. Ωστόσο, επειδή έτρεφε κρυφή έχθρα προς τον βασιλιά, εξαιτίας της συμφοράς της πατρίδας του αλλά και της προσβολής στο πρόσωπό του, βρήκε την ευκαιρία να πάρει εκδίκηση. Διότι ο βασιλιάς που είχε ήδη γεράσει παρέδωσε τη διοίκηση των δυνάμεων στο πεδίο της μάχης στον Αρχάγαθο. Αυτός ήταν γιος του Αρχάγαθου που είχε σκοτωθεί στη Λιβύη και εγγονός του βασιλιά Αγαθοκλή και ξεπερνούσε κατά πολύ τον μέσο όρο σε ανδρεία και ευτολμία ψυχής. ... Ενώ ήταν στρατοπεδευμένος κοντά στην Αίτνα, ο βασιλιάς, θέλοντας να προωθήσει στη διαδοχή της βασιλείας τον γιο του τον Αγαθοκλή, πρώτα παρουσίασε τον νεαρό στις Συρακούσες, δηλώνοντας πως τον αφήνει διάδοχο της εξουσίας του, και μετά απ' αυτό τον έστειλε στο στρατόπεδο. Στον Αρχάγαθο έγραψε επιστολή και τον πρόσταξε να παραδώσει στον Αγαθοκλή τις πεζικές και τις ναυτικές δυνάμεις. Γι’ αυτόν τον λόγο, βλέποντας ο Αρχάγαθος πως η βασιλεία θα περνούσε σε άλλον, αποφάσισε να συνωμοτήσει εναντίον και των δύο. Έστειλε μήνυμα στον Μένωνα τον Αιγεσταίο και τον έπεισε να σκοτώσει τον βασιλιά με δηλητήριο, ενώ ο ίδιος, αφού τέλεσε θυσία σε κάποιο νησί, μόλις κατέπλευσε ο Αγαθοκλής ο νεότερος, τον πήρε μαζί του στη γιορτή και, αφού τον μέθυσε, τον σκότωσε τη νύχτα. Το σώμα του, όμως, που ρίχτηκε στη θάλασσα, ξεβράστηκε στη στεριά από το κύμα, και κάποιοι που το γνώρισαν το μετέφεραν στις Συρακούσες.




Ο βασιλιάς, που συνήθιζε πάντα μετά το δείπνο να καθαρίζει τα δόντια του με ένα φτερό, όταν σταμάτησε να πίνει, ζήτησε από τον Μένωνα το φτερό. Εκείνος του το έδωσε, αφού όμως το είχε αλείψει με δηλητήριο που προκαλεί σήψη. Ο βασιλιάς, μέσα στην άγνοιά του, το χρησιμοποίησε με περισσό ζήλο και το έφερε σε επαφή με κάθε σημείο της σάρκας γύρω από τα δόντια του. Πρώτα, λοιπόν, άρχισε να πονάει ασταμάτητα, ενώ μέρα με τη μέρα οι πόνοι γίνονταν πιο έντονοι και στη συνέχεια άρχισε να σχηματίζεται γάγγραινα γύρω απ' όλα τα δόντια. Όταν έφτασε στα τελευταία του, συγκέντρωσε τον λαό και κατήγγειλε τον Αρχάγαθο για την ασέβειά του, ενώ ξεσήκωσε το πλήθος να πάρει εκδίκηση γι’ αυτόν και δήλωσε πως επαναφέρει τη δημοκρατία στον λαό. Στη συνέχεια κι ενώ ο βασιλιάς ήταν ήδη ετοιμοθάνατος, ο Οξύθεμης, που είχε σταλεί από τον βασιλιά Δημήτριο, τον ανέβασε στην πυρά και τον έκαψε, ενώ ανέπνεε ακόμη, αλλά δεν μπορούσε να βγάλει φωνή λόγω της χαρακτηριστικής φθοράς που προκαλεί η σήψη.






Ο Αγαθοκλής είχε διαπράξει πολλά και κάθε είδους φονικά κατά την ηγεμονία του και, επειδή είχε προσθέσει στην ωμότητα εναντίον των ομοφύλων του και την ασέβεια προς τους θεούς, ο θάνατος του ήταν αυτός που άξιζε στην άνομη ζωή του. Κράτησε την εξουσία επί είκοσι οκτώ χρόνια και έζησε εβδομήντα δύο, όπως γράφει ο Τίμαιος ο Συρακούσιος και ο Καλλίας, Συρακούσιος κι αυτός, που έγραψε είκοσι δύο βιβλία, και ο Άντανδρος, ο αδελφός του Αγαθοκλή, συγγραφέας κι αυτός. Οι Συρακούσιοι, μόλις απέκτησαν δημοκρατικό πολίτευμα, δήμευσαν την περιουσία του Αγαθοκλή και γκρέμισαν τα αγάλματα που είχε στήσει εκείνος. Ο Μένων, τώρα, που είχε καταστρώσει το σχέδιο εναντίον του βασιλιά, έμεινε με τον Αρχάγαθο, έχοντας διαφύγει από τις Συρακούσες. Όμως τα μυαλά του είχαν πάρει αέρα, επειδή θεωρούνταν ότι είχε καταλύσει τη βασιλεία, έτσι δολοφόνησε τον Αρχάγαθο και, αφού πήρε τον έλεγχο του στρατού και πήρε με το μέρος του τους στρατιώτες με ωραία λόγια, αποφάσισε να πολεμήσει τους Συρακούσιους και να διεκδικήσει την ηγεμονία. Ο Αγάθαρχος ήταν πολύ πιο μπροστά από την ηλικία του σε ανδρεία και ευτολμία ψυχής, διότι ήταν εξαιρετικά νέος.




Κρίση του Διόδωρου για την αντικειμενικότητα του Τίμαιου του Ταυρομενίτη και του Καλλία του Συρακούσιου




17. Αυτός ο ιστορικός, που επέκρινε με μεγάλη οξύτητα τα σφάλματα των προγενέστερων συγγραφέων, σ' όλη την έκταση του έργου του επέδειξε ιδιαίτερη φροντίδα για την αλήθεια, αλλά σχετικά με τις πράξεις του Αγαθοκλή το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του δίνει ψευδείς πληροφορίες για τον δυνάστη, λόγω της έχθρας του προς αυτόν. Διότι, απ' όταν εξορίστηκε από τη Σικελία από τον Αγαθοκλή, δεν μπόρεσε να τον εκδικηθεί όσο ο δυνάστης ήταν ζωντανός, αλλά μετά θάνατον τον δυσφήμισε μέσω της ιστορίας του στον αιώνα τον άπαντα. Διότι, γενικά, στα ελαττώματα που ήδη είχε ο βασιλιάς, ο συγγραφέας πρόσθεσε κι άλλα πολλά δικής του επινόησης, αφαιρώντας του τις επιτυχίες και αποδίδοντας σ' αυτόν αποτυχίες, όχι μόνο εκείνες για τις οποίες ήταν υπεύθυνος αλλά και εκείνες που οφείλονταν στην τύχη και δεν είχε την παραμικρή ευθύνη γι’ αυτές. Μολονότι είναι γενικώς αποδεκτό πως ο βασιλιάς είχε στρατηγικό μυαλό και πως ήταν δραστήριος κι είχε αυτοπεποίθηση, όταν χρειαζόταν, και γενναιότητα στους κινδύνους της μάχης, δεν παραλείπει να τον αποκαλεί σ' ολόκληρη την ιστορία του άνανδρο και δειλό. Ωστόσο, ποιος δε γνωρίζει ότι από όσους βασίλεψαν ποτέ κανείς δεν απέκτησε μεγαλύτερο βασίλειο διαθέτοντας λιγότερους πόρους; Διότι ενώ από την παιδική του ηλικία ανατράφηκε ως χειρώνακτας, λόγω ταπεινής καταγωγής και έλλειψης περιουσίας, αργότερα, χάρη στη δική του και μόνο ικανότητα, δεν κυριάρχησε μόνο σ' ολόκληρη σχεδόν τη Σικελία, αλλά κατέκτησε με τα όπλα του και μεγάλο μέρος της Ιταλίας και της Λιβύης. Απορεί, λοιπόν, κανείς με το θράσος του συγγραφέα που σ' όλο του το έργο εγκωμιάζει την ανδρεία των Συρακούσιων και παράλληλα ισχυρίζεται πως εκείνος που τους νίκησε ξεπερνούσε σε δειλία όλους τους ανθρώπους. Με απόδειξη τις ίδιες του τις αντιφάσεις, γίνεται φανερό ότι πρόδωσε την αντικειμενική παρρησία του ιστορικού, για χάρη της προσωπικής του έχθρας και ανταγωνισμού. Γι' αυτό και τα πέντε τελευταία βιβλία τις ιστορίας ετούτου του συγγραφέα, στα οποία έχει περιλάβει τις πράξεις του Αγαθοκλή, δεν είναι σωστό να τα δεχόμαστε.




Αλλά και ο Καλλίας ο Συρακούσιος μπορεί δικαίως και ορθώς να κατηγορηθεί. Γιατί από τότε που τον ανέλαβε ο Αγαθοκλής και με αντάλλαγμα μεγάλα δώρα ξεπούλησε την ιστορία που είναι ο κήρυκας της αλήθειας, δε σταμάτησε στιγμή να εγκωμιάζει, ενάντια στο δίκαιο, τον μισθοδότη του. Διότι, μολονότι ο Αγαθοκλής δεν έκανε και λίγες πράξεις ασέβειας προς τους θεούς και παρανομίας προς τους ανθρώπους, ο ιστορικός λέει ότι ξεπερνούσε κατά πολύ τους άλλους σε ευσέβεια και φιλανθρωπία. Γενικά, όπως ακριβώς ο Αγαθοκλής αφαιρούσε από τους πολίτες και δώριζε στον συγγραφέα, ενάντια στο δίκαιο, αυτά που δεν του ανήκαν, έτσι κι αυτός ο θαυμαστός ιστοριογράφος χάριζε με τα γραπτά του όλα τα αγαθά στον ηγεμόνα. Ήταν εύκολο, φαντάζομαι, για τον συγγραφέα, σ' αυτή την ανταλλαγή χαρίτων, να μην επιτρέψει στα εγκώμιά του να υπολειφθούν των δωροδοκιών που προέρχονταν από τη βασιλική οικογένεια.














Συρακούσιος ιππεύς






http://users.sch.gr-Γιάννης Παπαθανασίου-Το κείμενο από το: HODOI, Du texte à l·hypertexte


Η μετάφραση είναι αντιγραμμένη από τη σειρά «ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» των εκδόσεων Οδυσσέας Χατζόπουλος.



ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ  ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ









Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια