Πανεπιστήμια στην Ανατολική Ρωμαϊκη Αυτοκρατορία ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως (Νέα Ρώμη) πού λεγόταν επίσης Πανεπιστήμιο Σπουδών της αίθουσας του Ανακτόρου της Μαγναύρας, κατά τη διάρκεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας αναγνωρίστηκε ως πανεπιστήμιο το 848, έστω και εάν τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη δεν το αναγνώρισαν ποτέ ως πανεπιστήμιο! Όπως τα περισσότερα μεσαιωνικά πανεπιστήμια, υπήρξε ένα ακαδημαϊκό ίδρυμα για πολλά χρόνια, προτού ακόμα αναγνωριστεί σαν πανεπιστήμιο, η γέννηση της Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως έλαβε χώρα επί βασιλείας Θεοδοσίου του Β’ (408 – 450), στις 27 Φεβρουαρίου του έτους 425. Το πανεπιστήμιο αυτό περιλάμβανε τις σχολές της ιατρικής, της φιλοσοφίας , των νομικών και της δασοκομίας. Οι σχολές της οικονομίας πού ήσαν ποικίλες εκείνη την εποχή, τα πανεπιστήμια, τα πολυτεχνεία, οι βιβλιοθήκες και οι ακαδημίες καλών τεχνών ήσαν ανοιχτές στη Πόλη, καταστώντας τη Κωνσταντινούπολη κέντρο της διανόησης του Μεσαιωνικού Κόσμου.



Η λαμπρότερη, αλλά και η πιο συκοφαντημένη περίοδος της ιστορίας του ελληνισμού, είναι αυτή της αποκαλούμενης βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπως την βάπτισαν κάποιοι δυτικοί συγγραφείς διαστρέφοντας το πραγματικό όνομα της μοναδικής αυτοκρατορίας στον κόσμο που έζησε πάνω από χίλια χρόνια, δηλαδή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Την ίδια περίοδο που στην δυτική Ευρώπη, που σήμερα προβάλετε σαν η πιο εξελιγμένη περιοχή της ανθρωπότητας, οι κάτοικοι ζούσαν κάτω από φρικτές συνθήκες σκοταδισμού και αγνοούσαν βασικά πολιτιστικά στοιχεία, στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το πνευματικό επίπεδο είχε φτάσει σε ύψιστα επίπεδα. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είχε μετουσιωθεί με την χριστιανική διάσταση που είχε αποκτήσει, στο ελληνορθόδοξο χριστιανικό πρότυπο, το οποίο καθοδήγησε την αυτοκρατορία σε όλη την διάρκεια της ζωής της.

ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ


Ένας από του μεγαλύτερους πνευματικούς φάρους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας,
ουσιαστικά το πρώτο πανεπιστήμιο σε ολόκληρη την Ευρώπη, ήταν το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, (Νέα Ρώμη) της βασιλίδας των πόλεων, το γνωστό από την πρώτη του περίοδο σαν «Πανδιδακτήριο», το οποίο από τον ένατο αιώνα όταν μεταφέρθηκε στα ανάκτορα της Μαγναύρας έγινε πιο γνωστό σαν Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας.

Το Πανδιδακτήριο ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’, το 425 και έκτοτε η λειτουργία του τελούσε υπό την αιγίδα των εκάστοτε αυτοκρατόρων. Λειτούργησε σχεδόν αδιάλειπτα μέχρι το 1453 και ανέδειξε πολλούς πνευματικούς ανθρώπους στον χώρο των επιστημών αλλά και της θεολογίας. Ένας από τους ανθρώπους που συντέλεσε στην ίδρυση του ήταν η Πουλχερία, αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, μια ευσεβής και θεοσεβούμενη γυναίκα καθώς και η Ευδοκία, (Αθηναΐς), σύζυγός του αυτοκράτορα, μαζί με τον έπαρχο του Πραιτορίου, Κύρο Πανοπολίτη, γνωστό τότε Έλληνα ποιητή και φιλόσοφο.[Ο Κύρος o Πανοπολίτης (Φλάβιος Ταύρος Σέλευκος Κύρος Ιέραξ) ήταν λόγιος και αξιωματούχος από την Πανόπολη της Αιγύπτου, που άκμασε περί τα μέσα του 5ου μ.Χ. αιώνα. Αναδείχθηκε έπαρχος της Κωνσταντινούπολης, ύπατος και πατρίκιος, ενώ αργότερα έγινε επίσκοπος Κοτυαίου της Φρυγίας, αν και ορισμένοι θεωρούν πως ήταν παγανιστής. Κατά μία παράδοση ήταν ο πατέρας του Παύλου Σιλεντιάριου. Περιλαμβανόταν στον Κύκλο του Αγαθία και στην Παλατινή Ανθολογία σώζονται έξι επιγράμματά του, στα οποία αναφέρεται ως Κύρος από υπάρχων ή Κύρος ο ποιητής.]



Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με πρωτεύουσα Μητρόπολη την Νέα Ρώμη -Κωνσταντινούπολη το έτος 565.


Στις 27 Φεβρουαρίου του 425, εκδόθηκε το πρώτο σχετικό διάταγμα από τον Θεοδόσιο το Β’ που ρύθμιζε τις λεπτομέρειες λειτουργίας της Σχολής. Τα πρώτα μαθήματα που διδάσκονταν στο «Πανδιδακτήριο», που λειτουργούσε πλέων σαν ανεξάρτητο πνευματικό ίδρυμα την ίδια περίοδο που στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν υπήρχε ουσιαστικά καμία πνευματική αλλά και συγγραφική δραστηριότητα, (ήταν δηλαδή η εποχή του σκότους του ευρωπαϊκού μεσαίωνα), ήταν γραμματική, ρητορική, φιλοσοφία, διαλεκτική, δίκαιο, αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική.

Στην εποχή του Ιουστινιανού αναβαθμίστηκε η Νομική Σχολή, η οποία απέκτησε πενταετή διάρκεια σπουδών και ανεξαρτητοποιήθηκε, ενώ την ίδια περίοδο στην Πατριαρχική Σχολή διδασκόταν η θεολογία. Κατά την διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Φωκά, (602-610), το Πανδιδακτήριο διέκοψε τη λειτουργία του αλλά γρήγορα επαναλειτούργησε υπό τον αυτοκράτορα Ηράκλειο, (610-641), ο οποίος μετά το 610 είχε καλέσει στην Κωνσταντινούπολη τον Στέφανο τον Αλεξανδρέα για να εποπτεύσει στην αναδιοργάνωση του Πανεπιστημίου.
Το Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας βελτιώθηκε τον 10ο αιώνα με πρωτοβουλίες του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, ο οποίος ενίσχυσε ηθικά αλλά και υλικά τους διδάσκοντες και τους σπουδαστές.
Αναφέρεται ότι την εποχή εκείνη δίδασκαν τριάντα καθηγητές, δεκαπέντε στην ελληνική γλώσσα, γραμματική και φιλολογία, ενώ άλλοι δεκαπέντε δίδασκαν στη λατινική γλώσσα, ρωμαϊκή φιλολογία, φιλοσοφία και νομικά.

Τον 11ο αιώνα ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Μονομάχος ενδιαφέρθηκε για την διεύρυνση των σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Μαγναύρας και ίδρυσε δυο σχολές, το «Διδασκαλείον των Νόμων» και το «Γυμνάσιον», (φιλοσοφική). Στο Γυμνάσιον διδάσκονταν όλες οι επιστήμες, εκτός από τα νομικά που σπούδαζαν οι μελλοντικοί νομικοί, δικαστές και υπάλληλοι στο «Διδασκαλείο των Νόμων». Στο Γυμνάσιο, δηλαδή στη φιλοσοφική σχολή, διευθυντής, («Ύπατος των Φιλοσόφων»), τοποθετήθηκε ο Μιχαήλ Ψελλός και μετέπειτα ο Ιωάννης ο Ιταλός.

Στο Διδασκαλείο των Νόμων διευθυντής έγινε ο Ιωάννης Ξιφιλίνος, Νομοφύλαξ του κράτους. Μετά την μαύρη περίοδο της φραγκοκρατία και την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Βυζαντινούς, το 1261, ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, (1261-1282), ανέθεσε την διεύθυνση του πανεπιστημίου της Μαγναύρας στο Γεώργιο Ακροπολίτη, μεγάλο Λογοθέτη, ως καθηγητή της αριστοτελικής φιλοσοφίας και στον Γεώργιο Παχυμέρη, τη διδασκαλία της λεγόμενης «τετρακτύος», (δηλαδή αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική) στο αποκαλούμενο «Οικουμενικόν Διδασκαλείον».

Πολλά ήταν τα μεγάλα πνευματικά ονόματα που λάμπρυναν με την παρουσία τους το πανεπιστήμιο της Μαγναύρας. Αρκεί μόνο να αναφέρουμε ότι κατά τον 9ο αιώνα πολλοί ιστορικοί συγκαταλέγουν και τον Θεσσαλονικέα ιεραπόστολο των Σλάβων, Κύριλλο- Κωνσταντίνο, (περίπου 827-869), καθώς και τον λόγιο, μετέπειτα μέγα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, Φώτιο, (δύο πατριαρχίες: 858-867 και 877-886). Ειδικά για τον Κύριλλο έχουμε πληροφορίες ότι ανέλαβε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα την έδρα της φιλοσοφίας στην Μαγναύρα, ενώ ο Βρετανός ιστορικός D. Nicol, αναφέρει ότι «διαδέχθηκε τον φίλο του Φώτιο στην έδρα της φιλοσοφίας», στο ίδιο πανεπιστήμιο. Όσον αφορά τον Μέγα πατριάρχη Φώτιο, υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις για το αν πραγματικά δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Μαγναύρας.

Ο πνευματικός φάρος της Κωνσταντινούπολης, της βασιλίδας των πόλεων και η μέγιστη πνευματική κίνηση που είχε αναπτυχθεί με το πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, έσβησαν οριστικά με την πτώση της Πόλης στον Μωάμεθ τον πορθητή. Παρ όλα αυτά οι σπίθες δεν έπαψαν να σιγοκαίουν και κατά την περίοδο της δουλείας. Η εκκλησία και η ορθόδοξη πιστή, ήταν αυτές που διέσωσε την ταυτότητα μας στους σκοτεινούς χρόνους της δουλείας, μακριά από τον «θανατηφόρο εναγκαλισμό» της παπικής εκκλησιάς που προσπάθησε τα τελευταία χρόνια της ανατολικής αυτοκρατορίας να στραγγαλίσει οριστικά την ελληνική ορθοδοξία. Δυστυχώς όμως ότι διασώθηκε τετρακόσια και πλέων χρόνια σκλαβιάς, κινδυνεύει σήμερα να χαθεί οριστικά από την νεοελληνική «εκσυγχρονιστική λαίλαπα».



Κοινωνία και εκπαίδευση στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία



Η βυζαντινή κοινωνία σε αντίθεση των δυτικοευρωπαϊκών του ανωτέρου μεσαίωνα, ήταν υψηλά μορφωμένη και πράγματι η βυζαντινή αυτοκρατορία κατείχε ένα υψηλό επίπεδο αλφαβητισμού σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο. Το γεγονός ότι η βυζαντινή κοινωνία ήταν καλλιεργημένη οφειλόταν στο προαιώνιο εκπαιδευτικό σύστημα πού υπήρχε στην Ελλάδα. Όντως η Κωνσταντινουπολίτικη Σχολή αποτελούσε μια συνέχεια των ακαδημιών της αρχαίας Ελλάδας.



Διδαχή -«Βυζαντινή» ζωγραφική απόδοση σε κώδικα -Φίλιππος Αλέξανδρος Βουκεφάλας


Η στοιχειώδης εκπαίδευση ήταν ευρέως διαδεδομένη και διαθέσιμη ακόμα και σε κάθε χωριό και στις τοπικές κοινωνίες για αμφότερα τα φύλα. (Οι βυζαντινοί δεν έκλειναν στο σπίτι τις γυναίκες τους, να παχαίνουν και να είναι αποκλεισμένες από τον έξω κόσμο όπως έκαναν αργότερα οι Οθωμανοί). Έτσι εξηγείται και γίνεται εύληπτη η διαιώνιση του πανεπιστημίου σπουδών της Κωνσταντινουπόλεως.
Η Σχολή της Πόλης δεν υπήρξε η μοναδική της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Πριν την μουσουλμανική κατάκτηση της Βορείου Αφρικής και της Εγγύς Ανατολής, υπήρξαν σχολές επίσης στις μεγάλες επαρχιακές πόλεις της αυτοκρατορίας όπως της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου και της Αντιοχείας της Συρίας.Το ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Πόλης ιδρύθηκε στις 27 Φεβρουαρίου του 425 από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Θεοδόσιο τον Β’, πού του έδωσε (;) το όνομα Πανδιδακτήριον, η σχολή εγκαινιάσθηκε κοντά στην Αγορά των βοοειδών (Forum Boarium). Η πρώτη σχολή της Κωνσταντινουπόλεως περιλάμβανε 31 έδρες για τις σχολές των νομικών, φιλοσοφίας, ιατρικής, αριθμητικής, γεωμετρίας, αστρονομίας, μουσικής, ρητορικής (μάθημα πού δεν διδάσκεται σήμερα γι αυτό οι σημερινοί Έλληνες δεν ξέρουν να μιλήσουν ιδιαίτερα στα τηλεοπτικά κανάλια και «γαυγίζουν» όλοι καλύπτοντας ο ένας τη φωνή του άλλου!) και άλλες διδασκαλίες, 15 έδρες για τη σχολή των λατινικών και 16 για τη σχολή των ελληνικών.



Βυζαντινό ίσως και Εκπαιδευτικό χειρόγραφο μηχανικής


Το έτος 849 η σχολή αναδιοργανώθηκε από τον μελλοντικό αντιβασιλέα του θρόνου Μιχαήλ τον Γ’ τον λεγόμενο Βάρδα (856-866), πού αναγνώρισε επισήμως τη σχολή με το τίτλο του Πανεπιστημίου.Τα κυριότερα μαθήματα του Πανεπιστημίου καθώς και τα πιο δημοφιλή πού επέλεγαν οι φοιτητές ήσαν, η ρητορική, η φιλοσοφία και το δίκαιο. Σκοπός του πανεπιστημίου ήταν να μορφώσει άτομα ικανά, πού θα μπορούσαν να αναλάβουν γραφειοκρατικές θέσεις, ή να γίνουν άνθρωποι του κράτους ή της εκκλησίας.

Υπ’αυτή την έννοια το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως υπήρξε το αντίστοιχο λαϊκό της θεολογικής σχολής. Το πανεπιστήμιο διατήρησε έναν ενεργό ρόλο στη φιλοσοφική παράδοση του πλατωνισμού και του αριστοτελισμού, ο πρώτος των οποίων αντιπροσωπεύει το μακροβιότερο παράδειγμα αδιάκοπης συνέχισης της πλατωνικής σχολής πού παρέμεινε ενεργός για σχεδόν δύο χιλιετίες, έως τον 15ο αιώνα. Το Πανεπιστήμιο εξαφανίστηκε την ημέρα της Άλωσης της Πόλης στις 29 Μαΐου 1453.Το πανεπιστήμιο θα κλείσει στις 29 Μαΐου 1453, από τον Μεχμέτ τον Καταστροφέα (ή «Μωάμεθ τον Πορθητή»), στη θέση του οποίου ανέγειρε ένα δικό του πανεπιστήμιο πού αρχικά λειτούργησε ως ισλαμική ιερατική σχολή (Μεντρεσές), αλλά κατόπιν με τη προσέλευση ξένων (δυτικών καθηγητών) πού κάλεσε ο Μεχμέτ δημιουργήθηκαν και άλλες σχολές όπως η ιατρική αλλά πλήρως «απαγκιστρωμένες» από το ελληνικό πρωτότυπο και φυσικά δεν χάρηκε ποτέ την αίγλη του ελληνικού Πανδιδακτηρίου.



Ο Μιχαήλ Γ΄ανάμεσα σε μαθητές


Μάρκο Πόλο ο εξερευνητής και διπλωμάτης πρέσβης του Δογικού κράτους της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Ενετίας στη Κίνα, Ταταριστάν, Μοσκοβία και Κωνσταντινούπολη. Σπούδασε οικονομικά, εμπορευματολογία, ρητορική της διπλωματίας σύμφωνα με τα αριστοτελικά πρότυπα. Ήταν δεινός γνώστης της ελληνικής γλώσσας, φίλος και ενθαρρυντής του συμπατριώτη του Πέτρου του Απονενσιανού. (και πράκτορας της Ενετίας εν γνώσει της βυζαντινής αντικατασκοπείας!)

Το Πανεπιστήμιο – Πανδιδακτήριο της Κωνσταντινουπόλεως υπέστη τη λαίλαπα της περιόδου της εικονομαχίας το 730. Τότε θανατώθηκαν εικονολάτρες καθηγητές, το πανεπιστήμιο περιήλθε σε χάος και πυρπολήθηκε. Οι εικονολάτρες καθηγητές σπίλωσαν τη μνήμη του Λέοντος Γ’ του Ισαύρου (717-741) τον οποίο θεώρησαν υπεύθυνο για «την έλλειψη εκπαίδευσης στην αυτοκρατορία».



Βυζαντινοί Εικονομάχοι καλύπτουν την εικόνα του Χριστού με ασβέστη.
«Ψαλτήρι Χλουντόφ» (περί το 830). Μόσχα, Ιστορικό Μουσείο.


Ο Λέων ο Ίσαυρος όμως ήταν σοφός αυτοκράτορας και προέβη στην εικονοκλαστία (δηλαδή το σπάσιμο των εικόνων των εικονολατρών, μια εντελώς παγανιστική συμπεριφορά της αμόρφωτης μάζας των χριστιανών, οι οποίοι με τις προκαταλήψεις τους έξυναν τις εικόνες των αγίων και προσλάμβαναν σαν θαυματουργό φάρμακο τη κονιορτοποιημένη βαφή με αποτέλεσμα να πεθαίνουν από Σατουρνισμό – μολυβδίαση – καθώς η βαφή περιείχε μόλυβδο πού από τότε ήταν σημαντικό συστατικό της βαφής των αγιογράφων, αλλά και ισχυρό δηλητήριο για όποιον κατάπινε τη βαφή), τόσο για λόγους προάσπισης της υγείας αλλά και για το φαινόμενο της μαζικής αποχής των νέων από το στρατό με το πρόσχημα των σπουδών! (Οι γενόμενοι ιερομοναχοί απαλλάσσονταν από τη στρατιωτική θητεία. Στη Δύση, μόνον οι ιερομοναχοί μπορούσαν να σπουδάσουν, και το έκαναν για να αποφύγουν το στρατό, με τη διαφορά ότι στο Βυζάντιο οι σπουδές ήσαν δωρεάν χρηματοδοτούμενες από τους φόρους).

Έτσι η αυτοκρατορία επί Λέοντος Ισαύρου βρέθηκε με περισσότερους μοναχούς παρά στρατιώτες! Το κράτος αντιλήφθηκε τι συνέβαινε και έδρασε κεραυνοβόλα, διώκοντας τους «ιερομοναχούς» και τραβώντας τους έξω από τα μοναστήρια κατατάσσοντάς τους στο στρατό δια της βίας! Επί Ισαύρων το Πανεπιστήμιο μεταρρυθμίστηκε και μετονομάστηκε σε «Οικουμενικόν Διδασκαλείον». Στο Πανεπιστήμιο δεν διδασκόταν η θεολογία, αλλά στην Πατριαρχική Σχολή. Ποτέ οι Ίσαυροι δεν έκλεισαν το πανεπιστήμιο και αντιθέτως έδωσαν μεγάλη σημασία στη μόρφωση και την προώθησαν με τις μεταρρυθμίσεις τους. Όσοι επικαλούνται το αντίθετο ψεύδονται αισχίστως!
Το Πανδιδακτήριο αναγνώριζε διατριβές φοιτητών πού υποβάλονταν από τους ιδίους με νομοθετικό ή ρητορικό περιεχόμενο πού ονομάζονταν «δρακτά ή δράγματα» και που ενέκρινε καθηγητής της σχολής. Το σύστημα αυτό το μιμήθηκαν στη συνέχεια (13ο αιώνα) τα δυτικοευρωπαϊκά πανεπιστήμια επεκτείνοντας τη διατριβή σε όλες τις σχολές και το εξακολουθούν μέχρι σήμερα.Εξετάζονται διατριβές, ενώ περιφέρεται ο «οβολοσυλλέκτης διδάκτρων» για την είσπραξη της συμμετοχής των παρισταμένων απ’όπου θα βγει ο μισθός του καθηγητού (στο βάθος καθήμενος στη έδρα) καθώς και η συντήρηση της αίθουσας.
Ο οβολοσυλλέκτης ήταν ο οικονομικός διαχειριστής και λογιστής των εσόδων-εξόδων των δυτικοευρωπαϊκών Πανεπιστημίων (Ιταλίας, Γαλλίας). Μάλιστα έφερε και ειδική στολή (όπως και σήμερα!).

Το μάθημα-μελέτη κρατούσε πολλές ώρες και γινόταν διάλειμμα μόνον για το συσσίτιο πού παρείχετο από το πανεπιστήμιο (μόνον στους εγγεγραμμένους σ’αυτό, φοιτητές ή καθηγητές) και περιλαμβανόταν στην τιμή της «οβολοείσπραξης».
Το μενού ήταν όπως και των μοναστηριών (συνήθως ο μάγειρας ήταν φραγκισκανός ή δομινικανός μοναχός με υπηρέτες κατάδικους πρόσφατης αποφυλάκισης από τα κάτεργα) και συνίστατο από ψωμί, πυτιούχο τυρί και prebogion ένα είδος χορταρικού με το οποίο σιτίζονταν οι νορμανδοί (ιδιαίτερα οι ιππότες του 12ου αιώνα) πού κατέκτησαν όλη την Δ.Ευρώπη. Το κρέας σπάνιζε στους ακαδημαϊκούς κύκλους της εποχής. Εισήχθη στο μενού αργότερα (15ος αιώνας).



ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΤΩΝ ΜΕΣΩΝ ΧΡΟΝΩΝ



Η ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ΜΑΓΓΑΝΩΝ


Υπάρχει, επίσης, με την εικασία που θέλει τους πολέμαρχους αυτοκράτορες της Μακεδονικής δυναστείας να αμελούν την λειτουργία του πανεπιστημίου, ελλείψει οικονομικών μέσων ή άλλων δικαιολογιών.
Στην Νεαρά του Κωνσταντίνου Θ' του Μονομάχου (1042­-1055), έργο που συντάχθηκε από τον Ιωάννη Μαυρόποδα και περιλαμβάνεται στην συλλογή των έργων του, την οποία εξέδωσε ο Paulus de Lagarde από τον ελληνικό κώδικα του Βατικανού Νο 676, διαβάζουμε: «δεινόν γαρ και τω όντι και σχέτλιον ταις μεν άλλαις επιστήμαις και τέχναις, όσαι τε λογικαί, και των βαναύσων ενίαις, και χώρας ιδίας και καθηγεμόνας αποτέταχθαι, προεδρίας τε κεκληρώσθαι και σιτήσεις προσαφωρίσθαι και τι γαρ ου προσείναι καλόν εις παραμυθίαν των μετιόντων, το δε πάντων μεν μαθημάτων αναγκαιότατων, πάντων δε σπουδασμάτων βιωφιλέστατον, ου χωρίς τάλλα πάντα περιττά και ανόητα (τι γαρ όφελος τούτων, ευνομίας αποιχομένης;), τούτο δη καθ' άπερ αλλόφυλον της πολιτείας απελήλασθαι και μήτε τόπον έχειν οικείον εν αυτή γινωσκόμενον μήτε τάξιν τινα, μη βαθμόν, μη προνόμιον, αλλ' όλως ημέλησθαι και απερρίφθαι και οιωνεί τι φαύλον τεχνύδριον ασυντελές παντελώς προς την ανθρωπίνην ζωήν αδιατύπωτον ούτω και αδιάρθρωτον μένειν, ελεούμενον μάλλον ή θαυμαζόμενον, και θρήνου μάλλον ή ζήλου νομιζόμενον άξιον47;». Με την νεαρά αυτή ιδρύθηκε νομική σχολή το 1045 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη.
Στο παραπάνω εδάφιο ο συντάκτης θεωρεί αδικαιολόγητη την ανυπαρξία νομικής σχολής, ενώ υπήρχε σχολή για τις άλλες επιστήμες και τέχνες.Η έμμεση αυτή μαρτυρία μας πληροφορεί, ότι η σχολή διέθετε και δική της περιουσία (χώρας), προφανώς από δωρεές, για να μπορεί να συντηρείται, οπότε η διάθεση πόρων για τις εκστρατείες των προηγούμενων αυτοκρατόρων δεν επηρέαζε αναγκαστικά την λειτουργία της.
Επίσης υπήρχαν σχολάρχες (καθηγεμόνας), οι οποίοι κατείχαν τιμητικά αξιώματα (προεδρίας). Υπήρχε κρατική μέριμνα (σιτήσεις, τι γαρ ου προσείναι καλόν) για καθηγητές και σπουδαστές (μετιόντων).
Έχουμε, λοιπόν, κανονική λειτουργία πανεπιστημίου, με όλα τα προβλεπόμενα. Εξάλλου, όσο και αν θέλει να πιστέψει κανείς την προσωπική εξομολόγηση του Μιχαήλ Ψελλού, ότι ήταν αυτοδίδακτος, ότι η φιλοσοφία εξέλιπε στα χρόνια που προηγήθηκαν και αυτός την αναγέννησε48, κάτι τέτοιο είναι απίθανο. Είναι γνωστή επιδεκτικότητα του.



Αγ.Γεώργιος Μαγγάνων δεξιά επάνω στην φωτό και τα περιμετρικά κτήρια της Μονής όπου ήταν η πανεπιστημιακή σχολή -.Οι Ίσαυροι (717-802) φαίνεται πως ονόμασαν τη σχολή «Οικουμενικόν Διδασκαλείον».Κατά τον 9ο αιώνα, ο Βάρδας (842-867), θείος του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ' και Καίσαρας μετά το 862, εγκατέστησε αυτό το Πανδιδακτήριο στο ανάκτορο της Μαγναύρας για να διδάσκεται η «έξω σοφία» ή «θύραθεν παιδεία», κάτω από τη διεύθυνση του Λέοντος του Μαθηματικού από τη Θεσσαλία (790 - 869). Ο Λέων ο μαθηματικός δίδαξε την τετρακτύ (αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία και μουσική). Η φοίτηση ήταν δωρεάν. Λόγω της θέσης του ήταν γνωστό και ως Πανδιδακτήριο της Μαγναύρας.


Παράλληλα με την ήδη υπάρχουσα σχολή, δημιουργήθηκε από τον Κωνσταντίνο Θ', και νομική σχολή, το «Διδασκαλείο των Νόμων» ή «Μουσείο Νομοθετικής». Δεν μπορεί να εννοηθεί ως τμήμα της ήδη υπάρχουσας σχολής, αλλά ως ξεχωριστό τμήμα εφόσον προβλεπόταν ξεχωριστός σχολάρχης. Έτσι, ως σχολάρχης της φιλοσοφικής, ορίσθηκε από τον Κωνσταντίνο Θ' ο Μιχαήλ Ψελλός (1018­1081 ή 1096), με τον τίτλο «Ύπατος των φιλοσόφων», ενώ κατά την ιδρυτική νεαρά, σχολάρχης της νομικής ορίζεται ο Ιωάννης Ξιφιλίνος (1005 ή 1008-­1075), με τον τίτλο «Νομοφύλαξ» ή «Εξηγητής των Νόμων». «εξηγητήν και διδάσκαλον τοις νόμοις παρασχομένη Ιωάννην τον λογιώτατον ιλλούστριον, κριτήν επί του ιπποδρόμου και εξάκτωρα, τον Ξιφιλίνον επικλήν, ος ουκ αφανώς ουδ' ασήμως ουδ' αμυδρώς επεδείξατο την εαυτού πολυμάθειαν, αλλά δημοσία και φανερώς εν αυταίς ταις των πραγμάτων πείραις εξέλαμψεν, ομοίως μεν ταις της λογιότητος, ομοίως δε και ταις της των νόμων ειδήσεως τέχναις κεκοσμημένος, και μηδέν προτιμότερον μηδέποτε θέμενος των ημετέρων κκελέυσεων49».
Μετά την τελευτή του προστάτης τους αυτοκράτορα, Ξιφιλίνος και Ψελλός, κατηγορήθηκαν ως αιρετικοί και έλαβαν την άγουσαν προς κάποιο μοναστήρι του Ολύμπου της Βιθυνίας. Τον Μιχαήλ Ψελλό διαδέχθηκε στην θέση του «Ύπατου των φιλοσόφων» ο Ιωάννης Ιταλός. Ανακλήθηκαν αμφότεροι με την άνοδο στον θρόνο του Κωνσταντίνου Ι' Δούκα (1059-­1067), μαθητή του Ψελλού. Ο Ξιφιλίνος τότε ανέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο ως Ιωάννης Η'.

Η νομική σχολή στεγάστηκε στον χώρο της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Μαγγάνων. «έσται γαρ από της παρούσης μετά της εξ ουρανού βοηθείας και συνεργείας ανειμένον μεν τοις νόμοις εις παιδευτήριον το κάλλιστον σχεδόν και τερπνότατον οίκημα του ευαγούς ημών οίκου, ον επί κρείττοσιν ελπίσι κατασκευάσαντες, θεώ των πάντων ημίν των αγαθών δοτήρι καθιερώσαμεν, και των εν μάρτυσιν περιώνυμον, τον και κλήσει και πράγματι τροπαιοφόρον Γεώργιον οιωνεί τινα μέγαν οικοδεσπότην αυτή και οικιστήν τε και φύλακα λαμπρώς επεστήσαμεν, ω και τον εκείσε θείον ναόν ου της μαρτυρικής χωρίς (οίμαι) συνευδοκίας άμα και αντιλήψεως εκ καινής ανηγείραμεν και εις ιερόν φροντιστήριον τον οίκον κατασκευάσαμεν».



Κ. Παπαρρηγόπουλος «Ιστορία του Ελληνικού΄Έθνους » σελ.116


Φαίνεται δηλ. ότι ο χώρος ανακαινίσθηκε, για να στεγάσει την σχολή. Παράλληλα η νεαρά επαγγέλεται και την ίδρυση νομικής βιβλιοθήκης: «τούτο δ', ότι φυλάξει και τας βίβλους των νόμων, ας εκ της εκείσε βιβλιοθήκης παρά του ευλαβεστάτου βιβλιοφύλακος εις ελευθέραν λήψεται χρήσιν και προς το δοκούν αυτώ μεταχειριείται, δηλ. τας χρειωδεστέρας και προς την διδασκαλίαν των νόμων χρησιμοτέρας ˙ ». Από το απόσπασμα αυτό δεν συνάγεται, ότι ο «νομοφύλαξ» ήταν και ο «βιβλιοφύλαξ».

Ειδικά προνόμια καθιερώθηκαν για τον «νομοφύλακα»: «τοιούτοις δε χρήσεται δικαίοις και προνομίοις˙ εναριθμήσεται μεν τοις μεγαλοδόξοις συγκλητικοίς, έξει δε και καθέδραν ευθύς μετά τον επί των κρίσεων, ω και προς το ημέτερον κράτος συνεισελεύσεται, καθ' ας κακείνος ημέρας, και της ημετέρας ομιλίας και όψεως ωσαύτως αξιωθήσεται, ως καντεύθεν η προθυμότερος, τω της τιμής υπερέχοντι διαφερόντως εναβρυνόμενος. Και ρόγαν ανά παν έτος λήψεται εξ ημετέρων χειρών λίτρας τέσσαρας και βλαττίον και βαΐον, σιτηρέσιον δε χάριν έξει τάδε και τάδε». Οι διαλέξεις του νομοφύλακος δίδονταν δωρεάν προς πάντα μαθητή, «αναργύρως δε πάσι και αμισθί διαλέξη».

Επιτρεπόταν, όμως να δέχεται δώρα, από γόνους πλούσιων οικογενειών, «πλην ει μήπου τις τούτων εξ ευδαίμονος ορμώμενος οίκου, ευγενώς τον διδάσκαλον φιλοφρονήσασθαι βούλοιτο ˙ τότε γαρ ουχ όπως απαγορεύομεν την λήψιν του διδομένου, αλλά δη και προσεπαινούμεν,...». Η νομική αυτή σχολή υπήρξε το εκκολαπτήριο των δημόσιων λειτουργών.
Η νεαρά, μετά την έκθεση του δύσκολου εγχειρήματος της νομικής μόρφωσης και τον έπαινο των φιλοπονούντων, υποσχόταν: «...ως ουκ εις κενόν ουδ' εις μάτην τα της σπουδής υμίν έσται, αλλ' αυτοί τε τον βίον ευκλεέστερον ζήσεσθε, και πολλών μερών άρξετε της ημετέρας ηγεμονίας ˙ δήλον γαρ ως τους όνομα και δόξαν λαμπράν επί νομοθεσία λαβόντας και η βασιλεία ημών και οι μεθ' ημάς αεί βασιλεύσοντες προκρινούμεν των άλλων εν ταις διανομαίς των αρχών, και αντίδοσιν πρέπουσαν υμίν αντιδώσομεν της αγαθής προαιρέσεως».

Η νομική αυτή σχολή της Κωνσταντινούπολης υπήρξε πρότυπο για την ίδρυση παρόμοιων σχολών στην Ευρώπη, με πρώτη την νομική σχολή της Μπολόνια (έτος ίδρ. 1088 μ.Χ.). Δεν είναι τυχαίο ότι η αναβίωση των νομικών σπουδών ξεκινά για την Ευρώπη την εποχή αυτή, στην πόλη της Μπολόνια.
Εν συντομία, οι παράγοντες που είχαν καθοριστική επίδραση προς αυτήν την κατεύθυνση είναι οι εξής: στην Ιταλία η συνέχεια της ρωμαϊκής κυριαρχίας, επέτρεψε την επιβίωση των αστικών κέντρων, την εποχή που τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά εξαφανίστηκαν υπό την βαρβαρική κυριαρχία. Αυτά μετά την οριστική πτώση και του τελευταίου ρωμαϊκού οχυρού στους Νορμανδούς το 1071 μ.Χ. προεξήρχαν στην αστική ανάπτυξη της δυτικής Ευρώπης και στην αντίστοιχη οικονομική.

Οι συντεχνίες των εμπόρων (Universitas Mercatorum Italiae Nundinas Campaniae ac Regni Franciae Frequentantium)50 , μετέφεραν τους κανόνες της επιχειρηματικής δραστηριότητας (τον άγραφο lex mercatorum), της οποίας η ορθή λειτουργία έθετε επιτακτική την ανάγκη της δημιουργίας του κατάλληλου νομικού πλαισίου, που θα καθόριζε συναλλαγές, συμβόλαια, πιστώσεις κ.τ.λ. Ή της αντιγραφής του.



Κ. Παπαρρηγόπουλος «Ιστορία του Ελληνικού΄Έθνους » σελ.114


Το έτοιμο νομικό πλαίσιο βρήκαν οι Δυτικοί στον Πανδέκτη του Ιουστινιανού. Ο πρώτος καθηγητής στην Δύση που ασχολήθηκε με αυτόν ήταν ο Irnerius (1055-­1125)-51, διδάσκαλος της ρητορικής της λατινικής γλώσσας.
Η γλωσσική μεθοδολογία του, έγινε το πρότυπο της διαδικασίας προσέγγισης των ρωμαϊκών νομικών κειμένων από τους δυτικούς σχολαστικούς του μεσαίωνα (glossators). Επομένως, δύσκολα μπορεί να σταθεί συμπέρασμα για την επιβίωση νομομαθών στην Δύση, απλά και μόνο από την μελέτη του κειμένου του Πανδέκτη, εφόσον αυτό προσεγγίστηκε αρχικά με φιλολογική ερμηνευτική και όχι νομική. Από διδάσκαλος της ρητορικής ο Irnerius έγινε νομοδιδάσκαλος, και magister. Συν τω χρόνω δημιουργήθηκε και η universitas magistrorum et scolarium και προέκυψε στη Δύση το πανεπιστήμιο. Ύλη, τίτλοι, ακόμη και αυτοκρατορική προστασία αντιγράφηκαν από τα αντίστοιχα βυζαντινά.

Η Authentica Habita (αυτοκρατορικό προνόμιο), που δόθηκε από τον Φρειδερίκο Α' Βαρβαρόσσα το 1155 μ.Χ. στους σπουδαστές της Μπολόνια, είναι το πρώτο Δυτικό αυτοκρατορικό διάταγμα και αφορούσε την νομική κατοχύρωση και προστασία τους-52. Χρειάστηκαν άλλα 58 χρόνια, για να παραχωρηθεί το άσυλο στο πανεπιστήμιο του Παρισιού το 1208 μ.Χ. μετά από εξαετή αντιπαράθεση με την Αγία Έδρα.



Ακόμη και η επίδοση διπλωμάτων στους σπουδαστές ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη...!


Ακόμη και η επίδοση διπλωμάτων στους σπουδαστές ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη, όπως μας δείχνει η προαναφερθείσα νεαρά: «και μη μόνον αυτούς (συμβολαιογράφους και δικηγόρους) πάντα τρόπον εκπονείν και μανθάνειν επιμελώς τα των νόμων παρά τω λογιοτάτω νομοφύλακι, αλλά μηδ' εντάττεσθαι πρότερον τοις τοιούτοις συστήμασι, πριν αν ούτος αυτός ο διδάσκαλος αυτοίς επιμαρτυρήσοι, και την εκείνων υπόληψιν επί τε τη των νόμων μαθήσει και τη λοιπή δεξιότητι ­ γλώττης άμα φωνή και χειρός γραφή ­ βεβαιώσοι».

Στο νοσοκομείο γινόταν η πρακτική εξάσκηση των σπουδαστών της ιατρικής.


Το συγκρότημα των Μαγγάνων περιελάμβανε εκτός της Μονής του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου και της νομικής σχολής, νοσοκομείο και ανάκτορο. Στο νοσοκομείο αυτό γινόταν η πρακτική εξάσκηση των σπουδαστών της ιατρικής.

.Τριδιάστατη αναπαράσταση του χώρου .Ο Ιερός ναός του Αγ. Γεωργίου του Τροπαιοφόρου ,των Μαγγάνων και τα κτήρια της Μονής στην Κωνσταντινούπολη όπου εβρίσκετο η Νομική πανεπιστημιακή Σχολή .


Την πρόνοια των Μαγγάνων είχε αναθέσει ο Κωνσταντίνος Θ' στον Κωνσταντίνο Λειχούδη, μετέπειτα πατριάρχη Κωνσταντίνο Γ' (1059-­1063), κατά τον Ζωναρά: «τη δ' εκκλησία τον πρόεδρον και πρωτοβεστιάριον Κωνσταντίνον τον Λειχούδην αντικατέστησεν (ο Ισαάκιος Α' Κομνηνός), άνδρα ταις των κοινών πραγμάτων επί μακρόν εμπρέμψαντα διοικήσεσι και ανέγκλητον διαμείναντα, ώπερ ο Μονομάχος και την των Μαγγάνων ανέθετο πρόνοιαν και τα περί της ελευθερίας αυτών ενεπίστευσεν έγγραφα53».

Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ' Βοτανειάτης έδωσε τα βασιλικα ανάκτορα για να στεγασθεί το Πανεπιστήμιο...!


Στο απόσπασμα αυτό μνημονεύεται φοροαπαλλαγή της περιοχής. Η ακριβής έννοια της λέξης πρόνοια δεν έχει διαλευκανθεί 54. Ίσως εννοείται η ηγουμενία της Μονής. Από τον ίδιο ιστορικό μαθαίνουμε, ότι στην συνέχεια ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Γ' Βοτανειάτης (1078­-1081) χορήγησε με χρυσόβουλο την Μονή του Αγίου Γεωργίου με το ανάκτορο και την Μονή του Εβδόμου στην σύζυγό του Μαρία της Αλανίας, χήρα του Μιχαήλ Ζ' Δούκα του Παραπινάκη (1071­-1078): «ήδη γαρ ειλήφει (Μαρία η Αλανή) ταύτα ( τα ανάκτορα των Μαγγάνων) και την μονήν, αλλά μέντοι και την του Εβδόμου διά χρυσοσημάντου του Βοτανειάτου γραφής»(XVIII.21).



<

p style="text-align: center;">Ο αυτοκράτορας Νι

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια