«Εὐρωπαῖοι καὶ Ἀμερικανοὶ εἶναι πράγματι Εὐρωπαῖοι;»

Πατὴρ Γεώργιος Μεταλληνός

«Μόνο ὁ Ἰω. Καποδίστριας, λόγω τῶν οὐσιαστικῶν σχέσεών του μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, τήρησε ἐφεκτικὴ στάση…»
«Οἱ πολιτικοὶ Ἡγέτες μᾶς ἔμαθαν νὰ στηρίζουμε «τὴν πάσαν ἐλπίδα μας», στὴν Εὐρώπη, μὲ ἀποτέλεσμα τὰ σημερινὰ ἀποκαλυπτήρια τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης καὶ τὴν ἀπογοήτευση τοῦ Ἔθνους, μὲ ἐξαίρεση τοὺς συνειδησιακὰ ταυτισμένους μαζί της, τὴ «δυτικὴ παράταξη» τῶν εὐρωπαϊστῶν». 
Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ
Τὸ μελέτημά μας αὐτὸ δὲν ἔχει τὴν πρόθεση νὰ εἶναι a priori καταδικαστικὸ καὶ ἀπορριπτικό, ἀλλὰ κυρίως ἑρμηνευτικὸ καὶ ἀναθεωρητικὸ κάποιων παγιωμένων καὶ ἀμετακίνητων θέσεων, ποὺ ἐπιβλήθηκαν στὸ Ἔθνος, ἀναπαραγόμενες μέσω τῆς σχολικῆς παιδείας. Ἐπιδιώκει νὰ διεισδύσει στὸ φαινόμενο τοῦ φιλελληνισμοῦ - παράγοντα μεγάλης σημασίας στὸ ἀγωνιζόμενο...

γιὰ τὴν παλιγγενεσία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνος κατὰ τὴ Μεγάλη Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση (1821). Στόχος της εἶναι νὰ συμβάλει σὲ μία ρεαλιστικότερη ἀποτίμηση τῶν ὅρων Φιλελληνισμὸς καὶ Φιλέλληνες.

Τὴν εὐστοχότερη σημασιοδότηση τῶν ὅρων αὐτῶν προσφέρει ἡ κορυφαία σήμερα -κατὰ τὴν δική μου ἐκτίμηση- ἔκφραση τῆς ἑλληνικῆς λεξικογραφίας, τὸ «Λεξικὸ» τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας» τοῦ καθηγητοῦ Γεωργίου Μπαμπινιώτη: Φιλελληνισμός: «Ἰδεολογικὴ καὶ πολιτικὴ κίνηση, ποὺ ἀναπτύχθηκε σὲ εὐρωπαϊκὲς χῶρες καὶ στὴν Ἀμερική, καὶ ἀποσκοποῦσε στὴν ἠθικὴ καὶ ὑλικὴ ἐνίσχυση τῶν Ἑλλήνων πρὶν καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1821». Φιλέλληνας: «Κάθε ξένος, ποὺ ὑποστήριξε τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 καὶ ἐνδεχομένως ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος στὸ πλευρὸ τῶν ἐπαναστατῶν»1. Ὅταν δὲν πληροῦνται αὐτὲς οἱ προϋποθέσεις, τὰ πράγματα ὁδηγοῦνται στὴν ἄρνηση, ποὺ ἐξέφρασε στὸ θέμα αὐτὸ ὁ μακαρίτης Κυριάκος Σιμόπουλος, ποὺ συνοψίζεται στὸν ἀπόλυτο ἀφορισμό του: «Φιλελληνισμὸς τοῦ 1821: ἕνας ξενόφερτος μύθος»2. Πρόκειται γιὰ ἀτεκμηρίωτη ὑπερβολὴ ἢ, ὡς κάποιο σημεῖο, ἀνταποκρίνεται στὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια; Αὐτὸ θὰ ἀνιχνευθεῖ στὴ συνέχεια.

Ποιά ἤσαν τὰ αἴτια τοῦ Φιλελληνισμοῦ
Μὲ τὸ θέμα ἔχουν ἀσχοληθεῖ πολλοὶ ἐρευνητές, εὐσύνοπτα ὅμως τὰ ἀπαριθμεῖ ὁ ἀείμνηστος διδάσκαλός μας Νικόλαος Τωμαδάκης3:  Ὁ θαυμασμὸς πρὸς τὸν ἀρχαῖο κόσμο, τὸ ὁμόθρησκο τῶν Ἑλλήνων (ἡ χριστιανικότητα), ἡ διεθνὴς φιλανθρωπία, ὁ φιλελευθερισμός, ὁ ρομαντισμός, προσωπικὲς φιλοδοξίες καὶ ἡ ζωτικότητα τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Οἱ ἐρευνητὲς τοῦ θέματος συγκλίνουν στὴν προτεραιότητα τοῦ πνεύματος τοῦ ρομαντισμοῦ4. Ἡ συμπαράσταση στὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση θὰ ἐκδηλωθεῖ ὄχι μόνο μὲ λόγια, ἀλλὰ καὶ μὲ συγκεκριμένες ἐνέργειες: ἐράνους ἢ καὶ μὲ ἀποστολὴ ἐθελοντῶν.

Οἱ κινήσεις ὅμως αὐτὲς τοῦ εὐρωπαϊκοῦ καὶ ἀμερικανικοῦ κόσμου χρειάζονται ὡς ἕνα βαθμὸ τὴν ἀπομύθευσή τους. Διότι γίνεται καὶ ἐκ πρώτης ὄψεως φανερό, ὅτι ὁ ρομαντισμὸς τῶν τρεφομένων ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 18ου αἰ. μὲ ἀναφορὲς στὴν εὔκλεια τῶν κλασικῶν χρόνων καὶ τὸ κλασικὸ ἰδεῶδες, κυρίως στὸν γερμανικὸ χῶρο, ὁδηγοῦσαν σὲ ἕνα φιλελληνισμό, παράγωγο τοῦ δικοῦ τους ὁράματος γιὰ τὴν ἐλευθερία, καὶ στὴν οὐσία, «ἄσχετο τόσο πρὸς τὴν ἀρχαιότητα, ὅσο καὶ μὲ τὴν σύγχρονη Ἑλλάδα»5. «Μὲ τὴ σημαία τοῦ φιλελληνισμοῦ οἱ Γερμανοὶ μάχονταν γιὰ τὴ δική τους ἐλευθερία»6.

Ἡ ἔξαρση τοῦ ρομαντικοῦ συναισθηματισμοῦ ὅμως εἶχε καὶ τὴν ἀρνητικὴ πλευρά της. Οἱ κατερχόμενοι στὴν ἀγωνιζόμενη Ἑλλάδα, ὄχι σπάνια, ἀπογοητεύονταν ἀπὸ τὴν ἄμεση ἐπαφὴ μὲ τοὺς ἐπαναστατημένους Ἕλληνες, διότι δὲν μποροῦσαν νὰ ἀναγνωρίσουν σ’ αὐτοὺς τὴν εἰκόνα τῶν ἀρχαίων, ποὺ εἶχε κατασκευάσει ἡ Δύση7. Ἄλλωστε τὴν ἀναμφισβήτητη φιλική τους διάθεση περιόριζε σημαντικὰ ἡ σχέση τοῦ Ἑλληνισμοῦ μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ ὑποστασίωνε μία κοινωνία διαμετρικὰ διαφορετικὴ πρὸς τὶς δυτικὲς κοινωνίες, διαμορφωμένες στὸ πλαίσιο ἄλλων χριστιανικῶν -καὶ στὴν οὐσία ἀποχριστιανοποιημένων παραδόσεων.

Ἡ Ὀρθοδοξία, ὡς πίστη καὶ ζωὴ δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ εἶναι τὸ πρόβλημα τῶν Δυτικοευρωπαίων8. Κατὰ τὸν Γ. Ἰακωβάτο, (1813-1882), ρωμηὸ πολιτευτὴ τῆς ἐποχῆς, «ὁ ξένος ποτὲ δὲν ὠφέλησε ἡ ἐναντία γνώμη δείχνει πὼς καὶ Ρωμαῖοι καὶ ξένοι, καὶ ταξειδιώταις καὶ μὴ ταξειδιώταις, δὲν καταλαβαίνανε τί πάει νὰ πῆ ἔθνος ἕνα σῶμα, καὶ ξεχωριστὰ τὸ Ρωμαίικο διὰ τὴ θρησκεία του, τὸν τόπο του, τὰ ἤθη του καὶ τὴ ζωὴ του»9. Ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν ἱδρυτὴ τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας (1824) καὶ βαπτισμένο Ὀρθοδοξο10, λόρδο Φρειδερίκο - Δημήτριο Γκίλφορδ11, θὰ δηλώσει ἀπερίφραστα:

«Ὁ μιλόρδος ἀγάπαε τοὺς Ἕλληνες (=τοὺς ἀρχαίους) περισσότερο ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους (=τούς νέους)   μάλιστα ἐκεινῶν τῶν παλαιῶν ἡ ἀγάπη τὸν ἔκαμε ν’ ἀγαπήση ἐμᾶς τοὺς νέους. Δία τοῦτο οἱ σκοποί του δὲν ἐπροερχόντανε ἀπὸ ἀρχὴ νὰ δώση μέσα νὰ ἐλευθερωθῆ τὸ γένος, διὰ τοῦτο δὲν τοῦ ἤρεσε νὰ τὸ ἰδῆ ἐλεύθερο  μόνε ἤθελε νὰ αἰσθάνεται τὴ λύπη νὰ τοῦ χαϊδεύη τὸ ζυγό, διὰ νὰ παρηγοριέται μοναχός του μὲ ταῖς εὐεργεσίαις, ποὺ τοῦ ἔκανε. Ὁ Μιλόρδος, μὲ ὅση καλὴ καρδιὰ καὶ ἂν εἶχε, ἐγεννήθηκε Ἰγγλέζος κ’ ἐτοῦτο φθάνει»12. Ὁ Εὐρωπαῖος δηλαδὴ εἶναι ἀδύνατο νὰ δεῖ τοὺς Ἕλληνες διαφορετικά, ἔστω καὶ ἂν γίνει Ὀρθόδοξος!

Ἡ ἐντύπωση γιὰ τὸν Φιλελληνισμὸ καὶ τοὺς Φιλέλληνες, ποὺ διεμόρφωσε ὁ ἑλληνικὸς κόσμος ἀκριβῶς στὸ σημεῖο αὐτὸ χωλαίνει, ὅταν μάλιστα δὲν διαθέτει τὶς ρωμαίικες, ὀρθόδοξες δηλαδή, προϋποθέσεις τοῦ Ἰακωβάτου καὶ τῶν ὁμοφρόνων του Ὀρθοδόξων.

Οἱ κάθε εἴδους φιλελληνικὲς ἐκδηλώσεις ἐκλαμβάνονται ὡς κατάφαση καὶ ἀποδοχὴ ὁλόκληρης τῆς ἑλληνικότητας, συνεπῶς ὄχι μόνο τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητας, ἀλλὰ καὶ τῆς σύγχρονης ὀρθόδοξης Ἑλλάδας, μὲ ὅλο τὸν ἑλληνορθόδοξο πολιτισμὸ της13. Ἂς ἀφήσουμε δέ, ὅτι «ἡ φιλελληνικὴ κίνηση, ποὺ συγκλόνιζε ἀκόμη καὶ τὶς λαϊκὲς μάζες, δὲν εἶχε καμμιὰ σχέση μὲ τὴν Ἑλλάδα, ἀλλ’ ἀποτελοῦσε διαμαρτυρία κατὰ τοῦ δικοῦ τους ἀπολυταρχισμοῦ»14. Ἐξ ἄλλου, στὴν ἔκφραση φιλελληνικῶν διαθέσεων δὲν ἔλειπαν καὶ ἰδιοτελεῖς στόχοι, ποὺ τὶς ἐνσάρκωναν ἄνεργοι στρατιωτικοὶ καὶ κάθε εἴδους τυχοδιῶκτες. Δὲν εἶναι, βέβαια, δυνατὸν νὰ ἀπολυτοποιηθεῖ αὐτὴ ἡ θέση, ἀλλὰ δὲν παύει νὰ τεκμηριώνεται ἀπὸ πολλὰ παρόμοια περιστατικά15.

Εἶναι ὅμως πάλι γεγονός, ὅτι «εἴτε προφάσει εἴτε ἀληθεία» (Φιλιπ.1,18) ἡ μεγάλη πλειοψηφία –καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν ἀποδομητὴ Σιμόπουλο- τῶν εὐρωπαϊκῶν λαϊκῶν μαζῶν «στάθηκε ὁμόφωνα στὸ πλευρὸ τοῦ μαχόμενου Ἑλληνισμοῦ. Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση γι’ αὐτὲς δὲν ἦταν μία πτυχὴ τοῦ Ἀνατολικοῦ Ζητήματος, ποὺ ἀπασχολοῦσε τὰ ἀνακτοβούλια καὶ τοὺς διπλωμάτες. Ἄγγιξε συναισθηματικὰ εὐρύτερα στρώματα, ἔγινε σύμβολο καὶ ὁραματισμὸς»16.






Ὁ Φιλελληνισμὸς τῶν Ξένων, πάντως, ἴδια τῶν κρατικῶν παραγόντων ἢ ὅσων τελοῦσαν σὲ ἄμεση ἐξάρτηση ἀπὸ τὶς δυτικὲς κυβερνήσεις, ἐξυπηρετοῦσε, κατὰ κύριο λόγο, τὰ ξένα κρατικὰ συμφέροντα. Ἀκόμη καὶ στὰ εὐρύτερα λαϊκὰ στρώματα, ὄχι σπάνια, τὸ ἴδιο ἴσχυε, μὲ τὴν ἔννοια, ὅτι τὰ συμβαίνοντα στὴν Ἑλλάδα ἦταν μία ἀνυπέρβλητη πρόκληση ἀνθρωπιᾶς, ἀγνοώντας ὅμως τὴν ἑλληνορθόδοξη πραγματικότητα, ἐνεργοῦσαν μὲ βάση τὰ δικά τους διαφέροντα, μετακενώνοντας, μαζὶ μὲ τὴν ὁποιαδήποτε βοήθεια, τὰ δικά τους πολιτισμικὰ δεδομένα στὴν καθ’ ἠμᾶς Ἀνατολή. Διατυπώθηκε καὶ ἡ ἀξιοπρόσεκτη θέση, ὅτι «ὁ φιλελληνισμὸς ἴσως ἦταν παγίδα τῆς ἀποκοπῆς τῶν Ἑλλήνων τῆς Τουρκοκρατίας, ἀπὸ τοὺς νόμιμους δεσμούς τους μὲ τὴν Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία»17.

Μία ἀδυναμία μὲ συνέπειες
Ότι ὁ Φιλελληνισμὸς τῶν ξένων, εἰς τὴν πραγματικότητα, ἐξυπηρετοῦσε, κατὰ κανόνα, τὰ δικά τους συμφέροντα, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ ἀμφισβητηθεῖ. Οὔτε ὅμως μπορεῖ καὶ νὰ χαρακτηρισθεῖ ὡς κάτι «μεμπτόν». Αὐτὸ ἐπισημαίνει ὁ Σπ. Μαρκεζίνης στὴν «Ἱστορία» του18, ἀναφερόμενος σὲ μία ἐγγενῆ ἀδυναμία τοῦ Ἔθνους μας, ποὺ εἶναι τὸ μόνιμο ἀδύνατο σημεῖο τῆς ἐξωτερικῆς μας πολιτικῆς. Πρόκειται γιὰ τὴν εὐπιστία μας καὶ τὴ στήριξη τῶν ἐθνικῶν μας στόχων καὶ ἐλπίδων στοὺς κατὰ φαντασίαν, συνήθως, «Φιλέλληνες», μὲ ἐπίκεντρο τὶς ξένες Κυβερνήσεις. Μειονέκτημα αὐτὸ τῆς πολιτικῆς μας ἡγεσίας, ποὺ ἀναζητεῖ φιλέλληνες, διότι δὲν μποροῦμε νὰ σταθοῦμε χωρὶς αὐτούς!

Ἂς μὴ λησμονοῦμε τὴν μακρὰ πίστη τοῦ Γένους μας στὴ μεγάλη Χριστιανικὴ Δύναμη, τὸ «ξανθὸν γένος», ποικιλοτρόπως νοούμενο, ποὺ θὰ ἀπελευθέρωνε τοὺς «ραγιάδες»19. Αὐτὸ ὅμως γέννησε τὴ νεώτερη ξενομανία μας20. Ἔτσι ὅμως, ἀφ’ ἑνὸς μὲν εὐνοοῦμε τὶς πολιτικὲς ἐπιδιώξεις τῶν ξένων, ἀφ’ ἑτέρου δὲ καθιστάμεθα ἄμεσα ἡ ἔμμεσα ὄργανά τους.

Εἶναι γεγονός, ὅτι ὁ ἀκαταλληλότερος χῶρος γιὰ τὴν ἀντικειμενικὴ ἐκτίμηση καὶ ἀναγνώριση φιλελληνισμοῦ καὶ φιλελλήνων εἶναι ἡ κρατικὴ διπλωματία. Ὅταν λείπει ὁ ρεαλισμός, κραταιώνεται ἡ ξενομανία καὶ ἡ ἐπιδίωξη τῆς ξένης «προστασίας». Ἐξ ἄλλου, ἡ ἀπόδοση τοῦ τίτλου «φιλέλλην» σὲ ἰσχυρὲς συμμαχικὲς πολιτικὲς προσωπικότητες, συνήθως ἐξυπηρετοῦσε, καὶ ὄχι μόνο τὸ ’21, σκοπιμότητες κάθε εἴδους χωρὶς ἀντίκρυσμα στὴν πραγματικότητα. Τὸν 19ο καὶ κυρίως τὸν 20ον αἰ. θὰ γίνει καθαρὰ ἀντιληπτὸ πὼς ἀπὸ τὴν ξενομανία φθάνουμε κατ’ εὐθείαν στὴν μεταβολή μας σὲ «δορυφόρους» τῶν Μεγάλων21.

Αὐτὴ τὴν ἀναπόφευκτη ἐκτροπὴ στὴν κατανόηση τοῦ φιλελληνισμοῦ ἐπισημαίνει καὶ ὁ δόκιμος καὶ στὴν Ἱστορία, μακαριστὸς π. Ἰω. Ρωμανίδης: Κατὰ τὴν προπαγάνδα τῶν Νεογραικῶν, λέγει, «ὅλος ὁ κόσμος, καὶ κυρίως ἡ Εὐρώπη καὶ ἡ Ἀμερική, εἶναι πλήρης ἀπὸ φιλέλληνες, οἱ ὁποῖοι θαυμάζουν τόσον πολύ τούς σημερινοὺς ἀρχαίους Ἕλληνας, ὥστε νὰ ζητοῦν οἱ ἴδιοι τὴν εὐκαιρίαν νὰ βοηθήσουν τὴν μικρᾶν, ἀλλ’ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον Ἑλλαδίτσαν νὰ προοδεύση καὶ νὰ γίνη πάλιν ἔνδοξος». Κατὰ τὸν ἴδιον ὅμως «δὲν ὑπάρχουν οἱ φιλέλληνες τῆς νεογραικικῆς μυθολογίας καὶ ὀνειροπολήσεως»22.

Καὶ καταλήγει: «Δυστυχῶς ὁ μύθος τῶν ξένων φιλελλήνων εἶναι μία ψυχολογικὴ ἀνάγκη τοῦ Γραικύλου, ὁ ὁποῖος φοβεῖται νὰ εἶναι κράτος χωρὶς μανούλαν καὶ πατερούλην. Ὁ Γραικύλος θέλει ὄχι συμμάχους, ἀλλὰ γονεῖς… διὰ τὴν προστασίαν τοῦ νηπίου Ἕλληνος»23. Δὲν εἶναι ἄλλωστε οὔτε ἄγνωστη, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἀδύνατη, ἡ μετάπτωση ἀπὸ τὴν συμμαχία στὴ δουλεία.

Σὲ κάθε ἐποχὴ ἡ ἀνάθεση τῶν προβλημάτων τοῦ Ἔθνους στοὺς οἰουσδήποτε Ξένους εἶναι δεῖγμα παρακμῆς. «Ξενοφοβία» καὶ «ξενομανία» συνιστοῦν τὴν ἰδεολογικὴ πόλωση τοῦ ἑλληνικοῦ 19ου αἰώνα. Κάτι ἀνάλογο διαπιστώνεται στὶς ἡμέρες μας μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ἀληθινοῦ προσώπου τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης, στὴν ὁποία οἱ πολιτικοὶ Ἡγέτες μᾶς ἔμαθαν νὰ στηρίζουμε «τὴν πάσαν ἐλπίδα μας», μὲ ἀποτέλεσμα τὰ σημερινὰ ἀποκαλυπτήρια τῆς Ἑνωμένης Εὐρώπης καὶ τὴν ἀπογοήτευση τοῦ Ἔθνους, μὲ ἐξαίρεση τοὺς συνειδησιακὰ ταυτισμένους μαζί της, τὴ «δυτικὴ παράταξη» τῶν εὐρωπαϊστῶν.

Ἡ ἀνακήρυξη τῶν φιλελλήνων
Ὁ χαρακτηρισμὸς τῶν Ξένων ὡς φιλελλήνων γίνεται σὲ δύο ἐπίπεδα, τὸ ἐπίσημο πολιτικὸ - διπλωματικὸ καὶ τὸ εὐρύτερο λαϊκό. Ἡ κρατικὴ ἡγεσία χαρακτηρίζει ξένα ἡγετικὰ πολιτικὰ πρόσωπα ὡς φιλέλληνες, ἀνώτερους ὑπαλλήλους ἑνὸς συμμάχου Κράτους ἡ προσωπικότητες τοῦ ἐπιστημονικοῦ ἢ τοῦ οἰκονομικοῦ χώρου, ποὺ μὲ τὴ στάση καὶ τὶς ἐνέργειές τους ὠφέλησαν μὲ ἰδιάζοντα τρόπο τὸ Ἔθνος. Ἡ πρόκριση αὐτὴ διαχέεται στὸ εὐρὺ στρῶμα τοῦ λαοῦ μὲ τὰ ὑπάρχοντα μέσα πληροφόρησης καὶ ἐπικοινωνίας.

Τὸ βασικὸ κριτήριο στὶς περιπτώσεις αὐτὲς εἶναι ἡ παροχὴ ὠφελείας στοὺς ἀγῶνες καὶ τὶς ἀνάγκες τοῦ Ἔθνους. Σπάνια ὅμως στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἐλέγχονται, ἢ μποροῦν νὰ ἐλεγχθοῦν, τὰ ἀληθινὰ κίνητρα τῶν τιμωμένων προσώπων. Ἡ κρατικὴ ἐξουσία, συνήθως, στὶς ἀποφάσεις της κινεῖται διπλωματικά, ὑπεισέρχονται δὲ διάφοροι ἀθέατοι παράγοντες καὶ σκοπιμότητες παντὸς εἴδους, ποὺ καλύπτονται μὲ τὸ γνωστὸ ἐπιχείρημα: «διὰ τὸ συμφέρον τοῦ Ἔθνους».

Ἔτσι δὲν εἶναι περίεργο νὰ «κατασκευάζονται» συχνὰ φιλέλληνες, ὡς ἀποτέλεσμα ἀποφάσεων αὐθαιρέτων καὶ σκοπίμων. Οἱ ὁποιοιδήποτε ὅμως Ξένοι ποτὲ δὲν παύουν νὰ ἐπιδιώκουν ὅ,τι εὐνοεῖ πρώτιστα αὐτοὺς τοὺς ἰδίους καὶ τὴν πολιτικὴ τῆς Χώρας τους. Σπανιώτατα θυσιάζει κάποιος τὰ δικά του ἀτομικὰ ἢ κρατικὰ συμφέροντα γιὰ τὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, καὶ μάλιστα τῶν μικρῶν, ποὺ στηρίζονται στὴ βοήθειά του. Ἄρα ἀπὸ τὴν συμμαχικὴ συνεργασία ὡς τὸν κατ’ οὐσίαν φιλελληνισμὸ ὑπάρχει μεγάλη ἀπόσταση. Καὶ εἶναι γεγονός, ὅτι στὰ δύο πρῶτα χρόνια τοῦ ἀγώνα ὑπῆρξε γνησιότερος φιλελληνισμός, ὡς ἀνθρωπισμός, ποὺ ἀπὸ τὸ 1823 καὶ ὡς τὸ τέλος τοῦ Ἀγώνα δίνει τὴ θέση του σὲ πράκτορες, κατασκόπους καὶ τυχοδιώκτες24.






Ἔτσι ὁδοὶ τῆς ἑλληνικῆς πρωτεύουσας ἔχουν ἀφιερωθεῖ σὲ κατασκόπους ἢ Μισέλληνες25. Ἀπὸ τὶς πιὸ αἰνιγματικὲς μορφὲς Φιλελλήνων εἶναι ὁ Λόρδος Βύρων (1788-1824). Οἱ γνῶμες γι’ αὐτὸν διχάζονται. Στὸ λεξικὸ Μπαμπινιώτη καταξιώνεται: Ὁ λόρδος Μπάϋρον ὑπῆρξε ἀπὸ τοὺς γνωστότερους (φιλέλληνες), ἄλλοι, ὅπως ὁ Ἀπ. Βακαλόπουλος, τὸν βλέπουν πολὺ θετικὰ περιγράφοντας τὸ τέλος του μὲ ἔντονο συναισθηματισμό26. Ὁ Γ. Ἰακωβάτος, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι, δὲν διστάζουν νὰ παρουσιάσουν τὰ σκοτεινά του σημεῖα, ποὺ γνώριζαν οἱ σύγχρονοί του. «Ὁ Μπάϋρον ἀγάπαε τὴν Ἑλλάδα – γράφει ὁ ἑπτανήσιος Ἰακωβάτος- ἐπειδὴ ἡ σκλαβιὰ της τὸν ἔκαμε ποιητὴ / στιχουργὸ (sic). Μποροῦμε νὰ καταδεχθοῦμε ὑμνητή μας τὸν ὑμνητὴ τῆς Βενετιᾶς;»27.

Ἂς μὴ λησμονοῦμε, ὅτι ἡ ἑλληνικὴ θέση γιὰ τὸν ρόλο τοῦ Μπάϋρον εἶναι ἐκείνη, ποὺ διετύπωσε ὁ Σπυρίδων Τρικούπης γιὰ ἐκεῖνον στὸν ἐπικήδειό του (20.4.1824) καὶ ἔψαλαν ἀργότερα ὁ Δ. Σολωμὸς καὶ ὁ Α. Κάλβος29. Πρέπει ὅμως νὰ ὁμολογήσουμε, ὅτι τὴν πληρέστερη ἀναφορὰ στὸν Μπάϋρον (σελίδες 35-199)30 ἔχει ὁ Σιμόπουλος, μὲ ἀξιοποίηση ὅλων τῶν γνωστῶν πηγῶν. Τὸ συμπέρασμά του: «Τὸν ἔκλαψαν οἱ Ἕλληνες τὸν Bayron. Ἦταν ἀρκετὸ ποὺ πέθανε στὸν τόπο τους. Δὲν ὑποψιάζονταν, ἐκτὸς ἀπὸ ἐλαχίστους, μέσα στὴ φωτιὰ τοῦ πολέμου, τὸ ρόλο του στὶς ἐσωτερικὲς πολιτικὲς καὶ στρατιωτικὲς διεργασίες καὶ τοὺς ἀνταγωνισμοὺς τῶν Δυνάμεων» (σ.192). Τοῦ ἐπιρρίπτεται δὲ μεγάλο μέρος τῆς εὐθύνης τοῦ ἐμφυλίου, ποὺ ἔγινε «μὲ τὶς εὐλογίες καὶ τὴ δραστήρια συμμετοχὴ τοῦ Byron» (σ.193). Οἱ γνῶμες, συνεπῶς, γι’ αὐτὸν ποικίλλουν. Καὶ εἶναι ἕνα πολὺ χαρακτηριστικὸ παράδειγμα.

Δὲν μποροῦμε ὅμως νὰ ἀρνηθοῦμε, ὅτι ὅλοι οἱ οὕτως ἢ ἄλλως χαρακτηριζόμενοι Φιλέλληνες προκάλεσαν τὸ διεθνὲς πολιτικὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸν Ἀγώνα καὶ ἔτσι στὸ σύνολό τους ὠφέλησαν, στὴν ἀρχὴ τουλάχιστον, τὴν ἑλληνικὴ ὑπόθεση.

Ἡ ἰσχυρότερη ἐπιβεβαίωση τοῦ κανόνα
Οἱ Μισσιονάριοι τοῦ Προτεσταντισμοῦ συνιστοῦν παράδειγμα σαφέστατο ἀμφιλεγομένου Φιλελληνισμοῦ. Ἡ κίνηση αὐτὴ τῶν Προτεσταντικῶν Ὁμολογιῶν ἐμφανίστηκε στὸν ἱστορικὸ ἑλλαδικὸ χῶρο παράλληλα μὲ τὴν ἔναρξη τῆς ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως31, ἀναπτύσσοντας ἐκπαιδευτικὴ καὶ ἰατρικὴ δραστηριότητα, ποὺ ἐξυπηρετοῦσε φυσικά τούς στόχους τους32. Λόγω τῶν ἐλλείψεων τοῦ Ἑλλαδικοῦ πολιτειακοῦ χώρου γίνονταν πανηγυρικὰ δεκτοὶ ἀπὸ τὴν Πολιτεία καὶ τὰ κρατικὰ ὄργανα.

Ἀρκεῖ νὰ λεχθεῖ ὅτι ὁ L. Kork33 καὶ ὁ Isaak Lowndes34, ἀντίστοιχα, στὴν ἐλεύθερη Ἑλλάδα καὶ τὴν Κέρκυρα, ἀνέλαβαν ὑπεύθυνες θέσεις στὴν ἐκπαίδευση35. Μόνο ὁ Ἰω. Καποδίστριας, λόγω τῶν οὐσιαστικῶν σχέσεών του μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, τήρησε ἐφεκτικὴ στάση ἀπέναντί τους, ποὺ δὲν παρέλειπαν νὰ σχολιάζουν ἐπικριτικὰ οἱ κορυφαῖοι τοῦ Μισσιοναρισμοῦ36. Τὴ στάση τῆς Πολιτείας ἀπέναντί τους συμμεριζόταν καὶ μία ὄχι μικρὴ μερίδα τοῦ Λαοῦ. Δὲν ἦταν λίγες δὲ οἱ φορές, ποὺ ὀνομάζονται ἀκόμη καὶ σήμερα «φιλέλληνες»37 γιὰ τὴν προσφορά τους στὸ ἑλληνικὸ Ἔθνος. Ἐν τούτοις οἱ Μισσιονάριοι, ὡς βρετανοὶ ἢ ἀμερικανοὶ πολίτες, παρέμεναν πάντα «ὑπέρμαχοι τοῦ ἀγγλοσαξωνικοῦ πολιτικοῦ καὶ πολιτιστικοῦ μοντέλου τῆς χώρας τους», παρουσίαζαν δὲ στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία τὴν περισσότερο ἀρνητικὴ ὄψη τοῦ εὐρωπαϊκοῦ Προτεσταντισμοῦ»38.

Ὁ Λαὸς ἐν τούτοις καὶ ὁ Κλῆρος, ποὺ διαθέτουν ἀλάνθαστο συλλογικὸ κριτήριο, ὅσο περισσότερο ἤσαν συνδεδεμένοι μὲ τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση, δὲν ἄργησαν νὰ ἀντιληφθοῦν τὰ σχέδιά τους. Γι’ αὐτὸ τοὺς διέστελλε39 ἀπὸ τοὺς ἀληθινοὺς φιλέλληνες, ποὺ ἀνταποκρίνονταν στὶς πραγματικὲς ἀνάγκες τους χωρὶς στὸ ἐλάχιστο ἀντάλλαγμα κάθε εἴδους καὶ χωρὶς νὰ θεωροῦν ἀναγκαῖο νὰ τελοῦν σὲ συμφωνία μὲ τὴν πολιτικὴ τῆς χώρας τους γιὰ τὴν μικρὴ καὶ ἀδύναμη Ἑλλάδα.

Ἀγγλοαμερικανοὺς τοὺς ἀποκαλοῦσε ὁ Λαός, ἐπιβεβαιώνοντας μὲ ρεαλισμὸ καὶ ἀποτιμώντας τὴ δράση καὶ τοὺς στόχους τους. Καὶ αὐτό, διότι γρήγορα ἔγινε ἀντιληπτό, ὅτι δὲν προσέφεραν κατ΄  οὐσίαν βοήθεια στοὺς ἐμπερίστατους Ἕλληνες, ἀλλὰ ἐπεδίωκαν τὸν ἐκπροτεσταντισμὸ καὶ ἐκδυτικισμὸ τῆς Ἑλλάδος40 μὲ τὴν ἐπέκταση σ’ αὐτὴν τῆς θρησκευτικῆς πίστης τους καὶ τοῦ πνεύματος τῶν κοινωνιῶν τους. Ὁ στόχος τους δηλώνεται ἀπερίφραστα στὴν ὑπηρεσιακὴ ἀλληλογραφία τους.

Ὁ ἀμερικανὸς μισσιονάριος E. Robertson σὲ μία σπουδαία Report του ἐκθέτει τοὺς λόγους, διὰ τοὺς ὁποίους οἱ μισσιονάριοι πρέπει νὰ θέσουν ὑπὸ τὴν καθοδήγησή τους ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα σχολεῖα στὴν Ἑλλάδα γιὰ τὴν αὔξηση τῆς ἐπιρροῆς τους στὴ νέα γενεά. Στὴ συνείδηση τῶν μαθητῶν τους θὰ μείνουν ἔτσι, πάντα ὡς φίλοι καὶ εὐεργέτες τῶν Ἑλλήνων καὶ θὰ μένουν πρόθυμοι (οἱ μαθηταὶ) νὰ δέχονται τὴν καθοδήγησή τους καὶ στὴν ὑπόλοιπη ζωή τους! Ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι «ἐσωτερικὴ ἅλωση», τί ἄλλο μπορεῖ νὰ εἶναι;41

Παραγνωρίζοντας τὸν ἱστορικὰ ἐπιβεβαιωμένο δυναμισμὸ τῆς λαϊκῆς Ὀρθοδοξίας, ἔκαναν ἐκεῖνο ποὺ αὐτοὶ θεωροῦσαν ὠφέλιμο γιὰ τὸν ἑλληνικὸ Λαό, σύμφωνα μὲ τὸ πρόγραμμά τους, ἐπιδιώκοντας νὰ τὸν προσαρμόσουν στὰ δικά τους μέτρα. Δὲν προσέφεραν, συνεπῶς, τὴν ζητουμένη βοήθεια, ἀλλὰ τὶς δικές τους προκατασκευασμένες λύσεις. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Λαός, μὲ τὴν πρακτικὴ ψυχολογική του δύναμη, τοὺς ἀντιμετώπιζε ὡς ὅλο, βλέποντάς τους ὡς κάτι παρέμβλητο καὶ ξένο, χαράσσοντας μία στάση ἀπέναντί τους, ποὺ ἰσχύει γιὰ τοὺς Ὀρθοδόξους ὡς σήμερα.

Γι’ αὐτὸ στὰ χείλη τοῦ Λαοῦ οἱ χαρακτηρισμοὶ «ἀμερικανοὶ» καὶ «ἀγγλοαμερικανοί», πέρα τοῦ ἐθνογραφικοῦ περιεχομένου τους προσέλαβαν καὶ ὁμολογιακὸ χαρακτήρα. Ὁ Λαὸς καὶ ὁ Κλῆρος, ἰδίως ἀπὸ τὸ 1830 κ. ε., ἔβλεπαν τοὺς μισσιοναρίους ὡς ἐκπροσώπους τοῦ ἰδίου κόσμου καὶ ὡς φορεῖς τοῦ ἰδίου πνεύματος, ἁπλῶς ὡς ξένο σώμα42. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Μισσιονάριοι, ὡς ὅλο, ἔμειναν στὴ συνείδηση τοῦ Λαοῦ, ὡς σφήνα στὸν κορμὸ του43.

Εἶναι δὲ πλέον γνωστὸ στὴν ἔρευνα, ὅτι οἱ θρησκευτικὲς ἐπιδιώξεις τῶν μισσιοναρίων στὴν Ἑλλάδα ἔβαιναν παράλληλα μὲ τὶς ἐπιδιώξεις τῆς δυτικῆς πολιτικῆς στὸν μεσογειακὸ χώρο44. Μέχρις ἑνὸς σημείου μποροῦσαν νὰ διακηρύσσουν, ὅτι δὲν προπαγάνδιζαν μία συγκεκριμένη ὁμολογία. Ἄλλωστε στὴν καλβινίζουσα παράταξη τοῦ Προτεσταντισμοῦ ἀνῆκαν σχεδὸν ὅλοι οἱ Μισσιονάριοι. Δὲν θὰ μποροῦσαν ὅμως νὰ πείσουν, ὅτι δὲν ἐνεργοῦσαν καὶ ὡς ἐκπρόσωποι τοῦ ἔθνους τους, ὑποστηρίζοντας τὴν πολιτική του, ἔστω καὶ ἂν προφασίζονταν ὅτι ἀδιαφοροῦσαν γιὰ τὰ πολιτικά. Δὲν ἔπαυαν νὰ εἶναι οἱ Προτεστάντες Μισσιονάριοι Ἄγγλοι ἢ Ἀμερικανοί.

Εἶναι ἐκπληκτικὴ ἡ διαπίστωση τοῦ εἰδικοῦ στὸ χῶρο τῆς Ἱεραποστολῆς P. Kawerau γιὰ τοὺς ἀμερικανοὺς μισσιοναρίους: «Ἀληθινὴ θρησκεία τῆς Βίβλου καὶ ἀμερικανικὸς πολιτισμὸς ἦταν κατὰ βάση τὸ αὐτὸ … Ἐξάπλωση τῆς Βίβλου, λοιπόν, σήμαινε συγχρόνως ἐξάπλωση ἀμερικανικῶν τάσεων καὶ τρόπου ζωῆς, τῶν ὁποίων συνισταμένη ἦταν ἡ ἐλευθερία … Ἐκεῖνος, ποὺ δεχόταν τὴν ὑπεροχὴ τῆς Ἀμερικῆς, θάπρεπε νὰ καταλήξει στὸ συμπέρασμα, ὅτι οἱ Ἡνωμένες Πολιτεῖες ἤσαν τὸ δημιουργημένο ἀπὸ τὸν Θεὸ ὄργανο, μὲ τὸ ὁποῖο Ἐκεῖνος μποροῦσε νὰ ἐπιτύχει τοὺς σκοπούς Του. Φορέας δὲ αὐτῶν τῶν σκοπῶν ἦταν ἡ Ἱεραποστολὴ»45. Ὁ δυτικὸς μεσσιανισμὸς σ’ ὅλη τὴν μεγαλοπρέπειά του!

Εἶναι πολὺ σωστή, λοιπόν, στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ γνώμη τοῦ καθηγητοῦ Χρ. Γιανναρά: «Δὲν φαίνεται νὰ διερωτηθήκαμε ποτέ, γιατί οἱ λεγόμενες Μεγάλες Δυνάμεις δὲν ἀρκοῦνται στὴν οἰκονομικὴ καὶ πολεμική τους ἰσχύ, ἀλλὰ προσπαθοῦν καὶ ἐξοδεύουν γιὰ τὸν χρησιμοθηρικὸ διεθνισμὸ τῆς γλώσσας τους καὶ τὴ διάδοση τῆς παιδείας τους σὲ ὅλες τὶς χῶρες καὶ τὴν ἐνίσχυση τῶν ἱεραποστολῶν τους»46.

Προετοιμάζοντας τὴν σημερινὴ πορεία πρὸς τὴν νεοεποχίτικη πανθρησκεία, οἱ κυρίαρχες παγκόσμιες δυνάμεις εἶχαν κατανοήσει, ὅτι ὁ «ἐκδυτικισμὸς» τοῦ κόσμου καὶ ἐν προκειμένω τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, προσφέρει σταθερὰ τὴν δυνατότητα γιὰ τὴν πολιτικὴ παγκοσμιοποίηση47. Μία ἰδιαίτερη, ἀλλὰ σημαντικὴ περίπτωση, ἰδιοτελοῦς μισσιοναριστικοῦ «φιλελληνισμοῦ» ὑπῆρξε τὸν 19ο αἰώνα ὁ ἀμερικανὸς μισσιονάριος Jonas King48. Ἡ σύγκρουσή του μὲ τὴν Ἑλληνικὴ Δικαιοσύνη μετὰ τὴν κατάδειξη τῆς προσηλυτιστικῆς του δράσης, ἀπέδειξε περίτρανα τὴν συμπόρευση καὶ συνεργασία μισσιοναρισμοῦ καὶ ἀμερικανικῆς δικαιοσύνης καὶ πολιτικῆς49, μὲ τὴν ἐπέμβαση τῆς τελευταίας ὑπὲρ τοῦ Μισσιοναρίου καὶ τὴν ἥττα τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας.






Γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς μυθοπλασίας
Γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῆς μυθοπλασίας εἶναι ἀνάγκη τὸ Ἔθνος μας νὰ μὴν ἐθίζεται στὴν ἀποδοχὴ τῶν οἱωνδήποτε μύθων καὶ στὸ χῶρο τοῦ «Φιλελληνισμοῦ». Πόσο μᾶλλον πού, ὡς ἐλέχθη, ἐθιζόμεθα ἔτσι στὴν ἐναπόθεση τῶν ἐθνικῶν μας ἐλπίδων στοὺς οἰουσδήποτε ξένους. Ἡ συνειδητοποίηση τοῦ ἐγγενοῦς αὐτοῦ πάθους μας ἀπαιτεῖ ὅμως ὡριμότητα. Ἀπὸ ἕνα παρόμοιο, μάλιστα, μύθο γιὰ τὸ «ξανθὸ γένος», ποὺ ἔτρεφε γιὰ μακρὸ χρόνο τὸ Ἔθνος, μᾶς ἀποσυνέδεσε ἀπὸ τὸ 1774, μετὰ τὴν συνθήκη τοῦ Κιουτσοὺκ - Καϊναρτζῆ ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός50.

Βλέποντας τὴν πορεία τῆς διεθνοῦς πολιτικῆς, κατενόησε ὅτι τὸ Ἔθνος γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία του ἔπρεπε νὰ στηριχθεῖ στὶς δικές του δυνάμεις, ρίχνοντας τὸ βάρος στὴν ἑλληνορθόδοξη παιδεία. Αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ ἐνστερνισθεῖ ἀργότερα καὶ ὁ στρατηγὸς Θεόδωρος Κολοκοτρώνης51. «Ἄς, μὴ φθάσουμε, λοιπόν, στὴν ἀκραία παραδοχή, ὅτι «οἱ φιλέλληνες ἐζημίωσαν τὴν Ἑλλάδα»52, ῆ ὅτι οὔτε φίλους, οὔτε ἀδελφοὺς εἶχε ποτὲ ἡ Ἑλλάδα. Μόνο ἐχθροὺς καὶ καταφρονητὲς»53. Ἐν τούτοις, ἀπέναντι σὲ μία τέτοια γενίκευση κορυφώνεται ὁ σπαραγμὸς τοῦ Μακρυγιάννη: «Ὅτι μᾶς ἔφαγαν οἱ ξένοι ὡς γλάροι»!54. Εἶναι ὅμως ἀναγκαία καὶ μία ἄλλη ἐξ ἴσου σημαντικὴ ὑπέρβαση.

Πηγὴ τῆς περὶ φιλελλήνων μυθολογίας εἶναι ἡ ματαιοδοξία μας, ὅτι ὁ ἑλληνικὸς πολιτισμὸς καὶ ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς ταυτίζονται55, μία πεποίθηση ποὺ ριζώνει στὸν Ἀδαμάντιο Κοραή. Κατὰ τὴν εὔστοχη ὅμως παρατήρηση τοῦ π. Ἰω. Ρωμανίδη56, ἀναζητώντας καὶ «πλάθοντας» φιλέλληνες ὁ σύγχρονος «γραικύλος», ἀντὶ νὰ ἀποκτήση ὄργανον, γίνεται «ὄργανον» αὐτός. «Οἱ ξένοι, κατὰ τὸν ἴδιο, καλὸ γνώστη τῆς δυτικῆς κοινωνίας, ἐκλαμβάνουν (τὸ ἑλληνικὸ φιλότιμο) ὀρθῶς ὡς δουλοπρέπειαν ἀδυνάτου καὶ ὡς μορφὴν φαινομενικῆς μεγαλοψυχίας». Τὸ ἀποτέλεσμα; «Τὸ δουλοπρεπὲς φιλότιμόν τοῦ Γραικύλου, ἐν συνδυασμῶ μὲ ἐπίδειξιν συμμαχικῆς ἀφοσιώσεως, ἐμποιεῖ μᾶλλον ἀνησυχίαν παρὰ ἐμπιστοσύνην»57. Αὐτοῦ ὁδηγεῖ συνήθως ἡ στερουμένη τὴν ἑλληνορθόδοξη «λεβεντιὰ» ἑλληνικὴ πολιτικὴ καὶ διπλωματία.

Ὁ Ρωμηὸς γνωρίζει, ὅτι «συμμαχία εἶναι συνεργασία πολιτική, οἰκονομικὴ καὶ στρατιωτική, μέσω τῆς ὁποίας κάθε κράτος προστατεύει τὰ ἰδικὰ του συμφέροντα καὶ τὰ συμφέροντα τῶν συμμάχων, ἐφ’ ὅσον τὰ συμφέροντα αὐτὰ ταυτίζονται μὲ τὰ ἰδικὰ του συμφέροντα»58.

Ἕνα ἀκροτελεύτιο ἐρώτημα: Δὲν ὑπάρχουν, λοιπόν, ἀληθινοὶ φιλέλληνες; Ὑπάρχουν ὁπωσδήποτε, ἀλλὰ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀναγνωρίζονται μὲ ἀντικειμενικότητα, κάτι ποὺ προϋποθέτει γνήσια καὶ αὐθεντικὰ κριτήρια. Ὁ ὅρος «φιλέλλην» στὴν τρέχουσα χρήση ἔχει σχετικὴ σημασία. Φιλέλληνας ἢ φιλοάγγλος ἢ φιλοαμερικανός, εἶναι σὲ τελευταία ἀνάλυση ἐκεῖνος, ποὺ ἀποδέχεται ἕνα Λαὸ πολιτισμικὰ ὁλόκληρο καὶ ἀνταποκρίνεται στὶς ἀνάγκες του καὶ στὰ αἰτήματά του χωρὶς νὰ ἐπιβάλει τὶς δικές του λύσεις.

Φιλέλληνες εἶναι ἔτσι, οἱ Ξένοι, ποὺ ἀψηφώντας τὴν πολιτικὴ καὶ τὰ συμφέροντα τῆς Χώρας τους, ἀγκάλιασαν τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, προσφέροντας σ’ αὐτὴν τὰ πάντα, ὅσα διέθεταν, ἀκόμη καὶ τὴ ζωή τους. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀπέδειξαν, ὅτι ταυτίσθηκαν μὲ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ Λαό της, ὑπερβαίνοντας τὴν ἰδιότητά τους ὡς ξένων. Εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ τελικὰ ἔγιναν τόσο φίλοι τῆς Ἑλλάδος, σ’ ὅλους τούς τομεῖς τῆς δράσης τους, ὥστε νὰ προστρέξουν στὴν ἑλληνικὴ περιπέτεια ὡς Φιλέλληνες, γιὰ νὰ ἀνυψωθοῦν τελικὰ σὲ Ἕλληνες.

Σημειώσεις:
Γ. Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικὸ τῆς Νέας Ἑλληνικῆς Γλώσσας, Ἀθήνα 1998, σ. 1905. Εἶναι χαρακτηριστικό, ὅτι στὴν ἀρχαία χρήση τοῦ ὁ ὅρος «φιλέλλην» συσχετίζεται καὶ μὲ ἐκ γενετῆς Ἕλληνες, μὲ τὴν ἔννοια τοῦ φιλοπάτριδος. (Πλάτ. Πόλ. 470ε καὶ Ξενοφ. Ἀγησ.7,4: «καλὸν Ἕλληνα ὄντα φιλέλληνα εἶναι»), Henry Lidel- Robert Scott, Μέγα Λεξικὸν τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσης, Ἔκδοση «Ι. Σιδέρης, τ. 4, σ. 539. 2. Κυριάκου Σιμόπουλου, Ξενοκρατία-Μισελληνισμὸς καὶ ἰδιοτέλεια…, Ἀθήνα 1990, σ. 462 ἔπ. Θετικὴ προσέγγιση στοῦ: Ἀποστ. Βακαλόπουλου, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ…, τ. Ε, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 568-578 («Ὁ φιλελληνισμὸς μέσα στὸ πλαίσιο τῶν μεγάλων εὐρωπαϊκῶν ἰδεολογικῶν ρευμάτων»), καὶ σ. 579-609. («Ἡ φιλελληνικὴ κίνηση κατὰ χῶρες). 3. Ν. Β. Τωμαδάκη, Περὶ τῶν αἰτίων τοῦ Φιλελληνισμοῦ, Ἀθηνᾶ, τ. 59 (1955), σ. 4-13. 4. Τὸ «φιλελληνικὸ κίνημα» ἦταν ἕνα παρακλάδι τοῦ ριζοσπαστισμοῦ, ἡ ριζοσπαστική του πλευρά, ποὺ ἀπέρριπτε τὴν ἀστικὴ ἐκβιομηχάνιση, τὸν ρασιοναλισμὸ καὶ τὴ Γαλλικὴ Ἐπανάσταση καὶ περιλάμβανε στοὺς κόλπους τοῦ φιλελεύθερους διανοουμένους, πολιτικοὺς καὶ κοινωνικοὺς ἐπαναστάτες, χριστιανοὺς ἀνθρωπιστές, σκεπτικιστὲς καὶ ἄθεους» (Κύρ. Σιμόπουλος, ὄπ. π., σ. 466). 5. Σημαντικὴ γιὰ τὴν προοδευτικὴ ἀνάπτυξη τοῦ φιλελληνικοῦ ρεύματος εἶναι ἡ διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ ἀειμνήσου π. Ἀντωνίου Γ. Ἀλεβιζοπούλου, Ἡ φιλελληνικὴ κίνησις καὶ αἰ πρῶται ἐν Γερμανία Ἑλληνικαὶ Κοινότητες, Ἀθῆναι 1979, μὲ πλούσια βιβλιογραφία (σ. 237-255). Πρβλ. Κυριάκου Σιμόπουλου, ὄπ. π., σ. 465. 6. Κυριάκου Σιμόπουλου, στὸ ἴδιο. 7. Αὐτὸ ἐδήλωσε λ.χ. ὁ ἄγγλος μισσιονάριος Isaac Lowndes τὸ 1820 κατὰ τὴν διέλευσή του ἀπὸ τὴν Κόρινθο. 8. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Εὐρωπαϊκὸς Διαφωτισμὸς καὶ Ρωμηοσύνη (Ἔλεγχος θέσεων τῆς Δυτικῆς Ἱστοριογραφίας) στὸ: Τοῦ ἰδίου, Ἑλληνισμὸς Μετέωρος, Ἀθήνα 1992, σ. 74-86. 9. ΑΤΙ, Χ149α, φ. 30α. (Γιὰ τὸ Ἀρχεῖο τῶν Ἀδελφῶν Ἰακωβάτων βλ. Κ.Γ. Μπόνη, Ἀρχείου Σύμμικτα. Τακτοποίησις καὶ μελέτη τοῦ Ἀρχείου τῶν Οἴκων (sic) Τυπάλδων -Ἰακωβάτων ἐν Ληξουρίω τῆς Νήσου Κεφαλληνίας. Ἀνατ. ἀπὸ τὸν Β΄ Τόμο τῆς Ἐπετηρίδος Ἐπιστημονικῶν Ἐρευνῶν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι 1970, σ. 553-626. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τὸ Ἀρχεῖο τῶν Ἀδελφῶν Τυπάλδων - Ἰακωβάτων καὶ ἡ σημασία του, στὸ: π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ - Βάρβ. Καλογεροπούλου – Μεταλληνοῦ, Ἀρχεῖον τῆς Ἱερᾶς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Χάλκης …, τ. Α, Ἀθήνα 2003, σ. 21 ἔπ. 10. Τὸ 1792. Βλ. Kallistos Ware, The fifth Earl of Guilford (1766-1827) and his secret Convertion to the Orthodox Church, στὸν τόμο: D. Baker (ed.) The orthodox Churches and the West (=Studies in Church History, vol. 13) Oxford 1976, σ. 256 f. 11. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Ὁ κόμης Φρειδερίκος - Δημήτριος Γκίλφορδ καὶ ἡ ἰδεολογικὴ θεμελίωση τῶν θεολογικῶν σπουδῶν τῆς Ἰονίου Ἀκαδημίας, Ἐπιστ. Ἐπετ. Θεολ. Σχολῆς τοῦ Πανεπ. Ἀθηνῶν, τ. 27 (1986), σ.25-54. 12. Γεωργίου Τυπάλδου-Ἰακωβάτου, Ἱστορία τῆς Ἰόνιας Ἀκαδημίας (ἔκδ. Σπ.Ι. Ἀσδραχᾶς, Νέα Ἑλληνικὴ Βιβλιοθήκη ΣΠ. 37, Ἀθήνα 1982), σ. 9. Πρβλ. Πολιτικὴ καὶ Θεολογία, ὄπ. π., σ. 211. 13. π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδη, Ρωμαιοσύνη – Ρωμανία - Ρούμελη, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 80/1. 14. Κύρ. Σιμόπουλος, ὄπ. π., σ. 468. 15. Στὸ ἴδιο, σ. 470. 16. Στὸ ἴδιο, σ. 483. 17. Μαρία Μαντουβάλου, Ρωμαῖος - Ρωμιὸς καὶ Ρωμιοσύνη, στὸ περιοδ. Μαντατοφόρος, τεύχ. 22(1983),σ. 53. 18. Σπ. Β. Μαρκεζίνη, Πολιτικὴ Ἱστορία τῆς συγχρόνου Ἑλλάδος, τ. 1 (1920-1922), Πάπυρος, Σειρὰ Β , Ἀθήνα 1973, σ. 16. 19. Βλ. Ἀλεξ. Στ. Καριώτογλου, Ἡ περὶ τοῦ Ἰσλὰμ καὶ τῆς πτώσεως αὐτοῦ ἑλληνικὴ χρησμολογικὴ γραμματεία…, Ἀθῆναι 1982, σ.162 ἔπ. Πρβλ, π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Χρησμολογικὲς ἀπηχήσεις στὰ Ὁράματα καὶ Θάματα τοῦ Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, στὸν τόμο τοῦ Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλληνικότητα, Ἀθήνα 1987, σ. 87-163.  20. Σπ. Μαρκεζίνη, ὄπ.π., σ. 15,17. 21. Στὸ ἴδιο, σ.15. 22. Ὄπ. π., σ.216. 23. Στὸ ἴδιο, σ.217. 24. Κυριάκου Σιμόπουλου, ὄπ.π., σ. 483. 25. Στὸ ἴδιο, σ.485 ἔπ., 501, 505 κ. 26. Γιὰ τὸ τέλος τοῦ Μπάϋρον βλ. Ἄπ, Βακαλοπούλου, Ἱστορία …, τ. ΣΤ , Θεσσαλονίκη 1982, σ. 629 ἔπ.  27. ΑΤΙ, Χφὸ 149α, σ. 30α. Ἀναφέρεται στὸ ποίημα τοῦ Byron, The Glaour, A fragment of a Turkish Tale, London 1813, σ.14. Τὸν κατηγορεῖ γιὰ φιλοτουρκισμό. (Πολιτικὴ καὶ Θεολογία, ὄπ.π., σ. .209/ 210.  28. Στὸν «Ὕμνο» του. 29. Λυρικά, Ὠδὴ 1η.  30. Κυριάκου Σιμόπουλου, Πὼς εἶδαν οἱ Ξένοι τὴν Ἑλλάδα τὸ ’21, τόμ. Γ , Ἀθήνα 1981: Ὠφέλησε ἡ ἔβλαψε τὴν Ἐπανάσταση ὁ Βύρων; 31. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνού, Τὸ Ζήτημα τῆς Μεταφράσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς εἰς τὴν Νεοελληνικὴν τὸν ἰθ  αἵ., Ἀθήνα 2004. Ἀντώνιος Λ. Σμυρναῖος, Στὰ ἴχνη τῆς οὐτοπίας. Τὸ «Φιλελληνικὸν Παιδαγωγεῖον» Σύρου καὶ ἡ Προτεσταντικὴ Ὁμογενοποίηση τῆς Οἰκουμένης κατὰ τὸν 19ον αἰώνα, Ἀθήνα 2006. Πόλλη Θανηλάκη, Ἀμερικὴ καὶ Προτεσταντισμός. Ἡ «Εὐαγγελικὴ Αὐτοκρατορία καὶ οἱ ὁραματισμοὶ τῶν Ἀμερικανῶν Μισσιοναρίων γιὰ τὴν Ἑλλάδα τὸν 19ον αἰώνα, Ἀθήνα 2005. Κυρίως γιὰ τὴν παρουσία τῶν Προτεσταντῶν Μισσιοναρίων στὰ Ἰόνια Νησιά, βλ. Δήμ. Γ. Μεταλληνός, Βρετανικὴ Διπλωματία καὶ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ Ἰόνιο Κράτος, Κέρκυρα 2013, σ. 55 ἔπ. Στὰ ἔργα αὐτὰ βρίσκεται ἐκτενὴς βιβλιογραφία. 32. Βλ. στοῦ π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Τὸ Ζήτημα…, σ. 94 ἔπ. 33. Στὸ ἴδιο, σ. 76. 34. Στὸ ἴδιο, σ. 78. 35. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Τὸ Ζήτημα …,σ. 400 ἔπ. 36. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, «Ἡ κατ’ Ἀνατολὴν Δύσις». Ὁ «μετακενωτικὸς ρόλος τῶν Δυτικῶν Μισσιοναρίων στὸ Ἑλληνικὸ Κράτος», στὸ: Τοῦ Ἰδίου: «Παράδοση καὶ Ἀλλοτρίωση», Ἀθήνα 1986 (μὲ ἐπανεκδόσεις), σ. 279 ἔπ. 37. Βλ. π. Γεωργίου Δ. Δράγα, Ἰωνὰς Κὶγκ (1792-1869), Ἀμερικανὸς Ἱεραπόστολος, Φιλέλλην, ἐκπαιδευτικός, Θεολόγος, Ἀθῆναι 1972, Πρβλ. ἄρθρο στὴν Θ.Η.Ε. τ. 7(1965) στ. 581 (Ν.Θ. Μπουγάτσος). 38. Δ. Γ. Μεταλληνός, Βρετανικὴ Διπλωματία…, ὄπ. π., σ. 56. 39. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τὸ Ζήτημα …, σ. 362 ἔπ., 367 ἔπ. 40. Τὴν «ἐκφράγκευσή της βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τὸ Ζήτημα …, σ.104. 41. P. E. Shaw, American contacts with the Eastern Churches (1820-1870), Chicago 1937, σ. 171-178. 42. Αὐτὸ ἴσχυε, φυσικά, καὶ γιὰ τὸ ρωμαιοκαθολικὸ στοιχεῖο, ποὺ εἶχε ὅμως πολὺ παλαιότερη παρουσία στὴν Ἑλλάδα. 43. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τὸ Ζήτημα…, σ. 106 ἔπ.44. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τὸ Ζήτημα…, σ. 107 ἔπ. «Ἡ κατὰ Ἀνατολὴν Δύσις», σ. 271 ἔπ. 45. P. Kaverau, Amerika und die orientalischen Kirchen, Berlin 1958, σ. 203. 46. Χρ. Γιανναρά, Ἡ Νεοελληνικὴ ταυτότητα, Ἀθήνα 1978, σ.82. 47. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Ὀρθόδοξη Οἰκουμενικότητα καὶ Παγκοσμιοποίηση, στὸ: Τοῦ Ἰδίου, Στὰ μονοπάτια τῆς Ρωμηοσύνης, Ἀθήνα 2008, σ. 407-418. 48. Βλ. παραπάνω, σήμ. 37. 49. Βλ. ἐκτενῆ ἀναφορὰ στὴν περίπτωση αὐτὴ στοῦ π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Ξένη παρέμβαση στὴν Ἑλληνικὴ Δικαιοσύνη τὸν 19ον αἰώνα, στὸ «Ἀντιχάρισμα» στὸν Καθηγητὴ Ἰω. Κ. Παπαζαχαρίου, Ἀθήνα 1994, σ. 469-496. 50. Βλ. Ἄπ. Ε. Βακαλοπούλου, Ἱστορία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, τ. Δ , Θεσσαλονίκη 1973, σ. 431. 51. Πρόκειται γιὰ οὐσιαστικὴ καμπὴ στὴν πορεία πρὸς τὴν ἐξέγερση. Ἀλλὰ καὶ ὁ Στρατηγὸς Μακρυγιάννης στὰ «Ὁράματα καὶ θάματα» «ξανθὸ γένος δέχεται ὅτι δὲν εἶναι ἡ Ρωσία, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Ἑλληνισμός. Βάσ. Σφυρόερα, Σημειώσεις ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῶν Ὁραμάτων τοῦ Μακρυγιάννη, στὸ περιοδικὸ «Διαβάζω», ἄρ. 101/5.9.84, σ.77. 52. Κυριάκος Σιμόπουλος, σ. 480. 53. Στὸ ἴδιο, σ.481. 54. Ἀπομνημονεύματα, ἔκδ. Βαγιανάκη, τόμ. Β , σ. 162. 55. π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδη, Ρωμαιοσύνη, ὄπ. π., σ. 80. 56. Στὸ ἴδιο, σ. 218. 57. Στὸ ἴδιο, σ. 217. 58. Στὸ ἴδιο, σ. 219.
Πηγή: Ὀρθόδοξος Ἕλληνας

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια