Το υγρό στοιχείο του πλανήτη, η θάλασσα η ανεξάντλητη! Μια τόσο όμορφη πανάρχαια λέξη που προφέρουμε χιλιάδες χρόνια τώρα εμείς που κατοικούμε την ελληνική γη και δεν ετυμολογείται, αφού χάνεται στους προελληνικούς χρόνους (μέγαρον, τύραννος, Αθηνά, Κόρινθος και πολλές πολλές άλλες), δεν υπάρχει καν στις μυκηναϊκές πινακίδες της Γραµµικής Β’ και δεν απαντάται σε καμιά άλλη γλώσσα του κόσμου. Οι λέξεις για τη θάλασσα στις άλλες γλώσσες της λεγόμενης ινδοευρωπαϊκής οικογένειας ανάγονται στη ρίζα -mar, με προέλευση από το αρχαίο ελληνικό ρήμα µαρµαίρω = λάµπω, ακτινοβολώ.
Ο Όμηρος χρησιμοποιεί για τη θάλασσα πέντε βασικές ρίζες, οι οποίες περιέχουν συγκεκριμένες έννοιες και από εκεί φυσικά πλάστηκαν πληθώρα άλλων λέξεων ενώ απορρέουν και απεριόριστα σύνθετα. Να ξεκινήσουμε με τη λέξη θάλασσα, που είχε την έννοια στον Όμηρο των θαλασσίων υδάτων, το αντίθετο της στεριάς δηλαδή. Αλς (αρσενικό ο αλς ήταν το αλάτι) στο θηλυκό σήμαινε τα ρηχά νερά της θάλασσας κοντά στην παραλία και γενικότερα τη θάλασσα όπως τη βλέπει κανείς από τη στεριά. Από εκεί παρήχθησαν άπειρες λέξεις της Ελληνικής που συνδέονται με τη θάλασσα (αιγιαλός, παράλιος, αλιεία, Αλόνησος κ.ά.). Για την ανοιχτή θάλασσα ο ποιητής χρησιμοποιεί τη λέξη πέλαγος και έχει τη σημερινή έννοια της ανοιχτής, αναπεπταμένης υγρής επιφάνειας. Η ετυμολογική της προέλευση είναι από τη ρίζα πελα- που σημαίνει επίπεδος, εξ ου και οι Πελασγοί, οι γηγενείς κάτοικοι του ελλαδικού χώρου «των επίπεδων πεδινών εκτάσεων» (συγγένεια τα πλάγ-ιος, πλαξ/πλάκα, παλά-μη). Για την κλειστή θάλασσα-πέρασμα, τον δρόμο, χρησιμοποιεί τον πόντο (Ελλήσποντος κ.ά.). Ο ωκεανός είναι η πιο μεγάλη υδάτινη επιφάνεια, που χωρίζει και ηπείρους, και η λέξη προέρχεται από τον μυθικό ποταμό, τον Ωκεανό, ο οποίος περιέρρεε, κατά τη µυθολογία, τη Γη χωρίς αρχή και τέλος. Στην πραγµατικότητα, έτσι δηλώθηκε ο Ατλαντικός Ωκεανός, η εξωτερική, µεγάλη διαχωριστική θάλασσα, για να διακριθεί από τη γνωστή στους Έλληνες µεγάλη εσωτερική θάλασσα, τη Μεσόγειο.
Ούτως ή άλλως, ο ίδιος ο Όμηρος είναι μια ποιητική θάλασσα με απόκρυφες σπηλιές, άγνωστα μονοπάτια και νοήματα, που στους αιώνες των αιώνων θα αναζητούμε τις αλήθειες του, τους συμβολισμούς του και την οργιώδη φαντασία του που μας αφήνει ακόμη άναυδους. Είπαμε να κάνουμε ένα μπλε περίπατο στους επιθετικούς προσδιορισμούς και στις παρομοιώσεις για τη θάλασσα που πλέκει ο απαράμιλλος ποιητής μας. Να κυλισθούμε στις αμμουδιές του Ομήρου και να αγναντεύσουμε τις θάλασσές του, πλημμυρισμένοι από το αιώνιο ποιητικό του κάλλος. Ας πάρουμε μία μία τις λέξεις.
Τι είναι η θάλασσα για τον Όμηρο! Είναι «αλμυρόν ύδωρ» και «περικαλλέα λίμνη» (πάντα η έννοια θάλασσα είναι εδώ), «βαθεία λίμνη» και «μέγα πέλαγος». Είναι πολυφλοίσβοιος = πολυκύματη. Ηχήεσσα = θάλασσα με βουητό. Αγχιβαθής = θάλασσα βαθιά στις ακτές. Ορινομένη = φουρτουνιασμένη. Και προσδιορίζεται: επί ρηγμίνι θαλάσσης = εκεί που σπάζουν τα κύματα, στην ακρογιαλιά, επί θινί θαλάσσης = στην αμμουδιά. Ευρέα νώτα θαλάσσης = πλατιά τα νώτα της θάλασσας.
Τι είναι η αλς για τον Όμηρο! Είναι δία = θεϊκή θάλασσα, ατρυγέτοιος και ατρύγετος = με φοβερό βάθος ή ακαταπόνητη και πολιής αλς = αφρισμένη θάλασσα. Παρά θίν’ αλός είναι η ακρογιαλιά.
Ο πόντος είναι απείριτος = αδιάβατος, οίνωψ = στο χρώµα του κρασιού(;), σκουρόχρωµος, µεγακήτης = µε πολλά και µεγάλα κήτη, µέλας = μαύρος, απείρων κυμαίνων = απέραντη, κυματιστή θάλασσα, πολύκλυστος = πολυκυματούσα, ιχθυόεις πόντος= θάλασσα γεμάτη ψάρια, ιοειδής πόντος = σκοτεινογάλαζη θάλασσα, ηεροειδής πόντος = σκοτεινή θάλασσα.
Οι παρομοιώσεις του Ομήρου με φόντο τη θάλασσα
Όπως όταν ορθώνεται στον πολύβουο αιγιαλό το κύμα της θαλάσσης από σάλεμα Ζεφύρου και το ένα πάνω στο άλλο φουσκώνει, έπειτα δε ξεσπάζοντας στη στεριά βογκάει τρομερά και πυργώνεται, αφού περνάει στα βράχια κάνοντας καμάρα, ξερνάει τον αφρό της θάλασσας.
Ως δ’ ότ’ εν αιγιαλώ πολυηχέι κύμα θαλάσσης
όρνυτ’ επασσύτερον Ζεφύρου ύπο κινήσαντος·
πόντω μεν τε πρώτα κορύσσεται, αυτάρ έπειτα
χέρσω ρηγνύμενον μεγάλα βρέμει, αμφί δε τα’ άκρας
κυρτόν ιόν κορυφούται, αποπτύει δ’ αλός άχνην· (Ιλιάς Δ 422-426)
Όπως το ελαφρύ πρώτο ρυτίδιασμα που απλώνει στη θάλασσα ο Ζέφυρος όταν πιάνει και από αυτό σκουραίνει το πέλαγος.
Οίη δε Ζεφύροιο εχεύατο πόντον έπι φριξ
ορνυμένοιο νέον, μελάνει δε τε πόντος υπ’ αυτής.
Όπως όταν το κύμα της πολυτάραχης θάλασσας μουγκρίζει στη διάπλατη ακρογιαλιά και βουίζει το πέλαγος
Ως ότε το κύμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης
αιγιαλώ μεγάλω βρέμεται, σμαραγδεί δε καθ’ έδρας (Ιλιάς Β 209-210)
Ούτε της θάλασσας το κύμα φωνάζει τόσο πολύ προς τη στεριά, καθώς σηκώνεται από τα ανοιχτά του πελάγου από άγριο φύσημα Βοριά.
Ούτε θαλάσσης κύμα τόσον βοάα ποτί χέρσον,
ποντόθεν ορνύμενον πνοιή Βορέω αλεγεινή· (Ιλιάς Ξ 394-395)
Και όπως το μεγάλο κύμα της πλατιάς θάλασσας κατεβαίνει από τους τοίχους ψηλά του πλοίου, όταν το κινεί η δύναμη του αγέρα, γιατί αυτή πιο πολύ τα κύματα τα φουσκώνει.
Οι δ’, ως τε μέγα κύμα θαλάσσης ευρυπόροιο
νηός υπέρ τοίχων κατασβήσεται, οππότ’ επείγη
ις ανέμου· ή γαρ τε μάλιστά γε γε κύματ’ οφέλλει (Ιλιάς Ο 381-383)
Και όπως τα ψάρια που τεράστιο δελφίνι τα κυνηγάει γεμίζουν φεύγοντας τους μυχούς του απάνεμου λιμανιού φοβισμένα, διότι όποιο πιάσει εκείνο το καταβροχθίζει αμέσως.
Ως δ’ υπό δελφίνος μεγακήτεος ιχθύες αλλοι
φεύγοντες πιμπλάσι μυχούς λιμένου ευόρμου
δειδιότες· μάλα γαρ τε κατεσθίει, ον κε λάβησιν·
(Ιλιάς Ψ 692-693)
Εδώ οι περιγραφές είναι για τον Πρωτέα, τη θαλάσσια θεότητα:
Και όπως το ψάρι τινάζεται στην άκρη του γιαλού που είναι γεμάτη φύκια, καθώς το πάει από τον Βορρά η ανταριασμένη θάλασσα και έπειτα το σκεπάζει μαύρο κύμα,
Ως δ’ οθ’ υπό φρικός Βορέω αναπάλλεται ιχθύς
θίν’ εν φυκιόεντι, μέλαν δε ε κύμα κάλυψεν, (Ιλιάς Φ 22-24)
Κοπάδια οι φώκιες, τα παιδιά της όμορφης θαλασσινής θεάς (εννοεί την Αμφιτρίτη), κοιμούνται ολόγυρά του, πηδώντας μέσα από τα αφρισμένα κύματα, και ανασαίνουν βαριά τη μυρωδιά του πάτου της θάλασσας.
αμφί δε μιν φώκαι νέποδες καλής Αλοσύδνη
αθρόαι εύδουσιν, πολιής αλός εξαναδύσαι,
πικρόν αποπνείουσαι αλός πολυβενθέος οδμήν. (Οδύσσεια δ 404-406)
Πέρασε (ο Ερμής) από την Πιερία και έπεσε στη θάλασσα από τον αιθέρα· πήγαινε τότε με γρήγορες κινήσεις πάνω στα κύματα, όμοιος με το πουλί τον γλάρο, που κυνηγάει ψάρια μέσα στα φοβερά βάθη ταραγμένης θάλασσας και βρέχει στα αλμυρά νερά τις πυκνές του φτερούγες· με αυτόν ολόιδιος ο Ερμής έπλεε πάνω στα αμέτρητα κύματα.
Πιερίην δ’ επιβάς εξ αιθέρος έμπεσε πόντω·
σεύατ’ έπειτ’ επί κύμα λάρω όρνιθι εοικώς,
όστε κατά δεινούς κόλπους αλός ατρυγέτοιο
ιχθύς αγρώσσων πυκινά πτερά δεύεται άλμη·
τω ίκελος πολέεσιν οχήσατο κύμασιν Ερμής (Οδύσσεια ε 50-54)
Μαρίνα Αθ. Μαραγκού
http://texnografia.blogspot.gr/
Πηγές:
Ομήρου «Ιλιάς» και «Οδύσσεια» (εκδ. Πάπυρος)
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη
Ο Όμηρος χρησιμοποιεί για τη θάλασσα πέντε βασικές ρίζες, οι οποίες περιέχουν συγκεκριμένες έννοιες και από εκεί φυσικά πλάστηκαν πληθώρα άλλων λέξεων ενώ απορρέουν και απεριόριστα σύνθετα. Να ξεκινήσουμε με τη λέξη θάλασσα, που είχε την έννοια στον Όμηρο των θαλασσίων υδάτων, το αντίθετο της στεριάς δηλαδή. Αλς (αρσενικό ο αλς ήταν το αλάτι) στο θηλυκό σήμαινε τα ρηχά νερά της θάλασσας κοντά στην παραλία και γενικότερα τη θάλασσα όπως τη βλέπει κανείς από τη στεριά. Από εκεί παρήχθησαν άπειρες λέξεις της Ελληνικής που συνδέονται με τη θάλασσα (αιγιαλός, παράλιος, αλιεία, Αλόνησος κ.ά.). Για την ανοιχτή θάλασσα ο ποιητής χρησιμοποιεί τη λέξη πέλαγος και έχει τη σημερινή έννοια της ανοιχτής, αναπεπταμένης υγρής επιφάνειας. Η ετυμολογική της προέλευση είναι από τη ρίζα πελα- που σημαίνει επίπεδος, εξ ου και οι Πελασγοί, οι γηγενείς κάτοικοι του ελλαδικού χώρου «των επίπεδων πεδινών εκτάσεων» (συγγένεια τα πλάγ-ιος, πλαξ/πλάκα, παλά-μη). Για την κλειστή θάλασσα-πέρασμα, τον δρόμο, χρησιμοποιεί τον πόντο (Ελλήσποντος κ.ά.). Ο ωκεανός είναι η πιο μεγάλη υδάτινη επιφάνεια, που χωρίζει και ηπείρους, και η λέξη προέρχεται από τον μυθικό ποταμό, τον Ωκεανό, ο οποίος περιέρρεε, κατά τη µυθολογία, τη Γη χωρίς αρχή και τέλος. Στην πραγµατικότητα, έτσι δηλώθηκε ο Ατλαντικός Ωκεανός, η εξωτερική, µεγάλη διαχωριστική θάλασσα, για να διακριθεί από τη γνωστή στους Έλληνες µεγάλη εσωτερική θάλασσα, τη Μεσόγειο.
Ούτως ή άλλως, ο ίδιος ο Όμηρος είναι μια ποιητική θάλασσα με απόκρυφες σπηλιές, άγνωστα μονοπάτια και νοήματα, που στους αιώνες των αιώνων θα αναζητούμε τις αλήθειες του, τους συμβολισμούς του και την οργιώδη φαντασία του που μας αφήνει ακόμη άναυδους. Είπαμε να κάνουμε ένα μπλε περίπατο στους επιθετικούς προσδιορισμούς και στις παρομοιώσεις για τη θάλασσα που πλέκει ο απαράμιλλος ποιητής μας. Να κυλισθούμε στις αμμουδιές του Ομήρου και να αγναντεύσουμε τις θάλασσές του, πλημμυρισμένοι από το αιώνιο ποιητικό του κάλλος. Ας πάρουμε μία μία τις λέξεις.
Τι είναι η θάλασσα για τον Όμηρο! Είναι «αλμυρόν ύδωρ» και «περικαλλέα λίμνη» (πάντα η έννοια θάλασσα είναι εδώ), «βαθεία λίμνη» και «μέγα πέλαγος». Είναι πολυφλοίσβοιος = πολυκύματη. Ηχήεσσα = θάλασσα με βουητό. Αγχιβαθής = θάλασσα βαθιά στις ακτές. Ορινομένη = φουρτουνιασμένη. Και προσδιορίζεται: επί ρηγμίνι θαλάσσης = εκεί που σπάζουν τα κύματα, στην ακρογιαλιά, επί θινί θαλάσσης = στην αμμουδιά. Ευρέα νώτα θαλάσσης = πλατιά τα νώτα της θάλασσας.
Τι είναι η αλς για τον Όμηρο! Είναι δία = θεϊκή θάλασσα, ατρυγέτοιος και ατρύγετος = με φοβερό βάθος ή ακαταπόνητη και πολιής αλς = αφρισμένη θάλασσα. Παρά θίν’ αλός είναι η ακρογιαλιά.
Ο πόντος είναι απείριτος = αδιάβατος, οίνωψ = στο χρώµα του κρασιού(;), σκουρόχρωµος, µεγακήτης = µε πολλά και µεγάλα κήτη, µέλας = μαύρος, απείρων κυμαίνων = απέραντη, κυματιστή θάλασσα, πολύκλυστος = πολυκυματούσα, ιχθυόεις πόντος= θάλασσα γεμάτη ψάρια, ιοειδής πόντος = σκοτεινογάλαζη θάλασσα, ηεροειδής πόντος = σκοτεινή θάλασσα.
Οι παρομοιώσεις του Ομήρου με φόντο τη θάλασσα
Όπως όταν ορθώνεται στον πολύβουο αιγιαλό το κύμα της θαλάσσης από σάλεμα Ζεφύρου και το ένα πάνω στο άλλο φουσκώνει, έπειτα δε ξεσπάζοντας στη στεριά βογκάει τρομερά και πυργώνεται, αφού περνάει στα βράχια κάνοντας καμάρα, ξερνάει τον αφρό της θάλασσας.
Ως δ’ ότ’ εν αιγιαλώ πολυηχέι κύμα θαλάσσης
όρνυτ’ επασσύτερον Ζεφύρου ύπο κινήσαντος·
πόντω μεν τε πρώτα κορύσσεται, αυτάρ έπειτα
χέρσω ρηγνύμενον μεγάλα βρέμει, αμφί δε τα’ άκρας
κυρτόν ιόν κορυφούται, αποπτύει δ’ αλός άχνην· (Ιλιάς Δ 422-426)
Όπως το ελαφρύ πρώτο ρυτίδιασμα που απλώνει στη θάλασσα ο Ζέφυρος όταν πιάνει και από αυτό σκουραίνει το πέλαγος.
Οίη δε Ζεφύροιο εχεύατο πόντον έπι φριξ
ορνυμένοιο νέον, μελάνει δε τε πόντος υπ’ αυτής.
Όπως όταν το κύμα της πολυτάραχης θάλασσας μουγκρίζει στη διάπλατη ακρογιαλιά και βουίζει το πέλαγος
Ως ότε το κύμα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης
αιγιαλώ μεγάλω βρέμεται, σμαραγδεί δε καθ’ έδρας (Ιλιάς Β 209-210)
Ούτε της θάλασσας το κύμα φωνάζει τόσο πολύ προς τη στεριά, καθώς σηκώνεται από τα ανοιχτά του πελάγου από άγριο φύσημα Βοριά.
Ούτε θαλάσσης κύμα τόσον βοάα ποτί χέρσον,
ποντόθεν ορνύμενον πνοιή Βορέω αλεγεινή· (Ιλιάς Ξ 394-395)
Και όπως το μεγάλο κύμα της πλατιάς θάλασσας κατεβαίνει από τους τοίχους ψηλά του πλοίου, όταν το κινεί η δύναμη του αγέρα, γιατί αυτή πιο πολύ τα κύματα τα φουσκώνει.
Οι δ’, ως τε μέγα κύμα θαλάσσης ευρυπόροιο
νηός υπέρ τοίχων κατασβήσεται, οππότ’ επείγη
ις ανέμου· ή γαρ τε μάλιστά γε γε κύματ’ οφέλλει (Ιλιάς Ο 381-383)
Και όπως τα ψάρια που τεράστιο δελφίνι τα κυνηγάει γεμίζουν φεύγοντας τους μυχούς του απάνεμου λιμανιού φοβισμένα, διότι όποιο πιάσει εκείνο το καταβροχθίζει αμέσως.
Ως δ’ υπό δελφίνος μεγακήτεος ιχθύες αλλοι
φεύγοντες πιμπλάσι μυχούς λιμένου ευόρμου
δειδιότες· μάλα γαρ τε κατεσθίει, ον κε λάβησιν·
(Ιλιάς Ψ 692-693)
Εδώ οι περιγραφές είναι για τον Πρωτέα, τη θαλάσσια θεότητα:
Και όπως το ψάρι τινάζεται στην άκρη του γιαλού που είναι γεμάτη φύκια, καθώς το πάει από τον Βορρά η ανταριασμένη θάλασσα και έπειτα το σκεπάζει μαύρο κύμα,
Ως δ’ οθ’ υπό φρικός Βορέω αναπάλλεται ιχθύς
θίν’ εν φυκιόεντι, μέλαν δε ε κύμα κάλυψεν, (Ιλιάς Φ 22-24)
Κοπάδια οι φώκιες, τα παιδιά της όμορφης θαλασσινής θεάς (εννοεί την Αμφιτρίτη), κοιμούνται ολόγυρά του, πηδώντας μέσα από τα αφρισμένα κύματα, και ανασαίνουν βαριά τη μυρωδιά του πάτου της θάλασσας.
αμφί δε μιν φώκαι νέποδες καλής Αλοσύδνη
αθρόαι εύδουσιν, πολιής αλός εξαναδύσαι,
πικρόν αποπνείουσαι αλός πολυβενθέος οδμήν. (Οδύσσεια δ 404-406)
Πέρασε (ο Ερμής) από την Πιερία και έπεσε στη θάλασσα από τον αιθέρα· πήγαινε τότε με γρήγορες κινήσεις πάνω στα κύματα, όμοιος με το πουλί τον γλάρο, που κυνηγάει ψάρια μέσα στα φοβερά βάθη ταραγμένης θάλασσας και βρέχει στα αλμυρά νερά τις πυκνές του φτερούγες· με αυτόν ολόιδιος ο Ερμής έπλεε πάνω στα αμέτρητα κύματα.
Πιερίην δ’ επιβάς εξ αιθέρος έμπεσε πόντω·
σεύατ’ έπειτ’ επί κύμα λάρω όρνιθι εοικώς,
όστε κατά δεινούς κόλπους αλός ατρυγέτοιο
ιχθύς αγρώσσων πυκινά πτερά δεύεται άλμη·
τω ίκελος πολέεσιν οχήσατο κύμασιν Ερμής (Οδύσσεια ε 50-54)
Μαρίνα Αθ. Μαραγκού
http://texnografia.blogspot.gr/
Πηγές:
Ομήρου «Ιλιάς» και «Οδύσσεια» (εκδ. Πάπυρος)
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη
0 Σχόλια
Σχόλια που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς όχι μόνο για το ιστολόγιο, θα διαγράφονται αμέσως.
EmojiΣχόλια που περιέχουν εμπάθεια σε ό,τι δεν σας αρέσει επειδή έτσι μάθατε ότι έτσι είναι τα πράματα, θα διαγράφονται για έναν εποικοδομητικό διάλογο και όχι να επικρατήσει η αρλουμπολογία, αμαθών και ημιμαθών.
Επίσης σχόλια που έχουν οποιεσδήποτε κομματικές προτροπές και κομματικοπολιτική προπαγάνδα, είναι ανεπιθύμητα.