200 Χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Ιστορική αναδρομή, η σημασία της και τα διδάγματα της σήμερα


Τι ακριβώς όμως εορτάζει ο Ελληνισμός;

Παναγιώτης Παπαδόπουλος

Όπως κάθε ιστορικό γεγονός και κάθε ιστορική επέτειος, που έχουν τη δική τους και ξεχωριστή σημασία, έτσι και η 25η Μαρτίου για το Ελληνικό Έθνος δεν μπορεί να αποτελέσει την εξαίρεση. Και όντως δεν είναι. Το γεγονός ότι το Γένος εορτάζει εφέτος 200 χρόνια της Εθνικής Παλιγγενεσίας και του μεγάλου ξεσηκωμού για την απόκτηση της ελευθερίας του, αποδίδει ακόμα περισσότερη σημασία στη σημερινή επέτειο. Η σπουδαιότητα της αναδεικνύεται και αποδεικνύεται μέσα από την ιστορική ανάλυση που επιχειρείται πιο κάτω.

Τι ακριβώς όμως εορτάζει ο Ελληνισμός; 368 χρόνια από την πτώση της Πόλης, ο Ελληνισμός κατέστη υπόδουλος του Οθωμανού κατακτητή. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτέλεσε, και ήταν πράγματι, η ανερχόμενη δύναμη στη Μικρά Ασία και σταδιακά στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, ως διάδοχος-τρόπον τινά-του Βυζαντίου. Αργότερα, οι εκάστοτε Σουλτάνοι διεκδίκησαν και τον τίτλο του Χαλίφη, δηλ. την αρχηγία του Μουσουλμανικού κόσμου. Η δοκιμασία του ελληνισμού για τρεις και πλέον αιώνες ήταν τεράστια, τεράστιες όμως, όπως αποδείχθηκε, ήσαν και οι αντοχές του. Καθοριστικό ρόλο στην επιβίωση του διαδραμάτισε η Εκκλησία, πρωτίστως λόγω και της Οθωμανικής πολιτικής διακυβέρνησης, επειδή η Εκκλησία θεωρείτο ο επικεφαλής του Ελληνο-Ορθόδοξου έθνους (millet). Οι έμποροι και αρκετοί άλλοι που δραστηριοποιήθηκαν αργότερα σε παραπλήσια επαγγέλματα, οι λόγιοι, που εγκατέλειψαν την Πόλη πριν από την πτώση της (και συνεισέφεραν στην Ευρωπαική Αναγέννηση), αποτέλεσαν επίσης μια από τις σημαντικές ομάδες του Ελληνισμού στον αγώνα για την ύπαρξη και επιβίωση του. Η Υψηλή Πύλη επίσης, επέλεξε διάφορες επιφανείς προσωπικότητες για να την υπηρετήσουν σε υψηλά αξιώματα της Οθωμανικής διακυβέρνησης (όπως δραγομάνοι, κλπ), κάτι που είχε θετικό αντίκτυπο στις σχέσεις του εκάστοτε Σουλτάνου με το Ελληνο-Ορθόδοξο έθνος. Η συγκεκριμένη κατηγορία αφορά τους Φαναριώτες, με σημαντική παρουσία στα δρώμενα της Αυτοκρατορίας, όχι όμως πάντα ωφέλιμη προς το Ελληνικό έθνος, γενικά.

Σε πλείστες περιπτώσεις, ο Ελληνισμός έγινε αποδέκτης ψεύτικων μηνυμάτων και ελπίδων για κάτι το καλύτερο, όπως το 1770 με τον Ρώσο Ναύαρχο Ορλώφ και την κάθοδο του στην Ελλάδα. Η προτροπή του προς τους Έλληνες για καταφυγή στα όπλα είχε ολέθριες συνέπειες για το γηγενή πληθυσμό (η κάθοδος του συνέπεσε στο μέσο του Πολέμου με τη Ρωσία, 1768-74). Η προσδοκία ότι οι ξένοι, όντας ισχυρότεροι, μπορούσαν να διεκδικήσουν εκ μέρους των Ελλήνων τη δική τους ελευθερία αποδείχθηκε ουτοπική. Τα Ορλωφικά ήταν απόδειξη της σκληρής πραγματικότητας και της πικρής αλήθειας (η αντίδραση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν άμεση και βίαιη), μια και η οποιαδήποτε μεγάλη δύναμη στην Ευρώπη κοίταζε να κατοχυρώσει πάνω από όλα τα δικά της συμφέροντα. Ακόμα χειρότερη εξέλιξη ήταν ότι η ιστορία του Ελληνισμού, αρχές του 19ου αιώνα, ήταν και η ιστορία των Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλία, Αυστρία, Ρωσία, Πρωσία, Γαλλία), οι οποίες με την πολιτική τους προκαθόριζαν και τις τύχες της Ευρώπης, κάτι που καθιστούσε το μέλλον του δυσοίωνο. Το πλαίσιο του ισοζυγίου δύναμης στην Ευρώπη, υπερίσχυε των οποιωνδήποτε μελλοντικών σκέψεων και σχεδιασμών περί του αντιθέτου. Η εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία απειλήθηκε με την εισβολή του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, τον Ιούνιο 1798 και την επέκταση της Γαλλικής επιρροής στη Μεσόγειο (κάτι που οδήγησε τη Βρετανία στην ίδια περιοχή και στη Μέση Ανατολή, γενικά, εγκαινιάζοντας και τον Ευρωπαικό ιμπεριαλισμό), εντός του ίδιου πλαισίου, αποτελούσε απτή απόδειξη των κινδύνων διατάραξης της ισχύουσας κατάστασης. Η πραγματικότητα καθιστούσε την οποιαδήποτε άλλη σκέψη περί του αντιθέτου, εκ των πραγμάτων, ανέφικτη, την δε οποιαδήποτε πρακτική απόπειρα αλλαγής άκρως δυσχερή.

Η Γαλλική Επανάσταση, ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία, επέφερε κοσμοιστορικές αλλαγές στην ανθρωπότητα, και ως εκ τούτου, ο Ελληνισμός δεν μπορούσε να παραμείνει ανεπηρέαστος. Ιδέες, όπως η δημοκρατία, η ελευθερία, η ισότητα, η συνταγματική διακυβέρνηση, η αδελφοσύνη, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των πολιτών, πέραν της εθνικής συνείδησης και αναγέννησης των λαών, δημιούργησαν ένα εντελώς καινούργιο ιδεολογικό πλαίσιο για την ανθρωπότητα. Το κύμα εναντίον του απολυταρχισμού, του δεσποτισμού και του μοναρχικού αυταρχισμού γενικά βρήκε εκφραστές στην Αμερικανική Επανάσταση (το 1776), με τη Γαλλική να ακολουθεί κατά πόδας. Ο Ρήγας Φεραίος, ο Θούριος και η Χάρτα του (εμπνευσμένα και τα δυο από τα προαναφερθέντα ιδεώδη), ως επίσης και η Φιλική Εταιρεία, μπορούν κάλλιστα να χαρακτηρισθούν οι πρόδρομοι και οι θεμέλιοι λίθοι επί των οποίων οικοδομήθηκε το τι επακολούθησε για την Ελλάδα. Η ανταλλαγή ιδεών, ως απόρροια της Επανάστασης του 1789, και η διασπορά τους στην Ελλάδα, πρωτίστως μέσω των Ελλήνων εμπόρων, αποτέλεσε τον καταλύτη του ξεσηκωμού, μια και προλείανε το έδαφος, αποτελώντας ταυτόχρονα και το έναυσμα για τις μετέπειτα εξελίξεις.

Οι νέες ιδέες και αντιλήψεις ανάγονται στο πνεύμα του Ευρωπαικού Διαφωτισμού, κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα (με προσωπικότητες όπως τους Βολταίρο, Jean Jacques Rousseau, τον Κόμητα de Montesqieu και τους Εγκλυκλοπεδιστές), το οποίο δεν μπορούσε να μην επηρεάσει και την Ελλάδα. Αναφέρομαι σε ιστορικές μορφές, με πρώτο χρονολογικά τον Κύριλλο Λούκαρη, οραματιστή, και εξ ανάγκης αντίπαλο της ισοπεδωτικής τότε Καθολικής Εκκλησίας (ένδειξη τούτου ήταν η αντίθεση της στην απόκτηση τυπογραφείου εκ μέρους του Ορθόδοξου Πατριαρχείου), ο οποίος πλήρωσε με τη ζωή του το όραμα του. Ακολούθησαν ο Άνθιμος Γαζής, ο Ιώσηπος Μοισιόδακας, ο Θεόφιλος Καίρης, ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Αθανάσιος Ψαλίδας, που διαδραμάτισαν σημαίνοντα και καταλυτικό ρόλο στην αναμόρφωση του Ελληνισμού, εμπλουτίζοντας τον με τις ιδέες της Ευρώπης, ιδίως στην εμμονή τους για την εκπαίδευση και τη μόρφωση του έθνους, αλλά σε βάσεις εντελώς νέες. Αρωγός στην όλη προσπάθεια στάθηκε το Ορθόδοξο Πατριαρχείο, όσο παράδοξο και αν αυτό ακούγεται. Οι εξισλαμισμοί και η εξασθένιση του Ελληνο-Χριστιανικού στοιχείου εντός της Αυτοκρατορίας, καθιστούσαν επιτακτική την ανάγκη αλλαγής πλεύσης όσον αφορά την εκπαίδευση, με την τελευταία να αποτελεί το ανάχωμα, μια σοβαρή και ισχυρή γραμμή άμυνας, ούτως ώστε η αντίσταση προς τους Οθωμανούς να γινόταν πιο αποτελεσματική.

Επιβάλλεται να σταθούμε στον Αδαμάντιο Κοραή, κληρωτό της εποχής του, εξέχουσα ιστορική φυσιογνωμία, και το θεμελιωτή της όλης προσπάθειας του Ελληνισμού να προκαθορίσει ο ίδιος το μέλλον του. Χωρίς αμφιβολία, ο ίδιος υπήρξε και ο ενορχηστρωτής της όλης προσπάθειας, προτρέποντας το Ελληνικό Έθνος να ακολουθήσει τη σωστή και πρέπουσα πορεία, αναπόφευκτα προς την ανεξαρτησία. Κοντά σε όλους αυτούς, και ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο οποίος απευθυνόταν στον απλό λαό, μιλούσε κρυπτογραφικά για το ‘’ποθούμενο,’’ επέμενε στην ισότητα ανδρών και γυναικών, στη μόρφωση και την αργία της Κυριακής και γενικά εξύψωνε το καταρρακωμένο ηθικό των ραγιάδων στην Αιτολωακαρνανία, την Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία. Τελικά, πλήρωσε με τη ζωή του την αποστολή που εκτελούσε. Τέλος, θάταν μεγίστη παράλειψη να μην γινόταν αναφορά και σε άλλες δραστηριότητες, που συνέβαλαν αποφασιστικά στην εμπέδωση της παροχής παιδείας στον Ελληνισμό, όπως στο πρώτο Κέντρο Ελληνισμού, που συστάθηκε στη Βενετία, και που ενισχύθηκε αργότερα με τη δημιουργία τυπογραφείου (από την οικογένεια των Γλυκύδων), τη χρηματοδότηση του οποίου ανέλαβαν στην πορεία Έλληνες από την Ήπειρο. Οι αδελφοί Ζωσιμάδες, επίσης από την Ήπειρο (εγκατεστημένοι στη Ρωσία), χρηματοδότησαν αδρά την έκδοση της βιβλιοθήκης του Κοραή, ούτως ώστε όλος ο πλούτος της γνώσης να καταστεί προσιτός προς το λαό.

Δυστυχώς, η κατάληξη των Πολέμων του Ναπολέοντα (ένα παράδοξο της Επανάστασης του 1789) και το Συνέδριο της Βιέννης το 1815 δημιούργησαν το Κονσέρτο της Ευρώπης και την περίφημη Τετραπλή Συμμαχία (αργότερα Πενταπλή, με τη συμμετοχή και της Γαλλίας, το 1818), το οποίο κατοχύρωσε την καθεστηκυία τάξη, εν ολίγοις το ισχύον στάτους κβο, χωρίς το οποιοδήποτε περιθώριο αλλαγής. Ιδέες όπως η ελευθερία, η εθνική συνείδηση, η δημοκρατία, και τα δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη, απόρροια του Διαφωτισμού και των δύο Επαναστάσεων (της Αμερικανικής το 1776 και της Γαλλικής το 1789) έχασαν έδαφος και απειλήθηκαν με εξαφάνιση, μια και οι Μεγάλες Δυνάμεις έδωσαν στους εαυτούς τους το δικαίωμα παρέμβασης, εκεί όπου αυτές έκριναν ότι απειλείτο η σταθερότητα. Όχι όμως για πολύ, μια και οι νέες ιδέες είχαν ήδη ριζώσει. Η έννοιες της αυτοκρατορίας και της απόλυτης μοναρχίας δεν μπορούσαν να αντικαταστήσουν οράματα και ιδεώδη, όπως την ανεξάρτητη κρατική οντότητα, με κύριο συστατικό της στοιχείο την εθνική συνείδηση, η οποία σταδιακά έγινε ο κύριος φορέας του νέου ρεύματος. Έτσι, αρχής γενομένης με την Ισπανία (το Μάιο 1820), και λίγο αργότερα στην Ιταλία (με το Πιεδεμόντιο και την Νεάπολη) άρχισε ένα κύμα επαναστάσεων στην Ευρώπη ενάντια στις μοναρχίες (αν αυτές μπορούν να χαρακτηρισθούν εθνικές, συζητείται), με κύριο συστατικό την αντίδραση εναντίον του δεσποτισμού τους και την αποκατάσταση βασικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Τα κινήματα έλαβαν χώρα ενάντια στην πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων και το ευρύτερο πνεύμα που οι ίδιες δημιούργησαν. Με τα επεμβατικά τους δικαιώματα, που απέδωσαν στους εαυτούς τους (μέσω των διαφόρων Συνεδρίων που οι ίδιες συγκάλεσαν από το 1818, στην πόλη Aix-la-Chapelle, έως το 1822, στη Βερόνα), καθόριζαν ακόμα τις μοίρες πολλών. Οι διακηρύξεις και οι αποφάσεις τους μετουσιώθηκαν σε πράξη, τόσο στην Ιταλία όσο και την Ισπανία. Μάλιστα δε, στην πρώτη περίπτωση, τα αποτελέσματα ήσαν ευεργετικά για την Ελλάδα, λόγω του ότι πολλοί επαναστάτες Ιταλοί (οι carbonari) κατέφυγαν στην Ελλάδα και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους μεσούσης της επανάστασης.

Η Ελληνική Επανάσταση οφείλει πάρα πολλά σε πολλούς, όπως τη Φιλική Εταιρεία (με τους τρεις ιδρυτές της στην Οδησσό, Σκουφά, Ξάνθο και Τσακάλωφ, και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, Φαναριώτη, ως τον Πρόεδρο της). Υπογραμμίζεται ότι η μυστικότητα που επέβαλε η Φιλική Εταιρεία υπήρξε καθοριστικότατη για την επιτυχία του εγχειρήματος. Ο κατακτητής ορθόδοξος έμπορος και το ρεύμα του φιλελληνισμού (στα αρχικά στάδια από το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα) έπαιξαν το δικό τους καθοριστικό ρόλο. Στην τελευταία κατηγορία κατατάσσονται άτομα όπως ο Λόρδος Βύρωνας (τάφηκε στο Μεσολόγγι το 1824), ο Κόμης Σανταρόζας (σκοτώθηκε στη Σφακτηρία το Μάιο 1825), ο Samuel Grindley Howe (εθελοντής ιατρός από τη Βοστώνη), o George Jarvis (έτερος Αμερικανός εθελοντής), ο Frank Hastings (Βρετανός, που εκμίσθωσε με δικά του χρήματα το πρώτο πολεμικό πλοίο), ο Charles Fabvier, o Rene Francois de Chateaubriand, ο Thomas Gordon, ο George Finlay (μετέπειτα ιστορικός της Ελληνικής Επανάστασης, άνκαι στα γραφόμενα του αφήνει πολλά υπονοούμενα σε βάρος των Ελλήνων), ο Alexander Pushkin, o Wolfgang Von Goethe, ο Mettelshonn Barthodly (ιστορικός της Ελληνικής Επανάστασης) κα, όπου το ρεύμα του ρομαντισμού (κυριάρχησε στην Ευρώπη τις αρχές του 19ου αιώνα) κατείχε δεσπόζουσα θέση και επηρέασε πολλούς. Ο ρομαντισμός, σε συνδυασμό με την αγάπη προς την Αρχαία Ελλάδα, η ταύτιση Ευρωπαικών αξιών με το ίδιο το αρχαιοελληνικό πνεύμα, δημιούργησαν μια ακαταμάχητη έλξη, δύναμη και δυναμική, παρασύροντας αρκετούς, όπως το Βίκτωρα Ουγκώ (το συγγραφέα των Αθλίων) στο να υψώσουν τη φωνή τους υπέρ των Ελλήνων.

Όπως επισημαίνει ο ιστορικός Βασίλης Κρεμμυδάς, η οικονομική άνθηση των εμπόρων και των πλοιοκτητών, έστω και αν διακόπηκε από τους Πολέμους του Ναπολέοντα, έθεσε τις βάσεις για τα μετέπειτα γεγονότα, ιδίως στη διασπορά των νέων ιδεών και αντιλήψεων. Επέφερε όμως και την οικονομική ένδεια στους Έλληνες κατοίκους των νησιών, μια και η βιομηχανική επανάσταση στη Βρετανία, σε συνδυασμό με το ναυτικό της να αλωνίζουν τους ωκεανούς, ανέδειξαν τη χώρα την πρώτη βιομηχανική δύναμη παγκοσμίως, με τα προιόντα της να κατακλύζουν την υφήλιο. Σε τοπικό επίπεδο, οι αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις και συνέπειες ενδυνάμωσαν έντονα τη δυσαρέσκεια του Ελληνικού λαού. Η διοικητική αποκέντρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (τον 18ο αιώνα), η οικονομική της εξασθένηση (εμφανής από το τέλος του 16ου αιώνα, λόγω πληθωρισμού, με την άκρατη εισαγωγή φθηνού ασημιού Από τη Νότια Αμερική), η άνοδος των τοπικών ηγεμόνων (οι ayan και οι esraf, σε συνδυασμό με την ύπαρξη και δράση των πλούσιων γαιοκτημόνων της περιφέρειας, οι αποκαλούμενοι derebeys), ως αποτέλεσμα των προαναφερθέντων, και οι τάσεις προς την αυτονομία (όπως του Αλί Πασά από το Τεπελένι και του Mohammed Ali από την Καβάλα, και μετέπειτα στην Αίγυπτο), βοήθησαν σε σημαντικό βαθμό την εξέγερση. Όχι ολίγοι από τους μετέπειτα αγωνιστές και οπλαρχηγούς μαθήτευσαν και θήτευσαν κοντά στην αυλή του Αλί Πασά. Η εμπειρία που απεκόμισαν έμελλε να αποδειχθεί πολύτιμη. Η συνεχής εδαφική συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας, λόγω των ηττών που δέχθηκε στο πεδίο του πολέμου (απόρροια, οι Συνθήκες του Karlowitz το 1699, Passarowitz το 1718, Kucuk Kaynarci το 1774, Jassy το 1792, Βουκουρεστίου το 1812) την εξασθένησαν σημαντικά. Η Ευρωπαική υπεροχή έναντι της Υψηλής Πύλης ήταν κάτι που οι Σουλτάνοι άρχισαν να αναγνωρίζουν από τις αρχές του 18ου αιώνα (με την εποχή του Τουλιπών, Lale Devri, του Σουλτάνου Ahmed III, 1701-33). Χωρίς υπερβολή, το κέντρο βάρους στην άσκηση εξουσίας είχε ήδη μετατοπισθεί προς την περιφέρεια, παρά τις προσπάθειες οικονομικής ανάκαμψης το 17ο αιώνα (κυρίως χάρις στην παρουσία των Μεγάλων Βεζύρηδων της οικογένειας Koprulu), όπου ένας συνδυασμός των τοπικών ηγετών, του ιερατείου (ulema) και των γενιτσάρων διαδραμάτισε σημαίνοντα ρόλο και είχε αυξημένο λόγο στα τεκταινόμενα στην Κωνσταντινούπολη, δηλ. την ανάρρηση στην εξουσία του επόμενου Σουλτάνου.

Λόγω της οικονομικής άνθησης, αρκετοί προύχοντες, γαιοκτήμονες και έμποροι συνεισέφεραν αδρά στον αγώνα, έστω και αν χρειαζόταν να αποστασιοποιηθούν από την Υψηλή Πύλη, προς την οποία όφειλαν την ύπαρξη τους και τον πλούτο που απέκτησαν και συσώρευσαν. Κοντά σε όλους αυτούς, πρέπει να γίνει λόγος και για τη σχετική χαλάρωση που επέφερε στα διοικητικά η οθωμανική διακυβέρνηση, κάτι που διευκόλυνε αφάνταστα την άνοδο τοπικών ηγεμόνων, των οποίων ο ρόλος στην πορεία αποδείχθηκε καθοριστικός. Οι Φαναριώτες, προνομιούχοι μεγαλοαστοί στην Κωνσταντινούπολη και υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του Οθωμανικού κράτους, δεν τάχθηκαν κατά μείζονα λόγο υπέρ της ανεξαρτησίας της Ελλάδας και της απόσχισης της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι ίδιοι, διχασμένοι ιδεολογικά, μια και θεωρούσαν τους εαυτούς τους γνήσιους απόγονους των Βυζαντινών, τόσο όσον αφορά τον ακριβή τους ρόλο στη ζωή (αποτελούσαν μια κλειστή κοινωνία ευνοουμένων) όσο και το μελλοντικό όραμα τους στα τεκταινόμενα, είχαν άλλους προσανατολισμούς. Πιθανή κατάρρευση του Οθωμανικού κράτους τους έδιδε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για πρωταγωνιστικό ρόλο, σε μια αναβίωση του Βυζαντίου. Οι Φαναριώτες κράτησαν επαμφοτερίζουσα στάση έναντι του ξεσηκωμού, κυρίως λόγω και των ιδιάζουσων συνθηκών ύπαρξης τους, ανεξαρτήτως και των σχέσεων τους με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που δεν ήσαν πάντα οι καλύτερες. Ήσαν μεν Οθωμανοί πολίτες, ευνοούμενοι της Υψηλής Πύλης, από την άλλη όμως ένοιωθαν και έλληνες χριστιανοί. Ούτως όμως ή άλλως, η θέση τους, όπως και του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήταν δεινή και το δίλημμα εμφανές, μια και ήσαν στο κέντρο της Αυτοκρατορίας και η οποιαδήποτε υποψία εκ μέρους της Υψηλής Πύλης για υποστήριξη των επαναστατών ισοδυναμούσε με εσχάτη προδοσία. Υπογραμμίζεται εδώ ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ πλήρωσε με τη ζωή του, έστω και αν προηγουμένως είχε αφορίσει τους επαναστάτες στην Ελλάδα (και το σύνταγμα του Ρήγα Φεραίου, πριν το τέλος 1820). Το ίδιο συνέβηκε και με πολλούς άλλους Φαναριώτες, ενώ ένας σημαντικός αριθμός από αυτούς έφυγαν κρυφά από την Πόλη, με ορισμένους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην επανάσταση.

Όσο και αν ξενίζει, ο ξεσηκωμός δεν ήταν πολύ οργανωμένος και όχι τόσο καλά προγραμματισμένος. Άλλωστε, στα πρώτα του βήματα επήλθε η καταστροφή, όπως με τον Ιερό Λόχο του Αλέξανδρου Υψηλάντη και την ήττα στο Δραγατσάνι. Οι συνθήκες στις δύο επαρχίες, Μολδαβία και Βλαχία, δεν ήσαν και οι καλύτερες, εκτός της έντονης λαικής δυσαρέσκειας προς τους εκάστοτε ηγεμόνες (τους επικεφαλής της διακυβέρνησης), που ήσαν Φαναριώτες και τους γαιοκτήμονες. Η έντονη διαμάχη των τελευταίων, λόγω της βαριάς φορολογίας που επέβαλαν σε βάρος των λαικών στρωμάτων, η ψευδαίσθηση της λαικής υποστήριξης και η ύποπτη στάση που τήρησαν τα στρατεύματα τους μεσούσης της μάχης, καταδίκασαν το εγχείρημα σε οικτρά αποτυχία και τον ίδιο τον Υψηλάντη στην αιχμαλωσία των Αυστριακών. Απεναντίας, η Επανάσταση ήταν έργο πολλών ατομικών ενεργειών διαφόρων οπλαρχηγών, αρματολών και κλεφτών, προεξέχοντος του Κολοκοτρώνη, του Μακρυγιάννη, του Δημήτρη Υψηλάντη, των Μαυρομιχαλέων, του Νικηταρά, του Ανδρούτσου, του Μπότσαρη, του Καραισκάκη, κα. Ναι μεν η Συνέλευση της Επιδαύρου (Ιανουάριος του 1822) ψήφισε σύνταγμα, με τη διαχώριση εξουσιών, δεν υπήρχε όμως κεντρική κυβέρνηση που να συντόνιζε όλες τις ενέργειες προς την ανεξαρτησία.

Με βάση τη σύγχρονη έρευνα, η Υψηλή Πύλη και ο ίδιος ο Σουλτάνος, Μαχμούντ Β’, κατελήφθησαν εξ απροόπτου, μια και ουδείς ανέμενε την εξέγερση. Μάλιστα, διάφορες μαρτυρίες φέρουν το Σουλτάνο να είχε πέσει στα γόνατα και να αφρίζει από θυμό. Προφανώς, η Υψηλή Πύλη προσέδιδε χαρακτήρα θρησκευτικό στην εξέγερση, εξ ου και η έντονη δυσαρέσκεια της με τη Ρωσία, ότι δηλ. υποκινούσε τους Έλληνες ομόθρησκους της, παρέχοντας τους αδρή βοήθεια (να μην λησμονείται ότι ο Καποδίστριας διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών του Τσάρου Αλέξανδρου Α’). Προφανώς, το στοιχείο του εθνικισμού, με βάση την εθνική συνείδηση, με τη γλώσσα και τη θρησκεία να αποτελούν τα κύρια της συστατικά, νεωτεριστικές ορολογίες και αντιλήψεις, απόρροια της Γαλλικής Επανάστασης, διέλαθε της προσοχής των Οθωμανών. Άλλο σημαντικό στοιχείο που επέδρασε θετικά προς την επανάσταση ήταν και η οικονομική εξασθένηση του Οθωμανικού κράτους, λόγω των συνεχών πολέμων στους οποίου είχε εμπλακεί. Η οικτρά οικονομική κατάσταση, σε συνδυασμό με την ανυπαρξία κεντρικού οργανωμένου στρατεύματος, είχε τεράστια θετική επίδραση προς την επανάσταση. Η ανυπαρξία συγκροτημένου τακτικού στρατού, οργανωμένου στα Ευρωπαικά πρότυπα, αναγνωρίσθηκε από τον Σελιμ Γ’ (στην εξουσία από το 1789), εξ ου και η ανάγκη για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων (το Nizam-i Cedid, για τη δημιουργία σύγχρονου στρατεύματος). Η προσπάθεια του όμως κατέληξε σε αποτυχία, με την έντονη δυσαρέσκεια και βίαιη αντίδραση των γενιτσάρων, που οδήγησε πρώτον, στην ανάκληση των νέων μέτρων και δεύτερον, στον παραμερισμό του από την εξουσία (το 1807). Αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω ήταν και οι σπασμωδικές ενέργειες του Οθωμανικού κράτους, ιδιαίτερα στη θάλασσα. Στην τελευταία κατηγορία, οι Έλληνες αποδείχθηκαν η μικρή Αγγλία, με σημαντικές προσωπικότητες, όπως τον Αντρέα Μιαούλη, το Δημήτρη Παπανικολή, τον Ιάκωβο Τομπάζη, τον Κωνσταντίνο Κανάρη, την οικογένεια Κουντουριώτη, κα, να καταφέρνουν, με τα πολλά κατορθώματα τους, ισχυρά πλήγματα κατά του Οθωμανικού στόλου. Ο αποκλεισμός που πέτυχαν κατά του στόλου της Υψηλής Πύλης επέδρασε θετικά και αποφασιστικά στην περαιτέρω εξέλιξη των γεγονότων.

Η έκταση της Επανάστασης ήταν ραγδαία, όχι όμως επιτυχής παντού. Οι προσδοκίες για παράλληλο ξεσήκωμα των Σέρβων και Βουλγάρων δεν ευοδώθηκαν, ενώ τα αποτυχημένα σχέδια για εμπρησμό του Αυτοκρατορικού Ναύσταθμου στην Πόλη και το Παλάτι του Σουλτάνου είχαν άκρως αρνητικές συνέπειες στον ελληνικό πληθυσμό εκεί και σε πολλά αστικά κέντρα, ο οποίος πλήρωσε με πολύ αίμα. Λόγω της συγκέντρωσης οθωμανικού στρατού σε αυτά και του ιππικού στη Μακεδονική πεδιάδα, οι εξεγέρσεις το 1822 καταπνίγηκαν στο αίμα στη Θεσσαλία, Μακεδονία και την Ήπειρο. Η Επανάσταση πήρε επίσης και τη μορφή ιερού αγώνα (ο Χριστιανισμός εναντίον του Ισλάμ), κάτι που εξώθησε αμφότερες τις πλευρές σε ωμότητες (όπως στην Τριπολιτσά και τη Χίο). Εξ ου και η απήχηση της προς τα έξω, δίδοντας το έναυσμα για την προσέλκυση εθελοντών. Οι θετικές εξελίξεις, παρά την έντονη αντίδραση του τότε Καγκελαρίου της Αυστρίας, Klement Von Metternich, όπου στις επιστολές του προς τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’ και το Λόρδο Castlereagh (Υπουργό Εξωτερικών της Βρετανίας) τους προέτρεπε να άφηναν κατά μέρος τις οποιεσδήποτε ανθρωπιστικές ευαισθησίες. Η σφαγή του Χίου (το 1822), τα πογκρόμ στη Θεσσαλονίκη και στην Κωνσταντινούπολη εναντίον των Χριστιανών από τους Μουσουλμάνους και η εξώθηση σε ωμότητες σε βάρος των εχθρών του Ισλάμ από την Υψηλή Πύλη γιγάντωσαν την αντίδραση στο εξωτερικό εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και δημιούργησαν μια δυναμική προς όφελος της Επανάστασης (όπως με τη σύσταση πολλών εταιρειών υποστήριξης των Ελλήνων). Ο Thomas Gordon αναφέρεται στη Διακήρυξη των Φιλελλήνων (μετά την καταστροφή της Χίου και τις σφαγές στην Κύπρο, την 9η Ιουλίου 1821), με την οποία δίδεται το κέλευσμα για την αφύπνιση της κοινής γνώμης, ακριβώς λόγω των ωμοτήτων σε βάρος των Χριστιανών. Αξίζει εδώ να υπογραμμισθεί ότι τέτοια ήταν η αντίδραση του Βρετανικού λαού προς όφελος των Ελλήνων, που η κυβέρνηση στο Λονδίνο συμφώνησε να μην επιχειρήσει να σπάσει τον αποκλεισμό που επέβαλε ο Ελληνικός στόλος. Ανάλογη υπήρξε και η ανταπόκριση στις ΗΠΑ, με πολλούς πολιτικούς να τάσσονται υπέρ της Ανεξαρτησίας των Ελλήνων (όπως λχ. του Γερουσιαστή Daniel Webster, από τη Μασαχουσέτη) έστω και αν το Δόγμα Μονρόε (δημιούργημα του τότε Υπουργού των Εξωτερικών, κ. John Quincy Adams, με την εξαγγελία του το Δεκέμβριο 1823) εμπόδιζε την επίσημη κυβέρνηση από του να επέμβει καθ’οιονδήποτε τρόπο.

Η έλλειψη κεντρικής οργάνωσης και συντονισμού, η παρουσία πολλών ατόμων με εντελώς διαφορετικό κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο και κουλτούρα αναπόφευκτα δημιούργησαν και τη διχόνοια. Η παρουσία πολλών προσωπικοτήτων και ο ανταγωνισμός για τη δόξα (όπως λχ. του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου), οι αντιζηλίες και τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα πολλών οπλαρχηγών έφεραν εμφύλιες συρράξεις με ολέθρια αποτελέσματα (η φυλάκιση του Κολοκοτρώνη, η εκτέλεση του Οδυσσέα Ανδρούτσου, που αποτελούν μαύρη κηλίδα). Πρέπει ακόμα να γίνει λόγος και για πολλούς, που επέλεξαν την υποταγή και τη συνεργασία με τον εχθρό (οι νενέκοι). Ταυτόχρονα όμως, έφεραν και την αντίδραση της Υψηλής Πύλης, με το Σουλτάνο να ζητεί την αρωγή του Mohammed Ali της Αιγύπτου και του υιού του Ιμπραήμ. Ο Μαχμούντ Β’ (στην εξουσία από το 1808) επιθυμούσε διακαώς τον εκσυγχρονισμό του Οθωμανικού κράτους, για να αντιμετωπίσει τη διττή απειλή: εσωτερικά, ήσαν οι γενίτσαροι που είχαν ήδη ανατρέψει τον προκάτοχο του, Σελίμ Γ’, έντονα αντίθετοι σε κάθε προσπάθεια αλλαγής και εκσυγχρονισμού του κράτους, μια και τα ερμήνευαν ως υπονόμευση της δικής τους ισχύος. Κοντά σε αυτούς και το ιερατείο και οι διάφοροι τοπικοί ηγεμόνες, όπου τα συμφέροντα τους συνέκλιναν στη δημιουργία μιας πανίσχυρης άτυπης συμμαχίας. Εξωτερικά, ήσαν οι Έλληνες άπιστοι και όλοι εκείνοι που τους παρείχαν αδρά την οποιαδήποτε αρωγή, πρωτίστως οι Ρώσοι, ως επίσης και οι δυνάμεις που εποφθαλμιούσαν την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το 1825, o Muhammad Ali ανταποκρίθηκε στην έκκληση του Σουλτάνου για βοήθεια. Στα προαναφερθέντα, προστίθενται οι διαφωνίες των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο νέος Τσάρος Νικόλαος Α’ (στο θρόνο από το Δεκέμβριο 1825), επιθυμούσε δυναμική παρέμβαση προς όφελος των ομοθρήσκων του στην Ελλάδα, έστω και αν έθετε σε κίνδυνο την Ιερή Συμμαχία, δικό του δημιούργημα. Για τον ίδιο, ο μέγας ασθενής (έκφραση δική του) άρχισε να πνέει τα λοίσθια. Η Βρετανία, από την άλλη, τηρούσε μια πολύ επιφυλακτική στάση έναντι της Ρωσίας, φοβούμενη τάσεις εδαφικού επεκτατισμού της τελευταίας σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Εξωτερικώς, η ομογνωμία του Κονσέρτου της Ευρώπης άρχισε να διαταράσσεται από το 1824. Ναι μεν στα δύο Συνέδρια (Laybach, Ιανουάριος-Μαιος 1821 και Βερόνα, Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1822) συζητήθηκε το Ελληνικό ζήτημα (πρωτίστως στο πρώτο), ουδεμία όμως απόφαση λήφθηκε (πέραν της Διακήρυξης που εκδόθηκε το Μάιο 1821), λόγω έντονων διαφωνιών, πολύ δε περισσότερο ουδεμία ενέργεια αναλήφθηκε (όπως λχ. με την Ιταλία και την Ισπανία, όπου η αποστολή στρατευμάτων κατέστηλε βίαια τις εξεγέρσεις). Στην Υψηλή Πύλη δόθηκε υπογραφή εν λευκώ για το χειρισμό της κρίσης που αντιμετώπιζε, ουδείς όμως διανοήθηκε ότι η τελευταία δεν θα μπορούσε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Για την Ελληνική Επανάσταση, από την άλλη, η καταδικαστική Διακήρυξη του Μαίου 1821 δεν ήταν και ότι το καλύτερο, επειδή δεν τις εξασφάλιζε την οποιαδήποτε υποστήριξη ως αντίβαρο προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία, δοθέντος ότι ο πόθος για την ελευθερία αντιμετωπιζόταν με περισσή δυσπιστία και καχυποψία. Η κατάσταση καλυτέρευσε το τέλος 1822 (κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου της Βερόνα), μετά που η Βρετανία εξέφρασε έντονες αντιρρήσεις για το Ελληνικό ζήτημα, διαχωρίζοντας τη θέση της από τις υπόλοιπες δυνάμεις. Ναι μεν το Λονδίνο παρέμεινε ουδέτερο, επέμενε όμως να αναγνωρισθεί το δικαίωμα των Ελλήνων για την ανεξαρτησία τους. Η επιβολή εκ μέρους της Ρωσίας της Σύμβασης του Ackerman (Ιούλιος 1826) εναντίον της Υψηλής Πύλης, με την οποία η τελευταία υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τη Μολδαβία και Βλαχία, ήταν το προοίμιο της κοινής πολιτικής των τριών. Η Βρετανία, ιδίως διά στόματος του Πρέσβη της στην Υψηλή Πύλη, κ. Stratford Canning, δεν ήταν πλέον διατεθημένη να συναινεί στην καταστολή των επαναστάσεων και εθνικών εξεγέρσεων, αποστασιοποιούμενη έμπρακτα από τον Καγκελάριο της Αυστρίας, Klement Von Metternich. Ο Υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας, George Canning (στο αξίωμα από το 1822), τάχθηκε υπέρ της Ελληνικής ανεξαρτησίας, σε αντίθεση με τον προκάτοχο του, Lord Castlereagh (από τους πρωτεργάτες του Συνεδρίου της Βιέννης το 1815), έστω και σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, φοβούμενος ίσως την επιρροή της Ρωσίας στην Ελλάδα μελλοντικά και τις επιπτώσεις της που κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Γαλλία, παρά το ότι συμμεριζόταν τους ίδιους φόβους αρχικά, ακολούθησε τελικά τη Βρετανία.

Οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις για δικούς τους λόγους, βλέποντας την απήχηση του ξεσηκωμού και το ότι κέρδιζε έδαφος η επανάσταση προς τα έξω, άρχιζαν σταδιακά να κάνουν δεύτερες σκέψεις. Έτσι, Ρωσία και Βρετανία υπέγραψαν (Οκτώβριος 1826) το Πρωτόκολο της Αγίας Πετρούπολης, με το οποίο παραχωρείτο αυτονομία στην Ελλάδα, εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η στροφή τους, σε μια φάση όταν ο αγώνας άρχισε να δέχεται σοβαρά πλήγματα, λόγω της ενεργής ανάμειξης του Ιμπραήμ (πτώση του Μεσολογγίου, το 1826, ο θάνατος του Καραισκάκη, το 1827 και η πτώση των Αθηνών), αποδείχθηκε αποφασιστική, σε μία χρονική στιγμή που η Επανάσταση ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Η διαφαινόμενη ήττα των επαναστατών συνέπεσε χρονικά με την ενδυνάμωση του Σουλτάνου και της πολιτικής του για ισχυροποίηση της κεντρικής διακυβέρνησης της Αυτοκρατορίας, αφού τον Ιούνιο 1826 διέταξε τη φυσική εξόντωση των γενιτσάρων. Εξ ου και η απροθυμία του για τον οποιονδήποτε συμβιβασμό, δοθέντος ότι η Υψηλή Πύλη είχε τώρα την πρωτοκαθεδρία των κινήσεων. Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία αποφάσισαν ότι οι Έλληνες δικαιούντο την ανεξαρτησία τους (με αποτέλεσμα το Πρωτόκολο του Λονδίνου, τον Ιούλιο 1827), στην ουσία την απόσχιση τους από την Οθωμανική επικράτεια και τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.

Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου (20 Οκτωβρίου 1827) ήταν και η κατάληξη της απόφασης των τριών με την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια ως του πρώτου Κυβερνήτη να ακολουθεί. Να σημειωθεί εδώ ότι τόσο ο Επικεφαλής του Βρετανικού Στόλου, Ναύαρχος Edward Codrington, όσο και ο Πρέσβης της χώρας στην Πόλη ενήργησαν αυτόβουλα, και παρά τη θέληση του τότε Αρχηγού του Βρετανικού Στρατού, Δούκα του Ουέλλιγκτων (η διαφωνία του αποτελούσε ιστορική ειρωνεία, δοθέντος ότι ήταν το ίδιο άτομο που υπέγραψε το Πρωτόκολο της Αγίας Πετρούπολης), μια και το διακύβευμα ήταν η εδαφική ακεραιότητα του Οθωμανικού κράτους. Ο πόλεμος που ακολούθησε μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έφερε και την οριστική συμφωνία για τη σύσταση του Ελληνικού κράτους (Λονδίνο, Φεβρουάριος 1830), έστω και αν το Κονσέρτο της Ευρώπης, ως θέμα αρχής, δεν προέκρινε τη δημιουργία ανεξάρτητων εδαφικών οντοτήτων, με αμφιβόλου προέλευσης διακυβέρνηση, σε βάρος της διατάραξης της ευρύτερης σταθερότητας στην Ευρωπαική Ήπειρο.

Σήμερα, 200 χρόνια μετά το ιστορικό γεγονός, τι μαθήματα μπορούν να αντληθούν; Ποία είναι τα διδάγματα της ιστορίας για όλους εμάς και συνάμα για πολλούς άλλους; Πρώτα από όλα, είναι το ιερό και απαράγραπτο δικαίωμα προς την ελευθερία, κάτι που έχει διαχρονική ισχύ και αξία, πέραν του ότι ήταν και είναι αδιαπραγμάτευτο. Μετά, η δημιουργία εθνικής συνείδησης με την νεώτερη έννοια του όρου και η εγκαθίδρυση ανεξάρτητης κρατικής οντότητας, με τη σύζευξη των δύο. Επιβάλλεται όμως να γίνει λόγος και για τον κακό δαίμονα της φυλής, που δεν είναι άλλος από τη διχόνοια, η οποία οδήγησε σε εμφύλιο σπαραγμό. Η διχόνοια δεν ήταν απλώς η διατύπωση διαφορετικής άποψης, αλλά αντίθετα εξέλαβε τη μορφή εμφυλίου πολέμου. Ορολογίες, όπως οι αυτόχθονες εναντίον των ετεροχθόνων, που εφεξής κατέστησαν κυρίαρχες έννοιες στην πολιτική ζωή της χώρας, οι εξουσίες της νέας κυβέρνησης (συγκέντρωση ή αποκέντρωση των εξουσιών), ο ακριβής μελλοντικός ρόλος των πρωταγωνιστών και ο έντονος ανταγωνισμός για τα αξιώματα ήσαν απτά παραδείγματα του χάσματος που δημιουργήθηκε. Το φαινόμενο έφερε την Επανάσταση στα πρόθυρα της κατάρρευσης, όπου προσωπικά κίνητρα, ο φθόνος, η ματαιοδοξία, οι αντιζηλίες και άλλα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, αλλότρια προς το καλώς νοούμενο συμφέρον της χώρας, υπερίσχυσαν. Δεν πρόλαβε η Επανάσταση να επιλέξει ως πρώτο Κυβερνήτη της χώρας τον Ιωάννη Καποδίστρια, και τα μέτρα του για το καλό των πολλών ενόχλησαν τους Κοτζαμπάσηδες, οι οποίοι και τον σκότωσαν ενώ πήγαινε, χωρίς φρουρά, να εκκλησιασθεί στον Άγιο Σπυρίδωνα του Ναυπλίου, της πρώτης πρωτεύουσας της Ελλάδας.

Από πολιτικής πλευράς, η σημασία της Επανάστασης έγκειται στην εγκαθίδρυση ανεξάρτητου κράτους, δηλ. την απόσχιση του από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κάτι που αποτέλεσε προηγούμενο για άλλους λαούς λίγο αργότερα. Ευνόητο είναι ότι η Υψηλή Πύλη δεν είδε με καθόλου καλό μάτι τις νέες εξελίξεις, αφού ένιωσε να απειλείται η ύπαρξη της. Εφεξής, εγκαινιάσθηκε μια διελκυστίνδα στα ένδω της Αυτοκρατορίας: αφενός, ήταν η εισαγωγή μεταρρυθμίσεων, με σκοπό η Αυτοκρατορία να συμβαδίζει με τα Ευρωπαικά πρότυπα, και η πρακτική εφαρμογή ιδεών όπως η ισότητα και η άσκηση συνταγματικής διακυβέρνησης. Αφετέρου όμως, κάθε κίνηση απόσχισης αντιμετωπιζόταν με δυσπιστία, καχυποψία και δυναμική παρέμβαση από το κέντρο ισχύος. Η Ελληνική Επανάσταση δεν κατάφερε να επιφέρει εκείνες τις αλλαγές που θα άλλαζαν άρδην τα κοινωνικο-οικονομικά δεδομένα της Ελλάδας. Η χώρα είχε πολύ δρόμο να διανύσει προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Ο εθνικός ξεσηκωμός ενέπνευσε πολλούς ανά την υφήλιο, μέχρι και την Αιτή, που ήταν και η πρώτη χώρα που αναγνώρισε το δικαίωμα των Ελλήνων για ανεξαρτησία. Ακόμα σπουδαιότερης σημασίας ήταν το ότι το ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος κατέστη το πρώτο στην Νοτιοανατολική Ευρώπη σε εθνικό επίπεδο, κάτι που αποτέλεσε και το έναυσμα για τους άλλους γειτονικούς λαούς (Σέρβους, Βούλγαρους, Ρουμάνους) να αγωνισθούν για κάτι ανάλογο. Επιπλέον, προσωπικά, τολμώ να πω ότι ο αγώνας απετέλεσε και ένα από τους παράγοντες για τις επαναστάσεις που ακολούθησαν αργότερα, το 1823 στην Ισπανία, το 1830 στη Γαλλία και το 1831 στην Πολωνία. Παράλληλα, ορισμένοι ιστορικοί κάνουν μνεία για τη δημιουργία φιλελεύθερης διεθνούς (liberal international), επειδή η εμπειρία που απεκόμισαν επαναστάτες από την Ιταλία (παρόντες στην Ελλάδα) και την Ισπανία, και η όλη εμπειρία από την Ελληνική Επανάσταση γενικά, αποδείχθηκε πολύτιμη λίγο αργότερα στη δική τους περίπτωση.

Στα αρνητικά καταγράφεται η ούτω καλούμενη προστασία των Μεγάλων Δυνάμεων, που παρεχόταν έστω και φαινομενικά, η οποία στις πλείστες περιπτώσεις απέβη καταστροφική για τα Ελληνικά συμφέροντα (επιβολή του Όθωνα, το 1832, ο αποκλεισμός κατά τη διάρκεια του Κριμαικού Πολέμου, 1853-56 και ο ΔΟΕ, ως απόρροια της ήττας του 1897). Η ωμότητα του Αγγλο-Ρωσικού ανταγωνισμού διαφάνηκε το 1842, με τη δήλωση του τότε Πρέσβη της Βρετανίας στην Αθήνα Sir Edmund Lyons, ότι δηλ. ‘’μια ανεξάρτητη Ελλάδα είναι κάτι αδιανόητο. Επειδή δεν μπορεί να είναι Ρωσική, πρέπει κατ’ανάγκη να είναι Βρετανική.’’ Τηρουμένων των αναλογιών, αυτή συνεχίζει να υφίσταται με σημερινούς όρους σε διάφορες μορφές. Επιπλέον, η επήρεια των Μεγάλων Δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή πολιτικών, όπως του Αλέξανδρο Μαυροκορδάτου και του Ιωάννη Κωλέττη, των οποίων τα έργα και οι πράξεις τους πόρρω απείχαν του καλώς νοούμενου συμφέροντος της χώρας. Σήμερα, το μήνυμα της Εθνέγερσης του 1821 παραμένει επίκαιρο και αναλλοίωτο. Ιδιαίτερα όταν η εθνική κυριαρχία, η ανεξαρτησία και η εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας αμφισβητούνται και απειλούνται ανοικτά, με την Κύπρο να τελεί υπό ημι-κατοχή, και την ύπαρξη της να τίθεται σε αμφιβολία, η προάσπιση τους αποτελεί ύψιστο καθήκον και υποχρέωση για όλους.

* Ο Παναγιώτης Παπαδόπουλος είναι ιστορικός με θητεία στη Διπλωματική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών της Κύπρου, με τελευταία του υπηρεσία την Πρεσβεία στην Ουγγαρία.
Φιλελεύθερος

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια