Ύστερα από τη σκληρή δουλεία αιώνων, οι Έλληνες επαναστάτησαν το 1821 διεκδικώντας με το σπαθί και το ντουφέκι την ελευθερία τους. Η επανάσταση εκείνη, πλήρης επεισοδίων ηρωισμού, ανδρείας, ολοκαυτωμάτων, αυτοθυσίας και αυταπάρνησης, οδήγησε στην απελευθέρωση μικρού τμήματος του ελληνικού χώρου και στη δημιουργία ελευθέρου Ελληνικού κράτους.
Οι επιπτώσεις του τιτάνιου εκείνου αγώνα επί της Κύπρου ήσαν πολλές και σημαντικές, όσο και τραγικές. Και ήσαν τόσο άμεσες, όσο και απορρέουσες αλλά και μακροπρόθεσμες.
Η Κύπρος, για διάφορους λόγους που θα δούμε πιο κάτω, δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τα άλλα ελληνικά μέρη και να επαναστατήσει και αυτή. Παρά ταύτα, πλήρωσε βαρύτατο τίμημα αίματος. Αλλά και πέραν του κυπριακού χώρου, στην επαναστατημένη Ελλάδα, πολλοί Κύπριοι πολέμησαν εθελοντικά και αρκετοί έχυσαν το αίμα τους. Αξιόλογοι Κύπριοι, εξάλλου, μαρτυρείται ότι είχαν εργαστεί και για την προετοιμασία της Ελληνικής επανάστασης, μεταξύ δε των μυημένων μελών της Φιλικής Εταιρείας, της μυστικής οργάνωσις που προετοίμασε την επανάσταση, ήταν και ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός και, προφανώς, οι λοιποί ιεράρχες και άλλοι παράγοντες του νησιού, κληρικοί και λαϊκοί. Μεταξύ των Κυπρίων μαρτύρων υπέρ της ελληνικής ελευθερίας θα πρέπει να μνημονεύσουμε πρώτον τον εκ των συντρόφων του Ρήγα Φεραίου, τον Κύπριον Ιωάννην Καρατζάν.
Ο Ιωάννης Καρατζάς, λόγιος, γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1767. Δεν είναι γνωστό πότε έφυγε από την Κύπρο, πού πήγε και τι έκανε, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1790 οπότε και παρουσιάστηκε στο ιστορικό προσκήνιο, εγκατεστημένος στην Πέστη (Βουδαπέστη) της Ουγγαρίας, εργαζόμενος ως νεωκόρος της εκεί ελληνικής εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και ασχολούμενος ταυτόχρονα με εκδόσεις έργων σχετικών προς αρχαίους ‘Ελληνες φιλοσόφους (ένα τέτοιο έργο είχε εκδώσει στη Βιέννη το 1792). Συνεπώς ο Καρατζάς θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένας των συνεχιστών του ελληνικού διαφωτισμού που απετέλεσε ισχυρό υπόβαθρο για την Ελληνική επανάσταση. Είναι άγνωστο πότε και πώς συνδέθηκε με το φλογερό Ρήγα Φεραίο ο οποίος και διαλαλούσε την εξέγερση των υποδούλων Ελλήνων. ‘Αγνωστος είναι επίσης ο βαθμός συμμετοχής του Καρατζά στις επαναστατικές προετοιμασίες και δραστηριότητες του Ρήγα Φεραίου στα Βαλκάνια κατά του οθωμανικού ζυγού. ‘Οταν οι αυστριακές αρχές συνέλαβαν τον Ρήγα και 17 συνεργάτες του, μεταξύ των οποίων περιελαμβάνετο και ο Ιωάννης Καρατζάς, ο τελευταίος αρνήθηκε – φυσικά οποιαδήποτε ανάμιξή του σε επαναστατικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του. Από το πρακτικό των ανακρίσεων προκύπτει ότι ο Καρατζάς επέμενε μέχρι τέλους ότι απλώς είδε μια επαναστατική προκήρυξη του Ρήγα, τη διάβασε από περιέργεια και, όταν αντελήφθη «το σκανδαλώδες» περιεχόμενό της, πήγε στον αρμόδιο λογοκριτή βιβλίων για να καταγγείλει την κυκλοφορία της. Αντίθετα, οι αυστριακές ανακριτικές αρχές επέμεναν ότι ο Καρατζάς σκόπευε να αντιγράψει και κυκλοφορήσει την προκήρηξη, συνεπώς τον θεώρησαν ύποπτο συνωμοσίας.
Οι αυστριακές αρχές, φοβούμενες επιπτώσεις στη χώρα από τυχόν επανάσταση στην Ελλάδα και ανάφλεξη γενικότερα στα Βαλκάνια, κι αφού εξασφάλισαν ορισμένα ανταλλάγματα από τους Οθωμανούς, παρέδωσαν σ’ αυτούς στις 9 Μαΐου 1798 τους ακόλουθους 8 επαναστάτες: Ρήγα Φεραίο, 40 χρόνων, από τη Θεσσαλία, Ευστράτιον Αργέντη, 31 χρόνων, έμπορο από τη Χίο, Δημήτριον Νικολαΐδη, 32 χρόνων, γιατρό από την ‘Ηπειρο, Αντώνιον Κορωνιόν, 27 χρόνων, έμπορο από τη Χίο, Θεοχάρην Τουρούντζιαν, 22 χρόνων, έμπορο από τη Μακεδονία, Ιωάννην Εμμανουήλ, 24 χρόνων, φοιτητή ιατρικής από την Καστοριά, Παναγιώτην Εμμανούλ, 22 χρόνων, αδελφό του προηγούμενου, υπάλληλο από την Καστοριά και Ιωάννην Καρατζάν, 31 χρόνων από την Κύπρο. Και οι 8 αυτοί επαναστάτες ήσαν Οθωμανοί υπήκοοι εφ’ όσον κατάγονταν από μέρη που κατέχονταν από τους Οθωμανούς. Οι υπόλοιποι από τους συλληφθέντες συνεργάτες του Ρήγα, που είχαν αυστριακή ή άλλη ευρωπαϊκή υπηκοότητα, εκτοπίστηκαν και η περιουσία τους δημεύθηκε αλλά δεν παραδόθηκαν στις οθωμανικές αρχές. Ο Ρήγας και οι άλλοι 7 φυλακίστηκαν στο Βελιγράδι κι εκεί, ύστερα από εντολή της Υψηλής Πύλης, εκτελέστηκαν με στραγγαλισμό το βράδυ της 24ης Ιουνίου 1798, τα δε σώματά τους ρίχθηκαν στο Δούναβη. Διαδόθηκε ύστερα ότι πνίγηκαν ενώ προσπαθούσαν να δραπετεύσουν.
Μεταξύ των άλλων Κυπρίων ηρωομαρτύρων της Ελληνικής επανάστασης αρκετοί είναι επώνυμοι και μερικοί πολύ γνωστοί, αναφέρονται δε στο επόμενο κεφάλαιο. Πολλοί άλλοι παραμένουν αφανείς και άγνωστοι ήρωες του μεγάλου εκείνου αγώνα.
Η έκρηξη της Ελληνικής επανάστασης ήταν, φυσικά αδύνατο να μην επηρεάσει καίρια και την Κύπρο. ‘Οπως χαρακτηριστικά αρχίζει και ο εθνικός ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης το επικό ποίημα του 9η Ιουλίου.
Αντάν αρκ’έψαν οι κρυφοί ανέμοι τζ’ εφυσούσαν
τζ’ αρκίνησεν εις τήν Τουρτζ’ιάν νά κρυφοσυννεφκιάζη
τζ’αί πού τές τέσσερις μερκές τά νέφη εκουβαλούσαν
ώστι νά κάμουν τόν τζ’αιρόν ν’ αρκέψη νά στοιβάζη
εισ’ εν σγιάν είχαν ούλλοι τους τζ’η τζ’ύπρου το κρυφόν της
μέσ’ στούς ανέμους τούς κρυφούς εισ’ εν τό μερτικόν της.
Τζ’ αντάν εφάνην η στραπή εις τού Μωριά τά μέρη
τζ’ εξάπλωσεν τζ’ ακούστηκεν παντού η πουμπουρκά της,
τζ’ ούλλα ’ξηλαμπρατζ’ ήσασιν τζ’ αί θάλασσα τζ’ αί ξέρη,
είσ’ εν σγιάν είχαν ούλλοι τους τζ’ η τζ’ ύπρου τα κακά της.. .
Η ανάμιξη και οι ενέργειες Ελλήνων Κυπρίων, και δη του ιδίου του αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού καθώς και άλλων σημαινόντων ανδρών στο όλο ζήτημα της Ελληνικής επανάστασης του 1821 χρονολογούνται πιο πριν από την εορταζόμενη ως επίσημη ημερομηνία έναρξης του αγώνα, δηλαδή την 25η Μαρτίου 1821. Επαρκείς μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι η Φιλική Εταιρεία, η μυστική δηλαδή οργάνωση που προετοίμασε την επανάσταση, είχε επαφές και στην Κύπρο απ’ όπου και άντλησε κάποια οικονομική και άλλη ενίσχυση, όπως εξάλλου άντλησε από πάρα πολλά μέρη στα οποία βρίσκονταν και δρούσαν διασκορπισμένοι οι ‘Ελληνες.
Σύμφωνα προς τις υπάρχουσες πληροφορίες, πρώτος ο Φιλικός Δημήτριος ‘Ιπατρος από το Μέτσοβο είχε επισκεφθεί την Κύπρο προερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη και είχε μυστικές επαφές με τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανόν, και άλλους παράγοντες. Αποτέλεσμα της επίσκεψης και των επαφών του Ιπάτρου στην Κύπρο ήταν και η εξασφάλιση της υπόσχεσης τόσο του αρχιεπισκόπου όσο και διαφόρων προκρίτων να συνδράμουν όσο και όπως μπορούσαν τον προετοιμαζόμενο αγώνα. Κατόπιν τούτου, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ο αρχηγός της προετοιμαζόμενης επανάστασης, εξουσιοδότησε λίγο αργότερα το δραστήριο Φιλικό Αντώνιο Πελοπίδα να ταξιδεύση στην Αίγυπτο και στην Κύπρο για να εισπράξει τις υπέρ του αγώνα εισφορές από τους Φιλικούς που διέμεναν στα μέρη αυτά. Το σχετικό έγγραφο του Υψηλάντη προς τον Πελοπίδα αναφέρει:
.. Εγχείρησα εις τόν ρηθέντα κύριον Αρχιμανδρίτην Δικαίον [τον γνωστό φλογερό αγωνιστή Παπαφλέσσα] γράμματα πρός τούς αδελφούς εις Αίγυπτον καί πρός τόν άγιον Κύπρου. Παραλάβατε τα γράμματα ταύτα καί κινήσατε αμέσως πρός τά μέρη εκείνα, διά νά φανερώσητε πρός τούς αγαθούς συμπατριώτας μας, ότι η εφετή ώρα τής εκτελέσεως τού Ιερού ημών σκοπού δέν είναι μακράν, καί νά τούς παρακινήσητε διά νά καταβάλλωσιν όχι μόνον όσα έκαστος ευόρκως υπεσχέθη, άλλά καί άλλα περισσότερα ακόμη διά τήν μεγάλην τής πατρίδος ανάγκην, επιστρέφοντες δέ εκείθεν περνάτε διά τής Κύπρου, όπου εγχειρίζοντες τό γράμμα πρός τόν αρχιερέα, τόν παρακινήτε νά συνεισφέρη τά τής υποσχέσεώς του, τά οποία παραλαμβάνοντες αποπλέετε πάραυτα ή μόνος ή καί μετά τινος ανθρώπου τού Αρχιερέως διά τήν Παλαιάν Πάτραν τής Πελοποννήσου, όπου παραδίδετε τά πάντα εις χείρας τού κυρίου Ιωάννου Παππά Διαμαντοπούλου παρά τού οποίου λαμβάνετε τάς αναγκαίας αποδείξεις. Ο ζήλος καί η προθυμία σας μέ βεβαιώνουσιν ότι τά έργα σας θέλουσιν είσθαι ανώτερα τών ελπίδων μου, διά τούτο δέν σάς παροτρύνω περισσότερον, αλλά σάς ασπάζομαι φιλικώς καί μένω όλος
εύνους αδελφός σας
Αλέξανδρος Υψηλάντης
Ισμαήλ, τήν 8 Οκτωβρίου 1820.
Από την πιο πάνω σωζόμενη επιστολή του Υψηλάντη προς τον Πελοπίδα προκύπτει σαφώς ότι ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός είχε ρητά υποσχεθεί κάποιες συνεισφορές για τη μεγάλην τής πατρίδος ανάγκην. ‘Ετσι ο Υψηλάντης έστελλε τώρα έναν έμπιστό του, τον Πελοπίδα, να ζητήσει τις υπεσχημένες συνεισφορές που, προφανώς ήσαν βασικά χρηματικές. Η επιστολή την οποίαν ο Υψηλάντης έστειλε μέσω του Παπαφλέσσα στον Πελοπίδα για να τη δώσει ο ίδιος – ως διαπιστευτήριό του – στον αρχιεπίσκοπο Κυπριανόν, είχε ως εξής:
Πρός τον Μακαριώτατον καί Θεοπρόβλητον Μητροπολίτην τής Νήσου Κύπρου Κύριον Κύριον Κυπριανόν, προσκυνητώς Εις κύπρον Μακαριώτατε και φιλογενέστατε Δέσποτα, ο φιλογενέστατος κύριος Δημήτριος ‘Ιπατρος μέ εβεβαίωσε περί τής γενναίας συνεισφοράς, τήν οποίαν η υμετέρα Μακαριότης υπεσχέθη προς αυτόνδιά τό σχολείον τής Πελοποννήσου.
‘Οθεν ως γενικός έφορος τού σχολείου τούτου κρίνω χρέος μου απαραίτητον νά ευχαριστήσω τήν Υμετέραν Μακαριότητα καί νά τήν ειδοποιήσω ότι η έναρξις τού Σχολείου τούτου εγγίζει. Διά τούτο, λοιπόν, στέλλω εξεπίτηδες τόν κύριον Αντώνιον Πελοπίδαν, άνδρα ενάρετον, φιλογενή καί πάσης πίστεως άξιον διά νά τήν βεβαιώση καί διά ζώσης φωνής την όσον ούπω ανέγερσιν τού ιερού τούτου καταστήματος. ‘Ας ταχύνη λοιπόν, η υμετέρα Μακαριότης νά εμβάση τόσον τής υμετέρας Μακαριότητος τάς συνεισφοράς, όσον καί τών λοιπών αυτού ομογενών, είτε χρηματικάς είναι είτε ζωοτροφίας προς τόν εν Παλαιά Πάτρα τής Πελοποννήσου κύριον Ιωάννην Παππά Διαμαντόπουλον, συντροφεύουσα αυτάς ή μέ άνθρωπον της επίτηδες ή μέ τόν κομιστήν τού παρόντος μου.
‘Ων δέ ευέλπις, ότι η υμετέρα Μακαριότης θέλει φιλοτιμηθή νά δείξη τήν συνεισφοράν αξίαν τού μεγάλου ζήλου καί πατριωτισμού Αυτής τε και όλου της τού ποιμνίου, εξικετεύω τάς μακαρίους Αυτής ευχάς καί μένω μέ βαθύ σέβας, τής υμετέρας Μακαριότητος τέκνον ευπειθές Αλέξανδρος Υψηλάντης Ισμαήλ τήν 8ην Οκτωβρίου 1820.
Στην πιο πάνω επιστολή του Υψηλάντη παρατηρούμε ότι ζητείται η γενναία συνεισφορά τόσον του ιδίου του αρχιεπισκόπου Κυπριανού όσον και των λοιπών αυτού [ στην Κύπρο] ομογενών, άρα και αρκετοί άλλοι Κύπριοι είχαν ήδη μυηθεί – εκτός από τον Κυπριανόν – στη Φιλική Εταιρεία. Η συνεισφορά των Κυπρίων εζητείτο διά το σχολείον της Πελοποννήσου. Σύμφωνα προς τον συνωμοτικό τρόπο με τον οποίο εργαζόταν η Φιλική Εταιρία, στη διεξαγόμενη αλληλογραφία της απεφεύγετο η οποιαδήποτε αναφορά με άμεσο τρόπο στην προετοιμαζόμενη επανάσταση. Ειδικότερα για τις χρηματικές και άλλες ενισχύσεις, συνήθως αυτές εζητούντο με το δικαιολογητικό ότι επρόκειτο ν’ ανεγερθεί κάποιο σχολείο, ή ότι επρόκειτο να επιδιορθωθεί κάποιο μοναστήρι, ή ότι επρόκειτο να βοηθηθεί κάποιος φίλος έμπορος που είχε οικονομικές δυσκολίες κλπ. Ο Υψηλάντης γράφει, λοιπόν, στον Κύπριο ιεράρχη με την ιδιότητά του ως «γενικού εφόρου» του σχολείου που εδημιουργείτο, ταυτόχρονα δε παρέχει την πληροφορία ότι η έναρξις τού Σχολείου εγγίζει, ότι δηλαδή επλησίαζε η ώρα έναρξης της επανάστασης.
Από τους επίσημους σωζόμενους καταλόγους μελών της Φιλικής Εταιρείας φαίνεται η μύηση δυο Κυπρίων που ζούσαν και δρούσαν εκτός Κύπρου: του δασκάλου Χαραλάμπου Μάλη, ο οποίος μυήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 28 Οκτωβρίου 1819 από τον Παπαφλέσσα, καθώς και του Νικολάου Θησέως, εμπόρου στη Μασσαλία, ο οποίος συνεισέφερε μέσω του Μάλη 250 γρόσια υπέρ του αγώνα. Και οι δυο αυτοί άνθρωποι υπήρξαν αργότερα σημαντικοί αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης(ο δεύτερος ανήκε στη γνωστή οικογένεια των Θησέων, συγγενή του αρχιεπισκόπου Κυπριανού. Από νωρίς είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρία και ο Κύπριος την καταγωγή κληρικός Φιλόθεος, επίσκοπος Δημητσάνης, που στη συνέχεια ο ίδιος αυτός ηρωομάρτυρας μύησε μαζικά ολόκληρο τον πληθυσμό της Δημητσάνης, πράγμα που αποτελεί μοναδική περίπτωση στην ιστορία της επανάστασης. Στην Κύπρο, εκτός από τον αρχιεπίσκοπο, θα πρέπει να είχαν μυηθεί και οι τρεις επίσκοποι και άλλοι κληρικοί, καθώς και πολλοί λαϊκοί, πρόκριτοι και άλλοι. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του επισκόπου Πάφου Χρυσάνθου Β’, στο σωζόμενο σουλτανικό έγγραφο περί εκτελέσεώς του, το 1821, γίνεται λόγος για «καταχθονίους πράξεις» του επειδή «απειργάζετο την πικρίαν των ραγιάδων».
Δε γνωρίζουμε εάν ο απεσταλμένος του Υψηλάντη πήρε τελικά και μετέφερε στην Πελοπόννησο τις συνεισφορές του αρχιεπισκόπου και άλλων Κυπρίων και ποιου ύψους ήσαν αυτές. Θεωρείται, πάντως, δεδομένο ότι οι συνεισφορές έγιναν, τόσο χρηματικές όσο και εις είδη ανάγκης. Δεν υπάρχουν πάντως συγκεκριμένα στοιχεία- εφόσον μάλιστα τα πάντα εγίνοντο μυστικά και με τρόπους συνωμοτικούς. Για τις υλικές συνεισφορές των Ελλήνων της Κύπρου στον αγώνα ομιλεί και η παράδοση, που μεταξύ άλλων υποστηρίζει ότι ο γνωστός ήρωας της επανάστασης Κωνσταντίνος Κανάρης είχε επισκεφθεί με τα καράβια του την Κύπρο, ότι προσήγγισε το νησί, κατά διαφορετικές εκδοχές, σε τρία διαφορετικά σημεία των βορείων και βορειοανατολικών ακτών, κι ότι είχε παραλάβει από εδώ τρόφιμα και άλλες προμήθειες. Ο Ιωάννης Φιλήμων γράφει ότι ο πυρπολητής είχε έλθει στην Κύπρο (παραλιακή περιοχή της Λαπήθου) στις 19 Ιουνίου 1821, και αφού διαπίστωσε ότι δέν είχεν επιστεί ακόμη ο δι’ εξέγερσιν τής Κύπρου καιρός, απήλθε λαβών τρόφιμα διά τούς εν Ελλάδι αγωνιστάς. Παρόμοια γράφει και ο Γ. Κηπιάδης.
‘Ισως πάλι ο μεγάλος αυτός θαλασσινός ήρωας του 1821 να προσήγγισε την Κύπρο αργότερα, ο ίδιος ή καράβια του, όπως για παράδειγμα το 1827, όταν συμμετείχε (το Μάιο-Ιούνιο) στην υπό τον Κόχραν επιχείρηση πυρπόλησης του αιγυπτιακού στόλου στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Στην επιστροφή από την ανεπιτυχή αυτή ναυτική εκστρατεία, δεν είναι απίθανο ελληνικά καράβια να προσήγγισαν τις ακτές της Κύπρου για ανεφοδιασμό, αφού ο στόλος είχε μεγάλη έλλειψη τροφίμων και νερού, σύμφωνα προς την αναφορά του Κόχραν στις 7 Ιουνίου 1827. Μπορεί ακόμη η θρυλούμενη επίσκεψη του Κανάρη να συνέβη πιο πριν, μεταξύ 1822 και 1823, οπότε πολλές φορές ελληνικά καράβια βρέθηκαν στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου σύμφωνα προς διάφορες προξενικές αναφορές. Για παράδειγμα, στις 8 Ιουλίου 1823 ο πρόξενος της Γαλλίας στην Κύπρο Mechain αναφέρει ότι 12 ελληνικά πλοία από τα Ψαρά (πατρίδα του Κανάρη) είχαν έλθει στην Κύπρο για προμήθειες. Σε άλλο έγγραφό του, της 9ης Οκτωβρίου 1822, ο ίδιος πρόξενος αναφέρει ότι ο (Τούρκος) κυβερνήτης της Κύπρου έχει την υποψία ότι τα ελληνικά καράβια που βρίσκονταν στα κυπριακά νερά, είχαν φορτώσει πολλές προμήθειες από την Κύπρο. Ο ίδιος πρόξενος πάλι, σε έγγραφό του ημερομηνίας 8 Μαρτίου 1822, αναφέρει ότι η άφιξη ελληνικών καραβιών στην Κύπρο επαύξησε το φανατισμό και την ανησυχία των Τούρκων που, όπως φοβόταν, θα έπαιρναν μέτρα κατά των φτωχών Κυπρίων.
Κατά την παράδοση των μεγάλων οικογενειών της Λαπήθου και του Καραβά, ο Κανάρης έμεινε μερικές νύκτες στην οικία του προκρίτου Πασπάλλα στην Αγία Παρασκευή Λαπήθου. Η εξαιρετική αυτή οικία με οικόσημα σωζόταν ως την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974. Κατά την παράδοση του Καραβά, ο Κανάρης μετέβη και στον Καραβά κρυπτόμενος και βοηθούμενος από τις μεγάλες οικογένειες του χωριού. Στους χωρικούς παρέδωσε όπλα και πήρε απ’ αυτούς τρόφιμα και χρήματα μέσα σε νεκροκρέββατα, σε εικονικές κηδείες.
Οι μαρτυρούμενες επανειλημμένες τροφοδοσίες των ελληνικών καραβιών στην Κύπρο, που γίνονταν πρόθυμα και παρά τους μεγάλους κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι Κύπριοι χωρικοί που φρόντιζαν για τη συγκέντρωση των προμηθειών, καθώς και οι διάφορες επαφές των Κυπρίων ιεραρχών και προκρίτων με τους ‘Ελληνες επαναστάτες, δεν ήσαν οι μοναδικές κυπριακές αναμίξεις στον αγώνα. Η κυριότερη κυπριακή συμβολή στην Ελληνική επανάσταση στάθηκε η μετάβαση πολλών Ελλήνων Κυπρίων στην αγωνιζόμενη Ελλάδα, όπου κι εντάχθηκαν στα διάφορα στρατιωτικά σώματα και πολέμησαν σε διάφορα μέτωπα υπό τις διαταγές γνωστών οπλαρχηγών.
Η προ της επαναστάσεως δραστηριότητα μελών της Φιλικής Εταιρείας στην Κύπρο δεν αποσκοπούσε μόνο στην εξασφάλιση οικονομικής ενίσχυσης από το νησί για τον αγώνα. Φαίνεται ότι είχε καταβληθεί επίσης προσπάθεια όπως η επανάσταση κηρυχθεί και στην Κύπρο, ταυτόχρονα με την έναρξή της στην υπόλοιπη ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα, προς τούτο δε έγιναν και εδώ μυήσεις. Για τον ίδιο σκοπό και άλλα μέλη της Φιλικής Εταιρείας επεσκέφθησαν πιθανώς την Κύπρο, ενώ εστάλη κρυφά και διενεμήθη και διαφωτιστικό υλικό. Η υπόγεια κρύπτη στο κτίριο του Παγκυπρίου Γυμνασίου στη Λευκωσία απέναντι από το κτίριο της Αρχιεπισκοπής, πιστεύεται ότι είχε χρησιμοποιηθεί για την απόκρυψη Φιλικών. Τελικά όμως η Κύπρος δεν μπόρεσε ν’ ακολουθήσει την επανάσταση, εξαιτίας:
α) Της απροθυμίας των ηγετών και των αρχόντων να ξεσηκωθούν και υποστηρίξουν το κίνημα.
β) Της σχετικής έλλειψης όπλων και λοιπού πολεμικού υλικού.
γ) Των πολλαπλών δυσχερειών που πήγαζαν εξαιτίας της μεγάλης απόστασης της Κύπρου από τις εστίες της επανάστασης.
Δεν είναι εξακριβωμένο εάν Φιλικοί που επεσκέφθησαν την Κύπρο, όπως ο ‘Ιπατρος, ο Πελοπίδας και ενδεχομένως και άλλοι, ή ακόμη και αγωνιστές όπως ο Κωνσταντίνος Κανάρης, συζήτησαν με τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανόν και άλλους Κυπρίους το ενδεχόμενο εξέγερσης και της Κύπρου. Τούτο όμως θα πρέπει, φυσιολογικά να είχε συζητηθεί. Δε γνωρίζουμε τις επί του προκειμένου θέσεις του Κυπριανού και των άλλων παραγόντων του νησιού και τις δικαιολογίες που είχαν προβάλει, βέβαιον όμως πρέπει να θεωρηθεί το ότι ετάχθησαν κατά της επέκτασης της επανάστασης και στην Κύπρο, όπως προκύπτει και από σχετική απόφαση των Φιλικών που είχε ληφθεί στο Ισμαήλ την 1η Οκτωβρίου 1820 (δες πιο κάτω). Εξάλλου, δε μαρτυρείται καμιά απολύτως προπαρασκευή ή διεργασία στην Κύπρο προς την κατεύθυνση της εξέγερσης.
Τόσο ο Κυπριανός όσο και οι λοιποί παράγοντες, με εξαίρεση ίσως τον επίσκοπο Πάφου, προφανώς είχαν αρνηθεί να κηρύξουν την επανάσταση και στην Κύπρο και να ακολουθήσουν την αγωνιστική πορεία όλων των άλλων Ελλήνων. ‘Ισως από φόβο, ίσως επειδή εκρίθη ότι μια εξέγερση στην Κύπρο, υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν, δε θα είχε πιθανότητες επιτυχίας, ίσως επειδή υφίσταντο και άλλα προβλήματα (το απειροπόλεμο των κυπρίων, η έλλειψη οπλισμού, η μη ύπαρξη καραβιών κλπ). Ο Κυπριανός, αν και εφάνη πρόθυμος να δώσει χρήματα (ίσως να ήταν ένας βολικός τρόπος να «απαλλαγεί» από τους Φιλικούς), πάντως δε φαίνεται να είχε πρόθεση να ξεσηκώσει και την Κύπρο σε επανάσταση. Είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι τόσο ο Κυπριανός όσο και οι διάφοροι προύχοντες αισθάνονταν αρκετά ικανοποιημένοι με την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων (με τους ιδίους στην κορυφή και με εξασφαλισμένη τη δική τους άνετη διαβίωση) ώστε να μη φανούν πρόθυμοι να εμπλακούν στις μεγάλες και επικίνδυνες περιπέτειες ενός αγώνα απελευθέρωσης του οποίου η έκβαση ήταν αβέβαιη. Ο εθνικός βάρδος της Κύπρου Βασίλης Μιχαηλίδης, στο επικό του ποίημα της 9ης Ιουλίου, βάζει στο στόμα του Κυπριανού, κατά το διάλογό του με τον τότε Τούρκο κυβερνήτη Κουτσιούκ Μεχμέτ, λόγια σαν κι αυτά:
– ‘Εν τζ’ ήρταν, Μουσελλίμ – αγά, πάνω στον τόπον άλλοι
τζ’ εφέραν άρματα κρυφά τζ’ έννα μας καταγνώσης.
Εδώκαμέν σου τ’ άρματα ούλλοι, μιτσ’ οί τζ’ αί μιάλοι
ευτύς ότι τζ’ εγύρεψες νά μάς ιξαμαρτώσεις.. .
Η προθυμία παράδοσης των αρμάτων που κατείχαν οι Κύπριοι ραγιάδες στις οθωμανικές αρχές, με προτροπή του Κυπριανού, τονίζεται εδώ από τον ποιητή. Επίσης, εκείνη η τραγική κατάφαση που βάζει ο ποιητής στα χείλη του Κυπριανού
– Σφάξε μας ούλλους τζ’άς γενή τό γαίμαν μας αυλάτζ’ιν.. . δεν είναι τόσο τιμητική ούτε για τον ίδιο ούτε και για τον Ελληνισμό της Κύπρου, αν και εδώ τονίζεται η αδυναμία των Κυπρίων να πράξουν κάτι διαφορετικό, οπότε αποδέχονται καρτερικά – αλλά τουλάχιστον με περηφάνεια – τη μοίρα τους, επαναλαμβάνοντας το γνωστό σφάξε με, αγά μου, ν’αγιάσω.
Κάποιες κινήσεις που σημειώθηκαν τότε στην Κύπρο και θεωρήθηκαν από τους Τούρκους ως πολεμικές προπαρασκευές προς επανάσταση (φυλλάδια, φορτίο από μπαρούτι κλπ.) δεν οφείλονταν στον Κυπριανόν και στους περί αυτόν προύχοντες αλλά σε άλλους και ιδίως στον αρχιμανδρίτη Θεοφύλακτον Θησέα, της συγγενούς όμως προς τον Κυπριανόν οικογένειας των Θησέων.
Δυο από τις σωζόμενες εγκυκλίους του Κυπριανού σχετίζονται με το όλο θέμα. Η πρώτη, που βρίσκεται στο Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο Αθηνών, ήταν ημερομηνίας 22 Απριλίου 1821 και καλούσε τους Χριστιανούς να παραδώσουν τα όπλα που ενδεχομένως κατείχαν:
.. . Ευλαβέστατοι ιερείς καί λοιποί πάντες ευλογημένοι Χριστιανοί τής ευαγούς πόλεως Λευκωσίας, πατρικώς ευχόμενοι ευλογούμεν πάντας υμάς. Είμεθα βέβαιοι ότι η χθεσινή πράξις, ήτοι η ζήτησις τών όπλων, σάς εθορύβησεν ούκ ολίγον, τό οποίον καί ημείς εξεύροντες ότι έχει νά σάς θορυβήση, επασχήσαμεν πάσι τρόποις νά τό εμποδίσωμεν. Πλήν, μέ τό νά ήτον αυτό τό πράγμα δι’υψηλού προσκυνητού βασιλικού ορισμού, η εξουσία ηθέλησε νά τό κυρώση.. . ‘Αν μερικοί οπού έχουν όπλα καί δέν τά έδωσαν, άς τά φέρουν εις ημάς νά τά δώσωμεν ημείς, καί εν καιρώ τώ προσήκοντι θέλομεν ενεργήσει νά τοίς επιστραφώσιν οπίσω. Ούτω ποιήσατε ως γράφομεν υμίν εντελλόμενοι πατρικώς.. . 1821 Απριλίου 22.
Ο Κύπρου καί ευχέτης ημών.. .
Η δεύτερη εγκύκλιος του Κυπριανού, που βρίσκεται καταχωρημένη στον Κώδικα Α’ της Αρχιεπισκοπής, κυκλοφόρησε στις 16 Μαΐου 1821 και μ’ αυτήν ο αρχιεπίσκοπος καλούσε το ποίμνιό του να παραμείνει αδρανές και να συμπεριφέρεται ραγιάτικα (=δουλικά), ακόμη και στον τρόπο ντυσίματος (δεδομένου ότι πολύχρωμα φορέματα χρησιμοποιούσαν μόνο οι αφέντες):
.. . προσέχετε διά τόν Θεόν τέκνα, νά μήν υποπέσετε εις τό παραμικρόν ελάττωμα, μήτε μέ λόγον μήτε μέ έργον, διότι όποιος εις τοιούτους καιρούς είναι απρόσεκτος, εις τούς λόγους του ή εις τά έργα του, παιδεύεται με κεφαλικήν τιμωρίαν(όσοι δέ, φυλάξουν τήν οφειλομένην ευπείθειαν, οι τοιούτοι, κοντά οπού δέν θέλουν δοκιμάσει τό παραμικρόν, θέλουν απολαύσει και περισσοτέραν εύνοιαν, και διαφένδευσιν. Προσέτι, τέκνα, τά φορέματά σας νά είναι σεμνά και ραγιάτικα, τα σαρίκια σας, τα ζωνάρια σας, τά γεμενιά σας μαύρα(διότι τοιαύτη είναι η προσταγή τού αγά εφένδη μας, καί όποιος ευρεθή με εξωτερικόν φόρεμα θέλει παιδευθεί σκληρώς. Ούτω ποιήσατε εξ αποφάσεως ταύτα. Ο Κύπρου Κυπριανός εν Χώ ευχέτης σας 1821 Μαΐου 16.
Η δεύτερη αυτή βιαστική εγκύκλιος φανερώνει την ψυχική ταραχή στην οποία βρισκόταν ο συγγραφέας της κατά τις δύσκολες και τραγικές εκείνες στιγμές, κατά τις οποίες προσπαθούσε ν’ αποφύγει και την παραμικρή πρόκληση προς την τρομερή απειλή που κρεμόταν πάνω από το δικό του και πολλά άλλα κεφάλια, μόλις η επανάσταση στην Ελλάδα εξέσπασε.
Η όλη στάση του Κυπριανού έναντι της Ελληνικής επανάστασης προδίδει ότι το αίσθημα του ραγιαδισμού ήταν ισχυρό μεταξύ των Κυπρίων ηγετών τότε, αντίθετα προς το λαό που φαίνεται ότι ήταν πρόθυμος να ακολουθήσει την επανάσταση και να θυσιαστεί (κάποια κίνηση έγινε, μάλιστα, στην Πάφο και άλλη στη Λεμεσό).
Δεν μπορούμε όμως να κρίνουμε τελεσίδικα τον Κυπριανό χωρίς να έχουμε υπ’ όψιν τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε στο νησί. Μερικοί διατύπωσαν την κατ’ αυτού κατηγορίαν ότι αρνήθηκε να ακολουθήσει την επανάσταση, υπηρετώντας τα συμφέροντα των αρχόντων και των προκρίτων του τόπου ενάντια στα συμφέροντα του λαού, προσπαθώντας ταυτόχρονα να σώσει και το κεφάλι του. ‘Ομως είναι πολύ πιθανώτερο το ότι, σταθμίζοντας όλους τους παράγοντες ως υπεύθυνος ηγέτης σε μια κρίσιμη περίοδο, έκρινε ότι χωρίς επαρκή οπλισμό, χωρίς ικανές και εκπαιδευμένες δυνάμεις, χωρίς αναμενόμενη βοήθεια απ’ οπουδήποτε και με τη Μικρά Ασία τόσο κοντά (απ’ όπου πολύ εύκολα και σύντομα μπορούσαν ν’ αποστέλλονται στρατεύματα στο νησί), θα σήμαινε τρομερή καταστροφή και εκτεταμένες σφαγές, η οποιαδήποτε βεβιασμένη ενέργεια, πολύ δε περισσότερο επέκταση της επανάστασης και στην Κύπρο. ‘Ετσι, το μόνο που του απέμεινε ήταν να προσπαθήσει, με κάθε δυνατό τρόπο, να αποφύγει την τραγωδία. Πάντως, θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι οι αντικειμενικές δυσκολίες για επανάσταση και των Κυπρίων είχαν εξαρχής τονισθεί σε σύσκεψη των Φιλικών που είχε γίνει στο Ισμαήλ της Μολδοβλαχίας την 1η Οκτωβρίου 1820, όπου και συμφωνήθηκε ότι η συμβολή των Κυπρίων στον αγώνα θα περιοριζόταν στην υλική συνδρομή (χρήματα και προμήθειες)(και είναι, πιθανώτατα, βάσει αυτής της συμφωνίας που ελληνικά καράβια προσήγγιζαν συχνά τις κυπριακές ακτές, ακριβώς για προμήθειες. Το σχετικό απόσπασμα του πρακτικού (άρθρο 15) της σύσκεψης της 1ης Οκτωβρίου 1820 στο Ισμαήλ, αναφέρει τα ακόλουθα:
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Κυπριανός υπεσχέθη νά συνεισφέρει χρήματα ή τροφάς, όσας δυνηθή. Λοιπόν ο Καλός πρέπει να γράψη πρός τήν Μακαριότητά του προτρεπτικά, δηλοποιών τών πραγμάτων τήν κατάστασιν, διά νά φιλοτιμηθή νά βοηθήση αναλόγως τή φήμη τής νήσου εκείνης, τήν οποίαν έχουν τό προνόμιον οι Κύπριοι νά διοικούν αυτοί σχεδόν τοσούτους χρόνους. Ταύτα δέ τά γράμματα ο ρηθείς Πελοπίδας, ή προτού, ή επιστρέφων εξ Αιγύπτου, νά περάση εις Κύπρον καί νά εγχειρίση τή αυτού Μακαριότητι, διά νά εμβάση τά χρήματα ο άγιος Κύπρου εις Κωνσταντινούπολιν, ή νά στείλη τάς τροφάς, όπου διορισθή(καί τέλος νά σκεφθή, πώς νά διαφυλάξη τό ποίμνιόν του από τούς κατοίκους εκεί εχθρούς.
Είχε λοιπόν, προαποφασισθεί (αφού φυσικά προηγήθηκαν οι επαφές με τον Κυπριανόν και άλλους στην Κύπρο κι ακούστηκαν οι αντιρρήσεις τους) ότι η Κύπρος δε θα συμμετείχε παρά μόνο θα συνεισέφερε χρήματα και τρόφιμα στον αγώνα. Ο δε Κυπριανός αφηνόταν να βρει τρόπους να » διαφυλάξη το ποίμνιον του».
Το γεγονός ότι αρνήθηκε να ακούσει κάποιες συμβουλές για να προσπαθήσει να σώσει τον εαυτό του, καταφεύγοντας στα «κουσουλάτα» (=προξενεία) της Λάρνακας κι απ’ εκεί διαφεύγοντας στο εξωτερικό, του προσδίδει υπευθυνότητα ηγέτη που αγγίζει το μεγαλείο. Η υπερήφανη στάση που, σύμφωνα προς την παράδοση και τον ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη, τήρησε έναντι του Τούρκου αιμοδιψούς κυβερνήτη της Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτ, ήταν συγκλονιστική. Χρειαζόταν ψυχικό σθένος και ακατάβλητο θάρρος ν’ αντιμετωπίσει το βέβαιο θάνατο, που δεν τον απέφυγε αφού πρώτος βάδισε στην αγχόνη στις 9 Ιουλίου 1821.
Αφού λοιπόν η Κύπρος δεν μπόρεσε να εξεγερθεί, αν και μικρής κλίμακας προσπάθειες μαρτυρούνται, κυρίως στην Πάφο, πολλοί ‘Ελληνες του νησιού έφυγαν για την Ελλάδα προκειμένου να υπηρετήσουν εκεί όπου διεξαγόταν ο αγώνας. Αρκετοί απ’ αυτούς έπεσαν μαχόμενοι ή τραυματίστηκαν, οι περισσότεροι δε από όσους επέζησαν παρέμειναν στην ελευθερωμένη πια Ελλάδα όπου δημιούργησαν οικογένειες. Σώζονται πολλά πιστοποιητικά Κυπρίων αγωνιστών της επανάστασης, συνήθως πιστοποιητικά που εξασφάλισαν αργότερα από τους οπλαρχηγούς τους και τα υπέβαλαν οι ίδιοι ή οι οικογένειές τους στην κυβέρνηση προκειμένου να εξασφαλίσουν απ’ αυτήν οικονομική βοήθεια, επειδή δυστυχούσαν. ‘Αλλοι πάλι επανήλθαν στην Κύπρο μετά το τέλος του αγώνα, όπου έζησαν ήσυχα στα χωριά τους μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Είναι δύσκολο να αναφερθεί με ακρίβεια ο αριθμός των Κυπρίων εθελοντών που πολέμησαν τότε στην Ελλάδα. Ο Λοΐζος Φιλίππου, στο σύγγραμμά του Κύπριοι Αγωνισταί (Λευκωσία, 1953) κατονομάζει 56 απ’ αυτούς με βάση αρχειακό υλικό που είχε συγκεντρώσει. Οπωσδήποτε όμως ήσαν πολύ περισσότεροι και θα πρέπει να αριθμούσαν μερικές εκατοντάδες. Δεν πήγαν όλοι στην Ελλάδα από την αρχή του αγώνα, αλλά σταδιακά. ‘Αλλοι πάλι Κύπριοι ζούσαν στην Ελλάδα ή και σε άλλες χώρες όταν ξέσπασε η επανάσταση, οπότε έσπευσαν να ενταχθούν στις τάξεις των μαχητών της ελευθερίας.
Στην ίδια την Κύπρο, με την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης, έγιναν κάποιες κινήσεις για ξεσηκωμό και της Κύπρου. ‘Ησαν όμως κινήσεις μεμονωμένες, ασυντόνιστες, απροπαρασκεύαστες, που φυσικά απέτυχαν. Μια από τις κινήσεις αυτές υπάρχει μαρτυρία ότι είχε σημειωθεί στην Πάφο, όπου δρούσε ο τότε επίσκοπος Χρύσανθος Β’. Για την εκτέλεση του Χρυσάνθου, το σχετικό σουλτανικό διάταγμα αφήνει να υπονοηθεί ότι αυτός είχε οδηγήσει το λαό σε επανάσταση. Η σχετική μαρτυρία αναφέρει ότι στην Πάφο συγκεντρώθηκαν 300 περίπου νέοι, υπό την ηγεσία κάποιου Πέτρου, που οπλίστηκαν και δοκίμασαν να βαδίσουν κατά της Λευκωσίας, όμως αντιμετωπίστηκαν από δύναμη Γενιτσάρων και εξουδετερώθηκαν κοντά στην πρωτεύουσα. Γίνεται επίσης λόγος και για άφιξη στην Κύπρο περί των 100 Αλβανών φουστανελοφόρων που, κατά τον Ν. Γ. Κυριαζή (Κυπριακά Χρονικά, Ζ’, σ. 57) είχαν αποβιβαστεί στην περιοχή του χωριού Πύλα (κοντά στη Λάρνακα) για να συνδράμουν την εξέγερση των Κυπρίων που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε.
Από έκθεση, πάλι, του τότε προξένου της Γαλλίας στη Λάρνακα προκύπτει ότι κάποια επεισόδια είχαν σημειωθεί και στη Λεμεσό ύστερα από άφιξη εκεί ελληνικών καραβιών. Η σχετική έκθεση, γραμμένη στις 18 Φεβρουαρίου 1823, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι από τού μηνός Οκτωβρίου [προφανώς του προηγούμενου χρόνου] τα ένοπλα ελληνικά καράβια σταθερά εμφανίζονται στις θάλασσες αυτές [της Κύπρου]. Τα θαρραλέα τολμήματά των, όσα επεχείρησαν, επροξένησαν κάποιαν λαϊκήν εξέγερσιν στη Λεμεσόν.. . Δε γνωρίζουμε τι ήσαν αυτά τα θαρραλέα τολμήματα των ελληνικών καραβιών στην Κύπρο. Φαίνεται ότι μάλλον είχαν εμπλακεί σε μάχες προς οθωμανικά καράβια, που ήσαν νικηφόρες, πράγμα που ενθουσίασε τους κατοίκους της Λεμεσού. Οι εμφανίσεις ελληνικών καραβιών στα κυπριακά παράλια ήσαν συχνές. Σε μια δε περίπτωση, η άφιξη ελληνικών καραβιών στη Λάρνακα ανάγκασε τους Τούρκους να λύσουν την πολιορκία του εκεί γαλλικού προξενείου από το οποίο απαιτούσαν να τους παραδώσει ‘Ελληνες Κυπρίους που είχαν καταφύγει κυνηγημένοι σ’ αυτό. Σε μερικές περιπτώσεις τα ελληνικά καράβια διενεργούσαν επιδρομές κατά των οθωμανικών που ναυλοχούσαν σε κυπριακά λιμάνια.
Η εγκύκλιος του αρχιεπισκόπου Κυπριανού, ημερομηνίας 16 Μαΐου 1821, που καλούσε τους ‘Ελληνες της Κύπρου να παραμείνουν αδρανείς και να συμπεριφέρονται με πολλή δουλοπρέπεια, θυμίζει ανάλογη ενέργεια του οικουμενικού πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, ο οποίος είχε καλέσει τους υπόδουλους ‘Ελληνες – απειλώντας τους και με αφορισμό – να αποφύγουν να σηκώσουν τα όπλα κατά της εξουσίας του σουλτάνου. ‘Οπως δε ο Γρηγόριος Ε’ δεν κατόρθωσε να σώσει τη ζωή του, το ίδιο δεν κατόρθωσε ούτε ο Κυπριανός. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι μαζί με τον πατριάρχη Γρηγόριον Ε’ μαρτύρησε και ένας Κύπριος ιεράρχης, ο Αθανάσιος ο του Καρύδη, τότε μητροπολίτης Νικομηδείας. ‘Ηταν γόνος της γνωστής οικογένειας Καρύδη της Λάρνακας που συγγένευε με τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθον και σπούδασε στη Βενετία. Διετέλεσε επίσκοπος Λιβύης (1781-1791) κατόπιν επιλογής του από τον (Κύπριο την καταγωγή) πατριάρχη Αλεξανδρείας Κυπριανόν (1766-1783) και από το 1791 ανέλαβε ως μητροπολίτης Νικομηδείας, της οποίας ο θρόνος ήταν Ε’ στην ιεραρχία των θρόνων του Οικουμενικού πατριαρχείου). Ως μητροπολίτης Νικομηδείας και μέλος της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού πατριαρχείου, ο Αθανάσιος ο του Καρύδη, ανέπτυξε πλούσια πνευματική και εθνική δραστηριότητα για 30 χρόνια. Αμέσως μετά την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης συνελήφθη, αρκετά πριν από τον πατριάρχη Γρηγόριον Ε’ και τους μητροπολίτες Εφέσου Διονύσιον και Αγχιάλου Ευγένιον. Αν και πολύ προχωρημένης πλέον ηλικίας (ήταν περίπου 75 ή περισσοτέρων χρόνων), ο Αθανάσιος υπέστη από τους Τούρκους πολλά βασανιστήρια και, όπως κι ο πατριάρχης, εκτελέστηκε στις 19 Απριλίου 1821, Κυριακή του Πάσχα.
Πέραν της εγκυκλίου του προς το λαό, με την οποία τον καλούσε να συμπεριφέρεται δουλοπρεπώς και να παραδώσει στους κυριάρχους οποιαδήποτε όπλα κατείχε, ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός είχε δώσει και διαβεβαιώσεις στον κυβερνήτη της Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτ (1820-1822) για τη «νομιμοφροσύνη» των Ελλήνων Κυπρίων. Ούτε όμως η παράδοση του οπλισμού, ούτε οι διαβεβαιώσεις του Κυπριανού καθησύχασαν τον Τούρκο κυβερνήτη του νησιού, που προφανώς φοβόταν επέκταση της επανάστασης και στην Κύπρο. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι ο Κουτσιούκ Μεχμέτ, είχε συγκεντρώσει πληροφορίες (κυρίως από δυο νεαρούς Χριστιανούς γαλλικής καταγωγής που δρούσαν, μαζί με άλλους ως πράκτορές του και καταδότες) ότι διάφοροι Κύπριοι είχαν μυστικές επαφές με τους Υδραίους και ότι, εν πάση περιπτώσει, ενέχονταν σε επαναστατικές ενέργειες. Με την έναρξη της επανάστασης, η Υψηλή Πύλη διέταξε αμέσως τον αφοπλισμό όλων ανεξαιρέτως των ραγιάδων Ελλήνων, στέλλοντας σχετικό διάταγμα και στην Κύπρο. Εδώ, το διάταγμα εκτελέστηκε από τον κυβερνήτη του νησιού Κουτσιούκ Μεχμέτ στις 23 Απριλίου 1821, οι δε ‘Ελληνες αφοπλίστηκαν χωρίς να δημιουργηθούν οποιαδήποτε επεισόδια. Τα όπλα, εξ άλλου, που κατείχαν ήσαν λίγα. Λίγο αργότερα όμως διατυπώθηκε κατά των Ελλήνων Κυπρίων η κατηγορία ότι είχαν συνεννοηθεί μυστικά με τους υπόλοιπους ‘Ελληνες για να επαναστατήσουν και αυτοί. Η κατηγορία ενισχύθηκε και από το γεγονός ότι κυκλοφόρησαν στο νησί επαναστατικές προκηρύξεις τις οποίες είχε μεταφέρει και διανέμει ο Κύπριος αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Θησεύς, και αποθήκευση πυρίτιδας στην εκκλησία Φανερωμένης στη Λευκωσία. Ο Κουτσιούκ Μεχμέτ, που πιστεύεται ότι είχε παρακινηθεί και από την ευκαιρία που του παρουσιαζόταν για να πλουτίσει κατάσχοντας και αρπάζοντας περιουσίες των θυμάτων του, ετοίμασε κατάλογο 486 σημαινόντων Ελλήνων Κυπρίων, που τον έστειλε στην Υψηλή Πύλη συνοδεύοντάς τον με κατηγορίες κατά των αναφερομένων ατόμων ότι ετοίμαζαν και εδώ επανάσταση. Στον κατάλογο περιλαμβάνονταν τα ονόματα του αρχιεπισκόπου και των τριών επισκόπων, των ηγουμένων όλων των μοναστηριών, άλλων ιερωμένων και πολλών προκρίτων και παραγόντων. Ακόμη, ο Κουτσιούκ Μεχμέτ υπέβαλε αίτηση για αποστολή στην Κύπρο οθωμανικού στρατού. Η Υψηλή Πύλη ανταποκρίθηκε αμέσως, στέλλοντας στο νησί το Μάιο 1821 περί τις 4. 000 στρατιώτες (Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, στ’) ταυτόχρονα δε ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ (1808-1839) υπέγραψε διάταγμα για την εκτέλεση των Ελλήνων Κυπρίων του καταλόγου που του είχε υποβληθεί.
Παρά το ότι μερικοί σημαίνοντες Τούρκοι της Κύπρου προσπάθησαν να περιορίσουν την έκταση των σφαγών, υποστηρίζοντας ότι ο κατάλογος των προγραφών ήταν υπερβολικά μακρύς, εν τούτοις ο τελικός αριθμός των θυμάτων ξεπέρασε κατά πολύ τους 486 του καταλόγου.
Την τουρκική θηριωδία επαύξαναν, ασφαλώς, και οι ειδήσεις που έφθαναν από την Ελλάδα και που μιλούσαν για ελληνικές νίκες εκεί και για επικράτηση της επανάστασης. Μεταξύ των εκτελεσθέντων περιλαμβάνονταν ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, οι μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος, και Κυρηνείας Λαυρέντιος, ο αρχιδιάκονος Μελέτιος, ο Γεώργιος Μασούρας από τη Λεμεσό που έφερε τον τίτλο του καππί κεχαγιά (=επιτετραμμένου), ο ηγούμενος Κύκκου Ιωσήφ, ο Δοσίθεος του μοναστηριού του Ομόδους, ο Λαυρέντιος ιερέας της εκκλησίας Φανερωμένης, ο Πέτρος Οικονομίδης και ο Γιαννάκης Αντωνόπουλος δημογέροντες, οι άρχοντες Μιχαήλ Γλυκύς, Χατζηνικόλας Ζωγράφος, Χατζηνικόλας Κορνέσιος αδερφός του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνεσίου, ο Σ. Σολωμής προύχοντας της Μόρφου, ο αδελφός του Χατζηκυριάκος Σολωμής προύχοντας της Σολιάς, ο Χατζησάββας Θησέας συγγενής του αρχιεπισκόπου, οι Λαρνακείς Συμεών Ηλιάσης, Παυλής Χάρτας, Νικόλας Τσικκίνης, Νικόλας Φράγκος και Πετράκης Δημητρίου, οι Λεμεσιανοί Χρ. Αραπούδης, Ανδρέας Δαβίδ, Χατζηλίας προύχοντας της Λαπήθου, όπως και ο Χατζηνικόλας Λευρεντίου, οι Κυθρεώτες Χατζηϊωνάς και Χατζηαττάλας και πάρα πολλοί άλλοι.
Οι εκτεταμένες σφαγές συνοδεύθηκαν και από δημεύσεις και αρπαγές περιουσιών, λεηλασίες εκκλησιών, μοναστηριών και οικιών, ενώ μεγάλα χρηματικά ποσά πληρώθηκαν στους Τούρκους και από οικογένειες συλληφθέντων για να σωθούν ή για να μπορέσουν να διαφύγουν. Πολλοί δεν το κατόρθωσαν, ενώ άλλοι μπόρεσαν να φθάσουν μέχρι τα προξενεία της Λάρνακας όπου και βρήκαν καταφύγιο κι απ’ όπου αναχώρησαν για το εξωτερικό (Ελλάδα, Αίγυπτο, Ευρώπη). Το όργιο αίματος και λεηλασιών διάρκεσε πολλές μέρες και στο γνωστό κατάλογο των θυμάτων πρέπει να προστεθούν και πολλά άλλα θύματα, κυρίως στην ύπαιθρο, που τα ονόματά τους παρέμειναν άγνωστα.
Το πλήγμα για τον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου, που λίγο πιο πριν είχε κληθεί και είχε παραδώσει και τον οπλισμό που κατείχε, ήταν βαρύτατο. Ως εκ τούτου, ήταν πια αδύνατο να μπορέσει η Κύπρος ν’ ακολουθήσει την Ελληνική επανάσταση έστω και με καθυστέρηση.
Οι εκτελέσεις των αρχιερέων έγιναν στη Λευκωσία. Οι τρεις επίσκοποι εκτελέστηκαν με αποκεφαλισμό, ενώ αντίθετα ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός εκτελέστηκε με απαγχονισμό επειδή, όπως λέγεται, ο Κουτσιούκ Μεχμέτ του είχε υποσχεθεί ότι «δε θα του έκοβε το κεφάλι» !
Θα πρέπει επίσης να τονισθεί ότι οι Κύπριοι ηγέτες, φοβούμενοι τα χειρότερα, είχαν προσπαθήσει να αποτρέψουν τις σφαγές. Προς τούτο, προσπάθησαν να επιτύχουν την έκδοση σουλτανικής διαταγής που να αποτρέπει οποιανδήποτε εις βάρος τους δίωξη, και το προσπάθησαν μέσω του Κουτσιούκ Μεχμέτ, τον οποίο και δωροδόκησαν με το υπέρογκο ποσό των 100. 000 γροσίων. Ο Κουτσιούκ Μεχμέτ πήρε τα χρήματα και. . . τους έσφαξε.
Ο Κουτσιούκ Μεχμέτ άρχισε τις εκτελέσεις στην Κύπρο ευθύς μετά την παράδοση σ’ αυτόν του οπλισμού των ραγιάδων. Σύμφωνα προς αναφορά του τότε Γάλλου προξένου Mechain, εκτελούσε καθημερινά Χριστιανούς στη Λευκωσία, φέρνοντας στην επιφάνεια παλαιές υποθέσεις που είχαν εκδικαστεί από προκατόχους του. ‘Ετσι, έγραφε ο Mechain, στις 28 Μαΐου 1821, ο Κουτσιούκ Μεχμέτ επετύγχανε δυο πράγματα: αφ’ ενός θησαύριζε από τα θύματά του και αφ’ ετέρου έπειθε την υψηλή Πύλη ότι υφίστατο στην Κύπρο κίνημα το οποίο πέτυχε να καταστείλει. Οι εκτελέσεις λοιπόν, άρχισαν από το Μάιο 1821, κορυφώθηκαν τον Ιούλιο (στις 9 Ιουλίου εκτελέστηκαν ο αρχιεπίσκοπος και οι άλλοι αρχιερείς) και συνεχίστηκαν και αργότερα, για άλλον ένα μήνα. ‘Οπως χαρακτηριστικά σημείωνε από τις 28 Μαΐου ο Mechain, για τον Κουτσιούκ Μεχμέτ, εάν ο αιμοβόρος αυτός παράφρων διατηρήσει για λίγους ακόμη μήνες την εξουσία, θα χρεωκοπήσει την Νήσον (πρβλ. Κυπριακά Χρονικά, Ζ’, 1930, σ. 51).
Τελικά ο Κουτσιούκ Μεχμέτ ανακλήθηκε από την Κύπρο το 1822. Το πλήγμα όμως που είχε επιφέρει στους Κυπρίους ήταν τρομακτικό. Τόση ήταν η βιαιότητα και η ασυδοσία του, ώστε ακόμη και αξιωματούχοι της οθωμανικής διοίκησης της Κύπρου διαφώνησαν έντονα μαζί του και μερικοί μάλιστα αναγκάστηκαν να φύγουν από την Κύπρο για να σωθούν(όπως ο αγάς της Λευκωσίας Σαΐντ Μεχμέτ και ο ζαπίτης (αστυνόμος) της Λάρνακας Χατζή Ιμπραχήμ αγάς ο τελευταίος επέστρεψε στην Κύπρο κατά τα τέλη του 1822 ως κυβερνήτης, διαδεχόμενος τον ανακληθέντα Κουτσιούκ Μεχμέτ).
‘Ελληνες Κύπριοι που κατόρθωσαν να διαφύγουν από το νησί και να σωθούν από τις σφαγές του Ιουλίου 1821, καθώς και άλλοι που ζούσαν εκτός Κύπρου από πριν, είχαν την πρωτοβουλία της ανάληψης διαφόρων προσπαθειών για απελευθέρωση της Κύπρου, ενώ ακόμη η επανάσταση στην Ελλάδα συνεχιζόταν. Δυο ήσαν οι κύριες προσπάθειες που κατεβλήθησαν. Η πρώτη προσπάθεια ξεκίνησε από τη σύναξη μερικών ιεραρχών και προκρίτων στη Ρώμη, όπου και υπέγραψαν προκήρυξη (6 Δεκεμβρίου 1821) της οποίας το πλήρες κείμενο έχει ως εξής:
Επειδή η τυραννική διοίκησις τών Τούρκων μετεβλήθη ολοτελώς εις ληστείαν καί ούτε ο ειρηνικός ημών βίος καί πρός τούς σκληρούς αυτούς νόμους ευπείθια, ούτε πολιτική φρόνησις, ούτε αθωότης, ούτε ταπείνωσις, ούτε τά υπέρ τήν ημετέραν δύναμιν έξοδα, ούτε πάν άλλο είδος θυσίας, όπερ διά τών προυχόντων ημών επροσφέραμεν ίσχυσαν νά εμποδίσουν τάς άχρι θανάτου καταδρομάς ημών τών εν Κύπρω Χριστιανών αλλά χωρίς τινός ηθικής, ή λόγου προφάσεως κατέσφαξαν, όσους εξ ημών έλαβον εις τό χέρι χριστιανούς, μηδέν ευλαβούμενοι ουδέ τώ αιδεσήμων ιερέων, ουδέ τών σεβασμίων Αρχιερέων, ουδ’ αυτού τού Μακαριωτάτου ημών Πατρός καί Δεσπότου, αλλ’ αυτούς μέν κατέσφαξαν, τούς δέ Ιερούς ημών ναούς και οίκους, άλλους μέν ερήμωσαν άλλους δέ κατέκαυσαν, δίδωντας εις αρπαγήν τά τέκνα ημών καί γυναίκας, βιάζωντας αυτά νά εναγκαλισθώσιν τήν ανόσιον αυτών θρησκείαν, καί άλλα όσα τραγικά καί αποτρόπαια, βαρβαρική δύναμις καταχράται, όπου δέν ευρίσκει ανθίστασιν διά τάς φρικτάς αυτάς αδικίας, καί δι’ όσας άλλας πρό αυτών ει καί μετριωτέρας αλλά συνεχείς υπό τών τυράννων αυτών υπεφέραμεν. Νομίζομεν ενώπιον θεού καί ανθρώπων, ότι έχομεν κάθε δίκαιον νά μή γνωρίζωμεν πλέον διά διοίκησιν, τούς αιμοβόρους τούτους ληστάς, αλλά συμφώνως μέ τούς λοιπούς αδερφούς ημών ‘Ελληνας θέλομεν προσπαθήσει διά τήν ελευθερίαν τής ειρηνικής ημών, πάλαι μέν μακαρίας, ήδη δέ τρισαθλίας Νήσου Κύπρου. ‘Ενεκα τούτου συμψηφίζομεν Επίτροπον τής νήσου μας άπαξ τόν ευγενή Κύριον Νικόλαον Θησέα, υιόν τού αοιδήμου Μεγάλου Οικονόμου τού Μακαριωτάτου, όπως συνεργήσει καί ενεργήσει πληρεξουσίως πάντα όσα κρίνει συμφέροντα, απέλθη αυτός ή πέμψει πρεσβείαν πρός τούς Χριστιανούς Μονάρχας ή εις όντινα τούτων κρίνει συμφερώτερον, έλθει εις συνθήκας περί τής Νήσου, καί υπογράψει ως από μέρους τού κοινού, ετοιμάσει δύναμιν στρατιωτικήν καί κινηθή κατά τών εχθρών, δανεισθή επάνω είς τά κοινά εισωδήματα ή κτήματα τού Κοινού τής πατρίδος, ή καί τών όσα ή πλεονεξία τών Τούρκων εσφετέρησε, ή όσας γαίας ή άλλα κτήματα, έν τή πατρίδι δέν έχουν νόμιμον δεσπότην, ή επάνω είς τό δέκατον κοινώς όλων τών έν Κύπρω κτημάτων ημών, ενί δέ λόγω δίδοται τώ επιτρόπω απολύτως πάσα εξουσία, ίνα πράξη υπέρ τής ελευθερίας, νομίμου διοικήσεως, καί ευταξίας τής Κύπρου, όσα κατά τάς υποσχέσεις καί όρκους, άς λάβομεν παρ’ αυτού. Ο δέ Θεός τής δικαιοσύνης ευλογήσει τούς σκοπούς ημών, καί δώσει ημίν τήν θείαν χάριν αυτού, όπως λάβωσιν αίσιον τέλος. Τώ αώκα’ έτει Δεκεμβρίου στ’.
Μεταξύ εκείνων που προσυπέγραψαν την πιο πάνω προκήρυξη ήσαν ο έξαρχος Ιωαννίκιος (αργότερα αρχιεπίσκοπος Κύπρου), ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος (Θεοφύλακτος) Θησεύς και ο αδερφός του Νικόλαος Θησεύς (γιοι του εκτελεσθέντος Χατζησάββα Θησέως από το Στρόβολο και συγγενείς του αρχιεπισκόπου Κυπριανού), ο Τρεμιθούντος Σπυρίδων. Η προκήρυξη εκείνη είναι δυνατό να θεωρηθεί ως η πρώτη διακήρυξη υπέρ της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα. Το έγγραφο της Ρώμης εξουσιοδότησε τον Νικόλαο Θησέα να ενεργεί ως πληρεξούσιος και να προβεί σε όποιες νομίζει καλύτερες ενέργειες για να ετοιμάση δύναμιν στρατιωτικήν καί κινηθή κατά τών εχθρών.. .
Βέβαια η απόφαση αυτή για αγώνα συμφώνως μέ τούς λοιπούς αδελφούς ημών ‘Ελληνας (όπως αναφερόταν στην προκήρυξη) είχε ληφθεί πολύ αργά, μακριά από την Κύπρο, και όταν ήδη η Κύπρος είχε υποκύψει αιμόφυρτη εξαιτίας των σφαγών του Ιουλίου και πριν καν σηκώσει κεφάλι. Γνωρίζοντας την πικρή αυτήν αλήθεια ο Νικόλαος Θησεύς μαζί με τον έξαρχο Ιωαννίκιο και τον αρχιμανδρίτη Θεόφιλο πήγαν στο Λονδίνο όπου κατέβαλαν πολλές προσπάθειες για συγκρότηση μισθοφορικού εκστρατευτικού σώματος που θα απεστέλλετο πια απ’ έξω για να συνεγείρει την Κύπρο! Στην αγγλική πρωτεύουσα οι Κύπριοι ήλθαν σε επαφή με τον εκεί ευρισκόμενο στρατηγό ντε Βιντζ. Ο τελευταίος, που καταγόταν από το Μαυροβούνιον, είχε άλλοτε σταδιοδρομήσει ως αξιωματικός του Ναπολέοντος και είχε φήμη γενναίου στρατιωτικού. Ο στρατηγός είχε επιλεγεί και είχε, πιθανώτατα, αποδεχθεί να ηγηθεί του εκστρατευτικού σώματος που θα αποστελλόταν στην Κύπρο αφού θα κατέβαινε πρώτα στην επαναστατημένη ήδη Ελλάδα. ‘Οπως προκύπτει μάλιστα από έγγραφο του λογίου Κ. Πολυχρονιάδη που διέμενε στην Πίζα της Ιταλίας, στην όλη προσπάθεια είχε δοθεί δημοσιότητα. Γράφει ο Πολυχρονιάδης:.. . ανεγνώσαμεν εις τάς εφημερίδας, ότι στρατηγός τις Μαυροβουνιώτης, υπηρετήσας ποτέ τόν Ναπολέοντα καί ευρισκόμενος ήδη εις Λονδίνον, προσκαλεί αξιωματικούς καί στρατιώτας, διά νά κατεβή εις τήν Ελλάδα με 2. 000…
Η όλη προσπάθεια συγκρότησης, συντήρησης και αποστολής του εκ 2. 000 ανδρών εκστρατευτικού σώματος, απαιτούσε τεράστιες δαπάνες. Κατεβλήθησαν έτσι διάφορες προσπάθειες για σύναψη του τεραστίου για την εποχή δανείου 800. 000 λιρών από την αγγλική χρηματαγορά. Στις προσπάθειες ανεμίχθη και ένας ‘Αγγλος, κάποιος Πήκοκ (Peacock) που παρουσιαζόταν ως φιλέλληνας και που πήγε μάλιστα και στην Ελλάδα για να εξασφαλίσει από εκεί εξουσιοδότηση για τη σύναψη του δανείου το οποίο θα δινόταν με βαρύτατες εγγυήσεις. Το όλο θέμα εξακολουθούσε να συζητείται μέχρι και το 1824. Στην εφημερίδα Courier του Λονδίνου δημοσιεύθηκε, τον Ιανουάριο 1824, αγγελία του χρηματιστηριακού πρακτορείου H. Hinducks που ανέφερε ότι εζητείτο (ακόμη) το δάνειο από τήν αυτού εξοχότητα τόν στρατηγό ντε Βίντζ, ιππότη τού τάγματος τού Αγίου Σαντισλάβ.. .
Ωστόσο δάνειο δε βρέθηκε. Φαίνεται ότι οι υποψήφιοι δανειστές ζητούσαν πολύ περισσότερες εγγυήσεις, απ’ όσες μπορούσαν να προσφέρουν οι Κύπριοι, τέτοιες δε εγγυήσεις ζητήθηκαν από την Ελλάδα (αποστολή του ‘Αγγλου Πήκοκ). ‘Ομως το μικρό Ελληνικό κράτος που μόλις είχε δημιουργηθεί, δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί. Η επανάσταση συνεχιζόταν ακόμη, η δε ελληνική κυβέρνηση (η οποία διαπραγματευόταν ήδη υψηλά δάνεια για τις δικές της ανάγκες)αδυνατούσε να δώσει εγγυήσεις. Φαίνεται ακόμη ότι στην όλη υπόθεση εξασφάλισης του κυπριακού δανείου είχαν αναμιχθεί και επιτήδειοι κερδοσκόποι. Το δάνειο, εν πάση περιπτώσει, δεν έγινε και η όλη προσπάθεια ματαιώθηκε. Σημαντικό κέντρο συλλογής εράνων, ίππων, εφοδίων και εθελοντών για αποστολή στην αγωνιζόμενη Ελλάδα ήταν το γραφείο των Θησέων στη Μασσαλία, όπως έδειξαν πρόσφατες αρχειακές έρευνες (βλ. Κ. Π. Κύρρη, » Νέαι Ειδήσεις και ανέκδοτα ‘Εγγραφα περί Κυπριανού Θησέως, Νικολάου Θησέως και του πατρός αυτών Οικονόμου Παπά Σάββα» Επετηρίς του Κ. Ε. Ε., ΧΙ, Λευκωσία, 1981-1982, σσ. 427-481).
Η δεύτερη προσπάθεια απελευθέρωσης της Κύπρου κατεβλήθη στην ίδια την επαναστατημένη Ελλάδα, από ομάδα Κυπρίων που βρίσκονταν στο Ναύπλιον και οι οποίοι αρκετές φορές πίεσαν την ελληνική κυβέρνηση να οργανώσει επιχείρηση απελευθέρωσης της ιδιαίτερής τους πατρίδας. Μεταξύ των Κυπρίων αυτών ήσαν ο Κυπριανός Θησεύς, αδελφός των προαναφερθέντων Νικολάου και Θεοφυλάκτου Θησέως, ο Χαράλαμπος Μάλης, σημαντική και δραστήρια προσωπικότητα μεταξύ των εις Ελλάδα Κυπρίων, ο Κυπρίδημος Γεωργιάδης, ο Γεώργιος Δ. Οικονομίδης, ο Δημήτριος Οικονομίδης, ο Κυπριανός Βικέντιος.
Το 1824-1825 η ομάδα αυτή των Κυπρίων εργαζόταν για να πείσει την ελληνική κυβέρνηση να στρέψει την προσοχή και τις προσπάθειές της και στην Κύπρο, υπέβαλε δε και αρκετά υπομνήματα. Η ελληνική κυβέρνηση όμως απέρριψε τελικά το σχέδιό τους γιατί θεώρησε μια τέτοια επιχείρηση ως παράτολμη, τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία ο πόλεμος στην ίδια την Ελλάδα μαινόταν.
Η προσπάθεια συνδυάστηκε με άλλο σχέδιο για υποκίνηση εξεγέρσεως στο Λίβανο ως ενέργεια αντιπερισπασμού των Ελλήνων. Προς τούτο, μάλιστα, είχε σταλεί αποστολή στο Λίβανο για διερεύνηση των προθέσεων των Λιβανίων. Η αποστολή είχε επαφές και με τους τότε Κυπρίους ιεράρχες, δηλαδή τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνόν και τους επισκόπους Πάφου Πανάρετον Β’, Κιτίου Λεόντιον Β’ και Κερύνειας Χαράλαμπον. Η αποστολή, στην οποία μετείχε και ο Κύπριος Χαράλαμπος Μάλης, είχε εφοδιαστεί με γράμματα προς τους Κυπρίους ιεράρχες, από τους οποίους εζητείτο η συνδρομή της Κυπριακής Εκκλησίας για την επιτυχία του κινήματος στο Λίβανο, το οποίο, όπως αναφέρεται στα γράμματα, δεν θέλει συντελέσει ολίγον καί εις τήν ευτυχή αποκατάστασιν τής Κύπρου.
Ο Χαράλαμπος Μάλης υπήρξε σημαντικός Κύπριος αγωνιστής στην Ελληνική επανάσταση, με πολυσχιδή δραστηριότητα. Δε γνωρίζουμε από ποιο ακριβώς μέρος της Κύπρου καταγόταν. Πάντως, σε σχετικά με τη δράση του κατά τον αγώνα πιστοποιητικά, αναφέρεται σαφώς ως Κύπριος την καταγωγή. Σε αίτηση της κόρης του Ελισάβετ, ημερομηνίας 19 Μαΐου 1865, με την οποία ζητούσε να της καταβληθεί κάποιο επίδομα μετά το θάνατο του πατέρα της, αυτή αναφέρεται ως θυγατέρα του Χαραλάμπους Μάλη ονομαζομένου καί εκ Κύπρου τήν πατρίδα όντος.. . Με την αίτησή της εκείνην, η κόρη του Μάλη υπέβαλε συνημμένως προς την αρμόδια ελληνική αρχή και αρκετά πιστοποιητικά, που σώζονται σήμερα και φανερώνουν τη συμβολή του Κυπρίου αγωνιστή στην Ελληνική επανάσταση.
Ο Χαράλαμπος Μάλης βρισκόταν εκτός Κύπρου ήδη πριν από την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης και επαγγελλόταν το δάσκαλο. Κατά το 1820 γνωρίζουμε ότι βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί τον είχε συναντήσει ο Γρηγόριος Δικαίος ο γνωστός Παπαφλέσσας και τον είχε μυήσει στη Φιλική Εταιρεία. Το Δεκέμβριο 1820, παραμονές της επανάστασης, ο Χαράλαμπος Μάλης κατήλθε στην Πελοπόννησο μαζί με τον Παπαφλέσσα και βρισκόταν εκεί όταν κηρύχθηκε η επανάσταση. Αμέσως μετά την πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ανέλαβε σημαντικό αξίωμα στη σχηματισθείσα κυβέρνηση: διορίστηκε γενικός γραμματέας του μινιστερίου (=υπουργείου) της Θρησκείας (με μινίστρον τον Ιωσήφ, επίσκοπο Ανδρούσης)ενώ επεφορτίσθη και με το βάρος της γενικής γραμματείας του μινιστερίου του Δικαίου (=υπουργείου Δικαιοσύνης). Ο μισθός του δεν ήταν δυνατόν, υπό τις συνθήκες, να του καταβάλλεται και απεδέχθη να εργάζεται αμισθί(πήρε μόνο μια απόδειξη, ότι το εθνικόν ταμείον του χρωστούσε 3. 400 γρόσια, που θέλει τώ δοθώσιν άμα ευπορήση το Ταμείον από χρήματα (η απόδειξη εξεδόθη στην Τριπολιτσά της Πελοποννήσου στις 18 Ιουνίου 1823).
Τον Ιούνιο 1823 (που πήρε την απόδειξη για τα χρήματα) εγκατέλειψε τα καθήκοντά του στα δυο υπουργεία επειδή διορίστηκε γραμματέας του Ανδρέα Ζαΐμη που είχε αναλάβει να συγκροτήσει το μεγάλο στρατόπεδο στην παλαιά Πάτρα. Στη νέα αυτή θέση (όπου επολιορκείτο η Πάτρα) εργάστηκε μέχρι τον Αύγουστο 1824 και, σύμφωνα προς πιστοποιητικό που εξέδωσε ο Ζαΐμης, ηγωνίσθη καί αγωνίζεται γενναίως και αφιλοκερδώς ως ανήρ τίμιος καί πατριώτης φιλογενέστατος. Σε άλλο πιστοποιητικό, που εξεδόθη στις 3 Ιανουαρίου 1825, αναφέρεται και η πληροφορία ότι ο Μάλης το μέν πρώτον έτος τού πολέμου ήτον υπό τήν οδηγίαν τής εξοχότητός του τού υπουργού τών εσωτερικών κυρίου Γ. Δικαίου [=Παπαφλέσσα] καί περιφερόμενος μετ’ αυτού εις τάς πολιορκίας καί τούς πολέμους.
Από το 1824 και εξής ο Χαράλαμπος Μάλης παρέμεινε στην έδρα της διοικήσεως, στο Ναύπλιο, όπου είχε σχηματισθεί ένας πυρήνας από Κυπρίους που διέμεναν εκεί, στον οποίο μετείχε ενεργά και ο ίδιος. Επρόκειτο για την ομάδα που μνημονεύθηκε πιο πριν ότι κατέβαλε προσπάθειες απελευθέρωσης της Κύπρου. Η ομάδα αυτή, με έγγραφό της προς το Βουλευτικό σώμα, ημερομηνίας 6 Απριλίου 1825, υποστήριζε αναφορές που είχε υποβάλει ο Μάλης, περιλαμβανομένου και σχεδίου του για την υπόθεση απελευθέρωσης της Κύπρου. Στο πλαίσιο των προσπαθειών αυτών ήταν που είχε επιστρατευθεί στο Λονδίνο ο Μαυροβούνιος στρατηγός ντε Βιντζ προκειμένου να ηγηθεί επανάστασης στην Κύπρο.
Με αναφορά του προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ημερομηνίας 13 Φεβρουαρίου 1825, ο Χαράλαμπος Μάλης αναπτύσσει προς αυτόν σχέδιό του για απελευθέρωση της Κύπρου και σε πρώτο στάδιο εισηγείται όπως εξευρεθεί κυπριακό δάνειο από 20. 000. 000 γρόσια που να χρησιμοποιηθεί για οργάνωση εκστρατείας στην Κύπρο. Εισηγείται επίσης να σταλεί ομάδα από 2-3 άτομα στο Λίβανο για να μελετήσει επί τόπου πληροφορίες περί αντιτουρκικού και επαναστατικού πνεύματος εκεί(υποκίνηση εξέγερσης κατά των Τούρκων στο Λίβανο και γενικότερα στη Συρία, μπορούσε ν’ αποτελέσει σημαντική ενέργεια αντιπερισπασμού των επαναστατημένων Ελλήνων και τυχόν επανάστασης και στην Κύπρο.
Για το ζήτημα της εξέγερσης στο Λίβανο, αλλά και σε άλλα μέρη (όπως η Σερβία), ο Χαράλαμπος Μάλης επιμένει και αναπτύσσει τις απόψεις του με δεύτερο υπόμνημά του προς τον Μαυροκορδάτο, ημερομηνίας 27 Φεβρουαρίου 1825 (τα δυο αυτά έγγραφα του Μάλη σώζονται επίσης. Βλέπε παράθεσή τους στο βιβλίο του Ε. Γ. Πρωτοψάλτη, Η Κύπρος εις τον αγώνα τού 1821, Αθήνα, 1971, όπου και αρκετές άλλες αναφορές στον Μάλη.
Η υπόθεση της εκστρατείας στο Λίβανο είχε αρχίσει να συζητείται από τον Οκτώβριο 1824, όταν ο Χατζηστάθης Ρέζης μετέφερε στο Βουλευτικό Σώμα πρόταση του εμίρη του Λιβάνου Μπεσσίρ για σύναψη συμμαχίας με τους ‘Ελληνες κατά των Τούρκων. Ο Μπεσσίρ ζητούσε ελληνικά καράβια και έδινε στους ‘Ελληνες στρατεύματα και άλογα. Το Βουλευτικό δέχθηκε την πρόταση, υπό το πρίσμα μάλιστα δημιουργίας αντιπερισπασμού στις δυνάμεις του σουλτάνου και σ’ εκείνες του τυράννου της Αιγύπτου Μωχάμετ ‘Αλι του οποίου ο υιοθετημένος γιος Ιμπραΐμ βρισκόταν στο Μοριά τον οποίο κατέκαιε. Εκ μέρους των Ελλήνων είχαν οριστεί τότε αντιπρόσωποι για περαιτέρω διαπραγματεύσεις με τον εμίρη. Οι αντιπρόσωποι ήσαν ο Χατζηστάθης Ρέζης, ο επίσκοπος Ευδοκιάδος Γρηγόριος και ο Χαράλαμπος Μάλης. Η τριμελής αυτή ομάδα απεστάλη στο Λίβανο το 1825 και είχε μακρές διαπραγματεύσεις. Είναι επίσης σημαντικό ότι το πρόγραμμα της ομάδας περιελάμβανε επίσκεψη στην Κύπρο, για μυστικές διαπραγματεύσεις με τον τότε αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνόν και τους λοιπούς ηγέτες των Ελλήνων Κυπρίων. Και τούτο, επειδή σε συνάρτηση προς την επανάσταση στο Λίβανο συνεζητείτο και απελευθερωτικός κατά των Τούρκων αγώνας στην Κύπρο. Ενημερώθηκαν Μεθόδιος (1823-1850) και άλλοι ιεράρχες στη Συρία..
Τελικά το όλο σχέδιο εκρίθη ως παρακινδυνευμένο και δεν υιοθετήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, καθ’ ην στιγμή συναντούσε πολλές δυσκολίες και έβαινε προς αποτυχία και η άλλη προσπάθεια οργάνωσης εκστρατείας στην Κύπρο υπό τον στρατηγό ντε Βιντζ. Ωστόσο μερικοί οπλαρχηγοί, που είχαν μάθει το σχέδιο περί το Λίβανο και την Κύπρο, αποφάσισαν να το προωθήσουν από μόνοι τους, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι να οργανώσουν και διεξαγάγουν την εκστρατεία. Οι οπλαρχηγοί αυτοί ήσαν ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης, ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης, και ο Νικόλας Κριεζώτης. Την πρωτοβουλία τους πληροφορήθηκε ο Χαράλαμπος Μάλης που διεφώνησε ριζικά και τους κατήγγειλε στο Βουλευτικό με έγγραφό του ημερομηνίας 29 Ιανουαρίου 1826. Ο Μάλης διαφωνούσε προς μια τέτοια επιχείρηση ατομικής πρωτοβουλίας μερικών οπλαρχηγών, επιμένοντας ότι τυχόν εκστρατεία στο Λίβανο και στην Κύπρο θα έπρεπε να αναληφθεί επίσημα από την ελληνική κυβέρνηση.
Παρά την καταγγελία του Μάλη, οι τρεις οπλαρχηγοί, ενισχυμένοι και από τους Σταύρο Λιακόπουλο και Χατζηστεφανή Βούλγαρη, συγκεντρώθηκαν στο νησί Κέα απ’ όπου ξεκίνησαν κατά τα τέλη Φεβρουαρίου 1826, με 2. 000 άνδρες σε 14 καράβια. Λίγες μέρες αργότερα, αρχές Μαρτίου, το σώμα έφθασε στο Λίβανο όπου αποβιβάστηκε κοντά στη Βηρυτό, κατέλαβε ένα παραθαλάσσιο πύργο κι άρχισε να επιδίδεται σε λεηλασίες. Ο εμίρης του Λιβάνου Μπεσσίρ, με τον οποίο οι αρχηγοί του σώματος ήλθαν σε επαφή, ζήτησε τα επίσημα συστατικά ή πληρεξούσια γράμματά τους, που βέβαια δεν είχαν. Τότε τους διέταξε να φύγουν το συντομώτερο, για να μην τους επιτεθεί. Η αναχώρησή τους έγινε στις 25 Μαρτίου. Από το Λίβανο ήλθαν στην Κύπρο όπου επεδόθησαν σε ληστρικές ενέργειες και κατατρομοκράτησαν ‘Ελληνες και Τούρκους. Στις ακτές της Κιλικίας συνέλαβαν ένα αυστριακό εμπορικό καράβι φορτωμένο χειροτεχνήματα και χρυσοΰφαντα υφάσματα του Χαλεπίου, και άδοξα γύρισαν στην Ελλάδα.
Στην ίδια την Κύπρο δε φαίνεται να είχε σημειωθεί οποιαδήποτε επαναστατική ενέργεια καθ’ όλο το διάστημα από τον Ιούλιο 1821 μέχρι και το τέλος της Ελληνικής επανάστασης, εκτός από την θρυλούμενη εξέγερση του Πέτρου στην Πάφο, τη «λαϊκή εξέγερση» στη Λεμεσό και μερικά άλλα μεμονωμένα επεισόδια, και τη διανομή επαναστατικών προκηρύξεων από τον Θεοφύλακτο Θησέα στη Λευκωσία και αλλού, που μαρτυρείται και από την 9η Ιουλίου του Βασίλη Μιχαηλίδη και άλλες πηγές. Αυτή φαίνεται ότι συνδυάστηκε με απόκρυψη πυρομαχικών (κυρίως πυρίτιδας) στη Φανερωμένη από τον Λεόντιον ιερέα Φανερωμένης, και συνέβαλε στην αιματηρή επέμβαση του Κουτσιούκ Μεχμέτ. Πρέπει όμως να θεωρηθεί ότι τα δυο τουλάχιστον από τα τρία επαναστατικά κινήματα που σημειώθηκαν στο νησί αργότερα, το 1833, ήσαν ως ένα μεγάλο βαθμό επακόλουθα της Ελληνικής επανάστασης. Τα γεγονότα όμως του 1833 θα τα εξετάσουμε αργότερα. Ας δούμε τώρα πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα στην Κύπρο μετά τις σφαγές του Ιουλίου 1821.
‘Οταν ο Κουτσιούκ Μεχμέτ εξετέλεσε, τον Ιούλιο 1821, τους ιεράρχες, μέσα σε εκείνο το κλίμα τρόμου διέταξε την άμεση πλήρωση των αρχιερατικών τους θρόνων με άλλους ιερωμένους που αυτός επέλεξε και που εκρατούντο ήδη από τον ίδιο στη φυλακή. Αυτοί ήσαν ο οικονόμος του μοναστηριού του Αποστόλου Βαρνάβα, Ιωακείμ, που έγινε αρχιεπίσκοπος, και ο αρχιδιάκονος της Πάφου Πανάρετος, ο αρχιμανδρίτης Κιτίου Λεόντιος και ο έξαρχος Κερύνειας Δαμασκηνός, που πλήρωσαν τους αντίστοιχους επισκοπικούς θρόνους. Οι τέσσερις αυτοί ιερωμένοι ήσαν εκείνοι τους οποίους ο Κουτσιούκ Μεχμέτ είχε λάβει από τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανόν, ως ομήρους και ως εγγύηση ότι οι ραγιάδες του νησιού δε θα εξεγείρονταν κατά του σουλτάνου μετά την έκρηξη της Ελληνικής επανάστασης. ‘Ομως μετά την εκτέλεση του αρχιεπισκόπου και των άλλων ιεραρχών, ο Κουτσιούκ Μεχμέτ αποφυλάκισε τους ομήρους του αυτούς και με τα ίδια μουλάρια με τα οποία είχε μεταφέρει στο σεράγιο τους εκτελεσθέντες, τους οδήγησε στην Αρχιεπισκοπή μεταφέροντάς τους με τιμές, όπου και τους ανακήρυξε ως νέους ιεράρχες! Ο ένας απ’ αυτούς, ο Δαμασκηνός που έγινε επίσκοπος Κερύνειας, ήταν εκείνος που διαδέχθηκε το 1824 τον Ιωακείμ, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ο δε Πανάρετος, που έγινε επίσκοπος Πάφου, διαδέχθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον Δαμασκηνό το 1827.
Ο Ιωακείμ και οι τρεις άλλοι που διορίστηκαν απευθύνθηκαν αμέσως στο οικουμενικό πατριαρχείο και ζήτησαν από τον τότε πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευγένιο Β’ (1821-1822) να παρακαλέσει τον πατριάρχη Αντιοχείας Σεραφείμ (1813-1823) να στείλει στην Κύπρο τρεις επισκόπους του για να τους χειροτονήσουν και τους καθιερώσουν. Ο Ευγένιος, ύστερα από δισταγμό, μεσολάβησε προς τον Σεραφείμ και ο τελευταίος απέστειλε στην Κύπρο, το Δεκέμβριο 1821, τρεις επισκόπους που προέβησαν στις χειροτονίες. Οι επίσκοποι Αντιοχείας που ήλθαν γι’ αυτό το σκοπό στην Κύπρο ήσαν ο Επιφανείας Ιωαννίκιος (που ήταν Κύπριος), ο Σελευκείας Γεννάδιος, και ο Εμέσης Μεθόδιος.
Από την αρχή της αρχιεπισκοπείας του, ακόμη και πριν χειροτονηθεί από τους επισκόπους του πατριαρχείου Αντιοχείας, ο Ιωακείμ βρέθηκε μπροστά σε μεγάλα προβλήματα, κυρίως οικονομικά που είχαν μάλιστα επιδεινωθεί μετά τα τραγικά γεγονότα και τις εκτεταμένες σφαγές. Το χρέος της αρχιεπισκοπής ήταν ήδη από την εποχή του Κυπριανού τεράστιο, αλλά ο Ιωακείμ κατηγορήθηκε τόσο από τον κλήρο όσο και από λαϊκούς, ότι πουλούσε ιερά σκεύη για να πληρώσει υποχρεώσεις αλλά και για προσφορές δώρων στους Τούρκους. Προς τούτο, ήλθε σε οξεία σύγκρουση και με τον κλήρο και με το λαό. Μεταξύ των οικονομικών υποχρεώσεων που διευθέτησε ήταν ένα χρέος τού κοινού τής πατρίδος προς τον Μεχμέτ Χουρσίτ αγά, που ανερχόταν στο ποσόν των 122. 239 γροσίων (σύμφωνα προς ανέκδοτο έγγραφο των αρχείων της αρχιεπισκοπής ημερομηνίας 1ης Νοεμβρίου 1821), που διευθετήθηκε με έκδοση γραμματίων προς τους προξένους της Αγγλίας Α. Βοντιτζιάνο (41. 660 γρόσια) και της Πρωσίας Γιακουμέτο Μαρίτου (48. 789 γρόσια), καθώς και γραμματίου προς το Γάλλο έμπορο Βικέντιο (31. 850 γρόσια). Στα αρχεία της Αρχιεπισκοπής σώζεται επίσης ανέκδοτη επιστολή του Ιωακείμ προς τον πρόξενο της Σικελίας Ιερώνυμο Καλημέρα, ημερομηνίας 16 Ιανουαρίου 1822 με την οποία τον παρακαλεί να δεχθεί παράταση για την αποπληρωμή χρέους προς αυτόν, καταλήγει δε γράφοντας:. . . ει δέ καί δέν ευχαριστηθήτε, όπως αγαπάτε κάμετε, διότι ημείς τόν τρόπον δέν τόν έχομεν…
‘Ομως παρά την ύπαρξη μεγάλων χρεών, φαίνεται ότι ο Ιωακείμ κατόρθωσε να εξαγοράσει μερικά εκκλησιαστικά κτήματα από εκείνα που είχαν δημευθεί από τους Τούρκους μετά τις σφαγές. ‘Ενα τέτοιο κτήμα ήταν το τσιφλίκι της Κοντέας, το οποίο ο Ιωακείμ μεταπούλησε (στις 16 Νοεμβρίου 1823) στη Λουΐζα Λαπιέρ.
Η αντιδικία και αντιπαράθεση όμως μεταξύ του αρχιεπισκόπου Ιωακείμ αφ’ ενός και του λοιπού κλήρου καθώς και του λαού αφετέρου, συνεχίστηκε κι εντάθηκε μέχρι τέτοιου σημείου, ώστε να επέμβει ο νέος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ‘Ανθιμος Γ’ (1822-1824). Ο πατριάρχης, με συνοδική του επιστολή (Σεπτέμβριος 1823) προς τον κλήρο και τον λαό της Κύπρου, ζητούσε να μή υβρίζεται ο αρχιεπίσκοπος και τόνιζε ότι οι έριδες ήσαν ενοχλητικές και δυσαρεστούσαν τον σουλτάνο. Με άλλη σύγχρονη επιστολή του, ο πατριάρχης απευθυνόταν προς τον Ιωακείμ και εξέφραζε την απορία πώς ο αρχιεπίσκοπος είχε κατορθώσει να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του κλήρου και του ποιμνίου του. ‘Εκανε επίσης νύξεις για παραμέληση, εκ μέρους του Ιωακείμ, των πνευματικών αναγκών του λαού, του υπεδείκνυε τα αρχιεπισκοπικά του καθήκοντα και τον καλούσε να αποκαταστήσει την ειρήνη και την αρμονία μεταξύ του και των Χριστιανών ταυτόχρονα δε, συνέστηνε την πειθαρχία όλων προς το σουλτάνο. Ο πατριάρχης απευθύνθηκε επίσης προς τους τρεις Κυπρίους επισκόπους, τους οποίους εμέμφετο και κατηγορούσε ότι δε συνέβαλαν στη συμφιλίωση αλλά συντηρούσαν τις έριδες που ήσαν ολέθριες για το γένος.
Παρά το ότι ο αρχιεπίσκοπος Ιωακείμ βεβαίωνε τον πατριάρχη (με επιστολή του ημερομηνίας 27 Σεπτεμβρίου 1823) ότι είχε επιφέρει μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση της Κυπριακής εκκλησίας και ότι η ειρήνη είχε αποκατασταθεί, εντούτοις οι καυγάδες όχι μόνο δεν έπαυσαν, αλλά ούτε και οι προσωπικές προσπάθειες του πατριάρχη Αντιοχείας Μεθοδίου συνέβαλαν στον περιορισμό τους. (Ο Μεθόδιος, περαστικός από την Κύπρο το Νοέμβριο 1823, είχε καταβάλει μάταιες προσπάθειες για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής τάξης και ηρεμίας στην Κύπρο).
Οι βασικές κατηγορίες των Κυπρίων κατά του Ιωακείμ (εκτός από το ότι πουλούσε εκκλησιαστικές περιουσίες για να πληρώνει τους Τούρκους), ήταν ότι ο αρχιεπίσκοπος ήταν αμαθής και ανίκανος, ότι εστερείτο πολιτικής οξυδέρκειας και ότι δεν ήταν σε θέση να διοικεί. Και είναι γεγονός ότι την εποχή αυτήν, ύστερα από τη δεινή θέση στην οποία είχε βρεθεί η Κύπρος εξαιτίας των εκτεταμένων εγκλημάτων των Τούρκων και των σφαγών του 1821, και εξαιτίας του γεγονότος ότι η Ελληνική επανάσταση συνεχιζόταν, το νησί χρειαζόταν πράγματι έναν ηγέτη με εξαιρετικές πολιτικές και άλλες ικανότητες, και τέτοιος ασφαλώς δεν ήταν ο Ιωακείμ.
‘Ομως πέρα από τις έριδες μεταξύ των Ελλήνων της Κύπρου και του αρχιεπισκόπου, ο Ιωακείμ ήλθε και σε σοβαρή ρήξη με τους Γάλλους υπηκόους (εμπόρους, κληρικούς και άλλους) που βρίσκονταν στην Κύπρο, για λόγους που δε μας είναι γνωστοί. Γεγονός όμως είναι ότι ο Γάλλος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη διατύπωσε σοβαρά παράπονα προς τον πατριάρχη ‘Ανθιμον Γ’, κι ο τελευταίος απευθύνθηκε πάλι με επιστολή του προς τον Ιωακείμ (28 Δεκεμβρίου 1823).
Τελικά ο αρχιεπίσκοπος Ιωακείμ αναγκάστηκε να αποσυρθεί, η δε επιστολή παραίτησής του, ημερομηνίας 21 Μαΐου 1824, σώζεται στα αρχεία της Αρχιεπισκοπής. Σ’ αυτήν αναφέρει ότι παραιτείται κατόπιν ανακτορικής προσταγής και γράφει ότι προβαίνει στο διάβημα παραίτησής του επειδή δέν εύρισκεν εαυτόν ικανόν εις τούς ενεστώτας καιρούς.. .
Στην κατά του Ιωακείμ πολεμική πρωτοστατούσαν οι Κύπριοι επίσκοποι, με επί κεφαλής τον Κυρηνείας Δαμασκηνόν. Ο Δαμασκηνός ήταν κι εκείνος που τον διεδέχθη στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.
Ιάκωβος Αλαξάνδρου
pemptousia
Οι επιπτώσεις του τιτάνιου εκείνου αγώνα επί της Κύπρου ήσαν πολλές και σημαντικές, όσο και τραγικές. Και ήσαν τόσο άμεσες, όσο και απορρέουσες αλλά και μακροπρόθεσμες.
Η Κύπρος, για διάφορους λόγους που θα δούμε πιο κάτω, δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τα άλλα ελληνικά μέρη και να επαναστατήσει και αυτή. Παρά ταύτα, πλήρωσε βαρύτατο τίμημα αίματος. Αλλά και πέραν του κυπριακού χώρου, στην επαναστατημένη Ελλάδα, πολλοί Κύπριοι πολέμησαν εθελοντικά και αρκετοί έχυσαν το αίμα τους. Αξιόλογοι Κύπριοι, εξάλλου, μαρτυρείται ότι είχαν εργαστεί και για την προετοιμασία της Ελληνικής επανάστασης, μεταξύ δε των μυημένων μελών της Φιλικής Εταιρείας, της μυστικής οργάνωσις που προετοίμασε την επανάσταση, ήταν και ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός και, προφανώς, οι λοιποί ιεράρχες και άλλοι παράγοντες του νησιού, κληρικοί και λαϊκοί. Μεταξύ των Κυπρίων μαρτύρων υπέρ της ελληνικής ελευθερίας θα πρέπει να μνημονεύσουμε πρώτον τον εκ των συντρόφων του Ρήγα Φεραίου, τον Κύπριον Ιωάννην Καρατζάν.
Ο Ιωάννης Καρατζάς, λόγιος, γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1767. Δεν είναι γνωστό πότε έφυγε από την Κύπρο, πού πήγε και τι έκανε, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1790 οπότε και παρουσιάστηκε στο ιστορικό προσκήνιο, εγκατεστημένος στην Πέστη (Βουδαπέστη) της Ουγγαρίας, εργαζόμενος ως νεωκόρος της εκεί ελληνικής εκκλησίας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και ασχολούμενος ταυτόχρονα με εκδόσεις έργων σχετικών προς αρχαίους ‘Ελληνες φιλοσόφους (ένα τέτοιο έργο είχε εκδώσει στη Βιέννη το 1792). Συνεπώς ο Καρατζάς θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένας των συνεχιστών του ελληνικού διαφωτισμού που απετέλεσε ισχυρό υπόβαθρο για την Ελληνική επανάσταση. Είναι άγνωστο πότε και πώς συνδέθηκε με το φλογερό Ρήγα Φεραίο ο οποίος και διαλαλούσε την εξέγερση των υποδούλων Ελλήνων. ‘Αγνωστος είναι επίσης ο βαθμός συμμετοχής του Καρατζά στις επαναστατικές προετοιμασίες και δραστηριότητες του Ρήγα Φεραίου στα Βαλκάνια κατά του οθωμανικού ζυγού. ‘Οταν οι αυστριακές αρχές συνέλαβαν τον Ρήγα και 17 συνεργάτες του, μεταξύ των οποίων περιελαμβάνετο και ο Ιωάννης Καρατζάς, ο τελευταίος αρνήθηκε – φυσικά οποιαδήποτε ανάμιξή του σε επαναστατικές δραστηριότητες κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του. Από το πρακτικό των ανακρίσεων προκύπτει ότι ο Καρατζάς επέμενε μέχρι τέλους ότι απλώς είδε μια επαναστατική προκήρυξη του Ρήγα, τη διάβασε από περιέργεια και, όταν αντελήφθη «το σκανδαλώδες» περιεχόμενό της, πήγε στον αρμόδιο λογοκριτή βιβλίων για να καταγγείλει την κυκλοφορία της. Αντίθετα, οι αυστριακές ανακριτικές αρχές επέμεναν ότι ο Καρατζάς σκόπευε να αντιγράψει και κυκλοφορήσει την προκήρηξη, συνεπώς τον θεώρησαν ύποπτο συνωμοσίας.
Οι αυστριακές αρχές, φοβούμενες επιπτώσεις στη χώρα από τυχόν επανάσταση στην Ελλάδα και ανάφλεξη γενικότερα στα Βαλκάνια, κι αφού εξασφάλισαν ορισμένα ανταλλάγματα από τους Οθωμανούς, παρέδωσαν σ’ αυτούς στις 9 Μαΐου 1798 τους ακόλουθους 8 επαναστάτες: Ρήγα Φεραίο, 40 χρόνων, από τη Θεσσαλία, Ευστράτιον Αργέντη, 31 χρόνων, έμπορο από τη Χίο, Δημήτριον Νικολαΐδη, 32 χρόνων, γιατρό από την ‘Ηπειρο, Αντώνιον Κορωνιόν, 27 χρόνων, έμπορο από τη Χίο, Θεοχάρην Τουρούντζιαν, 22 χρόνων, έμπορο από τη Μακεδονία, Ιωάννην Εμμανουήλ, 24 χρόνων, φοιτητή ιατρικής από την Καστοριά, Παναγιώτην Εμμανούλ, 22 χρόνων, αδελφό του προηγούμενου, υπάλληλο από την Καστοριά και Ιωάννην Καρατζάν, 31 χρόνων από την Κύπρο. Και οι 8 αυτοί επαναστάτες ήσαν Οθωμανοί υπήκοοι εφ’ όσον κατάγονταν από μέρη που κατέχονταν από τους Οθωμανούς. Οι υπόλοιποι από τους συλληφθέντες συνεργάτες του Ρήγα, που είχαν αυστριακή ή άλλη ευρωπαϊκή υπηκοότητα, εκτοπίστηκαν και η περιουσία τους δημεύθηκε αλλά δεν παραδόθηκαν στις οθωμανικές αρχές. Ο Ρήγας και οι άλλοι 7 φυλακίστηκαν στο Βελιγράδι κι εκεί, ύστερα από εντολή της Υψηλής Πύλης, εκτελέστηκαν με στραγγαλισμό το βράδυ της 24ης Ιουνίου 1798, τα δε σώματά τους ρίχθηκαν στο Δούναβη. Διαδόθηκε ύστερα ότι πνίγηκαν ενώ προσπαθούσαν να δραπετεύσουν.
Μεταξύ των άλλων Κυπρίων ηρωομαρτύρων της Ελληνικής επανάστασης αρκετοί είναι επώνυμοι και μερικοί πολύ γνωστοί, αναφέρονται δε στο επόμενο κεφάλαιο. Πολλοί άλλοι παραμένουν αφανείς και άγνωστοι ήρωες του μεγάλου εκείνου αγώνα.
Η έκρηξη της Ελληνικής επανάστασης ήταν, φυσικά αδύνατο να μην επηρεάσει καίρια και την Κύπρο. ‘Οπως χαρακτηριστικά αρχίζει και ο εθνικός ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης το επικό ποίημα του 9η Ιουλίου.
Αντάν αρκ’έψαν οι κρυφοί ανέμοι τζ’ εφυσούσαν
τζ’ αρκίνησεν εις τήν Τουρτζ’ιάν νά κρυφοσυννεφκιάζη
τζ’αί πού τές τέσσερις μερκές τά νέφη εκουβαλούσαν
ώστι νά κάμουν τόν τζ’αιρόν ν’ αρκέψη νά στοιβάζη
εισ’ εν σγιάν είχαν ούλλοι τους τζ’η τζ’ύπρου το κρυφόν της
μέσ’ στούς ανέμους τούς κρυφούς εισ’ εν τό μερτικόν της.
Τζ’ αντάν εφάνην η στραπή εις τού Μωριά τά μέρη
τζ’ εξάπλωσεν τζ’ ακούστηκεν παντού η πουμπουρκά της,
τζ’ ούλλα ’ξηλαμπρατζ’ ήσασιν τζ’ αί θάλασσα τζ’ αί ξέρη,
είσ’ εν σγιάν είχαν ούλλοι τους τζ’ η τζ’ ύπρου τα κακά της.. .
Η ανάμιξη και οι ενέργειες Ελλήνων Κυπρίων, και δη του ιδίου του αρχιεπισκόπου Κύπρου Κυπριανού καθώς και άλλων σημαινόντων ανδρών στο όλο ζήτημα της Ελληνικής επανάστασης του 1821 χρονολογούνται πιο πριν από την εορταζόμενη ως επίσημη ημερομηνία έναρξης του αγώνα, δηλαδή την 25η Μαρτίου 1821. Επαρκείς μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι η Φιλική Εταιρεία, η μυστική δηλαδή οργάνωση που προετοίμασε την επανάσταση, είχε επαφές και στην Κύπρο απ’ όπου και άντλησε κάποια οικονομική και άλλη ενίσχυση, όπως εξάλλου άντλησε από πάρα πολλά μέρη στα οποία βρίσκονταν και δρούσαν διασκορπισμένοι οι ‘Ελληνες.
Σύμφωνα προς τις υπάρχουσες πληροφορίες, πρώτος ο Φιλικός Δημήτριος ‘Ιπατρος από το Μέτσοβο είχε επισκεφθεί την Κύπρο προερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη και είχε μυστικές επαφές με τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανόν, και άλλους παράγοντες. Αποτέλεσμα της επίσκεψης και των επαφών του Ιπάτρου στην Κύπρο ήταν και η εξασφάλιση της υπόσχεσης τόσο του αρχιεπισκόπου όσο και διαφόρων προκρίτων να συνδράμουν όσο και όπως μπορούσαν τον προετοιμαζόμενο αγώνα. Κατόπιν τούτου, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ο αρχηγός της προετοιμαζόμενης επανάστασης, εξουσιοδότησε λίγο αργότερα το δραστήριο Φιλικό Αντώνιο Πελοπίδα να ταξιδεύση στην Αίγυπτο και στην Κύπρο για να εισπράξει τις υπέρ του αγώνα εισφορές από τους Φιλικούς που διέμεναν στα μέρη αυτά. Το σχετικό έγγραφο του Υψηλάντη προς τον Πελοπίδα αναφέρει:
.. Εγχείρησα εις τόν ρηθέντα κύριον Αρχιμανδρίτην Δικαίον [τον γνωστό φλογερό αγωνιστή Παπαφλέσσα] γράμματα πρός τούς αδελφούς εις Αίγυπτον καί πρός τόν άγιον Κύπρου. Παραλάβατε τα γράμματα ταύτα καί κινήσατε αμέσως πρός τά μέρη εκείνα, διά νά φανερώσητε πρός τούς αγαθούς συμπατριώτας μας, ότι η εφετή ώρα τής εκτελέσεως τού Ιερού ημών σκοπού δέν είναι μακράν, καί νά τούς παρακινήσητε διά νά καταβάλλωσιν όχι μόνον όσα έκαστος ευόρκως υπεσχέθη, άλλά καί άλλα περισσότερα ακόμη διά τήν μεγάλην τής πατρίδος ανάγκην, επιστρέφοντες δέ εκείθεν περνάτε διά τής Κύπρου, όπου εγχειρίζοντες τό γράμμα πρός τόν αρχιερέα, τόν παρακινήτε νά συνεισφέρη τά τής υποσχέσεώς του, τά οποία παραλαμβάνοντες αποπλέετε πάραυτα ή μόνος ή καί μετά τινος ανθρώπου τού Αρχιερέως διά τήν Παλαιάν Πάτραν τής Πελοποννήσου, όπου παραδίδετε τά πάντα εις χείρας τού κυρίου Ιωάννου Παππά Διαμαντοπούλου παρά τού οποίου λαμβάνετε τάς αναγκαίας αποδείξεις. Ο ζήλος καί η προθυμία σας μέ βεβαιώνουσιν ότι τά έργα σας θέλουσιν είσθαι ανώτερα τών ελπίδων μου, διά τούτο δέν σάς παροτρύνω περισσότερον, αλλά σάς ασπάζομαι φιλικώς καί μένω όλος
εύνους αδελφός σας
Αλέξανδρος Υψηλάντης
Ισμαήλ, τήν 8 Οκτωβρίου 1820.
Από την πιο πάνω σωζόμενη επιστολή του Υψηλάντη προς τον Πελοπίδα προκύπτει σαφώς ότι ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός είχε ρητά υποσχεθεί κάποιες συνεισφορές για τη μεγάλην τής πατρίδος ανάγκην. ‘Ετσι ο Υψηλάντης έστελλε τώρα έναν έμπιστό του, τον Πελοπίδα, να ζητήσει τις υπεσχημένες συνεισφορές που, προφανώς ήσαν βασικά χρηματικές. Η επιστολή την οποίαν ο Υψηλάντης έστειλε μέσω του Παπαφλέσσα στον Πελοπίδα για να τη δώσει ο ίδιος – ως διαπιστευτήριό του – στον αρχιεπίσκοπο Κυπριανόν, είχε ως εξής:
Πρός τον Μακαριώτατον καί Θεοπρόβλητον Μητροπολίτην τής Νήσου Κύπρου Κύριον Κύριον Κυπριανόν, προσκυνητώς Εις κύπρον Μακαριώτατε και φιλογενέστατε Δέσποτα, ο φιλογενέστατος κύριος Δημήτριος ‘Ιπατρος μέ εβεβαίωσε περί τής γενναίας συνεισφοράς, τήν οποίαν η υμετέρα Μακαριότης υπεσχέθη προς αυτόνδιά τό σχολείον τής Πελοποννήσου.
‘Οθεν ως γενικός έφορος τού σχολείου τούτου κρίνω χρέος μου απαραίτητον νά ευχαριστήσω τήν Υμετέραν Μακαριότητα καί νά τήν ειδοποιήσω ότι η έναρξις τού Σχολείου τούτου εγγίζει. Διά τούτο, λοιπόν, στέλλω εξεπίτηδες τόν κύριον Αντώνιον Πελοπίδαν, άνδρα ενάρετον, φιλογενή καί πάσης πίστεως άξιον διά νά τήν βεβαιώση καί διά ζώσης φωνής την όσον ούπω ανέγερσιν τού ιερού τούτου καταστήματος. ‘Ας ταχύνη λοιπόν, η υμετέρα Μακαριότης νά εμβάση τόσον τής υμετέρας Μακαριότητος τάς συνεισφοράς, όσον καί τών λοιπών αυτού ομογενών, είτε χρηματικάς είναι είτε ζωοτροφίας προς τόν εν Παλαιά Πάτρα τής Πελοποννήσου κύριον Ιωάννην Παππά Διαμαντόπουλον, συντροφεύουσα αυτάς ή μέ άνθρωπον της επίτηδες ή μέ τόν κομιστήν τού παρόντος μου.
‘Ων δέ ευέλπις, ότι η υμετέρα Μακαριότης θέλει φιλοτιμηθή νά δείξη τήν συνεισφοράν αξίαν τού μεγάλου ζήλου καί πατριωτισμού Αυτής τε και όλου της τού ποιμνίου, εξικετεύω τάς μακαρίους Αυτής ευχάς καί μένω μέ βαθύ σέβας, τής υμετέρας Μακαριότητος τέκνον ευπειθές Αλέξανδρος Υψηλάντης Ισμαήλ τήν 8ην Οκτωβρίου 1820.
Στην πιο πάνω επιστολή του Υψηλάντη παρατηρούμε ότι ζητείται η γενναία συνεισφορά τόσον του ιδίου του αρχιεπισκόπου Κυπριανού όσον και των λοιπών αυτού [ στην Κύπρο] ομογενών, άρα και αρκετοί άλλοι Κύπριοι είχαν ήδη μυηθεί – εκτός από τον Κυπριανόν – στη Φιλική Εταιρεία. Η συνεισφορά των Κυπρίων εζητείτο διά το σχολείον της Πελοποννήσου. Σύμφωνα προς τον συνωμοτικό τρόπο με τον οποίο εργαζόταν η Φιλική Εταιρία, στη διεξαγόμενη αλληλογραφία της απεφεύγετο η οποιαδήποτε αναφορά με άμεσο τρόπο στην προετοιμαζόμενη επανάσταση. Ειδικότερα για τις χρηματικές και άλλες ενισχύσεις, συνήθως αυτές εζητούντο με το δικαιολογητικό ότι επρόκειτο ν’ ανεγερθεί κάποιο σχολείο, ή ότι επρόκειτο να επιδιορθωθεί κάποιο μοναστήρι, ή ότι επρόκειτο να βοηθηθεί κάποιος φίλος έμπορος που είχε οικονομικές δυσκολίες κλπ. Ο Υψηλάντης γράφει, λοιπόν, στον Κύπριο ιεράρχη με την ιδιότητά του ως «γενικού εφόρου» του σχολείου που εδημιουργείτο, ταυτόχρονα δε παρέχει την πληροφορία ότι η έναρξις τού Σχολείου εγγίζει, ότι δηλαδή επλησίαζε η ώρα έναρξης της επανάστασης.
Από τους επίσημους σωζόμενους καταλόγους μελών της Φιλικής Εταιρείας φαίνεται η μύηση δυο Κυπρίων που ζούσαν και δρούσαν εκτός Κύπρου: του δασκάλου Χαραλάμπου Μάλη, ο οποίος μυήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 28 Οκτωβρίου 1819 από τον Παπαφλέσσα, καθώς και του Νικολάου Θησέως, εμπόρου στη Μασσαλία, ο οποίος συνεισέφερε μέσω του Μάλη 250 γρόσια υπέρ του αγώνα. Και οι δυο αυτοί άνθρωποι υπήρξαν αργότερα σημαντικοί αγωνιστές της ελληνικής επανάστασης(ο δεύτερος ανήκε στη γνωστή οικογένεια των Θησέων, συγγενή του αρχιεπισκόπου Κυπριανού. Από νωρίς είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρία και ο Κύπριος την καταγωγή κληρικός Φιλόθεος, επίσκοπος Δημητσάνης, που στη συνέχεια ο ίδιος αυτός ηρωομάρτυρας μύησε μαζικά ολόκληρο τον πληθυσμό της Δημητσάνης, πράγμα που αποτελεί μοναδική περίπτωση στην ιστορία της επανάστασης. Στην Κύπρο, εκτός από τον αρχιεπίσκοπο, θα πρέπει να είχαν μυηθεί και οι τρεις επίσκοποι και άλλοι κληρικοί, καθώς και πολλοί λαϊκοί, πρόκριτοι και άλλοι. Ιδιαίτερα στην περίπτωση του επισκόπου Πάφου Χρυσάνθου Β’, στο σωζόμενο σουλτανικό έγγραφο περί εκτελέσεώς του, το 1821, γίνεται λόγος για «καταχθονίους πράξεις» του επειδή «απειργάζετο την πικρίαν των ραγιάδων».
Δε γνωρίζουμε εάν ο απεσταλμένος του Υψηλάντη πήρε τελικά και μετέφερε στην Πελοπόννησο τις συνεισφορές του αρχιεπισκόπου και άλλων Κυπρίων και ποιου ύψους ήσαν αυτές. Θεωρείται, πάντως, δεδομένο ότι οι συνεισφορές έγιναν, τόσο χρηματικές όσο και εις είδη ανάγκης. Δεν υπάρχουν πάντως συγκεκριμένα στοιχεία- εφόσον μάλιστα τα πάντα εγίνοντο μυστικά και με τρόπους συνωμοτικούς. Για τις υλικές συνεισφορές των Ελλήνων της Κύπρου στον αγώνα ομιλεί και η παράδοση, που μεταξύ άλλων υποστηρίζει ότι ο γνωστός ήρωας της επανάστασης Κωνσταντίνος Κανάρης είχε επισκεφθεί με τα καράβια του την Κύπρο, ότι προσήγγισε το νησί, κατά διαφορετικές εκδοχές, σε τρία διαφορετικά σημεία των βορείων και βορειοανατολικών ακτών, κι ότι είχε παραλάβει από εδώ τρόφιμα και άλλες προμήθειες. Ο Ιωάννης Φιλήμων γράφει ότι ο πυρπολητής είχε έλθει στην Κύπρο (παραλιακή περιοχή της Λαπήθου) στις 19 Ιουνίου 1821, και αφού διαπίστωσε ότι δέν είχεν επιστεί ακόμη ο δι’ εξέγερσιν τής Κύπρου καιρός, απήλθε λαβών τρόφιμα διά τούς εν Ελλάδι αγωνιστάς. Παρόμοια γράφει και ο Γ. Κηπιάδης.
‘Ισως πάλι ο μεγάλος αυτός θαλασσινός ήρωας του 1821 να προσήγγισε την Κύπρο αργότερα, ο ίδιος ή καράβια του, όπως για παράδειγμα το 1827, όταν συμμετείχε (το Μάιο-Ιούνιο) στην υπό τον Κόχραν επιχείρηση πυρπόλησης του αιγυπτιακού στόλου στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Στην επιστροφή από την ανεπιτυχή αυτή ναυτική εκστρατεία, δεν είναι απίθανο ελληνικά καράβια να προσήγγισαν τις ακτές της Κύπρου για ανεφοδιασμό, αφού ο στόλος είχε μεγάλη έλλειψη τροφίμων και νερού, σύμφωνα προς την αναφορά του Κόχραν στις 7 Ιουνίου 1827. Μπορεί ακόμη η θρυλούμενη επίσκεψη του Κανάρη να συνέβη πιο πριν, μεταξύ 1822 και 1823, οπότε πολλές φορές ελληνικά καράβια βρέθηκαν στη θαλάσσια περιοχή της Κύπρου σύμφωνα προς διάφορες προξενικές αναφορές. Για παράδειγμα, στις 8 Ιουλίου 1823 ο πρόξενος της Γαλλίας στην Κύπρο Mechain αναφέρει ότι 12 ελληνικά πλοία από τα Ψαρά (πατρίδα του Κανάρη) είχαν έλθει στην Κύπρο για προμήθειες. Σε άλλο έγγραφό του, της 9ης Οκτωβρίου 1822, ο ίδιος πρόξενος αναφέρει ότι ο (Τούρκος) κυβερνήτης της Κύπρου έχει την υποψία ότι τα ελληνικά καράβια που βρίσκονταν στα κυπριακά νερά, είχαν φορτώσει πολλές προμήθειες από την Κύπρο. Ο ίδιος πρόξενος πάλι, σε έγγραφό του ημερομηνίας 8 Μαρτίου 1822, αναφέρει ότι η άφιξη ελληνικών καραβιών στην Κύπρο επαύξησε το φανατισμό και την ανησυχία των Τούρκων που, όπως φοβόταν, θα έπαιρναν μέτρα κατά των φτωχών Κυπρίων.
Κατά την παράδοση των μεγάλων οικογενειών της Λαπήθου και του Καραβά, ο Κανάρης έμεινε μερικές νύκτες στην οικία του προκρίτου Πασπάλλα στην Αγία Παρασκευή Λαπήθου. Η εξαιρετική αυτή οικία με οικόσημα σωζόταν ως την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974. Κατά την παράδοση του Καραβά, ο Κανάρης μετέβη και στον Καραβά κρυπτόμενος και βοηθούμενος από τις μεγάλες οικογένειες του χωριού. Στους χωρικούς παρέδωσε όπλα και πήρε απ’ αυτούς τρόφιμα και χρήματα μέσα σε νεκροκρέββατα, σε εικονικές κηδείες.
Οι μαρτυρούμενες επανειλημμένες τροφοδοσίες των ελληνικών καραβιών στην Κύπρο, που γίνονταν πρόθυμα και παρά τους μεγάλους κινδύνους που αντιμετώπιζαν οι Κύπριοι χωρικοί που φρόντιζαν για τη συγκέντρωση των προμηθειών, καθώς και οι διάφορες επαφές των Κυπρίων ιεραρχών και προκρίτων με τους ‘Ελληνες επαναστάτες, δεν ήσαν οι μοναδικές κυπριακές αναμίξεις στον αγώνα. Η κυριότερη κυπριακή συμβολή στην Ελληνική επανάσταση στάθηκε η μετάβαση πολλών Ελλήνων Κυπρίων στην αγωνιζόμενη Ελλάδα, όπου κι εντάχθηκαν στα διάφορα στρατιωτικά σώματα και πολέμησαν σε διάφορα μέτωπα υπό τις διαταγές γνωστών οπλαρχηγών.
Η προ της επαναστάσεως δραστηριότητα μελών της Φιλικής Εταιρείας στην Κύπρο δεν αποσκοπούσε μόνο στην εξασφάλιση οικονομικής ενίσχυσης από το νησί για τον αγώνα. Φαίνεται ότι είχε καταβληθεί επίσης προσπάθεια όπως η επανάσταση κηρυχθεί και στην Κύπρο, ταυτόχρονα με την έναρξή της στην υπόλοιπη ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα, προς τούτο δε έγιναν και εδώ μυήσεις. Για τον ίδιο σκοπό και άλλα μέλη της Φιλικής Εταιρείας επεσκέφθησαν πιθανώς την Κύπρο, ενώ εστάλη κρυφά και διενεμήθη και διαφωτιστικό υλικό. Η υπόγεια κρύπτη στο κτίριο του Παγκυπρίου Γυμνασίου στη Λευκωσία απέναντι από το κτίριο της Αρχιεπισκοπής, πιστεύεται ότι είχε χρησιμοποιηθεί για την απόκρυψη Φιλικών. Τελικά όμως η Κύπρος δεν μπόρεσε ν’ ακολουθήσει την επανάσταση, εξαιτίας:
α) Της απροθυμίας των ηγετών και των αρχόντων να ξεσηκωθούν και υποστηρίξουν το κίνημα.
β) Της σχετικής έλλειψης όπλων και λοιπού πολεμικού υλικού.
γ) Των πολλαπλών δυσχερειών που πήγαζαν εξαιτίας της μεγάλης απόστασης της Κύπρου από τις εστίες της επανάστασης.
Δεν είναι εξακριβωμένο εάν Φιλικοί που επεσκέφθησαν την Κύπρο, όπως ο ‘Ιπατρος, ο Πελοπίδας και ενδεχομένως και άλλοι, ή ακόμη και αγωνιστές όπως ο Κωνσταντίνος Κανάρης, συζήτησαν με τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανόν και άλλους Κυπρίους το ενδεχόμενο εξέγερσης και της Κύπρου. Τούτο όμως θα πρέπει, φυσιολογικά να είχε συζητηθεί. Δε γνωρίζουμε τις επί του προκειμένου θέσεις του Κυπριανού και των άλλων παραγόντων του νησιού και τις δικαιολογίες που είχαν προβάλει, βέβαιον όμως πρέπει να θεωρηθεί το ότι ετάχθησαν κατά της επέκτασης της επανάστασης και στην Κύπρο, όπως προκύπτει και από σχετική απόφαση των Φιλικών που είχε ληφθεί στο Ισμαήλ την 1η Οκτωβρίου 1820 (δες πιο κάτω). Εξάλλου, δε μαρτυρείται καμιά απολύτως προπαρασκευή ή διεργασία στην Κύπρο προς την κατεύθυνση της εξέγερσης.
Τόσο ο Κυπριανός όσο και οι λοιποί παράγοντες, με εξαίρεση ίσως τον επίσκοπο Πάφου, προφανώς είχαν αρνηθεί να κηρύξουν την επανάσταση και στην Κύπρο και να ακολουθήσουν την αγωνιστική πορεία όλων των άλλων Ελλήνων. ‘Ισως από φόβο, ίσως επειδή εκρίθη ότι μια εξέγερση στην Κύπρο, υπό τις συνθήκες που επικρατούσαν, δε θα είχε πιθανότητες επιτυχίας, ίσως επειδή υφίσταντο και άλλα προβλήματα (το απειροπόλεμο των κυπρίων, η έλλειψη οπλισμού, η μη ύπαρξη καραβιών κλπ). Ο Κυπριανός, αν και εφάνη πρόθυμος να δώσει χρήματα (ίσως να ήταν ένας βολικός τρόπος να «απαλλαγεί» από τους Φιλικούς), πάντως δε φαίνεται να είχε πρόθεση να ξεσηκώσει και την Κύπρο σε επανάσταση. Είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι τόσο ο Κυπριανός όσο και οι διάφοροι προύχοντες αισθάνονταν αρκετά ικανοποιημένοι με την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων (με τους ιδίους στην κορυφή και με εξασφαλισμένη τη δική τους άνετη διαβίωση) ώστε να μη φανούν πρόθυμοι να εμπλακούν στις μεγάλες και επικίνδυνες περιπέτειες ενός αγώνα απελευθέρωσης του οποίου η έκβαση ήταν αβέβαιη. Ο εθνικός βάρδος της Κύπρου Βασίλης Μιχαηλίδης, στο επικό του ποίημα της 9ης Ιουλίου, βάζει στο στόμα του Κυπριανού, κατά το διάλογό του με τον τότε Τούρκο κυβερνήτη Κουτσιούκ Μεχμέτ, λόγια σαν κι αυτά:
– ‘Εν τζ’ ήρταν, Μουσελλίμ – αγά, πάνω στον τόπον άλλοι
τζ’ εφέραν άρματα κρυφά τζ’ έννα μας καταγνώσης.
Εδώκαμέν σου τ’ άρματα ούλλοι, μιτσ’ οί τζ’ αί μιάλοι
ευτύς ότι τζ’ εγύρεψες νά μάς ιξαμαρτώσεις.. .
Η προθυμία παράδοσης των αρμάτων που κατείχαν οι Κύπριοι ραγιάδες στις οθωμανικές αρχές, με προτροπή του Κυπριανού, τονίζεται εδώ από τον ποιητή. Επίσης, εκείνη η τραγική κατάφαση που βάζει ο ποιητής στα χείλη του Κυπριανού
– Σφάξε μας ούλλους τζ’άς γενή τό γαίμαν μας αυλάτζ’ιν.. . δεν είναι τόσο τιμητική ούτε για τον ίδιο ούτε και για τον Ελληνισμό της Κύπρου, αν και εδώ τονίζεται η αδυναμία των Κυπρίων να πράξουν κάτι διαφορετικό, οπότε αποδέχονται καρτερικά – αλλά τουλάχιστον με περηφάνεια – τη μοίρα τους, επαναλαμβάνοντας το γνωστό σφάξε με, αγά μου, ν’αγιάσω.
Κάποιες κινήσεις που σημειώθηκαν τότε στην Κύπρο και θεωρήθηκαν από τους Τούρκους ως πολεμικές προπαρασκευές προς επανάσταση (φυλλάδια, φορτίο από μπαρούτι κλπ.) δεν οφείλονταν στον Κυπριανόν και στους περί αυτόν προύχοντες αλλά σε άλλους και ιδίως στον αρχιμανδρίτη Θεοφύλακτον Θησέα, της συγγενούς όμως προς τον Κυπριανόν οικογένειας των Θησέων.
Δυο από τις σωζόμενες εγκυκλίους του Κυπριανού σχετίζονται με το όλο θέμα. Η πρώτη, που βρίσκεται στο Ιστορικό και Εθνολογικό Μουσείο Αθηνών, ήταν ημερομηνίας 22 Απριλίου 1821 και καλούσε τους Χριστιανούς να παραδώσουν τα όπλα που ενδεχομένως κατείχαν:
.. . Ευλαβέστατοι ιερείς καί λοιποί πάντες ευλογημένοι Χριστιανοί τής ευαγούς πόλεως Λευκωσίας, πατρικώς ευχόμενοι ευλογούμεν πάντας υμάς. Είμεθα βέβαιοι ότι η χθεσινή πράξις, ήτοι η ζήτησις τών όπλων, σάς εθορύβησεν ούκ ολίγον, τό οποίον καί ημείς εξεύροντες ότι έχει νά σάς θορυβήση, επασχήσαμεν πάσι τρόποις νά τό εμποδίσωμεν. Πλήν, μέ τό νά ήτον αυτό τό πράγμα δι’υψηλού προσκυνητού βασιλικού ορισμού, η εξουσία ηθέλησε νά τό κυρώση.. . ‘Αν μερικοί οπού έχουν όπλα καί δέν τά έδωσαν, άς τά φέρουν εις ημάς νά τά δώσωμεν ημείς, καί εν καιρώ τώ προσήκοντι θέλομεν ενεργήσει νά τοίς επιστραφώσιν οπίσω. Ούτω ποιήσατε ως γράφομεν υμίν εντελλόμενοι πατρικώς.. . 1821 Απριλίου 22.
Ο Κύπρου καί ευχέτης ημών.. .
Η δεύτερη εγκύκλιος του Κυπριανού, που βρίσκεται καταχωρημένη στον Κώδικα Α’ της Αρχιεπισκοπής, κυκλοφόρησε στις 16 Μαΐου 1821 και μ’ αυτήν ο αρχιεπίσκοπος καλούσε το ποίμνιό του να παραμείνει αδρανές και να συμπεριφέρεται ραγιάτικα (=δουλικά), ακόμη και στον τρόπο ντυσίματος (δεδομένου ότι πολύχρωμα φορέματα χρησιμοποιούσαν μόνο οι αφέντες):
.. . προσέχετε διά τόν Θεόν τέκνα, νά μήν υποπέσετε εις τό παραμικρόν ελάττωμα, μήτε μέ λόγον μήτε μέ έργον, διότι όποιος εις τοιούτους καιρούς είναι απρόσεκτος, εις τούς λόγους του ή εις τά έργα του, παιδεύεται με κεφαλικήν τιμωρίαν(όσοι δέ, φυλάξουν τήν οφειλομένην ευπείθειαν, οι τοιούτοι, κοντά οπού δέν θέλουν δοκιμάσει τό παραμικρόν, θέλουν απολαύσει και περισσοτέραν εύνοιαν, και διαφένδευσιν. Προσέτι, τέκνα, τά φορέματά σας νά είναι σεμνά και ραγιάτικα, τα σαρίκια σας, τα ζωνάρια σας, τά γεμενιά σας μαύρα(διότι τοιαύτη είναι η προσταγή τού αγά εφένδη μας, καί όποιος ευρεθή με εξωτερικόν φόρεμα θέλει παιδευθεί σκληρώς. Ούτω ποιήσατε εξ αποφάσεως ταύτα. Ο Κύπρου Κυπριανός εν Χώ ευχέτης σας 1821 Μαΐου 16.
Η δεύτερη αυτή βιαστική εγκύκλιος φανερώνει την ψυχική ταραχή στην οποία βρισκόταν ο συγγραφέας της κατά τις δύσκολες και τραγικές εκείνες στιγμές, κατά τις οποίες προσπαθούσε ν’ αποφύγει και την παραμικρή πρόκληση προς την τρομερή απειλή που κρεμόταν πάνω από το δικό του και πολλά άλλα κεφάλια, μόλις η επανάσταση στην Ελλάδα εξέσπασε.
Η όλη στάση του Κυπριανού έναντι της Ελληνικής επανάστασης προδίδει ότι το αίσθημα του ραγιαδισμού ήταν ισχυρό μεταξύ των Κυπρίων ηγετών τότε, αντίθετα προς το λαό που φαίνεται ότι ήταν πρόθυμος να ακολουθήσει την επανάσταση και να θυσιαστεί (κάποια κίνηση έγινε, μάλιστα, στην Πάφο και άλλη στη Λεμεσό).
Δεν μπορούμε όμως να κρίνουμε τελεσίδικα τον Κυπριανό χωρίς να έχουμε υπ’ όψιν τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε στο νησί. Μερικοί διατύπωσαν την κατ’ αυτού κατηγορίαν ότι αρνήθηκε να ακολουθήσει την επανάσταση, υπηρετώντας τα συμφέροντα των αρχόντων και των προκρίτων του τόπου ενάντια στα συμφέροντα του λαού, προσπαθώντας ταυτόχρονα να σώσει και το κεφάλι του. ‘Ομως είναι πολύ πιθανώτερο το ότι, σταθμίζοντας όλους τους παράγοντες ως υπεύθυνος ηγέτης σε μια κρίσιμη περίοδο, έκρινε ότι χωρίς επαρκή οπλισμό, χωρίς ικανές και εκπαιδευμένες δυνάμεις, χωρίς αναμενόμενη βοήθεια απ’ οπουδήποτε και με τη Μικρά Ασία τόσο κοντά (απ’ όπου πολύ εύκολα και σύντομα μπορούσαν ν’ αποστέλλονται στρατεύματα στο νησί), θα σήμαινε τρομερή καταστροφή και εκτεταμένες σφαγές, η οποιαδήποτε βεβιασμένη ενέργεια, πολύ δε περισσότερο επέκταση της επανάστασης και στην Κύπρο. ‘Ετσι, το μόνο που του απέμεινε ήταν να προσπαθήσει, με κάθε δυνατό τρόπο, να αποφύγει την τραγωδία. Πάντως, θα πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι οι αντικειμενικές δυσκολίες για επανάσταση και των Κυπρίων είχαν εξαρχής τονισθεί σε σύσκεψη των Φιλικών που είχε γίνει στο Ισμαήλ της Μολδοβλαχίας την 1η Οκτωβρίου 1820, όπου και συμφωνήθηκε ότι η συμβολή των Κυπρίων στον αγώνα θα περιοριζόταν στην υλική συνδρομή (χρήματα και προμήθειες)(και είναι, πιθανώτατα, βάσει αυτής της συμφωνίας που ελληνικά καράβια προσήγγιζαν συχνά τις κυπριακές ακτές, ακριβώς για προμήθειες. Το σχετικό απόσπασμα του πρακτικού (άρθρο 15) της σύσκεψης της 1ης Οκτωβρίου 1820 στο Ισμαήλ, αναφέρει τα ακόλουθα:
Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου κ. Κυπριανός υπεσχέθη νά συνεισφέρει χρήματα ή τροφάς, όσας δυνηθή. Λοιπόν ο Καλός πρέπει να γράψη πρός τήν Μακαριότητά του προτρεπτικά, δηλοποιών τών πραγμάτων τήν κατάστασιν, διά νά φιλοτιμηθή νά βοηθήση αναλόγως τή φήμη τής νήσου εκείνης, τήν οποίαν έχουν τό προνόμιον οι Κύπριοι νά διοικούν αυτοί σχεδόν τοσούτους χρόνους. Ταύτα δέ τά γράμματα ο ρηθείς Πελοπίδας, ή προτού, ή επιστρέφων εξ Αιγύπτου, νά περάση εις Κύπρον καί νά εγχειρίση τή αυτού Μακαριότητι, διά νά εμβάση τά χρήματα ο άγιος Κύπρου εις Κωνσταντινούπολιν, ή νά στείλη τάς τροφάς, όπου διορισθή(καί τέλος νά σκεφθή, πώς νά διαφυλάξη τό ποίμνιόν του από τούς κατοίκους εκεί εχθρούς.
Είχε λοιπόν, προαποφασισθεί (αφού φυσικά προηγήθηκαν οι επαφές με τον Κυπριανόν και άλλους στην Κύπρο κι ακούστηκαν οι αντιρρήσεις τους) ότι η Κύπρος δε θα συμμετείχε παρά μόνο θα συνεισέφερε χρήματα και τρόφιμα στον αγώνα. Ο δε Κυπριανός αφηνόταν να βρει τρόπους να » διαφυλάξη το ποίμνιον του».
Το γεγονός ότι αρνήθηκε να ακούσει κάποιες συμβουλές για να προσπαθήσει να σώσει τον εαυτό του, καταφεύγοντας στα «κουσουλάτα» (=προξενεία) της Λάρνακας κι απ’ εκεί διαφεύγοντας στο εξωτερικό, του προσδίδει υπευθυνότητα ηγέτη που αγγίζει το μεγαλείο. Η υπερήφανη στάση που, σύμφωνα προς την παράδοση και τον ποιητή Βασίλη Μιχαηλίδη, τήρησε έναντι του Τούρκου αιμοδιψούς κυβερνήτη της Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτ, ήταν συγκλονιστική. Χρειαζόταν ψυχικό σθένος και ακατάβλητο θάρρος ν’ αντιμετωπίσει το βέβαιο θάνατο, που δεν τον απέφυγε αφού πρώτος βάδισε στην αγχόνη στις 9 Ιουλίου 1821.
Αφού λοιπόν η Κύπρος δεν μπόρεσε να εξεγερθεί, αν και μικρής κλίμακας προσπάθειες μαρτυρούνται, κυρίως στην Πάφο, πολλοί ‘Ελληνες του νησιού έφυγαν για την Ελλάδα προκειμένου να υπηρετήσουν εκεί όπου διεξαγόταν ο αγώνας. Αρκετοί απ’ αυτούς έπεσαν μαχόμενοι ή τραυματίστηκαν, οι περισσότεροι δε από όσους επέζησαν παρέμειναν στην ελευθερωμένη πια Ελλάδα όπου δημιούργησαν οικογένειες. Σώζονται πολλά πιστοποιητικά Κυπρίων αγωνιστών της επανάστασης, συνήθως πιστοποιητικά που εξασφάλισαν αργότερα από τους οπλαρχηγούς τους και τα υπέβαλαν οι ίδιοι ή οι οικογένειές τους στην κυβέρνηση προκειμένου να εξασφαλίσουν απ’ αυτήν οικονομική βοήθεια, επειδή δυστυχούσαν. ‘Αλλοι πάλι επανήλθαν στην Κύπρο μετά το τέλος του αγώνα, όπου έζησαν ήσυχα στα χωριά τους μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Είναι δύσκολο να αναφερθεί με ακρίβεια ο αριθμός των Κυπρίων εθελοντών που πολέμησαν τότε στην Ελλάδα. Ο Λοΐζος Φιλίππου, στο σύγγραμμά του Κύπριοι Αγωνισταί (Λευκωσία, 1953) κατονομάζει 56 απ’ αυτούς με βάση αρχειακό υλικό που είχε συγκεντρώσει. Οπωσδήποτε όμως ήσαν πολύ περισσότεροι και θα πρέπει να αριθμούσαν μερικές εκατοντάδες. Δεν πήγαν όλοι στην Ελλάδα από την αρχή του αγώνα, αλλά σταδιακά. ‘Αλλοι πάλι Κύπριοι ζούσαν στην Ελλάδα ή και σε άλλες χώρες όταν ξέσπασε η επανάσταση, οπότε έσπευσαν να ενταχθούν στις τάξεις των μαχητών της ελευθερίας.
Στην ίδια την Κύπρο, με την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης, έγιναν κάποιες κινήσεις για ξεσηκωμό και της Κύπρου. ‘Ησαν όμως κινήσεις μεμονωμένες, ασυντόνιστες, απροπαρασκεύαστες, που φυσικά απέτυχαν. Μια από τις κινήσεις αυτές υπάρχει μαρτυρία ότι είχε σημειωθεί στην Πάφο, όπου δρούσε ο τότε επίσκοπος Χρύσανθος Β’. Για την εκτέλεση του Χρυσάνθου, το σχετικό σουλτανικό διάταγμα αφήνει να υπονοηθεί ότι αυτός είχε οδηγήσει το λαό σε επανάσταση. Η σχετική μαρτυρία αναφέρει ότι στην Πάφο συγκεντρώθηκαν 300 περίπου νέοι, υπό την ηγεσία κάποιου Πέτρου, που οπλίστηκαν και δοκίμασαν να βαδίσουν κατά της Λευκωσίας, όμως αντιμετωπίστηκαν από δύναμη Γενιτσάρων και εξουδετερώθηκαν κοντά στην πρωτεύουσα. Γίνεται επίσης λόγος και για άφιξη στην Κύπρο περί των 100 Αλβανών φουστανελοφόρων που, κατά τον Ν. Γ. Κυριαζή (Κυπριακά Χρονικά, Ζ’, σ. 57) είχαν αποβιβαστεί στην περιοχή του χωριού Πύλα (κοντά στη Λάρνακα) για να συνδράμουν την εξέγερση των Κυπρίων που τελικά δεν πραγματοποιήθηκε.
Από έκθεση, πάλι, του τότε προξένου της Γαλλίας στη Λάρνακα προκύπτει ότι κάποια επεισόδια είχαν σημειωθεί και στη Λεμεσό ύστερα από άφιξη εκεί ελληνικών καραβιών. Η σχετική έκθεση, γραμμένη στις 18 Φεβρουαρίου 1823, αναφέρει μεταξύ άλλων ότι από τού μηνός Οκτωβρίου [προφανώς του προηγούμενου χρόνου] τα ένοπλα ελληνικά καράβια σταθερά εμφανίζονται στις θάλασσες αυτές [της Κύπρου]. Τα θαρραλέα τολμήματά των, όσα επεχείρησαν, επροξένησαν κάποιαν λαϊκήν εξέγερσιν στη Λεμεσόν.. . Δε γνωρίζουμε τι ήσαν αυτά τα θαρραλέα τολμήματα των ελληνικών καραβιών στην Κύπρο. Φαίνεται ότι μάλλον είχαν εμπλακεί σε μάχες προς οθωμανικά καράβια, που ήσαν νικηφόρες, πράγμα που ενθουσίασε τους κατοίκους της Λεμεσού. Οι εμφανίσεις ελληνικών καραβιών στα κυπριακά παράλια ήσαν συχνές. Σε μια δε περίπτωση, η άφιξη ελληνικών καραβιών στη Λάρνακα ανάγκασε τους Τούρκους να λύσουν την πολιορκία του εκεί γαλλικού προξενείου από το οποίο απαιτούσαν να τους παραδώσει ‘Ελληνες Κυπρίους που είχαν καταφύγει κυνηγημένοι σ’ αυτό. Σε μερικές περιπτώσεις τα ελληνικά καράβια διενεργούσαν επιδρομές κατά των οθωμανικών που ναυλοχούσαν σε κυπριακά λιμάνια.
Η εγκύκλιος του αρχιεπισκόπου Κυπριανού, ημερομηνίας 16 Μαΐου 1821, που καλούσε τους ‘Ελληνες της Κύπρου να παραμείνουν αδρανείς και να συμπεριφέρονται με πολλή δουλοπρέπεια, θυμίζει ανάλογη ενέργεια του οικουμενικού πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, ο οποίος είχε καλέσει τους υπόδουλους ‘Ελληνες – απειλώντας τους και με αφορισμό – να αποφύγουν να σηκώσουν τα όπλα κατά της εξουσίας του σουλτάνου. ‘Οπως δε ο Γρηγόριος Ε’ δεν κατόρθωσε να σώσει τη ζωή του, το ίδιο δεν κατόρθωσε ούτε ο Κυπριανός. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι μαζί με τον πατριάρχη Γρηγόριον Ε’ μαρτύρησε και ένας Κύπριος ιεράρχης, ο Αθανάσιος ο του Καρύδη, τότε μητροπολίτης Νικομηδείας. ‘Ηταν γόνος της γνωστής οικογένειας Καρύδη της Λάρνακας που συγγένευε με τον αρχιεπίσκοπο Χρύσανθον και σπούδασε στη Βενετία. Διετέλεσε επίσκοπος Λιβύης (1781-1791) κατόπιν επιλογής του από τον (Κύπριο την καταγωγή) πατριάρχη Αλεξανδρείας Κυπριανόν (1766-1783) και από το 1791 ανέλαβε ως μητροπολίτης Νικομηδείας, της οποίας ο θρόνος ήταν Ε’ στην ιεραρχία των θρόνων του Οικουμενικού πατριαρχείου). Ως μητροπολίτης Νικομηδείας και μέλος της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού πατριαρχείου, ο Αθανάσιος ο του Καρύδη, ανέπτυξε πλούσια πνευματική και εθνική δραστηριότητα για 30 χρόνια. Αμέσως μετά την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης συνελήφθη, αρκετά πριν από τον πατριάρχη Γρηγόριον Ε’ και τους μητροπολίτες Εφέσου Διονύσιον και Αγχιάλου Ευγένιον. Αν και πολύ προχωρημένης πλέον ηλικίας (ήταν περίπου 75 ή περισσοτέρων χρόνων), ο Αθανάσιος υπέστη από τους Τούρκους πολλά βασανιστήρια και, όπως κι ο πατριάρχης, εκτελέστηκε στις 19 Απριλίου 1821, Κυριακή του Πάσχα.
Πέραν της εγκυκλίου του προς το λαό, με την οποία τον καλούσε να συμπεριφέρεται δουλοπρεπώς και να παραδώσει στους κυριάρχους οποιαδήποτε όπλα κατείχε, ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός είχε δώσει και διαβεβαιώσεις στον κυβερνήτη της Κύπρου Κουτσιούκ Μεχμέτ (1820-1822) για τη «νομιμοφροσύνη» των Ελλήνων Κυπρίων. Ούτε όμως η παράδοση του οπλισμού, ούτε οι διαβεβαιώσεις του Κυπριανού καθησύχασαν τον Τούρκο κυβερνήτη του νησιού, που προφανώς φοβόταν επέκταση της επανάστασης και στην Κύπρο. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι ο Κουτσιούκ Μεχμέτ, είχε συγκεντρώσει πληροφορίες (κυρίως από δυο νεαρούς Χριστιανούς γαλλικής καταγωγής που δρούσαν, μαζί με άλλους ως πράκτορές του και καταδότες) ότι διάφοροι Κύπριοι είχαν μυστικές επαφές με τους Υδραίους και ότι, εν πάση περιπτώσει, ενέχονταν σε επαναστατικές ενέργειες. Με την έναρξη της επανάστασης, η Υψηλή Πύλη διέταξε αμέσως τον αφοπλισμό όλων ανεξαιρέτως των ραγιάδων Ελλήνων, στέλλοντας σχετικό διάταγμα και στην Κύπρο. Εδώ, το διάταγμα εκτελέστηκε από τον κυβερνήτη του νησιού Κουτσιούκ Μεχμέτ στις 23 Απριλίου 1821, οι δε ‘Ελληνες αφοπλίστηκαν χωρίς να δημιουργηθούν οποιαδήποτε επεισόδια. Τα όπλα, εξ άλλου, που κατείχαν ήσαν λίγα. Λίγο αργότερα όμως διατυπώθηκε κατά των Ελλήνων Κυπρίων η κατηγορία ότι είχαν συνεννοηθεί μυστικά με τους υπόλοιπους ‘Ελληνες για να επαναστατήσουν και αυτοί. Η κατηγορία ενισχύθηκε και από το γεγονός ότι κυκλοφόρησαν στο νησί επαναστατικές προκηρύξεις τις οποίες είχε μεταφέρει και διανέμει ο Κύπριος αρχιμανδρίτης Θεοφύλακτος Θησεύς, και αποθήκευση πυρίτιδας στην εκκλησία Φανερωμένης στη Λευκωσία. Ο Κουτσιούκ Μεχμέτ, που πιστεύεται ότι είχε παρακινηθεί και από την ευκαιρία που του παρουσιαζόταν για να πλουτίσει κατάσχοντας και αρπάζοντας περιουσίες των θυμάτων του, ετοίμασε κατάλογο 486 σημαινόντων Ελλήνων Κυπρίων, που τον έστειλε στην Υψηλή Πύλη συνοδεύοντάς τον με κατηγορίες κατά των αναφερομένων ατόμων ότι ετοίμαζαν και εδώ επανάσταση. Στον κατάλογο περιλαμβάνονταν τα ονόματα του αρχιεπισκόπου και των τριών επισκόπων, των ηγουμένων όλων των μοναστηριών, άλλων ιερωμένων και πολλών προκρίτων και παραγόντων. Ακόμη, ο Κουτσιούκ Μεχμέτ υπέβαλε αίτηση για αποστολή στην Κύπρο οθωμανικού στρατού. Η Υψηλή Πύλη ανταποκρίθηκε αμέσως, στέλλοντας στο νησί το Μάιο 1821 περί τις 4. 000 στρατιώτες (Σπ. Τρικούπη, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, στ’) ταυτόχρονα δε ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ (1808-1839) υπέγραψε διάταγμα για την εκτέλεση των Ελλήνων Κυπρίων του καταλόγου που του είχε υποβληθεί.
Παρά το ότι μερικοί σημαίνοντες Τούρκοι της Κύπρου προσπάθησαν να περιορίσουν την έκταση των σφαγών, υποστηρίζοντας ότι ο κατάλογος των προγραφών ήταν υπερβολικά μακρύς, εν τούτοις ο τελικός αριθμός των θυμάτων ξεπέρασε κατά πολύ τους 486 του καταλόγου.
Την τουρκική θηριωδία επαύξαναν, ασφαλώς, και οι ειδήσεις που έφθαναν από την Ελλάδα και που μιλούσαν για ελληνικές νίκες εκεί και για επικράτηση της επανάστασης. Μεταξύ των εκτελεσθέντων περιλαμβάνονταν ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, οι μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθος, Κιτίου Μελέτιος, και Κυρηνείας Λαυρέντιος, ο αρχιδιάκονος Μελέτιος, ο Γεώργιος Μασούρας από τη Λεμεσό που έφερε τον τίτλο του καππί κεχαγιά (=επιτετραμμένου), ο ηγούμενος Κύκκου Ιωσήφ, ο Δοσίθεος του μοναστηριού του Ομόδους, ο Λαυρέντιος ιερέας της εκκλησίας Φανερωμένης, ο Πέτρος Οικονομίδης και ο Γιαννάκης Αντωνόπουλος δημογέροντες, οι άρχοντες Μιχαήλ Γλυκύς, Χατζηνικόλας Ζωγράφος, Χατζηνικόλας Κορνέσιος αδερφός του δραγομάνου Χατζηγεωργάκη Κορνεσίου, ο Σ. Σολωμής προύχοντας της Μόρφου, ο αδελφός του Χατζηκυριάκος Σολωμής προύχοντας της Σολιάς, ο Χατζησάββας Θησέας συγγενής του αρχιεπισκόπου, οι Λαρνακείς Συμεών Ηλιάσης, Παυλής Χάρτας, Νικόλας Τσικκίνης, Νικόλας Φράγκος και Πετράκης Δημητρίου, οι Λεμεσιανοί Χρ. Αραπούδης, Ανδρέας Δαβίδ, Χατζηλίας προύχοντας της Λαπήθου, όπως και ο Χατζηνικόλας Λευρεντίου, οι Κυθρεώτες Χατζηϊωνάς και Χατζηαττάλας και πάρα πολλοί άλλοι.
Οι εκτεταμένες σφαγές συνοδεύθηκαν και από δημεύσεις και αρπαγές περιουσιών, λεηλασίες εκκλησιών, μοναστηριών και οικιών, ενώ μεγάλα χρηματικά ποσά πληρώθηκαν στους Τούρκους και από οικογένειες συλληφθέντων για να σωθούν ή για να μπορέσουν να διαφύγουν. Πολλοί δεν το κατόρθωσαν, ενώ άλλοι μπόρεσαν να φθάσουν μέχρι τα προξενεία της Λάρνακας όπου και βρήκαν καταφύγιο κι απ’ όπου αναχώρησαν για το εξωτερικό (Ελλάδα, Αίγυπτο, Ευρώπη). Το όργιο αίματος και λεηλασιών διάρκεσε πολλές μέρες και στο γνωστό κατάλογο των θυμάτων πρέπει να προστεθούν και πολλά άλλα θύματα, κυρίως στην ύπαιθρο, που τα ονόματά τους παρέμειναν άγνωστα.
Το πλήγμα για τον ελληνικό πληθυσμό της Κύπρου, που λίγο πιο πριν είχε κληθεί και είχε παραδώσει και τον οπλισμό που κατείχε, ήταν βαρύτατο. Ως εκ τούτου, ήταν πια αδύνατο να μπορέσει η Κύπρος ν’ ακολουθήσει την Ελληνική επανάσταση έστω και με καθυστέρηση.
Οι εκτελέσεις των αρχιερέων έγιναν στη Λευκωσία. Οι τρεις επίσκοποι εκτελέστηκαν με αποκεφαλισμό, ενώ αντίθετα ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός εκτελέστηκε με απαγχονισμό επειδή, όπως λέγεται, ο Κουτσιούκ Μεχμέτ του είχε υποσχεθεί ότι «δε θα του έκοβε το κεφάλι» !
Θα πρέπει επίσης να τονισθεί ότι οι Κύπριοι ηγέτες, φοβούμενοι τα χειρότερα, είχαν προσπαθήσει να αποτρέψουν τις σφαγές. Προς τούτο, προσπάθησαν να επιτύχουν την έκδοση σουλτανικής διαταγής που να αποτρέπει οποιανδήποτε εις βάρος τους δίωξη, και το προσπάθησαν μέσω του Κουτσιούκ Μεχμέτ, τον οποίο και δωροδόκησαν με το υπέρογκο ποσό των 100. 000 γροσίων. Ο Κουτσιούκ Μεχμέτ πήρε τα χρήματα και. . . τους έσφαξε.
Ο Κουτσιούκ Μεχμέτ άρχισε τις εκτελέσεις στην Κύπρο ευθύς μετά την παράδοση σ’ αυτόν του οπλισμού των ραγιάδων. Σύμφωνα προς αναφορά του τότε Γάλλου προξένου Mechain, εκτελούσε καθημερινά Χριστιανούς στη Λευκωσία, φέρνοντας στην επιφάνεια παλαιές υποθέσεις που είχαν εκδικαστεί από προκατόχους του. ‘Ετσι, έγραφε ο Mechain, στις 28 Μαΐου 1821, ο Κουτσιούκ Μεχμέτ επετύγχανε δυο πράγματα: αφ’ ενός θησαύριζε από τα θύματά του και αφ’ ετέρου έπειθε την υψηλή Πύλη ότι υφίστατο στην Κύπρο κίνημα το οποίο πέτυχε να καταστείλει. Οι εκτελέσεις λοιπόν, άρχισαν από το Μάιο 1821, κορυφώθηκαν τον Ιούλιο (στις 9 Ιουλίου εκτελέστηκαν ο αρχιεπίσκοπος και οι άλλοι αρχιερείς) και συνεχίστηκαν και αργότερα, για άλλον ένα μήνα. ‘Οπως χαρακτηριστικά σημείωνε από τις 28 Μαΐου ο Mechain, για τον Κουτσιούκ Μεχμέτ, εάν ο αιμοβόρος αυτός παράφρων διατηρήσει για λίγους ακόμη μήνες την εξουσία, θα χρεωκοπήσει την Νήσον (πρβλ. Κυπριακά Χρονικά, Ζ’, 1930, σ. 51).
Τελικά ο Κουτσιούκ Μεχμέτ ανακλήθηκε από την Κύπρο το 1822. Το πλήγμα όμως που είχε επιφέρει στους Κυπρίους ήταν τρομακτικό. Τόση ήταν η βιαιότητα και η ασυδοσία του, ώστε ακόμη και αξιωματούχοι της οθωμανικής διοίκησης της Κύπρου διαφώνησαν έντονα μαζί του και μερικοί μάλιστα αναγκάστηκαν να φύγουν από την Κύπρο για να σωθούν(όπως ο αγάς της Λευκωσίας Σαΐντ Μεχμέτ και ο ζαπίτης (αστυνόμος) της Λάρνακας Χατζή Ιμπραχήμ αγάς ο τελευταίος επέστρεψε στην Κύπρο κατά τα τέλη του 1822 ως κυβερνήτης, διαδεχόμενος τον ανακληθέντα Κουτσιούκ Μεχμέτ).
‘Ελληνες Κύπριοι που κατόρθωσαν να διαφύγουν από το νησί και να σωθούν από τις σφαγές του Ιουλίου 1821, καθώς και άλλοι που ζούσαν εκτός Κύπρου από πριν, είχαν την πρωτοβουλία της ανάληψης διαφόρων προσπαθειών για απελευθέρωση της Κύπρου, ενώ ακόμη η επανάσταση στην Ελλάδα συνεχιζόταν. Δυο ήσαν οι κύριες προσπάθειες που κατεβλήθησαν. Η πρώτη προσπάθεια ξεκίνησε από τη σύναξη μερικών ιεραρχών και προκρίτων στη Ρώμη, όπου και υπέγραψαν προκήρυξη (6 Δεκεμβρίου 1821) της οποίας το πλήρες κείμενο έχει ως εξής:
Επειδή η τυραννική διοίκησις τών Τούρκων μετεβλήθη ολοτελώς εις ληστείαν καί ούτε ο ειρηνικός ημών βίος καί πρός τούς σκληρούς αυτούς νόμους ευπείθια, ούτε πολιτική φρόνησις, ούτε αθωότης, ούτε ταπείνωσις, ούτε τά υπέρ τήν ημετέραν δύναμιν έξοδα, ούτε πάν άλλο είδος θυσίας, όπερ διά τών προυχόντων ημών επροσφέραμεν ίσχυσαν νά εμποδίσουν τάς άχρι θανάτου καταδρομάς ημών τών εν Κύπρω Χριστιανών αλλά χωρίς τινός ηθικής, ή λόγου προφάσεως κατέσφαξαν, όσους εξ ημών έλαβον εις τό χέρι χριστιανούς, μηδέν ευλαβούμενοι ουδέ τώ αιδεσήμων ιερέων, ουδέ τών σεβασμίων Αρχιερέων, ουδ’ αυτού τού Μακαριωτάτου ημών Πατρός καί Δεσπότου, αλλ’ αυτούς μέν κατέσφαξαν, τούς δέ Ιερούς ημών ναούς και οίκους, άλλους μέν ερήμωσαν άλλους δέ κατέκαυσαν, δίδωντας εις αρπαγήν τά τέκνα ημών καί γυναίκας, βιάζωντας αυτά νά εναγκαλισθώσιν τήν ανόσιον αυτών θρησκείαν, καί άλλα όσα τραγικά καί αποτρόπαια, βαρβαρική δύναμις καταχράται, όπου δέν ευρίσκει ανθίστασιν διά τάς φρικτάς αυτάς αδικίας, καί δι’ όσας άλλας πρό αυτών ει καί μετριωτέρας αλλά συνεχείς υπό τών τυράννων αυτών υπεφέραμεν. Νομίζομεν ενώπιον θεού καί ανθρώπων, ότι έχομεν κάθε δίκαιον νά μή γνωρίζωμεν πλέον διά διοίκησιν, τούς αιμοβόρους τούτους ληστάς, αλλά συμφώνως μέ τούς λοιπούς αδερφούς ημών ‘Ελληνας θέλομεν προσπαθήσει διά τήν ελευθερίαν τής ειρηνικής ημών, πάλαι μέν μακαρίας, ήδη δέ τρισαθλίας Νήσου Κύπρου. ‘Ενεκα τούτου συμψηφίζομεν Επίτροπον τής νήσου μας άπαξ τόν ευγενή Κύριον Νικόλαον Θησέα, υιόν τού αοιδήμου Μεγάλου Οικονόμου τού Μακαριωτάτου, όπως συνεργήσει καί ενεργήσει πληρεξουσίως πάντα όσα κρίνει συμφέροντα, απέλθη αυτός ή πέμψει πρεσβείαν πρός τούς Χριστιανούς Μονάρχας ή εις όντινα τούτων κρίνει συμφερώτερον, έλθει εις συνθήκας περί τής Νήσου, καί υπογράψει ως από μέρους τού κοινού, ετοιμάσει δύναμιν στρατιωτικήν καί κινηθή κατά τών εχθρών, δανεισθή επάνω είς τά κοινά εισωδήματα ή κτήματα τού Κοινού τής πατρίδος, ή καί τών όσα ή πλεονεξία τών Τούρκων εσφετέρησε, ή όσας γαίας ή άλλα κτήματα, έν τή πατρίδι δέν έχουν νόμιμον δεσπότην, ή επάνω είς τό δέκατον κοινώς όλων τών έν Κύπρω κτημάτων ημών, ενί δέ λόγω δίδοται τώ επιτρόπω απολύτως πάσα εξουσία, ίνα πράξη υπέρ τής ελευθερίας, νομίμου διοικήσεως, καί ευταξίας τής Κύπρου, όσα κατά τάς υποσχέσεις καί όρκους, άς λάβομεν παρ’ αυτού. Ο δέ Θεός τής δικαιοσύνης ευλογήσει τούς σκοπούς ημών, καί δώσει ημίν τήν θείαν χάριν αυτού, όπως λάβωσιν αίσιον τέλος. Τώ αώκα’ έτει Δεκεμβρίου στ’.
Μεταξύ εκείνων που προσυπέγραψαν την πιο πάνω προκήρυξη ήσαν ο έξαρχος Ιωαννίκιος (αργότερα αρχιεπίσκοπος Κύπρου), ο αρχιμανδρίτης Θεόφιλος (Θεοφύλακτος) Θησεύς και ο αδερφός του Νικόλαος Θησεύς (γιοι του εκτελεσθέντος Χατζησάββα Θησέως από το Στρόβολο και συγγενείς του αρχιεπισκόπου Κυπριανού), ο Τρεμιθούντος Σπυρίδων. Η προκήρυξη εκείνη είναι δυνατό να θεωρηθεί ως η πρώτη διακήρυξη υπέρ της ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα. Το έγγραφο της Ρώμης εξουσιοδότησε τον Νικόλαο Θησέα να ενεργεί ως πληρεξούσιος και να προβεί σε όποιες νομίζει καλύτερες ενέργειες για να ετοιμάση δύναμιν στρατιωτικήν καί κινηθή κατά τών εχθρών.. .
Βέβαια η απόφαση αυτή για αγώνα συμφώνως μέ τούς λοιπούς αδελφούς ημών ‘Ελληνας (όπως αναφερόταν στην προκήρυξη) είχε ληφθεί πολύ αργά, μακριά από την Κύπρο, και όταν ήδη η Κύπρος είχε υποκύψει αιμόφυρτη εξαιτίας των σφαγών του Ιουλίου και πριν καν σηκώσει κεφάλι. Γνωρίζοντας την πικρή αυτήν αλήθεια ο Νικόλαος Θησεύς μαζί με τον έξαρχο Ιωαννίκιο και τον αρχιμανδρίτη Θεόφιλο πήγαν στο Λονδίνο όπου κατέβαλαν πολλές προσπάθειες για συγκρότηση μισθοφορικού εκστρατευτικού σώματος που θα απεστέλλετο πια απ’ έξω για να συνεγείρει την Κύπρο! Στην αγγλική πρωτεύουσα οι Κύπριοι ήλθαν σε επαφή με τον εκεί ευρισκόμενο στρατηγό ντε Βιντζ. Ο τελευταίος, που καταγόταν από το Μαυροβούνιον, είχε άλλοτε σταδιοδρομήσει ως αξιωματικός του Ναπολέοντος και είχε φήμη γενναίου στρατιωτικού. Ο στρατηγός είχε επιλεγεί και είχε, πιθανώτατα, αποδεχθεί να ηγηθεί του εκστρατευτικού σώματος που θα αποστελλόταν στην Κύπρο αφού θα κατέβαινε πρώτα στην επαναστατημένη ήδη Ελλάδα. ‘Οπως προκύπτει μάλιστα από έγγραφο του λογίου Κ. Πολυχρονιάδη που διέμενε στην Πίζα της Ιταλίας, στην όλη προσπάθεια είχε δοθεί δημοσιότητα. Γράφει ο Πολυχρονιάδης:.. . ανεγνώσαμεν εις τάς εφημερίδας, ότι στρατηγός τις Μαυροβουνιώτης, υπηρετήσας ποτέ τόν Ναπολέοντα καί ευρισκόμενος ήδη εις Λονδίνον, προσκαλεί αξιωματικούς καί στρατιώτας, διά νά κατεβή εις τήν Ελλάδα με 2. 000…
Η όλη προσπάθεια συγκρότησης, συντήρησης και αποστολής του εκ 2. 000 ανδρών εκστρατευτικού σώματος, απαιτούσε τεράστιες δαπάνες. Κατεβλήθησαν έτσι διάφορες προσπάθειες για σύναψη του τεραστίου για την εποχή δανείου 800. 000 λιρών από την αγγλική χρηματαγορά. Στις προσπάθειες ανεμίχθη και ένας ‘Αγγλος, κάποιος Πήκοκ (Peacock) που παρουσιαζόταν ως φιλέλληνας και που πήγε μάλιστα και στην Ελλάδα για να εξασφαλίσει από εκεί εξουσιοδότηση για τη σύναψη του δανείου το οποίο θα δινόταν με βαρύτατες εγγυήσεις. Το όλο θέμα εξακολουθούσε να συζητείται μέχρι και το 1824. Στην εφημερίδα Courier του Λονδίνου δημοσιεύθηκε, τον Ιανουάριο 1824, αγγελία του χρηματιστηριακού πρακτορείου H. Hinducks που ανέφερε ότι εζητείτο (ακόμη) το δάνειο από τήν αυτού εξοχότητα τόν στρατηγό ντε Βίντζ, ιππότη τού τάγματος τού Αγίου Σαντισλάβ.. .
Ωστόσο δάνειο δε βρέθηκε. Φαίνεται ότι οι υποψήφιοι δανειστές ζητούσαν πολύ περισσότερες εγγυήσεις, απ’ όσες μπορούσαν να προσφέρουν οι Κύπριοι, τέτοιες δε εγγυήσεις ζητήθηκαν από την Ελλάδα (αποστολή του ‘Αγγλου Πήκοκ). ‘Ομως το μικρό Ελληνικό κράτος που μόλις είχε δημιουργηθεί, δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί. Η επανάσταση συνεχιζόταν ακόμη, η δε ελληνική κυβέρνηση (η οποία διαπραγματευόταν ήδη υψηλά δάνεια για τις δικές της ανάγκες)αδυνατούσε να δώσει εγγυήσεις. Φαίνεται ακόμη ότι στην όλη υπόθεση εξασφάλισης του κυπριακού δανείου είχαν αναμιχθεί και επιτήδειοι κερδοσκόποι. Το δάνειο, εν πάση περιπτώσει, δεν έγινε και η όλη προσπάθεια ματαιώθηκε. Σημαντικό κέντρο συλλογής εράνων, ίππων, εφοδίων και εθελοντών για αποστολή στην αγωνιζόμενη Ελλάδα ήταν το γραφείο των Θησέων στη Μασσαλία, όπως έδειξαν πρόσφατες αρχειακές έρευνες (βλ. Κ. Π. Κύρρη, » Νέαι Ειδήσεις και ανέκδοτα ‘Εγγραφα περί Κυπριανού Θησέως, Νικολάου Θησέως και του πατρός αυτών Οικονόμου Παπά Σάββα» Επετηρίς του Κ. Ε. Ε., ΧΙ, Λευκωσία, 1981-1982, σσ. 427-481).
Η δεύτερη προσπάθεια απελευθέρωσης της Κύπρου κατεβλήθη στην ίδια την επαναστατημένη Ελλάδα, από ομάδα Κυπρίων που βρίσκονταν στο Ναύπλιον και οι οποίοι αρκετές φορές πίεσαν την ελληνική κυβέρνηση να οργανώσει επιχείρηση απελευθέρωσης της ιδιαίτερής τους πατρίδας. Μεταξύ των Κυπρίων αυτών ήσαν ο Κυπριανός Θησεύς, αδελφός των προαναφερθέντων Νικολάου και Θεοφυλάκτου Θησέως, ο Χαράλαμπος Μάλης, σημαντική και δραστήρια προσωπικότητα μεταξύ των εις Ελλάδα Κυπρίων, ο Κυπρίδημος Γεωργιάδης, ο Γεώργιος Δ. Οικονομίδης, ο Δημήτριος Οικονομίδης, ο Κυπριανός Βικέντιος.
Το 1824-1825 η ομάδα αυτή των Κυπρίων εργαζόταν για να πείσει την ελληνική κυβέρνηση να στρέψει την προσοχή και τις προσπάθειές της και στην Κύπρο, υπέβαλε δε και αρκετά υπομνήματα. Η ελληνική κυβέρνηση όμως απέρριψε τελικά το σχέδιό τους γιατί θεώρησε μια τέτοια επιχείρηση ως παράτολμη, τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία ο πόλεμος στην ίδια την Ελλάδα μαινόταν.
Η προσπάθεια συνδυάστηκε με άλλο σχέδιο για υποκίνηση εξεγέρσεως στο Λίβανο ως ενέργεια αντιπερισπασμού των Ελλήνων. Προς τούτο, μάλιστα, είχε σταλεί αποστολή στο Λίβανο για διερεύνηση των προθέσεων των Λιβανίων. Η αποστολή είχε επαφές και με τους τότε Κυπρίους ιεράρχες, δηλαδή τον αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνόν και τους επισκόπους Πάφου Πανάρετον Β’, Κιτίου Λεόντιον Β’ και Κερύνειας Χαράλαμπον. Η αποστολή, στην οποία μετείχε και ο Κύπριος Χαράλαμπος Μάλης, είχε εφοδιαστεί με γράμματα προς τους Κυπρίους ιεράρχες, από τους οποίους εζητείτο η συνδρομή της Κυπριακής Εκκλησίας για την επιτυχία του κινήματος στο Λίβανο, το οποίο, όπως αναφέρεται στα γράμματα, δεν θέλει συντελέσει ολίγον καί εις τήν ευτυχή αποκατάστασιν τής Κύπρου.
Ο Χαράλαμπος Μάλης υπήρξε σημαντικός Κύπριος αγωνιστής στην Ελληνική επανάσταση, με πολυσχιδή δραστηριότητα. Δε γνωρίζουμε από ποιο ακριβώς μέρος της Κύπρου καταγόταν. Πάντως, σε σχετικά με τη δράση του κατά τον αγώνα πιστοποιητικά, αναφέρεται σαφώς ως Κύπριος την καταγωγή. Σε αίτηση της κόρης του Ελισάβετ, ημερομηνίας 19 Μαΐου 1865, με την οποία ζητούσε να της καταβληθεί κάποιο επίδομα μετά το θάνατο του πατέρα της, αυτή αναφέρεται ως θυγατέρα του Χαραλάμπους Μάλη ονομαζομένου καί εκ Κύπρου τήν πατρίδα όντος.. . Με την αίτησή της εκείνην, η κόρη του Μάλη υπέβαλε συνημμένως προς την αρμόδια ελληνική αρχή και αρκετά πιστοποιητικά, που σώζονται σήμερα και φανερώνουν τη συμβολή του Κυπρίου αγωνιστή στην Ελληνική επανάσταση.
Ο Χαράλαμπος Μάλης βρισκόταν εκτός Κύπρου ήδη πριν από την έναρξη της Ελληνικής επανάστασης και επαγγελλόταν το δάσκαλο. Κατά το 1820 γνωρίζουμε ότι βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί τον είχε συναντήσει ο Γρηγόριος Δικαίος ο γνωστός Παπαφλέσσας και τον είχε μυήσει στη Φιλική Εταιρεία. Το Δεκέμβριο 1820, παραμονές της επανάστασης, ο Χαράλαμπος Μάλης κατήλθε στην Πελοπόννησο μαζί με τον Παπαφλέσσα και βρισκόταν εκεί όταν κηρύχθηκε η επανάσταση. Αμέσως μετά την πρώτη Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου ανέλαβε σημαντικό αξίωμα στη σχηματισθείσα κυβέρνηση: διορίστηκε γενικός γραμματέας του μινιστερίου (=υπουργείου) της Θρησκείας (με μινίστρον τον Ιωσήφ, επίσκοπο Ανδρούσης)ενώ επεφορτίσθη και με το βάρος της γενικής γραμματείας του μινιστερίου του Δικαίου (=υπουργείου Δικαιοσύνης). Ο μισθός του δεν ήταν δυνατόν, υπό τις συνθήκες, να του καταβάλλεται και απεδέχθη να εργάζεται αμισθί(πήρε μόνο μια απόδειξη, ότι το εθνικόν ταμείον του χρωστούσε 3. 400 γρόσια, που θέλει τώ δοθώσιν άμα ευπορήση το Ταμείον από χρήματα (η απόδειξη εξεδόθη στην Τριπολιτσά της Πελοποννήσου στις 18 Ιουνίου 1823).
Τον Ιούνιο 1823 (που πήρε την απόδειξη για τα χρήματα) εγκατέλειψε τα καθήκοντά του στα δυο υπουργεία επειδή διορίστηκε γραμματέας του Ανδρέα Ζαΐμη που είχε αναλάβει να συγκροτήσει το μεγάλο στρατόπεδο στην παλαιά Πάτρα. Στη νέα αυτή θέση (όπου επολιορκείτο η Πάτρα) εργάστηκε μέχρι τον Αύγουστο 1824 και, σύμφωνα προς πιστοποιητικό που εξέδωσε ο Ζαΐμης, ηγωνίσθη καί αγωνίζεται γενναίως και αφιλοκερδώς ως ανήρ τίμιος καί πατριώτης φιλογενέστατος. Σε άλλο πιστοποιητικό, που εξεδόθη στις 3 Ιανουαρίου 1825, αναφέρεται και η πληροφορία ότι ο Μάλης το μέν πρώτον έτος τού πολέμου ήτον υπό τήν οδηγίαν τής εξοχότητός του τού υπουργού τών εσωτερικών κυρίου Γ. Δικαίου [=Παπαφλέσσα] καί περιφερόμενος μετ’ αυτού εις τάς πολιορκίας καί τούς πολέμους.
Από το 1824 και εξής ο Χαράλαμπος Μάλης παρέμεινε στην έδρα της διοικήσεως, στο Ναύπλιο, όπου είχε σχηματισθεί ένας πυρήνας από Κυπρίους που διέμεναν εκεί, στον οποίο μετείχε ενεργά και ο ίδιος. Επρόκειτο για την ομάδα που μνημονεύθηκε πιο πριν ότι κατέβαλε προσπάθειες απελευθέρωσης της Κύπρου. Η ομάδα αυτή, με έγγραφό της προς το Βουλευτικό σώμα, ημερομηνίας 6 Απριλίου 1825, υποστήριζε αναφορές που είχε υποβάλει ο Μάλης, περιλαμβανομένου και σχεδίου του για την υπόθεση απελευθέρωσης της Κύπρου. Στο πλαίσιο των προσπαθειών αυτών ήταν που είχε επιστρατευθεί στο Λονδίνο ο Μαυροβούνιος στρατηγός ντε Βιντζ προκειμένου να ηγηθεί επανάστασης στην Κύπρο.
Με αναφορά του προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, ημερομηνίας 13 Φεβρουαρίου 1825, ο Χαράλαμπος Μάλης αναπτύσσει προς αυτόν σχέδιό του για απελευθέρωση της Κύπρου και σε πρώτο στάδιο εισηγείται όπως εξευρεθεί κυπριακό δάνειο από 20. 000. 000 γρόσια που να χρησιμοποιηθεί για οργάνωση εκστρατείας στην Κύπρο. Εισηγείται επίσης να σταλεί ομάδα από 2-3 άτομα στο Λίβανο για να μελετήσει επί τόπου πληροφορίες περί αντιτουρκικού και επαναστατικού πνεύματος εκεί(υποκίνηση εξέγερσης κατά των Τούρκων στο Λίβανο και γενικότερα στη Συρία, μπορούσε ν’ αποτελέσει σημαντική ενέργεια αντιπερισπασμού των επαναστατημένων Ελλήνων και τυχόν επανάστασης και στην Κύπρο.
Για το ζήτημα της εξέγερσης στο Λίβανο, αλλά και σε άλλα μέρη (όπως η Σερβία), ο Χαράλαμπος Μάλης επιμένει και αναπτύσσει τις απόψεις του με δεύτερο υπόμνημά του προς τον Μαυροκορδάτο, ημερομηνίας 27 Φεβρουαρίου 1825 (τα δυο αυτά έγγραφα του Μάλη σώζονται επίσης. Βλέπε παράθεσή τους στο βιβλίο του Ε. Γ. Πρωτοψάλτη, Η Κύπρος εις τον αγώνα τού 1821, Αθήνα, 1971, όπου και αρκετές άλλες αναφορές στον Μάλη.
Η υπόθεση της εκστρατείας στο Λίβανο είχε αρχίσει να συζητείται από τον Οκτώβριο 1824, όταν ο Χατζηστάθης Ρέζης μετέφερε στο Βουλευτικό Σώμα πρόταση του εμίρη του Λιβάνου Μπεσσίρ για σύναψη συμμαχίας με τους ‘Ελληνες κατά των Τούρκων. Ο Μπεσσίρ ζητούσε ελληνικά καράβια και έδινε στους ‘Ελληνες στρατεύματα και άλογα. Το Βουλευτικό δέχθηκε την πρόταση, υπό το πρίσμα μάλιστα δημιουργίας αντιπερισπασμού στις δυνάμεις του σουλτάνου και σ’ εκείνες του τυράννου της Αιγύπτου Μωχάμετ ‘Αλι του οποίου ο υιοθετημένος γιος Ιμπραΐμ βρισκόταν στο Μοριά τον οποίο κατέκαιε. Εκ μέρους των Ελλήνων είχαν οριστεί τότε αντιπρόσωποι για περαιτέρω διαπραγματεύσεις με τον εμίρη. Οι αντιπρόσωποι ήσαν ο Χατζηστάθης Ρέζης, ο επίσκοπος Ευδοκιάδος Γρηγόριος και ο Χαράλαμπος Μάλης. Η τριμελής αυτή ομάδα απεστάλη στο Λίβανο το 1825 και είχε μακρές διαπραγματεύσεις. Είναι επίσης σημαντικό ότι το πρόγραμμα της ομάδας περιελάμβανε επίσκεψη στην Κύπρο, για μυστικές διαπραγματεύσεις με τον τότε αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνόν και τους λοιπούς ηγέτες των Ελλήνων Κυπρίων. Και τούτο, επειδή σε συνάρτηση προς την επανάσταση στο Λίβανο συνεζητείτο και απελευθερωτικός κατά των Τούρκων αγώνας στην Κύπρο. Ενημερώθηκαν Μεθόδιος (1823-1850) και άλλοι ιεράρχες στη Συρία..
Τελικά το όλο σχέδιο εκρίθη ως παρακινδυνευμένο και δεν υιοθετήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση, καθ’ ην στιγμή συναντούσε πολλές δυσκολίες και έβαινε προς αποτυχία και η άλλη προσπάθεια οργάνωσης εκστρατείας στην Κύπρο υπό τον στρατηγό ντε Βιντζ. Ωστόσο μερικοί οπλαρχηγοί, που είχαν μάθει το σχέδιο περί το Λίβανο και την Κύπρο, αποφάσισαν να το προωθήσουν από μόνοι τους, αναλαμβάνοντας οι ίδιοι να οργανώσουν και διεξαγάγουν την εκστρατεία. Οι οπλαρχηγοί αυτοί ήσαν ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης, ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης, και ο Νικόλας Κριεζώτης. Την πρωτοβουλία τους πληροφορήθηκε ο Χαράλαμπος Μάλης που διεφώνησε ριζικά και τους κατήγγειλε στο Βουλευτικό με έγγραφό του ημερομηνίας 29 Ιανουαρίου 1826. Ο Μάλης διαφωνούσε προς μια τέτοια επιχείρηση ατομικής πρωτοβουλίας μερικών οπλαρχηγών, επιμένοντας ότι τυχόν εκστρατεία στο Λίβανο και στην Κύπρο θα έπρεπε να αναληφθεί επίσημα από την ελληνική κυβέρνηση.
Παρά την καταγγελία του Μάλη, οι τρεις οπλαρχηγοί, ενισχυμένοι και από τους Σταύρο Λιακόπουλο και Χατζηστεφανή Βούλγαρη, συγκεντρώθηκαν στο νησί Κέα απ’ όπου ξεκίνησαν κατά τα τέλη Φεβρουαρίου 1826, με 2. 000 άνδρες σε 14 καράβια. Λίγες μέρες αργότερα, αρχές Μαρτίου, το σώμα έφθασε στο Λίβανο όπου αποβιβάστηκε κοντά στη Βηρυτό, κατέλαβε ένα παραθαλάσσιο πύργο κι άρχισε να επιδίδεται σε λεηλασίες. Ο εμίρης του Λιβάνου Μπεσσίρ, με τον οποίο οι αρχηγοί του σώματος ήλθαν σε επαφή, ζήτησε τα επίσημα συστατικά ή πληρεξούσια γράμματά τους, που βέβαια δεν είχαν. Τότε τους διέταξε να φύγουν το συντομώτερο, για να μην τους επιτεθεί. Η αναχώρησή τους έγινε στις 25 Μαρτίου. Από το Λίβανο ήλθαν στην Κύπρο όπου επεδόθησαν σε ληστρικές ενέργειες και κατατρομοκράτησαν ‘Ελληνες και Τούρκους. Στις ακτές της Κιλικίας συνέλαβαν ένα αυστριακό εμπορικό καράβι φορτωμένο χειροτεχνήματα και χρυσοΰφαντα υφάσματα του Χαλεπίου, και άδοξα γύρισαν στην Ελλάδα.
Στην ίδια την Κύπρο δε φαίνεται να είχε σημειωθεί οποιαδήποτε επαναστατική ενέργεια καθ’ όλο το διάστημα από τον Ιούλιο 1821 μέχρι και το τέλος της Ελληνικής επανάστασης, εκτός από την θρυλούμενη εξέγερση του Πέτρου στην Πάφο, τη «λαϊκή εξέγερση» στη Λεμεσό και μερικά άλλα μεμονωμένα επεισόδια, και τη διανομή επαναστατικών προκηρύξεων από τον Θεοφύλακτο Θησέα στη Λευκωσία και αλλού, που μαρτυρείται και από την 9η Ιουλίου του Βασίλη Μιχαηλίδη και άλλες πηγές. Αυτή φαίνεται ότι συνδυάστηκε με απόκρυψη πυρομαχικών (κυρίως πυρίτιδας) στη Φανερωμένη από τον Λεόντιον ιερέα Φανερωμένης, και συνέβαλε στην αιματηρή επέμβαση του Κουτσιούκ Μεχμέτ. Πρέπει όμως να θεωρηθεί ότι τα δυο τουλάχιστον από τα τρία επαναστατικά κινήματα που σημειώθηκαν στο νησί αργότερα, το 1833, ήσαν ως ένα μεγάλο βαθμό επακόλουθα της Ελληνικής επανάστασης. Τα γεγονότα όμως του 1833 θα τα εξετάσουμε αργότερα. Ας δούμε τώρα πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα στην Κύπρο μετά τις σφαγές του Ιουλίου 1821.
‘Οταν ο Κουτσιούκ Μεχμέτ εξετέλεσε, τον Ιούλιο 1821, τους ιεράρχες, μέσα σε εκείνο το κλίμα τρόμου διέταξε την άμεση πλήρωση των αρχιερατικών τους θρόνων με άλλους ιερωμένους που αυτός επέλεξε και που εκρατούντο ήδη από τον ίδιο στη φυλακή. Αυτοί ήσαν ο οικονόμος του μοναστηριού του Αποστόλου Βαρνάβα, Ιωακείμ, που έγινε αρχιεπίσκοπος, και ο αρχιδιάκονος της Πάφου Πανάρετος, ο αρχιμανδρίτης Κιτίου Λεόντιος και ο έξαρχος Κερύνειας Δαμασκηνός, που πλήρωσαν τους αντίστοιχους επισκοπικούς θρόνους. Οι τέσσερις αυτοί ιερωμένοι ήσαν εκείνοι τους οποίους ο Κουτσιούκ Μεχμέτ είχε λάβει από τον αρχιεπίσκοπο Κυπριανόν, ως ομήρους και ως εγγύηση ότι οι ραγιάδες του νησιού δε θα εξεγείρονταν κατά του σουλτάνου μετά την έκρηξη της Ελληνικής επανάστασης. ‘Ομως μετά την εκτέλεση του αρχιεπισκόπου και των άλλων ιεραρχών, ο Κουτσιούκ Μεχμέτ αποφυλάκισε τους ομήρους του αυτούς και με τα ίδια μουλάρια με τα οποία είχε μεταφέρει στο σεράγιο τους εκτελεσθέντες, τους οδήγησε στην Αρχιεπισκοπή μεταφέροντάς τους με τιμές, όπου και τους ανακήρυξε ως νέους ιεράρχες! Ο ένας απ’ αυτούς, ο Δαμασκηνός που έγινε επίσκοπος Κερύνειας, ήταν εκείνος που διαδέχθηκε το 1824 τον Ιωακείμ, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ο δε Πανάρετος, που έγινε επίσκοπος Πάφου, διαδέχθηκε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον Δαμασκηνό το 1827.
Ο Ιωακείμ και οι τρεις άλλοι που διορίστηκαν απευθύνθηκαν αμέσως στο οικουμενικό πατριαρχείο και ζήτησαν από τον τότε πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ευγένιο Β’ (1821-1822) να παρακαλέσει τον πατριάρχη Αντιοχείας Σεραφείμ (1813-1823) να στείλει στην Κύπρο τρεις επισκόπους του για να τους χειροτονήσουν και τους καθιερώσουν. Ο Ευγένιος, ύστερα από δισταγμό, μεσολάβησε προς τον Σεραφείμ και ο τελευταίος απέστειλε στην Κύπρο, το Δεκέμβριο 1821, τρεις επισκόπους που προέβησαν στις χειροτονίες. Οι επίσκοποι Αντιοχείας που ήλθαν γι’ αυτό το σκοπό στην Κύπρο ήσαν ο Επιφανείας Ιωαννίκιος (που ήταν Κύπριος), ο Σελευκείας Γεννάδιος, και ο Εμέσης Μεθόδιος.
Από την αρχή της αρχιεπισκοπείας του, ακόμη και πριν χειροτονηθεί από τους επισκόπους του πατριαρχείου Αντιοχείας, ο Ιωακείμ βρέθηκε μπροστά σε μεγάλα προβλήματα, κυρίως οικονομικά που είχαν μάλιστα επιδεινωθεί μετά τα τραγικά γεγονότα και τις εκτεταμένες σφαγές. Το χρέος της αρχιεπισκοπής ήταν ήδη από την εποχή του Κυπριανού τεράστιο, αλλά ο Ιωακείμ κατηγορήθηκε τόσο από τον κλήρο όσο και από λαϊκούς, ότι πουλούσε ιερά σκεύη για να πληρώσει υποχρεώσεις αλλά και για προσφορές δώρων στους Τούρκους. Προς τούτο, ήλθε σε οξεία σύγκρουση και με τον κλήρο και με το λαό. Μεταξύ των οικονομικών υποχρεώσεων που διευθέτησε ήταν ένα χρέος τού κοινού τής πατρίδος προς τον Μεχμέτ Χουρσίτ αγά, που ανερχόταν στο ποσόν των 122. 239 γροσίων (σύμφωνα προς ανέκδοτο έγγραφο των αρχείων της αρχιεπισκοπής ημερομηνίας 1ης Νοεμβρίου 1821), που διευθετήθηκε με έκδοση γραμματίων προς τους προξένους της Αγγλίας Α. Βοντιτζιάνο (41. 660 γρόσια) και της Πρωσίας Γιακουμέτο Μαρίτου (48. 789 γρόσια), καθώς και γραμματίου προς το Γάλλο έμπορο Βικέντιο (31. 850 γρόσια). Στα αρχεία της Αρχιεπισκοπής σώζεται επίσης ανέκδοτη επιστολή του Ιωακείμ προς τον πρόξενο της Σικελίας Ιερώνυμο Καλημέρα, ημερομηνίας 16 Ιανουαρίου 1822 με την οποία τον παρακαλεί να δεχθεί παράταση για την αποπληρωμή χρέους προς αυτόν, καταλήγει δε γράφοντας:. . . ει δέ καί δέν ευχαριστηθήτε, όπως αγαπάτε κάμετε, διότι ημείς τόν τρόπον δέν τόν έχομεν…
‘Ομως παρά την ύπαρξη μεγάλων χρεών, φαίνεται ότι ο Ιωακείμ κατόρθωσε να εξαγοράσει μερικά εκκλησιαστικά κτήματα από εκείνα που είχαν δημευθεί από τους Τούρκους μετά τις σφαγές. ‘Ενα τέτοιο κτήμα ήταν το τσιφλίκι της Κοντέας, το οποίο ο Ιωακείμ μεταπούλησε (στις 16 Νοεμβρίου 1823) στη Λουΐζα Λαπιέρ.
Η αντιδικία και αντιπαράθεση όμως μεταξύ του αρχιεπισκόπου Ιωακείμ αφ’ ενός και του λοιπού κλήρου καθώς και του λαού αφετέρου, συνεχίστηκε κι εντάθηκε μέχρι τέτοιου σημείου, ώστε να επέμβει ο νέος πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ‘Ανθιμος Γ’ (1822-1824). Ο πατριάρχης, με συνοδική του επιστολή (Σεπτέμβριος 1823) προς τον κλήρο και τον λαό της Κύπρου, ζητούσε να μή υβρίζεται ο αρχιεπίσκοπος και τόνιζε ότι οι έριδες ήσαν ενοχλητικές και δυσαρεστούσαν τον σουλτάνο. Με άλλη σύγχρονη επιστολή του, ο πατριάρχης απευθυνόταν προς τον Ιωακείμ και εξέφραζε την απορία πώς ο αρχιεπίσκοπος είχε κατορθώσει να προκαλέσει τη δυσαρέσκεια του κλήρου και του ποιμνίου του. ‘Εκανε επίσης νύξεις για παραμέληση, εκ μέρους του Ιωακείμ, των πνευματικών αναγκών του λαού, του υπεδείκνυε τα αρχιεπισκοπικά του καθήκοντα και τον καλούσε να αποκαταστήσει την ειρήνη και την αρμονία μεταξύ του και των Χριστιανών ταυτόχρονα δε, συνέστηνε την πειθαρχία όλων προς το σουλτάνο. Ο πατριάρχης απευθύνθηκε επίσης προς τους τρεις Κυπρίους επισκόπους, τους οποίους εμέμφετο και κατηγορούσε ότι δε συνέβαλαν στη συμφιλίωση αλλά συντηρούσαν τις έριδες που ήσαν ολέθριες για το γένος.
Παρά το ότι ο αρχιεπίσκοπος Ιωακείμ βεβαίωνε τον πατριάρχη (με επιστολή του ημερομηνίας 27 Σεπτεμβρίου 1823) ότι είχε επιφέρει μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση της Κυπριακής εκκλησίας και ότι η ειρήνη είχε αποκατασταθεί, εντούτοις οι καυγάδες όχι μόνο δεν έπαυσαν, αλλά ούτε και οι προσωπικές προσπάθειες του πατριάρχη Αντιοχείας Μεθοδίου συνέβαλαν στον περιορισμό τους. (Ο Μεθόδιος, περαστικός από την Κύπρο το Νοέμβριο 1823, είχε καταβάλει μάταιες προσπάθειες για την αποκατάσταση της εκκλησιαστικής τάξης και ηρεμίας στην Κύπρο).
Οι βασικές κατηγορίες των Κυπρίων κατά του Ιωακείμ (εκτός από το ότι πουλούσε εκκλησιαστικές περιουσίες για να πληρώνει τους Τούρκους), ήταν ότι ο αρχιεπίσκοπος ήταν αμαθής και ανίκανος, ότι εστερείτο πολιτικής οξυδέρκειας και ότι δεν ήταν σε θέση να διοικεί. Και είναι γεγονός ότι την εποχή αυτήν, ύστερα από τη δεινή θέση στην οποία είχε βρεθεί η Κύπρος εξαιτίας των εκτεταμένων εγκλημάτων των Τούρκων και των σφαγών του 1821, και εξαιτίας του γεγονότος ότι η Ελληνική επανάσταση συνεχιζόταν, το νησί χρειαζόταν πράγματι έναν ηγέτη με εξαιρετικές πολιτικές και άλλες ικανότητες, και τέτοιος ασφαλώς δεν ήταν ο Ιωακείμ.
‘Ομως πέρα από τις έριδες μεταξύ των Ελλήνων της Κύπρου και του αρχιεπισκόπου, ο Ιωακείμ ήλθε και σε σοβαρή ρήξη με τους Γάλλους υπηκόους (εμπόρους, κληρικούς και άλλους) που βρίσκονταν στην Κύπρο, για λόγους που δε μας είναι γνωστοί. Γεγονός όμως είναι ότι ο Γάλλος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη διατύπωσε σοβαρά παράπονα προς τον πατριάρχη ‘Ανθιμον Γ’, κι ο τελευταίος απευθύνθηκε πάλι με επιστολή του προς τον Ιωακείμ (28 Δεκεμβρίου 1823).
Τελικά ο αρχιεπίσκοπος Ιωακείμ αναγκάστηκε να αποσυρθεί, η δε επιστολή παραίτησής του, ημερομηνίας 21 Μαΐου 1824, σώζεται στα αρχεία της Αρχιεπισκοπής. Σ’ αυτήν αναφέρει ότι παραιτείται κατόπιν ανακτορικής προσταγής και γράφει ότι προβαίνει στο διάβημα παραίτησής του επειδή δέν εύρισκεν εαυτόν ικανόν εις τούς ενεστώτας καιρούς.. .
Στην κατά του Ιωακείμ πολεμική πρωτοστατούσαν οι Κύπριοι επίσκοποι, με επί κεφαλής τον Κυρηνείας Δαμασκηνόν. Ο Δαμασκηνός ήταν κι εκείνος που τον διεδέχθη στον αρχιεπισκοπικό θρόνο.
Ιάκωβος Αλαξάνδρου
pemptousia
0 Σχόλια
Σχόλια που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς όχι μόνο για το ιστολόγιο, θα διαγράφονται αμέσως.
EmojiΣχόλια που περιέχουν εμπάθεια σε ό,τι δεν σας αρέσει επειδή έτσι μάθατε ότι έτσι είναι τα πράματα, θα διαγράφονται για έναν εποικοδομητικό διάλογο και όχι να επικρατήσει η αρλουμπολογία, αμαθών και ημιμαθών.
Επίσης σχόλια που έχουν οποιεσδήποτε κομματικές προτροπές και κομματικοπολιτική προπαγάνδα, είναι ανεπιθύμητα.