Πέραν του ηρωϊκού έπους, αρκετά λάθη, παραλείψεις και ελλείμματα μπορεί κάποιος να καταγράψει μελετώντας τον Aγώνα της ΕΟΚΑ, όπως συμβαίνει και σε κάθε επαναστατικό κίνημα. Όμως, σε στρατηγικό επίπεδο, η παραβίαση των δύο αρχών του πολέμου, δηλαδή η δυαρχία στην ηγεσία και η αλλαγή του σκοπού μεσούντος του αγώνα, ήταν, κατά την άποψή μου, η αιτία της κατάληξης στη ζυριχική λύση, τις συνέπειες της οποίας βιώνουμε μέχρι σήμερα και θα βιώνουν οι επόμενες γενιές στο μέλλον
Ανδρέας Πενταράς
Ο πόλεμος, σε οποιανδήποτε μορφή κι αν διεξάγεται, διέπεται από 10 βασικές αρχές, τις λεγόμενες αρχές του πολέμου. Έστω και μια από αυτές να παραβιασθεί, τότε το αποτέλεσμα -και εννοώ το τελικό, το πολιτικό αποτέλεσμα- δεν θα είναι το αναμενόμενο. Στον Απελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ παραβιάσθηκαν δύο από τις πλέον βασικές αρχές.
Η πρώτη και ίσως η σημαντικότερη είναι αυτή της ενότητας διοικήσεως, με την έννοια ότι ο συντονισμός όλων των δραστηριοτήτων σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, για την επίτευξη του τελικού σκοπού του πολέμου, απαιτεί μια ενιαία διοίκηση, η οποία έχει την αρμόζουσα εξουσία και την όλη ευθύνη διεξαγωγής του πολέμου. Με λίγα λόγια, στον πόλεμο κουμάντο κάνει μόνον ένας. Αυτός ο ένας μπορεί να είναι ένα φυσικό πρόσωπο, μπορεί να είναι και ένα συλλογικό όργανο, το οποίο όμως εκφράζεται με μια φωνή. Στα οργανωμένα κράτη, εκείνος που έχει την ευθύνη μπορεί να είναι ο πρόεδρος, ο πρωθυπουργός, το υπουργικό συμβούλιο ή κάποιο άλλο θεσμικό όργανο, όπως καθορίζεται στο σύνταγμα της χώρας. Αυτό το όργανο διαθέτει δύο χέρια. Τον αρχιστράτηγο, ο οποίος διεξάγει τις πολεμικές επιχειρήσεις, και τον υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος χειρίζεται τις διπλωματικές ενέργειες. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις παράγουν πολιτικά αποτελέσματα, τα οποία παίρνει ο υπουργός των Εξωτερικών για να επιτύχει διπλωματικές νίκες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Τη γενική καθοδήγηση και τις εντολές και προς τους δύο (αρχιστράτηγο και υπουργό εξωτερικών) παρέχει το ανώτατο θεσμικό όργανο, που έχει την ευθύνη από το σύνταγμα της χώρας.
Στην περίπτωση όμως της Κύπρου, ο Απελευθερωτικός Αγώνας της ΕΟΚΑ δεν ήταν αγώνας μιας κρατικής οντότητας, αλλά ενός επαναστατημένου λαού. Οπότε τα πράγματα αναφορικά με την ηγεσία του Αγώνα δεν μπορούσαν να είναι τα ίδια όπως σε ένα συγκροτημένο κράτος. Γι’ αυτό και η επιτροπή αγώνα που συγκροτήθηκε στην Αθήνα το 1952, προκειμένου να προετοιμάσει την επανάσταση εναντίον των Βρετανών, όρισε ως στρατιωτικό αρχηγό τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα-Διγενή και πολιτικό αρχηγό τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Η ίδια, δε, λειτούργησε καθ’ όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας του Αγώνα ως η ανώτατη Αρχή, η οποία καθοδηγούσε τους δύο ηγέτες. Για κάποιους λόγους, δυστυχώς, οι οποίοι ακόμα δεν διερευνήθηκαν εκτενώς από τους ιστορικούς ερευνητές, η επιτροπή αυτή, με την έναρξη του αγώνα περιορίσθηκε στη διαφώτιση της κοινής γνώμης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ σταδιακά αδράνησε και αυτοδιαλύθηκε. Έτσι, η 1η Απριλίου 1955 βρίσκει τον ένοπλο Αγώνα στην Κύπρο με στρατιωτικό και πολιτικό αρχηγό, χωρίς όμως μια ανώτατη Αρχή, η οποία να συντονίζει και να διευθύνει τον Αγώνα τόσο στο στρατιωτικό, όσο και στο πολιτικό πεδίο. Λόγω ακριβώς αυτού του ελλείμματος, βλέπουμε από τη μια τον αρχηγό Διγενή να παρεμβαίνει με επιστολές και προκηρύξεις προς τους αρμόδιους στην Κύπρο και στην Ελλάδα σε ζητήματα της πολιτικής πτυχής του αγώνα και, από την άλλη, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να παρεμβαίνει προς τον στρατιωτικό αρχηγό σε θέματα αναφορικά με τις πολεμικές επιχειρήσεις. Σαφής καταστρατήγηση της αρχής της ενότητας διοικήσεως. Αυτός ο τρόπος διεύθυνσης του Αγώνα, με δύο αρχηγούς, είχε δυσμενέστατα αποτελέσματα όχι μόνο ως προς την τελική του έκβαση, αλλά και στην ομαλή πορεία του κράτους που συγκροτήθηκε. Η δυαρχία που υπήρχε στη διάρκεια του Αγώνα, και οι διαφορετικές εκτιμήσεις που είχαν οι δύο ηγέτες σε κρίσιμα ζητήματα, παρήγαγαν ιδεολογικά και πολιτικά αποτελέσματα, τα οποία στα χρόνια που ακολούθησαν δίχασαν το Κυπριακό Ελληνισμό, έφεραν εμφύλια διαμάχη και ήταν μια από τις κυριότερες αιτίες του πραξικοπήματος και κατ’ επέκτασιν της τουρκικής εισβολής.
Έχω την πεποίθηση ότι, εάν η επιτροπή αγώνα που συγκροτήθηκε στην Αθήνα συνέχιζε να λειτουργεί και μετά την έναρξη του Αγώνα ως μια εξόριστη προσωρινή κυβέρνηση της επαναστατημένης Κύπρου, έχοντας τη συνολική ευθύνη διεξαγωγής του Απελευθερωτικού Αγώνα τόσο στο στρατιωτικό, όσο και στο πολιτικό πεδίο, τα πράγματα θα είχαν μια διαφορετική πορεία. Αν μελετήσει κανείς την ιστορία των επαναστατικών και αντιαποικιακών κινημάτων του εικοστού αιώνα ανά την υφήλιο, θα διαπιστώσει ότι η δυαρχία που υπήρχε στον δικό μας Απελευθερωτικό Αγώνα αποτελεί μοναδική περίπτωση σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η αλλαγή σκοπού
Η δεύτερη αρχή του πολέμου που παραβιάσθηκε, ως συνάρτηση βέβαια και της πρώτης, ήταν «η επιλογή του σκοπού και η εμμονή σε αυτόν». Ο τελικός, ο πολιτικός σκοπός του πολέμου επιλέγεται ύστερα από ενδελεχή μελέτη όλων των παραγόντων που επιδρούν θετικά ή αρνητικά στη δυνατότητα επίτευξής του. Εάν από τη μελέτη κριθεί ότι μπορεί να επιτευχθεί, τότε όλοι οι συντελεστές διεξαγωγής του πολέμου εμμένουν μέχρι τέλους στην επιτυχία του σκοπού. Είναι γνωστόν ότι η 12-μελής επιτροπή αγώνα, αποτελούμενη από Κύπριους και Ελλαδίτες έγκριτους νομικούς, καθηγητές Πανεπιστημίου, απόστρατους στρατηγούς του Στρατού και της Χωροφυλακής καθώς και τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον στρατηγό Διγενή, καθόρισε ως τελικό σκοπό του Απελευθερωτικού Αγώνα την αυτοδιάθεση – ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Όπως προκύπτει από αξιόπιστες πηγές και αφηγήσεις μελών της επιτροπής, ο στόχος της Ένωσης δεν ήταν μόνο η ικανοποίηση των μύχιων πόθων γενεών Ελλήνων της Κύπρου για ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό, αλλά και γεωπολιτικοί λόγοι που είχαν να κάνουν με τη δυνατότητα ενός μικρού κράτους να επιβιώσει μέσα στο άναρχο διεθνές σύστημα, ιδιαίτερα σε μια περιοχή μέγιστης γεωπολιτικής αξίας, όπου συγκρούονταν τα συμφέροντα Ανατολής και Δύσης. Να θυμίσω ότι βρισκόμαστε στις αρχές του ψυχρού πολέμου. Η Ελλάδα και η Τουρκία εισέρχονται στο ΝΑΤΟ το 1952 και η δυτική συμμαχία προσπαθεί να αναχαιτίσει τη σοβιετική διείσδυση στην ανατολική Μεσόγειο, τη μέση Ανατολή και τη βόρειο Αφρική. Η Κύπρος θεωρείται από τους συμμάχους ζωτικός στρατηγικός χώρος για τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου και της μέσης Ανατολής. Γνωρίζουν ότι καμιά στρατιωτική επιχείρηση στην περιοχή δεν μπορεί να διεξαχθεί χωρίς τη χρησιμοποίηση της Κύπρου. Ιδιαίτερα όμως οι Βρετανοί, μετά την αποχώρησή τους από τη μέση Ανατολή και την κεντρική Ασία και την ενδεχόμενη αποχώρησή τους από το Σουέζ, εκτιμούν ότι η Κύπρος καθίσταται άκρως απαραίτητη για τη διασφάλιση των στρατηγικών τους συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή. Από την άλλη, υπάρχει και μια Τουρκία σταθερή σύμμαχος των Άγγλων, την οποία δεν θα ήθελε η Αγγλία να δυσαρεστήσει και η οποία -Τουρκία – μπορεί επισήμως να μην είχε εκδηλώσει τις βλέψεις της επί της Κύπρου, οι παροικούντες όμως στην Ιερουσαλήμ εγνώριζαν ότι στην Άγκυρα εκπονούνταν μακρόπνοα σχέδια για τη διάδοχη κατάσταση στην περίπτωση αποχώρησης των Βρετανών από το νησί.
Η Επιτροπή Αγώνα, έχοντας υπόψη της αυτό το πολύπλοκο γεωπολιτικό περιβάλλον όπως αυτό διαμορφωνόταν τη δεκαετία του ‘50 και εκτιμώντας ότι θα ήταν αδύνατο να επιβιώσει ένα ανεξάρτητο μικρό και ανίσχυρο κράτος στην περίπτωση που ως σκοπός του Αγώνα ετίθετο η ανεξαρτησία και λαμβάνοντας υπόψη το αίσθημα του Κυπριακού Ελληνισμού όπως αυτό εκφράσθηκε με το δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου του 1950, καθόρισε την Ένωση με την Ελλάδα ως τον τελικό σκοπό του αγώνα.
Και ενώ μέχρι το 1958 ο αγώνας διεξαγόταν με μεγάλη επιτυχία και στο στρατιωτικό αλλά και με κάποιες δυσκολίες και στο διπλωματικό πεδίο, ξαφνικά ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, χωρίς να συνεννοηθεί ούτε με τον αρχηγό Διγενή, ούτε με τα άλλα μέλη της Εθναρχίας, ούτε καν με την ελληνική Κυβέρνηση, μετέτρεψε τον σκοπό του Αγώνα σε ανεξαρτησία, ύστερα από μια συνάντηση που είχε στην Αθήνα με την αντιπρόεδρο του Εργατικού κόμματος της Αγγλίας, Μπάρμπαρα Κασλ. Από εκείνην τη στιγμή ο ρους της ιστορίας της Κύπρου, αλλά και του ευρύτερου Ελληνισμού, άλλαζε οριστικά. Η Κύπρος, με τη μελλοντική λύση του ανεξάρτητου κράτους, δινόταν ουσιαστικά μέσα από τους βρετανικούς σχεδιασμούς, βορά στην Τουρκία, η οποία από το 1956 (Νιχάτ Ερίμ) είχε έτοιμα σχέδια για τη διχοτόμηση-τουρκοποίηση της Κύπρου και τα οποία βλέπουμε να υλοποιούνται σταδιακά από το 1963.
Κανείς βέβαια δεν ισχυρίσθηκε ποτέ ότι ο στόχος της Ένωσης θα ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Σίγουρα θα απαιτούσε περισσότερες θυσίες, πιθανόν ο Αγώνας να είχε μεγαλύτερη διάρκεια, όμως όλα αυτά είχαν μελετηθεί και επιμετρηθεί από την επιτροπή αγώνα, στην οποία συμμετείχαν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και ο Αρχηγός Διγενής, όταν καθοριζόταν η Ένωση με τον εθνικό κορμό ως ο τελικός στόχος του αγώνα.
Πέραν του ηρωϊκού έπους, αρκετά λάθη, παραλείψεις και ελλείμματα μπορεί κάποιος να καταγράψει μελετώντας τον Αγώνα της ΕΟΚΑ, όπως συμβαίνει και σε κάθε επαναστατικό κίνημα. Όμως, σε στρατηγικό επίπεδο, η παραβίαση των δύο αρχών του πολέμου, δηλαδή η δυαρχία στην ηγεσία και η αλλαγή του σκοπού μεσούντος του Αγώνα, ήταν, κατά την άποψή μου, η αιτία της κατάληξης στη ζυριχική λύση, τις συνέπειες της οποίας βιώνουμε μέχρι σήμερα και θα βιώνουν οι επόμενες γενιές στο μέλλον.
*Αντιστράτηγος ε.α.
Σημερινή
Ανδρέας Πενταράς
Ο πόλεμος, σε οποιανδήποτε μορφή κι αν διεξάγεται, διέπεται από 10 βασικές αρχές, τις λεγόμενες αρχές του πολέμου. Έστω και μια από αυτές να παραβιασθεί, τότε το αποτέλεσμα -και εννοώ το τελικό, το πολιτικό αποτέλεσμα- δεν θα είναι το αναμενόμενο. Στον Απελευθερωτικό Αγώνα της ΕΟΚΑ παραβιάσθηκαν δύο από τις πλέον βασικές αρχές.
Η πρώτη και ίσως η σημαντικότερη είναι αυτή της ενότητας διοικήσεως, με την έννοια ότι ο συντονισμός όλων των δραστηριοτήτων σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, για την επίτευξη του τελικού σκοπού του πολέμου, απαιτεί μια ενιαία διοίκηση, η οποία έχει την αρμόζουσα εξουσία και την όλη ευθύνη διεξαγωγής του πολέμου. Με λίγα λόγια, στον πόλεμο κουμάντο κάνει μόνον ένας. Αυτός ο ένας μπορεί να είναι ένα φυσικό πρόσωπο, μπορεί να είναι και ένα συλλογικό όργανο, το οποίο όμως εκφράζεται με μια φωνή. Στα οργανωμένα κράτη, εκείνος που έχει την ευθύνη μπορεί να είναι ο πρόεδρος, ο πρωθυπουργός, το υπουργικό συμβούλιο ή κάποιο άλλο θεσμικό όργανο, όπως καθορίζεται στο σύνταγμα της χώρας. Αυτό το όργανο διαθέτει δύο χέρια. Τον αρχιστράτηγο, ο οποίος διεξάγει τις πολεμικές επιχειρήσεις, και τον υπουργό Εξωτερικών, ο οποίος χειρίζεται τις διπλωματικές ενέργειες. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις παράγουν πολιτικά αποτελέσματα, τα οποία παίρνει ο υπουργός των Εξωτερικών για να επιτύχει διπλωματικές νίκες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Τη γενική καθοδήγηση και τις εντολές και προς τους δύο (αρχιστράτηγο και υπουργό εξωτερικών) παρέχει το ανώτατο θεσμικό όργανο, που έχει την ευθύνη από το σύνταγμα της χώρας.
Στην περίπτωση όμως της Κύπρου, ο Απελευθερωτικός Αγώνας της ΕΟΚΑ δεν ήταν αγώνας μιας κρατικής οντότητας, αλλά ενός επαναστατημένου λαού. Οπότε τα πράγματα αναφορικά με την ηγεσία του Αγώνα δεν μπορούσαν να είναι τα ίδια όπως σε ένα συγκροτημένο κράτος. Γι’ αυτό και η επιτροπή αγώνα που συγκροτήθηκε στην Αθήνα το 1952, προκειμένου να προετοιμάσει την επανάσταση εναντίον των Βρετανών, όρισε ως στρατιωτικό αρχηγό τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα-Διγενή και πολιτικό αρχηγό τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Η ίδια, δε, λειτούργησε καθ’ όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας του Αγώνα ως η ανώτατη Αρχή, η οποία καθοδηγούσε τους δύο ηγέτες. Για κάποιους λόγους, δυστυχώς, οι οποίοι ακόμα δεν διερευνήθηκαν εκτενώς από τους ιστορικούς ερευνητές, η επιτροπή αυτή, με την έναρξη του αγώνα περιορίσθηκε στη διαφώτιση της κοινής γνώμης στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ενώ σταδιακά αδράνησε και αυτοδιαλύθηκε. Έτσι, η 1η Απριλίου 1955 βρίσκει τον ένοπλο Αγώνα στην Κύπρο με στρατιωτικό και πολιτικό αρχηγό, χωρίς όμως μια ανώτατη Αρχή, η οποία να συντονίζει και να διευθύνει τον Αγώνα τόσο στο στρατιωτικό, όσο και στο πολιτικό πεδίο. Λόγω ακριβώς αυτού του ελλείμματος, βλέπουμε από τη μια τον αρχηγό Διγενή να παρεμβαίνει με επιστολές και προκηρύξεις προς τους αρμόδιους στην Κύπρο και στην Ελλάδα σε ζητήματα της πολιτικής πτυχής του αγώνα και, από την άλλη, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να παρεμβαίνει προς τον στρατιωτικό αρχηγό σε θέματα αναφορικά με τις πολεμικές επιχειρήσεις. Σαφής καταστρατήγηση της αρχής της ενότητας διοικήσεως. Αυτός ο τρόπος διεύθυνσης του Αγώνα, με δύο αρχηγούς, είχε δυσμενέστατα αποτελέσματα όχι μόνο ως προς την τελική του έκβαση, αλλά και στην ομαλή πορεία του κράτους που συγκροτήθηκε. Η δυαρχία που υπήρχε στη διάρκεια του Αγώνα, και οι διαφορετικές εκτιμήσεις που είχαν οι δύο ηγέτες σε κρίσιμα ζητήματα, παρήγαγαν ιδεολογικά και πολιτικά αποτελέσματα, τα οποία στα χρόνια που ακολούθησαν δίχασαν το Κυπριακό Ελληνισμό, έφεραν εμφύλια διαμάχη και ήταν μια από τις κυριότερες αιτίες του πραξικοπήματος και κατ’ επέκτασιν της τουρκικής εισβολής.
Έχω την πεποίθηση ότι, εάν η επιτροπή αγώνα που συγκροτήθηκε στην Αθήνα συνέχιζε να λειτουργεί και μετά την έναρξη του Αγώνα ως μια εξόριστη προσωρινή κυβέρνηση της επαναστατημένης Κύπρου, έχοντας τη συνολική ευθύνη διεξαγωγής του Απελευθερωτικού Αγώνα τόσο στο στρατιωτικό, όσο και στο πολιτικό πεδίο, τα πράγματα θα είχαν μια διαφορετική πορεία. Αν μελετήσει κανείς την ιστορία των επαναστατικών και αντιαποικιακών κινημάτων του εικοστού αιώνα ανά την υφήλιο, θα διαπιστώσει ότι η δυαρχία που υπήρχε στον δικό μας Απελευθερωτικό Αγώνα αποτελεί μοναδική περίπτωση σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η αλλαγή σκοπού
Η δεύτερη αρχή του πολέμου που παραβιάσθηκε, ως συνάρτηση βέβαια και της πρώτης, ήταν «η επιλογή του σκοπού και η εμμονή σε αυτόν». Ο τελικός, ο πολιτικός σκοπός του πολέμου επιλέγεται ύστερα από ενδελεχή μελέτη όλων των παραγόντων που επιδρούν θετικά ή αρνητικά στη δυνατότητα επίτευξής του. Εάν από τη μελέτη κριθεί ότι μπορεί να επιτευχθεί, τότε όλοι οι συντελεστές διεξαγωγής του πολέμου εμμένουν μέχρι τέλους στην επιτυχία του σκοπού. Είναι γνωστόν ότι η 12-μελής επιτροπή αγώνα, αποτελούμενη από Κύπριους και Ελλαδίτες έγκριτους νομικούς, καθηγητές Πανεπιστημίου, απόστρατους στρατηγούς του Στρατού και της Χωροφυλακής καθώς και τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον στρατηγό Διγενή, καθόρισε ως τελικό σκοπό του Απελευθερωτικού Αγώνα την αυτοδιάθεση – ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Όπως προκύπτει από αξιόπιστες πηγές και αφηγήσεις μελών της επιτροπής, ο στόχος της Ένωσης δεν ήταν μόνο η ικανοποίηση των μύχιων πόθων γενεών Ελλήνων της Κύπρου για ενσωμάτωση στον εθνικό κορμό, αλλά και γεωπολιτικοί λόγοι που είχαν να κάνουν με τη δυνατότητα ενός μικρού κράτους να επιβιώσει μέσα στο άναρχο διεθνές σύστημα, ιδιαίτερα σε μια περιοχή μέγιστης γεωπολιτικής αξίας, όπου συγκρούονταν τα συμφέροντα Ανατολής και Δύσης. Να θυμίσω ότι βρισκόμαστε στις αρχές του ψυχρού πολέμου. Η Ελλάδα και η Τουρκία εισέρχονται στο ΝΑΤΟ το 1952 και η δυτική συμμαχία προσπαθεί να αναχαιτίσει τη σοβιετική διείσδυση στην ανατολική Μεσόγειο, τη μέση Ανατολή και τη βόρειο Αφρική. Η Κύπρος θεωρείται από τους συμμάχους ζωτικός στρατηγικός χώρος για τον έλεγχο της ανατολικής Μεσογείου και της μέσης Ανατολής. Γνωρίζουν ότι καμιά στρατιωτική επιχείρηση στην περιοχή δεν μπορεί να διεξαχθεί χωρίς τη χρησιμοποίηση της Κύπρου. Ιδιαίτερα όμως οι Βρετανοί, μετά την αποχώρησή τους από τη μέση Ανατολή και την κεντρική Ασία και την ενδεχόμενη αποχώρησή τους από το Σουέζ, εκτιμούν ότι η Κύπρος καθίσταται άκρως απαραίτητη για τη διασφάλιση των στρατηγικών τους συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή. Από την άλλη, υπάρχει και μια Τουρκία σταθερή σύμμαχος των Άγγλων, την οποία δεν θα ήθελε η Αγγλία να δυσαρεστήσει και η οποία -Τουρκία – μπορεί επισήμως να μην είχε εκδηλώσει τις βλέψεις της επί της Κύπρου, οι παροικούντες όμως στην Ιερουσαλήμ εγνώριζαν ότι στην Άγκυρα εκπονούνταν μακρόπνοα σχέδια για τη διάδοχη κατάσταση στην περίπτωση αποχώρησης των Βρετανών από το νησί.
Η Επιτροπή Αγώνα, έχοντας υπόψη της αυτό το πολύπλοκο γεωπολιτικό περιβάλλον όπως αυτό διαμορφωνόταν τη δεκαετία του ‘50 και εκτιμώντας ότι θα ήταν αδύνατο να επιβιώσει ένα ανεξάρτητο μικρό και ανίσχυρο κράτος στην περίπτωση που ως σκοπός του Αγώνα ετίθετο η ανεξαρτησία και λαμβάνοντας υπόψη το αίσθημα του Κυπριακού Ελληνισμού όπως αυτό εκφράσθηκε με το δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου του 1950, καθόρισε την Ένωση με την Ελλάδα ως τον τελικό σκοπό του αγώνα.
Και ενώ μέχρι το 1958 ο αγώνας διεξαγόταν με μεγάλη επιτυχία και στο στρατιωτικό αλλά και με κάποιες δυσκολίες και στο διπλωματικό πεδίο, ξαφνικά ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, χωρίς να συνεννοηθεί ούτε με τον αρχηγό Διγενή, ούτε με τα άλλα μέλη της Εθναρχίας, ούτε καν με την ελληνική Κυβέρνηση, μετέτρεψε τον σκοπό του Αγώνα σε ανεξαρτησία, ύστερα από μια συνάντηση που είχε στην Αθήνα με την αντιπρόεδρο του Εργατικού κόμματος της Αγγλίας, Μπάρμπαρα Κασλ. Από εκείνην τη στιγμή ο ρους της ιστορίας της Κύπρου, αλλά και του ευρύτερου Ελληνισμού, άλλαζε οριστικά. Η Κύπρος, με τη μελλοντική λύση του ανεξάρτητου κράτους, δινόταν ουσιαστικά μέσα από τους βρετανικούς σχεδιασμούς, βορά στην Τουρκία, η οποία από το 1956 (Νιχάτ Ερίμ) είχε έτοιμα σχέδια για τη διχοτόμηση-τουρκοποίηση της Κύπρου και τα οποία βλέπουμε να υλοποιούνται σταδιακά από το 1963.
Κανείς βέβαια δεν ισχυρίσθηκε ποτέ ότι ο στόχος της Ένωσης θα ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα. Σίγουρα θα απαιτούσε περισσότερες θυσίες, πιθανόν ο Αγώνας να είχε μεγαλύτερη διάρκεια, όμως όλα αυτά είχαν μελετηθεί και επιμετρηθεί από την επιτροπή αγώνα, στην οποία συμμετείχαν ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και ο Αρχηγός Διγενής, όταν καθοριζόταν η Ένωση με τον εθνικό κορμό ως ο τελικός στόχος του αγώνα.
Πέραν του ηρωϊκού έπους, αρκετά λάθη, παραλείψεις και ελλείμματα μπορεί κάποιος να καταγράψει μελετώντας τον Αγώνα της ΕΟΚΑ, όπως συμβαίνει και σε κάθε επαναστατικό κίνημα. Όμως, σε στρατηγικό επίπεδο, η παραβίαση των δύο αρχών του πολέμου, δηλαδή η δυαρχία στην ηγεσία και η αλλαγή του σκοπού μεσούντος του Αγώνα, ήταν, κατά την άποψή μου, η αιτία της κατάληξης στη ζυριχική λύση, τις συνέπειες της οποίας βιώνουμε μέχρι σήμερα και θα βιώνουν οι επόμενες γενιές στο μέλλον.
*Αντιστράτηγος ε.α.
Σημερινή
0 Σχόλια
Σχόλια που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς όχι μόνο για το ιστολόγιο, θα διαγράφονται αμέσως.
EmojiΣχόλια που περιέχουν εμπάθεια σε ό,τι δεν σας αρέσει επειδή έτσι μάθατε ότι έτσι είναι τα πράματα, θα διαγράφονται για έναν εποικοδομητικό διάλογο και όχι να επικρατήσει η αρλουμπολογία, αμαθών και ημιμαθών.
Επίσης σχόλια που έχουν οποιεσδήποτε κομματικές προτροπές και κομματικοπολιτική προπαγάνδα, είναι ανεπιθύμητα.