Ο Μητροπολίτης
Καισαρείας Αρέθας θεωρείται ένας από τους διαπρεπέστερους λογίους της
Μεσοβυζαντινής περιόδου και από τους πρωτεργάτες της αναβίωσης των κλασικών
σπουδών στο Βυζάντιο.
Ο Αρέθας γεννήθηκε στην Πάτρα γύρω στα μέσα του
9ου αιώνα και πρέπει σχετικά νωρίς να βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου πέρασε
το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Πιθανότατα έγινε κληρικός μετά του 888. Το
902 διορίστηκε Μητροπολίτης Καισαρείας, αλλά λόγω της θέσης της Μητροπόλεως ως
πρωτόθρονης του Οικουμενικού Πατριαρχείου παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη κατά
το μεγαλύτερο διάστημα. Πέθανε σε μεγάλη ηλικία γύρω στα 944.Υπήρξε ένας από
τους σημαντικότερους εκδότες κλασικών και εκκλησιαστικών κειμένων και θεωρείται
κάτοχος μιας από τις μεγαλύτερες βιβλιοθήκες του καιρού του. Επιμελήθηκε και
χρηματοδότησε τη μεταγραφή μεγάλου αριθμού χειρογράφων από τη Μεγαλογράμματη
στη Μικρογράματη γραφή, σε πολλά από τα οποία σώζονται ιδιόχειροι σχολιασμοί.
Αν και το έργο του στερείται πρωτοτυπίας όμως θεωρείται πολύ σημαντικό γιατί
διασώζει πολλά έργα που αλλιώς θα είχαν χαθεί. Ενδεικτικά μπορεί να αναφερθεί
πως τα έργα των απολογητών του 2ου και του 3ου αιώνα σώζονται μόνο σε
χειρόγραφα προερχόμενα από τη βιβλιοθήκη του. Προϊόντα του εργαστηρίου του
βρίσκονται στις κυριότερες βιβλιοθήκες του κόσμου, όπως στο Βατικανό, το
Παρίσι, το Λονδίνο, τη Μόσχα και αλλού.
Ο Αρέθας είχε διεισδύσει στον κύκλο των λογίων γύρω από τον
πατριάρχη Φώτιο. Στην εικόνα, ο πατριάρχης Φώτιος συνδιαλέγεται με βυζαντινούς
αξιωματούχους, μικρογραφία από τη χρονογραφία του Ιωάννη Σκυλίτζη, cod. Vitr.
26-2, fol. 107a, β΄ μισό 13ου αι.
Ο Αρέθας γεννήθηκε
στην Πάτρα, πόλη της βόρειας Πελοποννήσου. Είναι γνωστό ότι είχε μια αδελφή και
έναν αδελφό, και φαίνεται ότι η οικογένειά του ήταν πλούσια και επιφανής στην
πόλη.
Στα μέσα του 9ου αιώνα, όταν γεννήθηκε ο Αρέθας, η Πάτρα ήταν σημαντική μητρόπολη του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, γνωστή για τον πολιούχο της Άγιο Ανδρέα και την εκκλησία του. Στην πόλη αλλά και σε όλη την περιοχή ήταν ακόμη αισθητή η επίδραση του σλαβικού στοιχείου από την εποχή της διείσδυσης των Σλάβων στο νότο. Ο ίδιος ο Αρέθας φαίνεται ότι ήταν καλά ενημερωμένος για την ιστορία της περιοχής και για τις επιθέσεις των Σλάβων εναντίον της γενέτειράς του, όπως μπορεί κανείς να δει στα σχόλια που έγραψε σχετικά με γεγονότα της τοπικής ιστορίας των Πατρών.
Στα μέσα του 9ου αιώνα, όταν γεννήθηκε ο Αρέθας, η Πάτρα ήταν σημαντική μητρόπολη του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, γνωστή για τον πολιούχο της Άγιο Ανδρέα και την εκκλησία του. Στην πόλη αλλά και σε όλη την περιοχή ήταν ακόμη αισθητή η επίδραση του σλαβικού στοιχείου από την εποχή της διείσδυσης των Σλάβων στο νότο. Ο ίδιος ο Αρέθας φαίνεται ότι ήταν καλά ενημερωμένος για την ιστορία της περιοχής και για τις επιθέσεις των Σλάβων εναντίον της γενέτειράς του, όπως μπορεί κανείς να δει στα σχόλια που έγραψε σχετικά με γεγονότα της τοπικής ιστορίας των Πατρών.
2. Εκπαίδευση – Σταδιοδρομία
Παρά το γεγονός ότι ο Αρέθας υπήρξε ένας από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους και τους πλέον δραστήριους λόγιους της εποχής του, δεν έχουμε στοιχεία που να μας πληροφορούν για την εκπαίδευσή του. Είναι βέβαιο ότι έλαβε την εγκύκλιο παιδεία στη γενέτειρά του και πιθανότατα θα συνέχισε τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετά την Εικονομαχία σημειώθηκε πνευματική άνθηση, γνωστή και ως «Μακεδονική αναγέννηση». Όμως δεν γνωρίζουμε ούτε το περιεχόμενο ούτε τη διάρκεια των σπουδών αυτών.
Παλαιότερα υπήρχε η αντίληψη ότι ο Αρέθας ήταν μαθητής του πατριάρχη Φωτίου. Ωστόσο η άποψη αυτή έχει καταρριφθεί, μεταξύ άλλων επειδή αμφισβητείται πλέον το αν ο Φώτιος είχε υπάρξει ποτέ επικεφαλής κάποιου εκπαιδευτικού ιδρύματος. Αμφισβητήσιμη επίσης, και οπωσδήποτε αδύνατο να στηριχτεί με τα υπάρχοντα στοιχεία, είναι η υπόθεση ότι ο ίδιος ο Αρέθας δίδασκε σε κάποια σχολή.1 Έτσι το μόνο που γνωρίζουμε για τα πρώτα χρόνια της ζωής του μελλοντικού μητροπολίτη Καισαρείας στην Κωνσταντινούπολη είναι ότι μέχρι το 888 ήταν ακόμη λαϊκός και ότι πρέπει να χειροτονήθηκε κάποια στιγμή μέσα στα επόμενα επτά χρόνια, αφού σε ένα χειρόγραφο του 895 εμφανίζεται πλέον ως διάκονος Αρέθας.2
Το 900 ή το 901 κατηγορήθηκε για ασέβεια, αλλά αθωώθηκε στο εκκλησιαστικό δικαστήριο. Φαίνεται επίσης ότι για ένα σύντομο διάστημα (901-902) υπήρξε και αυτοκρατορικός ρήτορας.3 Το 902 ή το 903 διορίστηκε στον μητροπολιτικό θρόνο της Καισάρειας της Καππαδοκίας, πρώτης μητρόπολης στην ιεραρχία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.4 Ακόμα και μετά το διορισμό του, όμως, παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε διεισδύσει στο περιβάλλον του Φωτίου. Είχε επίσης στενές σχέσεις με τον διάδοχο του Φωτίου στον πατριαρχικό θρόνο, τον Νικόλαο Μυστικό. Φαίνεται μάλιστα ότι είχε ζητήσει από τον Μυστικό να πάρει εκδίκηση για λογαριασμό του για την κατηγορία που του είχε απαγγελθεί και ότι η άρνηση του πατριάρχη έστρεψε τον Αρέθα εναντίον της παράταξης που εκπροσωπούσε ο Μυστικός στους εκκλησιαστικούς κύκλους.5
Μετά την εκδήλωση της διένεξης για την τεταρτογαμία του Λέοντα ΣΤ', ο Αρέθας αρχικά υποστήριξε τη στάση του Νικολάου Μυστικού. Η διαμάχη ξέσπασε όταν, με τη γέννηση του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου από την τέταρτη γυναίκα του Λέοντα Ζωή (Σεπτέμβριος 905), τέθηκε το ζήτημα της νομιμοποίησης του διαδόχου τη στιγμή που η Εκκλησία δεν αναγνώριζε τον τέταρτο γάμο του αυτοκράτορα. Αργότερα όμως ο Αρέθας στράφηκε εναντίον του πατριάρχη και υπέρ του αυτοκράτορα, δίνοντας στις σχέσεις του με τον Νικόλαο τον τόνο μιας ανοιχτής σύγκρουσης.
Εν πάση περιπτώσει, ο Αρέθας ανήκε στον πυρήνα του κύκλου των λογίων της πρωτεύουσας. Στον κύκλο αυτό ανήκε και ο Νικήτας Δαβίδ ο Παφλαγών ή Φιλόσοφος, συγγραφέας του Βίου του πατριάρχη Ιγνατίου (848- 858, 867-877) και ίσως μαθητής του Αρέθα. Ο Νικήτας αλληλογραφούσε με τον Αρέθα, βρισκόταν και αυτός στο στενότερο περιβάλλον του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ και φαίνεται από επιστολές του ότι η αφοσίωση και ο σεβασμός του προς τον Αρέθα ήταν αυτός ενός μαθητή προς τον δάσκαλό του.6 Ωστόσο η μεταστροφή του Αρέθα στο ζήτημα της τεταρτογαμίας τον έφερε σε αντίθεση και με τον Νικήτα, που τήρησε μέχρι τέλους αδιάλλακτη στάση. Μάλιστα, όταν ο τελευταίος κατηγορήθηκε ότι έγραψε έναν λίβελο εναντίον του αυτοκράτορα και του πατριάρχη Ευθυμίου, που αναγνώρισε τον τέταρτο γάμο, ο Αρέθας δεν δίστασε να ταχθεί υπέρ της καταδίκης του Νικήτα.7
Ο Αρέθας ανέπτυξε σημαντικό εκδοτικό-φιλολογικό έργο ως παραγγελιοδότης αντιγραφής χειρογράφων και υπήρξε κάτοχος μιας σημαντικής βιβλιοθήκης, στην οποία τα κοσμικά έργα ήταν κατά πολύ πολυπληθέστερα των θεολογικών. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία θανάτου του, πάντως αυτή τοποθετείται μετά το 932.8
Παρά το γεγονός ότι ο Αρέθας υπήρξε ένας από τους πιο μορφωμένους ανθρώπους και τους πλέον δραστήριους λόγιους της εποχής του, δεν έχουμε στοιχεία που να μας πληροφορούν για την εκπαίδευσή του. Είναι βέβαιο ότι έλαβε την εγκύκλιο παιδεία στη γενέτειρά του και πιθανότατα θα συνέχισε τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετά την Εικονομαχία σημειώθηκε πνευματική άνθηση, γνωστή και ως «Μακεδονική αναγέννηση». Όμως δεν γνωρίζουμε ούτε το περιεχόμενο ούτε τη διάρκεια των σπουδών αυτών.
Παλαιότερα υπήρχε η αντίληψη ότι ο Αρέθας ήταν μαθητής του πατριάρχη Φωτίου. Ωστόσο η άποψη αυτή έχει καταρριφθεί, μεταξύ άλλων επειδή αμφισβητείται πλέον το αν ο Φώτιος είχε υπάρξει ποτέ επικεφαλής κάποιου εκπαιδευτικού ιδρύματος. Αμφισβητήσιμη επίσης, και οπωσδήποτε αδύνατο να στηριχτεί με τα υπάρχοντα στοιχεία, είναι η υπόθεση ότι ο ίδιος ο Αρέθας δίδασκε σε κάποια σχολή.1 Έτσι το μόνο που γνωρίζουμε για τα πρώτα χρόνια της ζωής του μελλοντικού μητροπολίτη Καισαρείας στην Κωνσταντινούπολη είναι ότι μέχρι το 888 ήταν ακόμη λαϊκός και ότι πρέπει να χειροτονήθηκε κάποια στιγμή μέσα στα επόμενα επτά χρόνια, αφού σε ένα χειρόγραφο του 895 εμφανίζεται πλέον ως διάκονος Αρέθας.2
Το 900 ή το 901 κατηγορήθηκε για ασέβεια, αλλά αθωώθηκε στο εκκλησιαστικό δικαστήριο. Φαίνεται επίσης ότι για ένα σύντομο διάστημα (901-902) υπήρξε και αυτοκρατορικός ρήτορας.3 Το 902 ή το 903 διορίστηκε στον μητροπολιτικό θρόνο της Καισάρειας της Καππαδοκίας, πρώτης μητρόπολης στην ιεραρχία του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.4 Ακόμα και μετά το διορισμό του, όμως, παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε διεισδύσει στο περιβάλλον του Φωτίου. Είχε επίσης στενές σχέσεις με τον διάδοχο του Φωτίου στον πατριαρχικό θρόνο, τον Νικόλαο Μυστικό. Φαίνεται μάλιστα ότι είχε ζητήσει από τον Μυστικό να πάρει εκδίκηση για λογαριασμό του για την κατηγορία που του είχε απαγγελθεί και ότι η άρνηση του πατριάρχη έστρεψε τον Αρέθα εναντίον της παράταξης που εκπροσωπούσε ο Μυστικός στους εκκλησιαστικούς κύκλους.5
Μετά την εκδήλωση της διένεξης για την τεταρτογαμία του Λέοντα ΣΤ', ο Αρέθας αρχικά υποστήριξε τη στάση του Νικολάου Μυστικού. Η διαμάχη ξέσπασε όταν, με τη γέννηση του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου από την τέταρτη γυναίκα του Λέοντα Ζωή (Σεπτέμβριος 905), τέθηκε το ζήτημα της νομιμοποίησης του διαδόχου τη στιγμή που η Εκκλησία δεν αναγνώριζε τον τέταρτο γάμο του αυτοκράτορα. Αργότερα όμως ο Αρέθας στράφηκε εναντίον του πατριάρχη και υπέρ του αυτοκράτορα, δίνοντας στις σχέσεις του με τον Νικόλαο τον τόνο μιας ανοιχτής σύγκρουσης.
Εν πάση περιπτώσει, ο Αρέθας ανήκε στον πυρήνα του κύκλου των λογίων της πρωτεύουσας. Στον κύκλο αυτό ανήκε και ο Νικήτας Δαβίδ ο Παφλαγών ή Φιλόσοφος, συγγραφέας του Βίου του πατριάρχη Ιγνατίου (848- 858, 867-877) και ίσως μαθητής του Αρέθα. Ο Νικήτας αλληλογραφούσε με τον Αρέθα, βρισκόταν και αυτός στο στενότερο περιβάλλον του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ΄ και φαίνεται από επιστολές του ότι η αφοσίωση και ο σεβασμός του προς τον Αρέθα ήταν αυτός ενός μαθητή προς τον δάσκαλό του.6 Ωστόσο η μεταστροφή του Αρέθα στο ζήτημα της τεταρτογαμίας τον έφερε σε αντίθεση και με τον Νικήτα, που τήρησε μέχρι τέλους αδιάλλακτη στάση. Μάλιστα, όταν ο τελευταίος κατηγορήθηκε ότι έγραψε έναν λίβελο εναντίον του αυτοκράτορα και του πατριάρχη Ευθυμίου, που αναγνώρισε τον τέταρτο γάμο, ο Αρέθας δεν δίστασε να ταχθεί υπέρ της καταδίκης του Νικήτα.7
Ο Αρέθας ανέπτυξε σημαντικό εκδοτικό-φιλολογικό έργο ως παραγγελιοδότης αντιγραφής χειρογράφων και υπήρξε κάτοχος μιας σημαντικής βιβλιοθήκης, στην οποία τα κοσμικά έργα ήταν κατά πολύ πολυπληθέστερα των θεολογικών. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή χρονολογία θανάτου του, πάντως αυτή τοποθετείται μετά το 932.8
Η δράση του Αρέθα
του Πατρέως μπορεί να διαιρεθεί χονδρικά σε δύο τομείς. Ο πρώτος είναι το
πλούσιο έργο μεταγραφής και έκδοσης έργων, πρωτίστως αρχαίων φιλοσόφων, στο
οποίο επιδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη και το οποίο εξάλλου είναι αναπόσπαστα
συνδεδεμένο και με το προσωπικό πνευματικό του έργο ως σχολιαστή. Ο δεύτερος
είναι η πολιτική δράση του ως μητροπολίτη Καισαρείας.
Ο Αρέθας ήταν
ένας από τους πιο σημαντικούς παραγγελιοδότες χειρογράφων στα τέλη του 9ου και
στο πρώτο μισό του 10ου αιώνα. Χάρη στη δραστηριότητά του αυτή, στην οποία
επιδιδόταν ήδη πριν ενταχθεί στον κλήρο, μας έχουν διαφυλαχθεί πολυάριθμα έργα
σημαντικότατων αρχαίων συγγραφέων, μεταξύ άλλων του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη,
του Αίλιου
Αριστείδη, του Αθήναιου, του Δίωνος Χρυσοστόμου, του Ευκλείδη
κ.λπ. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι και ο Αρέθας, όπως και ο Φώτιος πριν από αυτόν,
έδινε μεγαλύτερη έμφαση στην αντιγραφή αρχαίων έργων παρά στα έργα χριστιανών
συγγραφέων. Οπωσδήποτε το γεγονός ότι τα θεολογικά έργα ήταν πολύ πιο προσιτά
και υπήρχαν πολύ περισσότερα αντίγραφά τους οδήγησε τους δύο αυτούς λογίους να
δώσουν έμφαση στη διάσωση των κοσμικών έργων αρχαίων συγγραφέων, όμως είναι
επίσης καταφανής η γοητεία που ασκούσε στον Αρέθα η θύραθεν (κοσμική) σκέψη.
Η αλλαγή που υπέστη η γραπτή μορφή της ελληνικής γλώσσας, που από μεγαλογράμματη γίνεται τον 9ο αιώνα μικρογράμματη, οπωσδήποτε ευνόησε την εκδοτική δραστηριότητα του Αρέθα. Τα γράμματα γίνονται πιο μικρά και κατάλληλα για γρηγορότερη γραφή, γεγονός που διευκόλυνε τις προσπάθειες και επέσπευσε την εργασία στην αντιγραφή κειμένων, ενώ ο συστηματικός μεταχαρακτηρισμός όλων των κειμένων από τη μεγαλογράμματη στη μικρογράμματη αύξανε το φιλολογικό ενδιαφέρον και έδινε το έναυσμα για νέες ουσιαστικά «εκδόσεις» των κειμένων.9
Ο Αρέθας δεν περιοριζόταν στις παραγγελίες για αντιγραφή χειρογράφων. Διεύθυνε και αναθεωρούσε την εργασία των καλλιγράφων και γέμιζε τα περιθώρια με εκτεταμένα σχόλια ποικίλου περιεχομένου. Τα σχόλιά του δίνουν μια ζωντανή εικόνα της βυζαντινής νοοτροπίας απέναντι σε διάφορα ζητήματα, ενώ ζωγραφίζουν και το πορτρέτο του Αρέθα ως λογίου πραγματικά αρχαιολάτρη αλλά όχι εμπνευσμένου διανοούμενου. Πρόκειται για σημειώσεις που δείχνουν μια βιωματική σχέση με τα κείμενα, ανοίγουν έντονο διάλογο με τους συγγραφείς ή περιέχουν σημαντικές πληροφορίες για ιστορικά γεγονότα, όπως για τους πολέμους εναντίον των Βουλγάρων και για την έριδα σχετικά με την τεταρτογαμία του Λέοντα ΣΤ'.10
Το ύφος του Αρέθα έχει κατηγορηθεί συχνά ως επιτηδευμένο, και μάλιστα οι σύγχρονοί του απέδιδαν την κατηγορία της «ασάφειας». Ο ίδιος υπερασπίστηκε και γραπτώς τον εαυτό του και θεωρούσε ότι η συνειδητή αποφυγή μιας πιο απλής γλώσσας ήταν ένδειξη της καλλιέργειάς του και ότι οι κατηγορίες εναντίον του προέρχονταν από ανθρώπους ημιμαθείς ή αμόρφωτους. Ασχέτως της εκφραστικής του επιτυχίας πάντως, ο Αρέθας με την επιμονή του στην επιτήδευση έγινε ένας από τους πρωτοπόρους της βυζαντινής ρητορικής.11
Η αλλαγή που υπέστη η γραπτή μορφή της ελληνικής γλώσσας, που από μεγαλογράμματη γίνεται τον 9ο αιώνα μικρογράμματη, οπωσδήποτε ευνόησε την εκδοτική δραστηριότητα του Αρέθα. Τα γράμματα γίνονται πιο μικρά και κατάλληλα για γρηγορότερη γραφή, γεγονός που διευκόλυνε τις προσπάθειες και επέσπευσε την εργασία στην αντιγραφή κειμένων, ενώ ο συστηματικός μεταχαρακτηρισμός όλων των κειμένων από τη μεγαλογράμματη στη μικρογράμματη αύξανε το φιλολογικό ενδιαφέρον και έδινε το έναυσμα για νέες ουσιαστικά «εκδόσεις» των κειμένων.9
Ο Αρέθας δεν περιοριζόταν στις παραγγελίες για αντιγραφή χειρογράφων. Διεύθυνε και αναθεωρούσε την εργασία των καλλιγράφων και γέμιζε τα περιθώρια με εκτεταμένα σχόλια ποικίλου περιεχομένου. Τα σχόλιά του δίνουν μια ζωντανή εικόνα της βυζαντινής νοοτροπίας απέναντι σε διάφορα ζητήματα, ενώ ζωγραφίζουν και το πορτρέτο του Αρέθα ως λογίου πραγματικά αρχαιολάτρη αλλά όχι εμπνευσμένου διανοούμενου. Πρόκειται για σημειώσεις που δείχνουν μια βιωματική σχέση με τα κείμενα, ανοίγουν έντονο διάλογο με τους συγγραφείς ή περιέχουν σημαντικές πληροφορίες για ιστορικά γεγονότα, όπως για τους πολέμους εναντίον των Βουλγάρων και για την έριδα σχετικά με την τεταρτογαμία του Λέοντα ΣΤ'.10
Το ύφος του Αρέθα έχει κατηγορηθεί συχνά ως επιτηδευμένο, και μάλιστα οι σύγχρονοί του απέδιδαν την κατηγορία της «ασάφειας». Ο ίδιος υπερασπίστηκε και γραπτώς τον εαυτό του και θεωρούσε ότι η συνειδητή αποφυγή μιας πιο απλής γλώσσας ήταν ένδειξη της καλλιέργειάς του και ότι οι κατηγορίες εναντίον του προέρχονταν από ανθρώπους ημιμαθείς ή αμόρφωτους. Ασχέτως της εκφραστικής του επιτυχίας πάντως, ο Αρέθας με την επιμονή του στην επιτήδευση έγινε ένας από τους πρωτοπόρους της βυζαντινής ρητορικής.11
Ο Αρέθας είχε
ενεργό ρόλο στις διενέξεις που δημιουργούσε επί των ημερών του η αυτοκρατορική
πολιτική στους εκκλησιαστικούς κύκλους. Η πρώτη φορά που εκδηλώθηκε ενεργά σε
πολιτικοεκκλησιαστική διένεξη ήταν με αφορμή τον τέταρτο γάμο του Λέοντα ΣΤ',
μια διένεξη που από το 906 ταλάνιζε την Εκκλησία στην Κωνσταντινούπολη.
Ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός, υποχωρώντας στην επιθυμία του αυτοκράτορα να εξασφαλίσει πάση θυσία τη διαδοχή στον γιο του Κωνσταντίνο που είχε γεννηθεί από τη σχέση του με τη Ζωή Καρβονοψίνα τον Σεπτέμβριο του 905, δέχτηκε να βαφτίσει τον γιο τού Λέοντα, με τον όρο ότι ο Λέων θα διέκοπτε τις σχέσεις του με την τέταρτη γυναίκα του και δεν θα επισημοποιούσε την ένωσή τους (Ιανουάριος 906). Ο Λέων όμως νυμφεύθηκε τη Ζωή, προκαλώντας τους εκκλησιαστικούς κύκλους που είχαν ήδη δυσκολευτεί να αποδεχτούν τον τρίτο γάμο του αυτοκράτορα.
Η διαφωνία που ξέσπασε στους εκκλησιαστικούς κύκλους εξελίχθηκε γρήγορα σε σύγκρουση μεταξύ εκείνων οι οποίοι έβλεπαν με κατανόηση την ενέργεια αυτή του αυτοκράτορα και όσων δεν αποδέχονταν τον τέταρτο γάμο του . Οι πρώτοι συνηγορούσαν του να εφαρμοσθεί η αρχή του «κατ’ οικονομίαν», έτσι ώστε, με ελαφρά ποινή, να λάβει ο Λέων ΣΤ΄ άφεση και με τον τρόπο αυτό να ξεπεραστεί η κρίση που δημιουργήθηκε. Ο ίδιος ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός επιθυμούσε να αντιμετωπιστεί με διαλλακτικότητα ο αυτοκράτορας, από την άλλη όμως ήταν εκτεθειμένος και στις πιέσεις της πιο συντηρητικής πτέρυγας, και με τις ενέργειές του έδωσε την εντύπωση ότι κρατούσε άτεγκτη στάση απέναντι στον Λέοντα ΣΤ': του απαγόρευσε την είσοδο στην Αγία Σοφία, πρώτα τα Χριστούγεννα του 906 και στη συνέχεια στα Θεοφάνεια, στις 6 Ιανουαρίου 907.12 Κατά την περίοδο αυτή ο Αρέθας τασσόταν εναντίον οποιασδήποτε εφαρμογής του «κατ’ οικονομίαν» που θα παρέβλεπε το παράπτωμα του αυτοκράτορα και το αμάρτημά του. Έτσι, την εποχή εκείνη, ο Αρέθας εμφανίζεται ως ένας από τους στενότερους συνεργάτες και συναγωνιστές του Νικολάου Μυστικού.
Τελικά ο Λέων ΣΤ', δυσαρεστημένος με τη χρονοτριβή και τις δύσκολες διαπραγματεύσεις με την ηγεσία της βυζαντινής εκκλησίας, παρέκαμψε τον πατριάρχη στρεφόμενος στη Ρώμη για αναγνώριση του γάμου του. Επιπλέον, το 907 εξανάγκασε σε παραίτηση τον πατριάρχη, εδραιώνοντας έτσι στους κόλπους της Εκκλησίας μιαν εκκλησιαστική έριδα που επιβίωσε του ίδιου.13 Μετά την απομάκρυνση του Νικολάου Μυστικού το 907, ο Αρέθας μεταβλήθηκε σε υπέρμαχο των αυτοκρατορικών επιλογών στο ζήτημα της τεταρτογαμίας και συνέταξε μια πολεμική πραγματεία εναντίον του Μυστικού, εγκαταλείποντας τις προηγούμενες, αντίθετες θέσεις του, οι οποίες σε ό,τι αφορά την αυστηρότητά τους ξεπερνούσαν και τις απόψεις του ιδίου του Νικολάου Μυστικού, ενώ κατηγορούσε τον έκπτωτο πατριάρχη ότι καθοδηγούνταν από προσωπικό πάθος για την εξουσία στην αντίσταση και στον αγώνα εναντίον του αυτοκράτορα.14 Δεν γνωρίζουμε κάτω από ποιες συνθήκες μεταστράφηκε ο Αρέθας, όμως το γεγονός ότι την περίοδο εκείνη ο αυτοκράτορας ανακίνησε την εναντίον του κατηγορία για ασέβεια άσκησε ενδεχομένως πίεση στον μητροπολίτη Καισαρείας και συνέτεινε στην αλλαγή των θέσεών του.15
Μετά το θάνατο του Λέοντα ΣΤ' τον Μάιο του 912, ο Νικόλαος Μυστικός επέστρεψε στον πατριαρχικό θρόνο παραγκωνίζοντας όμως τον πατριάρχη Ευθύμιο και προκαλώντας τις αντιδράσεις των υποστηρικτών του. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Αρέθας εκδιώχθηκε τότε από τον μητροπολιτικό του θρόνο, αργότερα όμως τον ξαναβρίσκουμε στην ίδια θέση. Η διαμάχη δεν έληξε στην πραγματικότητα παρά επί Ρωμανού Α' Λεκαπηνού, όταν στη Σύνοδο του 920 στην Κωνσταντινούπολη απαγορεύτηκε, με τον Τόμο Ενώσεως, ο τέταρτος γάμος και ορίστηκε ένα αυστηρό επιτίμιο για όσους παντρεύονταν τρίτη φορά. Ο Αρέθας υποστήριζε στα κείμενά του ότι ο ίδιος είχε συγγράψει τον Τόμο από κοινού με τον αυτοκράτορα.16
Η τελευταία μνεία του Αρέθα στις πηγές φαίνεται να είναι η συνηγορία του υπέρ της ανόδου του Θεοφύλακτου, έφηβου γιου του Ρωμανού Α', στον πατριαρχικό θρόνο, το 931. Ο Αρέθας, πιθανώς σε συνεννόηση με τον Ρωμανό Λεκαπηνό, έγραψε στους μητροπολίτες που αντιτίθεντο στην τοποθέτηση του Θεοφύλακτου, γεγονός που δείχνει πόσο στενές ήταν οι σχέσεις του με τον νέο αυτοκράτορα.
Ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός, υποχωρώντας στην επιθυμία του αυτοκράτορα να εξασφαλίσει πάση θυσία τη διαδοχή στον γιο του Κωνσταντίνο που είχε γεννηθεί από τη σχέση του με τη Ζωή Καρβονοψίνα τον Σεπτέμβριο του 905, δέχτηκε να βαφτίσει τον γιο τού Λέοντα, με τον όρο ότι ο Λέων θα διέκοπτε τις σχέσεις του με την τέταρτη γυναίκα του και δεν θα επισημοποιούσε την ένωσή τους (Ιανουάριος 906). Ο Λέων όμως νυμφεύθηκε τη Ζωή, προκαλώντας τους εκκλησιαστικούς κύκλους που είχαν ήδη δυσκολευτεί να αποδεχτούν τον τρίτο γάμο του αυτοκράτορα.
Η διαφωνία που ξέσπασε στους εκκλησιαστικούς κύκλους εξελίχθηκε γρήγορα σε σύγκρουση μεταξύ εκείνων οι οποίοι έβλεπαν με κατανόηση την ενέργεια αυτή του αυτοκράτορα και όσων δεν αποδέχονταν τον τέταρτο γάμο του . Οι πρώτοι συνηγορούσαν του να εφαρμοσθεί η αρχή του «κατ’ οικονομίαν», έτσι ώστε, με ελαφρά ποινή, να λάβει ο Λέων ΣΤ΄ άφεση και με τον τρόπο αυτό να ξεπεραστεί η κρίση που δημιουργήθηκε. Ο ίδιος ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός επιθυμούσε να αντιμετωπιστεί με διαλλακτικότητα ο αυτοκράτορας, από την άλλη όμως ήταν εκτεθειμένος και στις πιέσεις της πιο συντηρητικής πτέρυγας, και με τις ενέργειές του έδωσε την εντύπωση ότι κρατούσε άτεγκτη στάση απέναντι στον Λέοντα ΣΤ': του απαγόρευσε την είσοδο στην Αγία Σοφία, πρώτα τα Χριστούγεννα του 906 και στη συνέχεια στα Θεοφάνεια, στις 6 Ιανουαρίου 907.12 Κατά την περίοδο αυτή ο Αρέθας τασσόταν εναντίον οποιασδήποτε εφαρμογής του «κατ’ οικονομίαν» που θα παρέβλεπε το παράπτωμα του αυτοκράτορα και το αμάρτημά του. Έτσι, την εποχή εκείνη, ο Αρέθας εμφανίζεται ως ένας από τους στενότερους συνεργάτες και συναγωνιστές του Νικολάου Μυστικού.
Τελικά ο Λέων ΣΤ', δυσαρεστημένος με τη χρονοτριβή και τις δύσκολες διαπραγματεύσεις με την ηγεσία της βυζαντινής εκκλησίας, παρέκαμψε τον πατριάρχη στρεφόμενος στη Ρώμη για αναγνώριση του γάμου του. Επιπλέον, το 907 εξανάγκασε σε παραίτηση τον πατριάρχη, εδραιώνοντας έτσι στους κόλπους της Εκκλησίας μιαν εκκλησιαστική έριδα που επιβίωσε του ίδιου.13 Μετά την απομάκρυνση του Νικολάου Μυστικού το 907, ο Αρέθας μεταβλήθηκε σε υπέρμαχο των αυτοκρατορικών επιλογών στο ζήτημα της τεταρτογαμίας και συνέταξε μια πολεμική πραγματεία εναντίον του Μυστικού, εγκαταλείποντας τις προηγούμενες, αντίθετες θέσεις του, οι οποίες σε ό,τι αφορά την αυστηρότητά τους ξεπερνούσαν και τις απόψεις του ιδίου του Νικολάου Μυστικού, ενώ κατηγορούσε τον έκπτωτο πατριάρχη ότι καθοδηγούνταν από προσωπικό πάθος για την εξουσία στην αντίσταση και στον αγώνα εναντίον του αυτοκράτορα.14 Δεν γνωρίζουμε κάτω από ποιες συνθήκες μεταστράφηκε ο Αρέθας, όμως το γεγονός ότι την περίοδο εκείνη ο αυτοκράτορας ανακίνησε την εναντίον του κατηγορία για ασέβεια άσκησε ενδεχομένως πίεση στον μητροπολίτη Καισαρείας και συνέτεινε στην αλλαγή των θέσεών του.15
Μετά το θάνατο του Λέοντα ΣΤ' τον Μάιο του 912, ο Νικόλαος Μυστικός επέστρεψε στον πατριαρχικό θρόνο παραγκωνίζοντας όμως τον πατριάρχη Ευθύμιο και προκαλώντας τις αντιδράσεις των υποστηρικτών του. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Αρέθας εκδιώχθηκε τότε από τον μητροπολιτικό του θρόνο, αργότερα όμως τον ξαναβρίσκουμε στην ίδια θέση. Η διαμάχη δεν έληξε στην πραγματικότητα παρά επί Ρωμανού Α' Λεκαπηνού, όταν στη Σύνοδο του 920 στην Κωνσταντινούπολη απαγορεύτηκε, με τον Τόμο Ενώσεως, ο τέταρτος γάμος και ορίστηκε ένα αυστηρό επιτίμιο για όσους παντρεύονταν τρίτη φορά. Ο Αρέθας υποστήριζε στα κείμενά του ότι ο ίδιος είχε συγγράψει τον Τόμο από κοινού με τον αυτοκράτορα.16
Η τελευταία μνεία του Αρέθα στις πηγές φαίνεται να είναι η συνηγορία του υπέρ της ανόδου του Θεοφύλακτου, έφηβου γιου του Ρωμανού Α', στον πατριαρχικό θρόνο, το 931. Ο Αρέθας, πιθανώς σε συνεννόηση με τον Ρωμανό Λεκαπηνό, έγραψε στους μητροπολίτες που αντιτίθεντο στην τοποθέτηση του Θεοφύλακτου, γεγονός που δείχνει πόσο στενές ήταν οι σχέσεις του με τον νέο αυτοκράτορα.
4. Αποτίμηση και κρίσεις
Το ανήσυχο πνεύμα του Αρέθα δημιουργούσε αντιπάλους στη διάρκεια της ζωής του. Μεταξύ αυτών ήταν οι πολιτικοί του αντίπαλοι, αλλά και εκείνοι που δεν συμφωνούσαν με τον τρόπο που έγραφε. Οι σύγχρονοι (όπως και οι μεταγενέστερες γενεές) τον επέκριναν για άσχημο ύφος, ασάφεια και γενικολογία, με αποτέλεσμα ο Αρέθας να αισθάνεται την ανάγκη να αμυνθεί και να εξηγεί τις προθέσεις ενός τέτοιου τρόπου συγγραφής.17
Και οι σύγχρονοι ερευνητές, ωστόσο, δεν έχουν πάντα καλή γνώμη για τον Αρέθα. Την πιο έντονη κριτική του μητροπολίτη Καισαρείας άσκησε ο Romilly Jenkins, ο οποίος επανειλημμένα ασχολήθηκε με την έκδοση και το σχολιασμό των έργων του. Επέκρινε τον Αρέθα για υποκρισία και ασυνέπεια στις πολιτικές του θέσεις, τις οποίες άλλαζε εύκολα, όπως αποδείχτηκε στο ζήτημα της τεταρτογαμίας, όταν σε σύντομο χρονικό διάστημα από έντονος επικριτής της στάσης του αυτοκράτορα έγινε στενός του συνεργάτης και απολογητής. Εκτός αυτού, ο Jenkins επέκρινε τον Αρέθα για υπεροψία και προσποιητό ύφος, θεωρώντας το αυτό περισσότερο ως αποτέλεσμα ανεπαρκούς μόρφωσης παρά συνειδητής πρόθεσης να κάνει τις επιστολές του και τα υπόλοιπα έργα όσο το δυνατόν περισσότερο ακατανόητα και γεμάτα εσωτερισμό.
Στην πιο πρόσφατη βιβλιογραφία, πάντως, από μελετητές όπως ο Alexander Kazhdan και ο Paul Lemerle, ο Αρέθας τυγχάνει ευνοϊκότερης αντιμετώπισης, ενώ οι αυστηρές και κάπως ηθικολογικές επικρίσεις του Jenkins εγκαταλείφθηκαν.
Το ανήσυχο πνεύμα του Αρέθα δημιουργούσε αντιπάλους στη διάρκεια της ζωής του. Μεταξύ αυτών ήταν οι πολιτικοί του αντίπαλοι, αλλά και εκείνοι που δεν συμφωνούσαν με τον τρόπο που έγραφε. Οι σύγχρονοι (όπως και οι μεταγενέστερες γενεές) τον επέκριναν για άσχημο ύφος, ασάφεια και γενικολογία, με αποτέλεσμα ο Αρέθας να αισθάνεται την ανάγκη να αμυνθεί και να εξηγεί τις προθέσεις ενός τέτοιου τρόπου συγγραφής.17
Και οι σύγχρονοι ερευνητές, ωστόσο, δεν έχουν πάντα καλή γνώμη για τον Αρέθα. Την πιο έντονη κριτική του μητροπολίτη Καισαρείας άσκησε ο Romilly Jenkins, ο οποίος επανειλημμένα ασχολήθηκε με την έκδοση και το σχολιασμό των έργων του. Επέκρινε τον Αρέθα για υποκρισία και ασυνέπεια στις πολιτικές του θέσεις, τις οποίες άλλαζε εύκολα, όπως αποδείχτηκε στο ζήτημα της τεταρτογαμίας, όταν σε σύντομο χρονικό διάστημα από έντονος επικριτής της στάσης του αυτοκράτορα έγινε στενός του συνεργάτης και απολογητής. Εκτός αυτού, ο Jenkins επέκρινε τον Αρέθα για υπεροψία και προσποιητό ύφος, θεωρώντας το αυτό περισσότερο ως αποτέλεσμα ανεπαρκούς μόρφωσης παρά συνειδητής πρόθεσης να κάνει τις επιστολές του και τα υπόλοιπα έργα όσο το δυνατόν περισσότερο ακατανόητα και γεμάτα εσωτερισμό.
Στην πιο πρόσφατη βιβλιογραφία, πάντως, από μελετητές όπως ο Alexander Kazhdan και ο Paul Lemerle, ο Αρέθας τυγχάνει ευνοϊκότερης αντιμετώπισης, ενώ οι αυστηρές και κάπως ηθικολογικές επικρίσεις του Jenkins εγκαταλείφθηκαν.
1. Lemerle, P., Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός (Αθήνα 1985), μτφρ. Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, σελ. 187.
2. Lemerle, P., Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός (Αθήνα 1985), μτφρ. Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, σελ. 186.
3.
Jenkins, R. J. H. – Laourdas, B. – Mango, C.
A. (επιμ.), “Nine Orations of Arethas from Cod. Marc. Gr. 524”, Byzantinische Zeitschrift 47 (1954), σελ. 2.
4.
Σύμφωνα με τον Beck, H.G., Kirche und theologische
Literatur im byzantinischen Reich (München 1959), σελ. 591, η πρώτη χρονολογία είναι πιο πιθανή, ενώ ο Jenkins, R. J. H.,.Byzantium: The Imperial centuries (London 1966), σελ. 220, επιχειρηματολογεί υπέρ της δεύτερης.
5.
Jenkins, R. J. H. – Laourdas, B. (επιμ.), “Eight Letters of Arethas
on the Fourth Marriage of Leo the Wise”, Ελληνικά 14
(1956), σελ. 342, 351.
6. Lemerle, P., Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός (Αθήνα 1985), μτφρ. Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, σελ. 187-8.
7. Karlin-Hayter, P.
(εκδ.), "Vita Euthymii Patriarchae CP (BHG 651)", Byzantion 25-27
(1955-1957), σελ. 114.
9. Hunger, H., Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η λόγια κοσμική γραμματεία των
Βυζαντινών Β΄ (Αθήνα [Μ.Ι.Ε.Τ.] 1997), σελ. 438.
10.
The Oxford Dictionary of
Byzantium, 1 (New York - Oxford 1991), σελ. 163 (λ. “Arethas of Caesarea”).
11. Lemerle, P., Ο πρώτος Βυζαντινός ουμανισμός (Αθήνα 1985), μτφρ. Μ. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, σελ. 215. Πρβ. The Oxford Dictionary of Byzantium, I (New York-Oxford 1991), σελ. 163
(λ. “Arethas of Caesarea”).
12.
Jenkins, R. J. H. – Laourdas, B. (επιμ.), “Eight Letters of Arethas
on the Fourth Marriage of Leo the Wise”, Ελληνικά 14
(1956), σελ. 340-1.
15.
Jenkins, R. J. H. – Laourdas, B. (επιμ.), “Eight Letters of Arethas
on the Fourth Marriage of Leo the Wise”, Ελληνικά 14
(1956), σελ. 370.
16.
Westerink, L.G. (επιμ.), Arethae archiepiscopi
Caesariensis Scripta Minora I (Leipzig 1968), σελ. 229-30.
17.
Westerink, L.G. (επιμ.), Arethae archiepiscopi
Caesariensis Scripta Minora I (Leipzig
1968), σελ. 186-191.
ΤΕϠΟΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ STANKOVIC VLADA ΚΑΘ ΠΑΝΕΠ ΒΕΛΙΓΡΑΔΙΟΥ ΣΤΟ ΙΜΕ
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝΔΙΚΤΥΟ 2010 μ.Χ.
0 Σχόλια
Σχόλια που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς όχι μόνο για το ιστολόγιο, θα διαγράφονται αμέσως.
EmojiΣχόλια που περιέχουν εμπάθεια σε ό,τι δεν σας αρέσει επειδή έτσι μάθατε ότι έτσι είναι τα πράματα, θα διαγράφονται για έναν εποικοδομητικό διάλογο και όχι να επικρατήσει η αρλουμπολογία, αμαθών και ημιμαθών.
Επίσης σχόλια που έχουν οποιεσδήποτε κομματικές προτροπές και κομματικοπολιτική προπαγάνδα, είναι ανεπιθύμητα.