Οι Βορειοθράκες εθελοντές, στον πόλεμο του 1897
*Μια άγνωστη πτυχή της γενναίας προσφοράς της Ανατολικής Ρωμυλίας προς την μητέρα πατρίδα.
Γράφει ο Παντελής Στεφ Αθανασιάδης
Οι Βόρειοι Θράκες γνωστοί και ως Ανατολικορωμυλιώτες, σε κάθε περίσταση έδειξαν την ανιδιοτελή φιλοπατρία τους. Και στις καλές στιγμές αλλά προπαντός και στις δύσκολες περιστάσεις της Ελλάδας. Αυτό το απέδειξαν και στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.
Ο πόλεμος αυτός, παρά την γενικά καλή παρουσία του ελληνικού στρατεύματος, που είχε καταγάγει σημαντικές νίκες, είχε για τη χώρα μας ατυχή έκβαση. Πρόκειται για τον πόλεμο που κήρυξε η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά της Ελλάδας το έτος 1897, αρνούμενη να επιτρέψει τη διενέργεια δημοψηφίσματος στην Κρήτη, προκειμένου ο ίδιος ο κρητικός λαός να αποφασίσει για την τύχη του.
Η ελληνοτουρκική μεθόριος άρχιζε από τη γραμμή της Άρτας και έφτανε έως τις νοτιοανατολικές υπώρειες του Ολύμπου. Οι Οθωμανοί συγκέντρωσαν στρατιωτική δύναμη, 121.500 ανδρών και 1.300 ιππέων, με αρχηγό τον Ετέμ Πασά και γερμανούς συμβούλους. Οι ελληνικές δυνάμεις παρέταξαν 54.000 άνδρες και 500 ιππείς, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο.
Στον πόλεμο αυτό που υπήρξε και εντυπωσιακή κατάταξη εθελοντών Ελλήνων και ξένων, έδωσαν βροντερό παρόν οι Ανατολικορωμυλιώτες. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής, ένα σώμα Βορείων Θρακών από 850 άνδρες, κατέφτασε με πλοίο στον Πειραιά.
Η αναχώρησή τους από την Βουλγαρία υπήρξε πανηγυρική, όπως είχε γράψει η εφημερίδα «Φιλιππούπολις». Οι κάτοικοι της Στενημάχου και της Φιλιππούπολης, αλλά και των άλλων πόλεων χειροκροτούσαν παντού τους εθελοντές, οι οποίοι προηγουμένως είχαν κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων. Τα σχολεία δεν λειτούργησαν ενώ οι γυναίκες προσέρχονταν στις εκκλησίες με πρόσφορα υπέρ της υγείας των εφέδρων. Τα κορίτσια ήταν στα παράθυρα και επευφημούσαν, ενώ πολλοί είχαν ανεβεί στις στέγες των σπιτιών.
Πολλοί άλλοι Έλληνες πήγαν στον πρόξενο Παγανέλη ζητώντας να αποσταλούν στη Ελλάδα, αλλά το προξενείο δεν μπορούσε να αναλάβει αυτό, την αποστολή τους. Ο Παγανέλης όμως τέθηκε επικεφαλής του σώματος και όλοι μαζί πήγαν στο σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί επιβιβάσθηκαν σε ειδικό συρμό που είχε ενοικιασθεί με εισφορές Ελλήνων, που είχαν κάνει έρανο. Στο σταθμό τους έφεδρους προσφώνησε ο διευθυντής της εφημερίδας «Φιλιππούπολις» Δημήτριος Ι. Κουμαριανός. Σε όλους τους σταθμούς μέχρι τον Πύργο η αμαξοστοιχία με τους εφέδρους γίνονταν δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό. Οι Έλληνες πετούσαν στον αέρα τα καπέλα τους, οι Βούλγαροι φώναζαν «ουράαα» και οι Αρμένιοι «γκετσέ» (ζήτω)! Οι κυρίες κουνούσαν το μαντήλι τους και οι αξιωματικοί χαιρετούσαν στρατιωτικά.
Στη Στενήμαχο μια γερόντισσα πρόσφερε στο γιό της ένα κλαδάκι δεντρολίβανου λέγοντας: «Πάρε το παιδί μου για ενθύμιο και για φυλαχτό!».
Ο πρόξενος Παγανέλης είχε στείλει στον υπουργό Εξωτερικών Αλέξανδρο Σκουζέ τηλεγράφημα. Τον ενημέρωνε ότι τις δαπάνες για την μεταφορά των στρατιωτών, είχαν αναλάβει οι Έλληνες της Βόρειας Θράκης. Ο Σκουζές απάντησε με το ακόλουθο δικό του τηλεγράφημα: «Σας παρακαλώ να εκφράσητε τας θερμάς ευχαριστίας της Βασιλικής Κυβερνήσεως προς τους αυτόθι Έλληνας δια την συνδρομήν ήν αυθορμήτως και με τόσον πατριωτισμόν παρέσχον δια την αποστολήν των εφέδρων».
Μια άλλη ομάδα 300 Ανατολικορωμυλιωτών θα διέσχιζαν με τρένο τη Βουλγαρία, τη Σερβία και την Αυστρία για να φτάσουν στο Φιούμε ή την Τεργέστη προκειμένου να επιβιβασθούν σε ατμόπλοιο για να φτάσουν στην Ελλάδα.
Επικεφαλής των Ανατολικορωμυλιωτών ήταν ο Στενημαχίτης έφεδρος ανθυπολοχαγός Πυροβολικού Μιχαήλ Γκάνιογλου (είχε υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό) δικηγόρος, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, με σπουδές και στο Παρίσι, ο οποίος εγκατέλειψε την ασθενούσα βαρέως σύζυγό του η οποία μάλιστα τον προέτρεπε να κατεβεί στην Ελλάδα για να πολεμήσει.
Ο ανταποκριτής της αθηναϊκής εφημερίδας «Καιροί» (7 Μαρτίου 1897) μετέδιδε από την Φιλιππούπολη ότι «ιερός ενθουσιασμός» κατέλαβε τους κατοίκους οι οποίοι έσπευδαν να καταταγούν προθύμως είτε ήταν υπόχρεοι ως Έλληνες πολίτες, είτε εθελοντικά αν δεν είχαν ελληνική υπηκοότητα. «Πλήθος εθελοντών- ανέφερε- πολιορκούσι το ενταύθα προξενείον από πρωίας μέχρι νυκτός βαθείας προς εγγραφήν». Τριάντα εύποροι πολίτες άρχισαν να προσφέρουν χρήματα, ενώ στη Στενήμαχο εύποροι ομογενείς ανέλαβαν να συντηρήσουν φτωχές οικογένειες, που τα παιδιά τους έφευγαν εθελοντικά στην Ελλάδα για να πολεμήσουν. Άλλη εφημερίδα έγραψε, ότι οι έμποροι του Πύργου έδωσαν χρήματα για την μεταφορά των πολεμιστών στην Αθήνα.
Εν τω μεταξύ, με το αυστριακό πλοίο «Jupiter» έφτασαν στον Πειραιά από τον Πύργο, οι Βορειοθράκες για να πολεμήσουν. Αποβιβάσθηκαν στην ακτή Τζελέπη, όπου έγιναν δεκτοί με μεγάλο ενθουσιασμό από τους Πειραιώτες. Την υποδοχή τους είχε οργανώσει ο σύλλογος «Ροδόπη». Η Φιλαρμονική του Δήμου παιάνιζε και όταν κατευθύνθηκαν με στρατιωτικό σχηματισμό στο Δημαρχείο, τους προσφώνησε ο καθηγητής Ι. Δραγάτσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ατμόπλοιο, όταν πέρασε από την Κωνσταντινούπολη, κυκλώθηκε από τουρκικές στρατιωτικές λέμβους και μία ατμάκατο και απαγορεύτηκε η έξοδος των επιβατών του.
Μετά τον Πειραιά οι εθελοντές και οι έφεδροι με το τρένο έφτασαν στην Αθήνα, σχημάτισαν τετράδες, τέθηκε επικεφαλής φιλαρμονική και η σημαία τους και μέσα από τους αθηναϊκούς δρόμους έφτασαν έξω από τα Ανάκτορα (σημερινό μέγαρο της Βουλής) αλλά έλειπε ο βασιλεύς και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Επισκέφθηκαν επίσης και το ανάκτορο του Διαδόχου Κωνσταντίνου (Το σημερινό Προεδρικό Μέγαρο). Πέρασαν επίσης από τα γραφεία του συλλόγου «Ελληνισμός» όπου τους χαιρέτισε από τον εξώστη ο πρόεδρος του συλλόγου Νεοκλής Καζάζης, καθηγητής Πανεπιστημίου. Ο σύλλογος αυτός δρούσε για την υπεράσπιση των δικαίων του Ελληνισμού.
Η εφημερίδα «Άστυ» του Δημητρίου Κακλαμάνου έγραφε: «Οι Στενημαχίται ούτοι είνε όλοι ωραίοι και ευσταλείς άνδρες, φημίζονται δε επί γενναιότητι και πλείστοι αυτών υπηρετήσαντες εις τον Σερβοβουλγαρικόν πόλεμον ηνδραγάθησαν. Οι εκ Βουλγαρίας εθελονταί και έφεδροι οι αφιχθέντες χθες προέρχονται εκ των πόλεων Στενημάχου, Φιλιππουπόλεως, Αγχιάλου, Πύργου, Βάρνης, Σωζουπόλεως, Μεσημβρίας και Καβάρνης».
Η παρουσία των Βορειοθρακών, εντυπωσίασε τους Αθηναίους όπως προκύπτει και από άλλα δημοσιεύματα. Η εφημερίδα «Καιροί» την επομένη ημέρα παρατηρούσε: «Τα ραδινά παραστήματά των, αι ωραίαι όψεις των το αρρενωπόν του ύφους και το ομοιόμορφον των στολών με τα βαθυκύανα χρώματα και τα κατέρυθρα μικρά φέσια, καθίστων την χθεσινήν παρέλασιν μίας των ωραιοτέρων εξ όσων αι Αθήναι είδον τας ημέρας εκείνας της πολεμικής κινήσεως».
Κατά την ‘Ακρόπολη» του Βλάση Γαβριηλίδη όταν παρέλασαν πηγαίνοντας στα Ανάκτορα έφεραν «περί τους ώμους τας στρατιωτικώς εις κυλίνδρους τυλιγμένας ολίγας αποσκευάς των και βαδίζοντες κατά τετράδας με βήμα εύρυθμον και βαρύ, με τα μεγάλα εύρωστα σώματά των, με ήθος ενθουσιώδες, αλλά και σοβαρόν ωσεί κατεχόμενοι εντελώς υπό της ιερότητος του καθήκοντος, όπερ ήρχοντο να εκπληρώσωσι, τα συρρεύσαντα προς υποδοχήν των πλήθη κατελήφθησαν υπό συγκινήσεως και άλλοι εχειροκρότουν και έξαλλοι εξ ενθουσιασμού εζητωκραύγαζον, άλλο εδάκρυον».
Στους δρόμους της Αθήνας, πολλοί ξένοι ανταποκριτές εντυπωσιασμένοι τους φωτογράφιζαν και ζητούσαν πληροφορίες για να τις δημοσιεύσουν στις εφημερίδες τους.
Οι εθελοντές και οι έφεδροι οδηγήθηκαν στη συνέχεια και κατέλυσαν στην αίθουσα της Νομικής Σχολής, στο Βαρβάκειο και στο Γυμνάσιο της Μητρόπολης Αθηνών. Μέχρι να φύγουν για το μέτωπο, δεν πέρασαν και πολύ καλά στην Αθήνα, γιατί τους παρείχετο ημερησίως «μισή οκά άρτου χωρίς προσφάγιον» («Εμπρός» 6 Μαρτίου 1897). Οι ίδιοι, όντες φτωχοί γεωργοί και αμπελουργοί, δεν είχαν χρήματα μαζί τους, για να αγοράζουν τρόφιμα, αφού τα άφησαν στις οικογένειές τους.
Θα πρέπει να αναφέρουμε ακόμα, ότι πολλοί Έλληνες εθελοντές ήρθαν στην Αθήνα και από την περιοχή των Σαράντα Εκκλησιών.
Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
πηγή: infognomonpolitics
*Μια άγνωστη πτυχή της γενναίας προσφοράς της Ανατολικής Ρωμυλίας προς την μητέρα πατρίδα.
Γράφει ο Παντελής Στεφ Αθανασιάδης
Οι Βόρειοι Θράκες γνωστοί και ως Ανατολικορωμυλιώτες, σε κάθε περίσταση έδειξαν την ανιδιοτελή φιλοπατρία τους. Και στις καλές στιγμές αλλά προπαντός και στις δύσκολες περιστάσεις της Ελλάδας. Αυτό το απέδειξαν και στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.
Ο πόλεμος αυτός, παρά την γενικά καλή παρουσία του ελληνικού στρατεύματος, που είχε καταγάγει σημαντικές νίκες, είχε για τη χώρα μας ατυχή έκβαση. Πρόκειται για τον πόλεμο που κήρυξε η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά της Ελλάδας το έτος 1897, αρνούμενη να επιτρέψει τη διενέργεια δημοψηφίσματος στην Κρήτη, προκειμένου ο ίδιος ο κρητικός λαός να αποφασίσει για την τύχη του.
Η ελληνοτουρκική μεθόριος άρχιζε από τη γραμμή της Άρτας και έφτανε έως τις νοτιοανατολικές υπώρειες του Ολύμπου. Οι Οθωμανοί συγκέντρωσαν στρατιωτική δύναμη, 121.500 ανδρών και 1.300 ιππέων, με αρχηγό τον Ετέμ Πασά και γερμανούς συμβούλους. Οι ελληνικές δυνάμεις παρέταξαν 54.000 άνδρες και 500 ιππείς, με επικεφαλής τον διάδοχο Κωνσταντίνο.
Στον πόλεμο αυτό που υπήρξε και εντυπωσιακή κατάταξη εθελοντών Ελλήνων και ξένων, έδωσαν βροντερό παρόν οι Ανατολικορωμυλιώτες. Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα των εφημερίδων της εποχής, ένα σώμα Βορείων Θρακών από 850 άνδρες, κατέφτασε με πλοίο στον Πειραιά.
*Η εφημερίδα "Φιλιππούπολις"
Η αναχώρησή τους από την Βουλγαρία υπήρξε πανηγυρική, όπως είχε γράψει η εφημερίδα «Φιλιππούπολις». Οι κάτοικοι της Στενημάχου και της Φιλιππούπολης, αλλά και των άλλων πόλεων χειροκροτούσαν παντού τους εθελοντές, οι οποίοι προηγουμένως είχαν κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων. Τα σχολεία δεν λειτούργησαν ενώ οι γυναίκες προσέρχονταν στις εκκλησίες με πρόσφορα υπέρ της υγείας των εφέδρων. Τα κορίτσια ήταν στα παράθυρα και επευφημούσαν, ενώ πολλοί είχαν ανεβεί στις στέγες των σπιτιών.
*Η Φιλιππούπολη. Την διασχίζει ο ποταμός Έβρος
Πολλοί άλλοι Έλληνες πήγαν στον πρόξενο Παγανέλη ζητώντας να αποσταλούν στη Ελλάδα, αλλά το προξενείο δεν μπορούσε να αναλάβει αυτό, την αποστολή τους. Ο Παγανέλης όμως τέθηκε επικεφαλής του σώματος και όλοι μαζί πήγαν στο σιδηροδρομικό σταθμό. Εκεί επιβιβάσθηκαν σε ειδικό συρμό που είχε ενοικιασθεί με εισφορές Ελλήνων, που είχαν κάνει έρανο. Στο σταθμό τους έφεδρους προσφώνησε ο διευθυντής της εφημερίδας «Φιλιππούπολις» Δημήτριος Ι. Κουμαριανός. Σε όλους τους σταθμούς μέχρι τον Πύργο η αμαξοστοιχία με τους εφέδρους γίνονταν δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό. Οι Έλληνες πετούσαν στον αέρα τα καπέλα τους, οι Βούλγαροι φώναζαν «ουράαα» και οι Αρμένιοι «γκετσέ» (ζήτω)! Οι κυρίες κουνούσαν το μαντήλι τους και οι αξιωματικοί χαιρετούσαν στρατιωτικά.
*Η Στενήμαχος το 1894
Στη Στενήμαχο μια γερόντισσα πρόσφερε στο γιό της ένα κλαδάκι δεντρολίβανου λέγοντας: «Πάρε το παιδί μου για ενθύμιο και για φυλαχτό!».
Ο πρόξενος Παγανέλης είχε στείλει στον υπουργό Εξωτερικών Αλέξανδρο Σκουζέ τηλεγράφημα. Τον ενημέρωνε ότι τις δαπάνες για την μεταφορά των στρατιωτών, είχαν αναλάβει οι Έλληνες της Βόρειας Θράκης. Ο Σκουζές απάντησε με το ακόλουθο δικό του τηλεγράφημα: «Σας παρακαλώ να εκφράσητε τας θερμάς ευχαριστίας της Βασιλικής Κυβερνήσεως προς τους αυτόθι Έλληνας δια την συνδρομήν ήν αυθορμήτως και με τόσον πατριωτισμόν παρέσχον δια την αποστολήν των εφέδρων».
*Ο υπουργός Εξωτερικών Αλέξανδρος Σκουζές
Μια άλλη ομάδα 300 Ανατολικορωμυλιωτών θα διέσχιζαν με τρένο τη Βουλγαρία, τη Σερβία και την Αυστρία για να φτάσουν στο Φιούμε ή την Τεργέστη προκειμένου να επιβιβασθούν σε ατμόπλοιο για να φτάσουν στην Ελλάδα.
*Περίφημος η παρέλασις των εξ Ανατολικής Ρωμυλίας..." γράφει η "Ακρόπολις"
Επικεφαλής των Ανατολικορωμυλιωτών ήταν ο Στενημαχίτης έφεδρος ανθυπολοχαγός Πυροβολικού Μιχαήλ Γκάνιογλου (είχε υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό) δικηγόρος, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών, με σπουδές και στο Παρίσι, ο οποίος εγκατέλειψε την ασθενούσα βαρέως σύζυγό του η οποία μάλιστα τον προέτρεπε να κατεβεί στην Ελλάδα για να πολεμήσει.
Ο ανταποκριτής της αθηναϊκής εφημερίδας «Καιροί» (7 Μαρτίου 1897) μετέδιδε από την Φιλιππούπολη ότι «ιερός ενθουσιασμός» κατέλαβε τους κατοίκους οι οποίοι έσπευδαν να καταταγούν προθύμως είτε ήταν υπόχρεοι ως Έλληνες πολίτες, είτε εθελοντικά αν δεν είχαν ελληνική υπηκοότητα. «Πλήθος εθελοντών- ανέφερε- πολιορκούσι το ενταύθα προξενείον από πρωίας μέχρι νυκτός βαθείας προς εγγραφήν». Τριάντα εύποροι πολίτες άρχισαν να προσφέρουν χρήματα, ενώ στη Στενήμαχο εύποροι ομογενείς ανέλαβαν να συντηρήσουν φτωχές οικογένειες, που τα παιδιά τους έφευγαν εθελοντικά στην Ελλάδα για να πολεμήσουν. Άλλη εφημερίδα έγραψε, ότι οι έμποροι του Πύργου έδωσαν χρήματα για την μεταφορά των πολεμιστών στην Αθήνα.
*Η γνωστοποίηση προς την Αθήνα, ότι ξεκίνησε το "Jupiter" με τους εθελοντές της Ανατολικής Ρωμυλίας
Εν τω μεταξύ, με το αυστριακό πλοίο «Jupiter» έφτασαν στον Πειραιά από τον Πύργο, οι Βορειοθράκες για να πολεμήσουν. Αποβιβάσθηκαν στην ακτή Τζελέπη, όπου έγιναν δεκτοί με μεγάλο ενθουσιασμό από τους Πειραιώτες. Την υποδοχή τους είχε οργανώσει ο σύλλογος «Ροδόπη». Η Φιλαρμονική του Δήμου παιάνιζε και όταν κατευθύνθηκαν με στρατιωτικό σχηματισμό στο Δημαρχείο, τους προσφώνησε ο καθηγητής Ι. Δραγάτσης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ατμόπλοιο, όταν πέρασε από την Κωνσταντινούπολη, κυκλώθηκε από τουρκικές στρατιωτικές λέμβους και μία ατμάκατο και απαγορεύτηκε η έξοδος των επιβατών του.
Μετά τον Πειραιά οι εθελοντές και οι έφεδροι με το τρένο έφτασαν στην Αθήνα, σχημάτισαν τετράδες, τέθηκε επικεφαλής φιλαρμονική και η σημαία τους και μέσα από τους αθηναϊκούς δρόμους έφτασαν έξω από τα Ανάκτορα (σημερινό μέγαρο της Βουλής) αλλά έλειπε ο βασιλεύς και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Επισκέφθηκαν επίσης και το ανάκτορο του Διαδόχου Κωνσταντίνου (Το σημερινό Προεδρικό Μέγαρο). Πέρασαν επίσης από τα γραφεία του συλλόγου «Ελληνισμός» όπου τους χαιρέτισε από τον εξώστη ο πρόεδρος του συλλόγου Νεοκλής Καζάζης, καθηγητής Πανεπιστημίου. Ο σύλλογος αυτός δρούσε για την υπεράσπιση των δικαίων του Ελληνισμού.
Η εφημερίδα «Άστυ» του Δημητρίου Κακλαμάνου έγραφε: «Οι Στενημαχίται ούτοι είνε όλοι ωραίοι και ευσταλείς άνδρες, φημίζονται δε επί γενναιότητι και πλείστοι αυτών υπηρετήσαντες εις τον Σερβοβουλγαρικόν πόλεμον ηνδραγάθησαν. Οι εκ Βουλγαρίας εθελονταί και έφεδροι οι αφιχθέντες χθες προέρχονται εκ των πόλεων Στενημάχου, Φιλιππουπόλεως, Αγχιάλου, Πύργου, Βάρνης, Σωζουπόλεως, Μεσημβρίας και Καβάρνης».
*Η εφημερίδα "Καιροί" γράφει για τα "ραδινά" παραστήματα των Βορειοθρακών. Δηλαδή για τα καλοφτιαγμένα παραστήματά τους
Η παρουσία των Βορειοθρακών, εντυπωσίασε τους Αθηναίους όπως προκύπτει και από άλλα δημοσιεύματα. Η εφημερίδα «Καιροί» την επομένη ημέρα παρατηρούσε: «Τα ραδινά παραστήματά των, αι ωραίαι όψεις των το αρρενωπόν του ύφους και το ομοιόμορφον των στολών με τα βαθυκύανα χρώματα και τα κατέρυθρα μικρά φέσια, καθίστων την χθεσινήν παρέλασιν μίας των ωραιοτέρων εξ όσων αι Αθήναι είδον τας ημέρας εκείνας της πολεμικής κινήσεως».
Κατά την ‘Ακρόπολη» του Βλάση Γαβριηλίδη όταν παρέλασαν πηγαίνοντας στα Ανάκτορα έφεραν «περί τους ώμους τας στρατιωτικώς εις κυλίνδρους τυλιγμένας ολίγας αποσκευάς των και βαδίζοντες κατά τετράδας με βήμα εύρυθμον και βαρύ, με τα μεγάλα εύρωστα σώματά των, με ήθος ενθουσιώδες, αλλά και σοβαρόν ωσεί κατεχόμενοι εντελώς υπό της ιερότητος του καθήκοντος, όπερ ήρχοντο να εκπληρώσωσι, τα συρρεύσαντα προς υποδοχήν των πλήθη κατελήφθησαν υπό συγκινήσεως και άλλοι εχειροκρότουν και έξαλλοι εξ ενθουσιασμού εζητωκραύγαζον, άλλο εδάκρυον».
Στους δρόμους της Αθήνας, πολλοί ξένοι ανταποκριτές εντυπωσιασμένοι τους φωτογράφιζαν και ζητούσαν πληροφορίες για να τις δημοσιεύσουν στις εφημερίδες τους.
Οι εθελοντές και οι έφεδροι οδηγήθηκαν στη συνέχεια και κατέλυσαν στην αίθουσα της Νομικής Σχολής, στο Βαρβάκειο και στο Γυμνάσιο της Μητρόπολης Αθηνών. Μέχρι να φύγουν για το μέτωπο, δεν πέρασαν και πολύ καλά στην Αθήνα, γιατί τους παρείχετο ημερησίως «μισή οκά άρτου χωρίς προσφάγιον» («Εμπρός» 6 Μαρτίου 1897). Οι ίδιοι, όντες φτωχοί γεωργοί και αμπελουργοί, δεν είχαν χρήματα μαζί τους, για να αγοράζουν τρόφιμα, αφού τα άφησαν στις οικογένειές τους.
Θα πρέπει να αναφέρουμε ακόμα, ότι πολλοί Έλληνες εθελοντές ήρθαν στην Αθήνα και από την περιοχή των Σαράντα Εκκλησιών.
Παντελής Στεφ. Αθανασιάδης
*Και για να μην ξεχνιόμαστε. Οι Γερμανοί, μια ζωή και πάντα στο πλευρό των Τούρκων.
Είδηση από την εφημερίδα "Ακρόπολις"
πηγή: infognomonpolitics
0 Σχόλια
Σχόλια που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς όχι μόνο για το ιστολόγιο, θα διαγράφονται αμέσως.
EmojiΣχόλια που περιέχουν εμπάθεια σε ό,τι δεν σας αρέσει επειδή έτσι μάθατε ότι έτσι είναι τα πράματα, θα διαγράφονται για έναν εποικοδομητικό διάλογο και όχι να επικρατήσει η αρλουμπολογία, αμαθών και ημιμαθών.
Επίσης σχόλια που έχουν οποιεσδήποτε κομματικές προτροπές και κομματικοπολιτική προπαγάνδα, είναι ανεπιθύμητα.