Το Καστελλόριζο στις αρχές του 20ου αιώνα - Η κατάληψη των Δωδεκανήσων από την Ιταλία - 30 Κρητικοί απελευθερώνουν το Καστελλόριζο - Οι παλινωδίες, η διστακτικότητα και τα λάθη των ελληνικών κυβερνήσεων - Η κατάληψη του Καστελλόριζου από τους Γάλλους (1915)
Το Καστελλόριζο (ή Μεγίστη), βρίσκεται πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια στο προσκήνιο, κυρίως λόγω της γεωγραφικής του θέσης και της ΑΟΖ. Ευτυχώς φαίνεται ότι έστω και καθυστερημένα, η πολιτική ηγεσία της χώρας μας έχει καταλάβει τη στρατηγική αξία του νησιού και το θωρακίζει για να αντιμετωπίσει τις τουρκικές απειλές.
Το Καστελλόριζο πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους
Το 1522 τα Δωδεκάνησα και ανάμεσά τους βέβαια και το Καστελλόριζο, πέρασαν από τους Ιωαννίτες ιππότες που τα κατείχαν, στους Οθωμανούς. Το 1659 οι Ενετοί κατέλαβαν για μικρό χρονικό διάστημα το Καστελλόριζο, το οποίο όμως πέρασε σύντομα ξανά στα χέρια των Οθωμανών. Κατά την Επανάσταση του 1821, το Καστελλόριζο συμμετείχε με τα πλοία του στον Αγώνα. Γράφει χαρακτηριστικά ο Παλαιών Πατρών Γερμανός: «Ομοίως και οι Κασιώται και Καστελλοριζιώται με τα μικρά των πλοία επροξένησαν φρίκην και τρόμον εις τα παράλια της Συρίας,και πολλά εκ των τουρκικών πλοίων εκυρίευσαν». Το 1835, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’, παραχώρησε στα Δωδεκάνησα εσωτερική αυτοδιοίκηση και φορολογικές απαλλαγές.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, το Καστελλόριζο χάρη στη ναυτιλία, ως τις αρχές του 20ου αιώνα, να γνωρίσει τη μεγαλύτερη ακμή της ιστορίας του.
Πολλοί κάτοικοί του ασχολούνταν και με τη σπογγαλιεία.
Το 1886, υπήρχαν στο νησί 100 εργαστήρια επεξεργασίας σπόγγων. Μόνο στη Σύμη, απ’ όλα τα Δωδεκάνησα, υπήρχαν περισσότερα (150).
Για τον πληθυσμό του Καστελλόριζου το δεύτερο μισό του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, έχουν γραφτεί πολλά. Κάποιοι γράφουν ότι το 1890 είχε 15.000 κατοίκους, φαίνεται όμως ότι στην πραγματικότητα ο πληθυσμός του στο γύρισμα του αιώνα ήταν 9.000 – 10.000. Η Οθωμανική Γενική Απογραφή του 1881 – 1882, αναφέρει ότι στο νησί κατοικούσαν 4.860 ενήλικοι: 2.552 Έλληνες, 2.083 Ελληνίδες, 115 Τούρκοι και 110 Τουρκάλες. Η ετήσια έκθεση της Ιταλικής Διοίκησης στα Δωδεκάνησα για το 1922, πιστοποιεί ότι στο Καστελλόριζο υπήρχαν 1.407 σπίτια, κατοικημένα ή μη. Ο Νικόλαος Παπαναστασίου γράφει ότι το Καστελλόριζο στην περίοδο της ακμής του, είχε την υψηλότερη πυκνότητα πληθυσμού παγκοσμίως (700 κάτοικοι ανά τ.χλμ)!
Όμως το κίνημα των Νεότουρκων παρά τα όσα διακήρυττε, με μία σειρά από μέτρα, έφερε τα πάνω κάτω στα Δωδεκάνησα και φυσικά και στο Καστελλόριζο.
Στις 24 Δεκεμβρίου 1910, παραδόθηκε στο νησί το διάταγμα της υποχρεωτικής στράτευσης. Δύο μέρες αργότερα, οι Καστελλοριζιοί απέρριψαν τους όρους του διατάγματος. Παράλληλα καταργήθηκαν η εξαίρεση από τη φορολογία, περιορίστηκε σημαντικά το εμπόριο με τις απέναντι ακτές της Ανατολίας, καθιερώθηκε υποχρεωτικός κατάλογος αρρένων ικανών σωματικά, ενώ και οι θρησκευτικές ελευθερίες ανακλήθηκαν σε μεγάλο βαθμό.
Οι διαμαρτυρίες των νησιωτών με τη μεσολάβηση και την υποστήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Έτσι πολλοί κάτοικοι του Καστελλόριζου, κυρίως άντρες, αποφάσισαν να αναζητήσουν καλύτερη τύχη στο εξωτερικό. Οι περισσότεροι όμως, παρέμειναν στο νησί ελπίζοντας ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν.
Ο ιταλοτουρκικός πόλεμος (1911-1912)
Η Ιταλία, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε δώσει δείγματα επεκτατικών διαθέσεων στην εξωτερική της πολιτική. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1911, οι Ιταλοί εισέβαλαν στη Λιβύη που βρισκόταν κάτω από οθωμανική κυριαρχία. Η εισβολή αυτή, είχε αντίκτυπο και στα Δωδεκάνησα. Μεταξύ Οκτωβρίου 1911 και Μαΐου 1912, η εμπορική δραστηριότητα στην περιοχή μηδενίστηκε, με το σταμάτημα και από τους Νεότουρκους των συναλλαγών με την Ανατολία και τα χωρικά ύδατα των Δωδεκανήσων ελέγχονταν από ιταλικά πλοία που έκαναν περιπολίες. Ο Ιταλός στρατηγός Ameglio, επικεφαλής των στρατευμάτων της χώρας του στην περιοχή, έστειλε αναφορά στη Ρώμη, τονίζοντας τα οφέλη από την κατάληψη των Δωδεκανήσων, καθώς έτσι θα αναγκάζονταν οι Οθωμανοί να εγκαταλείψουν την Τρίπολη της Λιβύης και την Κυρηναϊκή. Η εισήγησή του έγινε δεκτή και μεταξύ 22 Απριλίου και 22 Μαΐου 1912, οι Ιταλοί κατέλαβαν όλα τα μεγάλα νησιά των Δωδεκανήσων εκτός από το Καστελλόριζο. Μόνο στη Ρόδο ,ειδικά στην Ψίνθο και την Κω λίγοι Τούρκοι αντιστάθηκαν.
Ο Ameglio απέκλειε την κατοχή του Καστελλόριζου από την ξηρά , καθώς βρισκόταν μακριά από τα άλλα νησιά του συμπλέγματος και δεν τη θεωρούσε στρατηγικά βιώσιμη επιλογή. Οι Καστελλοριζιοί, βλέποντας ότι απομονώνονται, έστειλαν στη Ρόδο τον πρωτοπρεσβύτερο Θεοδόσιο Σιμωνίδη, ο οποίος στις 8 Μαΐου 1912 συναντήθηκε με τον Ameglio, δεν κατάφερε όμως να τον πείσει να στείλει στρατεύματα στο νησί. Η κατάσταση στο Καστελλόριζο άρχισε να γίνεται δραματική.
Λίγο αργότερα, κάποιοι ποντοπόροι ναυτικοί, ανάρτησαν τη «σημαία των νησιών του Αιγαίου», το νέο σύμβολο των Δωδεκανησίων για ανεξαρτησία από την οθωμανική κυριαρχία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, όλα τα τουρκικά λιμάνια να κλείσουν για τα πλοία των Καστελλοριζιών. Ως το τέλος του 1912, περισσότεροι από 4.000 κάτοικοι του νησιού το εγκατέλειψαν οριστικά, αφήνοντας σ’ αυτό 4.000 – 5.000 κατοίκους, χωρίς εισοδήματα, τρόφιμα και χωρίς καμία επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο.
Στις 5 Οκτωβρίου 1912, υπογράφτηκε η Συνθήκη του Ουσί, με την οποία τα οθωμανικά εδάφη στην Αφρική περνούσαν στην κατοχή της Ιταλίας, η οποία υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει τα Δωδεκάνησα. Την ίδια μέρα όμως, η Ελλάδα κήρυττε τον πόλεμο στην οθωμανική αυτοκρατορία. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι ξεκινούσαν, ενώ τα τύμπανα του πόλεμου, είχαν αρχίσει να ηχούν και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Με μια μυστική συμφωνία στο Λονδίνο, οι Μεγάλες Δυνάμεις, Μ. Βρετανία, Ρωσία και Γαλλία, αναγνώρισαν την κυριαρχία της Ιταλίας στα Δωδεκάνησα, με αντάλλαγμα την ουδετερότητα της στις εξελίξεις.
Οι υποσχέσεις του Ameglio για αυτονομία και αυτοδιοίκηση των Δωδεκανήσων, δεν τηρήθηκαν ποτέ…
Το Καστελλόριζο, που δεν είχε καταληφθεί από τους Ιταλούς, παρέμενε, τυπικά τουλάχιστον, κάτω από οθωμανική κατοχή.
Η απελευθέρωση του Καστελλόριζου (1913)
Οι επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και η σταδιακή απελευθέρωση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου από τον Στόλο μας, αναπτέρωσε το ηθικό των Καστελλοριζιών.
Τον Νοέμβριο του 1912, έστειλαν στην Αθήνα τον, φοιτητή τότε, Μιχαήλ Πετρίδη με γραπτό αίτημα, προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με το οποίο ζητούσαν την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Ο Πετρίδης δεν μπόρεσε να δει τον Βενιζέλο, ο οποίος είχε ήδη αναχωρήσει για το Λονδίνο, ωστόσο συναντήθηκε με τον Υπουργό Εξωτερικών Λάμπρο Κορομηλά και τον τότε, προϊστάμενο του Τμήματος Ανατολικών Υποθέσεων του Υπουργείου Ίωνα Δραγούμη, τους οποίους και κατόρθωσε να πείσει για τα οφέλη της υποστήριξης του Καστελλόριζου. Εξασφαλίσεις για ένοπλη συνδρομή δεν έλαβε, ωστόσο ο Δραγούμης του συνέστησε να γίνει στο νησί δημοψήφισμα που θα αφορούσε την ένωση με την Ελλάδα. Ενθουσιασμένος ο νεαρός Πετρίδης και βέβαιος ότι θα υπάρξει συνδρομή από την Αθήνα σε περίπτωση που το νησί επαναστατήσει, γύρισε στο Καστελλόριζο όπου οργανώθηκε δημοψήφισμα (22 Δεκεμβρίου 1912), με το οποίο αποφασίστηκε ομόφωνα η ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Άλλωστε τότε στο νησί δεν ζούσαν περισσότεροι από 50 Τούρκοι.
Ο καταλύτης των εξελίξεων, ήταν το απαντητικό τηλεγράφημα του Ελευθέριου Βενιζέλου, στο αίτημά τους
«Προς τους κ.κ. Δημογέροντας της νήσου Καστελλορίζου. Εις Καστελλόριζον.
Εν Αθήναις τη 12 Φεβρουαρίου 1913
Αξιότιμοι Κύριοι,
Μετά συγκινήσεως απαντών εις τας υπό του ευγενούς λαού της νήσου Καστελλορίζου διατυπουμένας ευχάς υπέρ της ενώσεως μετά της Μητρός Ελλάδος, εύχομαι μεθ’ υμών εκ βάθους ψυχής υπέρ της πληρώσεως των κοινών πόθων.
Μετά πάσης τιμής
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
Όπως βλέπουμε, το τηλεγράφημα ήταν διατυπωμένο με τέτοιο τρόπο που ούτε ενθάρρυνε, ούτε όμως και απέτρεπε την ένοπλη εξέγερση των Καστελλοριζιών.
Οι εξελίξεις όμως, ήταν καταιγιστικές. Στις 19.30 της Παρασκευής 1ης Μαρτίου 1913, το επίτακτο ατμόπλοιο «Ρούμελη» της εταιρείας. Πανταλέοντος, αποβίβασε στο νότιο τμήμα του νησιού, στη θέση Καρύδια, αντάρτικο σώμα 30 ανδρών υπό τον οπλαρχηγό Εμμανουήλ Δασκαλάκη, το οποίο στις 20.30 κατέλαβε την ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου και κάλεσε τον αρχιερατικό επίσκοπο Θ.Κ. Σιμωνίδη και τους δημογέροντες του νησιού να συναντηθούν μαζί τους. Όταν αυτή πραγματοποιήθηκε, ο Δασκαλάκης είπε στους Καστελλοριζιούς:
«Αιδεσιμότατε, έρχομαι κατ΄ εντολήν της Ελληνικής Κυβερνήσεως να καταλάβω την νήσον εν ονόματι του Βασιλέος των Ελλήνων». Μαζί του ήταν οι: Ε. Κοπάσης, Α. Πικουτάρης, Μ. Καντσινακάκης, Σ. Μπουχλάκης, Γ. Γιαννακάκης, Ι. Σαμένης, Μ. Γδουτάκης, Γ. Φανουργάκης, Σ. Δημητρογιαννάκης, Ν. Στελέκης, Σ. Μαντρεμάκης, Φ. Ιγνατίου, Α. Χοχλάκης, Σ. Βενετάκης, Η. Γιακομάκης, Γ. Σανουδάκης, Γ. Βενετάκης, Κ. Ζωσόπουλος, Σ. Κωσταράκης, Π. Τσίγκονας, Σ. Παπαδάκης, Β. Γιαννόπουλος, Λ. Μάκκας, Μ. Νικοδήμου, Ε. Χατζηγιαννάκης, Σ. Σταυρουλάκης, Ε. Σαραντινάκης, Ι. Περάκης και Ε. Λίτινας. Το σώμα των Κρητικών, συνόδευαν ως μέλη του οι Καστελλοριζιοί, Ιωάννης Λακερδής, που θα παίξει σημαντικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις στο νησί και ο πλοίαρχος Μαρίνας:
(Πηγή: Κώστας Φ. Τσαλαχούρης, «ΙΜΙΑ, Το Χρονικό της Χάραξης των Συνόρων των Δωδεκανήσων (1932-1947)».
Ο επικεφαλής των ανταρτών Ε. Παπαδάκης, συνοδευόμενος από τον πρωτοπρεσβύτερο Θ. Σιμωνίδη και τον γιατρό Βαρθολομαίο Κοντό, πήγαν στον καϊμακάμη του νησιού, Μουσταφά Λουτφή Βέη.
Στον καϊμακάμη, που έμενε στο τελωνείο μαζί με τους κρατικούς υπαλλήλους, αναγγέλθηκε ότι το Καστελλόριζο καταλήφθηκε από τον Ελληνικό Στρατό, στο όνομα του Βασιλιά και ότι για ν’ αποφευχθεί αιματοχυσία, πρέπει και όλοι οι μουσουλμάνοι του νησιού να παραδοθούν. Ο Μουσταφά Λουτφή Βέης, απάντησε: «Μη δυνάμενος να υπερασπίσω την πόλιν, παραδίδω ταύτην διαμαρτυρόμενος δια την πράξιν ταύτην της ελληνικής Κυβερνήσεως». Φυσικά, μαζί με τους αντάρτες, είχαν σπεύσει στο τελωνείο και όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του Καστελλόριζου, που παραληρούσαν από ενθουσιασμό.
Την επόμενη μέρα, στις 11.30 το πρωί, καταλήφθηκε το Διοικητήριο, ενώ η φρουρά του νησιού αποτελούμενη από επτά άτομα παραδόθηκε στους Έλληνες αντάρτες. Στις 12 το μεσημέρι της 2ας Μαρτίου 1913, καταλήφθηκαν επίσης το τελωνείο, το υγειονομείο και το λιμεναρχείο. Συγκροτήθηκε προσωρινή διοικητική επιτροπή του νησιού, με επικεφαλής τον πρωτοπρεσβύτερο Θ. Σιμωνίδη, ενώ συνελήφθησαν ως αιχμάλωτοι πολέμου, εκτός από τον καϊμακάμη ο Κενάν – Μαλ εφένδης (μουδίρης= διοικητικός υπάλληλος της αυτοκρατορίας) και άλλοι 13 Οθωμανοί κυβερνητικοί υπάλληλοι.
Το πλοίο «Ρούμελη», είχε επιταχθεί μετά από «εντολή άνωθεν», που είχε δοθεί από τον Ίωνα Δραγούμη.
Όταν το πλοίο επέστρεψε στη Ρόδο, ο εκεί Έλληνας πρόξενος Παπαδάκης, ζήτησε από τον καπετάνιο του να γυρίσει στο νησί και να παραλάβει τους αντάρτες, καθώς υπήρχε η πληροφορία ότι 800 Τουρκοκρητικοί που βρίσκονταν στην Αττάλεια, ετοιμάζονταν να αποβιβαστούν στο Καστελλόριζο. Ακολούθησαν διαβουλεύσεις με πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων και αποφεύχθηκε οποιαδήποτε επέμβαση των Οθωμανών στο ακριτικό νησί.
Το Καστελλόριζο είναι ελεύθερο!
Μετά την κατάλυση της οθωμανικής εξουσίας στο νησί, αποφασίστηκε η αποστολή πληρεξουσίων στην Αθήνα. Αυτοί όμως εμποδίστηκαν από τον πρόξενο στη Ρόδο Παπαδάκη, στον οποίο όμως επέδωσαν επιστολή αίτημα του συνεπωνύμου του οπλαρχηγού προς τον ΥΠΕΞ Κορομηλά, να θέσει άμεσα το Καστελλόριζο, υπό την προστασία της ελληνικής κυβέρνησης.
Μερικοί αντιπρόσωποι (Κ. Ζερβός, Σ. Λακερδής, Α. Διαμαντάρας), προσπάθησαν να φτάσουν στην Αθήνα μέσω Σύμης. Τελικά ένας απ’ αυτούς, ο Κομνηνός Ζερβός έφτασε με βάρκα (!) στη Νάξο, όπου παρέδωσε τον φάκελο με τα αιτήματα των Καστελλοριζιών, στον στρατιωτικό διοικητή του νησιού. Άλλοι πληρεξούσιοι (Μ. Πετρίδης, Β. Κοντός, Γ. Ξανθής), με το αμερικάνικο ατμόπλοιο «Νέα Υόρκη», έφτασαν μέσω Σύμης και Χίου στην Αθήνα, όπου τους δέχθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Αυτός αρνήθηκε να αποστείλει κάποια βοήθεια, ζήτησε από τους αντιπροσώπους να επιστρέψουν αμέσως στο νησί τους, να επανεγκαταστήσουν τις αρχές και να υψώσουν την τουρκική σημαία… Οι αντιπρόσωποι αρνήθηκαν και επιχείρησαν μέσω ανθρώπων του περιβάλλοντος Βενιζέλου να τον μεταπείσουν. Στο μεταξύ ο Δραγούμης και ο γραμματέας του τμήματός του Πανουριάς, τιμωρήθηκαν με μηνιαία και δεκαπενθήμερη αντίστοιχα, προσωρινή παύση… Γράφει σχετικά ο Κ. Τσαλαχούρης:
«Το επεισόδιο αυτό θα σφραγίσει τη μετέπειτα ιστορική πορεία της Ελλάδας. Οι δύο άντρες, Ελευθέριος Βενιζέλος και Ίων Δραγούμης, θα ακολουθήσουν ο καθένας το δικό του δρόμο…».
Στο μεταξύ, στο Καστελλόριζο ο Παπαδάκης φρόντισε να οπλιστούν 180 άνδρες και έβαλε σκοπούς σε όλα τα σημεία του νησιού.
Επίσης, επιτάχθηκε το ατμόπλοιο «Ελπίς» του Σταμάτη Κοντούζογλου, που συνέδεε το νησί με την απέναντι ακτή και τοποθετήθηκαν σ’ αυτό ψεύτικη καπνοδόχος και ξύλινα κανόνια. Έτσι οι κάτοικοι των απέναντι παραλίων, νομίζοντας ότι πρόκειται για ελληνικές πολεμικό πλοίο, αποσύρθηκαν έντρομοι στην ενδοχώρα!
Στις 22 Μαρτίου 1913, έφτασε στο Καστελλόριζο με ατμόπλοιο «Ταχυδρόμος», ο Ανθυπολοχαγός Τυλιγάδης, με το ψευδώνυμο Γεώργιος Γεωργαντόπουλος, με σκοπό να πείσει τους αντάρτες να εγκαταλείψουν το νησί, πράγμα που πέτυχε. Πριν φύγουν, εισέπραξαν 450 οθωμανικές λίρες από τους κατοίκους… Από τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας, το Καστελλόριζο προσπαθεί να πετύχει το ακατόρθωτο. Να παραμείνει ελεύθερο με δικά του μέσα. Συγκροτήθηκε Λαϊκή Επιτροπεία και τη στρατιωτική διοίκηση αναλαμβάνει ο Ι. Λακερδής, ενώ το μόνο μέρος που φυλάσσεται είναι αυτό όπου κρατούνται οι Τούρκοι αιχμάλωτοι.
Η ελληνική κυβέρνηση, αναλαμβάνει δράση!
Στην Αθήνα διαδίδεται ότι στο Καστελλόριζο έγιναν σφαγές. Αυτό αναγκάζει τον Βενιζέλο να διατάξει τη μοίρα του Ιονίου, που βρισκόταν τότε στο νότιο Αιγαίο, να σπεύσει στο νησί. Τη μοίρα αποτελούσαν, το θωρηκτό «Ύδρα», τα αντιτορπιλικά «Κεραυνός», «Δόξα» και «Πάνθηρ» και το ανθρακοφόρο «Αλίκη». Η άφιξη του «Πάνθηρα» και αργότερα της υπόλοιπης μοίρας, προκαλεί νέα θύελλα ενθουσιασμού στους κατοίκους του Καστελλόριζου. Ο κυβερνήτης του «Ύδρα» Παπαχρήστος, δέχεται στο θωρηκτό τη Λαϊκή Επιτροπεία και ζητά να αφεθούν ελεύθεροι οι Τούρκοι αιχμάλωτοι. Η Επιτροπεία αρνείται και του δίνει πρωτόκολλο με τις υπογραφές όλων των μελών της, στο οποίο αναφέρεται ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Ο Παπαχρήστος ζητά νέες εντολές από την κυβέρνηση.
Τελικά, με τον απόπλου της μοίρας, διατάχθηκε το εύδρομο «Μυκάλη», να περιπολεί στις ακτές του νησιού και της Λυκίας.
Στρατιωτικός ο οποίος στέλνεται, κρυφά, από την Αθήνα, αποχωρεί, λόγω της εχθρότητας που αντιμετωπίζει. Τελικά, η κυβέρνηση, δια της διπλωματικής οδού, στέλνει την 1η Αυγούστου 1913 στο Καστελλόριζο από τη Σάμο, τον δικηγόρο Βασίλειο Τζαβέλλα ως Διοικητή του νησιού, με τον τίτλο όμως του συμβούλου. Ο Τζαβέλλας κατάφερε να αποκαταστήσει την τάξη στο νησί, αφοπλίζοντας τον Λακερδή και τους 150 ενόπλους που τον συνοδεύουν. Σύντομα 20 αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και άνδρες της Χωροφυλακής από τη Σάμο, εγκαθίστανται στο νησί.
Οι Τούρκοι αιχμάλωτοι, με τη συνοδεία δέκα νέων από το Καστελλόριζο οδηγήθηκαν στην Αθήνα με το ατμόπλοιο «Αιγαίον». Οι αντιπρόσωποι του νησιού, συνέχισαν τις περιοδείες και στην Ευρώπη, ενημερώνοντας τη διεθνή κοινή γνώμη.
Τον Φεβρουάριο του 1914, ο Β.Τζαβέλλας αντικαθίσταται από τους Κ. Σταυράκι και Χ. Πετυχάκι. Και αυτοί όμως άφησαν ασύδοτο τον Λακερδή, που με το πρόσχημα της προστασίας των φτωχών, κατατυραννούσε την πλειοψηφία των κατοίκων. Παράλληλα, προέβαινε σε λαθρεμπόριο, συνεργαζόμενος με τον Γάλλο πρόξενο στη Ρόδο Laffon, που έθεσε στη διάθεσή του και πλοία. Βάση της δραστηριότητάς του, ήταν η νησίδα Κέκοβα.
Από τον Φεβρουάριο του 1915, αναλαμβάνει τη διοίκηση του Καστελλόριζου ο Οδυσσέας Ωρολογάς. Η ομάδα του Λακερδή, έβλεπε ότι έχανε τον έλεγχο του νησιού και προσπάθησε να υπονομεύσει το έργο των Αρχών. Άρχισε μυστικές συνεννοήσεις με τους Γάλλους, που γίνονταν στη Ρόδο και τη Βηρυτό. Στις 31 Μαΐου γίνονται εκλογές σε όλη την Ελλάδα, αλλά το Καστελλόριζο δεν συμμετέχει, επίσημα, σ’ αυτές.
Οι κάτοικοι ψηφίζουν και εκλέγουν παμψηφεί τους Λάζαρο Σταματιάδη και Κωνσταντίνο Σπυρίδη. Όταν ο Σταματιάδης με τους αντιπροσώπους Ίμβρου Α. Λαζόπουλο και Τενέδου Κ. Σφαέλο φτάνουν στη Βουλή, δεν τους επιτρέπεται η είσοδος σ’ αυτή… Ο Ωρολογάς κάνει μια σειρά από λάθη, που αποβαίνουν μοιραία.
Διορίζει δήμαρχο τον Νικήτα Δημητρίου από τη Χάλκη, νυμφευμένο με Καστελλοριζιά, γεγονός που όλοι έψεξαν. Αποκορύφωμα των λαθών του, ήταν η σύλληψη 15 ατόμων για διατάραξη της ησυχίας, τα οποία και στέλνει να δικαστούν στη Σάμο. Οι Τούρκοι εξοπλίζουν τις ακτές απέναντι απ’ το Καστελλόριζο, ενώ στην περιοχή περιπολούν πολλά γαλλικά και δύο αγγλικά πλοία. Ο Ωρολογάς δίνει εντολή στον επικεφαλής της Χωροφυλακής, ανθυπασπιστή Ζήση Ζήση, να συλλάβει και να φυλακίσει τον Λακερδή ως ανυπότακτο. Ωστόσο αυτός, στις 4 Δεκεμβρίου 1915, με τη βοήθεια οπαδών του απελευθερώνεται και στις 7 Δεκεμβρίου, αναγκάζει τον Ωρολογά, τον γραμματέα του και τον ειρηνοδίκη να εγκαταλείψουν το νησί. Ο Ωρολογάς, καθώς το πλοιάριο που τους διέθεσε ο Λακερδής προσεγγίζει τη Ρόδο, καταφέρει να δώσει στον πρόξενο της Ελλάδας Παπαδάκη, αναφορά με τα γεγονότα στο νησί. Ο Παπαδάκης σπεύδει να ενημερώσει την κυβέρνηση στην Αθήνα. Πριν δούμε τη συνέχεια, θα αναφερθούμε στα πολιτικά γεγονότα στην Ελλάδα του 1915, που έπαιξαν τον δικό τους ρόλο στις εξελίξεις και στο Καστελλόριζο.
Ελλάδα 1915: Αλλεπάλληλες εκλογές και αλλαγές κυβερνήσεων
Τον Μάρτιο του 1915 ο Βενιζέλος παραιτήθηκε, όταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος απέσυρε την υποστήριξή του σχετικά με την ελληνική εμπλοκή στην εκστρατεία των Δαρδανελίων. Αυτό το γεγονός, αποτελεί ουσιαστικά την αρχή του εθνικού διχασμού.
Προσωρινά, πρωθυπουργός ανέλαβε ο Δ. Γούναρης.
Στις εκλογές που ακολούθησαν, ο Ε. Βενιζέλος κέρδισε τη σαφή εντολή να προωθήσει την εξωτερική του πολιτική, που υποστήριζε την Αντάντ. Στις 5 Οκτωβρίου όμως παραιτήθηκε εκ νέου, μετά από νέα διαφωνία με τον βασιλιά. Η νέα κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη (ως τις εκλογές του Δεκεμβρίου 1915) και στη συνέχεια υπό τον Στέφανο Σκουλούδη, ήταν φανερά εναντίον της.
Η κατάληψη του Καστελλόριζου από τους Γάλλους
Όταν η κυβέρνηση Ζαΐμη ενημερώθηκε από τον Παπαδάκη για τα γεγονότα στο Καστελλόριζο, κινητοποιήθηκε.
Δόθηκε εντολή στο καταδρομικό «Έλλη», να αποπλεύσει απ’ τον Ναύσταθμο, να παραλάβει από τον Πειραιά τον Ωρολογά και δύναμη Χωροφυλακής (1 ανθυπομοίαρχο και 24 χωροφύλακες), να κατευθυνθεί στη Σάμο για να παραλάβει και άγημα Ευζώνων και να πλεύσει προς το Καστελλόριζο.
Όταν το «Έλλη» φτάνει στη Σάμο, ο κυβερνήτης του Ο. Παπαβασιλείου, ενημερώνεται απ’ τον νομάρχη ότι κυβερνήτης γαλλικού πολεμικού πλοίου, συνοδευόμενος από τον Άγγλο πρόξενο, τον επισκέφθηκε και του είπε ότι η θαλάσσια περιοχή ως το Καστελλόριζο ήταν πολύ επικίνδυνη λόγω «βυθίσεως τορπιλών». Επίσης ζήτησε να δει το επόμενο πρωί, τον κυβερνήτη του «Έλλη». Ο Παπαβασιλείου, απάντησε ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος και ενημέρωσε τον Υπουργό Ναυτικών Κουντουριώτη. Το βράδυ της 13ης Δεκεμβρίου, το «Έλλη» πήρε νέα διαταγή να πάρει περισσότερους άνδρες και να αποχωρήσει. Ο κυβερνήτης του γαλλικού πολεμικού «Provence», έφτασε στη Σάμο και ζήτησε να συναντήσει τον Παπαβασιλείου, στις 22.00 της 13ης Δεκεμβρίου.
Η συνάντηση έγινε και ο Γάλλος με διάφορες δικαιολογίες, προσπαθούσε να αποτρέψει τον κατάπλου του «Έλλη» στο Καστελλόριζο. Ο Παπαβασιλείου, ενημέρωσε τον Κουντουριώτη, ο οποίος έχοντας καταλάβει το ύπουλο γαλλικό παιχνίδι, το διέταξε «λαμβάνοντες προφυλακτικά μέτρα, καταπλεύσατε προορισμόν σας Καστελλόριζον» (Ραδιογράφημα αριθμ. 2157 και τηλεγράφημα Υπ. Ναυτικών αριθμ. 744/14/12/1915).
Στη ρότα του για Καστελλόριζο, ο Παπαβασιλείου σημειώνει ότι το «Έλλη» βρισκόταν κάτω από διαρκή παρακολούθηση. Αρχικά από δύο αγγλικά αντιτορπιλικά και στη συνέχεια «… καθ’ όλον δεν τον νυκτερινόν πλουν ημών παρηκολουθήμεθα εξ αποστάσεως υπό πολεμικών, ευρισκόμενων εις συνεχή συνεννόησιν δια του ασυρμάτου».
Στις 11.30 π.μ. της 15ης Δεκεμβρίου 1915, το «Έλλη», έφτασε δύο μίλια έξω απ’ το λιμάνι του Καστελλόριζου.
Αξιωματικός του πλοίου, στάλθηκε με ατμάκατο στο νησί, για να καλέσει τον λιμενάρχη και τον αρχηγό της στάσης Λακερδή, να πάνε στο « Έλλη».
Επιστρέφοντας σε λίγο, ο αξιωματικός είπε στον κυβερνήτη ότι το νησί είχε καταληφθεί από Γάλλους πεζοναύτες, ότι στα δημόσια κτίρια κυμάτιζε η γαλλική σημαία και πως στον εσωτερικό ορμό του νησιού βρισκόταν τα γαλλικά πλοία «Αμιράλ Σαρνέ» (θωρηκτό καταδρομικό) και «Ζαν ντ’ Αρκ» (καταδρομικό), στο οποίο επέβαινε ο ναύαρχος Μορό, αρχηγός της Τρίτης Μοίρας. Ο Μορό, όταν πήγε στο πλοίο ο Παπαβασιλείου, του είπε ότι το Καστελλόριζο καταλήφθηκε από τις γαλλικές δυνάμεις μετά από εντολή της κυβέρνησης της χώρας του και βρίσκεται είδη υπό απόλυτη γαλλική εξουσία. Ζήτησε μάλιστα από τον Έλληνα αξιωματικό, να μην επιχειρήσει καμία απόβαση από το «Έλλη». Στις διαμαρτυρίες του Παπαβασιλείου, ο Μορό απάντησε:
«Θα σας ομιλήσω με πάσαν ειλικρίνειαν». Η απόκτησις του Καστελλορίζου και η εγκατάστασις γαλλικών αρχών μας ήτο αναγκαία δια πολεμικούς λόγους, δια την τελεσφόρον καταδίωξιν των (γερμανικών) υποβρυχίων άτινα ευρίσκουσιν καταφύγιον εις τας πλησίον ακτάς, πρέπει δε να είσθε βέβαιος ότι η Γαλλία, ήτις μάχεται υπέρ του πολιτισμού και του δικαίου των εθνοτήτων, θα συμπεριφερθεί μετά δικαιοσύνης προς υμάς».
Οι εφτά χωροφύλακες που είχαν φυλακισθεί κατά τη στάση του Λακερδή και των οπαδών του, ελευθερώθηκαν και στάλθηκαν στο «Έλλη», που αναχώρησε από το Καστελλόριζο στις 16.30 μ.μ.
Το νησί είχε καταληφθεί στις 7 το πρωί της 15/12/1915 από 500 Γάλλους πεζοναύτες που οι κάτοικοί του υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό.
Η καθυστερημένη ελληνική αντίδραση
Η ελληνική κυβέρνηση, με διακοίνωση διαμαρτυρίας που επέδωσε ο πρεσβευτής μας στο Παρίσι Ρωμανός, αφού εξέφραζε την έντονη δυσαρέσκειά της για τη γαλλική ενέργεια, κατέκρινε τον Γάλλο υποπρόξενο στη Ρόδο Laffon, τον οποίο κατηγορούσε ότι βρισκόταν πίσω από την ανταρσία Λακερδή εναντίον των ελληνικών αρχών. Πραγματικά, ο Laffon είχε στείλει σήμα στον Αριστίντ Μπριάν, πρωθυπουργό και ΥΠΕΞ τότε της Γαλλίας:
«Οι αρχές του Καστελλόριζου συνέλαβαν κάποιον με το όνομα Λακερδής, πληροφοριοδότη του Προξενείου της Γαλλίας στη Ρόδο. Οι κάτοικοι τον απελευθέρωσαν και εκδίωξαν τον Διοικητή και τους Έλληνες χωροφύλακες.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: «Το Καστελλόριζο δεν αποτελεί μέρος των νησιών, τα οποία η Διάσκεψη του Λονδίνου είχε αναγνωρίσει ως ελληνικά. Οι ελληνικές αρχές, οι οποίες εστάλησαν από τη Σάμο χωρίς τη συναίνεση των Δυνάμεων, δεν έγιναν δεκτές εκεί με καλό μάτι».
Το νησί αποτελεί έναν πρώτης τάξεως τόπο για την επιτήρηση των υποβρυχίων λόγω της γειτνίασής του με την τουρκική ακτή».
Οι Γάλλοι απάντησαν στην ελληνική διακοίνωση, την ίδια μέρα με διάβημα, που παρέδωσε ο επικεφαλής της γαλλικής αντιπροσωπείας στην Αθήνα, στον ΥΠΕΞ Σκουλούδη. Σε αυτό αναφερόταν ότι έπρεπε ν’ αποτραπεί η δραστηριότητα των γερμανικών υποβρυχίων που έβρισκαν καταφύγιο στο Καστελλόριζο και παρέθετε την απόφαση των Δυνάμεων του Φεβρουαρίου 1914, σύμφωνα με την οποία το Καστελλόριζο έπρεπε να επιστραφεί στην Τουρκία. Η ελληνική διακοίνωση προς τη Γαλλία, κοινοποιήθηκε και σε άλλες χώρες, ανάμεσά τους και στην Τουρκία, η οποία το επέστρεψε με κατηγορηματική διακοίνωση, στην οποία ανέφερε ότι το Καστελλόριζο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Από τις 15 Δεκεμβρίου 1915 λοιπόν, το Καστελλόριζο βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή και αποτελούσε ναυτική βάση της Γαλλίας. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Μορό και των άλλων ότι σύντομα θα δινόταν στην Ελλάδα, κάτι τέτοιο δεν έγινε και την 1η Μαρτίου 1921, ύστερα από διαπραγματεύσεις (πιθανότατα και την καταβολή μεγάλου χρηματικού ποσού…), η Γαλλία παρέδωσε το νησί στην Ιταλία, που κατείχε πλέον όλα τα Δωδεκάνησα…
Επίλογος
Από μια ευνοϊκή συγκυρία και την πρωτοβουλία του Ίωνα Δραγούμη, το Καστελλόριζο ήταν ελεύθερο από την 1/3/1913.
Η επαμφοτερίζουσα στάση Βενιζέλου, που εξόργισε τους νησιώτες, οι λανθασμένες επιλογές προσώπων για τη θέση του διοικητή του νησιού, τα πολλά μέτωπα που είχε ανοίξει η χώρα μας, ο εθνικός διχασμός αλλά και η καιροσκοπική και τυχοδιωκτική συμπεριφορά του Λακερδή, οδήγησαν τους Γάλλους στο νησί. Και αυτοί, όπως βλέπουμε στον χάρτη του Διοικητή Τερμ, είχαν αντιληφθεί τη μεγάλη στρατηγική σημασία του νησιού. Με παρελκυστική τακτική, καθυστέρησαν την άφιξη του «Έλλη» στο νησί και το κατέλαβαν. Και οι Ιταλοί, όπως βλέπουμε στον χάρτη του 1921, το συμπεριλαμβάνουν στα νησιά του Αιγαίου και των Δωδεκανήσων (στο πλαίσιο, υπάρχει μεγεθυμένη η Ρόδος).
Παρά το ότι η Ελλάδα κρατούσε ακατανόητη θέση στο θέμα του Καστελλόριζου, όταν μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους αποφασίστηκε η ναυπήγηση ναυαρχίδας με το όνομα «Βασιλεύς Κωνσταντίνος», ζήτησε και τη συνδρομή των νησιωτών της Μεγίστης, που συγκέντρωσαν, παρά τα προβλήματά τους, 14.730 χρυσές δραχμές…
Για μία ακόμη φορά (βλ. Βόρειος Ήπειρος, Ίμβρος, Τένεδος, Ανατολική Θράκη, Μικρά Ασία κλπ), οι «σύμμαχοι» χρησιμοποίησαν τη χώρα μας και την κρίσιμη στιγμή την «πούλησαν» στυγνά και στεγνά, βάζοντας πάνω απ’ όλα το δικό τους συμφέρον…
Τελικά, 32 χρόνια αργότερα, το Καστελλόριζο και το υπόλοιπα Δωδεκάνησα, μετά από πολλές προσπάθειες, δόθηκαν στην Ελλάδα και στις 7 Μαρτίου 1948 ενσωματώθηκαν επίσημα στη χώρα μας.
Πηγές: Κώστας Φ. Τσαλαχούρης, «ΙΜΙΑ: Το χρονικό της χάραξης των συνόρων της Δωδεκάνησου (1932-1947», εκδόσεις ΤΡΟΧΑΛΙΑ, 1997. Από το βιβλίο αυτό προέρχονται τα ιστορικά έγγραφα και οι περισσότερες σπάνιες φωτογραφίες.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, «ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ, Το μαργαριτάρι του Λεβάντε» Η Γαλλική Κατοχή (1915-1921)»,Εκδόσεις Σ. Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2004
Ι. Μ. ΧΑΤΖΗΦΩΤΗΣ, «ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ, Ο ΑΚΡΙΤΑΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ», Εκδόσεις ΙΡΙΣ, 1996.
Μιχάλης Στούκας-https://www.protothema.gr
Το Καστελλόριζο (ή Μεγίστη), βρίσκεται πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια στο προσκήνιο, κυρίως λόγω της γεωγραφικής του θέσης και της ΑΟΖ. Ευτυχώς φαίνεται ότι έστω και καθυστερημένα, η πολιτική ηγεσία της χώρας μας έχει καταλάβει τη στρατηγική αξία του νησιού και το θωρακίζει για να αντιμετωπίσει τις τουρκικές απειλές.
Το Καστελλόριζο πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους
Το 1522 τα Δωδεκάνησα και ανάμεσά τους βέβαια και το Καστελλόριζο, πέρασαν από τους Ιωαννίτες ιππότες που τα κατείχαν, στους Οθωμανούς. Το 1659 οι Ενετοί κατέλαβαν για μικρό χρονικό διάστημα το Καστελλόριζο, το οποίο όμως πέρασε σύντομα ξανά στα χέρια των Οθωμανών. Κατά την Επανάσταση του 1821, το Καστελλόριζο συμμετείχε με τα πλοία του στον Αγώνα. Γράφει χαρακτηριστικά ο Παλαιών Πατρών Γερμανός: «Ομοίως και οι Κασιώται και Καστελλοριζιώται με τα μικρά των πλοία επροξένησαν φρίκην και τρόμον εις τα παράλια της Συρίας,και πολλά εκ των τουρκικών πλοίων εκυρίευσαν». Το 1835, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’, παραχώρησε στα Δωδεκάνησα εσωτερική αυτοδιοίκηση και φορολογικές απαλλαγές.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, το Καστελλόριζο χάρη στη ναυτιλία, ως τις αρχές του 20ου αιώνα, να γνωρίσει τη μεγαλύτερη ακμή της ιστορίας του.
Πολλοί κάτοικοί του ασχολούνταν και με τη σπογγαλιεία.
Το 1886, υπήρχαν στο νησί 100 εργαστήρια επεξεργασίας σπόγγων. Μόνο στη Σύμη, απ’ όλα τα Δωδεκάνησα, υπήρχαν περισσότερα (150).
Για τον πληθυσμό του Καστελλόριζου το δεύτερο μισό του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, έχουν γραφτεί πολλά. Κάποιοι γράφουν ότι το 1890 είχε 15.000 κατοίκους, φαίνεται όμως ότι στην πραγματικότητα ο πληθυσμός του στο γύρισμα του αιώνα ήταν 9.000 – 10.000. Η Οθωμανική Γενική Απογραφή του 1881 – 1882, αναφέρει ότι στο νησί κατοικούσαν 4.860 ενήλικοι: 2.552 Έλληνες, 2.083 Ελληνίδες, 115 Τούρκοι και 110 Τουρκάλες. Η ετήσια έκθεση της Ιταλικής Διοίκησης στα Δωδεκάνησα για το 1922, πιστοποιεί ότι στο Καστελλόριζο υπήρχαν 1.407 σπίτια, κατοικημένα ή μη. Ο Νικόλαος Παπαναστασίου γράφει ότι το Καστελλόριζο στην περίοδο της ακμής του, είχε την υψηλότερη πυκνότητα πληθυσμού παγκοσμίως (700 κάτοικοι ανά τ.χλμ)!
Η ΦΡΟΥΡΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟΥ ΤΟ 1913
Όμως το κίνημα των Νεότουρκων παρά τα όσα διακήρυττε, με μία σειρά από μέτρα, έφερε τα πάνω κάτω στα Δωδεκάνησα και φυσικά και στο Καστελλόριζο.
Στις 24 Δεκεμβρίου 1910, παραδόθηκε στο νησί το διάταγμα της υποχρεωτικής στράτευσης. Δύο μέρες αργότερα, οι Καστελλοριζιοί απέρριψαν τους όρους του διατάγματος. Παράλληλα καταργήθηκαν η εξαίρεση από τη φορολογία, περιορίστηκε σημαντικά το εμπόριο με τις απέναντι ακτές της Ανατολίας, καθιερώθηκε υποχρεωτικός κατάλογος αρρένων ικανών σωματικά, ενώ και οι θρησκευτικές ελευθερίες ανακλήθηκαν σε μεγάλο βαθμό.
Οι διαμαρτυρίες των νησιωτών με τη μεσολάβηση και την υποστήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα.
Έτσι πολλοί κάτοικοι του Καστελλόριζου, κυρίως άντρες, αποφάσισαν να αναζητήσουν καλύτερη τύχη στο εξωτερικό. Οι περισσότεροι όμως, παρέμειναν στο νησί ελπίζοντας ότι τα πράγματα θα βελτιωθούν.
Ο ιταλοτουρκικός πόλεμος (1911-1912)
Η Ιταλία, ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε δώσει δείγματα επεκτατικών διαθέσεων στην εξωτερική της πολιτική. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1911, οι Ιταλοί εισέβαλαν στη Λιβύη που βρισκόταν κάτω από οθωμανική κυριαρχία. Η εισβολή αυτή, είχε αντίκτυπο και στα Δωδεκάνησα. Μεταξύ Οκτωβρίου 1911 και Μαΐου 1912, η εμπορική δραστηριότητα στην περιοχή μηδενίστηκε, με το σταμάτημα και από τους Νεότουρκους των συναλλαγών με την Ανατολία και τα χωρικά ύδατα των Δωδεκανήσων ελέγχονταν από ιταλικά πλοία που έκαναν περιπολίες. Ο Ιταλός στρατηγός Ameglio, επικεφαλής των στρατευμάτων της χώρας του στην περιοχή, έστειλε αναφορά στη Ρώμη, τονίζοντας τα οφέλη από την κατάληψη των Δωδεκανήσων, καθώς έτσι θα αναγκάζονταν οι Οθωμανοί να εγκαταλείψουν την Τρίπολη της Λιβύης και την Κυρηναϊκή. Η εισήγησή του έγινε δεκτή και μεταξύ 22 Απριλίου και 22 Μαΐου 1912, οι Ιταλοί κατέλαβαν όλα τα μεγάλα νησιά των Δωδεκανήσων εκτός από το Καστελλόριζο. Μόνο στη Ρόδο ,ειδικά στην Ψίνθο και την Κω λίγοι Τούρκοι αντιστάθηκαν.
Ο Ameglio απέκλειε την κατοχή του Καστελλόριζου από την ξηρά , καθώς βρισκόταν μακριά από τα άλλα νησιά του συμπλέγματος και δεν τη θεωρούσε στρατηγικά βιώσιμη επιλογή. Οι Καστελλοριζιοί, βλέποντας ότι απομονώνονται, έστειλαν στη Ρόδο τον πρωτοπρεσβύτερο Θεοδόσιο Σιμωνίδη, ο οποίος στις 8 Μαΐου 1912 συναντήθηκε με τον Ameglio, δεν κατάφερε όμως να τον πείσει να στείλει στρατεύματα στο νησί. Η κατάσταση στο Καστελλόριζο άρχισε να γίνεται δραματική.
Λίγο αργότερα, κάποιοι ποντοπόροι ναυτικοί, ανάρτησαν τη «σημαία των νησιών του Αιγαίου», το νέο σύμβολο των Δωδεκανησίων για ανεξαρτησία από την οθωμανική κυριαρχία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, όλα τα τουρκικά λιμάνια να κλείσουν για τα πλοία των Καστελλοριζιών. Ως το τέλος του 1912, περισσότεροι από 4.000 κάτοικοι του νησιού το εγκατέλειψαν οριστικά, αφήνοντας σ’ αυτό 4.000 – 5.000 κατοίκους, χωρίς εισοδήματα, τρόφιμα και χωρίς καμία επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο.
Στις 5 Οκτωβρίου 1912, υπογράφτηκε η Συνθήκη του Ουσί, με την οποία τα οθωμανικά εδάφη στην Αφρική περνούσαν στην κατοχή της Ιταλίας, η οποία υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει τα Δωδεκάνησα. Την ίδια μέρα όμως, η Ελλάδα κήρυττε τον πόλεμο στην οθωμανική αυτοκρατορία. Οι Βαλκανικοί πόλεμοι ξεκινούσαν, ενώ τα τύμπανα του πόλεμου, είχαν αρχίσει να ηχούν και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Με μια μυστική συμφωνία στο Λονδίνο, οι Μεγάλες Δυνάμεις, Μ. Βρετανία, Ρωσία και Γαλλία, αναγνώρισαν την κυριαρχία της Ιταλίας στα Δωδεκάνησα, με αντάλλαγμα την ουδετερότητα της στις εξελίξεις.
Οι υποσχέσεις του Ameglio για αυτονομία και αυτοδιοίκηση των Δωδεκανήσων, δεν τηρήθηκαν ποτέ…
Το Καστελλόριζο, που δεν είχε καταληφθεί από τους Ιταλούς, παρέμενε, τυπικά τουλάχιστον, κάτω από οθωμανική κατοχή.
ΚΑΤΑΔΡΟΜΙΚΟ ΖΑΝ ΝΤ ΑΡΚ
Η απελευθέρωση του Καστελλόριζου (1913)
Οι επιτυχίες του Ελληνικού Στρατού στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο και η σταδιακή απελευθέρωση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου από τον Στόλο μας, αναπτέρωσε το ηθικό των Καστελλοριζιών.
Τον Νοέμβριο του 1912, έστειλαν στην Αθήνα τον, φοιτητή τότε, Μιχαήλ Πετρίδη με γραπτό αίτημα, προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με το οποίο ζητούσαν την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Ο Πετρίδης δεν μπόρεσε να δει τον Βενιζέλο, ο οποίος είχε ήδη αναχωρήσει για το Λονδίνο, ωστόσο συναντήθηκε με τον Υπουργό Εξωτερικών Λάμπρο Κορομηλά και τον τότε, προϊστάμενο του Τμήματος Ανατολικών Υποθέσεων του Υπουργείου Ίωνα Δραγούμη, τους οποίους και κατόρθωσε να πείσει για τα οφέλη της υποστήριξης του Καστελλόριζου. Εξασφαλίσεις για ένοπλη συνδρομή δεν έλαβε, ωστόσο ο Δραγούμης του συνέστησε να γίνει στο νησί δημοψήφισμα που θα αφορούσε την ένωση με την Ελλάδα. Ενθουσιασμένος ο νεαρός Πετρίδης και βέβαιος ότι θα υπάρξει συνδρομή από την Αθήνα σε περίπτωση που το νησί επαναστατήσει, γύρισε στο Καστελλόριζο όπου οργανώθηκε δημοψήφισμα (22 Δεκεμβρίου 1912), με το οποίο αποφασίστηκε ομόφωνα η ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Άλλωστε τότε στο νησί δεν ζούσαν περισσότεροι από 50 Τούρκοι.
Ο καταλύτης των εξελίξεων, ήταν το απαντητικό τηλεγράφημα του Ελευθέριου Βενιζέλου, στο αίτημά τους
«Προς τους κ.κ. Δημογέροντας της νήσου Καστελλορίζου. Εις Καστελλόριζον.
Εν Αθήναις τη 12 Φεβρουαρίου 1913
Αξιότιμοι Κύριοι,
Μετά συγκινήσεως απαντών εις τας υπό του ευγενούς λαού της νήσου Καστελλορίζου διατυπουμένας ευχάς υπέρ της ενώσεως μετά της Μητρός Ελλάδος, εύχομαι μεθ’ υμών εκ βάθους ψυχής υπέρ της πληρώσεως των κοινών πόθων.
Μετά πάσης τιμής
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
Όπως βλέπουμε, το τηλεγράφημα ήταν διατυπωμένο με τέτοιο τρόπο που ούτε ενθάρρυνε, ούτε όμως και απέτρεπε την ένοπλη εξέγερση των Καστελλοριζιών.
Οι εξελίξεις όμως, ήταν καταιγιστικές. Στις 19.30 της Παρασκευής 1ης Μαρτίου 1913, το επίτακτο ατμόπλοιο «Ρούμελη» της εταιρείας. Πανταλέοντος, αποβίβασε στο νότιο τμήμα του νησιού, στη θέση Καρύδια, αντάρτικο σώμα 30 ανδρών υπό τον οπλαρχηγό Εμμανουήλ Δασκαλάκη, το οποίο στις 20.30 κατέλαβε την ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου και κάλεσε τον αρχιερατικό επίσκοπο Θ.Κ. Σιμωνίδη και τους δημογέροντες του νησιού να συναντηθούν μαζί τους. Όταν αυτή πραγματοποιήθηκε, ο Δασκαλάκης είπε στους Καστελλοριζιούς:
«Αιδεσιμότατε, έρχομαι κατ΄ εντολήν της Ελληνικής Κυβερνήσεως να καταλάβω την νήσον εν ονόματι του Βασιλέος των Ελλήνων». Μαζί του ήταν οι: Ε. Κοπάσης, Α. Πικουτάρης, Μ. Καντσινακάκης, Σ. Μπουχλάκης, Γ. Γιαννακάκης, Ι. Σαμένης, Μ. Γδουτάκης, Γ. Φανουργάκης, Σ. Δημητρογιαννάκης, Ν. Στελέκης, Σ. Μαντρεμάκης, Φ. Ιγνατίου, Α. Χοχλάκης, Σ. Βενετάκης, Η. Γιακομάκης, Γ. Σανουδάκης, Γ. Βενετάκης, Κ. Ζωσόπουλος, Σ. Κωσταράκης, Π. Τσίγκονας, Σ. Παπαδάκης, Β. Γιαννόπουλος, Λ. Μάκκας, Μ. Νικοδήμου, Ε. Χατζηγιαννάκης, Σ. Σταυρουλάκης, Ε. Σαραντινάκης, Ι. Περάκης και Ε. Λίτινας. Το σώμα των Κρητικών, συνόδευαν ως μέλη του οι Καστελλοριζιοί, Ιωάννης Λακερδής, που θα παίξει σημαντικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις στο νησί και ο πλοίαρχος Μαρίνας:
(Πηγή: Κώστας Φ. Τσαλαχούρης, «ΙΜΙΑ, Το Χρονικό της Χάραξης των Συνόρων των Δωδεκανήσων (1932-1947)».
Ο επικεφαλής των ανταρτών Ε. Παπαδάκης, συνοδευόμενος από τον πρωτοπρεσβύτερο Θ. Σιμωνίδη και τον γιατρό Βαρθολομαίο Κοντό, πήγαν στον καϊμακάμη του νησιού, Μουσταφά Λουτφή Βέη.
Στον καϊμακάμη, που έμενε στο τελωνείο μαζί με τους κρατικούς υπαλλήλους, αναγγέλθηκε ότι το Καστελλόριζο καταλήφθηκε από τον Ελληνικό Στρατό, στο όνομα του Βασιλιά και ότι για ν’ αποφευχθεί αιματοχυσία, πρέπει και όλοι οι μουσουλμάνοι του νησιού να παραδοθούν. Ο Μουσταφά Λουτφή Βέης, απάντησε: «Μη δυνάμενος να υπερασπίσω την πόλιν, παραδίδω ταύτην διαμαρτυρόμενος δια την πράξιν ταύτην της ελληνικής Κυβερνήσεως». Φυσικά, μαζί με τους αντάρτες, είχαν σπεύσει στο τελωνείο και όλοι σχεδόν οι κάτοικοι του Καστελλόριζου, που παραληρούσαν από ενθουσιασμό.
Την επόμενη μέρα, στις 11.30 το πρωί, καταλήφθηκε το Διοικητήριο, ενώ η φρουρά του νησιού αποτελούμενη από επτά άτομα παραδόθηκε στους Έλληνες αντάρτες. Στις 12 το μεσημέρι της 2ας Μαρτίου 1913, καταλήφθηκαν επίσης το τελωνείο, το υγειονομείο και το λιμεναρχείο. Συγκροτήθηκε προσωρινή διοικητική επιτροπή του νησιού, με επικεφαλής τον πρωτοπρεσβύτερο Θ. Σιμωνίδη, ενώ συνελήφθησαν ως αιχμάλωτοι πολέμου, εκτός από τον καϊμακάμη ο Κενάν – Μαλ εφένδης (μουδίρης= διοικητικός υπάλληλος της αυτοκρατορίας) και άλλοι 13 Οθωμανοί κυβερνητικοί υπάλληλοι.
Το πλοίο «Ρούμελη», είχε επιταχθεί μετά από «εντολή άνωθεν», που είχε δοθεί από τον Ίωνα Δραγούμη.
Όταν το πλοίο επέστρεψε στη Ρόδο, ο εκεί Έλληνας πρόξενος Παπαδάκης, ζήτησε από τον καπετάνιο του να γυρίσει στο νησί και να παραλάβει τους αντάρτες, καθώς υπήρχε η πληροφορία ότι 800 Τουρκοκρητικοί που βρίσκονταν στην Αττάλεια, ετοιμάζονταν να αποβιβαστούν στο Καστελλόριζο. Ακολούθησαν διαβουλεύσεις με πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων και αποφεύχθηκε οποιαδήποτε επέμβαση των Οθωμανών στο ακριτικό νησί.
Το Καστελλόριζο είναι ελεύθερο!
Μετά την κατάλυση της οθωμανικής εξουσίας στο νησί, αποφασίστηκε η αποστολή πληρεξουσίων στην Αθήνα. Αυτοί όμως εμποδίστηκαν από τον πρόξενο στη Ρόδο Παπαδάκη, στον οποίο όμως επέδωσαν επιστολή αίτημα του συνεπωνύμου του οπλαρχηγού προς τον ΥΠΕΞ Κορομηλά, να θέσει άμεσα το Καστελλόριζο, υπό την προστασία της ελληνικής κυβέρνησης.
Μερικοί αντιπρόσωποι (Κ. Ζερβός, Σ. Λακερδής, Α. Διαμαντάρας), προσπάθησαν να φτάσουν στην Αθήνα μέσω Σύμης. Τελικά ένας απ’ αυτούς, ο Κομνηνός Ζερβός έφτασε με βάρκα (!) στη Νάξο, όπου παρέδωσε τον φάκελο με τα αιτήματα των Καστελλοριζιών, στον στρατιωτικό διοικητή του νησιού. Άλλοι πληρεξούσιοι (Μ. Πετρίδης, Β. Κοντός, Γ. Ξανθής), με το αμερικάνικο ατμόπλοιο «Νέα Υόρκη», έφτασαν μέσω Σύμης και Χίου στην Αθήνα, όπου τους δέχθηκε ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Αυτός αρνήθηκε να αποστείλει κάποια βοήθεια, ζήτησε από τους αντιπροσώπους να επιστρέψουν αμέσως στο νησί τους, να επανεγκαταστήσουν τις αρχές και να υψώσουν την τουρκική σημαία… Οι αντιπρόσωποι αρνήθηκαν και επιχείρησαν μέσω ανθρώπων του περιβάλλοντος Βενιζέλου να τον μεταπείσουν. Στο μεταξύ ο Δραγούμης και ο γραμματέας του τμήματός του Πανουριάς, τιμωρήθηκαν με μηνιαία και δεκαπενθήμερη αντίστοιχα, προσωρινή παύση… Γράφει σχετικά ο Κ. Τσαλαχούρης:
«Το επεισόδιο αυτό θα σφραγίσει τη μετέπειτα ιστορική πορεία της Ελλάδας. Οι δύο άντρες, Ελευθέριος Βενιζέλος και Ίων Δραγούμης, θα ακολουθήσουν ο καθένας το δικό του δρόμο…».
Στο μεταξύ, στο Καστελλόριζο ο Παπαδάκης φρόντισε να οπλιστούν 180 άνδρες και έβαλε σκοπούς σε όλα τα σημεία του νησιού.
Επίσης, επιτάχθηκε το ατμόπλοιο «Ελπίς» του Σταμάτη Κοντούζογλου, που συνέδεε το νησί με την απέναντι ακτή και τοποθετήθηκαν σ’ αυτό ψεύτικη καπνοδόχος και ξύλινα κανόνια. Έτσι οι κάτοικοι των απέναντι παραλίων, νομίζοντας ότι πρόκειται για ελληνικές πολεμικό πλοίο, αποσύρθηκαν έντρομοι στην ενδοχώρα!
Στις 22 Μαρτίου 1913, έφτασε στο Καστελλόριζο με ατμόπλοιο «Ταχυδρόμος», ο Ανθυπολοχαγός Τυλιγάδης, με το ψευδώνυμο Γεώργιος Γεωργαντόπουλος, με σκοπό να πείσει τους αντάρτες να εγκαταλείψουν το νησί, πράγμα που πέτυχε. Πριν φύγουν, εισέπραξαν 450 οθωμανικές λίρες από τους κατοίκους… Από τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας, το Καστελλόριζο προσπαθεί να πετύχει το ακατόρθωτο. Να παραμείνει ελεύθερο με δικά του μέσα. Συγκροτήθηκε Λαϊκή Επιτροπεία και τη στρατιωτική διοίκηση αναλαμβάνει ο Ι. Λακερδής, ενώ το μόνο μέρος που φυλάσσεται είναι αυτό όπου κρατούνται οι Τούρκοι αιχμάλωτοι.
Η ελληνική κυβέρνηση, αναλαμβάνει δράση!
Στην Αθήνα διαδίδεται ότι στο Καστελλόριζο έγιναν σφαγές. Αυτό αναγκάζει τον Βενιζέλο να διατάξει τη μοίρα του Ιονίου, που βρισκόταν τότε στο νότιο Αιγαίο, να σπεύσει στο νησί. Τη μοίρα αποτελούσαν, το θωρηκτό «Ύδρα», τα αντιτορπιλικά «Κεραυνός», «Δόξα» και «Πάνθηρ» και το ανθρακοφόρο «Αλίκη». Η άφιξη του «Πάνθηρα» και αργότερα της υπόλοιπης μοίρας, προκαλεί νέα θύελλα ενθουσιασμού στους κατοίκους του Καστελλόριζου. Ο κυβερνήτης του «Ύδρα» Παπαχρήστος, δέχεται στο θωρηκτό τη Λαϊκή Επιτροπεία και ζητά να αφεθούν ελεύθεροι οι Τούρκοι αιχμάλωτοι. Η Επιτροπεία αρνείται και του δίνει πρωτόκολλο με τις υπογραφές όλων των μελών της, στο οποίο αναφέρεται ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Ο Παπαχρήστος ζητά νέες εντολές από την κυβέρνηση.
Τελικά, με τον απόπλου της μοίρας, διατάχθηκε το εύδρομο «Μυκάλη», να περιπολεί στις ακτές του νησιού και της Λυκίας.
Στρατιωτικός ο οποίος στέλνεται, κρυφά, από την Αθήνα, αποχωρεί, λόγω της εχθρότητας που αντιμετωπίζει. Τελικά, η κυβέρνηση, δια της διπλωματικής οδού, στέλνει την 1η Αυγούστου 1913 στο Καστελλόριζο από τη Σάμο, τον δικηγόρο Βασίλειο Τζαβέλλα ως Διοικητή του νησιού, με τον τίτλο όμως του συμβούλου. Ο Τζαβέλλας κατάφερε να αποκαταστήσει την τάξη στο νησί, αφοπλίζοντας τον Λακερδή και τους 150 ενόπλους που τον συνοδεύουν. Σύντομα 20 αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και άνδρες της Χωροφυλακής από τη Σάμο, εγκαθίστανται στο νησί.
ΜΑΘΗΤΕΣ ΣΤΟ ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΜΕ ΞΥΛΙΝΑ ΟΠΛΑ ΤΟ 1914
Οι Τούρκοι αιχμάλωτοι, με τη συνοδεία δέκα νέων από το Καστελλόριζο οδηγήθηκαν στην Αθήνα με το ατμόπλοιο «Αιγαίον». Οι αντιπρόσωποι του νησιού, συνέχισαν τις περιοδείες και στην Ευρώπη, ενημερώνοντας τη διεθνή κοινή γνώμη.
Τον Φεβρουάριο του 1914, ο Β.Τζαβέλλας αντικαθίσταται από τους Κ. Σταυράκι και Χ. Πετυχάκι. Και αυτοί όμως άφησαν ασύδοτο τον Λακερδή, που με το πρόσχημα της προστασίας των φτωχών, κατατυραννούσε την πλειοψηφία των κατοίκων. Παράλληλα, προέβαινε σε λαθρεμπόριο, συνεργαζόμενος με τον Γάλλο πρόξενο στη Ρόδο Laffon, που έθεσε στη διάθεσή του και πλοία. Βάση της δραστηριότητάς του, ήταν η νησίδα Κέκοβα.
Από τον Φεβρουάριο του 1915, αναλαμβάνει τη διοίκηση του Καστελλόριζου ο Οδυσσέας Ωρολογάς. Η ομάδα του Λακερδή, έβλεπε ότι έχανε τον έλεγχο του νησιού και προσπάθησε να υπονομεύσει το έργο των Αρχών. Άρχισε μυστικές συνεννοήσεις με τους Γάλλους, που γίνονταν στη Ρόδο και τη Βηρυτό. Στις 31 Μαΐου γίνονται εκλογές σε όλη την Ελλάδα, αλλά το Καστελλόριζο δεν συμμετέχει, επίσημα, σ’ αυτές.
Οι κάτοικοι ψηφίζουν και εκλέγουν παμψηφεί τους Λάζαρο Σταματιάδη και Κωνσταντίνο Σπυρίδη. Όταν ο Σταματιάδης με τους αντιπροσώπους Ίμβρου Α. Λαζόπουλο και Τενέδου Κ. Σφαέλο φτάνουν στη Βουλή, δεν τους επιτρέπεται η είσοδος σ’ αυτή… Ο Ωρολογάς κάνει μια σειρά από λάθη, που αποβαίνουν μοιραία.
Διορίζει δήμαρχο τον Νικήτα Δημητρίου από τη Χάλκη, νυμφευμένο με Καστελλοριζιά, γεγονός που όλοι έψεξαν. Αποκορύφωμα των λαθών του, ήταν η σύλληψη 15 ατόμων για διατάραξη της ησυχίας, τα οποία και στέλνει να δικαστούν στη Σάμο. Οι Τούρκοι εξοπλίζουν τις ακτές απέναντι απ’ το Καστελλόριζο, ενώ στην περιοχή περιπολούν πολλά γαλλικά και δύο αγγλικά πλοία. Ο Ωρολογάς δίνει εντολή στον επικεφαλής της Χωροφυλακής, ανθυπασπιστή Ζήση Ζήση, να συλλάβει και να φυλακίσει τον Λακερδή ως ανυπότακτο. Ωστόσο αυτός, στις 4 Δεκεμβρίου 1915, με τη βοήθεια οπαδών του απελευθερώνεται και στις 7 Δεκεμβρίου, αναγκάζει τον Ωρολογά, τον γραμματέα του και τον ειρηνοδίκη να εγκαταλείψουν το νησί. Ο Ωρολογάς, καθώς το πλοιάριο που τους διέθεσε ο Λακερδής προσεγγίζει τη Ρόδο, καταφέρει να δώσει στον πρόξενο της Ελλάδας Παπαδάκη, αναφορά με τα γεγονότα στο νησί. Ο Παπαδάκης σπεύδει να ενημερώσει την κυβέρνηση στην Αθήνα. Πριν δούμε τη συνέχεια, θα αναφερθούμε στα πολιτικά γεγονότα στην Ελλάδα του 1915, που έπαιξαν τον δικό τους ρόλο στις εξελίξεις και στο Καστελλόριζο.
Ελλάδα 1915: Αλλεπάλληλες εκλογές και αλλαγές κυβερνήσεων
Τον Μάρτιο του 1915 ο Βενιζέλος παραιτήθηκε, όταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος απέσυρε την υποστήριξή του σχετικά με την ελληνική εμπλοκή στην εκστρατεία των Δαρδανελίων. Αυτό το γεγονός, αποτελεί ουσιαστικά την αρχή του εθνικού διχασμού.
Προσωρινά, πρωθυπουργός ανέλαβε ο Δ. Γούναρης.
Στις εκλογές που ακολούθησαν, ο Ε. Βενιζέλος κέρδισε τη σαφή εντολή να προωθήσει την εξωτερική του πολιτική, που υποστήριζε την Αντάντ. Στις 5 Οκτωβρίου όμως παραιτήθηκε εκ νέου, μετά από νέα διαφωνία με τον βασιλιά. Η νέα κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη (ως τις εκλογές του Δεκεμβρίου 1915) και στη συνέχεια υπό τον Στέφανο Σκουλούδη, ήταν φανερά εναντίον της.
Η κατάληψη του Καστελλόριζου από τους Γάλλους
Όταν η κυβέρνηση Ζαΐμη ενημερώθηκε από τον Παπαδάκη για τα γεγονότα στο Καστελλόριζο, κινητοποιήθηκε.
Δόθηκε εντολή στο καταδρομικό «Έλλη», να αποπλεύσει απ’ τον Ναύσταθμο, να παραλάβει από τον Πειραιά τον Ωρολογά και δύναμη Χωροφυλακής (1 ανθυπομοίαρχο και 24 χωροφύλακες), να κατευθυνθεί στη Σάμο για να παραλάβει και άγημα Ευζώνων και να πλεύσει προς το Καστελλόριζο.
Όταν το «Έλλη» φτάνει στη Σάμο, ο κυβερνήτης του Ο. Παπαβασιλείου, ενημερώνεται απ’ τον νομάρχη ότι κυβερνήτης γαλλικού πολεμικού πλοίου, συνοδευόμενος από τον Άγγλο πρόξενο, τον επισκέφθηκε και του είπε ότι η θαλάσσια περιοχή ως το Καστελλόριζο ήταν πολύ επικίνδυνη λόγω «βυθίσεως τορπιλών». Επίσης ζήτησε να δει το επόμενο πρωί, τον κυβερνήτη του «Έλλη». Ο Παπαβασιλείου, απάντησε ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος και ενημέρωσε τον Υπουργό Ναυτικών Κουντουριώτη. Το βράδυ της 13ης Δεκεμβρίου, το «Έλλη» πήρε νέα διαταγή να πάρει περισσότερους άνδρες και να αποχωρήσει. Ο κυβερνήτης του γαλλικού πολεμικού «Provence», έφτασε στη Σάμο και ζήτησε να συναντήσει τον Παπαβασιλείου, στις 22.00 της 13ης Δεκεμβρίου.
Η συνάντηση έγινε και ο Γάλλος με διάφορες δικαιολογίες, προσπαθούσε να αποτρέψει τον κατάπλου του «Έλλη» στο Καστελλόριζο. Ο Παπαβασιλείου, ενημέρωσε τον Κουντουριώτη, ο οποίος έχοντας καταλάβει το ύπουλο γαλλικό παιχνίδι, το διέταξε «λαμβάνοντες προφυλακτικά μέτρα, καταπλεύσατε προορισμόν σας Καστελλόριζον» (Ραδιογράφημα αριθμ. 2157 και τηλεγράφημα Υπ. Ναυτικών αριθμ. 744/14/12/1915).
Στη ρότα του για Καστελλόριζο, ο Παπαβασιλείου σημειώνει ότι το «Έλλη» βρισκόταν κάτω από διαρκή παρακολούθηση. Αρχικά από δύο αγγλικά αντιτορπιλικά και στη συνέχεια «… καθ’ όλον δεν τον νυκτερινόν πλουν ημών παρηκολουθήμεθα εξ αποστάσεως υπό πολεμικών, ευρισκόμενων εις συνεχή συνεννόησιν δια του ασυρμάτου».
Στις 11.30 π.μ. της 15ης Δεκεμβρίου 1915, το «Έλλη», έφτασε δύο μίλια έξω απ’ το λιμάνι του Καστελλόριζου.
Αξιωματικός του πλοίου, στάλθηκε με ατμάκατο στο νησί, για να καλέσει τον λιμενάρχη και τον αρχηγό της στάσης Λακερδή, να πάνε στο « Έλλη».
Επιστρέφοντας σε λίγο, ο αξιωματικός είπε στον κυβερνήτη ότι το νησί είχε καταληφθεί από Γάλλους πεζοναύτες, ότι στα δημόσια κτίρια κυμάτιζε η γαλλική σημαία και πως στον εσωτερικό ορμό του νησιού βρισκόταν τα γαλλικά πλοία «Αμιράλ Σαρνέ» (θωρηκτό καταδρομικό) και «Ζαν ντ’ Αρκ» (καταδρομικό), στο οποίο επέβαινε ο ναύαρχος Μορό, αρχηγός της Τρίτης Μοίρας. Ο Μορό, όταν πήγε στο πλοίο ο Παπαβασιλείου, του είπε ότι το Καστελλόριζο καταλήφθηκε από τις γαλλικές δυνάμεις μετά από εντολή της κυβέρνησης της χώρας του και βρίσκεται είδη υπό απόλυτη γαλλική εξουσία. Ζήτησε μάλιστα από τον Έλληνα αξιωματικό, να μην επιχειρήσει καμία απόβαση από το «Έλλη». Στις διαμαρτυρίες του Παπαβασιλείου, ο Μορό απάντησε:
«Θα σας ομιλήσω με πάσαν ειλικρίνειαν». Η απόκτησις του Καστελλορίζου και η εγκατάστασις γαλλικών αρχών μας ήτο αναγκαία δια πολεμικούς λόγους, δια την τελεσφόρον καταδίωξιν των (γερμανικών) υποβρυχίων άτινα ευρίσκουσιν καταφύγιον εις τας πλησίον ακτάς, πρέπει δε να είσθε βέβαιος ότι η Γαλλία, ήτις μάχεται υπέρ του πολιτισμού και του δικαίου των εθνοτήτων, θα συμπεριφερθεί μετά δικαιοσύνης προς υμάς».
Οι εφτά χωροφύλακες που είχαν φυλακισθεί κατά τη στάση του Λακερδή και των οπαδών του, ελευθερώθηκαν και στάλθηκαν στο «Έλλη», που αναχώρησε από το Καστελλόριζο στις 16.30 μ.μ.
Το νησί είχε καταληφθεί στις 7 το πρωί της 15/12/1915 από 500 Γάλλους πεζοναύτες που οι κάτοικοί του υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό.
Η καθυστερημένη ελληνική αντίδραση
Η ελληνική κυβέρνηση, με διακοίνωση διαμαρτυρίας που επέδωσε ο πρεσβευτής μας στο Παρίσι Ρωμανός, αφού εξέφραζε την έντονη δυσαρέσκειά της για τη γαλλική ενέργεια, κατέκρινε τον Γάλλο υποπρόξενο στη Ρόδο Laffon, τον οποίο κατηγορούσε ότι βρισκόταν πίσω από την ανταρσία Λακερδή εναντίον των ελληνικών αρχών. Πραγματικά, ο Laffon είχε στείλει σήμα στον Αριστίντ Μπριάν, πρωθυπουργό και ΥΠΕΞ τότε της Γαλλίας:
«Οι αρχές του Καστελλόριζου συνέλαβαν κάποιον με το όνομα Λακερδής, πληροφοριοδότη του Προξενείου της Γαλλίας στη Ρόδο. Οι κάτοικοι τον απελευθέρωσαν και εκδίωξαν τον Διοικητή και τους Έλληνες χωροφύλακες.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: «Το Καστελλόριζο δεν αποτελεί μέρος των νησιών, τα οποία η Διάσκεψη του Λονδίνου είχε αναγνωρίσει ως ελληνικά. Οι ελληνικές αρχές, οι οποίες εστάλησαν από τη Σάμο χωρίς τη συναίνεση των Δυνάμεων, δεν έγιναν δεκτές εκεί με καλό μάτι».
Το νησί αποτελεί έναν πρώτης τάξεως τόπο για την επιτήρηση των υποβρυχίων λόγω της γειτνίασής του με την τουρκική ακτή».
Οι Γάλλοι απάντησαν στην ελληνική διακοίνωση, την ίδια μέρα με διάβημα, που παρέδωσε ο επικεφαλής της γαλλικής αντιπροσωπείας στην Αθήνα, στον ΥΠΕΞ Σκουλούδη. Σε αυτό αναφερόταν ότι έπρεπε ν’ αποτραπεί η δραστηριότητα των γερμανικών υποβρυχίων που έβρισκαν καταφύγιο στο Καστελλόριζο και παρέθετε την απόφαση των Δυνάμεων του Φεβρουαρίου 1914, σύμφωνα με την οποία το Καστελλόριζο έπρεπε να επιστραφεί στην Τουρκία. Η ελληνική διακοίνωση προς τη Γαλλία, κοινοποιήθηκε και σε άλλες χώρες, ανάμεσά τους και στην Τουρκία, η οποία το επέστρεψε με κατηγορηματική διακοίνωση, στην οποία ανέφερε ότι το Καστελλόριζο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Από τις 15 Δεκεμβρίου 1915 λοιπόν, το Καστελλόριζο βρισκόταν υπό γαλλική κατοχή και αποτελούσε ναυτική βάση της Γαλλίας. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Μορό και των άλλων ότι σύντομα θα δινόταν στην Ελλάδα, κάτι τέτοιο δεν έγινε και την 1η Μαρτίου 1921, ύστερα από διαπραγματεύσεις (πιθανότατα και την καταβολή μεγάλου χρηματικού ποσού…), η Γαλλία παρέδωσε το νησί στην Ιταλία, που κατείχε πλέον όλα τα Δωδεκάνησα…
Επίλογος
Από μια ευνοϊκή συγκυρία και την πρωτοβουλία του Ίωνα Δραγούμη, το Καστελλόριζο ήταν ελεύθερο από την 1/3/1913.
Η επαμφοτερίζουσα στάση Βενιζέλου, που εξόργισε τους νησιώτες, οι λανθασμένες επιλογές προσώπων για τη θέση του διοικητή του νησιού, τα πολλά μέτωπα που είχε ανοίξει η χώρα μας, ο εθνικός διχασμός αλλά και η καιροσκοπική και τυχοδιωκτική συμπεριφορά του Λακερδή, οδήγησαν τους Γάλλους στο νησί. Και αυτοί, όπως βλέπουμε στον χάρτη του Διοικητή Τερμ, είχαν αντιληφθεί τη μεγάλη στρατηγική σημασία του νησιού. Με παρελκυστική τακτική, καθυστέρησαν την άφιξη του «Έλλη» στο νησί και το κατέλαβαν. Και οι Ιταλοί, όπως βλέπουμε στον χάρτη του 1921, το συμπεριλαμβάνουν στα νησιά του Αιγαίου και των Δωδεκανήσων (στο πλαίσιο, υπάρχει μεγεθυμένη η Ρόδος).
Παρά το ότι η Ελλάδα κρατούσε ακατανόητη θέση στο θέμα του Καστελλόριζου, όταν μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους αποφασίστηκε η ναυπήγηση ναυαρχίδας με το όνομα «Βασιλεύς Κωνσταντίνος», ζήτησε και τη συνδρομή των νησιωτών της Μεγίστης, που συγκέντρωσαν, παρά τα προβλήματά τους, 14.730 χρυσές δραχμές…
Για μία ακόμη φορά (βλ. Βόρειος Ήπειρος, Ίμβρος, Τένεδος, Ανατολική Θράκη, Μικρά Ασία κλπ), οι «σύμμαχοι» χρησιμοποίησαν τη χώρα μας και την κρίσιμη στιγμή την «πούλησαν» στυγνά και στεγνά, βάζοντας πάνω απ’ όλα το δικό τους συμφέρον…
Τελικά, 32 χρόνια αργότερα, το Καστελλόριζο και το υπόλοιπα Δωδεκάνησα, μετά από πολλές προσπάθειες, δόθηκαν στην Ελλάδα και στις 7 Μαρτίου 1948 ενσωματώθηκαν επίσημα στη χώρα μας.
Πηγές: Κώστας Φ. Τσαλαχούρης, «ΙΜΙΑ: Το χρονικό της χάραξης των συνόρων της Δωδεκάνησου (1932-1947», εκδόσεις ΤΡΟΧΑΛΙΑ, 1997. Από το βιβλίο αυτό προέρχονται τα ιστορικά έγγραφα και οι περισσότερες σπάνιες φωτογραφίες.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ Γ. ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, «ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ, Το μαργαριτάρι του Λεβάντε» Η Γαλλική Κατοχή (1915-1921)»,Εκδόσεις Σ. Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, 2004
Ι. Μ. ΧΑΤΖΗΦΩΤΗΣ, «ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ, Ο ΑΚΡΙΤΑΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ», Εκδόσεις ΙΡΙΣ, 1996.
Μιχάλης Στούκας-https://www.protothema.gr
0 Σχόλια
Σχόλια που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς όχι μόνο για το ιστολόγιο, θα διαγράφονται αμέσως.
EmojiΣχόλια που περιέχουν εμπάθεια σε ό,τι δεν σας αρέσει επειδή έτσι μάθατε ότι έτσι είναι τα πράματα, θα διαγράφονται για έναν εποικοδομητικό διάλογο και όχι να επικρατήσει η αρλουμπολογία, αμαθών και ημιμαθών.
Επίσης σχόλια που έχουν οποιεσδήποτε κομματικές προτροπές και κομματικοπολιτική προπαγάνδα, είναι ανεπιθύμητα.