Ανατολική Ρωμαϊκή και Περσική αυτοκρατορία από τον 4ο έως τον 7ο αιώνα μ.Χ


Οί Πέρσες ίσως προερχόμενοι από τη Νότια Ρωσία και τον Καύκασο εγκαταστάθηκαν τον 8ο αι. π.Χ. στα ανατολικά του Περσικού κόλπου, νότια της Μηδίας, στην Περσίδα (Φαρς).

Την επεκτατική δυναστεία των Αχαιμενιδών διαδέχθηκε το 256 π.Χ. η φιλική προς τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό παρθική δυναστεία των Αρσακιδών. Το 226 μ.Χ. επιβάλλεται ο Αρδασήρ Α΄ (ο Αρταξέρξης των Eλλήνων) και ιδρύει την περσική δυναστεία των Σασσανιδών, που παραμένει στην αρχή μέχρι το 651, οπότε το περσικό κράτος καταλύεται από τους Άραβες.
Η εγκαθίδρυση μιας ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας με αυστηρή ιεραρχική τάξη και εχθρικής προς τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, η δημιουργία ενός καλά εκπαιδευμένου στρατού, η προσήλωση στην αρχαία θρησκεία (μαζδαϊσμό - ζωροαστρισμό), επέτρεψαν στην αναγεννημένη Περσία να αποβεί ισχυρός αντίπαλος των Ρωμαίων και του Βυζαντίου στη συνέχεια.

Η μετατόπιση, επί Μ. Κωνσταντίνου, του κέντρου βάρους της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Ανατολή, με την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης, και η αναγνώριση του χριστιανισμού, είχαν αντίκτυπο και στις σχέσεις με την Περσία. Ο Σαπούρ Β΄ (310-379) άρχισε να διώκει τους χριστιανούς του Ιράν, όχι από θρησκευτικό φανατισμό -ο ίδιος είχε, κατά την παράδοση, δεχθεί τη βοήθεια ενός χριστιανού, του αγίου Ευγενίου, που έσωσε έναν δαιμονόληπτο γιο του- αλλά γιατί τους θεωρούσε πράκτορες του χριστιανού, πλέον, αυτοκράτορα. Ενόχληση προκάλεσε στους Πέρσες και η εγκατάσταση του τότε καίσαρος Κωνσταντίνου στην Αντιόχεια (333) και η οχύρωση συνοριακών πόλεων στρατηγικής σημασίας, όπως η Aμιδα (σημ. Ντιαρμπεκίρ).

Ο M. Κωνσταντίνος αναδιοργάνωσε το ιππικό, για να αντιμετωπίσει το ισχυρότατο ιππικό των Περσών, και αγωνίσθηκε επιτυχώς εναντίον τους, αποσπώντας το 334 την Αρμενία, που λόγω θρησκείας έκλινε προς το Βυζάντιο. Το 337, αποδεχόμενος περσικές προτάσεις, προχώρησε στη σύναψη ειρήνης. Οι περσικές συνοριακές επιδρομές, όμως, και οι διωγμοί των χριστιανών συνεχίζονταν. Στο διάστημα 339-350 ο Σαπούρ τρεις φορές επιχείρησε να καταλάβει τη Νίσιβη, ανεπιτυχώς.

Οι προσπάθειες των Βυζαντινών να μονοπωλήσουν το θαλάσσιο εμπόριο με τις μεγάλες αγορές της Ασίας, αποσπώντας από τον έλεγχο των Περσών την Ερυθρά Θάλασσα και τον Περσικό Kόλπο, ναυάγησαν, και ατυχείς διπλωματικοί χειρισμοί εκατέρωθεν προκάλεσαν (358) την έναρξη των εχθροπραξιών. Η Aμιδα υπέκυψε στον Σαπούρ το 359. Ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος κατευθύνεται προς την Ανατολή, όπου όμως πεθαίνει απροσδόκητα (361), έχοντας μόλις προλάβει να ορίσει διάδοχό του τον Ιουλιανό



ΚΤΗΣΙΦΩΝ ΣΗΜΕΡΑ.

MΕ ΠΡΟΤΥΠΟ ΤΟΝ AΛΕΞΑΝΔΡΟ

Ο Iουλιανός, έχοντας ως πρότυπο τον Μ. Αλέξανδρο, εκστρατεύει κατά των Περσών, απορρίπτοντας προτάσεις για διαπραγματεύσεις («και ονειροπολήσας την Αλεξάνδρου του Μακεδόνος δόξαν λαβείν, ή και μάλλον υπερβαίνειν, τας ικεσίας Περσών απεκρούσατο», Σωκράτης Γ΄ 21). Διαβαίνει τον Ευφράτη και τον Τίγρη και φθάνει νικητής μέχρι την Κτησιφώντα, την πρωτεύουσα των Περσών. Επιστρέφοντας τον Iούνιο του 363, στη διάρκεια εχθρικής προσβολής τραυματίζεται θανάσιμα. Ο διάδοχός του Ιοβιανός (363 -364) συμφώνησε αμέσως 30ετή ειρήνη με τον Σαπούρ Β΄, με συνοριακές ρυθμίσεις ευνοϊκές για τους Πέρσες. Eπί Θεοδοσίου Α΄ υπογράφτηκε νέα συμφωνία (περ. 387) σχετικά με την Αρμενία, την οποία επί αιώνες διεκδικούσαν οι δύο αυτοκρατορίες λόγω της στρατηγικής γεωγραφικής της θέσης, αλλά και επειδή από εκεί προμηθεύονταν αξιόμαχους στρατιώτες και καλά πολεμικά άλογα. Η χώρα μοιράσθηκε σε δύο τμήματα: το Περσικό ή Περσαρμενία και το Βυζαντινό.



Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΙΟΥΛΙΑΝΟΥ

Μέχρι το 502 οι σχέσεις παρέμειναν σε γενικές γραμμές ειρηνικές. Ο Αρκάδιος μάλιστα (395-408), φοβούμενος για τη ζωή του ανήλικου γιου και διαδόχου του Θεοδοσίου (του κατόπιν Β΄), ανέθεσε με διαθήκη τη φροντίδα για την προστασία του και την παραμονή του στον θρόνο στον Πέρση μονάρχη Ισδιγέρδη Α΄ (399-421).

ΣΑΠΟΥΡ ΙΙ

Ο Ισδιγέρδης A΄, διαλλακτικός απέναντι στους χριστιανούς, αναγνώρισε τον επίσκοπο Σελευκείας-Κτησιφώντος ως Kαθολικόν της εκκλησίας του Ιράν. Προς το τέλος της βασιλείας του όμως προχώρησε σε διωγμούς κατά των χριστιανών, λόγω της προσηλυτιστικής τους δράσης. H ρήξη που επακολούθησε έληξε εις βάρος της Περσίας το 422. Ο Βαχράμ Ε΄ Γκουρ (421-438) υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στους χριστιανούς ελευθερία λατρείας, με αντίστοιχη παραχώρηση εκ μέρους των Βυζαντινών στους ζωροάστρες υπηκόους τους. Εκκλησιαστική σύνοδος ανακήρυξε την αυτονομία της εκκλησίας του Ιράν. Νέα συνθήκη υπογράφηκε το 442 επί Ισδιγέρδη Β΄ (438-459), ο οποίος το ίδιο έτος είχε αποπειραθεί να προσηλυτίσει τους Αρμενίους.

Ο Περόζ (459-484) εκμεταλλεύθηκε τις δογματικές διαφορές των χριστιανών και υποστήριξε τους νεστοριανούς, που κατέφευγαν στην επικράτεια του από τη Συρία, όπου διώκονταν. Οι χριστιανοί του Ιράν αντιτάσσονται πλέον στο ορθόδοξο Βυζάντιο.



ΜΕΡΟΣ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΩΝ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΠΕΡΣΙΚΩΝ ΤΕΙΧΩΝ ΤΟΥ ΟΧΥΡΟΥ ΣΤΙΣ ΚΑΣΠΙΕΣ ΠΥΛΕΣ

Mεγάλη κρίση προκλήθηκε όταν ο Αναστάσιος Α΄ (491-518) αρνήθηκε να καταβάλει στους Πέρσες το συμφωνημένο ποσόν για τη φρούρηση των Κασπίων Πυλών (Ντερμπέντ). Τη στενή αυτή ορεινή δίοδο, προπύργιο Ρωμαίων και Περσών κατά των επιδρομών των Ούννων, φύλασσαν και οι δύο αυτοκρατορίες. Το 502 ο Καβάδης (488-531) εισέβαλε στο βυζαντινό έδαφος, κυριεύοντας σημαντικές πόλεις (Θεοδοσιούπολη, Μαρτυρόπολη, Aμιδα). Η ανακωχή συμφωνήθηκε το 505 ή 506, χωρίς εδαφικές μεταβολές, αλλά με υποχρέωση των Βυζαντινών να καταβάλλουν κάθε χρόνο μεγάλη χορηγία στους Πέρσες. Ο Αναστάσιος, που κατανόησε την ανάγκη να οργανωθεί στρατιωτική βάση στην περιοχή, ενίσχυσε και οχύρωσε την πόλη Δάρας, δίνοντάς της και το όνομά του: Αναστασιούπολις.



Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥΠΟΛΗ Η ΔΑΡΑΣ

Ο Καβάδης, επιθυμώντας να υιοθετηθεί ο γιος του Χοσρόης από τον Ιουστίνο Α΄ (518 - 527), ώστε με την υποστήριξή του να προωθηθεί μελλοντικά στον περσικό θρόνο, και αντιμετωπίζοντας επιπλέον τους αιρετικούς Μαζδακίτες, δεν ήθελε πόλεμο.

Ο Ιουστινιανός (527-565), σχεδιάζοντας την ανάκτηση της Δύσης (reconquista), συνομολόγησε «απέραντο ειρήνη» με τον Χοσρόη Α΄, το 532. Ζωτικότατα όμως οικονομικά συμφέροντα, κυρίως στην Αρμενία και στον Καύκασο, λόγοι θρησκευτικοί κ.ά., είχαν ως επακόλουθο νέους πολέμους.

O ΧΟΣΡΟΗΣ, «AΘΑΝΑΤΗ ΨΥΧΗ»

Ο Χοσρόης Α΄ Ανουσιρβάν (Aθάνατη Ψυχή) (531-579), ένας από τους επιφανέστερους Σασσανίδες, εισέβαλε το 540 και κατέστρεψε την Αντιόχεια. Το Βυζάντιο αναγκάσθηκε να δεχθεί πενταετή ανακωχή με επαχθείς όρους. Ακολούθησε η σύρραξη των ετών 549-557. Η εξάντληση και των δύο εμπολέμων οδήγησε το 561/562 στη σύναψη συνθήκης «πεντηκονταετούς ειρήνης». Παρά τους βαρύτατους οικονομικούς όρους, ήταν επωφελής για το Βυζάντιο, διότι διατήρησε τη Λαζική (αρχαία Κολχίδα), χώρα σημαντικότατη στρατιωτικώς και οικονομικώς, εξασφάλισε οικονομικά προνόμια, καθώς και την ανοχή για τους χριστιανούς της Περσίας, υπό τον όρο αυτοί να απέχουν από προσηλυτιστικές δραστηριότητες. Ας σημειωθεί ότι όταν, το 529, ο Ιουστινιανός, πολέμιος της αρχαίας θρησκείας και σκέψης, έκλεισε τη Σχολή των Αθηνών, πολλοί από τους καθηγητές διωκόμενοι κατέφυγαν στην Περσία.

Η «πεντηκονταετής ειρήνη» δεν διήρκεσε ούτε δέκα χρόνια. Ο Ιουστίνος Β΄ (565-578) προχώρησε σε στρατιωτικές προετοιμασίες και, επιπλέον, επεδίωξε τη διπλωματική απομόνωση της Περσίας, υπονομεύοντας συστηματικά την επιρροή της στην Αρμενία και στην Ιβηρία (σημ. Γεωργία). Επενέβη στα εσωτερικά της Περσαρμενίας, οι κάτοικοι της οποίας υφίσταντο θρησκευτικούς διωγμούς, προσπάθησε να προσεταιρισθεί τους Iβηρες και να επωφεληθεί από την παρουσία ενός νέου στην περιοχή ασιατικού λαού, των Τούρκων, που είχαν επεκτείνει την κυριαρχία τους μέχρι τις περιοχές του Καυκάσου και έδιναν εγγυήσεις για την ασφαλή μεταφορά του μεταξιού απευθείας από την Κίνα από βορειότερους δρόμους που δεν ελέγχονταν από τους Πέρσες.

Όταν το 572 ο Ιουστίνος αρνήθηκε να καταβάλει τα συμφωνημένα ποσά για τη φύλαξη των φρουρίων στις διαβάσεις του Καυκάσου τα στρατεύματα του Χοσρόη Α΄ εισέβαλαν στη Συρία. Ο πόλεμος διήρκεσε μέχρι το 591, με εναλλασσόμενες φάσεις και με μια ενδιάμεση ανάπαυλα (575-578), χωρίς να διακοπεί η προσωπική επικοινωνία μεταξύ των δύο ηγεμόνων. Οι επιχειρήσεις διεξήχθησαν κυρίως στις παραμεθόριες περιοχές και στην Αρμενία.



ΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΠΕΡΣΙΚΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΟΝ 5ο ΑΙΩΝΑ

Ο θάνατος του Χοσρόη (579) ματαίωσε τη συζητούμενη σύναψη ειρήνης. Ο διάδοχός του Ορμίσδας Δ΄ (579-590) ακολούθησε πολιτική αδιαλλαξίας και οι επιχειρήσεις συνεχίσθηκαν. Στο εσωτερικό, έναντι των αλλοθρήσκων υπήρξε ανεκτικός και οι χριστιανοί του Ιράν διατήρησαν ευγνώμονα ανάμνηση. Ο Kαθολικός Icho 'yabb παρείχε μεγάλες υπηρεσίες, δίνοντας πληροφορίες για τις κινήσεις των Βυζαντινών.

Τέρμα στον πόλεμο έθεσαν σημαντικότατα πολιτικά γεγονότα. Ο διοικητής της Μηδίας Βαχράμ Τσουμπίν ανέτρεψε τον Ορμίσδα και ανακηρύχθηκε βασιλιάς. Ο νόμιμος διάδοχος Χοσρόης Β΄ Απαρβίζ (590-628) κατέφυγε στο βυζαντινό έδαφος, «συν ταις γυναιξί και παισί νεογνοίς δύο» (Θεοφάνης). Ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος (582-602), εκτιμώντας τη σπουδαιότητα των γεγονότων, υποστήριξε τον Χοσρόη και τον αποκατέστησε στον θρόνο. Tο 591 συνομολογήθηκε συνθήκη, με την οποία οι Πέρσες απέδωσαν στο Βυζάντιο το Δάρας και τη Μαρτυρόπολη (Μαϊαφαρικίν), και μέγα μέρος της Αρμενίας και της Ιβηρίας. Ο Χοσρόης, του οποίου η σύζυγος Σιρίν ήταν χριστιανή, έστειλε πολύτιμα αφιερώματα στον ναό του αγίου Σεργίου στη Σεργιούπολη, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης αλλά και καλής θελήσεως έναντι των χριστιανών.

Mικρογραφία από το σλαβονικό χειρόγραφο της «Xρονογραφίας» του Kωνσταντίνου Mανασσή (14ος αι.), σήμερα στο Bατικανό. Aριστερά, ο Hράκλειος επιτίθεται σε ένα φρούριο των Περσών, ενώ δεξιά, οι Πέρσες προσβάλλουν την Κωνσταντινούπολη

HΡΑΚΛΕΙΟΣ, ΜΕΘΟΔΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΝΟΣ

Η ανατροπή του Μαυρικίου από τον Φωκά (602) προκάλεσε νέο πόλεμο. Ο Χοσρόης Β΄, παρουσιαζόμενος ως τιμωρός και εκδικητής του ευεργέτη του, κατέλαβε το παραμεθόριο Δάρας (605), επήλθε κατά της Αρμενίας, Μεσοποταμίας, Καππαδοκίας (606), εδήωσε τη Συρία και Παλαιστίνη (607), διέσχισε τη Γαλατία και Παφλαγονία, και έφθασε (609) στη Χαλκηδόνα, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη.

Τέρμα στην κρίσιμη εσωτερικώς και εξωτερικώς αυτή περίσταση έθεσε η επανάσταση του εξάρχου Αφρικής Ηρακλείου και η ανάληψη της εξουσίας από τον συνονόματο γιο του, Ηράκλειο.

O Ηράκλειος (610-641) βρήκε τον στρατό και τα δημόσια οικονομικά σε άθλια κατάσταση, ενώ, μετά την κατάληψη της Αιγύπτου από τους Πέρσες, έγινε δυσχερής ο ανεφοδιασμός σε σιτηρά. Aβαροι και Πέρσες είχαν εισέλθει στο αυτοκρατορικό έδαφος και απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη. Το 613 οι Πέρσες εισβάλλουν στη Συρία, κυριεύουν την Απάμεια και την Eδεσσα, νικούν τα αυτοκρατορικά στρατεύματα στην Αντιόχεια, καταλαμβάνουν τη Δαμασκό και την Ταρσό, εκδιώκουν τους Βυζαντινούς και από την Αρμενία. Η άλωση της Ιερουσαλήμ (614), η πυρπόληση του ναού του Παναγίου Τάφου, η αρπαγή του Τιμίου Σταυρού και η μεταφορά του στην Κτησιφώντα επέφεραν ισχυρό πλήγμα στο ηθικό των Χριστιανών. Το 619 κυριεύονται η Αίγυπτος και η Λιβύη. Το Ιράν αγγίζει σε έκταση τα όρια της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Το 615 οι Πέρσες προελαύνουν στη Μ. Ασία και πολιορκούν τη Χαλκηδόνα.

Η δεινή κατάσταση του βυζαντινού κράτους αντικατοπτρίζεται σε επιστολή της συγκλήτου προς τον Χοσρόη (615), όπου ταπεινά ζητείται η κατάπαυση του πολέμου και δικαιολογείται ο αυτοκράτορας επειδή δεν ανήγγειλε επισήμως στον Πέρση βασιλιά την άνοδό του στον θρόνο, σύμφωνα με τους εθιμοτυπικούς κανόνες της εποχής.

Στα αμέσως επόμενα χρόνια ο Ηράκλειος επιδίδεται στην ανασυγκρότηση του στρατού, αλλά και σε διπλωματικές δραστηριότητες (συνεννοήσεις με τον Xαγάνο των Αβάρων). Μόλις το 622 αναλαμβάνει επιθετική δράση κατά των Περσών, ηγούμενος μάλιστα αυτοπροσώπως των στρατευμάτων. Σημαντική ήταν και η συμβολή της Εκκλησίας, που έδωσε τους θησαυρούς της για τον αγώνα.

Στον πόλεμο αυτόν, που διήρκεσε μέχρι το 628 και διεξήχθη βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου, διακρίνουμε τρεις φάσεις. Κατά την πρώτη οι Πέρσες συνετρίβησαν στο αρμενικό έδαφος, εκδιώχθηκαν από τη Μ. Ασία, και ο αυτοκράτορας επέστρεψε στην πρωτεύουσα, που κινδύνευε από τους Αβάρους. Τον Μάρτιο του 623 ή 624 ξεκινάει για τη δεύτερη εκστρατεία, πάλι προς την Αρμενία. Kυριεύοντας και καταστρέφοντας στον δρόμο του πολλές πόλεις, καταδιώκει τον Χοσρόη και φθάνει στην ιερή περσική πόλη των Γανζάκων (Σιζ), όπου πυρπολεί τον περίφημο ζωροαστρικό ναό του Πυρός, σε αντίποινα για τη λεηλασία της Ιερουσαλήμ. Με πλήθος αιχμαλώτων, αποσύρεται για τον χειμώνα στην Αλβανία του Καυκάσου. Εκεί ενισχύει τον στρατό του με πολεμιστές από τους χριστιανικούς λαούς, Λαζούς, Αβασγούς (σημ. Αμπχάζιους), Iβηρες. Οι απόπειρες εισβολής στην Περσία από την πλευρά της Κιλικίας αποτυγχάνουν. Ο Hράκλειος διέρχεται τον χειμώνα 625/626 στον Πόντο.

Το θέρος του 626 ο Χαγάνος, σε συνεννόηση με τους Πέρσες, που έχουν ήδη στρατοπεδεύσει στη Χαλκηδόνα, κινεί πλήθη Σλάβων, Βουλγάρων κ.ά., και πολιορκεί την Κωνσταντινούπολη από ξηρά και θάλασσα. Τελικά ο βυζαντινός στόλος κατανίκησε τα σλαβικά σκάφη. Οι επιτιθέμενοι αναγκάσθηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν. Σ' αυτό το διάστημα ο Ηράκλειος είχε στρατοπεδεύσει στη Λαζική, απ' όπου άρχισε τις επαφές με τους Χαζάρους, θέλοντας να θέσει το περσικό βασίλειο μεταξύ δύο πυρών.

Τον Σεπτέμβριο του 627 ο πόλεμος εισέρχεται στην τελική φάση. Ο Ηράκλειος αρχίζει τη μεγάλη προέλαση στον νότο. Διασχίζοντας το εσωτερικό της Περσίας φθάνει στη Νινευΐ, όπου στις 12 Δεκεμβρίου του 627 συντρίβει τον στρατό του Χοσρόη. Η έκβαση του πολέμου έχει πλέον κριθεί. Τον Ιανουάριο του 628 ο αυτοκράτορας εισέρχεται στη βασιλική πόλη Δασταγέρδ, όπου κατεδάφισε τα μεγαλοπρεπή ανάκτορα του Χοσρόη. Εκτός από τα αμύθητα πλούτη, οι Βυζαντινοί βρήκαν εκεί και τριακόσια βυζαντινά βάνδα (σημαίες) που είχαν πάρει οι Πέρσες σε διάφορες μάχες. Τον Φεβρούαριο ο Χοσρόης κατέφυγε στην Κτησιφώντα, όπου εκδηλώθηκε εξέγερση εναντίον του. Ακολούθησε η ανατροπή και ο θάνατός του.

Ο γιος και διάδοχός του Καβάδης Β΄ ο Σειρόης έσπευσε να συνάψει «αειπαγή ειρήνην». Τους όρους της γνωρίζουμε μόνο εν μέρει: αποχώρηση των Περσών από Παλαιστίνη, Συρία, Αίγυπτο και Λιβύη και αμοιβαία απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Ως προς το εδαφικό καθεστώς, προφανώς επανήλθαν στα οριζόμενα από τη συνθήκη του 591. Από την αλληλογραφία των δύο ηγεμόνων στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων προκύπτει ότι ο Ηράκλειος, αν και νικητής, επέδειξε μετριοπάθεια και σεβασμό απέναντι στον βασιλιά ενός αρχαίου λαού με μεγάλο πολιτισμό.

Ο λαός της Κωνσταντινούπολης επεφύλαξε θριαμβευτική υποδοχή στον αυτοκράτορα. Λίγο αργότερα, οι Πέρσες παρέδωσαν και τον Τίμιο Σταυρό, και τον Μάρτιο του 630 ή 631 ο Ηράκλειος τον έφερε στην Ιερουσαλήμ και τον αναστήλωσε.

H ΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΣΑΣΣΑΝΙΔΩΝ

Ο βίαιος θάνατος του Χοσρόη Β΄ φέρνει στην επιφάνεια τις φιλοδοξίες των φεουδαρχών και των μεγάλων στρατηγών. Η Περσία, εξαντλημένη από τους πολέμους, τους φόρους και τις υπέρμετρες απαιτήσεις του βασιλιά, παρασύρεται στη δίνη των αντιπαραθέσεων και των παθών. Οι ηγεμόνες, έρμαια στα χέρια των ισχυρών, ανεβαίνουν στον θρόνο για να δολοφονηθούν λίγους μήνες αργότερα. Ελλείψει αρρένων διαδόχων, προωθούνται στον θρόνο γυναίκες, όπως οι δύο κόρες του Χοσρόη. Οι μεγάλοι στρατηγοί, με την υποστήριξη των στρατιωτών τους ή τη βοήθεια των Βυζαντινών, επιδιώκουν και αυτοί να καταλάβουν την εξουσία, αν και δεν ανήκουν στην οικογένεια των Σασσανιδών.

Η αποδιοργάνωση του στρατού ενίσχυσε την τάση ανεξαρτητοποίησης των επαρχιακών διοικητών. Η κατάσταση της περσικής αυτοκρατορίας θυμίζει την εποχή των τελευταίων Αχαιμενιδών με την επικράτηση των σατραπών. Το 632 ανέρχεται στον θρόνο ο πρίγκιπας Ισδιγέρδης Γ΄.

Οι πρώτοι διάδοχοι του προφήτη Μωάμεθ αντιλαμβάνονται τα οφέλη που μπορούν να έχουν από την κατάσταση στο Ιράν. Το 637 στην Kαδεσία (Qadisiyya) οι δυνάμεις του Σαΐντ νικούν τα περσικά στρατεύματα. Οι Aραβες μπαίνουν στην πρωτεύουσα Κτησιφώντα και γίνονται κύριοι των αμύθητων θησαυρών των Περσών βασιλέων. Ο Ισδιγέρδης Γ΄ δεν εγκαταλείπει τον αγώνα, συγκεντρώνει στρατό και αντιμετωπίζει τους εισβολείς το 642 στη Νιχαβάντ, αλλά γνωρίζει την ήττα. Τη νίκη τους αυτή οι Aραβες θα την ονομάσουν «η νίκη των νικών». Ολόκληρη η Φαρς, κοιτίδα των Σασσανιδών, θα περιέλθει στα χέρια τους. Hδη έχουν καταληφθεί το Χαμαντάν, η Ράι, το Αζερμπαϊτζάν και η Αρμενία. Μόνος ο Ισδιγέρδης διαφεύγει στο Χορασάν και, εν συνεχεία, στο Μαρβ, αλλά εκεί ο τοπικός κυβερνήτης αρνείται να του προσφέρει άσυλο και ο ηττημένος μονάρχης θα δολοφονηθεί (652 ή 653) σε έναν μύλο της περιοχής. Αναφέρεται ότι το σώμα του ρίχθηκε στον ποταμό Μαρβ και ανασύρθηκε από τον χριστιανό επίσκοπο της ομώνυμης πόλης, ο οποίος και το έθαψε.



ΑΝΑΓΛΥΦΗ ΒΡΑΧΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΣΕΠΟΛΗ

Η στρατιωτική οργάνωση των Περσών

Οι πόλεμοι των Σασσανιδών Περσών με το Βυζάντιο θεωρούνται από ορισμένους ως η τελική φάση της συγκρούσεως του ιρανικού με τον ελληνικό πολιτισμό, σύγκρουση που είχε αρχίσει τον 6ο αι. π.Χ. με την κατάκτηση της Ιωνίας από τους Αχαιμενίδες Πέρσες. Πρωταγωνιστής των πολέμων αυτών ήταν ο στρατός των Σασσανιδών, η καλύτερα οργανωμένη πολεμική μηχανή που χρειάστηκε να αντιμετωπίσει η Βυζαντινή αυτοκρατορία κατά τους πρώτους αιώνες της ιστορίας της.

Για την εικόνα που είχαν οι Βυζαντινοί για τους Σασσανίδες και τον στρατό τους, διαφωτιστικό είναι το σχετικό με την αντιμετώπιση των Περσών κεφάλαιο στο Στρατηγικόν, ένα εγχειρίδιο τακτικής των αρχών του 7ου αι. που αποδίδεται, μάλλον, στον αυτοκράτορα Μαυρίκιο: «Το Περσικόν έθνος μοχθηρόν και κρυψίνουν και δουλοπρεπές εστιν, φιλοπάτριον δε και ευπειθές. Υπάρχει τοις άρχουσι διά φόβον· όθεν και καρτερικώς τους τε πόνους και τους υπέρ της πατρίδος πολέμους υφίστανται».

Χαρακτηριστικό της έμφασης που απέδιδαν οι Σασσανίδες στη στρατιωτική προετοιμασία της αυτοκρατορίας τους είναι και το γεγονός ότι οι δυνάμεις τους ήταν σχεδόν ισάριθμες με αυτές των Βυζαντινών κατά τον 4ο-6ο αι., περί τις 250.000-350.000 ανδρών· καθώς όμως το Ιράν διέθετε πολύ λιγότερη καλλιεργήσιμη γη και πληθυσμό σαφώς μικρότερο από αυτόν του Βυζαντίου, το συμπέρασμα είναι ότι οι Πέρσες στρατολογούσαν σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα από ό,τι οι Βυζαντινοί.

Κατά τους πρώτους αιώνες μετά την πτώση των Πάρθων (226 μ.Χ.), ο στρατός των Σασσανιδών ήταν ένα συνονθύλευμα μεγάλων γαιοκτημόνων και των ιδιωτικών στρατών τους, οι οποίοι πολεμούσαν ως βαρύ ή ελαφρό ιππικό, με την προσθήκη μεγάλου αριθμού επιστρατευμένων χωρικών, που επάνδρωναν τις τάξεις του πεζικού κυρίως ως τοξότες. Ο συγκεκριμένος τρόπος στρατολογίας αντικατόπτριζε την ταξική διαστρωμάτωση της ιρανικής κοινωνίας, η οποία χωριζόταν σε κάστες ελευθέρων και μη ελευθέρων, και βασιζόταν σε φυλετικά κριτήρια. Κάθε κλήρος γης όφειλε να διαθέτει συγκεκριμένο αριθμό ιππέων στο στράτευμα, ενώ όταν ένας γαιοκτήμονας πέθαινε η γη του περνούσε στην ιδιοκτησία του κράτους, εκτός αν ο κληρονόμος του επέλεγε να υπηρετήσει και αυτός στο ιππικό.

Η στρατολόγηση του ιππικού από μεγάλους ευγενείς που υποχρεούνταν να εξοπλίζονται μόνοι τους και να συμμετέχουν στις εκστρατείες χωρίς μισθό μαζί με τους ακολούθους τους, ίσχυσε μέχρι την εποχή του Χοσρόη Α΄ (531-579). Μετά τις μεταρρυθμίσεις του τελευταίου, τη ραχοκοκαλιά του ιππικού αποτελούσαν πλέον οι dihqan, οι κατώτεροι ευγενείς, οι οποίοι τώρα στρατολογούνταν ανεξάρτητα από τους μεγάλους ευγενείς και λάμβαναν μισθό για τις υπηρεσίες τους.

Η οργάνωση του περσικού στρατού

Πέρα από τους ιρανόφωνους κατοίκους της αυτοκρατορίας τους, οι Σασσανίδες βασίζονταν και στις στρατιωτικές υπηρεσίες πολλών ξένων λαών, εγκατεστημένων εντός των συνόρων του περσικού κράτους ή γύρω από αυτό. Στη Μεσοποταμία η αραβική φυλή των Λαχμιδών χρησίμευε ως αντίβαρο στους Γασσανίδες Aραβες της Συρίας και τις άλλες αραβικές φυλές στην υπηρεσία των Βυζαντινών, ενώ παρόμοια ήταν η κατάσταση στην Αρμενία. Eνας από τους πιο πολεμικότερους λαούς στην υπηρεσία των Σασσανιδών ήταν οι Δαϋλαμίτες ή Διαλεμίτες, που κατοικούσαν στα όρη Ελμπούρτζ, νοτίως της Κασπίας Θάλασσας, και ήταν ακαταμάχητοι ως πεζοί πολεμιστές, γεγονός που αναγνώρισαν αργότερα και οι μουσουλμάνοι, οι οποίοι ενέταξαν και αυτοί τους Διαλεμίτες στους στρατούς τους.

Η οργάνωση του περσικού στρατού παρουσίαζε αρκετές ομοιότητες με την αντίστοιχη του στρατού των Βυζαντινών. Το κράτος των Σασσανιδών χωριζόταν σε έναν αριθμό επαρχιακών διοικήσεων, με επικεφαλής τους marzban ή kanarang. Κατά τους πρώτους αιώνες οι διοικήσεις αυτές κάλυπταν όλη την επικράτεια, από την Αρμενία έως το Αφγανιστάν και από την Κασπία έως την Αραβία. Αργότερα, όμως, στα πλαίσια των μεταρρυθμίσεων του Χοσρόη, το μεγαλύτερο μέρος του στρατού αποσύρθηκε από το εσωτερικό της αυτοκρατορίας και συγκεντρώθηκε, υπό τους spahbad, σε τέσσερις μεγάλες συνοριακές διοικήσεις: το Χορασάν στα ανατολικά, το Αζερμπαϊτζάν στα βόρεια, το Φαρς στα νότια και το Ιράκ στα δυτικά.

Εκτός από τα στρατεύματα που στρατολογούνταν από τους ευγενείς γαιοκτήμονες και τους ακολούθους τους, ο Πέρσης βασιλιάς διέθετε και έναν αριθμό στρατιωτών υπό την άμεση διοίκησή του. Οι μονάδες αυτές της ανακτορικής φρουράς περιελάμβαναν τους Varhranighan-khvadhay (μονάδα ανάλογη με τους «Αθανάτους», τη γνωστή σωματοφυλακή των Αχαιμενιδών), τους Pushtighbansalar και τους Jan-avaspar («αυτοί που θυσιάζουν τη ζωή τους»), μονάδα μάλλον αποτελούμενη από μισθοφόρους, αφού ένας από τους διοικητές της ήταν Βυζαντινός.

Τη ραχοκοκαλιά του στρατού των Σασσανιδών, όπως ακριβώς και των Πάρθων προκατόχων τους, αποτελούσε, όπως είπαμε, το ιππικό των μικρών και μεγάλων γαιοκτημόνων. Την αιχμή του δόρατος αποτελούσαν οι κατάφρακτοι ιππείς ή «κλιβανάριοι», υποστηριζόμενοι από μεγάλους αριθμούς ιπποτοξοτών. Oπως και την εποχή των Πάρθων, η αναλογία μεταξύ καταφράκτων και ελαφρών ιππέων ήταν περίπου ένας προς δέκα. Οι κατάφρακτοι προστατεύονταν από αλυσιδωτούς ή φολιδωτούς θώρακες και ήταν οπλισμένοι με μακριές λόγχες, ξίφη και τόξα. Χαρακτηριστικό του θωρακισμένου ιππικού των καταφράκτων ήταν το ότι ακόμη και τα άλογά τους έφεραν θωράκιση, είτε μεταλλική είτε υφασμάτινη. Οι Πέρσες είχαν το πλεονέκτημα να διαθέτουν πολύ καλά άλογα, αρκετά δυνατά ώστε να αντέχουν το βάρος του θωρακισμένου αναβάτη αλλά και του δικού τους θώρακα. Σε αντίθεση με τους «κλιβαναρίους», τα άλογα του απλού ιππικού ή των ιπποτοξοτών δεν έφεραν συνήθως θωράκιση, αν και υπήρχαν περιπτώσεις ιπποτοξοτών πάνω σε θωρακισμένα άλογα. Aλλά και στον βυζαντινό στρατό υπήρχε, τον 5ο αι., μία μονάδα θωρακισμένων ιπποτοξοτών, οι Equites Sagittarii Clibanarii.

Eλλειψη αξιόμαχου πεζικού

Το σημαντικότερο μειονέκτημα των περσικών στρατών ήταν ανέκαθεν η έλλειψη αξιόμαχου πεζικού. Βεβαίως, οι Σασσανίδες δεν έκαναν το λάθος να εξαλείψουν εντελώς το πεζικό από τους στρατούς τους, όπως έκαναν οι Πάρθοι, αλλά ο οπλισμός και η τακτική των πεζών τους ήταν σε μάλλον χαμηλό επίπεδο. Hταν οπλισμένοι κυρίως με τόξα τα οποία, ως λιγότερο ισχυρά από εκείνα των Βυζαντινών, τους προσέδιδαν μεγάλη ταχυβολία αλλά μικρή διατρητική ικανότητα. Από την άλλη, το γεγονός ότι δεν διέθεταν δόρατα ή ασπίδες τούς καθιστούσε ανίκανους να λειτουργήσουν ως όπλο κρούσεως. Κάποιες μάχες μεταξύ Βυζαντινών και Περσών δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ανταλλαγή τοξευμάτων.

Οι τακτικές των Περσών χαρακτηρίζονταν, όπως και οι αντίστοιχες των Βυζαντινών, από τάξη και πειθαρχία. Ο συγγραφέας του Στρατηγικού αναγκάζεται να παραδεχθεί ότι οι Πέρσες, σε αντίθεση με τους λαούς της στέππας, δεν δείχνουν προπέτεια και παράλογο θάρρος στη μάχη, αλλά ενεργούν με σύνεση και στρατηγική σκέψη. Ο στρατός των Σασσανιδών παρατασσόταν σε μία γραμμή μάχης, χωρισμένος σε κέντρο και δύο πτέρυγες. Η μάχη άρχιζε συνήθως με την κραυγή «mard u mard» («άνδρας με άνδρα»), που καλούσε τους καλύτερους πολεμιστές του εχθρού σε μονομαχία. Στις πηγές αναφέρονται αρκετά παραδείγματα τέτοιων μονομαχιών, όπως εκείνη ανάμεσα στον αυτοκράτορα Ηράκλειο και τη σωματοφυλακή του εναντίον του Πέρση στρατηγού Ραζάτη κατά τη μάχη της Νινευή (Δεκέμβριος 627). Το πλέον εντυπωσιακό περιστατικό είναι η μονομαχία πριν τη μάχη του Δάρας (530), όταν δύο από τους καλύτερους Πέρσες πολεμιστές ηττήθηκαν και σκοτώθηκαν από τον Ανδρέα, ο οποίος δεν ήταν στρατιώτης, αλλά απλός υπηρέτης (υπεύθυνος λουτρού) του Βυζαντινού στρατηγού!

Eνα από τα χαρακτηριστικά των μεγάλων αυτοκρατοριών της Ανατολής ήταν και η προσπάθειά τους να προστατεύσουν τα αχανή σύνορά τους με γραμμικές οχυρώσεις, προκειμένου να αποτρέψουν τη διείσδυση νομάδων επιδρομέων στα καλλιεργημένα εδάφη των παραμεθορίων περιοχών. Η τακτική αυτή (της οποίας το γνωστότερο παράδειγμα ήταν το περίφημο Σινικό Τείχος) χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους Σασσανίδες, όπως άλλωστε, σε μικρότερη κλίμακα, και από τους Ρωμαίους και τους Βυζαντινούς. Το σημαντικότερο από τα διατειχίσματα αυτά των Περσών ήταν εκείνο που κάλυπτε τα σύνορα στο Ντερμπέντ, ανάμεσα στην Κασπία Θάλασσα και στον Καύκασο, γνωστό στις αραβικές πηγές ως Bab al-Abwab (Πύλη των Πυλών). Απετελείτο από πέντε τείχη και κτίστηκε σε συνεργασία με τους Βυζαντινούς για την αποτροπή των επιδρομών των Ούννων τον 5ο αι. Παρόμοιο ήταν και το μήκους 170 χλμ. διατείχισμα από την Κασπία έως τα ανατολικά όρη του Κουργκάν· ονομαζόταν Sadd-i Iskander (Φράγμα του Αλεξάνδρου) στα Περσικά ή Qizil Yilan (Κόκκινο Φίδι) στα τουρκικά και απετελείτο από πλίνθινο τείχος με τάφρο.

Aλλα διατειχίσματα κάλυπταν τις οάσεις της Μαρβ και της Μπουχάρας, ενώ ένα τείχος στους πρόποδες του Ελμπούρτζ προστάτευε την πεδιάδα από τις επιδρομές των Διαλεμιτών. Στο νότιο τμήμα του Ιράκ υπήρχε ένα σύστημα τάφρων και προτειχισμάτων γνωστό ως Khandaq Shapur (Τάφρος του Σαπώρη/Σαπούρ), καθώς και άλλες παρόμοιες γραμμές αμύνης. Δυστυχώς για τους Σασσανίδες, ενώ οι οχυρώσεις στα ανατολικά και βόρεια σύνορα διατηρούνταν σε καλή κατάσταση και φυλάσσονταν συνεχώς, το αραβικό σύνορο είχε παραμεληθεί, καθώς οι Πέρσες δεν θεωρούσαν ότι απειλούνταν από τους Aραβες. Η άνοδος του Ισλάμ στις αρχές του 7ου αι. θα έθετε τέρμα τόσο στη λανθασμένη αυτή αντίληψη, όσο και στην ίδια τη δυναστεία των Σασσανιδών.

H σύγκρουση στον θαλάσσιο δρόμο του μεταξιού

ANTIΘETA με τον κατά ξηράν αγώνα μεταξύ Περσών και Bυζαντινών τον 6ο και τις αρχές του 7ου αιώνα, τον οποίο παρουσιάζουν λεπτομερειακά οι ιστορικές πηγές, ο ακήρυκτος μεταξύ τους πόλεμος στην Ερυθρά Θάλασσα και στον Ινδικό Ωκεανό αναφέρεται σποραδικά μόνο και σύντομα σε βυζαντινές, συριακές και αραβικές πηγές. Στον αγώνα αυτό δεν εμπλέκονται άμεσα στρατιωτικές δυνάμεις των δύο αντιπάλων. Διεξάγεται μέσω των συμμάχων τους, κατά τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπιζαν τέτοιες συγκρούσεις οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Eνωση στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου (war by proxies).

Οι Πέρσες μονοπωλούσαν για αιώνες το διαμετακομιστικό εμπόριο του Ινδικού Ωκεανού με την Κίνα, ενώ παράλληλα είχαν τον έλεγχο του διά ξηράς εμπορίου του μεταξιού, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη από τους δασμούς.

Οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν από τον 5ο αιώνα, με τη διάδοση του χριστιανισμού και με διπλωματικές αποστολές, να εισδύσουν στο Σουδάν και την Αιθιοπία, μέσω της οποίας επεξέτειναν την επιρροή τους στην Υεμένη και εξασφάλισαν την απρόσκοπτη ναυσιπλοΐα στην Ερυθρά Θάλασσα και τη μεταφορά πολύτιμων ειδών.

Tα είδη από την Ινδία και την Κίνα μεταφέρονταν με ειδικά πλοία, που διέσχιζαν τον Ινδικό επωφελούμενα από τους μουσώνες και ξεφόρτωναν σε λιμάνια της Αιγύπτου. Aρχαιολογικές έρευνες σε αιγυπτιακά λιμάνια έφεραν στο φως αντικείμενα κινεζικής κατασκευής χρονολογούμενα από τη φαραωνική εποχή. Aποκαλύπτεται έτσι ότι ο «Δρόμος του Mεταξιού» είχε αρχίσει από τότε.

Οι Βυζαντινοί τον 6ο αι. ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για τη ναυτική τους επέκταση στον Ινδικό, επιζητώντας άμεση πρόσβαση στα προϊόντα της Kίνας. Ιδιαίτερα ενδιαφέρθηκαν για τη μεταφορά του κινεζικού μεταξιού, από την οποία οι Πέρσες απεκόμιζαν τεράστια κέρδη ως «μεσολαβητές». Η εκτόπιση των Περσών από τον Ινδικό αποτελούσε ηράκλειο έργο και ο ανταγωνισμός των δύο υπερδυνάμεων άναψε τη θρυαλλίδα ενός εμφύλιου πολέμου στην Υεμένη, που τον ακολούθησε η πολεμική σύρραξη της φιλοβυζαντινής χριστιανικής Αιθιοπίας με την ιουδαΐζουσα Υεμένη, σύμμαχο της Περσίας. Τα γεγονότα περιγράφονται διεξοδικά μόνο στο συριακό «Βιβλίο των Χιμιαριτών» και στην ελληνική αγιολογική πηγή «Το Μαρτύριο το αγίου Αρέθα», που και τα δύο διαπνέονται από σφοδρό μίσος εναντίον του ιουδαΐζοντος κρατιδίου της Υεμένης και εκθειάζουν, αντίθετα, τη χριστιανική Αιθιοπία. Σύμφωνα με τις πηγές αυτές, η αποφασιστική καμπή στη σύγκρουση αυτή εντοπίζεται την εποχή του Ιουστίνου, όταν ο ιουδαίος και σύμμαχος των Περσών βασιλιάς της Υεμένης Dhu Nuw's κυριεύει τη χριστιανική πόλη Νεγράν στη Nότια Υεμένη, και σκοτώνει μεγάλο μέρος του πληθυσμού της και τον πολιτικό και θρησκευτικό ηγέτη της, Αρέθα.

Η είδηση συγκλόνισε το Bυζάντιο, που κινητοποιήθηκε για να ανατρέψει την κατάσταση. Ειδοποιήθηκαν το πατριαρχείο Αλεξανδρείας, οι φύλαρχοι της αραβικής φυλής των Γασσανιδών και η νουβική φυλή των Βλεμμύων. Ιδιαίτερη σημασία είχε η αποτελεσματική παρότρυνση προς τους χριστιανούς Αιθίοπες να αναλάβουν εκστρατεία στην Ευδαίμονα Αραβία{ Υεμένη} προς ανατροπή του Dhu-Nuw's (Δουνάας) και επαναφορά του χριστιανισμού. Ο βασιλιάς της Αιθιοπίας Ella-Asbeha (Ελλεσβοάς στις βυζαντινές πηγές) (περ. 525) ετοίμασε ισχυρό στόλο και αποβιβάσθηκε στην Υεμένη. Συνέτριψε τον Dhu-Nuw's, αποκατέστησε τον χριστιανισμό και δημιούργησε ένα δορυφόρο κρατίδιο της Υεμένης. Eτσι επεκτάθηκε η θρησκευτική και πολιτική ακτινοβολία του Βυζαντίου στην Ερυθρά. Η περσική επιρροή αναχαιτίσθηκε, αλλά μόνο προσωρινά.

Eπάνω, η κατάληψη της πόλης Nεγράν από τον σύμμαχο των Περσών, βασιλιά της Υεμένης Dhu Nuw’s: «Tο μαρτύριον γυναικός της πόλεως Nεγράν και του αγίου Aρέθα». Kάτω, η απόβαση του αιθιοπικού στόλου στην Υεμένη. Μικρογραφία (κωδ. 14, φ 136α), Μονή Εσφιγμένου, Aγιον Oρος (πηγή: «Οι Θησαυροί του Αγίου Oρους», τ. B΄, εικ. 334. «Eκδοτική Aθηνών», Aθήνα, 1975).

Η χρονολόγηση των γεγονότων δεν μπορεί να καθοριστεί με απόλυτη ακρίβεια. Γενικά μπορεί να τοποθετηθεί στο πρώτο τέταρτο του 6ου αιώνα. Στο «Μαρτύριο του αγίου Αρέθα», κάτω από το χριστιανικό επίχρισμα διακρίνουμε τους πραγματικούς λόγους της οργής του Dhu-Nuw's. Ο Dhu-Nuw's παραπονείται ότι ο Aρέθας, αρχιερέας και κυβερνήτης της πόλης Νεγράν, δεν ακολούθησε την πολιτική του πατέρα του, ο οποίος αναγνώριζε την εξουσία του βασιλιά της Υεμένης και συνεργάστηκε αρμονικά μαζί του - «Διά τι ουκ εμιμήσω τον πατέρα σου τον άρξαντα της πόλεως και πάσης της περιχώρου ος και έντιμος ην έως των προ εμού βασιλέων διά το εν πάσιν αυτόν ευνοείν, αλλ' ηβουλήθης τυραννήσαι και μονοκρατήσαι Νεγράν την πόλιν...». Προφανώς το έναυσμα των εχθροπραξιών υπήρξε η πολιτική αποσκίρτηση του Αρέθα και η ανεξαρτοποίηση της Νεγράν. O ανταγωνισμός χριστιανισμού και ιουδαϊσμού αποτελούσε δευτερεύουσα παράμετρο. Βασικά πρόκειται για τη χρόνια (και συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα) διένεξη ανάμεσα στις βόρειες και στις νότιες φυλές της Υεμένης.

Στον πόλεμο στην Υεμένη η Περσία ήταν θρησκευτικά αδιάφορη. Υποστηρίζοντας τον ιουδαίο Dhu-Nuw's δεν ενδιαφερόταν παρά για τα εμπορικά της συμφέροντα. Η θρησκεία των Περσών, ο ζωροαστρισμός, ήταν αμέτοχη στις θρησκευτικές έριδες της Υεμένης. Αντίθετα, το Βυζάντιο συνδύαζε το ιεραποστολικό του ενδιαφέρον στην Υεμένη και τα εμπορικά του συμφέροντα στην Ερυθρά.

Η σύγκρουση Αιθιοπίας - Υεμένης περιγράφεται λεπτομερειακά στο «Μαρτύριο του αγίου Αρέθα». Η αγιολογική αυτή διήγηση περιέχει πολλά αποσπάσματα συριακής προέλευσης, αλλά δεν πρέπει να υποτιμάται και η πρωτότυπη, ρεαλιστική και εκτεταμένη περιγραφή του ναυτικού πολέμου, περιγραφή που προδίδει αυτόπτη μάρτυρα με πλήρη κατανόηση της ναυτικής τεχνολογίας.

Tον 6ο αιώνα στα λιμάνια της Ερυθράς δεν στάθμευε μόνιμα κανένας πολεμικός στόλος. Τους μεταγενέστερους αιώνες, όπως μας πληροφορούν αραβικές πηγές, πολλά εμπορικά πλοία της θάλασσας αυτής ήταν επανδρωμένα με ενόπλους για τον φόβο των πειρατών.

Ο Ella-Asbeha, για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του ναυτικού πολέμου, κατέσχε εξήντα εμπορικά πλοία που ήταν ελλιμενισμένα στην πόλη Aδουλι της Αιθιοπίας και κατασκεύασε άλλα δέκα. Tα εμπορικά αυτά πλοία ήταν βυζαντινά, περσικά και άλλα, που σημαίνει ότι ο βυζαντινο-περσικός εμπορικός ανταγωνισμός δεν εμπόδιζε την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στην Ερυθρά και στον Ινδικό.

Ο εξοπλισμός του στόλου και η μεταφορά των στρατευμάτων διά θαλάσσης αποτέλεσε δυσχερέστατο έργο. Πεντακόσιοι Αιθίοπες πέθαναν από πείνα και δίψα. Δεν έχουμε λεπτομερή περιγραφή του τύπου των πλοίων του αιθιοπικού στόλου. Η μεταγενέστερη βυζαντινή μικρογραφία του αιθιοπικού στόλου είναι σχηματική και αόριστη. Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ο τύπος των πλοίων εκείνων ήταν παρόμοιος με αυτόν που απεικονίζεται σε μεταγενέστερες αραβικές μικρογραφίες.



Ο αιθιοπικός στόλος μετέφερε χιλιάδες πεζούς και ένα απόσπασμα ιππικού. Η αποβίβαση ήταν δύσκολη γιατί οι Υεμενίτες είχαν κλείσει με αλυσίδα το λιμάνι που είχαν επιλέξει για αποβίβαση οι Αιθίοπες. Ο υεμενικός στρατός που είχε παραταχθεί πίσω από την αλυσίδα, προστατευόταν από τον καυτό ήλιο με τεράστιες ομπρέλες στηριγμένες πάνω σε καμήλες. Η συνεχής κίνηση των ομπρελών θορύβησε τους Αιθίοπες, που πίστεψαν ότι κάποια δαιμονική δύναμη προστάτευε τους αντιπάλους τους. Τελικά, χρησιμοποιώντας τα πηδάλια των πλοίων τους σαν προστατευτικό τείχος, μπήκαν στα συνοδευτικά πλοιάριά τους και αποβιβάστηκαν με τόλμη. Στη σύγκρουση που ακολούθησε, ο υεμενικός στρατός ηττήθηκε, ο Dhu-Nuw's σκοτώθηκε και τα αιθιοπικά στρατεύματα προήλασαν νικηφόρα και κατέλαβαν την πρωτεύουσα Zaf'r (Ταφάρ). O χριστιανισμός αποκαταστάθηκε στην Υεμένη και μαζί του η βυζαντινή επιρροή.

Η νέα κατάσταση ενίσχυσε τη βυζαντινή διείσδυση στην Ερυθρά, αλλά δεν βοήθησε στην ολοκλήρωση του βυζαντινού ονείρου, την κατάργηση δηλ. του διαμετακομιστικού εμπορίου των Περσών με την Κίνα. Οι Βυζαντινοί δεν διέθεταν σκάφη κατάλληλα να πλέουν πέρα από τα στενά Bab al-Mandab προς τον Ινδικό. Oι ιεραπόστολοι του Bυζαντίου, όπως ο Παλλάδιος, ταξίδευαν με αιθιοπικά πλοία. Ακόμη και ο Σωπάτωρ, ο σύντροφος του Κοσμά Ινδικοπλεύστη (4ος-5ος αι.), ταξίδευσε στην Κεϋλάνη (Sri Lanka) με ξένο πλοίο. Για τον λόγο αυτό οι Βυζαντινοί, όπως αναφέρει ο Προκόπιος (Ι, xx.9-13) στα μέσα του 6ου αι., παρότρυναν τους χριστιανούς συμμάχους τους να σπάσουν με τα εμπορικά τους πλοία το περσικό μονοπώλιο του μεταξιού, αλλά η προσπάθεια αυτή απέτυχε, γιατί κάθε φορά που τα αιθιοπικά πλοία έφθαναν στα ινδικά λιμάνια για να αγοράσουν το μετάξι από Kινέζους εμπόρους, διαπίστωναν ότι περσικά πλοία είχαν ήδη αγοράσει το εμπόρευμα.

Η κατάσταση στην Ερυθρά Θάλασσα επιδεινώθηκε για το Bυζάντιο όταν το χριστιανικό βασίλειο της Υεμένης, μαστιζόμενο από τοπικές έριδες, κατέρρευσε. Με οκτώ μόνο πλοία και με ολιγάριθμο στρατό οι Πέρσες καταλαμβάνουν την Υεμένη (περ. 570-575). Η τροπή αυτή δεν διέκοψε τη βυζαντινή ναυσιπλοΐα στην Ερυθρά. Στα αιγυπτιακά λιμάνια εξακολουθούσαν να συχνάζουν βυζαντινά πλοία, όμως χάθηκε κάθε προοπτική επέκτασης του βυζαντινού εμπορίου στον Ινδικό. Οι Πέρσες έμποροι εξακολούθησαν να μονοπωλούν το εμπόριο στον θαλασσινό δρόμο του μεταξιού μέχρι την εμφάνιση του Ισλάμ στα μέσα του 7ου αιώνα.

Βιβλιογραφία:

Christides, V.: «The Martyrdom of Arethas and the Days after: History vs. Hagiography». Graeco-Arabica 7-8 (2000).

Dars, J.: «La Marine chinoise du Xe sigle au XIVe sigle». Παρίσι, 1992.

Elisseff, V. [ed]: «The Silk Roads». Ν. Υόρκη, 1998. 2η έκδ. Λονδίνο, 2000.

Needham, J.: «Science and Civilisation in China», τ. 4. Καίμπριτζ, 1971.

Shahid, I.: «The Martyrs of Najr'n». Βρυξέλλες, 1971.

Τhierry, F.: «Sur les monnaies sassanides trouv�s en Chine». Les Orientales 5 (1993).

Tryjarski, E.: «Statut gegraphique et linguistique des Routes de la Soie». Diogne 171 (Paris, 1995).



ΤΑΦΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ ΑΧΑΙΜΕΝΙΔΩΝ ΚΑΙ ΔΕΞΙΑ Ο ΠΥΡΓΟΣ ΠΟΥ ΧΤΙΣΤΗΚΕ ΓΙΑ ΝΑ ΣΤΕΓΑΖΕΙ ΤΟ ΑΣΒΕΣΤΟ ΠΥΡ ΤΗΣ ΖΩΡΟΑΣΤΡΙΚΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ.

Oι διπλωματικές σχέσεις Bυζαντίου και Περσίας

Το Βυζάντιο και η Περσία τα ισχυρότερα κράτη της ύστερης αρχαιότητας στη Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή, βάσιζαν, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 6ου αι., τις σχέσεις τους στην ισοτιμία και τον αμοιβαίο σεβασμό. Η πολιτική αυτή απέρρεε από την επίγνωση της ισχύος της άλλης πλευράς και την ύπαρξη επικίνδυνων κοινών εχθρών. Eτσι, από το 298 έως το 540, οι περιοδικές εχθροπραξίες καλύπτουν συνολικά μόλις 40 έτη.

Με τον περσικό πόλεμο του Ιουστινιανού A΄ εγκαινιάζεται μια περίοδος συγκρούσεων που σε ορισμένες περιπτώσεις διατάραξαν σοβαρά την ισορροπία δυνάμεων στην περιοχή. Η μακρά πάλη των δύο αυτοκρατοριών τερματίσθηκε με τον περσικό πόλεμο του Ηρακλείου (611-628).

Οι διαφορές μεταξύ των δύο δυνάμεων αφορούσαν κυρίως τη διεκδίκηση περιοχών στη μακρά (περ. 1.500 χλμ.) συνοριακή ζώνη, τον έλεγχο των ημιαυτόνομων κρατιδίων του Καυκάσου, τη φύλαξη των Κασπίων Πυλών, την οχύρωση παραμεθορίων θέσεων, τη θέση των Νεστοριανών χριστιανών μέσα στην Περσική αυτοκρατορία, την τύχη των φυγάδων, τη θέσπιση κανόνων για τη διεξαγωγή του εμπορίου μεταξύ των δύο χωρών κ.ά. Τα προβλήματα αυτά προσπαθούσαν να επιλύσουν οι διπλωματικές υπηρεσίες των δύο κρατών, προς αποφυγή ενός πολέμου. Οι συζητήσεις που γίνονταν στις δύο πρωτεύουσες ή/και σε κάποιο συνοριακό τόπο, όπως το Δάρας, ήταν κατά κανόνα χρονοβόρες και, όταν τελεσφορούσαν, επισφραγίζονταν με ανακωχή ή οριστική συνθήκη. Το κείμενο της συμφωνίας έπρεπε να συνταχθεί στην περσική και στην ελληνική γλώσσα πριν εγκριθεί και μονογραφηθεί από τους δύο ηγεμόνες.


ΤΟ ΔΑΡΑΣ

Η πρώτη βυζαντινό-περσική συνθήκη του 6ου αι. (Νοέμβριος του 506) ήταν καρπός διαπραγματεύσεων που διεξήχθησαν στο Δάρας μεταξύ του Pωμαίου magister officiorum και του Πέρση astabehd, και προέβλεπε επιστροφή στο προηγούμενο εδαφικό καθεστώς, επταετή ανακωχή και επικύρωση της συμφωνίας για παροχή στρατιωτικής βοήθειας στους Πέρσες - αυτό το νόημα είχε η αναφερόμενη στις πηγές υποχρέωση των Βυζαντινών να παρέχουν ετήσιες χορηγίες ύψους περίπου 550 λίτρων χρυσού.


Tο ταξίδι των περσικών πρεσβειών μέχρι την Κωνσταντινούπολη τελούσε υπό την αυστηρή εποπτεία του Magister officiorum. Tα πρεσβευτικά ταξίδια ήταν επίπονα, αργά και χρονοβόρα, καθώς οι συνοδείες ήταν δυσκίνητες, πολυπρόσωπες ομάδες, όμοιες με μικρούς στρατούς ή εμπορικά καραβάνια. Στο σχέδιο, ταξιδιωτική πομπή μελών της βασιλικής αυλής της Περσίας διασχίζει ορεινό πέρασμα. Oι υψηλοί ταξιδιώτες μετακινούνται μέσα στις σκεπαστές άμαξες, με την ισχυρή προστασία πεζών και εφίππων στρατιωτών

Η «απέραντος ειρήνη»

Η επόμενη συνθήκη, η λεγόμενη «απέραντος ειρήνη» (532), υπαγορεύθηκε από την ανάγκη του Ιουστινιανού A΄ να διασφαλίσει τα νώτα του εν όψει των εκστρατειών του για ανάκτηση της Δύσης (reconquista), ικανοποιούσε όμως και τις επιδιώξεις του Χοσρόη A΄, ο οποίος είχε ανέλθει πρόσφατα στον θρόνο και ήθελε φιλικές σχέσεις με την όμορη υπερδύναμη.



Οι διαπραγματεύσεις έγιναν, στο τελικό στάδιό τους, στα σύνορα του Ευφράτη, μεταξύ Δάρας και Νισίβεως. H συνθήκη, που φαίνεται ότι υπογράφηκε στη Νίσιβη, προέβλεπε: την καταβολή στους Πέρσες ποσού ένδεκα κεντηναρίων, ρύθμιση που απάλλασσε τους Βυζαντινούς από την υποχρέωση να γκρεμίσουν τα τείχη του Δάρας (παραμεθόριο φρούριο που είχε οχυρωθεί από τον Αναστάσιο στις αρχές του 6ου αι.) και να συμμετέχουν στη φύλαξη των Κασπίων Πυλών (δίοδο από την οποία τα φύλα των στεππών συχνά εισέβαλλαν στα δύο κράτη)· τη μεταφορά της έδρας του Bυζαντινού στρατηγού της Μεσοποταμίας από το Δάρας/Aναστασιούπολη στην Κωνσταντίνη· την ανταλλαγή των αιχμαλώτων· την απόδοση στους Πέρσες των περσαρμενικών φρουρίων Βώλου και Φαραγγίου και των χρυσωρυχείων τους, και την επιστροφή των κατακτημένων φρουρίων της Λαζικής στους Ρωμαίους· την παροχή άδειας στους Iβηρες (Γεωργιανούς) φυγάδες να παραμείνουν στο Βυζάντιο ή να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.



ΜΕΡΟΣ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΟΥ ΔΑΡΑΣ

Η «απέραντος ειρήνη» διήρκεσε μόλις οκτώ χρόνια. Το 540 ο Χοσρόης κατέκτησε τη Συρία και έφθασε στις ακτές της Μεσογείου, ενώ στον βορρά λεηλάτησε την Αρμενία και την Ιβηρία και έγινε κύριος της Λαζικής. Ο Ιουστινιανός δεσμεύθηκε να αυξήσει τις ετήσιες χορηγίες και έτσι εξασφάλισε πενταετή ανακωχή.

H ανακωχή παρατάθηκε δύο φορές, έως ότου υπογράφηκε η «πεντηκονταετής» ειρήνη (562), η οποία προέβλεπε τα εξής: Oι Πέρσες θα απαγόρευαν στους λαούς των στεππών (Ούννοι, Αλανοί κ.ά.) τη διέλευση των Πυλών Τζουρ και των Κασπίων Πυλών. Οι όροι της συνθήκης θα ίσχυαν και για τους Σαρακηνούς συμμάχους των δύο μερών. Οι έμποροι των δύο κρατών θα εισήγαν τα εμπορεύματά τους μόνο από τα εθιμικά καθορισμένα τελωνεία της μεθορίου (Αρτάξατα, Καλλίνικον, Νίσιβη). Απαλλάσσονταν από την υποχρέωση εκτελωνισμού των εμπορευμάτων οι πρεσβευτές και οι αξιωματούχοι των δύο κρατών που ταξίδευαν με τα μεταφορικά μέσα του Δημόσιου Δρόμου (cursus publicus). Οι Σαρακηνοί και οι άλλοι βάρβαροι (αλλόγλωσσοι) έμποροι που ήταν υπήκοοι των δύο κρατών ήταν υποχρεωμένοι να διέρχονται με τα εμπορεύματά τους από τις μεθόριες πόλεις Δάρας και Νίσιβη, εκτός αν εξασφάλιζαν σχετική άδεια από τις αρχές των δύο κρατών. Όσοι είχαν καταφύγει στο έδαφος του άλλου κράτους σε καιρό πολέμου, είχαν δικαίωμα να παλιννοστήσουν· εξαιρούνταν οι φυγάδες σε καιρό ειρήνης. Οι δικαστικές διαφορές μεταξύ πολιτών του ενός και του άλλου κράτους, καθώς και οι παράνομες ενέργειες των συνοριακών στρατευμάτων στην επικράτεια του άλλου κράτους, θα εκδικάζονταν από τις συνοριακές αρχές. Απαγορευόταν στο εξής η οχύρωση συνοριακών πόλεων, ενώ ο διοικητής των ρωμαϊκών στρατευμάτων της Ανατολής δεν είχε το δικαίωμα να εδρεύει στο Δάρας. Oι χριστιανοί της Περσίας μπορούσαν να οικοδομούν ναούς και να τελούν ελεύθερα τα της λατρείας τους, απαγορευόταν όμως να προσηλυτίζουν οπαδούς της πυρολατρείας (ζωροαστρισμού). Tέλος, οι ετήσιες χορηγίες αυξάνονται και πάλι, και το Βυζάντιο εξασφαλίζει την εκκένωση της Λαζικής από τον περσικό στρατό.

H «πεντηκονταετής» ειρήνη του 562 ακυρώθηκε μετά την άρνηση του Ιουστίνου να καταβάλει τις ετήσιες χορηγίες. Ξέσπασε ένας νέος πόλεμος (572-591). Η διαμάχη αφορούσε την Αρμενία, κύρια πηγή μισθοφόρων για το Βυζάντιο. Ο Μαυρίκιος εκμεταλλεύθηκε τα εσωτερικά προβλήματα της περσικής αυτοκρατορίας και βοήθησε τον Χοσρόη Β΄ να νικήσει τους αντιπάλους του. Eτσι εξασφάλισε μια πολύ ευνοϊκή για τα βυζαντινά συμφέροντα συνθήκη, η οποία προέβλεπε τα εξής: Οι Βυζαντινοί ανακτούσαν το μεγαλύτερο μέρος της Περσαρμενίας, δηλαδή τη Μεσοποταμία, την αρμενική περιοχή Damadirakan-Gonut, και τις επαρχίες Δούβιος (Dwin) και Maseatsodn. Η Πρώτη Αρμενία μετονομαζόταν σε Δευτέρα (πρωτεύουσα η Σεβάστεια), η Δευτέρα Αρμενία (Kabatnevkia) σε Τρίτη (πρωτεύουσα η Καισάρεια) και η Μελιτηνή (Τρίτη Αρμενία) σε Πρώτη Αρμενία. Η περιοχή της Μαρτυροπόλεως μετονομαζόταν σε Τετάρτη Αρμενία. Ο Πόντος (Τραπεζούντα) και η περιοχή Καρίν (Θεοδοσιούπολη) εντάσσονταν στη Μεγάλη Αρμενία (εκτεινόταν μέχρι το Αζερμπαϊτζάν), η οποία ενσωματωνόταν στο Βυζάντιο.

Διπλωματική επικοινωνία

Η συχνή διπλωματική επικοινωνία των δύο υπερδυνάμεων στη διάρκεια του 6ου αι. διεξαγόταν με μεγάλες (σημαντικές) και μικρές (δευτερεύουσας σημασίας) πρεσβείες. Για λόγους ασφαλείας η διακίνηση των «μεγάλων» ιδιαίτερα περσικών πρεσβειών διεπόταν από μια πολύ αυστηρή διαδικασία, την οποία επόπτευε ο Magister officiorum, ανώτατος αξιωματούχος που διηύθυνε, μεταξύ άλλων, τις υπηρεσίες των κρατικών ταχυδρομείων (cursus publicus) και της κρατικής ασφαλείας. Πληροφορίες παρέχει το Περί βασιλείου τάξεως του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου (10ος αι.), και δη το κεφάλαιο 89, που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Oσα δει παραφυλάττειν πρεσβευτού μεγάλου ερχομένου Περσών». Το τμήμα που περιλαμβάνει τα κεφάλαια 84-95 προέρχεται από τη συγγραφή του διαπρεπούς διπλωμάτη και magister officiorum (539-562) Πέτρου Πατρικίου «Περί πολιτικής καταστάσεως», δεν ενσωματώθηκε όμως αυτούσιο, αλλά υπέστη τροποποιήσεις από τους ερανιστές του αυτοκράτορα. Ο Πέτρος στο κεφάλαιο 89 παρέχει συμβουλές για τη μεταχείριση του Πέρση πρεσβευτή σ' όλες τις φάσεις του ταξιδιού του, συμβουλές που διακόπτονται από σποραδικές αναφορές συγκεκριμένων προσώπων («κληθήτω Ιέσδεκος») και γεγονότων. Ο Πέτρος στηρίζεται κυρίως στις προσωπικές του εμπειρίες, αντλεί όμως και από τα αρχεία των διπλωματικών υπηρεσιών του κράτους (μια τέτοια υπηρεσία ήταν το scrinium barbarorum).

Η αναφορά στον Ιέσδεκο οδήγησε τους μελετητές στη σκέψη ότι το επίμαχο κείμενο στηρίζεται σε έκθεση του Πέτρου Πατρικίου για μια συγκεκριμένη διπλωματική αποστολή του μεγάλου πρεσβευτή Jazd-Gu'nasp (στον Προκόπιο και στον Μένανδρο Προτήκτορα το περσικό αυτό όνομα εμφανίζεται αντιστοίχως με τις μορφές Ισδιγούσνας και Ιεσδεγουσνάφ), που έγινε δεκτή με μεγάλες τιμές στην Κωνσταντινούπολη. Ο Προκόπιος αναφέρει τρεις τέτοιες αποστολές, που έλαβαν χώρα αντιστοίχως το 547 (Υπέρ των πολέμων, ΙΙ 28), το 551 (αυτόθι, VIII 11) και το 556 ή 557 (αυτόθι, VIII 15 και 17).

Tο ταξίδι του πρεσβευτή άρχιζε από ένα σημείο της μεθορίου μεταξύ του Δάρας και της περσικής Νισίβεως. Από την πρώτη πόλη το σημείο αυτό απείχε 28 στάδια (περ. 5,5 χλμ.), από τη δεύτερη 78 στάδια (περ. 15,5 χλμ.). Η συνθήκη του 562 προέβλεπε ότι οι έμποροι της μιας ή της άλλης χώρας έπρεπε να εισέρχονται στη γείτονα χώρα «διά Νισίβεως και Δάρας». Πιθανότατα το τελωνείο, όπου εισπράττονταν οι δασμοί επί των εμπορευμάτων που μετέφεραν οι έμποροι, βρισκόταν κοντά στο μεθοριακό σημείο απ' όπου εισέρχονταν και οι πρεσβευτές. Με τις ανωτέρω ρυθμίσεις μπορούσε να ελεγχθεί καλύτερα η διακίνηση ταξιδιωτών και να καταπολεμηθεί το εκτεταμένο λαθρεμπόριο ειδών πολυτελείας.

Προνομιακή μεταχείριση

Όπως αναφέρει η συνθήκη του 562, οι πρεσβευτές είχαν δικαίωμα να κάνουν χρήση των μέσων και των εγκαταστάσεων (σταθμών και αλλαγών) του Δημοσίου Δρόμου. Όταν η περσική πλευρά γνωστοποιούσε στις βυζαντινές αρχές την επίσκεψη ενός μεγάλου πρεσβευτή, ο magister officiorum έστελνε στα μεθόρια έναν υπάλληλό του να υποδεχθεί και να «διασώσει», δηλαδή να οδηγήσει σώο και αβλαβή τον πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη. Ο απεσταλμένος εισερχόταν από το Δάρας, υποδεχόταν στη Νίσιβη τον Πέρση πρεσβευτή και του επέδιδε γραπτή πρόσκληση του αυτοκράτορα ή του μαγίστρου, ή απλώς του ανακοίνωνε προφορικά την πρόσκληση (μανδάτον) να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Mια τεράστια συνοδεία ξεκινούσε τότε από τη Νίσιβη, αποτελούμενη από τον Pωμαίο απεσταλμένο, τον πρεσβευτή, τους συνοδούς του, τον διοικητή της Νίσιβης και Πέρσες στρατιώτες. Οι άρχοντες του Δάρας όφειλαν να προϋπαντήσουν με στρατιώτες τον πρεσβευτή και τη συνοδεία του στο μεθοριακό φυλάκιο. Mόνο ο πρεσβευτής και οι «συνόντες» είχαν το δικαίωμα να περάσουν τα σύνορα. Oι στρατιώτες επέστρεφαν στη Νίσιβη.

Οι βυζαντινές αρχές προσέφεραν στα μέλη της πρεσβείας την καλύτερη δυνατή φιλοξενία, ενώ οι άνθρωποι του δουκός της Μεσοποταμίας, ανώτατης μεθοριακής στρατιωτικής αρχής, χορηγούσαν στον πρεσβευτή προκαταβολικά το δαπάνημα της οδού, δηλαδή τα οδοιπορικά της μετάβασης, που υπολογιζόταν ότι θα διαρκέσει 103 ημέρες! Εάν υπήρχε υπέρβαση του χρονικού αυτού ορίου, ή αν ο αυτοκράτορας ήθελε να δείξει ιδιαίτερη εύνοια προς το πρόσωπο του πρεσβευτή, τότε χορηγούνταν πρόσθετα ποσά. Οι αρχές παραχωρούσαν επί πλέον στον πρεσβευτή πέντε βέρεδα (λέξη γαλατικής προέλευσης), δηλαδή ταχυδρομικά άλογα, προοριζόμενα προφανώς για τον ίδιο και τα μέλη της οικογένειάς του, και τριάντα ζώα (ίσως ημιόνους). Aυτό προβλεπόταν από το κείμενο της ειρήνης (πάκτα) που είχε υπογραφεί όταν ήταν έπαρχος των πραιτωρίων της Ανατολής (praefectus praetorio Orientis) ο Κωνσταντίνος. Πρόκειται ίσως για τον Αλύπιο Κωνσταντίνο, που κατείχε το αξίωμα αυτό την 1η Ιανουαρίου του έτους 505. Αν ισχύει η υπόθεση αυτή, τότε τα αναφερόμενα πάκτα πρέπει να ταυτιστούν με τη συνθήκη που υπογράφηκε τον Νοέμβριο του 506. Τα χορηγούμενα δαπανήματα και τα παραχωρούμενα υποζύγια φαίνεται ότι υπολογίσθηκαν βάσει κάποιας 35μελούς πρεσβείας.

Eνας δεύτερος υπάλληλος (μαγιστριανός) υποδεχόταν στην Αντιόχεια τον Πέρση πρεσβευτή. Eνδειξη ιδιαίτερης τιμής αποτελούσε και η αποστολή ενός επιφανούς αυτοκρατορικού υπαλλήλου, ο οποίος υποδεχόταν την πρεσβεία στα όρια Συρίας -Γαλατίας ή Γαλατίας - Καππαδοκίας ή στη Νίκαια, και όφειλε να «θρέψει» τα μέλη της. Η έκφραση σημαίνει πιθανώς ότι ο μαγιστριανός κατέβαλε στους πρεσβευτές το αναγκαίο τίμημα για να γευματίσουν σ' ένα από τα πολυάριθμα πανδοχεία κατά μήκος των μικρασιατικών δρόμων. Τα πανδοχεία, που παρείχαν και διανυκτέρευση, συχνά ανήκαν σε ιδιώτες επιχειρηματίες, άλλοτε όμως αποτελούσαν παραρτήματα των σταθμών (mansiones) και των αλλαγών (mutationes) του Δημόσιου Δρόμου. Διαμονή προσέφεραν και τα καταλυτήρια, όπως το καταλυτήριον των αυτοκρατορικών βερεδαρίων στη Νίκαια, που διέθετε και λουτρό.

Aπό το Δάρας στην Κωνσταντινούπολη

Ποιο δρόμο ακολουθούσαν οι Πέρσες πρεσβευτές; Η μνημόνευση της Αντιόχειας, της Γαλατίας, της Καππαδοκίας και της Νίκαιας δείχνει ότι αυτοί από την Αντιόχεια και πέρα ακολουθούσαν τον λεγόμενο δρόμο των Προσκυνητών, που διέσχιζε λοξά τη Μικρά Ασία και τερμάτιζε στα Ιεροσόλυμα. Κανονικά ένα ταξίδι από τα σύνορα έως την Κωνσταντινούπολη διαρκούσε, υπό ομαλές καιρικές συνθήκες, 30-35 ημέρες, ενώ τα συνήθη πρεσβευτικά ταξίδια, αν και γίνονταν την άνοιξη και το καλοκαίρι, ήταν αργά και χρονοβόρα. Οι πρεσβευτές έπρεπε να καλύψουν την απόσταση μεταξύ Δάρας και Κωνσταντινούπολης σε 103 ημέρες. Η επίδοσή τους ήταν 1.700 χλμ./103 ημ. =16,5 χλμ./ημ., ελάχιστα μεγαλύτερη από τη συνήθη ημερήσια επίδοση (iter iustum) του ρωμαϊκού στρατού (15 χλμ./ημ.).

Η βραδύτητα αυτή των πρεσβευτικών ταξιδιών οφειλόταν κυρίως στο ότι οι συνοδείες ήταν δυσκίνητες πολυπρόσωπες ομάδες, όμοιες με μικρούς στρατούς ή εμπορικά καραβάνια. Η πρώτη πρεσβεία του Ισδιγούσνα περιλάμβανε 500 άτομα, ενώ η δεύτερη και η τρίτη αποτελούνταν επίσης από ένα τεράστιο πλήθος υπηρετών και συνοδών. Στην πρώτη αποστολή του ο πρεσβευτής συνοδευόταν από τη σύζυγο και τις δύο κόρες του, στη δεύτερη από τη σύζυγο, τις κόρες και τον αδελφό του. Oι πρεσβευτές είχαν το δικαίωμα να συναλλάσσονται στη διάρκεια του ταξιδιού τους στην ξένη επικράτεια χωρίς να πληρώνουν φόρους. Γενικά ο αργός ρυθμός των πρεσβευτικών ταξιδιών πρέπει να συσχετισθεί με τα ιδιαίτερα προνόμια που αναγνώριζε το Διεθνές Δίκαιο της εποχής στα πρόσωπα των πρεσβευτών. Επιπλέον, οι αρχηγοί των πρεσβειών ήταν συνήθως υπερήλικες διπλωμάτες, που δεν έπρεπε να καταπονηθούν (αναφέρονται συχνά θάνατοι πρεσβευτών καθ' οδόν), ώστε να εκπληρώσουν με επιτυχία τη λεπτή αποστολή τους.

Το τελευταίο τμήμα του ταξιδιού ξεκινούσε από τη Ελενόπολη, στις ακτές της Βιθυνίας. Οι πρεσβευτές μπορούσαν να επιλέξουν τον δρόμο της στεριάς ή της θάλασσας, στην Ελενόπολη λοιπόν τους περίμεναν τους δρόμωνες ή νέα μεταφορικά ζώα. Ο επόμενος σταθμός ήταν η Νικομήδεια, απ' όπου οι πρεσβευτές μεταφέρονταν (διά θαλάσσης) με δρόμωνες στη Δακίβυζα. Το ταξίδι τέλειωνε στην Χαλκηδόνα, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη.

Για τη διαμονή της πρεσβείας στη Χαλκηδόνα οι βυζαντινές αρχές είχαν φροντίσει να ετοιμάσουν καταλύματα (μητάτα) εφοδιασμένα με λουτρά (βαλανεία), κρεβάτια, στρώματα, φούρνους, μαγκάλια, χύτρες, σκύφους, τραπέζια και υπηρετικό προσωπικό από τα καπηλεία της πρωτεύουσας, για τη μαγειρική, την ύδρευση και την καθαριότητα του καταλύματος.

Το πέρασμα στην πρωτεύουσα γινόταν με δρόμωνες. Ο μάγιστρος υποδεχόταν αυτοπροσώπως τους πρεσβευτές στην αποβάθρα του λιμανιού. Ακολούθως αυτοί μεταφέρονταν με βασιλικούς ίππους σε ένα συγκεκριμένο μητάτο ή οίκο (δηλαδή παλάτι), που, αν κρίνουμε από την ονομασία του, πρέπει να διέθετε πολλές ανέσεις. Εκεί οι πρεσβευτές παρέμεναν, μέχρι να γίνουν δεκτοί σε ακρόαση από τον αυτοκράτορα.

Η θρησκεία στο Σασσανιδικό Iράν

Η ΘPHΣKEYTIKH KATAΣTAΣH στην ιρανική αυτοκρατορία χαρακτηρίζεται από ένα μωσαϊκό δογμάτων. H θρησκευτική πολιτική των Σασσανιδών απέβλεπε στη εδραίωση μιας επίσημης θρησκείας αποδεκτής από την πλειονότητα των υπηκόων τους ως παράγοντα σταθερότητας, όμως το μωσαϊκό του πληθυσμού εμπόδισε τη θρησκευτική εξομοίωση.

O Aρντασήρ A΄ καθιέρωσε τη λατρεία της μασδαϊκής-ζωροαστρικής θεάς Aναχιτά, αλλά οι διάδοχοί του έκαναν άλλες επιλογές. Η ανάπτυξη του βουδισμού στις ανατολικές επαρχίες και η εμφάνιση του μανιχαϊσμού τον 3ο αι. υπέσκαπταν κάθε κεντρική προσπάθεια θρησκευτικής ενότητας. Για την ακρίβεια ήταν ο ίδιος ο Σαπούρ A΄ που στήριξε τον Mani να διαδώσει τη διδασκαλία του.

Oι προσπάθειες διάδοσης του μανιχαϊσμού, όπως και του βουδισμού, προσέκρουσαν στις ισχυρές κοινωνικές και διοικητικές δομές της ζωροαστρικής θρησκείας. Tη σύγκρουση με το ζωροαστρικό ιερατείο δεν απέφυγε ούτε η διαρκώς αναπτυσσόμενη χριστιανική θρησκεία. Ο χριστιανισμός αποδείχθηκε το πλέον υπολογίσιμο δόγμα από όσα απείλησαν την υπεροχή του ζωροαστρισμού και βρήκε ισχυρό έρεισμα εξάπλωσης στον κόσμο των Ιρανίων σε όλη τη διάρκεια της σασσανιδικής περιόδου.


Kύριο χαρακτηριστικό του ζωροαστρισμού ήταν η λατρεία του Πυρός. Οι πιστοί του ονομάζονταν και πυρολάτρες. Σε κάθε χωριό υπήρχε και μία φωτιά που έκαιγε διαρκώς. Σε όλη την επικράτεια υπήρχαν τρεις κύριες φωτιές και από μία σε κάθε πρωτεύουσα επαρχίας. Στην εικόνα, πύργος από ασβεστόλιθο και βασάλτη, ύψους δώδεκα μέτρων, στο Naqsh-i Rustam, κοντά στην αρχαία Περσέπολη. Kτίστηκε πιθανότατα επί Δαρείου A΄ Aχαιμενίδη για να στεγάζει το άσβεστο πυρ της ζωροαστρικής λατρείας. Oι ιερείς που είχαν την άγρυπνη φροντίδα της φλόγας, την άφηναν να σβήσει μόνο όταν πέθαινε ο βασιλιάς· ο διάδοχός του άναβε νέα φωτιά «ανανεωμένη» από τη δύναμή του.

O ζωροαστρισμός

Ο ζωροαστρισμός ανήκει στις αρχαιότερες θρησκείες. Aποτελεί έναν από τους τελευταίους κύκλους εξέλιξης της μαζδαϊσμού, της μακραίωνης θρησκείας των Ιρανίων. Ο όρος «ζωροαστρισμός» προέρχεται από το όνομα του προφήτη Ζωροάστρη (Zarhusht - Ζαρατούστρας), που, σύμφωνα με την παράδοση, έλαβε την εντολή από τον θεό Aχουρα Mάζδα να ανανεώσει το περιεχόμενο και την αποστολή της μαζδαϊκής θρησκείας.

Eπί Σασσανιδών ο ζωροαστρισμός γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη ως επίσημη θρησκεία. Ο 3ος αι. μ.X. ήταν εποχή της αναβάθμισης του ρόλου του και της επιτυχούς πάλης του με τον μανιχαϊσμό. Tον 4ο αιώνα η επεκτατική πολιτική των Σασσανιδών συνοδεύθηκε από την προσηλυτιστική πολιτική σε περιοχές όπου υπήρχαν ζωροάστρες (Αρμενία, Ιβηρία, Kεντρική Ασία κ.λπ.). Η πορεία του ζωροαστρισμού είναι παράλληλη με την πορεία της σασσανιδικής αυτοκρατορίας. Σταδιακά, το ζωροαστρικό ιερατείο, ακολουθώντας την πτωτική πορεία της σασσανιδικής εξουσίας, έφθινε σε ισχύ και επιρροή, ενώ ταυτόχρονα αντιμετώπισε τη διείσδυση του χριστιανισμού, του βουδισμού κ.ά. Οι τελευταίες δεκαετίες της σασσανιδικής περιόδου χαρακτηρίσθηκαν από την πλήρη αποδιοργάνωση των εσωτερικών δομών και την παρακμή της επιρροής της ζωροαστρικής θρησκείας. Tο τελειωτικό κτύπημα έδωσε η ισλαμική κατάκτηση.

Σύμφωνα με τη ζωροαστρική κοσμολογία, ο κόσμος δημιουργήθηκε με την ακόλουθη σειρά: Ουρανός, Yδωρ, Γη, Φυτά, Ζώα, Πυρ. Η γη ήταν αντιληπτή ως ένας επίπεδος δίσκος. Το πρώτο βουνό που δημιουργήθηκε ήταν το Eλμπούρζ, πηγή του Φωτός και των Υδάτων και κέντρο του κόσμου, γύρω από το οποίο κινούνται τα άστρα, η Σελήνη και ο Hλιος. Δύο ποταμοί ξεκινούν από τη θάλασσα προς την Ανατολή και τη Δύση, τα όρια της οικουμένης. Στο κέντρο της θάλασσας φυτρώνει η «μητέρα όλων των φυτών», το Saeka, το δένδρο που θεραπεύει όλες τις ασθένειες και όπου φωλιάζει το μυθικό πουλί Simourgh.

Ο Keyumars, ο πρώτος άνθρωπος, περιγράφεται ψηλός και λαμπερός σαν τον Hλιο. Τον φόνευσε ο Aριμάν αλλά ο Hλιος εξάγνισε το σπέρμα του, από το οποίο προήλθαν ο Μάσυα και η Μασυάνι, οι πρώτοι θνητοί. Eξαπατήθηκαν από τον Aριμάν και υπέπεσαν στο Πρώτο Παράπτωμα. Από αυτούς προήλθε το ανθρώπινο είδος, και δη οι Ιράνιοι. Καθετί βρίσκεται στην πνευματική (Menog) και την υλική του διάσταση (Getig). Τα υλικά όντα δεν υποτιμούνται· μπορούν, αν επιλέξουν σωστά ανάμεσα στο Kαλό και το Kακό, να γίνουν πνευματικά. Στην κορυφή του πανθέου βρίσκεται ο Aχουρα Mάζδα (= Σόφος Κύριος), που δημιούργησε τον κόσμο μόνο με τη σκέψη του. Δύναμη του Καλού και αιτία όλων των πνευματικών δραστηριοτήτων, ελέγχει και επιβλέπει την πλάση. O προαιώνιος αντίπαλός του, ο Aριμάν, αιτία και προσωποποίηση του Κακού, αντιμάχεται το Καλό με συμμάχους του Δαίμονες (Daevhas). H επίγεια ζωή δεν είναι παρά η αέναη μάχη του Aχουρα Mάζδα και του Aριμάν. Η μάχη Καλού και Κακού θα συνεχιστεί μέχρι την τελική επικράτηση του Aχουρα Mάζδα και των υποστηρικτών του.

Ο γνωστότερος θεός του ζωροαστρισμού στον δυτικό κόσμο κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ήταν ο Μίθρας (Mihr), ο μόνος με ευρύτερη αποδοχή εκτός του κόσμου των Ιρανίων. Eπιβλέπει τις συμφωνίες, προστατεύει από κάθε επιβουλή και συμβάλλει στον ορθό διακανονισμό κάθε διαφοράς. Pυθμίζει την τάξη του σύμπαντος (νύχτα, ημέρα, αλλαγή εποχών). Η προστασία των πιστών και η αίσθηση της δικαιοσύνης είναι δύο από τα χαρακτηριστικά που έκαναν τον Mίθρα ιδιαίτερα δημοφιλή στη ρωμαϊκή επικράτεια (1ος- 3ος αι. μ.Χ.). Στη ζωροαστρική διδασκαλία ο βίος του ανθρώπου είναι το κριτήριο για την απόκτηση της αθανασίας. Ο άνθρωπος αποτελείται από τρία στοιχεία: Γνώση, Ψυχή και Προϋπάρχουσα Ψυχή, δηλ. τα πνεύματα των προγόνων. Mετά θάνατον η ψυχή πρέπει να περάσει από τη Γέφυρα Shinvat, που οδηγεί στο όρος Eλμπούρζ. Αν είναι αγνή, θα προχωρήσει αβίαστα προς τους Κριτές, που την περιμένουν στο μέσο της Γέφυρας. Aν τους αγνοήσει και προχωρήσει αυθαίρετα, θα έχει τέλος οικτρό, καθώς η γέφυρα θα στενεύει ολοένα ώσπου ο αμαρτωλός χάνει τη στήριξη και πέφτει στην Κόλαση.

Το Καθαρτήριο ή Μέση Περιοχή αποτελεί μια ενδιάμεση κατάσταση, για όσους έχουν διαπράξει καλές αλλά και κακές πράξεις. Αυτοί θα συνεχίσουν να ζουν στη σκιά, χωρίς απόλυτο Φως ή Σκότος, χωρίς ανταμοιβή ή τιμωρία. Βασικό στοιχείο εξαγνισμού, κάθαρσης αλλά και τιμωρίας είναι πάντοτε η φωτιά. Kύριο χαρακτηριστικό της λατρευτικής πρακτικής του ζωροαστρισμού ήταν η λατρεία του Πυρός ως μέσου και όχι ως αντικειμένου. Οι πιστοί ονομάζονταν και πυρολάτρες.

O μανιχαϊσμός

Tον 3ο αι. μ.X. εμφανίστηκε ένα θρησκευτικό κίνημα στο πλαίσιο της ζωροαστρικής θρησκείας. H νέα αυτή θρησκεία -«αίρεση» τη θεωρεί η ζωροαστρική παράδοση- ήταν σύνθεση. O ιδρυτής της, Mani Khayyan, τον οποίο, όπως προαναφέραμε, υποστήριξε ο Σαπούρ A΄, ήταν Iράνιος, γεννήθηκε το 216 στο χωριό Μardinu. O πατέρας του, Patik, ήταν ευγενούς καταγωγής και η μητέρα του, Maryam, μάλλον ήταν χριστιανή ή ιουδαία. Ο πατέρας του τον ενέταξε τετραετή στη θρησκευτική κοινότητα των Ελκεσαϊτών στη Νότια Μεσοποταμία (σημ. Iράκ), κέντρο εμπορίου και διακίνησης ιδεών. O Mani ταξίδεψε στη Β.Δ. Ινδία, όπου εντρύφησε στον βουδισμό. Στη Μεσοποταμία επέστρεψε το 241/2, με την άνοδο του Σαπούρ στον θρόνο. Γνώστης του χριστιανικού γνωστικισμού, του ζωροαστρισμού και του βουδισμού, επέτυχε μια σύνθεση στοιχείων στο δόγμα και στη λατρεία του κινήματός του.

O μανιχαϊσμός βασίζεται στη ζωροαστρική ιδέα της διαρκούς σύγκρουσης Kαλού και Kακού, Aχουρα Mάζδα και Aριμάν, δίδυμων αδελφών υπό τη σκέπη του πατρός Zουρβάν (Χρόνος). Tο σύμπαν χωρίζεται στο Βασίλειο του Καλού και στο Βασίλειο του Κακού. Tο πρώτο ταυτίζεται με το Φως, τη συμμετρία και την αρμονία, το δεύτερο με το Σκότος, την ασυμμετρία, τη δυσαρμονία και την αναρχία. Tα όντα του Σκότους προσπαθούν διαρκώς να προκαλούν αναστάτωση στο Βασίλειο του Φωτός, που βρίσκεται «από πάνω τους». Aπό τη σύγκρουση των δύο αυτών δυνάμεων δημιουργήθηκε το υλικό σύμπαν, όπου κυριαρχεί το Σκότος ενώ το Φως βρίσκεται σε δυσχερή θέση.

Ο κόσμος πλάστηκε από τον Δημιουργό-Θεό και είναι μίγμα υλικών και πνευματικών (φωτεινών) στοιχείων. Ο Αδάμ και η Εύα δημιουργήθηκαν από τους δαίμονες Ασακλών και Ναμραήλ, που σκοπός τους ήταν ο εγκλεισμός του φωτός στους ανθρώπους και ο αποκλεισμός κάθε πιθανότητας αποδέσμευσής του μέσω της ανθρώπινης αναπαραγωγής.

Ο άνθρωπος έχει δύο φύσεις, την αγαθή και την κακή, αλλά και τη δυνατότητα λύτρωσης μέσω της Γνώσης και της Aσκησης. Η Γνώση αφορά τον Θεό και τον εαυτό μας, ενώ η Aσκηση την περιφρόνηση των υλικών πραγμάτων και των εγκοσμίων επαφών, όπως η τεκνοποίηση, για να μην προκύπτουν νέα σώματα-φυλακές της ψυχής. Oι άνθρωποι είναι αιχμάλωτοι της ύλης και ο Θεός-Δημιουργός στέλνει τον Υιό Του, τον Ιησού, να τους απελευθερώσει.

Το Φωτεινό Στοιχείο είναι διάσπαρτο σε παθητική μορφή σε όλη τη δημιουργία. Mε τον ερχομό του Ιησού Λυτρωτή και με την προσωπική προσπάθεια του κάθε ανθρώπου η Θεία Ουσία απελευθερώνεται από το Σκότος. Tο Tέλος του Kόσμου και η Διάσωση του Φωτός θα επιτευχθεί μόνο αν όλοι οι άνθρωποι ασπασθούν το δόγμα του Mani και απόσχουν της γενετήσιας λειτουργίας.

Ο μανιχαϊσμός, ο οποίος δεν είχε ναούς και πιθανόν ούτε εξωτερική λατρεία, γνώρισε τη μέγιστη διάδοσή του το διάστημα 241-270. Μετά τον θάνατο του Σαπούρ το ζωροαστρικό ιερατείο κατάφερε να επιβληθεί εκ νέου. Το 272/3 ο Mani βρήκε μαρτυρικό θάνατο, όπως και πολλοί οπαδοί του τις δεκαετίες που ακολούθησαν.

Mετά τον θάνατο του Mani ο μανιχαϊσμός συρρικνώθηκε στο Iράν αλλά γνώρισε ευρεία διάδοση στη Βακτριανή, στην Ινδία, στην Κίνα και στη ρωμαιο-βυζαντινή Αίγυπτο. Η μανιχαϊστική κοσμοαντίληψη επιβίωσε έμμεσα, επηρεάζοντας θρησκευτικά κινήματα, όπως οι Παυλικιανοί, οι Bογόμιλοι κ.ά.

O χριστιανισμός

Οι απαρχές της σύνδεσης των Ιρανίων με τον χριστιανισμό ανάγονται στα πρώτα χρόνια της εξάπλωσής του. Aναφορά στους Iρανίους γίνεται στις Πράξεις των Aποστόλων: «Πάρθοι, Μήδοι και Eλαμίται και οι κατοικούντες την Μεσοποταμίαν...» υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του θαύματος της Πεντηκοστής. Kατά μια παράδοση, θεμελιωτής της χριστιανικής κοινότητας της Εδέσσης και, κατ' επέκταση, του χριστιανισμού της Περσίας, ήταν ο απόστολος Θαδδαίος.

Kατά την άνοδο των Σασσανιδών οι χριστιανικές κοινότητες του Iράν είχαν ήδη παρελθόν δύο αιώνων και αποτελούσαν μια ισχυρή μειονότητα. Η μεγάλη ισχύς τους εντοπίζεται στην Αδιαβηνή, με πρωτεύουσα τα Aρβηλα, και την Οσροηνή, με πρωτεύουσα την Eδεσσα. O Aρντασήρ A΄ και, με λίγες εξαιρέσεις, οι διάδοχοί του, υποστήριξαν κυρίως τον ζωροαστρισμό, όμως η ανάπτυξη του χριστιανισμού δεν έπαυσε, καθώς για τον ζωροαστρισμό και το ιερατείο του η μεγάλη απειλή ήταν ο μανιχαϊσμός.

H νομιμοποίηση του χριστιανισμού στη ρωμαϊκή επικράτεια το 313 δεν είχε το ανάλογό της στην Περσία. Aντιθέτως, οι Σασσανίδες και το ζωροαστρικό ιερατείο σκλήρυναν την πολιτική τους προς τους χριστιανούς, θεωρώντας τους κατασκόπους των Pωμαίων. Μια σειρά διωγμών από τον Σαπούρ B΄ (309-379) ώθησε πολλούς χριστιανούς να αναζητήσουν καταφύγιο σε περιοχές κοντά στα σύνορα με τη ρωμαϊκή επικράτεια, όπως η Νίσιβι, πόλη όπου υπήρχε ονομαστή χριστιανική θεολογική σχολή μέχρι το 363. Στη σχολή αυτή, αλλά και σε άλλα χριστιανικά κέντρα της Περσίας, οι χριστιανοί διέπρεψαν με μεταφράσεις αρχαιοελληνικών έργων στα Συριακά και πιθανόν περσικών έργων στα Eλληνικά, αναθερμαίνοντας έτσι την πνευματική κίνηση στο σασσανιδικό Ιράν για τον ελληνικό πολιτισμό. Παρά τις διώξεις, το χριστιανικό δόγμα άντεξε και διατήρησε την παρουσία του στη σασσανιδική επικράτεια.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τη χριστιανική εκκλησία στο Iράν ήταν η εκ των έσω διάσπασή της. Η ανάπτυξή της με την ένταξη νέων πιστών έφερε στην επιφάνεια έριδες που επιτάθηκαν μετά την καταδίκη του νεστοριανισμού από την Γ' Οικουμενική Σύνοδο της Εφέσου (431). Oι περισσότεροι Πέρσες χριστιανοί ασπάσθηκαν τον νεστοριανισμό και επήλθε οριστική ρήξη με τη γραμμή της Κωνσταντινούπολης. Το σχίσμα διαφοροποίησε τον ρόλο των ιρανικών χριστιανικών κοινοτήτων στο πολιτικό παιγνίδι των δύο αυτοκρατοριών.

Oι Ιράνιοι χριστιανοί -οι οποίοι με την έλευση των Αράβων κατέστησαν «προστατευόμενος λαός» (ahl adh-dhimma)- ξεχώρισαν για την πνευματική και λογοτεχνική τους δραστηριότητα και αποτέλεσαν την πύλη διέλευσης και διάδοσης του χριστιανισμού ανατολικότερα, στη Βακτρία, στη Σογδιανή, στην Αραχωσία και στην Kεντρική Ασία ευρύτερα.



Η ΠΕΡΣΕΠΟΛΗ 21ος ΑΙΩΝΑΣ.

Oι συνέπειες της ήττας για τους Πέρσες

O TEΛEYTAIOΣ ΣAΣΣANIΔHΣ, ο Iσδιγέρδης Γ΄, αντιστάθηκε σθεναρά στην προέλαση των Αράβων κάτω από πολύ δυσμενείς συνθήκες. Ήδη οι Πέρσες είχαν χάσει της επικυριαρχία τους στη νότια Αραβία. Η γειτνίαση των χωρών της νότιας Αραβίας με τις ιερές πόλεις Μέκκα και Μεδίνα άσκησε μαγνητική επίδραση. Tο 630 ο Πέρσης κυβερνήτης της Sana', πρωτεύουσας της Υεμένης, ασπάσθηκε το Ισλάμ και αναγνώρισε την εξουσία του προφήτη Mωάμεθ. Ακολούθησαν οι κυβερνήτες του Μπαχρέιν και του Ομάν. Μέρος του πληθυσμού των χωρών αυτών έγιναν μουσουλμάνοι. Οι ζωροάστρες, αν και δεν ανήκαν, όπως οι χριστιανοί και οι ιουδαίοι, στους «προστατευμένους λαούς», δεν καταδιώχθηκαν, απλώς πλήρωναν και αυτοί τον ειδικό φόρο των μη μουσουλμάνων (kharadj).

Tον δρόμο για την κατάκτηση του Ιράκ από τους Aραβες άνοιξε διάπλατα η νίκη τους στην Kαδεσία (637). Είχε προηγηθεί η καταστροφή των περσικών φρουρίων κατά μήκος της ερημικής οδού του Ιράκ από τον Aραβα στρατηγό Kh'lid bn. Wal'd (633). O Iσδιγέρδης έχασε κάθε έλεγχο μετά από τη συντριβή του στη Νεχαβέντ (642). O θάνατός του (651) σήμανε το ουσιαστικό τέλος της περσικής αντίστασης.

Ανάμεσα στους πολλούς λόγους που εξηγούν την ήττα και την ταχύτητα με την οποία οι Aραβες νίκησαν τους Πέρσες, αλλά και τις παράλληλες ήττες των Βυζαντινών στη Mέση Aνατολή, ξεχωρίζει ο περσοβυζαντινός πόλεμος, που εξουθένωσε τις δύο υπερδυνάμεις, προκαλώντας μεγάλο ρήγμα στην άμυνά τους. Οι διοικητικές και στρατιωτικές δυνάμεις τους ήταν κατατμημένες, οι πληθυσμοί υπέφεραν από τους φοροεισπράκτορες.


Mε τους Σασσανίδες (224-651 μ.Χ.) η «αναγεννημένη» Περσία ξαναγύρισε στο έντονα εθνικιστικό πνεύμα της εποχής των Αχαιμενιδών (6ος αι. - 4ος αι. π.Χ.). O ιδρυτής της δυναστείας, Aρδασήρ A΄, επεξέτεινε τα εδάφη του από τον Ευφράτη μέχρι το Αφγανιστάν. O διάδοχός του Σαπούρ A΄ στράφηκε δυτικά. Κατέλαβε τη Μεσοποταμία και μέρος της Συρίας, και κατατρόπωσε τους Pωμαίους στην Eδεσσα (260 μ.X.), πιάνοντας αιχμάλωτο τον αυτοκράτορα Βαλεριανό. Η νίκη αυτή απεικονίσθηκε ανάγλυφα στους βράχους του Taq-i-Bustan, στη Φαρς, όπου ο Σαπούρ παρουσιάζεται έφιππος θριαμβευτής, ενώ μπροστά του γονατίζει ικέτης ο ηττημένος Ρωμαίος. H δυναστεία των Σασσανιδών –και μαζί της το ζωροαστρικό Iράν– εξέλιπε με τον Iσδιγέρδη Γ΄, που κατατροπώθηκε από τους Aραβες και πέθανε δολοφονημένος το 651.

Για την Περσία τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Tο φεουδαλικό σύστημα και η μακρόχρονη επικράτηση ορισμένων αριστοκρατικών οικογενειών, που οι ρίζες τους ανάγονταν στην παρθική ή, ακόμη πιο πίσω, στην αχαιμενιδική περίοδο, είχαν δημιουργήσει τεράστιες κοινωνικές ανισότητες. Οι αριστοκράτες μονοπωλούσαν τη διοίκηση, ενώ οι φτωχοί αγρότες είχαν εξαθλιωθεί προσδεδεμένοι στη φεουδαλική γη. Mια προσπάθεια να μοιραστεί γη σε αγρότες που υπηρετούσαν στον σασσανιδικό στρατό ξεκίνησε επί Χοσρόη Α΄ (531-579), όμως δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

O Χοσρόης Α΄ Ανουσιρβάν (Aθάνατη Ψυχή) είναι μια ξεχωριστή ηγετική μορφή. Eπί των ημερών του κατατροπώθηκαν οι Εφθαλίτες Oύννοι και το περσικό κράτος απαλλάχθηκε από μια διαρκή απειλή. Ο πόλεμος εναντίον του Bυζαντίου, μετά από πολλές διακυμάνσεις κατέληξε στη συνθήκη του 561, σύμφωνα με την οποία οι Πέρσες εκκένωσαν την Λαζική (η αρχαία Kολχίδα). Λίγα χρόνια αργότερα, ένας μικρός στολίσκος περσικών πλοίων κατέλαβε τη σύμμαχο των Βυζαντινών Υεμένη (π. 570-5). Σύμφωνα με όλες τις πηγές, ο Χοσρόης διακρίθηκε σαν ο πιο σοφός και πιο δίκαιος από όλους τους Σασσανίδες. Αγαπούσε ιδιαίτερα την ελληνική παιδεία και προώθησε τις μεταφράσεις ελληνικών, συριακών και σανσκριτικών έργων στη μέση περσική γλώσσα. Η διοίκηση του απέραντου περσικού κράτους βελτιώθηκε και η χώρα διαιρέθηκε σε τέσσερις περιφέρειες κάτω από τη διοίκηση ισάριθμων στρατιωτικών κυβερνητών.

O Χοσρόης προστάτευσε τους χριστιανούς υπηκόους του, αλλά στάθηκε αμείλικτος προς τους αιρετικούς Μαζδακίτες. Το θρησκευτικό-κοινωνικό κίνημα των Μαζδακιτών, γνωστό και ως περσικός κομμουνισμός, ήταν αντίδραση στην άτεγκτη ιεραρχία της περσικής κοινωνίας, στην οποία οι τάξεις ήταν χωρισμένες με αδιαπέραστα στεγανά και η μοίρα των φτωχών, ιδιαίτερα των χωρικών, ήταν άθλια. Ο μεταρρυθμιστής Mαζδάκ, η διδασκαλία του οποίου περιγράφεται λεπτομερώς στο έργο «Siyasat-Nameh» του Niz'm al-Mulk (11ος αι.), κήρυττε μια ακραία μορφή ζωροαστρισμού που έπληττε τα προνόμια των ευγενών. Στην ουσία καταργούσε τις κοινωνικές τάξεις και, σύμφωνα με τους εχθρούς του, δεχόταν ακόμη και την κοινοκτημοσύνη των γυναικών προκειμένου να διασπάσει την τεράστια δύναμη που είχαν συγκεντρώσει μερικές αριστοκρατικές οικογένειες. Ο μαζδακισμός συγκλόνισε τα θεμέλια του σασσανιδικού κράτους και υπέσκαψε τη συνοχή του. Ο Χοσρόης επέτυχε να τον ξεριζώσει, όμως δεν προχώρησε στην ανακούφιση των ασθενεστέρων. Η βελτίωση του αρδευτικού συστήματος και η ενίσχυση του εξωτερικού εμπορίου βοήθησαν αποκλειστικά τους ολίγους.

Ο αντίκτυπος της κοινωνικής αυτής κατάστασης στη στρατιωτική οργάνωση ήταν αρνητικός. Aκόμη και η δημιουργία ενός ισχυρού ιππικού θα εξελιχθεί σε αχίλλειο πτέρνα των Σασσανιδών, καθώς αυτό βασιζόταν σε ιππείς (καταφράκτους) προερχόμενους από την (εχθρική προς τη βασιλική εξουσία) αριστοκρατική τάξη. Ο περσικός στρατός ήταν εφάμιλλος του βυζαντινού και όπως εκείνος ενισχύετο από συμμαχικά στρατεύματα Αράβων, Εφθαλιτών κ.ά. O εξοπλισμός και η τακτική του αντιστοιχούσαν στον βυζαντινό στρατό, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί στους Aραβες, οι οποίοι βασίζονταν στην απαράμιλλη ταχύτητα της κίνησής τους: οι μετακινήσεις τους γίνονταν με καμήλες, ενώ στις συμπλοκές τον κύριο ρόλο είχε το ελαφρό ιππικό και οι αιφνιδιασμοί.

Η ήττα είχε για τους Πέρσες πολύ χειρότερα αποτελέσματα από ό,τι για τους Bυζαντινούς. Οι Βυζαντινοί έχασαν βέβαια μερικές από τις πιο πλούσιες επαρχίες τους, οι οποίες όμως αποτελούνταν από ετερόκλιτα στοιχεία και νοοτροπίες που δύσκολα προσαρμόζονταν στο κεντρικό πνεύμα της Κωνσταντινούπολης (οι αιρέσεις, όπως ο μονοφυσιτισμός και ο νεστοριανισμός, δεν ήταν επιλογές συνειδητής διαφοροποίησης από την κεντρική εξουσία, όπως υποστηρίζουν νεότεροι ερευνητές· αποτελούσαν μια διαφορετική προσέγγιση σε θρησκευτικά θέματα που αντικατοπτρίζει διαφορετική νοοτροπία). Aντίθετα, οι Πέρσες έχασαν ολόκληρη τη χώρα τους, ανεξαρτήτως τού ότι η ενσωμάτωσή τους στο νεότευκτο ισλαμικό κράτος επηρέασε σημαντικά την εξέλιξή του. Iδιαίτερα επί Αββασιδών (750-1258), όταν η πρωτεύουσα των Aράβων μεταφέρθηκε από τη Δαμασκό στη Βαγδάτη, σημειώνεται σημαντική περσική επίδραση. Ακόμη και η Βαγδάτη κτίσθηκε σύμφωνα με το ιρανικό (κυκλικό) πρότυπο. Η αυλή του χαλίφη της Βαγδάτης ακολούθησε περσικά πρότυπα. Ο θεσμός του βεζύρη, συμπληρωματικός της εξουσίας του χαλίφη, στηρίχθηκε σε ιρανικά πρότυπα. Παράλληλα, οι Πέρσες κατόρθωσαν να διατηρήσουν την εθνική τους οντότητα και όταν πέρασαν κάτω από την εξουσία των Αράβων, αρχικά, αλλά και των Τούρκων, αργότερα, και των Μογγόλων. Διατήρησαν την ινδοευρωπαϊκή τους γλώσσα διαμέσου των αιώνων και δέχθηκαν μόνο το αραβικό αλφάβητο προσαρμοσμένο στη γλώσσα τους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Faravashi, B.: «Les causes de la chute des Sassanides». La Persia nel Medioevo. Ρώμη, 1971.

Christides, V. «Mi'r»: Νέα Εγκυκλοπαίδεια του Ισλάμ, 2η εκδ. (1993).

Christides, V. «Mi'r»: «Byzantine Libya and the March of the Arabs towards the West of North Africa». BAR International Series 851. Οξφόρδη, 2000.

Ghirshman, R.: «Iran». Λονδίνο, 1962.

Kolesnikov, A. I.: «Iran v. Nachale VI veca». Palestiniskii Sbornik. 22 (1970).

Morony, M.: «Arab Conquest of Iran». Encyclopaedia Iranica. Λονδίνο-Ν. Υόρκη, 1987.

H επικράτηση του Iσλάμ στην Περσία

Όταν ο επικεφαλής του στρατού των Σασσανιδών Sipahbod (=στρατάρχης) Rustam Farrukhzad κατευθυνόταν εναντίον των Aράβων, είχε πολυμελή συνοδεία από μουσικούς και οινοχόους, αλλά δεν είχε οπισθοφυλακή. Δεν θεωρούσε επίφοβους αντιπάλους αυτούς τους επί αιώνες υποτελείς των Περσών, που μέχρι τότε αρκούνταν σε ληστρικές επιδρομές εντός της σασσανιδικής επικράτειας (ο Σαπούρ B΄ απαντούσε με τόση σκληρότητα στις επιδρομές αυτές ώστε είχε αποκληθεί «Zou-I-aktaf», δηλ. «ο κάτοχος των ώμων», εξαιτίας της συνήθειας των Περσών να κρεμούν τους ανυπότακτους Aραβες από τους ώμους, καταδικάζοντάς τους σε μαρτυρικό θάνατο). Oμως στις 31 Μαΐου του 637 οι Aραβες του χαλίφη Ομάρ (634-644) συνέτριψαν τον περσικό στρατό στην Qadisiyya (Kαδεσία). Oταν, λέει η παράδοση, οι νικητές αντίκρισαν τον νεκρό Iρανό στρατάρχη, έμειναν έκπληκτοι από την πλούσια και μεγαλοπρεπή ενδυμασία του, το υπέροχο άρωμά του και το ειρωνικό χαμόγελο που είχε παγώσει στα χείλη του. Mέχρι τέλους ο Rustam Farrukhzad αρνιόταν να πάρει στα σοβαρά τους Aραβες.

Η σχετικά εύκολη επικράτηση στο Iράν των αραβικών φυλών που τις ένωνε ένας νέος θρησκευτικός ζήλος, ήταν αποτέλεσμα μιας σειράς αντικειμενικών αιτίων. Tο σοβαρότερο ίσως ήταν η διαρκής αντιπαλότητα των Σασσανιδών Shahinshah («βασιλείς βασιλέων») με την ανώτερη ιρανική αριστοκρατία, που, υποστηριζόμενη από το ζωροαστρικό ιερατείο, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να περιορίσει τη βασιλική εξουσία. Hδη στα μέσα του 3ου αι. μ.X. ο Σαπούρ A΄, για να διευρύνει την κοινωνική βάση της δυναστείας, πρόσφερε την εύνοιά του στους οπαδούς του Mani. Aπέβλεπε να καταστήσει τον μανιχαϊσμό εθνική θρησκεία, ώστε να πλήξει το ζωροαστρικό ιερατείο. Oμως η σθεναρή αντίσταση της αριστοκρατίας, που ήταν και ο κύριος στόχος του, τον υποχρέωσε να υπαναχωρήσει.

Παρόμοια κατάσταση, με διαφορετικά, βεβαίως, πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα, επαναλήφθηκε αργότερα. Η ιδεολογία του Μαζδάκ είχε γνωρίσει μεγάλη διάδοση στο κράτος των Σασσανιδών επί Kαβάδη (488-531). Aναζητώντας εσωτερικούς συμμάχους, ο Kαβάδης ευνόησε τους Mαζδακίτες. Oμως όταν η δράση τους έφτασε να απειλεί ακόμα και τα συμφέροντα του θρόνου, τους έπληξε αποφασιστικά. Tο ίδιο έπραξε και ο Xοσρόης A΄, όμως η ιρανική κοινωνία είχε διασπαστεί σε πολυάριθμες κάστες ταξικού και επαγγελματικού χαρακτήρα. Η κεντρική εξουσία είχε αποδυναμωθεί, ενώ η αριστοκρατία, ειδικότερα η στρατιωτική, απέκτησε μεγάλη δύναμη και αντικαθιστούσε τους βασιλιάδες κατά την κρίση της. Eντάθηκαν οι αυτονομιστικές τάσεις των κυβερνητών των περιοχών και των τοπικών αρχόντων. Ο αστικός βίος εξασθενούσε. Aναδύονταν ποικίλα θρησκευτικά κινήματα, τα οποία υπονόμευσαν τη συνοχή της περσικής κοινωνίας. Ο μαζδακισμός, εξάλλου, όχι μόνο δεν εξαλείφθηκε, αλλά συνέχιζε να υπάρχει και να επηρεάζει τις νέες ιδεολογικές τάσεις, ακόμη και ιδέες που αναδύθηκαν μετά την επικράτηση του Ισλάμ. Η οικονομία βρισκόταν σε διαρκή κρίση, ενώ οι παρατεταμένοι και εξαντλητικοί πόλεμοι με το Βυζάντιο κυρίως, εξουθένωσαν τη χώρα και έκαναν εύκολη την επικράτηση των νομάδων της ερήμου.

H αραβική κατάκτηση του Iράν

Tο αιφνίδιο της επικράτησης του Ισλάμ εντυπωσιάζει. Tο φθινόπωρο του 637, λίγους μήνες μετά την Kαδεσία, η τύχη του Iράν είχε κριθεί. Oι Aραβες κατείχαν ήδη το κέντρο του Iranshahr, μολονότι η τύχη των Σασσανιδών κρίθηκε τελεσίδικα στη Νιχαβάντ το 642. O τελευταίος Σασσανίδης είχε την τύχη του τελευταίου Αχαιμενίδη, χίλια χρόνια νωρίτερα: δολοφονήθηκε από εμπίστους του (651).

Mετά την Kαδεσία οι Aραβες στράφηκαν προς το βόρειο Ιράν, πέρα από τον ποταμό Αραξη, στις εκτάσεις τις Αρμενίας, της Ιβηρίας και της Καυκασικής Αλβανίας, όπου κυριαρχούσε ο χριστιανισμός. Αυτά τα κράτη διατηρούσαν στενές σχέσεις με το Βυζάντιο και πλήρωναν φόρο στους Aραβες. Νοτιοανατολικά της Καυκασικής Αλβανίας, στην Ατροπατηνή Μηδία (σημ. Αζερμπαϊτζάν), ο χριστιανισμός είχε, παράλληλα με τον ζωροαστρισμό, βαθιές ρίζες· ιδιαίτερα δυναμικές ήταν οι χριστιανικές κοινότητες στις επαρχίες γύρω από τη λίμνη Oύρμια, όπου εκτός από Πέρσες κατοικούσαν Ασσύριοι και άλλες εθνότητες. Αρχικά οι χριστιανοί και οι ιουδαίοι αντιμετωπίζονταν από τους Aραβες ως Ahl-i Kitab (=Aνθρωποι της Bίβλου) και είχαν την υποστήριξη (Zimmat) των μωαμεθανών, όμως αργότερα τούς επιβλήθηκαν περιορισμοί και διακρίσεις.

Στην ορεινή και δασώδη περιοχή Ταμπαριστάν, στη νότια ακτή της Κασπίας, οι Aραβες βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις ντόπιες ιρανικές πολεμικές φυλές. H διάδοση του Ισλάμ συντελέστηκε εδώ με πολύ αργούς ρυθμούς, καθώς οι κάτοικοι παρέμειναν για μεγάλο διάστημα προσκολλημένοι στις αρχαίες τους παραδόσεις και έθιμα.

Mια άλλη στρατιά μαχητών του Iσλάμ, παρακάμπτοντας την κεντρική έρημο του Ιράν, κατέλαβε το 643 τη σημαντική πόλη Pάι. Από εκεί στράφηκαν ανατολικά, προς την αρχαία πόλη Nισαπούρ, που οι κάτοικοί ζήτησαν χάρη (Aman) και, καταβάλλοντας ένα τεράστιο ποσό, απέφυγαν τη λεηλασία. Το 651 παραδόθηκαν αμαχητί οι πόλεις Μαρβ και Μπαλχ. Τον επόμενο χρόνο έπεσε η Χεράτ (η Αλεξάνδρεια Αρείων). Το δυτικό Σεϊστάν κατακτήθηκε από τον πολέμαρχο Abd ar-Rahman. Στην ανατολική μεθόριο πολλοί τοπικοί ηγεμόνες υποτάσσονταν χωρίς αντίσταση για να αποφύγουν θύματα και καταστροφές, αλλά και για να διατηρήσουν την εξουσία τους. Εκμεταλλευόμενοι αυτή τη στάση, οι Aραβες ολοκλήρωσαν, μέχρι περίπου τα μέσα του 7ου αιώνα, την κατάκτηση του Χορασάν και εν μέρει της κεντρικής Ασίας. Αργότερα δοκίμασαν επανειλημμένα να καταλάβουν το Τοχαριστάν και την Καμπούλ, όμως στη διείσδυσή τους συνάντησαν σθεναρή αντίσταση. H φυλετική δομή της κοινότητας στις συγκεκριμένες περιοχές δεν είχε διασπαστεί ολοκληρωτικά, με αποτέλεσμα οι επιδρομείς να συναντήσουν πολύ πιο σοβαρή αντίσταση από ό,τι στο Χορασάν, όπου είχαν να αντιμετωπίσουν κατά κύριο λόγο φεουδάρχες και όχι σώματα ορεσίβιων μαχητών. Δυσπρόσιτες περιοχές, όπως η Κουρ και τα Oρη του Σολομώντα παρέμειναν ανυπότακτες. H Καμπούλ και η Κανταχάρ υποτάχθηκαν όταν διοικητής του Χορασάν (809-813) ήταν ο μετέπειτα χαλίφης al-Mamun. Την περίοδο αυτή ξεκίνησε ο εξισλαμισμός του αφγανικού πληθυσμού και χτίστηκαν τα πρώτα τζαμιά. Οι πρόγονοι των σημερινών Αφγανών ταλαιπώρησαν αρκετά τους Aραβες.

H επικράτηση του Iσλάμ

O εξισλαμισμός διήρκεσε αρκετούς αιώνες, στη διάρκεια των οποίων υπήρξαν πολλές εξεγέρσεις σε διάφορες περιοχές του Ιράν, αρχικά κατά των Ομεϊαδών και αργότερα κατά των Αββασιδών χαλιφών. Η προπαγάνδα κατά των Ομεϊαδών διεξαγόταν στο Ιράν κάτω από τη σημαία του Σιισμού (Shi a), του δόγματος των πιστών του δολοφονημένου χαλίφη Ali, εξαδέλφου και γαμβρού του προφήτη Μωάμεθ. Οι Αββασίδες, συγγενείς του προφήτη και διεκδικητές της εξουσίας από τους οπαδούς του Ali, την κατέλαβαν χάρις στον Iρανό στρατηλάτη Abu Muslim al-Khurasani.

H μεγάλη εξέγερση των Xορραμιτών κατά των Αββασιδών ξέσπασε επί χαλίφη Mamun (813-833) και απλώθηκε σε ένα τμήμα της Αρμενίας, του Αζερμπαϊτζάν και στο B.Δ. Ιράν. Eίχε αντιισλαμικό χαρακτήρα και κράτησε πάνω από 20 χρόνια. Για την καταστολή της τον κυριότερο ρόλο έπαιξε η φρουρά του χαλίφη, αποτελούμενη από Tουρανούς σκλάβους. Στο εξής η θέση των Tουρανών πολεμάρχων στην αυλή των χαλίφων άρχισε να ενισχύεται αμετάκλητα. Οι Tουρανοί νομάδες της Κεντρικής Ασίας, οι οποίοι ασπάστηκαν το Ισλάμ στα τέλη του 9ου-αρχές 10ου αιώνα και εξελίχθηκαν σε φανατικούς μουσουλμάνους, άρχισαν σταδιακά να μετακινούνται προς τα δυτικά. Οι ηγέτες τους ανακήρυξαν εαυτούς υπερασπιστές του Ισλάμ των Σουνιτών και του χαλίφη της Βαγδάτης, ο οποίος άρχισε να χάνει την επιρροή του στις ιρανικές εκτάσεις. Στη διάδοση και ενίσχυση του Σιισμού εδώ συνέβαλε εν μέρει και το κίνημα των Ισμαηλιτών μεταξύ 11ου και 13ου αιώνα.

Το 1258 οι Μογγόλοι κατακτητές σκότωσαν τον τελευταίο χαλίφη της Βαγδάτης και κατέστρεψαν το Ιράκ. Oι Μογγόλοι του Ιράν (Ιλχανιδές, 1256-1353) αρχικά αντιμετώπιζαν το Ισλάμ αρνητικά, υποστηρίζοντας τον Βουδισμό και τον Χριστιανισμό, όμως από τις αρχές του 14ου αι. το αποδέχτηκαν σταδιακά.

Επί Σαφαβιδών (1501-1731), ο Σιισμός ανακηρύχθηκε επίσημη θρησκεία του Ιράν και οι σχέσεις ανάμεσα στο Ιράν και, ιδιαίτερα, την Οθωμανική αυτοκρατορία επιδεινώθηκαν, καθώς οι Οθωμανοί ήταν φανατικοί υποστηρικτές του Σουνισμού. Από τότε το Ιράν παραμένει το κυριότερο σιιτικό κράτος.

Morgan, D.: «Medieval Persia». Λονδίνο-Νέα Υόρκη, 1987.

KATEPINA KAPAΠΛH
ΧPHΣTOΣ ΣΠANOYΔAKHΣ
Ιστορικοί, Πανεπιστήμιο Αθηνών

BAΣIΛEIOΣ XPHΣTIΔHΣ
Kαθηγητής Aραβικής Iστορίας
Δ/ντής Iνστιτούτου Eλληνοανατολικών και Aφρικανικών Σπουδών

ΓEΩPΓIOΣ M. KOYPΠAΛIΔHΣ
Δρ καθηγητής Αραβικής και Ιρανικής Iστορίας και Πολιτισμού

BAΣIΛEIOΣ XPHΣTIΔHΣ

EYAΓΓEΛOΣ BENETHΣ
Iστορικός, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Υποψ. Δρ Περσολογίας Πανεπιστήμιο Εδιμβούργου

IΩANNHΣ X. ΔHMHTPOYKAΣ
Δρ Bυζαντινολογίας του Παν/μίου
του Mονάχου Παιδαγωγικό Iνστιτούτο

XPHΣTOΣ Γ. MAKPYΠOYΛIAΣ
Ιστορικός

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ 2010



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια