Η εκστρατεία της Ουκρανίας (1919) και ο ηρωισμός των Ελλήνων σε αντίξοες συνθήκες

Ποιοι λόγοι οδήγησαν στην αποστολή στρατευμάτων εναντίον των μπολσεβίκων - Οι συνέπειες της αποτυχημένης εκστρατείας - Τι έγραφε ο επικεφαλής του Ελληνικού Στρατού στην Ουκρανία Κωνσταντίνος Νίδερ
Επανερχόμαστε σήμερα μετά από 2,5 περίπου χρόνια στην εκστρατεία της Ουκρανίας ,αφιερώνοντας αποκλειστικά ένα άρθρο για την αμφιλεγόμενη αποστολή ελληνικών στρατευμάτων εναντίον των μπολσεβίκων. Ανάμεσα στις πηγές που χρησιμοποιήσαμε είναι και το βιβλίο του επικεφαλής του Στρατού μας στην Ουκρανία Κωνσταντίνου Ξ. Νίδερ με τίτλο "Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ".

Η κατάσταση στην Ουκρανία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση

Αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση η Ουκρανία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της. Έπειτα από μερικές εβδομάδες ,τα Σοβιέτ έκαναν την εμφάνισή τους και τον Ιανουάριο του 1918 είχαν φτάσει στο Κίεβο. Μετά τη Συνθήκη του Μπρεστ- Λιτόφσκ με την οποία αναγνωριζόταν η ανεξαρτησία της Γεωργίας, της Λιθουανίας και της περιοχής της Κουρλάνδης, η Τουρκία αποκτούσε τα εδάφη της Αρμενίας και η Γερμανία καταλάμβανε την Εσθονία, τη ΒΔ Λευκορωσία κ.ά., η Ουκρανία ζήτησε την παρέμβαση των Γερμανών του Ανατολικού Μετώπου, που εκτόπισαν τα Σοβιέτ και όρισαν κυβέρνηση της αρεσκείας τους, που κατέρρευσε μετά την ανακωχή του Νοεμβρίου 1918. Στην Ουκρανία υπήρχαν 500.000 ένστολοι Γερμανοί. Εν αναμονή του επαναπατρισμού τους δημιουργήθηκε κενό εξουσίας, το οποίο καλύφθηκε από Ουκρανούς εθνικιστές και ‘’Λευκούς Ρώσους’’. Οι ‘’Λευκοί Ρώσοι’’ γνωστοί και ως ‘’Λευκή Φρουρά’’ (Garde Blanche) σε αντίθεση με την ‘’Ερυθρά Φρουρά’’ των μπολσεβίκων ήταν οπαδοί του τσαρικού καθεστώτος, που μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων δημιούργησαν εθελοντικά σώματα για την ανατροπή τους. Έπειτα πρόσφεραν την υποστήριξή τους στους Συμμάχους, που ανέδειξαν ηγέτες τους και χρηματοδοτούσαν τη στρατιωτική τους δράση. Πάντως οι Ουκρανοί εθελοντές και οι ‘’Λευκοί Ρώσοι’’ άλλες φορές συμμαχούσαν εναντίον των μπολσεβίκων, άλλες είχαν διαμάχες μεταξύ τους και άλλες διαγκωνίζονταν για το ποιος θα επικρατήσει σ’ ένα ομιχλώδες τοπίο. Ο σημαντικότερος ηγέτης των αντικομμουνιστών ήταν ο Στρατηγός Anton Ivanovich Denikin, επικεφαλής 4.000 ανδρών. Από την άλλη πλευρά οι μπολσεβίκοι οργανώνονταν. Έχοντας περίπου 1.000.000 άνδρες ο ‘’Ερυθρός Στρατός’’ υπό την ηγεσία του Τρότσκι, συνεπικουρούμενος από ένα δίκτυο κατασκόπων, πληροφοριοδοτών, ‘’συμπαθούντων’’ κλπ., θεωρούσε ιερό καθήκον την επικράτηση σε όλα τα μέτωπα.

Οι επικεφαλής των Ουκρανών ζήτησαν από τους Δυτικούς την εσπευσμένη αποστολή στρατευμάτων στα εδάφη τους φοβούμενοι την προέλαση των μπολσεβίκων. Ωστόσο, η κοινή γνώμη αλλά και η πολιτικοί των συμμάχων ήταν διχασμένοι: ‘’Ποτέ δεν υπήρξε συντονισμός προσπαθείας ούτε ενότης σκοπών (των Συμμάχων εναντίον των μπολσεβίκων). Μερικοί εκ των Συμμάχων έκλινον υπέρ του πολέμου, άλλοι υπέρ της ειρήνης και εντός της ιδίας χώρας υπεστηρίζοντο τάσεις αντίθετοι’’ (Κων/νος Σεκελλαρόπουλος, ‘’Η Σκιά της Δύσεως, Ιστορία μιας Καταστροφής’’ Αθήνα 1960, Β’ Έκδοση).

Οι Άγγλοι πολιτικοί και η αγγλική κοινή γνώμη καταδίκαζαν την εμπλοκή της χώρας τους στην Ουκρανία. Οι Η.Π.Α. διά του Γουίλιαμ Μπούλιτ, συμβούλου του προέδρου Γουίλσον, δεν μπορούσαν να καταλάβουν για ποιο λόγο έπρεπε οι νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου να πολεμήσουν τους μπολσεβίκους, οι οποίοι προκειμένου να εδραιώσουν το καθεστώς τους, θα μπορούσαν να προβούν σε παραχωρήσεις με ειρηνικό τρόπο.

Εκείνη που είχε συμφέροντα για επέμβαση στην Ουκρανία ήταν η Γαλλία, η οποία κινδύνευε να μην εισπράξει τις ρωσικές οφειλές από δάνεια που είχε χορηγήσει στο τσαρικό καθεστώς, με απώλεια οικονομικού χώρου και με ακύρωση επανόδου στην αγορά για διάσωση κεκτημένων. Γάλλοι κεφαλαιούχοι, που είχαν πληγεί καίρια από την επανάσταση των μπολσεβίκων, πίεζαν την κυβέρνησή τους να αναλάβει πολεμική δράση. Μαζί με αυτούς και πολλοί Ρώσοι εξόριστοι στο Παρίσι, κυρίως αξιωματούχοι και στελέχη του τσαρικού καθεστώτος. Το Παρίσι αποφάσισε αρχικά να επιβάλει οικονομικό αποκλεισμό και να αποφύγει την εμπλοκή του σε πόλεμο με τους μπολσεβίκους. Τελικά όμως η Κυβέρνηση Κλεμανσό άλλαξε άποψη.

Στις 15/28 Οκτωβρίου 1928 καθορίστηκε η σύνθεση της Στρατιάς του Δούναβη με επικεφαλής τον Στρατηγό Philippe d’ Anselme. Αρχικά είχε αποφασιστεί η Στρατιά να εισβάλει στη Ρουμανία. Σταδιακά όμως επικράτησε η άποψη να σταλεί εναντίον των μπολσεβίκων. Στα τέλη του 1918 οι άνδρες της Στρατιάς εγκαταστάθηκαν στη Βουλγαρία.

Από την αρχή ήταν σαφές ότι η επιχείρηση είχε σχεδιαστεί πρόχειρα και είχε στηριχθεί κυρίως στις πληροφορίες των Ρώσων φυγάδων. Παράλληλα, στη Γαλλία επικρατούσε ένα φιλειρηνικό κλίμα από το 1917. Κανείς δεν ήθελε να πολεμήσει εναντίον ‘’εχθρών’’ με τους οποίους δεν είχε τίποτα να χωρίσει και μάλιστα σε μια άγνωστη χώρα. Κομμουνιστικές και αναρχικές ιδέες είχαν βρει πρόσφορο έδαφος στους κόλπους των Γάλλων αξιωματικών και στρατιωτών. Το γεγονός αυτό αντισταθμιζόταν από την παρουσία μονάδων Ζουάβων (πρόκειται για κατοίκους μιας περιοχής μεταξύ Αλγερίας και Τυνησίας, οι οποίοι δεν υποτάχθηκαν ποτέ στην οθωμανική αυτοκρατορία, κάτι αντίστοιχο με τους Μανιάτες) και Κυνηγών της Αφρικής στην πρώτη γραμμή.

Το Συμμαχικό Εκστρατευτικό Σώμα απαρτιζόταν από 10.000 Γάλλους, 2.900 Πολωνούς, 2.200 Λευκορώσους και 600 Γερμανούς εθελοντές.


Η ελληνική συμμετοχή στην εκστρατεία της Ουκρανίας

Βλέποντας ο Κλεμανσό ότι οι δυνάμεις για την εκστρατεία ήταν ανεπαρκείς , προσέγγισε τον πρεσβευτή της χώρας μας στο Παρίσι Άθω Ρωμάνο και ζήτησε τη συμμετοχή της Ελλάδας. Κατά μία εκδοχή του έδωσε αόριστες υποσχέσεις για παροχή ανταλλαγμάτων στην Εγγύς Ανατολή. Άλλοι μελετητές έγραψαν αργότερα ότι ο Κλεμανσό υποσχέθηκε στον Ρωμάνο γαλλική συνδρομή για απόδοση της Θράκης στην Ελλάδα και ότι η γαλλική κυβέρνηση θα υποστήριζε κάθε διευθέτηση του ζητήματος της Σμύρνης υπέρ της Ελλάδας αν αυτό έμπαινε σαν θέμα από τις Η.Π.Α. ή τη Μ. Βρετανία. Ο Ρωμάνος ενημέρωσε τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, οποίος του είπε να πληροφορήσει τους Γάλλους ότι ο Ελληνικός Στρατός ήταν στη διάθεσή τους για να χρησιμοποιηθεί σε οποιαδήποτε αποστολή.

Προσφέρθηκε μάλιστα να στείλει ένα ολόκληρο Σώμα Στρατού (τρεις μεραρχίες), ευελπιστώντας σε ανταπόδοση από τους Γάλλους, αν και είχε έντονες αμφιβολίες για την επιτυχία του εγχειρήματος.

Ο Βενιζέλος, ανέφερε χαρακτηριστικά σε επιστολή του στον Ε. Ρέπουλη: «Εύχομαι να μην γίνει τελικώς η εκστρατεία αυτή, διότι το έργον εν Ρωσία εμφανίζεται δυσκολότερον και κινδυνωδέστερον ή όσον αρχικώς υπετίθετο, δια τούτο δε και αντιτίθεται εις αυτό μέρος της κοινής γνώμης. Άλλως τε η εκδηλωθείσα προθυμία ημών, όπως μετάσχωμεν δι’ ενός Σώματος Στρατού της εκστρατείας ταύτης… ήδη μοι δίδει δικαιώματα τινα ες ευμενεστέραν κρίσιν των δικαίων μας».

Ο Ελληνικός Στρατός στην Ουκρανία

Η αποστολή ανατέθηκε στο Α’ Σώμα Στρατού, υπό τη διοίκηση του Υποστράτηγου Κωνσταντίνου Νίδερ, το οποίο μόλις είχε αποκαταστήσει την ελληνική κυριαρχία στην Ανατολική Μακεδονία. Υπήρχε, σύμφωνα με τις περισσότερες πηγές, ενθουσιασμός μεταξύ των αξιωματικών και των οπλιτών. Ορισμένοι όμως συγγραφείς, κυρίως της Αριστεράς, κάνουν λόγο για πολλές αρνήσεις συμμετοχής στην εκστρατεία, που καλύφθηκαν με την κλήση εθελοντών από τις άλλες μονάδες. Πολλοί βενιζελικοί αξιωματικοί (μεταξύ των οποίων και ο Νικόλαος Πλαστήρας) και αρκετοί οπλίτες, προσφέρθηκαν να πάρουν μέρος στην εκστρατεία.

Για την επιβίβαση στα γαλλικά πλοία που περίμεναν, ορίστηκαν το λιμάνι των Ελευθερών στην Καβάλα και ο όρμος του Σταυρού στις εκβολές του Στρυμόνα. Κι ενώ τα πάντα ήταν έτοιμα, η τμηματική θαλάσσια μεταφορά καθυστέρησε πολύ και απαιτήθηκε τελικά χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των δύο μηνών (1/14 Ιανουαρίου-21 Μαρτίου/3 Απριλίου), για να ολοκληρωθεί με πλοία της Γαλλικής Ναυτικής Μοίρας της Ανατολής.

Η ελληνική συμμετοχή στην εκστρατεία, ξεκίνησε με την απόβαση από τα πλοία «Νορμανδία» και «Τίγρις», του 34ου Συντάγματος Πεζικού στις 21 Ιανουαρίου 1919. Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, αποτελούνταν από την II Μεραρχία (1ο, 7ο και 34ο Σύνταγμα), την XIII Μεραρχία (2ο και 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων) και την III Μεραρχία που παρέμεινε σε επιφυλακή στην Καβάλα και τελικά μετακινήθηκε απευθείας στην Μικρά Ασία. Υπήρχαν επίσης δύο μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού καθώς και διάφορες μη μεραρχιακές μονάδες ,υπό τη διοίκηση του Στυλιανού Γονατά. Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, συγκροτούσαν 23.551 άνδρες.


Φιλιπ Ντ' Ανσελμ

Πολλές μονάδες όμως, έφτασαν στη μεσημβρινή Ρωσία χωρίς τα μεταφορικά τους μέσα (ημιόνους, μουλάρια δηλαδή, ας μην ξεχνάμε ότι αναφερόμαστε στο 1919), τα πολυβόλα τους ή και τα απαραίτητα παρελκόμενά τους (τρίποδες κλπ), καθώς και τα άλογα των στελεχών.

Οι ελληνικές δυνάμεις, τέθηκαν αμέσως υπό τη διοίκηση της Α’ Συμμαχικής ομάδας μεραρχιών του Στρατηγού L’ Anselme, η δύναμη της οποίας είχε αυξηθεί σημαντικά.

Οι μπολσεβίκοι, παρέταξαν απέναντί τους 217.000 άνδρες, που είχαν καταφέρει να νικήσουν τους Ουκρανούς εθνικιστές. Οι δυνάμεις αυτές είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται στις περιοχές του Κιέβου, του Χαρκόβου και της Βίνιτσας (όλα σχεδόν τα στοιχεία αυτής της ενότητας, προέρχονται από το δίτομο έργο του Δρα Ιωάννη Σ. Παπαφλωράτου «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού 1833-1949»).

Οι Έλληνες στις πολεμικές επιχειρήσεις

Η πρώτη ελληνική μονάδα που έλαβε μέρος σε μάχη, ήταν το 1ο Σύνταγμα Πεζικού της II Μεραρχίας, με διοικητή τον Αντισυνταγματάρχη Ν. Ρόκα. Στις 24 και 25 Φεβρουαρίου 1919, μεταφέρθηκε στη Χερσώνα όπου απελευθέρωσε τη συμμαχική φρουρά που την πολιορκούσαν ισχυρές δυνάμεις των μπολσεβίκων και επέστρεψε μαζί της στην Οδησσό. Έπειτα, το 1ο Σύνταγμα, πήρε μέρος στην άμυνα της Μπερόζβας, όπου είχε σημαντική δράση. Το 7ο Σύνταγμα Πεζικού της II Μεραρχίας, με επικεφαλής του Αντισυνταγματάρχη Δ. Καμμένο, στις 24 Φεβρουαρίου πήρε μέρος στην άμυνα του Νικολάιεφ και από τις 5 ως τις 24 Μαρτίου κράτησε την κύρια γραμμή άμυνας της Οδησσού, όπου είχαν την έδρα τους οι διοικήσεις της Α’ συμμαχικής ομάδας μεραρχιών και του ελληνικού Α’ Σώματος Στρατού. Το 34ο Σύνταγμα Πεζικού με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Χ. Τσολακόπουλο-Ρέμπελο, της II Μεραρχίας, πήρε μέρος στη μάχη της Μπερόζβκας, στη μάχη της Κρεμιδόβκας και στην άμυνα της Οδησσού.

Η σημαντικότερη συμμαχική μονάδα στην άμυνα της Κριμαίας, ήταν το 2ο Σύνταγμα Πεζικού της XIII ελληνικής Μεραρχίας, με επικεφαλής του Αντισυνταγματάρχη Νεόκοσμο Γρηγοριάδη. Μεταφέρθηκε στη Σεβαστούπολη, στις 10 Μαρτίου. Με έδρα την πόλη αυτή, μονάδες της πήραν μέρος στις μάχες του Γιουσούν (23 Μαρτίου) και Εσκίκιοϊ Ζάμα (25 Μαρτίου) και κυρίως στην άμυνα της Σεβαστούπολης. Εκεί, από τις 2 ως τις 14 Απριλίου, οπότε και αποφασίστηκε η εκκένωση της Κριμαίας, απέκρουσε αλλεπάλληλες επιθέσεις του «Κόκκινου Στρατού».


Στη Σεβαστούπολη, έλαβε χώρα κι ένα αξιοσημείωτο περιστατικό. Οι εργάτες της πόλης εξεγέρθηκαν. Μαζί τους συντάχθηκαν Γάλλοι ναύτες που είχαν στασιάσει και μάλιστα, προκάλεσαν τους οπλίτες ενός ελληνικού λόχο περνώντας από τον στρατώνα του! Ο Γάλλος διοικητής, έδωσε εντολές στους Έλληνες να διαλύσουν τη συγκέντρωση και αποκαταστήσουν την τάξη, μην διστάζοντας να κάνουν και χρήση βίας. Οι άνδρες του λόχου, βγήκαν από τον στρατώνα και άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα. Τότε δέχθηκαν πυρά και ανταπέδωσαν, σκοτώνοντας πέντε μπολσεβίκους και τρεις Γάλλους, ενώ συνέλαβαν όσους Γάλλους συνέχιζαν να βρίζουν και να ασχημονούν. Τα κατώτερα πληρώματα των γαλλικών πλοίων, εξαγριώθηκαν και απειλούσαν με αντίποινα. Τελικά, με παρέμβαση των Βρετανών οι οποίοι είχαν στείλει ναυτικές δυνάμεις στην Κριμαία, η κατάσταση εξομαλύνθηκε.

Τα άλλα δύο Συντάγματα της XIII Μεραρχίας, το 3ο (με επικεφαλής τον Αντισυνταγματάρχη Γ. Κονδύλη) και το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, πήραν μέρος στην πολυήμερη μάχη του «Προκεχωρημένου Τομέα Σέρμκας» (8-21 Μαρτίου) και κάλυψε την υποχώρηση των Συμμάχων από την Οδησσό στην Βεσαραβία.

Μετά την απόφαση των Συμμάχων να εκκενώσουν την Οδησσό στις 20 Μαρτίου, οι ελληνικές δυνάμεις, εκτός από το 2ο Σύνταγμα που βρισκόταν στη Σεβαστούπολη και μεταφέρθηκε στη Ρουμανία στις 14 Απριλίου, υποχώρησαν με υποδειγματική τάξη πέρασαν τον Δνείστερο και τοποθετήθηκαν κατά μήκος της δεξιάς όχθης του ποταμού, για την άμυνα της Βεσαραβίας από ενδεχόμενη επίθεση του «Κόκκινου Στρατου».

Το Α’ Σώμα Στρατού, με έδρα το Γαλάτσι (της Ρουμανίας), παρέμεινε στη χώρα ως τα τέλη Ιουνίου του 1919. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Σμύρνη.

Να σημειωθεί ότι οι Έλληνες ήταν οι τελευταίοι που αποχώρησαν από την Ουκρανία και μάλιστα μια μέρα μετά τους υπόλοιπους. Οι συνολικές ελληνικές απώλειες ήταν 398 νεκροί από τους οποίους 18 αξιωματικοί και 657 τραυματίες, 30 από τους οποίους ήταν αξιωματικοί.

Σχόλια του Κωνσταντίνου Νίδερ για τις επιχειρήσεις


Κωνσταντίνος Νίδερ

Στο βιβλίο του Κ. Νίδερ «Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ» υπάρχουν συγκλονιστικές λεπτομέρειες για τον ηρωισμό των Ελλήνων στην Ουκρανία. Θα παραθέσουμε μερικά από τα συμπεράσματά του, ενδεικτικά της κατάστασης που αντιμετώπισαν τα ελληνικά στρατεύματα.

«Το έργον των εν τη Μεσημβρινή Ρωσία ελληνικών τμημάτων κατέστη εξαιρετικώς δύσκολον, ουχί μόνον εκ του κακού διακανονισμού της μεταφοράς και της επιβληθείσης εκ των στιγμιαίων αναγκών διασποράς αλλά και εξ άλλων αιτίων. Η άγνοια της γλώσσης, η εχθρότης του πληθυσμού και ο υπέρ του αντιπάλου φανατισμός του, η έλλειψις δυνάμεων, η πρωτοβουλία του εχθρού εις τα επιχειρήσεις, αι μέθοδοι ενεργείας του, η συνεχής του πίεσις, η επί ημέρας έλλειψις αναπαύσεως, η υπερβολική κόπωσις, ο συνεχής εκνευρισμός των ανδρών, μαχομένων συνεχώς υπό ψύχος δριμύ και κλίμα όπου ο άνεμος, η ομίχλη, η χιών και η βροχή ενηλλάσσοντο συνεχώς ενέτειναν έτι μάλλον τας δυσκολίας κατά τον σκληρόν εκείνον και άχαρον αγώναν...
Αλλά και η παραγνώρισις εκ μέρους των Συμμάχων της αξίας των Ερυθρών στρατευμάτων δεν εδικαιολογήθη εκ των πραγμάτων. Δεν απετέλει βεβαίως ο στρατός ούτος δύναμιν επαρκώς οργανωμένην τελείως πειθαρχούσαν και διεπομένην υπό κανονισμών και διατάξεων οργανωμένου τακτικού στρατού.
Ο μπολσεβικικός στρατός δεν ήτο εις και ενιαίος. Εις έκαστον διαμέρισμα υπήρχον πολυάριθμαι συμμορίαι υπό έναν αρχηγόν κατά διαμέρισμα συσταθείσα υπό μπολσεβίκων πρακτόρων, με διάφορον οπλισμόν (όπλα ρωσικά, αυστριακά, γερμανικά, γαλλικά), συμμορίαι συντηρούμεναι εξ επιτάξεων και εισφορών στρατιωτικών και διαθέτουσαι προ παντός ελαφρόν πυροβολικόν ενιαχού δε και βαρύ ως εις Χερσώνα και Σέρμπκα…
Ο στρατός ούτος μειονεκτών εν πολλοίς ενός τακτικού οργανωμένου στρατού επλεονέκτει σπουδαίως αυτού κατά τας στιγμάς της δράσεως διότι επεστράτευεν ολίγον προ της επιθέσεως άπαντας τους άρρενας κατοίκους των γειτονικών χωρίων οι οποίοι λαμβάνοντες εκ των οικιών των τα όπλα και φυσίγγια προσήρχοντο άνευ άλλης διατυπώσεως επύκνωνον τας εχθρικάς φάλαγγας και εξασφάλιζαν ουτωσί την αριθμητικήν υπεροχήν του προσβάλλοντος εχθρικού τμήματος. Δια του συστήματος τούτου και δια συνεχών επιθέσεων επέφερον εξάντλησιν εις τα συμμαχικά στρατεύματα άτινα δεν διέθετον τα αυτά μέσα ενισχύσεως και επεχείρουν εν μέσω πληθυσμού λίαν εχθρικώς προς αυτά διακειμένου…».

Μια αποτίμηση της ελληνικής συμμετοχής στην εκστρατεία της Ουκρανίας


Η Ελλάδα κλήθηκε για πολλοστή φορά ,να συνεισφέρει σε μια πολεμική επιχείρηση για την οποία δεν είχε κανένα κίνητρο και άμεσο ενδιαφέρον. Τα ανταλλάγματα ήταν μόνο προφορικά και τελικά, δεν δόθηκαν ποτέ. Οι Έλληνες πολέμησαν γενναία στην Ουκρανία λαμβάνοντας πολλές φορές τα εύσημα από τους Γάλλους. Όπως είδαμε ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός αλλά δέχτηκε να στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία.

Ο Γιάνης (με ένα «ν»…) Κορδάτος, ήταν καταπέλτης εναντίον του:

«Ο Βενιζέλος που ήξερε τις αντιμπολσεβικικές διαθέσεις του Κλεμανσό και της καπιταλιστικής Γαλλίας φάνηκε πρόθυμος να παίξει το ρόλο του λακέ… Η εκστρατεία αυτή που έγινε για να εξασφαλίσουν οι Γάλλοι κεφαλαιούχοι τα δάνειά τους και για να ενισχυθούν οι τσαρικοί ώστε να καταλάβουν την εξουσία και να ξαναφέρουν το παλιό καθεστώς της τυραννίας και της εκμετάλλευσης του ρωσικού λαού έκανε πολύ κακή εντύπωση στην Ελλάδα. Μόνο οι φανατικοί βενιζελικοί επιδοκιμάσανε το Βενιζέλο για τη δουλοφροσύνη του απέναντι των Γάλλων. Η μεγάλη πλειοψηφία του Ελληνικού λαού εξαρχής καταδίκασε την εκστρατεία αυτή όχι μόνο γιατί χάθηκαν τόσα παιδιά, αλλά και γιατί ήταν ένα μελανό σημάδι της νεοελληνικής ιστορίας».

Και ο Στρατηγός Λ. Παρασκευόπουλος, φαίνεται ότι ήταν αντίθετος με την εκστρατεία: «Η αποστολή αυτή ως μοναδικόν σκοπόν είχε την αποκλειστικήν εξυπηρέτησιν των γαλλικών συμφερόντων».


Ίσως ο Βενιζέλος πίστευε ότι όπως ο Καβούρ, στέλνοντας το 1854 στην Κριμαία, ιταλικά στρατεύματα από το Πεδεμόντιο στο πλευρό των Άγγλων και των Γάλλων, απέκτησε την εύνοιά τους για την ενοποίηση της Ιταλίας, έτσι κι ο ίδιος θα αποκόμιζε σημαντικά ανταλλάγματα για τη χώρα μας.

Δυστυχώς όμως, η ελληνική συμμετοχή στην εκστρατεία της Ουκρανίας, όχι μόνο προκάλεσε την εχθρότητα των μπολσεβίκων τα επόμενα έτη (Μικρά Ασία κλπ.), αλλά και οι ευημερούσες ελληνικές κοινότητες της Γεωργίας και της Κριμαίας, σβήστηκαν οριστικά απ’ τον χάρτη…

Πηγές: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, τόμος ΙΕ, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ξ. ΝΙΔΕΡ, «Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΟΥΚΡΑΝΙΑΣ (ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΜΑΪΟΣ 1919», με επιμέλεια και εξαιρετικό σχολιασμό από τον Φίλιππο Δ. Δρακονταειδή, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ.
Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949)», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, 2014.
Ευχαριστούμε θερμά τον Δρα. Ι.Σ. Παπαφλωράτο που μας έδωσε, για μία ακόμη φορά, την άδεια, να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από το έργο του.

Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ


Η ολέθρια για την Ελλάδα συνεργασία Λένιν - Κεμάλ

Οι συνθήκες της Μόσχας και του Καρς (1921): Με ρωσικά χρήματα και όπλα ο Κεμάλ πολεμά τους Έλληνες στη Μικρά Ασία - Η Συνθήκη Φιλίας και Αδελφοσύνης της Μόσχας και η ενίσχυση των κεμαλικών από τους μπολσεβίκους - Η παραχώρηση εδαφών της Υπερκαυκασίας στους Τούρκους με τη Συνθήκη του Καρς και η πρόβλεψη για ανανέωσή της κάθε 25 χρόνια

Όπως θα έχουν παρατηρήσει οι αναγνώστριες και οι αναγνώστες του protothema.gr, ένα άλλο θέμα στο οποίο δεν έχουμε αναφερθεί καθόλου στα άρθρα μας είναι η μικρασιατική εκστρατεία και η μικρασιατική καταστροφή, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται. Με μερικά παράπλευρα ζητήματα όσων συνέβησαν πριν από 100 περίπου χρόνια και επηρέασαν σε πολύ μεγάλο βαθμό την τελική έκβαση της εκστρατείας, θα ασχοληθούμε σήμερα.

Ακούμε τελευταία κυρίως, τον Ταγίπ Ερντογάν να μιλά για "σύνορα της καρδιάς" (των Τούρκων), για εδάφη που κατακτήθηκαν με αίμα κλπ. Θα αναφερθούμε σήμερα, σε κάποια εδάφη της Τουρκίας που αποτελούν το 30% περίπου της έκτασής της και αποκτήθηκαν "στα χαρτιά". Στο τέλος του άρθρου, θα γράψουμε και λίγα πράγματα για το πώς παραδόθηκε η Ανατολική Θράκη στους Τούρκους, ένα τεράστιο θέμα στο οποίο θα επανέλθουμε μετά το Πάσχα.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση – Η εκστρατεία στην Ουκρανία – Οι συνθήκες του Αλεξαντροπόλ και της Μόσχας
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση (1917), η Ρωσία "αποσύρθηκε" από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και σταμάτησε τις εχθροπραξίες εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τότε όμως "… οι Σύμμαχοι νικηταί ευρέθησαν εις την ανάγκην να αναχαιτίσουν την προέλευσιν των Μπολσεβίκων εις τα εκκενούμενα παρά των Γερμανών εδάφη της Ρωσίας, δια να δοθεί ούτω καιρός για νέα δημιουργούμενα κράτη, η Πολωνία και η Τσεχοσλοβακία και ανασυγκροτηθούν τα καταστραφέντα κράτη της Ρουμανίας και της Σερβίας. Οι κίνδυνοι της Ευρώπης ήταν μέγιστοι…" (Δημ. Βακάς).

Αποφασίστηκε λοιπόν να σταλούν στην Ουκρανία και συγκεκριμένα στην περιοχή της Κριμαίας στρατεύματα για να ενισχύσουν τις αντικομμουνιστικές δυνάμεις που υπήρχαν εκεί. Ο φιλέλληνας Γάλλος πρωθυπουργός Κλεμανσό υποσχόμενος διπλωματική βοήθεια στη χώρα μας στα ζητήματα της Μικράς Ασίας και της Θράκης, ζήτησε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο να στείλει η Ελλάδα ένα Σώμα Στρατού στην εκστρατεία αυτή.

Ο Βενιζέλος δέχτηκε αν και έβλεπε ότι η συγκεκριμένη επιχείρηση ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη. Η εκστρατεία δεν ήταν καλά οργανωμένη, συμμετείχαν σ' αυτή πολύ λιγότερες δυνάμεις απ' ότι πιστευόταν αρχικά (12 γαλλικά τάγματα, αμφίβολης μαχητικής ικανότητας, ένα ρουμανικό σύνταγμα και δύο ελληνικές μεραρχίες). Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, με 23.551 άνδρες, έφτασε στην Οδησσό στις 21 Ιανουαρίου 1919.

Είναι γνωστή η αποτυχία της εκστρατείας αυτής και η επικράτηση των μπολσεβίκων. Στα τέλη Απριλίου 1919 αποχώρησε από την Κριμαία η ελληνική δύναμη, η οποία πολέμησε με μεγάλη γενναιότητα και είχε σοβαρές απώλειες: 398 νεκρούς και 657 τραυματίες.

Το κακό όμως για τη χώρα μας δεν σταμάτησε εκεί. Το νέο σοβιετικό καθεστώς συμμάχησε κατά της Δύσης με τους Τούρκους εθνικιστές οι οποίοι πολεμούσαν εναντίον της δυτικής κυριαρχίας αλλά και της Οθωμανικής (σουλτανικής κυβέρνησης) που είχε συνθηκολογήσει με τους Δυτικούς Συμμάχους.

Οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ μπολσεβίκων και Τούρκων εθνικιστών (κεμαλικών) ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1920. Στις 19 Νοεμβρίου 1920, με τη Συνθήκη του Alexandropol, οι δυο πλευρές μοίραζαν την Αρμενία και αποκτούσαν κοινά σύνορα.

Να υπενθυμίσουμε ότι τον Ιούλιο του 1920, είχε υπογραφεί η Συνθήκη των Σεβρών, με την οποία γεννιόταν η Ελλάδα "των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών" ενώ την 1η Νοεμβρίου 1920, ο Βενιζέλος ηττήθηκε στις εκλογές που ο ίδιος προκάλεσε και τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, μετά από δημοψήφισμα, επέστρεψε στην Ελλάδα, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Η εξέλιξη αυτή δυσαρέστησε τους Συμμάχους που άλλαξαν στάση απέναντι στη χώρα μας με τις γνωστές τραγικές συνέπειες.

Από τα τέλη Ιουλίου 1920, είχε αρχίσει η αποστολή όπλων και χρυσού σε πολύ μεγάλες ποσότητες από τους Σοβιετικούς προς τον Κεμάλ (M. Llewellyn-Smith, σελ. 297). Πρώτη αποστολή, όπως γράφει ο αείμνηστος Νεοκλής Σαρρής, έγινε με τον Χαλίλ Πασά που μετέφερε στους κεμαλικούς χρυσό αξίας 100.000 οθωμανικών λιρών. Τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, ο Γιουσούφ Κεμάλ (Τεγκισρέκ) παρέδωσε στον Κεμάλ 1.000.000 χρυσά ρούβλια.

Στις 16 Μαρτίου 1921, στη Μόσχα, υπογράφτηκε ανάμεσα στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας (Grand National Assembly of Turkey) και τη Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία (Russian Soviet Federative Socialist Republic - SFSR) η λεγόμενη Συνθήκη της Μόσχας (Treaty of Moscow) ή Συνθήκη Αδελφοσύνης (Treaty of Brotherhood).
Επικεφαλής της SFSR ήταν ο Βλαντιμίρ Λένιν και επικεφαλής της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας ήταν ο Κεμάλ Ατατούρκ. Να σημειώσουμε ότι ούτε η ΕΣΣΔ είχε ιδρυθεί τότε (αυτό έγινε το 1922) ενώ η διεθνώς αναγνωρισμένη τουρκική κυβέρνηση εκείνη την εποχή ήταν αυτή του σουλτάνου Μεχμέτ VI (6ου), ο οποίος είχε υπογράψει τη Συνθήκη των Σεβρών, που είχε αποκηρύξει ο Κεμάλ. Φυσικά, η επίσημη τουρκική κυβέρνηση δεν κλήθηκε στη Μόσχα.
Στο διαδίκτυο, ορισμένοι ταυτίζουν τη Συνθήκη της Μόσχας με τη Συνθήκη του Καρς που υπογράφτηκε αργότερα. Αυτό είναι εσφαλμένο. Η Συνθήκη του Καρς αποτελεί συνέχεια της Συνθήκης της Μόσχας αλλά ΔΕΝ είναι (η) ίδια μ' αυτή!


Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Μόσχας, η Τουρκία παραχώρησε στη Γεωργία το Βατούμ και την περιοχή βόρεια του χωριού Σαρπ (Sarp) ενώ πήρε από τη Ρωσία το Καρς (το οποίο είχε περιέλθει στη Ρωσία το 1878 με τη Συνθήκη του Βερολίνου) και το Αρνταχάν. Παράλληλα, οι μπολσεβίκοι αναγνώρισαν την εθνικιστική ηγεσία υπό τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ως τη μόνη κυβέρνηση στην Τουρκία. Μεταφέρουμε αυτούσιο το τι γράφει στη συνέχεια η κορυφαία παγκοσμίως Εγκυκλοπαίδεια Britannica στη διαδικτυακή της έκδοση, στο λήμμα Treaty of Moscow, 1921.

"As a result of the treaty, the Soviets supplied the nationalists with weapons and ammunition which Turks used successfully in a war against Greece in 1921-22".
Κάνουμε μια πρόχειρη μετάφραση της παραγράφου.
"Ως (ένα) αποτέλεσμα της Συνθήκης, οι Σοβιετικοί προμήθευσαν τους εθνικιστές με όπλα και πυρομαχικά τα οποία οι Τούρκοι (τα) χρησιμοποίησαν με επιτυχία σε ένα πόλεμο ενάντια στην Ελλάδα το 1921-22".

Πρόκειται φυσικά για τη Μικρασιατική Εκστρατεία, όπου οι δυνάμεις του Κεμάλ, τροφοδοτούνταν με όπλα και πυρομαχικά από τους Σοβιετικούς. Δυστυχώς, δεν είναι μόνο αυτό. Στο δίτομο βιβλίο του "Η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού (1833-1949)", ο Ιωάννης Παπαφλωράτος (τον οποίο ευχαριστούμε θερμότατα γιατί με ιδιαίτερη ευγένεια και προθυμία μας έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε αποσπάσματα από το έργο του), αναφέρονται τα εξής: "Μετά την υπογραφή της Συμφωνίας της Μόσχας, παραδίδονται στους Τούρκους 10.000.000 χρυσά ρούβλια, από τα οποία τα 4.000.000 μεταφέρονται από τον Γιουσούφ Κεμάλ, τον Απρίλιο του 1921. Το 1.400.000 μεταφέρεται από τον Φρούνζε (Mikhail Vasilyerich Frunze) τον Δεκέμβριο του ιδίου χρόνου και η τελευταία αποστολή 3.500.000 παραδίδεται τον Μάιο του 1922. Δηλαδή συνολικά 11.000.000 χρυσά ρούβλια και 100.000 χρυσές οθωμανικές λίρες. Η βοήθεια αυτή αντιστοιχεί σε 80.000.000 περίπου τουρκικές χάρτινες λίρες της εποχής εκείνης" (Τόμος Ι, σελ. 649).

Ακολουθεί παραπομπή για τα παραπάνω στον μεγάλο Νεοκλή Σαρρή. Γράφει χαρακτηριστικά ο κ. Παπαφλωράτος: "Ο αείμνηστος πανεπιστημιακός προχώρησε έτι περαιτέρω προκειμένου να καταστήσει απολύτως κατανοητό το ύψος της βοήθειας των Μπολσεβίκων προς τον Κεμάλ". Για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος της ενίσχυσης, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο προϋπολογισμός του 1920 της κυβέρνησης της Άγκυρας ανερχόταν σε 63.018.354 λίρες Τουρκίας και του 1921 σε 79.160.058 λίρες Τουρκίας.

Με άλλη έκφραση η σοβιετική βοήθεια που παρασχέθηκε σε διάστημα λιγότερο από δύο χρόνια αντιπροσωπεύει ποσόν μεγαλύτερο από το σύνολο του ετησίου προϋπολογισμού της (κεμαλικής) Τουρκίας και το σύνολο των πολεμικών δαπανών δύο χρόνων!!!

Συνεχίζοντας, ο κ. Παπαφλωράτος γράφει:
"Μάλιστα, έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι οι μισθοί των κεμαλικών αξιωματικών κατεβλήθησαν με χρήματα, τα οποία προήλθαν από τον Λένιν.
Παραπέμπει σχετικά στον συγγραφέα και Ακαδημαϊκό Τάσο Αθανασιάδη (1913 – 2006), ο οποίος είχε γεννηθεί στο Σαλιχλί της Μικράς Ασίας.

Αυτά ήταν λοιπόν ήταν τα… συμπαρομαρτούντα (επακόλουθα, συνέπειες) της Συνθήκης της Μόσχας, η οποία είναι μάλλον άγνωστη στη χώρα μας. Ας ελπίσουμε ότι στα αρμόδια Υπουργεία είναι γνωστή, τουλάχιστον στα πρόσωπα που πρέπει να τη γνωρίζουν.
Υπάρχει όμως και συνέχεια όπως αναφέραμε παραπάνω.
Είναι η Συνθήκη του Καρς (Treaty of Kars) η οποία υπογράφτηκε στις 13 Οκτωβρίου 1921 στην τουρκική, σήμερα, πόλη Καρς και (επι)κυρώθηκε στο Ερεβάν, την πρωτεύουσα της Αρμενίας στις 11 Σεπτεμβρίου 1922.,

Η Συνθήκη του Καρς



Η Συνθήκη αυτή, είναι μια συνθήκη ειρήνης, που υπογράφτηκε ανάμεσα στη Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας και τις Δημοκρατίες της Υπερκαυκασίας (Αρμενία, Γεωργία, Αζερμπαϊτζάν), με τη συμμετοχή του ρωσικού SFSR. Καθορίζει τα σύνορα ανάμεσα στην Τουρκία και τις Δημοκρατίες αυτές, οι οποίες εντάχθηκαν στην (τέως) ΕΣΣΔ τον Δεκέμβριο του 1922. Αποτελεί, κατά κάποιον τρόπο, διάδοχη της Συνθήκης της Μόσχας.
Να σημειώσουμε, ότι η Μεγάλη Εθνοσυνέλευση της Τουρκίας, το 1923 ανακήρυξε τη Δημοκρατία της Τουρκίας.

Όλες οι περιοχές που αποδόθηκαν στην Τουρκία, είχαν καταληφθεί από τη Ρωσία στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878, εκτός από την περιοχή Surmali που ανήκε στο Ιράν και προσαρτήθηκε στη Ρωσία με τη Συνθήκη του Turkemenchay (1828), μετά τον τελευταίο Ρωσοϊρανικό πόλεμο (1826-1828).

Μια ακόμα, τέως ρωσική πόλη, που δόθηκε στην Τουρκία, ήταν το Olti. Επίσης δόθηκαν στη γείτονα: η λίμνη Childir, τα ερείπια της Ani(αρχαία πρωτεύουσα της Αρμενίας που καταστράφηκε από σεισμό το 1319), το Αραράτ, τα ορυχεία αλατιού του Kulp(Τuzluka) καθώς και η πόλη Igdyr. Της δόθηκε επίσης ο λεγόμενος Διάδρομος του ποταμού Αράς , μια στενή λωρίδα γης ανάμεσα στους ποταμούς Aras και Lower Karasu.



Οι Αρμένιοι ζήτησαν για ιστορικούς και συναισθηματικούς λόγους να τους δοθεί το Ανί και το Κουλπ, το οποίο θεωρούνταν αναπόσπαστο μέρος της Υπερκαυκασίας.


Οι Τούρκοι όμως "πατώντας" πάνω στη Συνθήκη της Μόσχας δεν δέχτηκαν τα αιτήματα των Αρμενίων. Ένταση δημιουργήθηκε και ανάμεσα στην Τουρκία και το Ιράν (πρωτοφανές περιστατικό, η Τουρκία να έχει προβλήματα με τους γείτονες της…), για το Surmali και τον διάδρομο του Αράς. Τελικά, μετά από συνάντηση του Reza shah και του Ατατούρκ το 1934, οι περιοχές έμειναν οριστικά στην Τουρκία, η οποία παραχώρησε ως αντάλλαγμα στο Ιράν κάποια εδάφη νοτιότερα.

Προσπάθεια ακύρωσης της Συνθήκης του Καρς
Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η (τέως) ΕΣΣΔ, υπερδύναμη πλέον και με τον Στάλιν ηγέτη (να θυμίσουμε ότι η Τουρκία πήγε με το μέρος των νικητών του πολέμου λίγο πριν τη λήξη του, ενώ στη διάρκειά του παρέμεινε αμέτοχη, χαρακτηριζόμενη μάλιστα πανάξια "επιτήδειος ουδέτερος") ζήτησε από τους Τούρκους να επιστρέψουν τις επαρχίες Καρς, Αρνταχάν και Αρντβίν (7 Ιουνίου 1945). Οι Τούρκοι αρνήθηκαν, ακολούθησε παρέμβαση από τις Η.Π.Α. και τη Μ. Βρετανία, με την οποία αντιτάχθηκαν στις σοβιετικές εδαφικές διεκδικήσεις. Τελικά η ένταξη της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και ο θάνατος του Στάλιν το 1953 έδωσαν τέλος στις απαιτήσεις της ΕΣΣΔ.

Η Συνθήκη του Καρς, ήρθε στην επιφάνεια το 2016, όταν Ρώσοι βουλευτές, ζήτησαν από τον Βλαντιμίρ Πούτιν να ακυρώσει τη Συνθήκη της Μόσχας και κατ' επέκταση, τη Συνθήκη του Καρς. Αυτό έγινε με αφορμή την κατάρριψη του ρωσικού Sukhoi Su-24 το Νοέμβριο του 2015 από τους Τούρκους.

Διαβάσαμε στο διαδίκτυο, καθώς δεν υπάρχει κάποιο βιβλίο που να αναφέρεται στις Συνθήκες της Μόσχας και του Καρς, ότι αυτές για να ισχύουν πρέπει να ανανεώνονται κάθε 25 χρόνια. ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΔΥΟ ΜΕΡΗ. Δηλαδή, το 2021, οι Συνθήκες πρέπει να ανανεωθούν.

Ποιες χώρες όμως θα τις ανανεώσουν; Η Τουρκία σίγουρα και η Ρωσία (ως διάδοχος χώρα της ΕΣΣΔ, όπως έγινε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε.;). Ή οι χώρες της Υπερκαυκασίας; Η Αρμενία, σίγουρα θίγεται από τις Συνθήκες αυτές, η Γεωργία δεν έχει και ιδανικές σχέσεις με την Τουρκία, αλλά πήρε το Βατούμ το 1921-1922 και τέλος το Αζερμπαϊτζάν που είναι στενά συνδεδεμένο με την Τουρκία. Εδώ θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν κάποιοι διεθνολόγοι ή κάποιοι υπεύθυνοι από το ΥΠΕΞ.

Μήπως ο Ερντογάν, πιεζόμενος στον Βορρά από την επικείμενη ανανέωση ή μη των Συνθηκών Μόσχας-Καρς το 2021 και στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας του από τους Κούρδους , ως αντίβαρο, πιέζει τη χώρα μας με παράλογες και έξω από τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923) διεκδικήσεις;

Οι συμφωνίες Γάλλων και Ιταλών με τους Τούρκους Κεμαλικούς το 1921
Φυσικά, δεν ήταν ο μοναδικός λόγος για τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 η βοήθεια των μπολσεβίκων στον Κεμάλ. Ο εσωτερικός διχασμός και η επάνοδος του Κωνσταντίνου ήταν ένας βασικός λόγος όπως και η μεταστροφή της στάσης Γάλλων και Ιταλών υπέρ της Τουρκίας. Με τη Συνθήκη της Άγκυρας ή Συνθήκη Φραγκλέν Μπουϊγιόν (20/10/1921), οι Γάλλοι παραβιάζονται προηγούμενες Συνθήκες των μελών της Αντάντ προχώρησαν σε υπογραφή Συνθήκης με ΜΗ ΝΟΜΙΜΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ.

Ανάμεσα στους όρους αυτής της Συνθήκης, ήταν η εκκένωση της Κιλικίας από τα γαλλικά στρατεύματα και η παράδοση μεγάλης ποσότητας οπλισμού του στρατού της Γαλλίας που βρισκόταν εκεί στους Τούρκους, αν και οι Γάλλοι γνώριζαν ότι αυτά θα χρησιμοποιούνταν εναντίον των Ελλήνων.

Είχε προηγηθεί, την άνοιξη του 1921, ιταλοτουρκική συμφωνία (Σύμφωνο Sforza-Bekin Sami), με την οποία οι Ιταλοί κεφαλαιούχοι αποκτούσαν δικαίωμα προτεραιότητας στα σαντζάκια Αττάλειας, Μούλγου και Μποντούρ και η Ιταλία όφειλε να υποστηρίξει την απόδοση της Θράκης και της Σμύρνης στην Τουρκία, να αποσύρει τα στρατεύματά της από τη Μικρά Ασία και έδινε την άδεια στους κεμαλικούς να προμηθευτούν πολεμικό υλικό από την ιταλική ζώνη στην Αττάλεια.

Μάλιστα, ο Ατατούρκ απέφυγε να επικυρώσει τη Συνθήκη αυτή (σε ό, τι ήταν να δώσει προφανώς…), προσδοκώντας αναθεώρηση των όρων της στο μέλλον!
Οι Βρετανοί κράτησαν σαφώς καλύτερη στάση, ιδιαίτερα λόγω του φιλέλληνα Υπουργού λόρδου Κόρζον (Curson) ο οποίος σχεδόν πάντα, υπερασπιζόταν τις θέσεις της χώρας μας.

Ανατολική Θράκη - Το τρίγωνο του Κάραγατς
Αυτά τα στοιχεία μπορέσαμε να βρούμε για τις Συνθήκες της Μόσχας και του Καρς. Μάλλον δεν ίδρωσαν και πολύ οι Τούρκοι για να πάρουν το 30% της σημερινής έκτασης της χώρας τους…

Κάτι ανάλογο, σε βάρος της Ελλάδας, έγινε με την υπογραφή της ανακωχής των Μουδανιών (28 Σεπτεμβρίου 1922), με την οποία υποχρεώθηκε η χώρα μας να εγκαταλείψει την Ανατολική Θράκη (από την Τσατάλτζα ως την ανατολική όχθη του ποταμού Έβρου. Χαρακτηριστικά, ο Ισμέτ πασάς (μετέπειτα Ισμέτ Ινονού) είπε στον Ατατούρκ: "Οι Γιουνάν (Έλληνες) μας χαρίζουν την ανατολική Θράκη!".

Με το σοβαρό αυτό θέμα όπως και με την παραχώρηση του Τριγώνου του Καραγάτς, έκτασης 24.000 τ.μ. με μεγάλη οικονομική και στρατιωτική σημασία, στους Τούρκους, ως αντάλλαγμα για τις πολεμικές αποζημιώσεις που ζητούσαν οι γείτονες μετά τη μικρασιατική καταστροφή, θα ασχοληθούμε σε ξεχωριστό άρθρο.

Είναι η πρώτη φορά που δώσαμε έδαφος αντί για χρήματα. Μετά την Επανάσταση του 1821, μέρος του δανείου που είχε πάρει η χώρα μας (12.531.164 από 60.000.000 φράγκα) δόθηκε στην Τουρκία για την παραχώρηση της Φθιώτιδας… (Νικόλαος Π. Σοϊλεντάκης, "Ιστορία του Θρακικού Ελληνισμού").

Ας ελπίζουμε ότι έχουν γνώση οι φύλακες και θα την εμπλουτίσουν μετά από αυτά τα άρθρα…

Μιχάλης Στούκας
https://www.protothema.gr/

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια