Τὸ σῶμα τῆς ἱστορίας τὸ συγκροτοῦν τὰ γεγονότα. Στὴν ἱστορία «ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ πρᾶξις». Ἡ ἱστορία εἶναι ἕνα δράμα, τὸ ὁποῖο συντίθεται ἀπὸ ἐπαμειβόμενες πράξεις, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει σὲ ἕνα θεατρικὸ δράμα. Μόνο ποὺ τὸ θεατρικὸ δράμα ἔχει ἀρχή, μέση καί τέλος.Ἡ ἱστορία δὲν ἔχει ἀρχή, οὔτε τέλος. Μέσα στὴν ἱστορία τελοῦμε πάντοτε στὴ μέση. καί εἶναι φορὲς κατὰ τὶς ὁποῖες ἕνα ἱστορικὸ γεγονὸς ἀποκτᾶ τόση ἔνταση, ὥστε νὰ ὁδηγεῖται στὴν ἔκρηξη, καί τότε ἀποκαλύπτονται τὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης συνθήκης στὸν κόσμο.
Βρισκόμαστε στὸν τόπο τὸν μοιράμενο, στὸ Μεσολόγγι, εἰς τὸν ὁποῖο κάποτε ἡ ἱστορία ἐπύκνωσε σὲ τυφλὸ σκότος, ὥσπου ἐξερράγη σὲ παμφαὲς μετέωρο, τὸ ὁποῖο ἔκτοτε φωτίζει παραδειγματικὰ τὴν ὕπαρξή μας. Ἡ δίνη ἡ ἱστορική, ποὺ ἐστροβίλισε τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνης τῆς πολίχνης, καί τοὺς ἀνύψωσε σὲ σύμβολα τοῦ αὐθεντικῶς ὑπάρχειν, συνέχει ἀκόμη τὰ φρένα μας. Διότι κατέστη τρόπος ἀποκαλύψεως τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βεβαίως διδακτή, ὅμως οἱ ἄνθρωποι τοῦτοι δὲν τὴν ἐδιδάχθησαν, τὴν ἐδίδαξαν οἱ ἴδιοι στὴν ὑπόλοιπη ἀνθρωπότητα. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς καί ἡ ἐλευθερία ἐν ἀρχῇ ἦν πρᾶξις. καί ἐδῶ τούτη ἐπράχθη κατὰ τὸν πλέον διαπρεπῆ καί ἀποκαλυπτικὸ τρόπο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φύσει ἐλεύθερος, ἀλλὰ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ δείξει μὲ τὴν πράξη του. Ἂν εἶναι ἰδέα ἡ ἐλευθερία πρέπει τούτη πρωτίστως νὰ ἐνσαρκωθεῖ. καί ἡ πλέον διαυγὴς ἐκδοχὴ τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ἐσαρκώθη ἐδῶ, σὲ τοῦτο τὸ πτολίεθρο, ποὺ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο κατέστη ἱερό. καί εἶναι ἱεροσυλία νὰ ρητορεύουμε σὲ αὐτὸν τὸν τόπο ποὺ κατακάηκε ἀπὸ τὸ πῦρ τῶν φλεγομένων ψυχῶν.
Μόνον ἡ σιωπὴ καί ὁ σεβασμὸς προσήκει πρὸς τὸ κοσμοϊστορικὸ γεγονός, ποὺ εἶναι ἡ δεύτερη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου καί ἡ ὑπερφυὴς κατάληξή της. Γι’ αὐτὸ ὁ λόγος μας ἁπλῶς θέλει νὰ περισώσει τὰ σύμβολα τῆς ἱερᾶς σιγῆς. Ἦταν τόσος πολὺς καί τόσο συνεχὴς ὁ βροντισμὸς καί ὁ ἀλαλαγμὸς τοῦ πολέμου ἐδῶ, καί βρῆκε τέτοια κορύφωση μὲ τὸ ὁλοκαύτωμα τοῦ Καψάλη καί τὴν ἀπόφαση τοῦ Ἐπισκόπου Ρωγῶν, ποὺ κάθε παράκαιρος λόγος ταράσσει τὴν αἰώνια γαλήνη τῶν ἡμιθέων.
Εἴπαμε «ἂν ἡ ἐλευθερία εἶναι ἰδέα». καί ὅμως ἀρκτικῶς ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι ἰδέα· πρωτευόντως εἶναι τρόπος ὑπάρξεως. Αὐτὸ μᾶς τὸ ἐδίδαξαν τέλεια οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐπέλεξαν τὴν ἐλευθερία, ἴσως οἱ περισσότεροι νὰ μὴν ἐγνώριζαν τὴν ἐλευθερία ὡς ἔννοια· αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἐπέλεξαν τὸν θάνατο ἀντὶ τῆς σκλαβιᾶς. Διότι δύο ἦσαν οἱ ἱστορικὲς πραγματικότητες ποὺ ζοῦσαν, ἡ σκλαβιὰ καί ὁ θάνατος. Γι’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τοῦτος ὁ θάνατος ἦταν ἡ πρώτη πράξη τῆς ἐλευθερίας τους.
Ἅμα σκεφθεῖ κανεὶς πὼς τὸ προτείχισμά τους ἦταν ἀδύναμο καί κακῶς σχεδιασμένο, τὸ ὁποῖο μάλιστα στὸ τέλος εἶχε ἀποσαθρωθεῖ ἀπὸ τοὺς ἄπειρους κανονιοβολισμοὺς τοῦ ἐχθροῦ. Ἅμα σκεφθεῖ κανεὶς πὼς αὐτοὶ ἦσαν ὀλιγάριθμοι καί πενιχρῶς ἐφοδιασμένοι μὲ πυρομαχικὰ καί ἰδίως τρόφιμα, ποὺ στὸ τέλος ἔλειψαν παντελῶς. καί ἅμα σκεφθεῖ κανεὶς πὼς ὁ ἐχθρὸς ἦταν πολυάριθμος καί μὲ ἀνεξάντλητες ἐφεδρεῖες, τότε βλέπει πὼς ἡ ἐπιλογὴ τοῦ θανάτου ἦταν πράξη ἑνὸς ἀκμαίου ἤθους καί ὄχι ἁπλῆς ἀπελπισίας.
Ἦσαν ὁρισμένοι ποὺ ἀπελπίστηκαν, ἀκόμη καί βαθμοφόροι στρατιωτικοί, καί προτίμησαν τὴ φυγή. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ὅμως ἔμειναν ἐκεῖ γιὰ νὰ πεθάνουν. Θὰ λέγαμε πὼς μὲ χαρὰ εἶχαν ἀρραβωνιαστεῖ τὸν χάρο, γι’ αὐτὸ συχνὰ τὸ διασκέδαζαν. Ἀναγνωρίζουμε ὅλες τὶς ἱστορικὲς ἀναγκαιότητες ποὺ ὅρισαν τοὺς πολιορκημένους νὰ ἐμμείνουν.
Ὅμως αὐτὲς οἱ αναγκαιότητες δὲν συνιστοῦν ἐπαρκῆ λόγο γι’ αὐτὸ ποὺ συνέβη. Θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποχωρήσουν πολὺ νωρίτερα, ἢ θὰ μποροῦσαν νὰ συνθηκολογήσουν, ὅπως τοὺς προτάθηκε. Αὐτὸ ὅμως ποὺ συνέβη κατὰ τὴ δεύτερη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου ὑπερβαίνει τὴν ἱστορικὴ ἀναγκαιότητα.Δὲν ἦταν μία δυνατότητα τῆς ἱστορίας, ἦταν δυνατότητα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης ὡς τοιαύτης, ποὺ τὴν κατόρθωσαν οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου.
Αὐτὴ ἡ ἐμπραγμάτωση τῆς ὁριακῆς δυνατότητας τοῦ ἀνθρώπου νὰ καταστήσει τὸν θάνατό του πράξη ἄπεφθης ἐλευθερίας πολὺ σπάνια συμβαίνει στὸν κόσμο. καί ἡ σπανιότερη εἶναι αὐτὴ τοῦ Μεσολογγίου. Δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ ἱστορικὸ συμβάν, ἔστω καί ἐκπρεπές. Πρόκειται γιὰ κατ’ ἐξοχὴν πνευματικὸ συμβάν, ἀπὸ τὰ πλέον παράδοξα. Γι’ αὐτὸ πέρα ἀπὸ τὴν κατάπληξη καί τὸν θαυμασμὸ προκαλεῖ καί τὸν ἀναλυτικὸ στοχασμό.
Ὁ Πλάτων εἶπε πὼς ἡ φιλοσοφία εἶναι μελέτη θανάτου.Οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου ἐμελέτησαν πολὺ τὸν θάνατο. «Πές τους, λοιπόν, καί φιλόσοφους, ἂν θέλεις». Διότι ἂν ὁ φιλόσοφος μὲ τὴ μελέτη θανάτου ἀποσαφηνίζει τὴν ἀλήθεια, ὁ πολιορκημένος μὲ τὴ μελέτη θανάτου ἀποσαφηνίζει τὴν ἐλευθερία. Καί γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ πρώτη ἀλήθειά της.
Ἀλλὰγιὰ νὰ ξέρουμε περὶ τίνος πράγματι πρόκειται, δὲν ὑπάρχει ἐλευθερία· ὑπάρχει ἐλεύθερος ἄνθρωπος. Διότι ἡ ἐλευθερία μᾶς μιλάει μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἐνῷ ὁ ἐλεύθερος ἄνθρωπος μᾶς μιλάει γιὰ τὸν πόνο του, γιὰ τοὺς ἀγῶνες του, γιὰ τοὺς κινδύνους του, γιὰ τὶς πληγές του προκειμένου νὰ καταστεῖ ἐλεύθερος ἢ νὰ πεθάνει ἐλεύθερος μὲ ἀπόφασή του.
Ὁ πιὸ ἐλεύθερος ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ πεθαίνει ἐλεύθερος, ὅπως ὁ ἄνθρωπος τοῦ Μεσολογγίου.Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ στερήσει αὐτὴ τὴν ἐλευθερία εἰς τὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα.Ὅλους τοὺς πολιορκημένους μποροῦμε νὰ τοὺς προσγράψουμε ὡς ἥρωες. Εἶναι δυνατὴ ὅμως τόση συρροὴ ἡρωικῶν ψυχῶν; Ἄλλωστε ἦσαν ἄνθρωποι τῆς καθημέριας βιοπάλης καί τοῦ σκληροῦ μόχθου τῆς ἐπιβιώσεως.Πῶς ἔτσι ὅλοι αὐτοὶ προσέλαβαν ὕψος ἡρωικό; Μὰ αὐτὸ εἶναι τὸ παράδοξο. καί αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Μεσολογγίου.
Ὅπως κάθε ἄνθρωπος καλεῖται γιὰ τὴν ἁγιότητα, ἔτσι κάθε ἄνθρωπος καλεῖται καί γιὰ τὴν ἡρωικότητα.καί ὁ ἔσχατος μπορεῖ νὰ γίνει πρῶτος, νὰ γίνει ἅγιος, νὰ γίνει ἥρωας. Τὸ ὅτι ὑπάρχει αὐτὴ ἡ δυνατότητα, τὸ ἔδειξαν οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου.
Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ μάθημα προσγράφεται καί ὡς ἀνθρωπιστικὸ ἐπίτευγμα, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν πρέπει νὰ περιφρονεῖται κανένας ἄνθρωπος, ὅτι καί ὁ πιὸ μικρὸς μπορεῖ νὰ ἀντέξει στὶς ἀξιώσειςτῆς μεγαλοσύνης.Ὅμως τοῦτο σημαίνει καί κάτι βαθύτερο.
Πὼς κάθε ἄνθρωπος διαθέτει ἐντός του ἕνα ὑπεριστορικὸ ἀνώλεθρο στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ ὑπὲρ τὴ φύση τιμαλφές, εἶναι τὸἀπόλυτο, εἶναι τὸ αἰώνιο, εἶναι τὸ ἄνευ ὅρων. Οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου, ποὺ δὲν εἶχαν νὰ στηριχθοῦν πουθενὰ ἀλλοῦ, στηρίχτηκαν σὲ αὐτὸ τὸ στέρεο εἰς τὸν αἰώνα θεμέλιοτῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. καί ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ θεμέλιο διαχωρίζει μὲ χάσμα τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ὄντα.
Ἐκεῖ θεμελιώνεται ἡ ὑπὲρ τὴν νύχτα παρουσία τοῦ ἀνθρώπου, αὐγαζόμενη ἀπὸ ἕνα ἄλλο φῶς. Ἡ ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ ὑπερβατικοῦ θεμελίου βεβαιώνεται στὴν πράξη καί ὄχι στὴ θεωρία, ἡ ὁποία θεωρία ἕπεται τῆς πράξεως. Αὐτὸ τὸ κατέδειξαν περιτράνως οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου.
Δὲν θέλω νὰ ὑπερβάλω, οὔτε μὲ τὸν λόγο, οὔτε μὲ τὶς ἔννοιες. Ὅμως δὲν ἐπιθυμῶ ἐπίσης νὰ μοῦ διαφύγει τὸ ὑπερφυὲς ἱστορικὸ καί ψυχικὸ καί πνευματικὸ συμβάν, ποὺ εἶναι ἡ συμπεριφορὰ τῶν πολιορκημένων τοῦ Μεσολογγίου.
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μᾶς διαφεύγει ἡ ἔκτακτη σημαντικότητά του, ἡ ὁποία φωτίζει, ἀλλὰ καί ἀποκαλύπτει τὴν ὑπερβατικὴ διάσταση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης μέσα ἀπὸ τὴν πράξη, μέσα ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ ὀρυμαγδό.Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δὲν μᾶς καθιστᾶ ὑπερήφανους μόνο γιὰ τοὺς Μεσολογγίτες τῆς πολιορκίας, ἀλλὰ μᾶς καθιστᾶ ὑπερήφανους γιὰ τὸν ἄνθρωπο καθεαυτόν.
Ἔτσι, τὸ επίτευγμα τῶν ἀνθρώπων τῆς πολιορκίας διαθέτει καθολικότητα καί ἀφορᾶ στὴν ἀνθρωπότητα καθόλου. Γι’ αὐτὸ καί συνετάραξε ὁλόκληρη τὴν πληροφορημένη ἀνθρωπότητα. Οἱ πολιορκημένοι ἐπολέμησαν γιὰ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ τόπου τους, γιὰ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἔθνους των, ἀλλὰ καί γιὰ τὴν ἀξιοπρέπεια ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας. Καί τοῦτο ἐπειδὴ αὐτὸ ποὺ συνέβη δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα καθοδηγήσεως ἢ ὀργανώσεως, ἀλλὰ προέκυψε αὐθορμήτως ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς αὐτῶν τῶν ταπεινῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐταπείνωσαν τὴν σιδερόφρακτη βία.Ἀλλὰ καί αὐτὰ τὰ ὑπεριστορικὰ φαινόμενα ὅσο αἰφνίδια καί νὰ προβαίνουν, προέρχονται ἀπὸ ἀναβαθμοὺς μιᾶς ἄλλης ὡριμάνσεως.
Πρῶτα-πρῶτα εἶναι ἡ μακρὰ ὡρίμανση τῶν χιλιετιῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Διότι τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος εἶναι τὸ ἀρχαιότερο τοῦ κόσμου, μαζὶ μὲ τὸΚινεζικό, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς ὑφηλίου. Μιὰ τόσο μακρὰ πορεία μέσα στὸν χρόνο ἔχει τὸν βαθὺ λόγο της. Ὁ ὁποῖος λόγος ἔγκειται στὴν ἰδιοφυΐα αὐτοῦ τοῦ λαοῦ. Ἀλλιῶςτοῦτος θὰ εἶχε ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ καιρό, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοί.Αὐτὴ ὅμως ἡ μακρὰ πορεία προσέδωσε μία εὐγένεια στὴν ψυχικὴ καί πνευματικὴ σύσταση τούτου τοῦ λαοῦ.
Τὴν ὁποία φέρει ἀκόμη καί στοὺς καιροὺς τῆς ἱστορικῆς του δοκιμασίας, ἰδίως τότε.Ἡ ἄλλη ὡρίμανση προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγωγὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ λαὸς αὐτὸς ὑπῆρξε ὀρθόδοξος πρὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τοῦτο μπορεῖ νὰ μὴ τὸ μαρτυρεῖ εὐθέως ἡ ἀρχαία φιλοσοφία του, ὅμως τὸ μαρτυρεῖ μὲ ἄσφαλτη σαφήνεια ἡ ἀρχαία τραγωδία.
Ὁ λαὸς αὐτὸς φωτίζεται ἀπὸ τὸν πόνο του. Ὁ λαὸς αὐτὸς ἀνασταίνεται ἀπὸ τὸν θάνατό του.Ὁ λαὸς αὐτὸς ζεῖ τὴ βασιλεία τοῦ πνεύματος καταμεσῆς τῆς κοιλάδας τῶν δακρύων. Ὁ λαὸς αὐτὸς ζεῖ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ πνεύματος ὡς ἐγκόσμια διατριβή του. Γι’ αὐτὸ ὕστερα ἀπὸ κάθε ἐνταφιασμό του ἀνασταίνεται.
Συνεπῶς γι’ αὐτὸν ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι μιὰ ἐξωτερικὴ θρησκεία ἢ μία θεωρία, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἔρριζος τρόπος νοήσεως, βιώσεως καί ἀφομοιώσεως τοῦ κόσμου. Αὐτὸν τὸν τρόπο ἀκολουθεῖ ὁ Ἕλληνας, ἀκόμη καί ὅταν καταστεῖ ἄθεος. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν διαμορφώνει τὸν Ἕλληνα. Ὁ Ἕλληνας διαμορφώνει τὴν Ὀρθοδοξία.
Ἡ τρίτη ὡρίμανση προέρχεται ἀπὸ τὴν μακρὰ δουλεία του στὸν ἀσιανὸ βάρβαρο. Ἐπὶ τέσσερις σκοτεινοὺς αἰῶνες ἐταράσσετο ἡ ψυχή του καί ἡ θλίψη του ἐξικνεῖτο ἕως θανάτου. Ἔζησε πενθηρὸς ἐπὶ σειρὰ γενεῶν μὲ μόνιμη παρηγοριὰ τοὺς ἤχους ἀπὸ τὰ σήμαντρα τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ὁ καθένας κατέστη μαρμαρωμένος βασιλιὰς μὲ τὸ σπαθὶ τῆς ἐκδικήσεως στὸ χέρι.
Ἔτσι ὥστε ὅταν ἐσήμανε ἡ ὥρα τῆς ἀναστάσεως τὸ ἐσήκωσε ὡς ρομφαία ἀρχαγγέλου, μετρώντας μὲ βιὰ τὴν ἑλληνικὴ γῆ.Μὲ αὐτὲς τὶς μακρὲς ὡριμάνσεις προσῆλθε ὁ ἑλληνισμὸς στὸ περίφραγμα τοῦ Μεσολογγίου, στὸν λιγνὸ φράχτη, ὅπου ἐπάνω του ἔσυρε τὴ γραμμὴ τῆς μεγάλης ἀποφάσεως: νὰ πεθάνει ἐλεύθερος. Τοῦ ἔρωτος γιὰ τὴ ζωὴ προηγεῖται ὁ ἔρως θανάτου. Μόνον ἔτσι κερδίζεται ἡ ζωή.
Μόνον αὐτὸς ποὺ χάνει τὴν ψυχή του θὰ τὴν εὕρει. Μόνον ὁ σπόρος ποὺ πεθαίνει πολὺν καρπὸ φέρει. Προσῆλθε, λοιπόν, στὸ Μεσολόγγι τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ. «Μέρα ποὺ ἄνθιζαν οἱ λόγγοι γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ». Οἱ πολιορκημένοι βρέθηκαν ἐγκαταλειμμένοι ἀπὸ ὅλους τὴν ἡμέρα τῆς σταυρώσεώς τους, ὅπως καί τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ. Ἀβοήθητοι, ἄοπλοι, καί πεινασμένοι. καί ὅμως, ἐνῷ ἐπλησίαζε νὰ συμπληρωθεῖ ἔτος ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς πολιορκίας, σὲ αἴτημα τῶν πολιορκητῶν νὰ παραδοθοῦν, τοὺς ἀπάντησαν ὡς ἑξῆς:
«Βλέπομεν εἰς τὸ γράμμα σας νὰ ζητεῖται ἄρματα – καί ἀποροῦμεν πῶς ἐτολμήσατε νὰ ζητήσετε ὀκτὼ χιλιάδες ἄρματα, τὰ ὁποῖα ἀχνίζουν ἀπὸ τὸ αἷμα σας, καί νὰ σᾶς τὰ δώσωμεν μὲ τὰ χέρια μας. Τώρα βλέπομεν ὅτι ἐκεῖνο ὁποὺ θέλετε ἐσεῖς, δὲν γίνεται, οὔτε ὅμως καί ἐκεῖνο ὁποὺ θέλομεν ἡμεῖς –καί θὰ γίνει ἐκεῖνο ὅπου ὁ Θεὸς ἀποφάσισεν».
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν παρὰ νὰ σκλαβωθοῦν, τότε ὁ Θεὸς παραμερίζει. καί ἔτσι φτάνουμε στὴ νύχτα τῆς ἐξόδου τῆς 10ης πρὸς 11η Ἀπριλίου τοῦ 1826, ὅπου ὁ ἄνθρωπος παίρνει τὴ θέση τοῦ Θεοῦ ἢ τοῦ δαίμονος. Πράγματι, στεκόμαστε ἄφωνοι μπροστὰ στὴ νύχτα τῆς ἐξόδου, τὴν πλέον δαιμόνια νύχτα τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου, ποὺ τὸ πυκνό της σκότος ἐξερράγη σὲ φῶς.
Ἦταν τὸ φῶς τοῦ παραναλώματος τῶν πολιορκημένων, τὸ ὁποῖο σὲ λίγο ἀμαυρώθη ἀπὸ τὴν αἰθάλη. Ἦταν ὅμως καί τὸ φῶς τῆς ψυχῆς τῶν πανέμνοστων ἐραστῶν τῆς ἐλευθερίας, ποὺ θὰ φωτίζει ὅλες τὶς ψυχὲς τοῦ κόσμου ἐσαεί.Διότι μόνον τότε καί ἐκεῖ, δηλαδὴ ἐδῶ στὸ Μεσολόγγι, ἀποκαλύφθηκε τὸ τρομερὸ πρόσωπο τῆς ἐλευθερίας.Πὼς ἐλευθερία δὲν εἶναι νὰ ἀπολαμβάνεις ἀνεμπόδιστος τὴ ζωή, ἀνεύθυνα, ἀστόχαστα καί ἀνέμελα. Ἀλλὰ ἐλευθερία εἶναι νὰ ὑπερβαίνεις τὸν θάνατο, μὲ ἔσχατη εὐθύνη, μὲ ἀκραία συνείδηση τῆς πράξεώς σου καί μὲ μιὰ ἀπόφαση ὅμοια μὲ ἐκείνη ποὺ διαθέτει ὁ Θεός.
Οἱ πολιορκημένοι εἶπαν στοὺς πολιορκητές τους πὼς θὰ γίνει ἐκεῖνο ποὺ ὁ Θεὸς ἀποφάσισε. Ὁ Θεὸς τὸ ἀποφάσισε, ἀλλὰ ἀνέθεσε τὴν ἐκτέλεση τῆς ἀποφάσεώς Του στὸν ἄνθρωπο: μὲ τὴν πράξη του νὰ ἀποδείξει πὼς καλῶς ὁ Θεὸς τὸν ἔπλασε ἐλεύθερο.Ἡ ἀπόδειξη αὐτὴ εἶναι ἀπὸ τὶς πλέον σκληρὲς ποὺ ἔλαχε τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἦσαν πανευτυχεῖς οἱ ἄνθρωποι αὐτοί.Ἀντίθετα, ἦσαν οἱ πλέον δυστυχεῖς τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ ἦσαν καί οἱ πλέον ἐλεύθεροι τῶν ἀνθρώπων.
Ἐξαγόρασαν τὴν ἐλευθερία μὲ τὸ πλέον βαρὺ τίμημα. καί τότε ἀπεκαλύφθη πὼς ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ πλέον βαρύτιμη συνθήκη τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Εἶναι ἡ ἔσχατη δυνατότητα τῆς ὑπάρξεως, χωρὶς τὴν ὁποία ἡ ὕπαρξη εἶναι ἀνολοκλήρωτη. Ἡ ἀγάπη τῆς ἐλευθερίας εἶναι «κραταιὰ ὡς θάνατος».Εἶναι μυστήριο μέγα πῶς μπορεῖ ἡ φρίκη νὰ καθηλώσει τὸν χρόνο ἐπάνω ἀπὸ μιὰ νύχτα, ὡσὰν τὴ νύχτα τῆς ἐξόδου. καί ἰδοὺ προσερχόμαστε ἐκεῖ γιὰ νὰ λειτουργηθοῦμε.
Ὁ Ἐπίσκοπος Ρωγῶν Ἰωσήφ, ὁ Χρῆστος Καψάλης, οἱ γενναῖοι τῆς φρουρᾶς, οἱ ἀποφασισμένες μορφὲς τῶν Μεσολογγιτῶν. Αὐτοὶ ἐπεράσαν στὴν ἀθανασία, καί γιὰ τοῦτο εἶναι ἐσαεὶ παρόντες. Ἐκείνη ἡ νύχτα ἔφυγε, ὅμως ἔμεινε στὴ μνήμη. καί ἔμεινε ὁ τόπος της, τοῦτος ποὺ πατοῦμε τώρα, ὁ ἱερός.Ἡ πλέον φρικτὴ νύχτα τῆς ἱστορίας καί ἡ πλέον ἔνδοξη, ἡ πλέον θανατερὴ νύχτα τοῦ κόσμου καί ἡ πλέον ἀθάνατη.
Ἡ πλέον ταπεινὴ νύχτα γιὰ τοὺς πολιορκητὲς καί ἡ πλέον ἡρωικὴ γιὰ τοὺς πολιορκημένους. Τὰ βάγια ποὺ στρώθηκαν γιὰ νὰ περάσει «τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ», διότι ξημέρωνε ἡ ἡμέρα τῶν Βαΐων, ἐχρησίμευσαν νὰ στεφανώσουν τὶς μαρτυρικὲς μορφὲς τῆς ἐξόδου, τὶς ἔνδοξες.
Δύο συνοδεῖες ποὺ ὁδεῦαν πρὸς τὴν ἀνάσταση. Πρὸς τὴν ἀνάσταση τοῦ «τέκνου τοῦ Θεοῦ». καί πρὸς τὴν ἀνάσταση τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων. Ἀφοῦ ὅμως καί οἱ δύο ἐπάτησαν τὸν θάνατο μὲ τὸν θάνατό τους.Ἡ ἡμέρα τῶν Βαΐων τῆς 11ης Ἀπριλίου τοῦ 1826 ὑπῆρξε ἡ πλέον φρικτὴ ἡμέρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὀρρωδεῖ ὁ λόγος νὰ περιγράψει τὴν ἱστορικὴ καταστροφὴ τοῦ ὀλίγου αὐτοῦτόπου ποὺ ἐβυθίσθη μέσα στὸν ἀσιατικὸ βαρβαρισμό.Ἐρεβικὸ τοπίο θανάτου, αἵματος καί θυσίας· ὀλολυγμοῦ, σπαραγμοῦ καί ἀπογνώσεως.
Ὁ ἄνθρωπος φθάνει στὸ τελευταῖο ὅριο τοῦ τρόμου.Εἶναι τὸ παράλογο τοῦ πολέμου καί τὸ ὑπέρλογο τῆς ἐλευθερίας. Ἐκείνη ἡ ἡμέρα τῶν Βαΐων ὑπῆρξε ἡ Μεγάλη Παρασκευὴ τοῦ ἀνθρώπου. Κατὰ τὴν ὁποία τοῦτος σταυρώνεται ἐπειδὴ ἐπέμεινε μέχρις ἐσχάτου γιὰ νὰ βεβαιώσει τὴν ἐλευθερία του.
Ὁ ἄνθρωπος ὡς ὂν ἀναυθεντικὸ ἀπὸ τὴν ὑπαρκτική του συνθήκη, ζεῖ παράμερα ἀπὸ τὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του· ὥσπου νὰ ἔρθει ἐκείνη ἡ ἱστορικὴ ὥρα ποὺ σηκώνει τὶς καταιγίδες. Τότε τούτη ἡ ὥρα τὸν σύρει μὲ τὴν ἀκαταδάμαστη δίνη της πρὸς τὸ δεινὸ κέντρο τῆς αὐθεντικῆς ζωῆς. Ἔτσι ἔσυρε καί τοὺς πολιορκημένους Μεσολογγίτες. καί ἀξίωσε ἀπὸ αὐτοὺς κάτι ποὺ σπάνια συμβαίνει τοῦ ἀνθρώπου.
Νὰ ζήσουν αὐθεντικῶς τὴν ὕπαρξή τους. Ποὺ σημαίνει νὰ ζήσουν μὲ τὸν θάνατο καί τὴν ἐλευθερία, στὴν ἀβυσσαλέα τους ἐκδοχή. Μόνον τότε ἀναγνωρίζει ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα του καί ὁμοίωσή του. Ποτὲ ἄλλοτε.
Στὴ μεγάλη αὐτὴ ἀξίωση οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου ἐστάθησαν ἄξιοι. Στὴν κρίσιμη στιγμὴ ἐκπροσώπησαν ἐπαξίως τὸν ἄνθρωπο καί τὴν ἀνθρωπότητα.
Αὐτὸ εἶναι κάτι πολὺ παραπάνω ἀπὸ ἡρωισμός. Εἶναι ἁγιότης. Ἡ ἅλως τῆς ἁγιότητος ἐφωσφόριζε μέσα στὸ ἔρεβος τῆς τελευταίας τους νύχτας.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ξημέρωνε τῶν Βαΐων, 11 Ἀπριλίου 1826. Ὁρόσημο τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁρόσημο τοῦ ἀνθρώπου.
Το εικαστικό έργο που πλαισιώνει τη σελίδα είναι δημιουργία του Θεόδωρου Βρυζάκη.
Από το περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τεύχος 235, Μάρτιος 2012.
Βρισκόμαστε στὸν τόπο τὸν μοιράμενο, στὸ Μεσολόγγι, εἰς τὸν ὁποῖο κάποτε ἡ ἱστορία ἐπύκνωσε σὲ τυφλὸ σκότος, ὥσπου ἐξερράγη σὲ παμφαὲς μετέωρο, τὸ ὁποῖο ἔκτοτε φωτίζει παραδειγματικὰ τὴν ὕπαρξή μας. Ἡ δίνη ἡ ἱστορική, ποὺ ἐστροβίλισε τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνης τῆς πολίχνης, καί τοὺς ἀνύψωσε σὲ σύμβολα τοῦ αὐθεντικῶς ὑπάρχειν, συνέχει ἀκόμη τὰ φρένα μας. Διότι κατέστη τρόπος ἀποκαλύψεως τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βεβαίως διδακτή, ὅμως οἱ ἄνθρωποι τοῦτοι δὲν τὴν ἐδιδάχθησαν, τὴν ἐδίδαξαν οἱ ἴδιοι στὴν ὑπόλοιπη ἀνθρωπότητα. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς καί ἡ ἐλευθερία ἐν ἀρχῇ ἦν πρᾶξις. καί ἐδῶ τούτη ἐπράχθη κατὰ τὸν πλέον διαπρεπῆ καί ἀποκαλυπτικὸ τρόπο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι φύσει ἐλεύθερος, ἀλλὰ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ δείξει μὲ τὴν πράξη του. Ἂν εἶναι ἰδέα ἡ ἐλευθερία πρέπει τούτη πρωτίστως νὰ ἐνσαρκωθεῖ. καί ἡ πλέον διαυγὴς ἐκδοχὴ τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου ἐσαρκώθη ἐδῶ, σὲ τοῦτο τὸ πτολίεθρο, ποὺ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο κατέστη ἱερό. καί εἶναι ἱεροσυλία νὰ ρητορεύουμε σὲ αὐτὸν τὸν τόπο ποὺ κατακάηκε ἀπὸ τὸ πῦρ τῶν φλεγομένων ψυχῶν.
Μόνον ἡ σιωπὴ καί ὁ σεβασμὸς προσήκει πρὸς τὸ κοσμοϊστορικὸ γεγονός, ποὺ εἶναι ἡ δεύτερη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου καί ἡ ὑπερφυὴς κατάληξή της. Γι’ αὐτὸ ὁ λόγος μας ἁπλῶς θέλει νὰ περισώσει τὰ σύμβολα τῆς ἱερᾶς σιγῆς. Ἦταν τόσος πολὺς καί τόσο συνεχὴς ὁ βροντισμὸς καί ὁ ἀλαλαγμὸς τοῦ πολέμου ἐδῶ, καί βρῆκε τέτοια κορύφωση μὲ τὸ ὁλοκαύτωμα τοῦ Καψάλη καί τὴν ἀπόφαση τοῦ Ἐπισκόπου Ρωγῶν, ποὺ κάθε παράκαιρος λόγος ταράσσει τὴν αἰώνια γαλήνη τῶν ἡμιθέων.
Εἴπαμε «ἂν ἡ ἐλευθερία εἶναι ἰδέα». καί ὅμως ἀρκτικῶς ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι ἰδέα· πρωτευόντως εἶναι τρόπος ὑπάρξεως. Αὐτὸ μᾶς τὸ ἐδίδαξαν τέλεια οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου. Αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἐπέλεξαν τὴν ἐλευθερία, ἴσως οἱ περισσότεροι νὰ μὴν ἐγνώριζαν τὴν ἐλευθερία ὡς ἔννοια· αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι ἐπέλεξαν τὸν θάνατο ἀντὶ τῆς σκλαβιᾶς. Διότι δύο ἦσαν οἱ ἱστορικὲς πραγματικότητες ποὺ ζοῦσαν, ἡ σκλαβιὰ καί ὁ θάνατος. Γι’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τοῦτος ὁ θάνατος ἦταν ἡ πρώτη πράξη τῆς ἐλευθερίας τους.
Ἅμα σκεφθεῖ κανεὶς πὼς τὸ προτείχισμά τους ἦταν ἀδύναμο καί κακῶς σχεδιασμένο, τὸ ὁποῖο μάλιστα στὸ τέλος εἶχε ἀποσαθρωθεῖ ἀπὸ τοὺς ἄπειρους κανονιοβολισμοὺς τοῦ ἐχθροῦ. Ἅμα σκεφθεῖ κανεὶς πὼς αὐτοὶ ἦσαν ὀλιγάριθμοι καί πενιχρῶς ἐφοδιασμένοι μὲ πυρομαχικὰ καί ἰδίως τρόφιμα, ποὺ στὸ τέλος ἔλειψαν παντελῶς. καί ἅμα σκεφθεῖ κανεὶς πὼς ὁ ἐχθρὸς ἦταν πολυάριθμος καί μὲ ἀνεξάντλητες ἐφεδρεῖες, τότε βλέπει πὼς ἡ ἐπιλογὴ τοῦ θανάτου ἦταν πράξη ἑνὸς ἀκμαίου ἤθους καί ὄχι ἁπλῆς ἀπελπισίας.
Ἦσαν ὁρισμένοι ποὺ ἀπελπίστηκαν, ἀκόμη καί βαθμοφόροι στρατιωτικοί, καί προτίμησαν τὴ φυγή. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ὅμως ἔμειναν ἐκεῖ γιὰ νὰ πεθάνουν. Θὰ λέγαμε πὼς μὲ χαρὰ εἶχαν ἀρραβωνιαστεῖ τὸν χάρο, γι’ αὐτὸ συχνὰ τὸ διασκέδαζαν. Ἀναγνωρίζουμε ὅλες τὶς ἱστορικὲς ἀναγκαιότητες ποὺ ὅρισαν τοὺς πολιορκημένους νὰ ἐμμείνουν.
Ὅμως αὐτὲς οἱ αναγκαιότητες δὲν συνιστοῦν ἐπαρκῆ λόγο γι’ αὐτὸ ποὺ συνέβη. Θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποχωρήσουν πολὺ νωρίτερα, ἢ θὰ μποροῦσαν νὰ συνθηκολογήσουν, ὅπως τοὺς προτάθηκε. Αὐτὸ ὅμως ποὺ συνέβη κατὰ τὴ δεύτερη πολιορκία τοῦ Μεσολογγίου ὑπερβαίνει τὴν ἱστορικὴ ἀναγκαιότητα.Δὲν ἦταν μία δυνατότητα τῆς ἱστορίας, ἦταν δυνατότητα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης ὡς τοιαύτης, ποὺ τὴν κατόρθωσαν οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου.
Αὐτὴ ἡ ἐμπραγμάτωση τῆς ὁριακῆς δυνατότητας τοῦ ἀνθρώπου νὰ καταστήσει τὸν θάνατό του πράξη ἄπεφθης ἐλευθερίας πολὺ σπάνια συμβαίνει στὸν κόσμο. καί ἡ σπανιότερη εἶναι αὐτὴ τοῦ Μεσολογγίου. Δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ ἱστορικὸ συμβάν, ἔστω καί ἐκπρεπές. Πρόκειται γιὰ κατ’ ἐξοχὴν πνευματικὸ συμβάν, ἀπὸ τὰ πλέον παράδοξα. Γι’ αὐτὸ πέρα ἀπὸ τὴν κατάπληξη καί τὸν θαυμασμὸ προκαλεῖ καί τὸν ἀναλυτικὸ στοχασμό.
Ὁ Πλάτων εἶπε πὼς ἡ φιλοσοφία εἶναι μελέτη θανάτου.Οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου ἐμελέτησαν πολὺ τὸν θάνατο. «Πές τους, λοιπόν, καί φιλόσοφους, ἂν θέλεις». Διότι ἂν ὁ φιλόσοφος μὲ τὴ μελέτη θανάτου ἀποσαφηνίζει τὴν ἀλήθεια, ὁ πολιορκημένος μὲ τὴ μελέτη θανάτου ἀποσαφηνίζει τὴν ἐλευθερία. Καί γιὰ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ πρώτη ἀλήθειά της.
Ἀλλὰγιὰ νὰ ξέρουμε περὶ τίνος πράγματι πρόκειται, δὲν ὑπάρχει ἐλευθερία· ὑπάρχει ἐλεύθερος ἄνθρωπος. Διότι ἡ ἐλευθερία μᾶς μιλάει μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἐνῷ ὁ ἐλεύθερος ἄνθρωπος μᾶς μιλάει γιὰ τὸν πόνο του, γιὰ τοὺς ἀγῶνες του, γιὰ τοὺς κινδύνους του, γιὰ τὶς πληγές του προκειμένου νὰ καταστεῖ ἐλεύθερος ἢ νὰ πεθάνει ἐλεύθερος μὲ ἀπόφασή του.
Ὁ πιὸ ἐλεύθερος ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς ποὺ πεθαίνει ἐλεύθερος, ὅπως ὁ ἄνθρωπος τοῦ Μεσολογγίου.Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τοῦ στερήσει αὐτὴ τὴν ἐλευθερία εἰς τὸν αἰώνα τὸν ἅπαντα.Ὅλους τοὺς πολιορκημένους μποροῦμε νὰ τοὺς προσγράψουμε ὡς ἥρωες. Εἶναι δυνατὴ ὅμως τόση συρροὴ ἡρωικῶν ψυχῶν; Ἄλλωστε ἦσαν ἄνθρωποι τῆς καθημέριας βιοπάλης καί τοῦ σκληροῦ μόχθου τῆς ἐπιβιώσεως.Πῶς ἔτσι ὅλοι αὐτοὶ προσέλαβαν ὕψος ἡρωικό; Μὰ αὐτὸ εἶναι τὸ παράδοξο. καί αὐτὴ εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Μεσολογγίου.
Ὅπως κάθε ἄνθρωπος καλεῖται γιὰ τὴν ἁγιότητα, ἔτσι κάθε ἄνθρωπος καλεῖται καί γιὰ τὴν ἡρωικότητα.καί ὁ ἔσχατος μπορεῖ νὰ γίνει πρῶτος, νὰ γίνει ἅγιος, νὰ γίνει ἥρωας. Τὸ ὅτι ὑπάρχει αὐτὴ ἡ δυνατότητα, τὸ ἔδειξαν οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου.
Ἀλλὰ αὐτὸ τὸ μάθημα προσγράφεται καί ὡς ἀνθρωπιστικὸ ἐπίτευγμα, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν πρέπει νὰ περιφρονεῖται κανένας ἄνθρωπος, ὅτι καί ὁ πιὸ μικρὸς μπορεῖ νὰ ἀντέξει στὶς ἀξιώσειςτῆς μεγαλοσύνης.Ὅμως τοῦτο σημαίνει καί κάτι βαθύτερο.
Πὼς κάθε ἄνθρωπος διαθέτει ἐντός του ἕνα ὑπεριστορικὸ ἀνώλεθρο στοιχεῖο, τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ ὑπὲρ τὴ φύση τιμαλφές, εἶναι τὸἀπόλυτο, εἶναι τὸ αἰώνιο, εἶναι τὸ ἄνευ ὅρων. Οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου, ποὺ δὲν εἶχαν νὰ στηριχθοῦν πουθενὰ ἀλλοῦ, στηρίχτηκαν σὲ αὐτὸ τὸ στέρεο εἰς τὸν αἰώνα θεμέλιοτῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. καί ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ θεμέλιο διαχωρίζει μὲ χάσμα τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ὄντα.
Ἐκεῖ θεμελιώνεται ἡ ὑπὲρ τὴν νύχτα παρουσία τοῦ ἀνθρώπου, αὐγαζόμενη ἀπὸ ἕνα ἄλλο φῶς. Ἡ ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ ὑπερβατικοῦ θεμελίου βεβαιώνεται στὴν πράξη καί ὄχι στὴ θεωρία, ἡ ὁποία θεωρία ἕπεται τῆς πράξεως. Αὐτὸ τὸ κατέδειξαν περιτράνως οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου.
Δὲν θέλω νὰ ὑπερβάλω, οὔτε μὲ τὸν λόγο, οὔτε μὲ τὶς ἔννοιες. Ὅμως δὲν ἐπιθυμῶ ἐπίσης νὰ μοῦ διαφύγει τὸ ὑπερφυὲς ἱστορικὸ καί ψυχικὸ καί πνευματικὸ συμβάν, ποὺ εἶναι ἡ συμπεριφορὰ τῶν πολιορκημένων τοῦ Μεσολογγίου.
Δὲν ἐπιτρέπεται νὰ μᾶς διαφεύγει ἡ ἔκτακτη σημαντικότητά του, ἡ ὁποία φωτίζει, ἀλλὰ καί ἀποκαλύπτει τὴν ὑπερβατικὴ διάσταση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης μέσα ἀπὸ τὴν πράξη, μέσα ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ ὀρυμαγδό.Τὸ περιστατικὸ αὐτὸ δὲν μᾶς καθιστᾶ ὑπερήφανους μόνο γιὰ τοὺς Μεσολογγίτες τῆς πολιορκίας, ἀλλὰ μᾶς καθιστᾶ ὑπερήφανους γιὰ τὸν ἄνθρωπο καθεαυτόν.
Ἔτσι, τὸ επίτευγμα τῶν ἀνθρώπων τῆς πολιορκίας διαθέτει καθολικότητα καί ἀφορᾶ στὴν ἀνθρωπότητα καθόλου. Γι’ αὐτὸ καί συνετάραξε ὁλόκληρη τὴν πληροφορημένη ἀνθρωπότητα. Οἱ πολιορκημένοι ἐπολέμησαν γιὰ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ τόπου τους, γιὰ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἔθνους των, ἀλλὰ καί γιὰ τὴν ἀξιοπρέπεια ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας. Καί τοῦτο ἐπειδὴ αὐτὸ ποὺ συνέβη δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα καθοδηγήσεως ἢ ὀργανώσεως, ἀλλὰ προέκυψε αὐθορμήτως ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ψυχῆς αὐτῶν τῶν ταπεινῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐταπείνωσαν τὴν σιδερόφρακτη βία.Ἀλλὰ καί αὐτὰ τὰ ὑπεριστορικὰ φαινόμενα ὅσο αἰφνίδια καί νὰ προβαίνουν, προέρχονται ἀπὸ ἀναβαθμοὺς μιᾶς ἄλλης ὡριμάνσεως.
Πρῶτα-πρῶτα εἶναι ἡ μακρὰ ὡρίμανση τῶν χιλιετιῶν τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Διότι τὸ Ἑλληνικὸ Ἔθνος εἶναι τὸ ἀρχαιότερο τοῦ κόσμου, μαζὶ μὲ τὸΚινεζικό, ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τῆς ὑφηλίου. Μιὰ τόσο μακρὰ πορεία μέσα στὸν χρόνο ἔχει τὸν βαθὺ λόγο της. Ὁ ὁποῖος λόγος ἔγκειται στὴν ἰδιοφυΐα αὐτοῦ τοῦ λαοῦ. Ἀλλιῶςτοῦτος θὰ εἶχε ἐξαφανισθεῖ ἀπὸ καιρό, ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι λαοί.Αὐτὴ ὅμως ἡ μακρὰ πορεία προσέδωσε μία εὐγένεια στὴν ψυχικὴ καί πνευματικὴ σύσταση τούτου τοῦ λαοῦ.
Τὴν ὁποία φέρει ἀκόμη καί στοὺς καιροὺς τῆς ἱστορικῆς του δοκιμασίας, ἰδίως τότε.Ἡ ἄλλη ὡρίμανση προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀγωγὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ λαὸς αὐτὸς ὑπῆρξε ὀρθόδοξος πρὸ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Τοῦτο μπορεῖ νὰ μὴ τὸ μαρτυρεῖ εὐθέως ἡ ἀρχαία φιλοσοφία του, ὅμως τὸ μαρτυρεῖ μὲ ἄσφαλτη σαφήνεια ἡ ἀρχαία τραγωδία.
Ὁ λαὸς αὐτὸς φωτίζεται ἀπὸ τὸν πόνο του. Ὁ λαὸς αὐτὸς ἀνασταίνεται ἀπὸ τὸν θάνατό του.Ὁ λαὸς αὐτὸς ζεῖ τὴ βασιλεία τοῦ πνεύματος καταμεσῆς τῆς κοιλάδας τῶν δακρύων. Ὁ λαὸς αὐτὸς ζεῖ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ πνεύματος ὡς ἐγκόσμια διατριβή του. Γι’ αὐτὸ ὕστερα ἀπὸ κάθε ἐνταφιασμό του ἀνασταίνεται.
Συνεπῶς γι’ αὐτὸν ἡ Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι μιὰ ἐξωτερικὴ θρησκεία ἢ μία θεωρία, ἀλλὰ εἶναι ὁ ἔρριζος τρόπος νοήσεως, βιώσεως καί ἀφομοιώσεως τοῦ κόσμου. Αὐτὸν τὸν τρόπο ἀκολουθεῖ ὁ Ἕλληνας, ἀκόμη καί ὅταν καταστεῖ ἄθεος. Ἡ Ὀρθοδοξία δὲν διαμορφώνει τὸν Ἕλληνα. Ὁ Ἕλληνας διαμορφώνει τὴν Ὀρθοδοξία.
Ἡ τρίτη ὡρίμανση προέρχεται ἀπὸ τὴν μακρὰ δουλεία του στὸν ἀσιανὸ βάρβαρο. Ἐπὶ τέσσερις σκοτεινοὺς αἰῶνες ἐταράσσετο ἡ ψυχή του καί ἡ θλίψη του ἐξικνεῖτο ἕως θανάτου. Ἔζησε πενθηρὸς ἐπὶ σειρὰ γενεῶν μὲ μόνιμη παρηγοριὰ τοὺς ἤχους ἀπὸ τὰ σήμαντρα τῆς Ἁγίας Σοφίας. Ὁ καθένας κατέστη μαρμαρωμένος βασιλιὰς μὲ τὸ σπαθὶ τῆς ἐκδικήσεως στὸ χέρι.
Ἔτσι ὥστε ὅταν ἐσήμανε ἡ ὥρα τῆς ἀναστάσεως τὸ ἐσήκωσε ὡς ρομφαία ἀρχαγγέλου, μετρώντας μὲ βιὰ τὴν ἑλληνικὴ γῆ.Μὲ αὐτὲς τὶς μακρὲς ὡριμάνσεις προσῆλθε ὁ ἑλληνισμὸς στὸ περίφραγμα τοῦ Μεσολογγίου, στὸν λιγνὸ φράχτη, ὅπου ἐπάνω του ἔσυρε τὴ γραμμὴ τῆς μεγάλης ἀποφάσεως: νὰ πεθάνει ἐλεύθερος. Τοῦ ἔρωτος γιὰ τὴ ζωὴ προηγεῖται ὁ ἔρως θανάτου. Μόνον ἔτσι κερδίζεται ἡ ζωή.
Μόνον αὐτὸς ποὺ χάνει τὴν ψυχή του θὰ τὴν εὕρει. Μόνον ὁ σπόρος ποὺ πεθαίνει πολὺν καρπὸ φέρει. Προσῆλθε, λοιπόν, στὸ Μεσολόγγι τὴν ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ. «Μέρα ποὺ ἄνθιζαν οἱ λόγγοι γιὰ τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ». Οἱ πολιορκημένοι βρέθηκαν ἐγκαταλειμμένοι ἀπὸ ὅλους τὴν ἡμέρα τῆς σταυρώσεώς τους, ὅπως καί τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ. Ἀβοήθητοι, ἄοπλοι, καί πεινασμένοι. καί ὅμως, ἐνῷ ἐπλησίαζε νὰ συμπληρωθεῖ ἔτος ἀπὸ τὴν ἔναρξη τῆς πολιορκίας, σὲ αἴτημα τῶν πολιορκητῶν νὰ παραδοθοῦν, τοὺς ἀπάντησαν ὡς ἑξῆς:
«Βλέπομεν εἰς τὸ γράμμα σας νὰ ζητεῖται ἄρματα – καί ἀποροῦμεν πῶς ἐτολμήσατε νὰ ζητήσετε ὀκτὼ χιλιάδες ἄρματα, τὰ ὁποῖα ἀχνίζουν ἀπὸ τὸ αἷμα σας, καί νὰ σᾶς τὰ δώσωμεν μὲ τὰ χέρια μας. Τώρα βλέπομεν ὅτι ἐκεῖνο ὁποὺ θέλετε ἐσεῖς, δὲν γίνεται, οὔτε ὅμως καί ἐκεῖνο ὁποὺ θέλομεν ἡμεῖς –καί θὰ γίνει ἐκεῖνο ὅπου ὁ Θεὸς ἀποφάσισεν».
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν παρὰ νὰ σκλαβωθοῦν, τότε ὁ Θεὸς παραμερίζει. καί ἔτσι φτάνουμε στὴ νύχτα τῆς ἐξόδου τῆς 10ης πρὸς 11η Ἀπριλίου τοῦ 1826, ὅπου ὁ ἄνθρωπος παίρνει τὴ θέση τοῦ Θεοῦ ἢ τοῦ δαίμονος. Πράγματι, στεκόμαστε ἄφωνοι μπροστὰ στὴ νύχτα τῆς ἐξόδου, τὴν πλέον δαιμόνια νύχτα τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου, ποὺ τὸ πυκνό της σκότος ἐξερράγη σὲ φῶς.
Ἦταν τὸ φῶς τοῦ παραναλώματος τῶν πολιορκημένων, τὸ ὁποῖο σὲ λίγο ἀμαυρώθη ἀπὸ τὴν αἰθάλη. Ἦταν ὅμως καί τὸ φῶς τῆς ψυχῆς τῶν πανέμνοστων ἐραστῶν τῆς ἐλευθερίας, ποὺ θὰ φωτίζει ὅλες τὶς ψυχὲς τοῦ κόσμου ἐσαεί.Διότι μόνον τότε καί ἐκεῖ, δηλαδὴ ἐδῶ στὸ Μεσολόγγι, ἀποκαλύφθηκε τὸ τρομερὸ πρόσωπο τῆς ἐλευθερίας.Πὼς ἐλευθερία δὲν εἶναι νὰ ἀπολαμβάνεις ἀνεμπόδιστος τὴ ζωή, ἀνεύθυνα, ἀστόχαστα καί ἀνέμελα. Ἀλλὰ ἐλευθερία εἶναι νὰ ὑπερβαίνεις τὸν θάνατο, μὲ ἔσχατη εὐθύνη, μὲ ἀκραία συνείδηση τῆς πράξεώς σου καί μὲ μιὰ ἀπόφαση ὅμοια μὲ ἐκείνη ποὺ διαθέτει ὁ Θεός.
Οἱ πολιορκημένοι εἶπαν στοὺς πολιορκητές τους πὼς θὰ γίνει ἐκεῖνο ποὺ ὁ Θεὸς ἀποφάσισε. Ὁ Θεὸς τὸ ἀποφάσισε, ἀλλὰ ἀνέθεσε τὴν ἐκτέλεση τῆς ἀποφάσεώς Του στὸν ἄνθρωπο: μὲ τὴν πράξη του νὰ ἀποδείξει πὼς καλῶς ὁ Θεὸς τὸν ἔπλασε ἐλεύθερο.Ἡ ἀπόδειξη αὐτὴ εἶναι ἀπὸ τὶς πλέον σκληρὲς ποὺ ἔλαχε τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν ἦσαν πανευτυχεῖς οἱ ἄνθρωποι αὐτοί.Ἀντίθετα, ἦσαν οἱ πλέον δυστυχεῖς τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλὰ ἦσαν καί οἱ πλέον ἐλεύθεροι τῶν ἀνθρώπων.
Ἐξαγόρασαν τὴν ἐλευθερία μὲ τὸ πλέον βαρὺ τίμημα. καί τότε ἀπεκαλύφθη πὼς ἡ ἐλευθερία εἶναι ἡ πλέον βαρύτιμη συνθήκη τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Εἶναι ἡ ἔσχατη δυνατότητα τῆς ὑπάρξεως, χωρὶς τὴν ὁποία ἡ ὕπαρξη εἶναι ἀνολοκλήρωτη. Ἡ ἀγάπη τῆς ἐλευθερίας εἶναι «κραταιὰ ὡς θάνατος».Εἶναι μυστήριο μέγα πῶς μπορεῖ ἡ φρίκη νὰ καθηλώσει τὸν χρόνο ἐπάνω ἀπὸ μιὰ νύχτα, ὡσὰν τὴ νύχτα τῆς ἐξόδου. καί ἰδοὺ προσερχόμαστε ἐκεῖ γιὰ νὰ λειτουργηθοῦμε.
Ὁ Ἐπίσκοπος Ρωγῶν Ἰωσήφ, ὁ Χρῆστος Καψάλης, οἱ γενναῖοι τῆς φρουρᾶς, οἱ ἀποφασισμένες μορφὲς τῶν Μεσολογγιτῶν. Αὐτοὶ ἐπεράσαν στὴν ἀθανασία, καί γιὰ τοῦτο εἶναι ἐσαεὶ παρόντες. Ἐκείνη ἡ νύχτα ἔφυγε, ὅμως ἔμεινε στὴ μνήμη. καί ἔμεινε ὁ τόπος της, τοῦτος ποὺ πατοῦμε τώρα, ὁ ἱερός.Ἡ πλέον φρικτὴ νύχτα τῆς ἱστορίας καί ἡ πλέον ἔνδοξη, ἡ πλέον θανατερὴ νύχτα τοῦ κόσμου καί ἡ πλέον ἀθάνατη.
Ἡ πλέον ταπεινὴ νύχτα γιὰ τοὺς πολιορκητὲς καί ἡ πλέον ἡρωικὴ γιὰ τοὺς πολιορκημένους. Τὰ βάγια ποὺ στρώθηκαν γιὰ νὰ περάσει «τὸ τέκνο τοῦ Θεοῦ», διότι ξημέρωνε ἡ ἡμέρα τῶν Βαΐων, ἐχρησίμευσαν νὰ στεφανώσουν τὶς μαρτυρικὲς μορφὲς τῆς ἐξόδου, τὶς ἔνδοξες.
Δύο συνοδεῖες ποὺ ὁδεῦαν πρὸς τὴν ἀνάσταση. Πρὸς τὴν ἀνάσταση τοῦ «τέκνου τοῦ Θεοῦ». καί πρὸς τὴν ἀνάσταση τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων. Ἀφοῦ ὅμως καί οἱ δύο ἐπάτησαν τὸν θάνατο μὲ τὸν θάνατό τους.Ἡ ἡμέρα τῶν Βαΐων τῆς 11ης Ἀπριλίου τοῦ 1826 ὑπῆρξε ἡ πλέον φρικτὴ ἡμέρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὀρρωδεῖ ὁ λόγος νὰ περιγράψει τὴν ἱστορικὴ καταστροφὴ τοῦ ὀλίγου αὐτοῦτόπου ποὺ ἐβυθίσθη μέσα στὸν ἀσιατικὸ βαρβαρισμό.Ἐρεβικὸ τοπίο θανάτου, αἵματος καί θυσίας· ὀλολυγμοῦ, σπαραγμοῦ καί ἀπογνώσεως.
Ὁ ἄνθρωπος φθάνει στὸ τελευταῖο ὅριο τοῦ τρόμου.Εἶναι τὸ παράλογο τοῦ πολέμου καί τὸ ὑπέρλογο τῆς ἐλευθερίας. Ἐκείνη ἡ ἡμέρα τῶν Βαΐων ὑπῆρξε ἡ Μεγάλη Παρασκευὴ τοῦ ἀνθρώπου. Κατὰ τὴν ὁποία τοῦτος σταυρώνεται ἐπειδὴ ἐπέμεινε μέχρις ἐσχάτου γιὰ νὰ βεβαιώσει τὴν ἐλευθερία του.
Ὁ ἄνθρωπος ὡς ὂν ἀναυθεντικὸ ἀπὸ τὴν ὑπαρκτική του συνθήκη, ζεῖ παράμερα ἀπὸ τὸ κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του· ὥσπου νὰ ἔρθει ἐκείνη ἡ ἱστορικὴ ὥρα ποὺ σηκώνει τὶς καταιγίδες. Τότε τούτη ἡ ὥρα τὸν σύρει μὲ τὴν ἀκαταδάμαστη δίνη της πρὸς τὸ δεινὸ κέντρο τῆς αὐθεντικῆς ζωῆς. Ἔτσι ἔσυρε καί τοὺς πολιορκημένους Μεσολογγίτες. καί ἀξίωσε ἀπὸ αὐτοὺς κάτι ποὺ σπάνια συμβαίνει τοῦ ἀνθρώπου.
Νὰ ζήσουν αὐθεντικῶς τὴν ὕπαρξή τους. Ποὺ σημαίνει νὰ ζήσουν μὲ τὸν θάνατο καί τὴν ἐλευθερία, στὴν ἀβυσσαλέα τους ἐκδοχή. Μόνον τότε ἀναγνωρίζει ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα του καί ὁμοίωσή του. Ποτὲ ἄλλοτε.
Στὴ μεγάλη αὐτὴ ἀξίωση οἱ πολιορκημένοι τοῦ Μεσολογγίου ἐστάθησαν ἄξιοι. Στὴν κρίσιμη στιγμὴ ἐκπροσώπησαν ἐπαξίως τὸν ἄνθρωπο καί τὴν ἀνθρωπότητα.
Αὐτὸ εἶναι κάτι πολὺ παραπάνω ἀπὸ ἡρωισμός. Εἶναι ἁγιότης. Ἡ ἅλως τῆς ἁγιότητος ἐφωσφόριζε μέσα στὸ ἔρεβος τῆς τελευταίας τους νύχτας.
Τὴν ἄλλη ἡμέρα ξημέρωνε τῶν Βαΐων, 11 Ἀπριλίου 1826. Ὁρόσημο τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ὁρόσημο τοῦ ἀνθρώπου.
Το εικαστικό έργο που πλαισιώνει τη σελίδα είναι δημιουργία του Θεόδωρου Βρυζάκη.
Από το περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία τεύχος 235, Μάρτιος 2012.
0 Σχόλια
Σχόλια που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς όχι μόνο για το ιστολόγιο, θα διαγράφονται αμέσως.
EmojiΣχόλια που περιέχουν εμπάθεια σε ό,τι δεν σας αρέσει επειδή έτσι μάθατε ότι έτσι είναι τα πράματα, θα διαγράφονται για έναν εποικοδομητικό διάλογο και όχι να επικρατήσει η αρλουμπολογία, αμαθών και ημιμαθών.
Επίσης σχόλια που έχουν οποιεσδήποτε κομματικές προτροπές και κομματικοπολιτική προπαγάνδα, είναι ανεπιθύμητα.