Η κατάσταση της Εκκλησίας πριν και μετά τον Εθνικο-Απελευθερωτικό Αγώνα

ΟΘΩΝ ΚΥΠΡΙΩΤΑΚΗΣ
Ταξίαρχος Διερμηνέας εα-Πτυχιούχος Νομικής Θεσσαλονίκης
Α’        Η κατάσταση πριν την έναρξη του Αγώνα1.       


Η Τουρκοκρατία            Στην ηθική και πνευματική προετοιμασία της Επαναστάσεως του 1821, ο ρόλος της Εκκλησίας και ειδικότερα του κλήρου είναι μαχητικός και πανθομολογούμενος. Το ελληνικό/χριστιανικό ορθόδοξο φρόνημα και η εθνική ταυτότητα διαφυλάχθηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του οθωμανικού ζυγού με τη βοήθεια της Παιδείας, που ήταν κατ’ εξοχή έργο της Εκκλησίας. Κατά τα 11 επαναστατικά κινήματα, που προηγήθηκαν του Αγώνα, οι κληρικοί είτε πρωτοστάτησαν είτε διακρίθηκαν σε αυτά και, βεβαίως, υπέστησαν ανάλογες διώξεις[1] μαζύ με τον ελληνικό λαό που συμμετείχε.            Σύμφωνα με τη Σαρία, το κρατικό δίκαιο του Ισλάμ, ο Μωάμεθ Β' ο Πορθητής χορήγησε «προνόμια» προσωπικά στον Οικουμενικό Πατριάρχη Γεννάδιο Β’ Σχολάριο, όχι λόγω του θρησκευτικού του αξιώματος, αλλά επειδή ήταν «Μιλέτ Μπασίς (Εθνάρχης/Γενάρχης)», θρησκευτικός και πολιτικός αρχηγός μίας κοινότητας.


            Η κάθε ελληνική κοινότητα επί Τουρκοκρατίας αλλά γενικά του υποδούλου Ελληνισμού έως τη συνθήκη της Λωζάνης (1923) ταυτιζόταν με τον εκκλησιαστικό θεσμό της ενορίας. Το Χριστιανικό Ορθόδοξο Γένος δεν ήταν ισότιμο προς τους Μουσουλμάνους και απολάμβανε δικαιώματα προνομιακού χαρακτήρα μόνο μέσω του «Μιλέτ Μπασίς». Στην πραγματικότητα, λοιπόν, τα «δικαιώματα» των υποδούλων ήσαν περιορισμοί, πίσω από τους οποίους οι Οθωμανοί περιχαράκωναν μια κοινότητα είτε αλλόθρησκη (Χριστιανική, Ισραηλιτική) είτε αλλόδοξη ισλαμική (Σιίτες, Αλεβίτες, Δρούζοι) με την απαξιωτική ιδιότητα του «απίστου» και την καταδίκαζαν να φυτοζωεί στο περιθώριο της σουνιτικής οθωμανικής ισλαμικής διοικήσεως και κοινωνίας.            Συνεπώς, κάθε Έλληνας ως μη-Μουσουλμάνος ήταν δυνατό να επιζήσει στα πλαίσια του οθωμανικού κράτους μόνο ως μέλος της Χριστιανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, καλυπτόμενος υπό τα «προνόμια», που ο Μωάμεθ ο Πορθητής είχε χορηγήσει στον Οικουμενικό Πατριάρχη. Γι’ αυτό και για κάθε εκτροπή, ο πρώτος που «πλήρωνε» ήταν ο ίδιος ο πατριάρχης ή ο τοπικός επίσκοπος ως αντιπρόσωπός του[2].       

   Σε αυτό το περιβάλλον, σε κρυφά και φανερά σχολεία, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούσαν στην κάθε περιοχή, τα παιδιά των Ελλήνων μάθαιναν από κληρικούς και διδασκάλους την πίστη και τη γλώσσα και γαλουχούνταν με τον πόθο για την Ελευθερία[3]. Ιδιαίτερη συμβολή στον τομέα αυτό είχε η Μεγάλη Εκκλησία. Οι άγιοι ιερομάρτυρες Οικουμενικοί Πατριάρχες Κύριλλος Λούκαρις[4] και Γρηγόριος Ε’[5] προώθησαν την παιδεία και την έκδοση βιβλίων.            Παράλληλα, το ισχυρό θρησκευτικό φρόνημα των υποδούλων Ελλήνων αποτελούσε ηθικό υπόβαθρο και σύνδεσμο, που επέτρεπε την επικοινωνία των διαφόρων περιοχών με ελληνόφωνους και με μη-ελληνόφωνους αλλά ελληνικής συνειδήσεως πληθυσμούς. Στο σημείο αυτό και πάλι καταλυτική ήταν η παρουσία των κληρικών του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Η επικοινωνία μεταξύ των εκκλησιαστικών επαρχιών και του θρόνου στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο μόνος εθνικός φορέας, παράλληλος και ανεξάρτητος από την οθωμανική εξουσία. Τα πατριαρχικά γράμματα απολάμβαναν μια μορφή «διπλωματικής ασυλίας» και ήσαν μια μορφή αλληλογραφίας σχεδόν ανεξέλεγκτη.            Η ισχύς της εκκλησιαστικής διοικήσεως αυξανόταν κατά το μέτρο, που οι τοπικές οθωμανικές αρχές επεδίωκαν μεγαλύτερη αυτονομία από την Υψηλή Πύλη. Το κεντρικό τουρκικό κράτος ενδιαφερόταν μόνο για την τακτική είσπραξη των φόρων και, συνεπώς, την «ειρήνη» στις επαρχίες του. Ακόμη και η στρατολογία ήταν ανεπαρκής, αφού αφηνόταν στους τοπικούς ηγεμόνες: αγάδες (δεσπότες) και μπέηδες (κυρίους). Γι’ αυτό, τα εκλεκτά σώματα, όπως οι Γενίτσαροι και ο Στόλος, στρατολογούσαν βίαια και ανεξάρτητα από τις τοπικές αρχές (παιδομάζωμα).


2.         Η Προετοιμασία            Η Εκκλησία δια του πατριαρχείου, των επισκοπών, των ενοριών και των μονών αποτελούσε τη μόνη ενιαία συγκροτημένη ελληνική εθνική αρχή, παράλληλη προς τον οθωμανικό ζυγό. Οι μη-θρησκευτικές δημογεροντίες (κοινότητες) και οι κοτσαμπάσηδες (προύχοντες-προεστοί) δεν είχαν ιεραρχική εξάρτηση μεταξύ τους και, συνεπώς, δεν ήσαν σε θέση να συντονίζουν τις κινήσεις του έθνους. Το κενό αυτό πολιτικής εξουσίας προσπάθησε να καλύψει η «Φιλική Εταιρεία», δημιουργώντας ένα κρυφό πολιτικό φορέα, ο οποίος βασίσθηκε σε μεγάλο μέρος στην υπάρχουσα εκκλησιαστική δομή.     

 Η «Φιλική Εταιρεία» ιδρύθηκε στην Οδησσό της Ρωσίας από τους Νικόλαο Σκουφά από την Άρτα, Εμμανουήλ Ξάνθο από την Πάτμο και Αθανάσιο Τσακάλωφ από τα Ιωάννινα[6]. Ως συμβολική ημέρα ιδρύσεώς της θεωρείται η 14 Σεπτεμβρίου 1814 (του Τιμίου Σταυρού). Μετά την εκδημία του Σκουφά το 1818, τη θέση του στην Τριανδρία πήρε ο φιλόδοξος Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος, που μύησε και τον Παπαφλέσσα. Ο τελευταίος παρά τις προσπάθειές του, δεν αναδείχθηκε ποτέ στην ηγεσία της Εταιρείας.            Για επίτευξη του μυστικού της σκοπού, η Εταιρεία αξιοποίησε τις πρακτικές των Ελευθεροτεκτόνων (Μασόνων) και των Ιταλών Επαναστατών (Καρμπονάρων), όπως τα σύμβολα, τις κωδικοποιημένες μεθόδους αλληλογραφίας και τις μυστικές συναντήσεις. Ως χώρο για τις τελευταίες, όμως, η Φιλική Εταιρεία προτίμησε τους χριστιανικούς ορθόδοξους ναούς, δεσμεύοντας πάντοτε τα μέλη της με βαρείς θρησκευτικούς όρκους.   

Επειδή οι Έλληνες είχαν μεγάλο φόβο μετά την αποτυχημένη εξέγερση του 1770 (Ορλωφικά), οι συνωμότες της Φιλικής ευθύς εξ αρχής ισχυρίσθηκαν ότι υπήρχε μυστική «Αρχή Αόρατη», που κατηύθυνε το έργο της Εταιρείας, και άφηναν να διαφαίνεται ότι αυτός ίσως ήταν ο Τσάρος της Ρωσίας. Έτσι, διασκέδαζαν τους φόβους των υποδούλων ότι για μια ακόμη φορά θα γίνονταν θύματα της ρωσικής πολιτικής ή ότι δεν είχαν στηρίγματα εκτός της οθωμανικής επικρατείας. Το 1818, η «Αόρατη Αρχή» μετονομάσθηκε σε «Αρχή των Δώδεκα Αποστόλων» και κάθε «Απόστολος» επωμίσθηκε την αρμοδιότητα για μια γεωγραφική περιφέρεια. Ελλείψει, όμως, πραγματικού ηγέτη αφού ο μεν Ιωάννης Καποδίστριας απέρριψε το 1818 πρόταση των ιδρυτών της να αναλάβει την Αρχή και ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ορίσθηκε ως «Αρχή της Εταιρείας» μόλις το 1820, η επαναστατική προετοιμασία λειτούργησε με συνεκτικό δεσμό την Εκκλησία και, κυρίως, τους επισκόπους Της.           

Τα υψηλά κλιμάκια του Οικουμενικού Πατριαρχείου είχαν γνώση της δράσεώς της Εταιρείας, αφού οι περισσότερες κινήσεις λάμβαναν χώρα στην Κωνσταντινούπολη, όπου μεταφέρθηκε η έδρα της το 1818. Τηρούσαν, όμως, μια κριτική στάση, όντας υπεύθυνοι για το σύνολο του χριστιανικού ορθοδόξου ποιμνίου και όχι μόνο για τις περιοχές, όπου επρόκειτο να εκδηλωθούν τα επαναστατικά κινήματα (Ηγεμονίες, νότια Ελλάδα, Αιγαίο). Η ανεύθυνη ή παρορμητική στάση ορισμένων Φιλικών[7] είχαν ήδη εκθέσει το πατριαρχείο στα μάτια των Οθωμανών. Η πρόθεση, επίσης, μυημένων, που υπηρετούσαν στον Οθωμανικό Στόλο, να τον πυρπολήσουν με την εκδήλωση της Επαναστάσεως, έθετε σε κίνδυνο όλο τον Ελληνισμό της Κωνσταντινουπόλεως[8].


3.         Η εμπλοκή κληρικών λίγο πριν την Επανάσταση στην Πελοπόννησο            Στις αρχές του 1821, η πλειονότητα των επαρχιούχων αρχιερέων, των προκρίτων, των οπλαρχηγών, αλλά και απλών ανθρώπων από όλο τον υπόδουλο ελλαδικό χώρο, τις νήσους της Ιονίου Πολιτείας και τη Διασπορά είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία. Η ταυτόχρονη κήρυξη της επαναστάσεως δεν ήταν εφικτή, λόγω ελλείψεως καταλλήλων μέσων επικοινωνιών και της διαφορετικής καταστάσεως από πλευράς τουρκικής διοικήσεως. Πλέον πρόσφορη ήταν η έναρξη του αγώνα στις Ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας και τη νότια Ελλάδα (Πελοπόννησο και Στερεά), καθώς και σε νήσους του Αιγαίου Πελάγους, περιφέρειες όπου οι Τούρκοι είτε ήσαν μειονότητα είτε διατηρούσαν μόνο μικρές τοπικές φρουρές.      


     Σύμφωνα με το «Σχέδιον γενικόν», που είχαν συντάξει ο Γεώργιος Λεβέντης και ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Φλέσσας[9] και που είχε εγκριθεί από 7 Οκτωβρίου 1820 από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη[10], η Επανάσταση θα ξεκινούσε παντού την 25 Μαρτίου 1821, είτε εναλλακτικά την 23η Απριλίου (του αγίου Γεωργίου), ή την 29η Μαΐου (επέτειο της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως που συνέπιπτε το έτος εκείνο με την εορτή της Πεντηκοστής). Το σχέδιο προέβλεπε πολλαπλά χτυπήματα κατά των Τούρκων: αρχικά, εξέγερση των Σέρβων και Μαυροβουνίων, έπειτα επανάσταση στη Μολδοβλαχία, κατάληψη της Ηπείρου όπου συνεχιζόταν η στάση του Αλή Πασά, και πυρπόληση του τουρκικού στόλου στην Κωνσταντινούπολη[11]. Και ενώ θα συνέβαιναν όλα αυτά, θα άρχιζε η επανάσταση της κυρίως Ελλάδος με επίκεντρο την Πελοπόννησο.         


  Τελικά, η επαναστατική δράση ξεπήδησε κυρίως από την Πελοπόννησο, επειδή βρισκόταν μακρυά από τα κέντρα της τουρκικής εξουσίας και οι κύριες στρατιωτικές δυνάμεις των Τουρκαλβανών της Πελοποννήσου με επικεφαλής το Μεχμέτ Χουρσίτ Πασά πολεμούσαν στην Ήπειρο κατά του Αλή Πασά από τον Απρίλιο 1820. Στην Πελοπόννησο έφοροι της Φιλικής Εταιρείας είχαν διορισθεί ο Παλαιών Πατρών Γερμανός Γ’, ο Μονεμβασίας Χρύσανθος και ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός μαζί με επιφανείς λαϊκούς[12].           

Σε σύσκεψη που έγινε στο σπίτι του προκρίτου Ανδρέα Λόντου στη Βοστίτσα (Αίγιο) από 26 έως 30 Ιανουαρίου 1821, μυημένοι αρχιερείς (Παλαιών Πατρών Γερμανός, Χριστιανουπόλεως Γερμανός και Κερνίτσης Προκόπιος) και οι σπουδαιότεροι πρόκριτοι της Πελοποννήσου πληροφορήθηκαν από τον Παπαφλέσσα ότι η Ανώτατη Αρχή είχε ορίσει ως ημερομηνία για έναρξη της Επαναστάσεως την 25η Μαρτίου. Η αναγγελία προκάλεσε έκπληξη, επειδή δεν είχαν ενημερωθεί από άλλη πηγή. Πολλοί πρόκριτοι και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός αντιμετώπισαν τον Παπαφλέσσα εχθρικά, επειδή οι «άπειροι … κατάντησαν σε αχαλίνωτο ενθουσιασμό, ώστε άρχισαν να κοινολογούν το πράγμα … σε πολλούς … ώστε η [τουρκική] Διοίκηση έλαβε πολλά δεδομένα για να επιβεβαιωθούν οι υπόνοιές της περί του σκοπού των Ελλήνων»[13].            Γενικά, οι Οθωμανοί Τούρκοι είχαν ήδη πληροφορίες για τη Φιλική Εταιρεία[14].

Ο σουλτάνος Μαχμούτ B’ έπνεε μένεα κατά των Χριστιανών, οργάνωνε κρυφά μέτρα και σχεδίαζε σφαγές. Μόλις μετά βίας και με κατάλληλους ελιγμούς, αποτράπηκε γενικευμένη σφαγή των Χριστιανών της Πελοποννήσου από το μουσουλμανικό όχλο την Κυριακή της Απόκρεω[15], 13 Φεβρουαρίου 1821. Στις αρχές Μαρτίου 1821, οι Τούρκοι της Πελοποννήσου ήσαν επίσης ενήμεροι για τις επιχειρήσεις του Αλεξάνδρου Υψηλάντη στις Ηγεμονίες, οι οποίες άρχισαν στις 20 Φεβρουάριου, και υποπτεύθηκαν ότι το επαναστατικό κίνημα θα επεκτεινόταν στην περιοχή τους.            Επειδή οι τουρκικές δυνάμεις του Χουρσίτ από την Πελοπόννησο επιχειρούσαν στα Ιωάννινα, ο καϊμακάμης (τοποτηρητής), Μεχμέτ Σαλίχ Αγάς, απαίτησε από Ελληνες επιφανείς να μεταβούν στην Τρίπολη[16].


Για να μην υποπτευθούν οι Τούρκοι, από τους αρχιερείς-επιτρόπους της Φιλικής Εταιρείας μετέβησαν στην Τρίπολη ο Μονεμβασίας Χρύσανθος και ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός, μαζί με άλλους αρχιερείς (Αργοναυπλίας Γρηγόριο, Δημητσάνης Φιλόθεο, Ωλένης Φιλάρετο, Ανδρούσης Ιωσήφ Κορίνθου Κύριλλο και τον τοπικό μητροπολίτη Τριπόλεως Δανιήλ) και επιφανείς προκρίτους, όπως ο «πρώτος του Μωρηά» Θεόδωρος Δεληγιάννης και ο Αναστάσιος, γυιός του «πρώτου της Μάνης» Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Η προσέλευση του Παλαιών Πατρών Γερμανού αποτράπηκε με στρατήγημα. Όλοι οι αρχιερείς και δημογέροντες που μετέβησαν, μεταξύ των οποίων και οι οκτώ επίσκοποι, κρατήθηκαν ως όμηροι και, μετά την έκρηξη της Επαναστάσεως, την 17 Απριλίου 1821 ρίχθηκαν στις φυλακές[17].        




   Ο Παπαφλέσσας πίστευε ότι τα ορεινά Καλάβρυτα ήσαν ο καλύτερος τόπος για το ξεκίνημα της Επαναστάσεως και ότι έπρεπε να επωφεληθούν από την τοπική θρησκευτική εορτή του αγίου Αλεξίου (17 Μαρτίου 1821) στη μονή Αγίας Λαύρας, για να συγκεντρωθούν εκεί οι τοπικοί οπλαρχηγοί και αρκετοί πολεμιστές μέσα στον όχλο, χωρίς να υποψιαστούν οι Τούρκοι. Έτσι η σύναξη αρχικά δεν προβλημάτισε το δυνάστη.




4.         Η συγκρότηση της Εκκλησίας στον Ελλαδικό Χώρο            Στην εδαφική περιοχή που έμελλε να αποτελέσει το πρώτο ελληνικό κράτος υπήρχαν κανονικοί Έλληνες αρχιερείς της Χριστιανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, που είχαν εκλεγεί προ-επαναστατικά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και αριθμός πρεσβυτέρων και διακόνων, καθώς και μοναχών ανδρών και γυναικών. Ήσαν οργανωμένοι σε μητροπόλεις ή αρχιεπισκοπές, με υφιστάμενες επισκοπές, συνολικά 49 έδρες αρχιερέων (25 στην Πελοπόννησο, 11 στη Στερεά Ελλάδα και 13 στο νησιωτικό χώρο). Στις ελεύθερες περιοχές κατέφυγαν, επίσης, εμπερίστατοι[18] αρχιερείς, με κλήρο και λαό από πολλά μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Συνολικά την περίοδο 1821-33, στην ελεύθερη Ελλάδα καταγράφηκε η παρουσία περίπου 55 επισκόπων (κανονικών επαρχιούχων και εμπεριστάτων προσφύγων).          




 Καταλόγους των επισκόπων αυτών συνέθεσαν ο Κωνσταντίνος Οικονόμος[19] και άλλοι[20]. Μεταξύ των αρχιερέων σπουδαιότεροι ήσαν ο Ρέοντος Διονύσιος[21], ο Μαΐνης Νεόφυτος[22], ο Βρεσθένης Θεοδώρητος[23], ο Ταλαντίου Νεόφυτος (μετέπειτα πρώτος μητροπολίτης Αθηνών), ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Δαμαλών Ιωνάς, ο Κορίνθου Κύριλλος, ο Έλους Άνθιμος, ο Τήνου Γαβριήλ[24], ο Σίφνου Καλλίνικος[25], ο Ρεθύμνης Ιωαννίκιος[26], οι μετέπειτα εθνο-ιερομάρτυρες Ρωγών Ιωσήφ, Σαλώνων Ησαΐας, Κορώνης Γρηγόριος και Μεθώνης Γρηγόριος, κα.





Β’         Η κήρυξη της Ανεξαρτησίας και οι θεσμοί διοικήσεως της Εκκλησίας[27]
            Καμία περιφέρεια της Ελλάδος δεν υστέρησε στον Αγώνα του 1821, ακόμη και εάν τελικά δεν περιλήφθηκε στο πρώτο ελλαδικό κράτος, όπως η Θεσσαλία (Πήλιο, Άγραφα, Όλυμπος), η Ημαθία, η Χαλκιδική, οι Σέρρες, το Σούλι, η Σάμος, η Χίος και η Κρήτη. Ενεργό δράση ανέλαβε και η Διασπορά (Οδησσός, Τεργέστη), με οργάνωση εράνων και αποστολή εφοδίων. Όμως, ιστορικά προκύπτει ότι πρώτη επαναστατική ενέργεια ήταν το κίνημα του Υψηλάντη στις Ηγεμονίες (20 Φεβρουαρίου). Στην κυρίως Ελλάδα, πρώτη επιχείρηση υπήρξε αυτή του Νικόλα Σολιώτη στα Καλάβρυτα (13 Μαρτίου) με προτροπή του Παπαφλέσσα. Πρώτη βεβαιωμένη ύψωση των λαβάρων έγινε στη Μάνη (17 Μαρτίου) και πρώτη πόλη που απελευθερώθηκε ήταν η Καλαμάτα (23 Μαρτίου).





1.         Η Στάση του Οικουμενικού Πατριαρχείου[28]            Ο πατριάρχης Γρηγόριος Ε’ κατηγορήθηκε για τον αφορισμό του Υψηλάντη, και κατά συνέπεια της Επαναστάσεως, και γι’ αυτό ορισμένοι αποδίδουν φιλοτουρκική στάση στον Οικουμενικό Θρόνο. Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο πατριάρχης υπήρξε ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες για την επιτυχή προετοιμασία του Αγώνα, ιδίως με το τυπογραφείο και τα «διαβατήρια» που έδιδε στους Φιλικούς.            Το συγκεκριμένο χρόνο, ο πατριάρχης και οι επίσκοποι, που προχώρησαν σε αφορισμούς, μετέδιδαν πληροφορίες. Για παράδειγμα, μια παράγραφος αναφέρεται στη στάση της Ρωσίας, για να ενημερωθούν οι αποδέκτες του αφορισμού ότι οι προσδοκίες για ρωσική βοήθεια, που υποσχέθηκε ο Υψηλάντης, εξέλειπαν σύμφωνα με ενημέρωση από το Ρώσο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, βαρώνο Γρηγόριο Αλεξάνδροβιτς Στρογγανώφ. Ο πατριάρχης προσπάθησε με τον τρόπο αυτό όχι να προλάβει την επέκταση της εξεγέρσεως, αλλά να ενημερώσει για το μάταιο της ρωσικής βοήθειας. Η εγκύκλιος του αφορισμού ήταν μια ταχεία και ανοικτή μέθοδος διαβιβάσεως πληροφοριών, κάτι που δεν μπορούσε να γίνει με κίνηση ενός έμπιστου αγγελιοφόρου στις τουρκοκρατούμενες χώρες τις επικίνδυνες εκείνες ημέρες.





2.         Οι θυσίες κατά την Εξέγερση            Η ευλογία λαβάρου από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό έγινε πιθανότατα πρώτα στην Αγία Λαύρα την Πέμπτη 17 Μαρτίου[29] κατά την εορτή του αγίου Αλεξίου, όταν ξέσπασαν οι συγκρούσεις στα Καλάβρυτα, και μια εβδομάδα μετά, την Παρασκευή 25 Μαρτίου, στα Ψηλά Αλώνια της Πάτρας[30]. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν αναφέρει στα απομνημονεύματά του κάτι σχετικό με ύψωση λαβάρου, πολύ περισσότερο τίποτε για την 25 Μαρτίου στην Αγία Λαύρα. Ο ίδιος γράφει ότι ήταν από 10 Μαρτίου στη μονή Αγίας Λαύρας, μετά ολίγες ημέρες μετακινήθηκε στα Νεζερά και από 22 Μαρτίου μέχρι 3 Απριλίου εισήλθε στην Πάτρα μαζί με τους πολιορκητές της πόλεως απ’ όπου επέστρεψε πάλι στα Νεζερά[31]. O ιεράρχης εξέδωσε την 26 Μαρτίου προκήρυξη από την Πάτρα για την ιερότητα του σκοπού της Επαναστάσεως[32].




Άρα την 25η Μαρτίου δεν ήταν στα Καλάβρυτα.            Ο Οικουμενικός Πατριάρχης άγιος Γρηγόριος Ε’, αρχικά προσπάθησε να παραπλανήσει τους Οθωμανούς, αφορίζοντας τους Επαναστάτες. Πληροφορίες για το θέμα έδωσε ο Άρτης Άνθιμος, που υπέγραψε την εγκύκλιο, διέφυγε και βρέθηκε στην επαναστατημένη Ελλάδα. Επί πλέον, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πρόλαβε να προειδοποιήσει τους Σουλιώτες ότι ο Γρηγόριος Ε’ είχε διαμηνύσει κρυφά ότι ο αφορισμός δεν ίσχυε. Όπως, επίσης, αναφέρει ο Μιχαήλ Οικονόμος, γραμματέας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, τη νύκτα της 9 Απριλίου 1821 και προ της Αναστάσεως, υπήρξε άρση του αφορισμού σε κρυφή τελετή στο Πατριαρχείο. Η αντίθεση του αφορισμού προς τα αισθήματα των Ρωμιών της Κωνσταντινουπόλεως, εκφράσθηκε λιτά από τον Ιωάννη Φιλήμονα, γραμματέα του Δημητρίου Υψηλάντη: «Ο γενικός συνοδικός αφορισμός υπογράφηκε επί αυτού του ιερού θυσιαστηρίου και αναγνώσθηκε ενώ οι ακροατές φρικιούσαν και χωρίς να έχουν αμφιβολία οι Πατριάρχες και αρχιερείς που υπέγραψαν».          




  Τελικά, οι Οθωμανοί Τούρκοι εκδικήθηκαν τους Χριστιανούς. Ο πατριάρχης απαγχονίσθηκε στη μεσαία πύλη των Πατριαρχείων ανήμερα το Πάσχα, 10 Απριλίου 1821. Στο αιτιολογικό της εκτελέσεως αναφέρεται ρητά ότι «φάνηκε ανάξιος του πατριαρχικού θρόνου, αχάριστος και άπιστος προς την Υψηλή Πύλη και ραδιούργος»[33]. Ομοίως, στο στήθος του, μετά τον απαγχονισμό, τοποθετήθηκε το «εκτελεστικό», που μνημόνευε ρητά ότι «ο ίδιος μετέσχε κρυφά ως αρχηγός της Επαναστάσεως»[34]. Ακολούθησε σφαγή μελών της Ιεράς Συνόδου, που υπέγραψαν για να εκπληρώσουν το εθνικό χρέος και να παραπλανήσουν την Πύλη.          




  Ο επαναστατικός χείμαρρος δεν ήταν δυνατό να σταματήσει με τον «ψευδή αφορισμό του εκβιαζόμενου πατριάρχη». Αντίθετα, η θυσία του χαλύβδωσε την αποφασιστικότητα των Ελλήνων, που ορκίσθηκαν: «Χτυπάτε, πολεμάρχοι! Μη λησμονείτε το σχοινί, παιδιά, του Πατριάρχη!»[35]. Ο βαρώνος Στρογγανώφ, άσκοπα διαμαρτυρήθηκε για τον απασχονισμό του Πατριάρχη, ως εκπρόσωπος της χώρας που είχε εγγυηθεί τα δικαιώματα των Χριστιανών Ορθοδόξων. Ο Τσάρος δεν ήταν ούτε έτοιμος ούτε πρόθυμος να υποστηρίξει την Επανάσταση.        




   Τις ίδιες ημέρες οι Τούρκοι εκτέλεσαν και επιφανείς άρχοντες, όπως το Μέγα Διερμηνέα Κωνσταντίνο Μουρούζη και τον αδελφό του Νικόλαο, Διερμηνέα του Στόλου[36], πρόσωπα που, όπως προαναφέρθηκε, συνδέονταν άμεσα με τον πατριάρχη. Το εγχείρημα για πυρπόληση τουρκικού στόλου στους αρσανάδες (ναύσταθμο) απέτυχε. Ακολούθησαν οργανωμένες σφαγές και εκτελέσεις επισκόπων στις υπόδουλες περιοχές, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, την Κρήτη, την Κύπρο, τη Σμύρνη, την Αδριανούπολη και τις Κυδωνιές[37]. Όπως καθίσταται εμφανές από το μεγάλο αριθμό των μαρτύρων επισκόπων, οι Οθωμανοί σφαγίασαν ανάλογο αριθμό πρεσβυτέρων, διακόνων και μοναχών και, βεβαίως, απλών πιστών. Κατ’ εκτιμήσεις, μόνο στην Κωνσταντινούπολη ο αριθμός τους ανήλθε σε 10.000 Χριστιανούς.          




 Από τα βάσανα, την πείνα και τις ανθυγιεινές συνθήκες, όπως προαναφέρθηκε, απεβίωσαν έγκλειστοι στις φυλακές της Τριπόλεως οι πλείστοι των αρχόντων και πέντε επίσκοποι. Επιβίωσαν ελάχιστοι πρόκριτοι και τρεις αρχιερείς[38]. Την ίδια περίοδο άρχισαν να υπάρχουν μεγάλες απώλειες στον κλήρο όλων των βαθμών (συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις, τουρκικές σφαγές, κακουχίες), όπως συνέβη και για τον υπόλοιπο λαό. Επίσης, σημειώθηκε μεγάλη μετακίνηση διωκόμενων κληρικών προς την ελεύθερη Ελλάδα μαζί ή χωρίς το ποίμνιό τους[39].        




   Στις επιχειρήσεις έλαβαν χιλιάδες κληρικών. Μερικοί εξ αυτών απαθανατίσθηκαν στην ελληνική Ιστορία, όπως ο ήρωας της Αλαμάνας Αθανάσιος Διάκος, ο ηγέτης του Πηλίου λόγιος αρχιμανδρίτης Άνθιμος Γαζής, οι πρεσβύτεροι Αντώνιος Αναγνωστόπουλος, Παναγιώτης Γιαννακόπουλος, κα.





3.         Οι Εκκλησιαστικοί Θεσμοί            Μετά την επικράτηση της Επαναστάσεως, άρχισε μια στοιχειώδης οργάνωση διοικητικών θεσμών. Σε όλα τα προσωρινά πολιτεύματα ή Γερουσίες του 1821 σε Πελοπόννησο (Μονές Καλτεζών και Στεμνίτσας, 26-27 Μαΐου), Δυτική Χέρσο Ελλάδα (Μεσολόγγι, 4-9 Νοεμβρίου) και Ανατολική Χέρσο Ελλάδα (Άρειος Πάγος, Σάλωνα, 15-20 Νοεμβρίου)[40], έγινε πρόβλεψη για ξεχωριστό θεσμό διοικήσεως της Χριστιανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η ίδια η Εκκλησία των απελευθερωμένων περιοχών δεν προχώρησε σε σύγκληση κάποιας τοπικής συνάξεως.





α.         Πολίτευμα της Επιδαύρου            Οι πληρεξούσιοι στην Α΄ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο (20 Δεκεμβρίου 1821-16 Ιανουαρίου 1822), ορκίσθηκαν στο όνομα «της Τρισυποστάτου Θεότητος» και στο «σεβαστό όνομα της Πατρίδας». Η Εθνοσυνέλευση ίδρυσε «Μινιστέριον [υπουργείο] της Θρησκείας» για την διοίκηση των εκκλησιαστικών επαρχιών, με πρώτο Μινίστρο (υπουργό) τον Επίσκοπο Ανδρούσης Ιωσήφ από 15 Ιανουαρίου 1822. Παρά τα αρνητικά στοιχεία του χαρακτήρα του, ο Παπαφλέσσας αντιστάθηκε σε οποιαδήποτε σκέψη να δημιουργηθεί «ελληνική» (ελλαδική) Εκκλησία και αρνήθηκε να αναλάβει το υπουργείο των εκκλησιαστικών.          




 Το Προσωρινό Πολίτευμα (Σύνταγμα) της Επιδαύρου, που εγκρίθηκε από την Α΄ Εθνοσυνέλευση την 1 Ιανουαρίου 1822, οριοθέτησε τη θέληση του Ελληνικού Έθνους ως προς την ανεξαρτησία και περιείχε αναφορά στο ορθόδοξο δόγμα: «Η επικρατούσα θρησκεία στην Ελληνική επικράτεια είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησία’ ανέχεται όμως η Διοίκηση της Ελλάδος κάθε άλλη θρησκεία, και οι τελετές και ιεροπραξίες καθεμιάς αυτών τελούνται ακωλύτως»[41]. Το κείμενο με μικρές παραλλαγές, όπως προαναφέρθηκε, διατηρήθηκε απαρασάλευτο σε όλα τα ελληνικά συντάγματα, και ίσχυσε ακόμη και κατά την τριπλή Κατοχή της χώρας (1941-45).





β.         Πολίτευμα του Άστρους            Η Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος (1823)[42], προσέθεσε στο Πολίτευμα διάταξη να δίδεται η ιδιότητα του Έλληνα πολίτη και στους εκτός επικράτειας[43], που γνώριζαν ελληνικά[44] και ήσαν Χριστιανοί[45]. Εξαιρετική μνεία πρέπει να γίνει στο «Τμήμα “Β” Κεφάλαιον “Β”» του πολιτεύματος του Άστρους «περί των γενικών δικαιωμάτων των κατοίκων της επικρατείας της Ελλάδος», το οποίο έχει καθαρά χριστιανική ορθόδοξη επιρροή και με το οποίο αποδιδόταν η ελευθερία σε όποιο σκλάβο εισερχόταν στην ελληνική επικράτεια[46].





4.         Αποκοπή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο            Οι πολεμικές επιχειρήσεις μετά την έναρξη του Αγώνα επέφεραν αδυναμία επικοινωνίας της Εκκλησίας στις απελευθερωμένες περιοχές με το Οικουμενικό Πατριαρχείο[47]. Η διακοπή της επικοινωνίας με το αυτό, κατά διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας, δεν έλαβε ποτέ χαρακτήρα πραξικοπηματικής ανεξαρτητοποιήσεως και δεν υπέκρυπτε τάση αποσχίσεως της Εκκλησίας στις απελευθερωμένες περιοχές[48] από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως αθεμελίωτα ισχυρίσθηκαν αργότερα τόσο ο Μάουρερ όσο και ο Φαρμακίδης[49].        




   Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανησυχούσε ότι μια ανοικτή σχέση θα μπορούσε να βλάψει την ύπαρξη του και τη θέση του υπό την εξουσία των Οθωμανών, που θα θεωρούσαν ότι υπέθαλπτε τον Αγώνα των Ελλήνων. Μετά το μαρτυρικό θάνατο του αγίου Γρηγορίου Ε’, οι μητροπολίτες δεν μνημόνευαν πλέον το όνομα του Οικουμενικού Πατριάρχη ως έπρεπε, αλλά «πάσης επισκοπής ορθοδόξων»[50], όπως συνηθιζόταν όταν δεν είχε κατασταθεί κανονικά πατριάρχης. Σημειώνεται ότι, κακώς, το ίδιο μνημόνευαν και ορισμένοι επίσκοποι και πρεσβύτεροι, αντί για τον οικείο μητροπολίτη ή αρχιεπίσκοπο[51].




Η αταξία διατηρήθηκε, επίσης, εξ αιτίας του γεγονότος ότι μεταξύ 1821-33 στον Οικουμενικό θρόνο ανήλθαν πέντε Πατριάρχες (Ευγένιος Β’ από Πισιδίας-1821, Άνθιμος Γ’ από Χαλκηδόνος-1822, Χρύσανθος από Σερρών-1823, Αγαθάγγελος από Αδριανουπόλεως-1826, Κωνστάντιος Α’-1830), γεγονός που δεν γινόταν αμέσως γνωστό στην επαναστατημένη Ελλάδα.           




Στον αριθμό 116 από τους διασωθέντες κώδικες του Μινιστερίου της Θρησκείας με τις περιλήψεις των αποφάσεων, περιλαμβάνεται θέσπισμα του Βουλευτικού της 4 Μαρτίου 1822 για τη σύγκληση «αρχιερατικής συνελεύσεως προς εξέταση των χρεών [προς] και δικαιωμάτων του Κωνσταντινουπόλεως και της Ελληνικής ιεραρχίας»[52]. Μέχρι το 1833 δεν συγκροτήθηκε τέτοια συνέλευση ούτε έγινε εξέταση του θέματος από τις διάφορες κυβερνητικές αρχές της επαναστατικής περιόδου.         




  Μόνη επίσημη επαφή της Εκκλησίας στην ελεύθερη Ελλάδα με το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναφέρεται στα τέλη του έτους 1824. Επειδή στη χώρα δεν υπήρχε αρκετό Άγιο Μύρο για το μυστήριο του Χρίσματος των νέων Χριστιανών, ο Ανδρούσης Ιωσήφ ζήτησε και το Εκτελεστικό εξουσιοδότησε ένα λαϊκό, τον ιατρό Γεράσιμο Πανά, ο οποίος στα πλαίσια ταξιδίου του στην Κωνσταντινούπολη, μετέφερε Άγιο Μύρο από τη «Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία»[53].        




   Το 1822 έγινε προσπάθεια να σταλεί μεσιτεία προς τους ηγεμόνες της Ιεράς Συμμαχίας, που θα συνεδρίαζαν στη Βερόνα της Ιταλίας (6 Οκτωβρίου-2 Δεκεμβρίου). Την 29 Αυγούστου, το Εκτελεστικό έστειλε επιστολή προς τον πάπα Ρώμης Πίο Ζ’ ζητώντας τη διαμεσολάβησή του προς τους ηγεμόνες, ενώ έδωσε οδηγία στον κομιστή της επιστολής Παλαιών Πατρών Γερμανό να ομιλήσει στον Πάπα για ενδεχόμενη ένωση της ελλαδικής Εκκλησίας με τη Ρωμαιο-Καθολική. Σκοπός του Εκτελεστικού, ως προς την ένωση των δύο Εκκλησιών, ήταν να αντιληφθούν οι Δυτικοί ότι οι Έλληνες δεν ήλπιζαν μόνο στους Ρώσους. Γιατί τα ολίγα άτομα του Εκτελεστικού δεν είχαν δικαίωμα να υποχρεώσουν τους Έλληνες να δεχθούν τέτοια θρησκευτική «σύμβαση». Πάντως, παρ’ ότι ο Πάπας έστειλε την επιστολή των Ελλήνων στους ηγεμόνες, εξ αιτίας των ραδιουργιών του Μέττερνιχ, τα μέλη της κρατήθηκαν στο λιμάνι της Αγκώνας και ο σκοπός της αποστολής δεν επιτεύχθηκε[54].





5.         Η μη-χειροτονία νέων αρχιερέων            Η εκκλησιαστική οργάνωση των επαναστατημένων περιοχών της Ελλάδος παρουσίαζε ολοένα και πιο σοβαρές δυσλειτουργίες. Υπήρχε ανάγκη για διεύθυνση των εκκλησιαστικών υποθέσεων και για χειροτονία νέων κληρικών. Κατά την περίοδο μέχρι το 1824, ο Ανδρούσης Ιωσήφ προέβη σε ελάχιστες πράξεις καθαρά διοικητικού χαρακτήρα, και αυτές μετά σχετικές διαβουλεύσεις του Εκτελεστικού με το Βουλευτικό. Η ανάθεση, όμως, από το Εκτελεστικό (πολιτική εξουσία) της διοικητικής τοποτηρητείας αρκετών επαρχιών σε διακόνους, ιερομόναχους και ιερείς[55] (1822-23) σε διαδοχή κεκοιμημένων επαρχιούχων ιεραρχών, δημιούργησε ζήτημα στις τάξεις των αρχιερέων, οι οποίοι και αντέδρασαν[56].        




   Ο μινίστρος Ανδρούσης Ιωσήφ ήταν άνδρας εγκρατής του εκκλησιαστικού δικαίου. Σκοπός του ήταν να οργανώσει την Εκκλησία στις ελεύθερες περιοχές και όχι να επιδιωχθεί οιαδήποτε αλλαγή στο εκκλησιαστικό καθεστώς υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο προϋπήρχε της Επαναστάσεως. Σε απάντησή του σε επιστολές την 21 Απριλίου 1822 του Πέτρου Μαυρομιχάλη και την 24 Απριλίου 1822 κατοίκων της επαρχίας Χριστιανουπόλεως, οι οποίοι ζητούσαν χειροτονίες επισκόπων, αποφάνθηκε ότι έπρεπε να προηγηθεί σύγκλιση τοπικής συνόδου και εξέταση των δικαιωμάτων του Οικουμενικού Πατριάρχη[57].




Αντέδρασε, πάντως, και στην ενέργεια του γέροντα και ασθενή Λακεδαιμονίας Χρυσάνθου που οργάνωσε τη χειροτονία του αρχιμανδρίτη Δανιήλ Κουλουφάκου ως βοηθού του υπό τον τίτλο Χαριουπόλεως, χωρίς πατριαρχική άδεια μάλλον στις αρχές του 1822. Επίσης, στην κανονική αταξία του αρχιεπισκόπου Ζαρνάτας Γαβριήλ (Φραγκούλη), που με υποστήριξη της ισχυρής οικογενείας των Μαυρομιχαλέων και χωρίς πατριαρχική εξουσιοδότηση, οργάνωσε το 1825 τρεις χειροτονίες αρχιερέων.        




   Η εξέλιξη της καταστάσεως και το γεγονός ότι δεν είχε ιδρυθεί εκκλησιαστική διοικητική αρχή, οδήγησαν τελικά το 1824 τη διοίκηση και το υπουργείο Θρησκείας στην απόφαση να διορίσει γηγενείς και πρόσφυγες αρχιερείς σαν προσωρινούς τοποτηρητές στις χηρεύουσες επαρχίες μετά πρόταση τριμελούς επιτροπής από τους Ανδρούσης Ιωσήφ, Βρεσθένης Θεοδώρητο και Ελαίας Παΐσιο (πρόσφυγα). Βεβαίως, θα μπορούσε να ζητηθεί κρυφά η συγκατάθεση του Πατριαρχείου και να επιληφθούν στο όνομά Του οι επίσκοποι στην ελεύθερη Ελλάδα[58].





6.         Η αποδιοργάνωση της καταστάσεως            Το εκκλησιαστικό θέμα θα λάμβανε μεγάλες διαστάσεις, εάν την ίδια εποχή δεν κινδύνευε η Επανάσταση. Το φρούριο της Πάτρας ήταν ακόμη στα χέρια του Γιουσούφ Πασά και ο Κιουταχής πολιορκούσε το Μεσολόγγι. Ο δεύτερος εμφύλιος (1824-25) είχε ανοίξει πολύ βαθειές πληγές στο λαό και συνεπώς και στο πλήρωμα της Εκκλησίας στην ελεύθερη Ελλάδα. Ο Κολοκοτρώνης, οι Δεληγιανναίοι και άλλοι Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί ήσαν στη φυλακή. Τα Ρουμελιώτικα σώματα, που υποστήριζαν τη Διοίκηση του Κουντουριώτη, συμπεριφέρονταν στην Πελοπόννησο σαν σε εχθρική χώρα.            Επιφανείς κληρικοί, όπως ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, θεωρήθηκαν εχθροί και υπέστησαν εξευτελισμούς.        




 Το Δεκέμβριο 1824, οι Κορίνθου Κύριλλος, Τριπόλεως Δανιήλ και Ανδρούσης Ιωσήφ συναντήθηκαν στη Βυτίνα, για να συζητήσουν πώς μπορούσαν να συμφιλιώσουν τα αντιμαχόμενα μέρη στον εμφύλιο πόλεμο. Η Διοίκηση Κουντουριώτη τους διέταξε σε έντονο ύφος να σταματήσουν κάθε προσπάθεια διαμεσολαβήσεως, γιατί δεν ήταν αρμοδιότητά τους. Ο Παπαφλέσσας, ως μινίστρος των Εσωτερικών και υπεύθυνος για την αστυνόμευση, είχε αποθρασυνθεί και η αμαρτωλή πολιτεία του, ενώ ήταν κληρικός, προκαλούσε το δημόσιο αίσθημα[59].         




  Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στις 10-12 Φεβρουαρίου 1825 ο Ιμπραήμ Πασάς αποβιβάσθηκε στην Πελοπόννησο με αιγυπτιακά στρατεύματα και, αφού νίκησε τον Παπαφλέσσα στο Μανιάκι, κυριολεκτικά αλώνισε την ελεύθερη Ελλάδα. Τη νύκτα της Κυριακής των Βαΐων 10 Απριλίου 1826, κατέλαβε το Μεσολόγγι, μετά την ηρωική έξοδο των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» και την ανατίναξη του Ρωγών Ιωσήφ, των γερόντων και των γυναικοπαίδων. Έτσι μόνο η Μάνη παρέμενε ασφαλές μέρος, αφού απέκρουσε την επίθεση του Ιμπραήμ[60] στην ακτή της Βέργας το τριήμερο 22-24 Ιουνίου 1826.





α.         Η διάλυση της προσωρινής εκκλησιαστικής διοικήσεως            Υπό τις τραγικές αυτές συνθήκες, δεν ήταν δυνατό κάποιος να ασχολείται με τα εκκλησιαστικά. Ο μινίστρος Ανδρούσης Ιωσήφ παραιτήθηκε στις αρχές του 1825[61]. Διάδοχός του ορίσθηκε το Μάρτιο ο Δαμαλών Ιωνάς, πατριώτης που είχε διακριθεί στην απελευθέρωση της Κορίνθου. Καμμία εκκλησιαστική πράξη δεν έλαβε χώρα μέχρι το επόμενο έτος. Η Γ’ Εθνοσυνέλευση άρχισε τις εργασίες της την 6 Απριλίου 1826 στην Επίδαυρο. ‘Όταν την 18 Απριλίου 1826 καταργήθηκε το Εκτελεστικό, την εξουσία ανέλαβε 11μελής «Διοικητική Επιτροπή» υπό την προεδρία του Ανδρέα Ζαΐμη. Δεν διορίσθηκε υπουργός Θρησκευμάτων και ο Δαμαλών Ιωνάς δεν αντικαταστάθηκε από άλλο κληρικό.          




 Από την Εθνοσυνέλευση, που είχε καταφύγει στην Ερμιόνη, συγκροτήθηκε 7μελής επιτροπή «επί των θρησκευτικών» από τους: Παλαιών Πατρών Γερμανό[62], Κορίνθου Κύριλλο και Άρτης (Ναυπάκτου) Πορφύριο, δύο πρωτοσυγκέλλους (Γεράσιμο και Λεόντιο) και δύο λαϊκούς (Πανούτσο Νοταρά και Αναγνώστη Διδάσκαλο)[63]. Ούτε αυτή η επιτροπή προχώρησε σε κάποιας μορφής εκκλησιαστική ενέργεια.          




 Μετά την πτώση του Μεσολογγίου, την 24 Απριλίου η Εθνοσυνέλευση διέκοψε τις εργασίες της. Η μυστική προσπάθεια ορισμένων από τους ηγέτες της, πριν τη διακοπή των εργασιών της, να διαπραγματευθούν ειρήνη με την Υψηλή Πύλη χωρίς να δέχονται παρεμβάσεις πολιτικές ή εκκλησιαστικές (προφανώς μέσω του Οικουμενικού Πατριαρχείου) απέτυχε και καταγγέλθηκε από το Δημήτριο Υψηλάντη.         




  Οι εργασίες της Εθνοσυνελεύσεως επανελήφθησαν το φθινόπωρο του 1826. Οι αντιπρόσωποι, όμως, ήσαν διαιρεμένοι και συνήλθαν σε ξεχωριστές συνεδριάσεις άλλοι στην Ερμιόνη και άλλοι στην Αίγινα. Σε συνεδρίαση στην Ερμιόνη την 21 Φεβρουαρίου 1827, οι εντόπιοι αρχιερείς Κορίνθου Κύριλλος, Ανδρούσης Ιωσήφ, Τριπόλεως Δανιήλ, Ρέοντος Διονύσιος και Βρεσθένης Θεοδώρητος υπέβαλαν αίτημα να συγκληθούν οι κανονικοί αρχιερείς για να αποφασίσουν περί των εκκλησιαστικών πραγμάτων, σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας. Μετά από έγκριση της Εθνοσυνελεύσεως, οι πέντε αρχιερείς υπέβαλαν εισήγηση, που έγινε δεκτή, για τη συγκρότηση προσωρινής Εκκλησιαστικής Επιτροπής με ενιαύσια θητεία σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες και το «κείμενο» (ήτοι την υπάρχουσα εκκλησιαστική κατάσταση), αναγνωρίζοντας «κοινή μητέρα τη Μεγάλη Εκκλησία»[64]. Η σχετική εισήγηση υποβλήθηκε στην Εθνοσυνέλευση την 9 Απριλίου 1827, χωρίς να υπάρξει συνέχεια.





β.         Η Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας και η εκλογή του Καποδίστρια            Τελικώς, οι αντίπαλες φατρίες συμβιβάσθηκαν και συνήλθαν την 14 Απριλίου 1827 στην Τροιζήνα, το όνομα της οποίας έλαβε η Εθνοσυνέλευση. Την 3 Απριλίου η Εθνοσυνέλευση εξέλεξε ως Κυβερνήτη τον Κόμητα Ιωάννη Καποδίστρια. Η Διοικητική Επιτροπή παραιτήθηκε την 26 Μαρτίου και αντικαταστάθηκε την 2 Απριλίου από 3μελή Αντικυβερνητική Επιτροπή. Η Γ’ Εθνική Συνέλευση την 1η Μαΐου ψήφισε μεταξύ των άλλων νέο Σύνταγμα, το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος». Σε αντίθεση με τα προηγούμενα πολιτεύματα, δεν προέβλεπε υπουργείο «Θρησκείας» ή «Λατρείας», αλλά «Παιδείας»[65]. Τα εκκλησιαστικά θέματα, που δεν επιλύθηκαν κατά την Εθνοσυνέλευση, αφέθηκαν για να εξετασθούν μετά την έλευση του Κυβερνήτη, ωστόσο ούτε αυτό έγινε.





Γ’         Η εποχή του Καποδίστρια, το νέο κράτος και η Εκκλησία
            Ενώ φαινόταν ότι η Επανάσταση θα έσβηνε, ιδίως μετά το θάνατο του Γεωργίου Καραϊσκάκη και την ήττα στο Φάληρο το 1827, η ευρωπαϊκή διπλωματία άλλαξε στάση, υπό την ευνοϊκή για την Ελλάδα επιρροή του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών Γεωργίου Κάννιγκ. Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία υπέγραψαν στο Λονδίνο τη λεγόμενη «Ιουλιανή» συνθήκη (6 Ιουλίου με το νέο ημερολόγιο ή 24 Ιουνίου με το παλαιό) για τον περιορισμό της τουρκικής ισχύος και την ανεξαρτησία της Ελλάδος. Οι στόλοι των τριών Δυνάμεων κατέπλευσαν στα ελληνικά ύδατα, απέκοψαν τον ανεφοδιασμό του Ιμπραήμ και τέλος κατεναυμάχησαν τον τουρκο-αιγυπτικό στόλο στο Ναυαρίνο την 8 Οκτωβρίου 1827. Έτσι βελτίωσαν την κατάσταση της επαναστατημένης Ελλάδος.





1.         Οι ενέργειες του Καποδίστρια            Η Ελλάδα συντάχθηκε ουσιαστικά σε πολιτεία μόνο μετά την έλευση του Κυβερνήτη την 5 Ιανουαρίου 1828. Ο Καποδίστριας δεν επιθυμούσε διακοπή των σχέσεων της ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, φοβούμενος μήπως έτσι παρεισφρήσει δογματική διαφορά[66], λόγω της εν τω μεταξύ δράσεως Διαμαρτυρομένων missionary(απεσταλμένων). Η ιδέα του Καποδίστρια για την ενότητα με το πατριαρχείο, ως μέθοδο πιστοποιήσεως της «πίστεως και της κοινωνίας» επεβίωσε και περιλήφθηκε στο κείμενο όλων των ελληνικών Συνταγμάτων[67].           




Ο Κυβερνήτης συγκρότησε άμεσα την 23 Ιανουαρίου εκκλησιαστική επιτροπή για «να προμηθεύει στην κυβέρνηση με όλες τις πληροφορίες, που της ζητά για την κατάσταση και τις χρείες της Εκκλησίας», αποτελούμενη από τους Αιγίνης (Ύδρας) Γεράσιμο, Τριπόλεως Δανιήλ, Ταλαντίου Νεόφυτο, Ανδρούσης Ιωσήφ και Δαμαλών Ιωνά[68], όλους εντόπιους. Με βάση τις πληροφορίες αυτές, ο Καποδίστριας ρύθμιζε τα εκκλησιαστικά θέματα.





α.         Οι επαφές με το Πατριαρχείο            Το Μάιο 1828 πενταμελής πατριαρχική αντιπροσωπεία[69] επισκέφθηκε τον Κυβερνήτη στον Πόρο, κομίζοντας επιστολή «προς τους κληρικούς και τους προκρίτους και της Πελοποννήσου και των νήσων του Αιγαίου Πελάγους», με την οποία ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αγαθάγγελος(1826-30)[70] τους προέτεινε ειρήνη και συμβιβασμό με την Υψηλή Πύλη. Το Οθωμανικό κράτος, που δεν αναγνώριζε καμμία ανεξάρτητη ελληνική εξουσία, ήταν αυτό που επέβαλε στον Πατριάρχη να στείλει την επιστολή, γιατί επειγόταν να κλήσει το νότιο μέτωπο με τους Έλληνες. Ο πόλεμος με τη Ρωσία ήταν επί θύραις (Ιούνιος 1828-14 Σεπτεμβρίου 1829)[71], επειδή μετά τη συμμετοχή της Ρωσίας στη ναυμαχία του Ναυαρίνου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε κλείσει τα Στενά για τα ρωσικά πλοία και είχε καταγγείλει τη Συνθήκη του Άκκερμαν[72] του 1826. Ο Κυβερνήτης ευγενώς απέκρουσε την παρέμβαση του Πατριάρχη ως προς το αίτημα της ειρήνης, επειδή φοβόταν μήπως υποχρεωθεί το Πατριαρχείο να δεχθεί και άλλες πράξεις της Οθωμανικής εξουσίας, αλλά εκφράσθηκε με σεβασμό για το Θρόνο[73].





β.         Η Εθνοσυνέλευση του Άργους            Ο Κυβερνήτης και η Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους (11 Ιουλίου-6 Αυγούστου 1829) αποφάσισαν να μεριμνήσουν για τη βελτίωση της καταστάσεως της Εκκλησίας. Ο Καποδίστριας επανίδρυσε τη Γραμματεία «Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Παιδείας», με γραμματέα το Νικόλαο Χρυσόγελο. Ο Χρυσόγελος έλαβε γνώση πονήματος του Ιωάννη Γενατά, Γραµµατέα επί του Δικαίου και από τους πιο έµπιστους συνεργάτες του Καποδίστρια, με το οποίο προέτεινε να τεθεί υπό τον έλεγχο του κράτους η εκλογή των αρχιερέων χωρίς, όµως, να αποκοπούν και οι δεσµοί της ελλαδικής Εκκλησίας µε την κεφαλή της Χριστιανικής Ορθοδοξίας[74]. Αντίθετα, ο Κυβερνήτης έθεσε την Πολιτεία στη διάθεση της Εκκλησίας, από την οποία απαίτησε «ακριβή διαφύλαξη των αποστολικών κανόνων και διατάξεων»[75]. Για το σκοπό αυτό, την 18 Οκτωβρίου 1829 συγκρότησε και επιτροπή από τους Αιγίνης (Ύδρας) Γεράσιμο, Ταλαντίου Νεόφυτο (εντόπιους), Ρεθύμνης Ιωαννίκιο και Κυρήνης Παρθένιο (πρόσφυγες) για σύνταξη θρησκευτικών σχολικών βιβλίων (Ευχολογίου, Συνόψεως και Κατηχήσεως), με πρόταση του λογίου ιερομονάχου, Βαρθολομαίου Κουτλουμουσιανού, έργο που δεν ολοκληρώθηκε.





2.         Το ανεξάρτητο κράτος            H Οθωμανική Αυτοκρατορία, μετά την ήττα κατά τον Ρωσο-Τουρκικό Πόλεμο του 1828-29, υποχρεώθηκε, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου που υπογράφηκε στις 10-22 Μαρτίου 1829, να δεχθεί τη δημιουργία ελληνικού κράτους υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης με συνοριακή γραμμή στο ύψος των κόλπων Αμβρακικού-Παγασητικού. Οι Βρετανοί και Γάλλοι, όμως, ασκούσαν πίεση στους Τούρκους να περιορίσουν τις επιδιώξεις της Ρωσίας και την αυξημένη επιρροή της στους επαναστατημένους Έλληνες.Γι’ αυτό, προέβλεψαν και Χριστιανό κληρονομικό ηγεμόνα της Ελλάδας, ξένο προς τις βασιλικές οικογένειες των τριών δυνάμεων.            




Οι εκπρόσωποι του Σουλτάνου υπέγραψαν το κείμενο της Συνθήκης της Αδριανουπόλεως της 14 Σεπτεμβρίου 1829 και αποδέχθηκαν όχι μόνο την Ιουλιανή Συνθήκη της 6 Ιουλίου 1827 αλλά και το παραπάνω Πρωτόκολλο της 10-22 Μαρτίου 1829. Η πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας συμφωνήθηκε με το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3 Φεβρουαρίου 1830, που υπογράφηκε από τις τρεις Δυνάμεις (Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία, Ρωσία) με σύνορα στη γραμμή των ποταμών Αχελώου-Σπερχείου ποταμού (έμεναν εκτός η δυτική Ακαρνανία, η Ευρυτανία, η Όρθρυς και η Λαμία).         




  Ο Κυβερνήτης ήλθε σε επαφή με το νέο λόγιο Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνστάντιο τον Α΄ (1830-34). Πρώτος ο Πατριάρχης, αμέσως μετά την ανάρρησή του, απέστειλε την 18 Αυγούστου 1830 επιστολή δοξολογώντας το Θεό για την απελευθέρωση των Ελλήνων[76]. Σε αυτή απήντησε ο Κυβερνήτης την 23 Σεπτεμβρίου εκφράζοντας τη χαρά του και την πρόθεσή του «να ρυθμισθεί η σχέση της Εκκλησίας της Ελλάδος με την Μητέρα Εκκλησία μέσα στο πνεύμα της ορθόδοξης παραδόσεως και της ιστορικο-κανονικής τάξεως»[77]. Ο Πατριάρχης ανταπάντησε θετικά την 20 Οκτωβρίου.           




Με το έναυσμα αυτό, ο Καποδίστριας ανέθεσε στο Ρέοντος Διονύσιο ειδική αποστολή στην Κωνσταντινούπολη, να διευθετήσει το ταχύτερο το εκκλησιαστικό πρόβλημα της Ελλάδος[78]. Πιο πιθανή ήταν µια λύση παρόµοια µε το αυτόνοµο καθεστώς της σερβικής Εκκλησίας, που ρυθµίστηκε τον Αύγουστο 1831, µε Πατριαρχικό και Συνοδικό Γράµµα. Ενώ όμως, ο Ρέοντος Διονύσιος ετοιμαζόταν για την μετάβασή του στη Μεγάλη Εκκλησία, ο Καποδίστριας δολοφονήθηκε την 27 Σεπτεμβρίου 1831.





3.         Η περίοδος της αναρχίας            Η κατάσταση, μετά το θάνατο του Εθνικού Κυβερνήτη και μέχρι την έλευση του βασιλέα Όθωνα, εξελίχθηκε σε ασυδοσία και για το κράτος και για την Εκκλησία. Επωφελούμενος, ο Ζαρνάτας Γαβριήλ επανέλαβε το ατόπημα και χειροτόνησε το 1832 ένα ακόμη αρχιερέα, πράξη που αποδοκιμάσθηκε. Το θέμα, ωστόσο, έμεινε σε εκκρεμότητα, λόγω της γενικής αναρχίας.         




  Η Ε΄ (κατ’ άλλους Δ’) Εθνοσυνέλευση των Ελλήνων στο Άργος και τελικώς στο Ναύπλιο (Δεκέμβριος 1831-Μάρτιος 1832) ψήφισε το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» και ασχολήθηκε εντονώτερα με την κατάσταση της Ελλαδικής Εκκλησίας. Με το Κεφάλαιο Β΄ του Συντάγματος «Δημόσιον ή Κοινόν Δίκαιον των Ελλήνων» και στην παράγραφο 1 «Περί Θρησκείας», αναγνωρίσθηκε ως επίσημη θρησκεία του Κράτους η της Ορθοδόξου Ανατολικής και Αγίας του Χριστού Εκκλησίας και ορίσθηκε Εκκλησιαστικό Συμβούλιο από Αρχιερείς, με ευθύνη την εκκλησιαστική «τάξη και διακόσμηση». Το Συμβούλιο θα εκλεγόταν από τη νομοθετική εξουσία και θα διοριζόταν από την Κυβέρνηση. Οι διατάξεις, προϊόν εισηγήσεων του Γραμματέα (υπουργού) Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Νικολάου Χρυσόγελου, βρίσκονταν στην κατεύθυνση της «αυτοκεφαλίας» της ελλαδικής Εκκλησίας, αλλά σύμφωνα με τους «ιερούς κανόνες». Όμως οι διατάξεις αυτές, όπως και όλο το Σύνταγμα του 1832, δεν εφαρμόσθηκαν ποτέ[79]. Ο Χρυσόγελος παύθηκε την 30 Απριλίου 1832, όταν συγκροτήθηκε η «Διοικητική Επιτροπή» και ορίσθηκε ως Γραμματέας Εκκλησιαστικών και Παιδείας ο Ιάκωβος Ρίζος-Νερουλός[80].





Δ’         Συμπερασματικά: Επανάσταση και Εκκλησία
            Από την εξιστόρηση των γεγονότων ενδιαφέροντος της Χριστιανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1821-33, διαπιστώνουμε ότι οι επαναστατημένοι Έλληνες είχαν συνείδηση τόσο της σημασίας της πίστεως, όσο και της ανάγκης να οργανωθεί σωστά το εκκλησιαστικό τους καθεστώς. Σε καμμία περίπτωση δεν θέλησαν να αποκοπούν αυθαίρετα από τη «Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία»[81] και η θυσία του Οικουμενικού Πατριάρχη αγίου Γρηγορίου Ε’ χαλύβδωσε την αποφασιστικότητά τους.           




Από την άλλη πλευρά, όπως συνέβη με τις πολιτικές υποθέσεις της χώρας όπου οι αντιθέσεις κατέληξαν σε δύο εμφυλίους (1822-23 και 1824-25), που λίγο έλειψε να οδηγήσουν σε σβήσιμο της Επαναστάσεως, η γάγγραινα της φιλαυτίας ηγετών και λαού δεν επέτρεψε να λυθούν τα εκκλησιαστικά προβλήματα. Αντίθετα, η Επανάσταση κληροδότησε στο νέο Ελληνισμό τρία τεράστια ελαττώματα: το πρώτο γενικότερο, την αναβλητικότητα, το δεύτερο την ανάγκη να επεμβαίνουν οι ξένοι για να δίδουν τέλος στα προβλήματα της χώρας, και το τρίτο καθαρά εκκλησιαστικό, την επέμβαση της πολιτικής εξουσίας με τον τελικό λόγο στη λήψη και την εφαρμογή αποφάσεων για καθαρά θέματα της Χριστιανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, σε αντίθεση με τη μη-εμπλοκή της πολιτείας σε θέματα άλλων δογμάτων και θρησκευμάτων.           




Ως προς τη θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, σημειώνεται ότι κατά τη διάρκεια του Αγώνα δεν επενέβη με κανένα τρόπο στις εκκλησιαστικές υποθέσεις των ελεύθερων περιοχών, ούτε καθαίρεσε τους επαναστάτες κληρικούς, ούτε εξέλεξε νέους επαρχιούχους αρχιερείς, ούτε όρισε τοποτηρητές. Μόνο σε τρεις περιπτώσεις (Αθήνα, Θήβα, Εύριπο) απέστειλε έξαρχο ή τοποτηρητή, όταν όμως οι περιοχές αυτές ήσαν υπό οθωμανική κατοχή.          




 Με τον τρόπο αυτό, κατέδειξε ότι σεβόταν την ελευθερία των Ελλήνων και ανέμενε την επιτυχή έκβαση της Επαναστάσεως για να τακτοποιηθεί η διοικητική εκκρεμότητα[82]. Υπενθυμίζεται ότι, ενώ ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αγαθάγγελος, που εκβιάσθηκε από την Υψηλή Πύλη και έστειλε αντιεθνική επιστολή στους επαναστατημένους, υποχρεώθηκε από την Αγία και Ιερά Σύνοδο σε παραίτηση, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνστάντιος Α’ εξέφρασε ανοικτά τη χαρά του για την απελευθέρωση της Ελλάδος.













[1]              Όπως ο Τρίκκης Διονύσιος ο λεγόμενος φιλόσοφος, ηγέτης της εξεγέρσεως του 1611, μαζύ με τους επισκόπους Δημητριάδος Αγάπιο και Φαναρίου Σεραφείμ (τιμάται ως ιερομάρτυρας την 4 Δεκεμβρίου). Άλλοι ηγέτες υπήρξαν ο Πατρών Νεόφυτος (1466), ο Ρόδου Ευθύμιος (1531), ο Παλαιών Πατρών Γερμανός Α’ (1571, μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου και την ήττα των Οθωμανών), ο Σερβίων Ζωσιμάς (1716), κα.[2]               Ελένη Κούκου, «Θεσμοί και προνόμια του Ελληνισμού μετά την Άλωση», εκδόσεις Αντώνη Σάκκουλα, Αθήνα, 1988.[3]               «Η Ιερά Σύνοδος απαντά για το ρόλο της Εκκλησίας στα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα», 27 Μαρτίου 2014, Γραφείο Ειδήσεων, ιστοσελίδα Amen.gr.[4]         




     Το τυπογραφείο λειτούργησε το 1627 με αγγλικά μηχανήματα και διευθυντή το Νικόδημο Μεταξά και πρόγραμμά την έκδοση θεολογικών και φιλολογικών βιβλίων. Μετά κατηγορίες Ρωμαιο-Καθολικών για διαμαρτυρόμενη διδασκαλία και υποκίνηση σε επανάσταση με ρωσική βοήθεια, αρχικά έκλεισε το τυπογραφείο και μετά ο πατριάρχης εκτελέσθηκε από τους Οθωμανούς [Βασίλειος Τσακίρης,«Ο ρόλος του τυπογραφείου του Λούκαρη στην ίδρυση του Ελληνικού τυπογραφείου της Propaganda Fide», Ο Ερανιστής, 2009].[5]          




    Στη διάρκεια των τριών πατριαρχιών του (1797-98, 1806-08 και 1818-21) προώθησε την ίδρυση σχολείων και τη βελτίωση των υπαρχόντων και εγκατέστησε τυπογραφείο στο πατριαρχείο για την έκδοση «ωφελίμων βιβλίων» [«Συλλογή εκ των γραφέντων και παραδοθέντων περί του Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου Ε’», συντάκτης Γεώργιος Αγγελόπουλος, τυπογραφείο «Μερίμνης», Αθήνα, 1863].[6]          




    Ιωάννου Φιλήμονος, «Δοκίμιον Iστορικόν Περί Φιλικής Εταιρείας», τυπογραφία Θ Κονταξή και Ν Λουλάκη, Ναύπλιο, 1834. Σημειώνεται ότι ο Φιλήμων κατηγορήθηκε αρχικά για μεροληψία, γιατί με βάση τις προσωπικές μαρτυρίες του Αναγνωστόπουλου, τον εμφανίζει ως αρχικό συνιδρυτή της Εταιρείας, αντί του Ξάνθου. Ο Φιλήμων τελικά αποκατέστησε την αλήθεια για τον Ξάνθο, με νεώτερο δημοσίευμά του.[7]         




     Ο Φιλικός Νικόλαος Δημητρακόπουλος δολοφόνησε το Νικόλαο Γαλάτη (μάλλον στην Ερμιόνη το Σεπτέμβριο 1818 παρουσία του Αθανασίου Τσακάλωφ) και άλλοι Φιλικοί τον Κυριάκο Καμαρηνό (μάλλον στις Ηγεμονίες το 1818). Και οι δύο ήσαν σημαίνοντα πρόσωπα και είχαν έλθει σε επαφή με τον Καποδίστρια στην Αγία Πετρούπολη. ‘Όμως, φαίνεται ότι υπερέβησαν τα όρια των εντολών τους και η Αρχή έκρινε ότι έθεταν σε κίνδυνο τη συνωμοσία [Φιλήμονος, «Περί Φιλικής Εταιρείας»].[8]          




    Φιλήμονος, «Περί Φιλικής Εταιρείας».[9]   




           Το 1819 έλαβε τον τίτλο του «Δικαίου», ήτοι τοπικού διοικητικού αντιπροσώπου του Οικουμενικού Πατριάρχη, αλλά έμεινε στην ιστορία ως «Παπαφλέσσας».[10]      




      O Παπαφλέσσας συμμετείχε και στην επόμενη σύσκεψη για την προετοιμασία της Επαναστάσεως, στην πόλη Ισμαήλ της Βεσσαραβίας την 20 Οκτωβρίου 1820, στην οποία παραβρέθηκαν εκτός από τον Υψηλάντη και εκπρόσωποι της Ανώτατης Αρχής της Φιλικής Εταιρείας.[11]              «1821: Ελλάδα – Σερβία, βίοι παράλληλοι», Έθνος της Κυριακής, 25 Μαρτίου 2000.[12]             Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός, «Απομνημονεύματα», έκδοση Γ’, επιμέλεια Δημητρίου Γρ Καμπούρογλου, τυπογραφείο Σπύρου Τσαγγάρη, Αθήνα, 1900.[13]             Παλαιών Πατρών Γερμανός, «Απομνημονεύματα».[14]             Δημητρίου Γρ Καμπούρογλου, «Μελέτη περί του βίου και της δράσεως του Παλαιών Πατρών Γερμανού», 1916.[15]             Νικόλαος Σπηλιάδης, «Απομνημονεύματα-Δια να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ελληνικήν Ιστορίαν», τόμος Α’, έκδοση Χ Ν Φιλαδελφέως, Αθήνα, 1851.[16]             Παλαιών Πατρών Γερμανός, «Απομνημονεύματα».[17]             Ιερομόναχος Ιωσήφ Ζαφειρόπουλος, «Οι αρχιερείς και οι προύχοντες εντός της εν Τριπόλει φυλακής εν έτει 1821», αναδημοσίευση Ν Α Κανδρή, τύποις Ανέστη Κωνσταντινίδου, Αθήνα, 1890.[18]             Εκδιωγμένοι από την επαρχία τους.[19]             Κωνσταντίνος Πρεσβύτερος και Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, «Τα Σωζόμενα Εκκλησιαστικά Συγγράμματα», τόμος Β’, έκδοση Ιατρού κτλ Σοφοκλέους Κωνσταντίνου του εξ Οικονόμων, Τυπογραφία Φ Καραμπίνου και Κ Βαφά, Αθήνα 1864. Αμβρόσιος Φραντζής, Πρωτοσύγκελλος της πρώην Χριστιανουπόλεως επαρχίας (Αρκαδίας), «Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος (1715-1837)», τύποις Κ Ράλλη, Αθήνα, 1841.[20]             Τα αρχεία της αρχικής επαναστατικής περιόδου στο μεγαλύτερο μέρους τους καταστράφηκαν στο Άργος την 13 Ιουλίου 1822 κατά την κάθοδο του Μαχμούτ Πασά Δράμαλη (Σατράπη της Δράμας). Όσα είχαν διαρπαγεί στο δεύτερο Εμφύλιο [Νικόλαος Σπηλιάδης, «Απομνημονεύματα-Δια να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ελληνικήν Ιστορίαν», τόμος Β’, έκδοση Χ Ν Φιλαδελφέως, Αθήνα, 1852], έπεσαν στα χέρια του Ιμπραήμ κατά την εισβολή στην Τρίπολη την 9 Ιούνιου 1825.[21]             Υπήρξε μέλος της πατριαρχικής συνόδου, που εξέδωσε το συνοδικό κατά του Αλεξάνδρου Υψηλάντη στα τέλη Φεβρουαρίου 1821. Δραπέτευσε πριν το μαρτύριο του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ και ενημέρωσε τους επαναστάτες για την ακυρότητα του αφορισμού.[22]             Σταύρος Καπετανάκης, Πρόεδρος, «Οι Μανιάτες στην Επανάσταση του 1821, Παράρτημα στο “Λακωνικαί Σπουδαί”», περιοδικό σύγγραμμα Εταιρείας Λακωνικών Σπουδών, Αθήνα 2015.[23]             Διατέλεσε πρόεδρος της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Το 1822 παραδόθηκε εθελοντικά ως όμηρος στους Τούρκους και ρίφθηκε στις φυλακές του Ναυπλίου επί πέντε μήνες, μέχρι την απελευθέρωση της πόλεως.[24]             Επί αρχιερατείας του την 31 Ιανουαρίου 1823, βρέθηκε η ιερά εικόνα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στα ερείπια του παλαιού ναού του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Το γεγονός θεωρήθηκε ως ιερό μήνυμα για το δίκαιο της Επαναστάσεως. Σημαντικοί ηγέτες έσπευσαν να Την προσκυνήσουν, μεταξύ των οποίων οι Κολοκοτρώνης, Μιαούλης, Νικηταράς και Μακρυγιάννης. Μέχρι το 1832 και παρά τις ανυπέρβλητες δυσχέρειες, κτίσθηκε το ανατολικό τμήμα του προσκυνήματος, το οποίο ολοκληρώθηκε το 1880 [Ιστοσελίδα Πανελληνίου Ιερού Ιδρύματος, www.panagiatinou.gr].[25]             Ομοίως, μέλος της συνόδου , που «αφόρισε» τον Υψηλάντη. Εκ παραδρομής σε παλαιότερα και νεότερα ιστορικά κείμενα αναγράφεται το όνομα του προκατόχου του, Σίφνου Νεοφύτου (πχ σε: Νικόλαος Σπηλιάδης, «Απομνημονεύματα δια να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ελληνικήν Ιστορίαν», τόμος Α’, έκδοση Χ Ν Φιλαδελφέως, Αθήνα, 1851-Δρ Ευάγγελος Κ Κοφινιώτης, «Η Εκκλησία εν Ελλάδι», τυπογραφείο Παλαμήδης, Αθήνα, 1897). Ο Σπηλιάδης συγχέει επίσης σε ορισμένα σημεία τον πρώην Άρτης Άνθιμο με τον ευρισκόμενο στην Ευρώπη μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο τον από Άρτης (†1828).[26]             Υπεράσπισε τη σύνδεση της ελλαδικής Εκκλησίας με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ήλθε σε αντίθεση με το Θεόκλητο Φαρμακίδη, που τον κατηγόρησε για τη φιλο-πατριαρχική του στάση. Προετίμησε να επανέλθει στο κλίμα του Θρόνου και εκλέχθηκε το 1838 μητροπολίτης Ιωαννίνων [Θεόκλητος Φαρμακίδης, «Απολογία», έκδοση Β’, Τυπογραφία Αγγέλου Αγγελίδου, Αθήνα, 1840]. Εκδιώχθηκε από τους Οθωμανούς, επειδή πρωτοστάτησε στην ανακήρυξη του νεομάρτυρος αγίου Γεωργίου (†1840) και επανήλθε αργότερα (1845-1854). Ο ιεράρχης διέθετε μεγάλη και σπουδαία βιβλιοθήκη.[27]             Η 25η Μαρτίου ορίσθηκε ως Εθνική Εορτή και εορτάζεται ως ενιαία ημερομηνία κηρύξεως της Επαναστάσεως, με το Διάταγμα 980 της 15 Μαρτίου 1838 του βασιλέα Όθωνα. Πληροφορίες αντλούνται μόνο από ανακοίνωση του γραμματέα της επικρατείας (υπουργού) Γεωργίου Γλαράκη στην εφημερίδα «Φήμη» της εποχής, γιατί το πρωτότυπο του διατάγματος δεν διασώζεται.[28]             Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος Ζ’, έκδοση 8η, Ν Δ Νίκας ΑΕ.[29]             «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος ΙΒ’, Εκδοτική Αθηνών, 1975.[30]             «Η Ιερά Σύνοδος απαντά …».[31]             Καμπούρογλου, «… περί του Παλαιών Πατρών Γερμανού».[32]             Ιατρός Αναστάσιος Ν Γούδας, «Βίοι Παράλληλοι των επί της Αναγεννήσεως της Ελλάδος Διαπρεψάντων Ανδρών», τόμος Α’ «Κλήρος», Εθνικό Τυπογραφείο, Αθήνα, 1869.[33]             Διάταγμα για την έκπτωση  του πατριάρχη και την εκλογή νέου, που αναγνώσθηκε από τον Μέγα Διερμηνέα στα Πατριαρχεία, όπου είχαν συγκεντρωθεί αρχιερείς, οι ηγεμόνες Αλέξανδρος Καλλιμάχης και Σκαρλάτος Καλλιμάχης, ο Μέγας Διερμηνέας, ο Μέγας Λογοθέτης Στέφανος Μαυρογένης, οι πρόκριτοι και οι προϊστάμενοι των Συντεχνιών.[34]             «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος ΙΒ’, Εκδοτική Αθηνών, 1975.[35]             Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, «Ο ανδριάς του αοιδίμου Γρηγορίου του Ε΄, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως».




[36]             Τάσος Κ Κοντογιαννίδης, «Ο αποκεφαλισμός του Κωνσταντίνου Μουρούζη», 4 Απριλίου 2015, http://www.pontos-news.gr/article/132204/o-apokefalismos-toy-konstantinoy-moyroyzi.





[37]             Θανατώθηκαν 33 αρχιερείς που δεν περιλαμβάνονται σε όσους βρίσκονταν στην επαναστατημένη Ελλάδα: Κυριότεροι ήσαν: Στην Αδριανούπολη ο πρώην Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος Στ’. Στην Κωνσταντινούπολη ο Εφέσου Διονύσιος, ο Αδριανουπόλεως Δωρόθεος και ο Θεσσαλονίκης Ιωσήφ. Στη Θεσσαλονίκη ο Κίτρους Μελέτιος. Στη Λάρισα ο Λαρίσης Πολύκαρπος. Στην Κρήτη ο μητροπολίτης Γεράσιμος και ο Κισάμου Μελχισεδέκ. Στην Κύπρο ο αρχιεπίσκοπος Κυπριανός. Στην επισκοπή του ο Χίου Πλάτων.[38]             Ιωσήφ Ζαφειρόπουλος, «Οι αρχιερείς … εν Τριπόλει …».[39]             Όπως φαίνεται στους πίνακες των ιεραρχών, περισσότεροι από 25 αρχιερείς κατέφυγαν από την οθωμανική επικράτεια στην ελεύθερη Ελλάδα ως πρόσφυγες, είτε προληπτικά είτε μετά διώξεις και σφαγές.[40]             Μέλη του Αρείου Πάγου διετέλεσαν οι Ταλαντίου Νεόφυτος, Μενδενίτσης Διονύσιος και Λιδωρικίου Ιωάννης και ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος Γαζής [αρχιμανδρίτης (μετά ταύτα αρχιεπίσκοπος Αθηνών) Χρυσόστομος Α’ Παπαδόπουλος, «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος», τόμος Α’, τυπογραφείο Π Α Πετράκου, Αθήνα, 1920].[41]             «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», δημοσίευση από τον Πρόεδρο του Εκτελεστικού Σώματος Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο κατά το άρθρο ΡΙ’ του «Οργανικού Νόμου», Κόρινθος, 25 Φεβρουαρίου 1822.[42]             «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος», δημοσίευση κατά τον «αριθμό 19 των πρακτικών της εθνικής συνελεύσεως» υπό τον πρόεδρο Πέτρο Μαυρομιχάλη, Άστρος, 18 Απριλίου 1823.[43]             Θετική επιρροή στη σύνταξη του Πολιτεύματος του Άστρους είχε ο Παπαφλέσσας [Σπηλιάδης, «Απομνημονεύματα», τόμος Α’].[44]             Διακήρυξη κατά το ρήμα του Ισοκράτη «και μάλλον Έλληνες να καλούνται όσοι μετέχουν της Παιδεύσεως της ημετέρας παρά όσοι μετέχουν στους κοινούς θεσμούς» [Πανηγυρικός, 50].[45]             Η ρύθμιση αυτή τελικά περιέλαβε και μη-Έλληνες το γένος, όπως ήσαν πχ Χριστιανοί Ρωμαιοκαθολικοί μαλτέζικης καταγωγής, Άραβες Ορθόδοξοι και Φραγκολεβαντίνοι.                Φραγκολεβαντίνοι είναι μεγάλο μέρος των μη-Ορθοδόξων Χριστιανών κατοίκων της Μέσης Ανατολής, όπως και οι ελάχιστοι Ευρωπαίοι που επέζησαν της καταστροφής της Σμύρνης του 1922. Είναι φραγκικής καταγωγής, συνήθως ελληνόφωνοι, υπολείμματα των Σταυροφοριών, χωρίς ιδιαίτερη σύνδεση με κανένα σημερινό λατινογενές ευρωπαϊκό έθνος.[46]             Τα περισσότερα «πολιτισμένα» έθνη αναγνώριζαν επίσημα ή ανέχονταν ανεπίσημα τη δουλεία. Στις μεγάλες χώρες, η δουλεία καταργήθηκε επίσημα και οριστικά πολύ μετά την Ελλάδα: Αγγλία 1842, Γαλλία 1848, ΗΠΑ 1865, Ρωσία 1861-66.                Στις ΗΠΑ, η δουλεία των εγχρώμων αποτέλεσε πρόσχημα μακρόχρονης εμφύλιας συρράξεως (1861-65), που ακολούθησε τη διακήρυξη από τον οραματιστή Πρόεδρο Αβραάμ Λίγκολν της χειραφετήσεως των δούλων. Ο Λίγκολν, μάλιστα, πλήρωσε τη φιλελεύθερη επιλογή του με τη ζωή του.[47]             Θεόδωρος Θεοδωρόπουλος, «Η εκλογή του αρχιεπισκόπου Αθηνών και των Ιεραρχών στη Νεώτερη Εκκλησιαστική Ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος, Διπλωματική Εργασία στο πρόγραμμα σπουδών “Σπουδές στην Ορθόδοξη Θεολογία”», με επιβλέποντα καθηγητή τον Γεώργιο-Νεκτάριο Λόη, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, Πάτρα, 2015.[48]             Κωνσταντίνος Πρεσβύτερος και Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, «Τα Σωζόμενα Εκκλησιαστικά Συγγράμματα», τόμος Γ’, έκδοση Ιατρού κτλ Σοφοκλέους Κωνσταντίνου του εξ Οικονόμων, Τυπογραφία Φ Καραμπίνου και Κ Βαφά, Αθήνα 1866.[49]             Φαρμακίδης, «Απολογία».[50]             Γεράσιμος Κονιδάρης, Εκκλησιαστική Ιστορία της Ελλάδος, τόμος Β’, Αθήνα, 1972.[51]             Κωνσταντίνος Οικονόμου, «Τα Σωζόμενα», τόμος Β’.[52]             Ομοίως.[53]             Ομοίως.[54]             Σπηλιάδης, «Απομνημονεύματα», τόμος Α’.[55]             πχ τον αρχιμανδρίτη Αμβρόσιο Φραντζή στη μητρόπολη Χριστιανουπόλεως, της οποίας ήταν πρωτοσύγκελλος, ή τον αρχιδιάκονο του Αθηνών Διονυσίου (†1821).[56]             Κωνσταντίνος Οικονόμου, «Τα Σωζόμενα», τόμος Β’.[57]             Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος».[58]             Το Πατριαρχείο στο παρελθόν είχε επιλύσει τέτοιες καταστάσεις με τοπικές ρυθμίσεις. Για παράδειγμα, όταν κατά την Ενετοκρατία οι κυρίαρχοι Δυτικοί απαγόρευαν την παρουσία επισκόπων στα Επτάνησα, την Κρήτη και τα Δωδεκάνησα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξωνόμαζε ένα ιεράρχη εκτός ενετικής κυριαρχίας ως «Πρόεδρο» των περιοχών (πχ τον Αθηνών για την Κρήτη, τον Ιωαννίνων για την Κέρκυρα), ο οποίος χειροτονούσε κληρικούς, που προσέρχονταν σε αυτόν. Τη διαχείριση των εκκλησιαστικών περιοχών είχαν οι «Πρωτοπαπάδες» (έγγαμοι πρωτοπρεσβύτεροι-αρχιερατικοί επίτροποι). Στην Κέρκυρα, οι πρωτοπαπάδες ανήκαν κυρίως στην τάξη των ευγενών, ήσαν μορφωμένοι και γλωσσομαθείς.[59]             (Στρατηγός) Ιωάννης Μακρυγιάννης, «Απομνημονεύματα», τόμος Α’, πρόλογος Ιωάννη Βλαχογιάννη, εκδόσεις Ηλιάδη, Αθήνα, 2006.[60]             Ιστορικός Αντώνης Ξεπαπαδάκος, «Η Μάχη του Διρού», http://www.mani.org.gr.[61]             Μεσσηνίας Χρυσόστομος (Δασκαλάκης), «Ιωσήφ Ανδρούσης», Καλαμάτα, 1961.[62]             Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός κοιμήθηκε την 30 Μαΐου 1826 [Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος»].[63]             Κωνσταντίνος Οικονόμου, «Τα Σωζόμενα», τόμος Β’.[64]             «Τα κατά την Αναγέννησιν της Ελλάδος … συνταχθέντων Πολιτευμάτων, Νόμων και άλλων Επισήμων Πράξεων από του 1821 μέχρι τέλους του 1832», τόμος Η’, έκδοση Ανδρέου Ζ Μάμουκα, τυπογραφία Ηλία Χριστοφίδου «Η Αγαθή Τύχη», Αθήνα, 1840.[65]             Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Κ Παπαθανασίου (μητροπολίτης Μάνης), «Η θεσμοθετημένη θέση της Εκκλησίας στα πρώτα ελληνικὰ συνταγματικά κείμενα», Τρίπολη, 5 Μαρτίου 2016, http://www.aganargyroi.gr.[66]             Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος».[67]             Άρθρο 3 του Συντάγματος του 1975.[68]             Κωνσταντίνος Οικονόμου, «Τα Σωζόμενα», τόμος Β’.[69]             Την αντιπροσωπεία αποτελούσαν οι Νικαίας Ιωσήφ, Χαλκηδόνος Ζαχαρίας, Λαρίσης Μελέτιος και Ιωαννίνων Βενιαµίν και ο µέγας Πρωτοσύγγελος των πατριαρχείων αρχιμανδρίτης Μελέτιος.[70]             Πάντως, η ενέργεια αυτή του Πατριάρχη θεωρήθηκε αντιεθνική και, μαζί με κάποιες οικονομικές και διοικητικές ατασθαλίες, προκάλεσε την εκθρόνισή του την 5 Ιουλίου 1830 [Σύντομο βιογραφικό Αγαθαγγέλου, Οικουμενικό Πατριαρχείο, www.ec-patr.org].[71]             Κωνσταντίνος Οικονόμου, «Τα Σωζόμενα», τόμος Β’.[72]             Η συνθήκη ρύθμιζε θέματα αυτονομίας της Σερβίας και των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών, και του ελεύθερου θαλάσσιου εμπορίου.[73]             Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, «Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος».[74]             πατήρ Γεώργιος Εμμ Προύζος, «Το Μοναστηριακό Ζήτημα στο Ελεύθερο Ελληνικό κράτος κατά την περίοδο της Αντιβασιλείας του Όθωνος (1833-1835)», Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης-Θεολογική Σχολή-Τμήμα Θεολογίας-Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών-Κλάδος Ιστορικής Θεολογίας, Ειδίκευση Ιστορία, Μέγαρα, 2010.[75]             Κωνσταντίνος Οικονόμου, «Τα Σωζόμενα», τόμος Β’.[76]             Ομοίως.[77]             Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Μεταλληνός, «Το Ελλαδικό Αυτοκέφαλο, Προϋποθέσεις και συνέπειες», Παράδοση και Αλλοτρίωση[78]             Σύμφωνα με αδιαφιλονίκητη μαρτυρία του Κωνσταντίνου Οικονόμου, που ήταν στενός φίλος του Ρέοντος Διονυσίου, από τον οποίο θα έλαβε ασφαλώς τις σχετικές πληροφορίες [Κωνσταντίνος Οικονόμος προς Τιτώφ, Τιμητικός Τόμος καθηγητή Κωνσταντίνου Μπόνη].[79]             Θεοδωρόπουλος, «Η εκλογή του αρχιεπισκόπου Αθηνών …».[80]             Ο θάνατός του το 1849 ενώ ήταν πρεσβευτής της Ελλάδος στην Κωνσταντινούπολη, υπήρξε η αφορμή για την επίλυση του προβλήματος της αυτοκεφαλίας της ελλαδικής Εκκλησίας.[81]             Οι Βρετανοί είχαν προσπαθήσει να επιτύχουν «αυτοκεφαλία της Εκκλησίας του προτεκτοράτου τους στην Επτάνησο το 1831. Αντιμετωπίσθηκε με τη σθεναρή παρέμβαση του θεολόγου και κανονολόγου καθηγητή της Ιονίου Ακαδημίας ιερομονάχου Κωνσταντίνου Τυπάλδου-Ιακωβάτου [ως μητροπολίτης Σταυρουπόλεως υπήρξε ο συντάκτης του τόμου της αυτοκεφαλίας της ελλαδικής Εκκλησίας το 1850].[82]             Κωνσταντίνος Οικονόμου, «Τα Σωζόμενα», τόμος Γ’.




infognomonpolitics.blogspot

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια