Να υπενθυμίσουμε ότι ο όρος «Βόρειος Ήπειρος» είναι διπλωματικό δημιούργημα των Βαλκανικών πολέμων, για να γίνεται διάκριση από το νότιο τμήμα της Ηπείρου που απελευθερώθηκε. Είναι όρος διεθνώς κατοχυρωμένος στην τότε ΚτΕ (Κοινωνία των Εθνών), στον ΟΗΕ και σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς.
Μια συνοπτική θεώρηση του Βορειοηπειρωτικού ζητήματος σκιαγράφησε ο κ. Μιχάλης Τρίτος, Καθηγητής της θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ., στον «Πρωινό Λόγο» (Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2018).
Ας μου επιτραπεί να παρουσιάσω από τις φιλόξενες σελίδες του «Πρωινού Λόγου» εκτενέστερα το θέμα που αφορά την Ενιαία Ήπειρο γενικότερα και το Βόρειο Ηπειρωτικό κομμάτι ειδικότερα, καθώς και το πρόβλημα που δημιουργήθηκε κατά τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) με την υπαγωγή του στο νεοσύστατο αλβανικό κράτος.
Η Ήπειρος, ως ιστορικό παρελθόν, ακτινοβολεί πνευματικά και πολιτιστικά στον ελληνικό χώρο. Η προσφορά της σ’ αυτούς τους τομείς στάθηκε ένας από τους βασικούς συντελεστές που μορφολόγησαν τη ζωή του έθνους κατά τα σκοτεινά χρονια της δουλείας, αλλά και μετά την εθνική αποκατάσταση, ως τις μέρες μας.
Η προσφορά αυτή συνδέεται στενά με τα προτερήματα του Ηπειρώτη, που σαν έννοια συνθέτουν την Ηπειρωτική αρετή. Από την αρετή αυτή πηγάζει η αγάπη για τη μάθηση και η έφεση της ευποιΐας, έννοιες που ταυτίστηκαν με το ηπειρωτικό όνομα.
Βέβαια, η ιστορική παρουσία της Ηπείρου, δεν παρουσιάζει στη διαδρομή της την ίδια πνευματική ακτινοβολία. Παρατηρούνται πνευματικές ανατάσεις που προσδιορίζουν χώρους, που κατέλαβαν ξεχωριστή θέση στον εθνικό κορμό, αλλά και κενά και στασιμότητα και μερικές φορές σιωπή. Η ερμηνεία αυτού του φαινομένου βρίσκεται στο ρόλο που διαδραμάτισε η Ήπειρος σαν γεωγραφική ενότητα από τα αρχαία χρόνια ως τα σήμερα, αλλά και στο ενδιαφέρον που επέδειξε κατά καιρούς η πολιτεία για την ανόρθωσή της.
***
Στην αρχαιότητα η Ήπειρος συνδέθηκε με τη ζωή και το θάνατο. Με τη ζωή, αφού στο Μαντείο της «δυσχείμερης» Δωδώνης κατέφυγαν για να λύσουν τα προβλήματα που τους απασχολούσαν, ζητώντας από τον «Δωδωναίο Δία» την πρόβλεψή του και με τον θάνατο, γιατί στον Αχέροντα ποταμό συναντούσαν τον Χάροντα, ο οποίος με τη βάρκα του τους οδηγούσε στα σκοτεινά παλάτια του Πλούτωνα.
Η λέξη Ήπειρος σημαίνει τη στεριά, την άπειρο, την απέραντη χώρα. Έτσι την ονόμασαν οι κάτοικοι στα αντικρινά Ιόνια νησιά και οι κάτοικοί της, γιατί ένιωθαν ότι ανήκουν στο ίδιο έθνος, μιλούν την ίδια γλώσσα και έχουν κοινά ήθη και έθιμα.
Από την αρχαιότητα τα όρια της Ηπείρου ξεκινούσαν από τον Αμβρακικό κόλπο και κατέληγαν στο βορρά, στα Ακροκεραύνια, στον κόλπο του Αυλώνα. Τα παράλιά της δυτικά διαβρέχονταν από το Ιόνιο Πέλαγος και ανατολικά και βόρεια ο ορεινός όγκος της Πίνδου όριζε τα όριά της με τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία.
Ο Στράβων καθορίζει τα όρια των «Ηπειρωτικών Εθνών» έχοντας ως βάση την Εγνατία οδό, που περνούσε τον Γενούσο ποταμό. Ακολουθώντας την Εγνατία οδό και προχωρώντας προς το εσωτερικό της χώρας, δεξιά είναι τα Ηπειρωτικά έθνη και αριστερά τα ιλυρρικά βουνά με τα ιλλυρικά έθνη. Επομένως, η παρουσία των Ελλήνων σταματούσε στον Γενούσο ποταμό. Συχνά τα ιλλυρικά φύλα περνούσαν τον ποταμό και πίεζαν προς νότο τους Ηπειρώτες. Πέρα από τον Αυλώνα κυριαρχούσαν άλλοτε οι Ηπειρώτες και άλλοτε οι Ιλλυριοί. Όμως, νοτιότερα, και κυρίως από τον Ωρικό, κυριαρχούσαν οι Ηπειρώτες.
Τα κυριότερα έθνη που επικράτησαν κατά την αρχαιότητα στην Ήπειρο ήταν τρία. Παλιότερα οι Θεσπρωτοί, αργότερα (6ος και 5ος π.Χ. αιώνας) οι Χάονες και τελευταίοι (4ος και 3ος π.Χ. αι.) οι Μολοσσοί. Η φυλετική διάκριση αυτών των εθνών είναι καθαρά ελληνική και αποδείχτηκε με τη συνένωσή τους στο ισχυρό Βασίλειο του Πύρρου και την ίδρυση του «Κοινού των Ηπειρωτών» με έδρα τη Φοινίκη. (Άσημο χωριό σήμερα κοντά στους Αγίους Σαράντα). Οι Ηπειρώτες σε διάφορους πολέμους συστρατεύονται με τους Έλληνες. Συμμετέχουν στους Περσικούς πολέμους και στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Ηπειρώτες και Μακεδόνες ήταν οι φυσικοί κυματοθραύστες και η προφυλακή του ελληνισμού.
Από τα τρία ισχυρότερα ηπειρωτικά φύλα υπερίσχυσαν οι Μολοσσοί, οι οποίοι, κατά τη βασιλεία του Θαρύπα (4ος π.Χ. αι.), απέκτησαν ηγετικό ρόλο. Ο Θαρύπας συνήψε στενούς δεσμούς με την Αθήνα, η οποία εισδύει στην Ήπειρο και την επηρεάζει. Αυτή την εποχή εισήχθη στην Ήπειρο ο ελληνικός πολιτισμός. Μετά τον θάνατο του Πύρρου Μολοσσοί, Χάονες και Θεσπρωτοί συμπτύχθηκαν στη «Συμμαχία των Ηπειρωτών».
Η σπουδαιότερη ηγετική μορφή της Ηπείρου ήταν ο βασιλιάς Πύρρος, ο οποίος κατέστησε το Ηπειρωτικό Έθνος ισχυρότερο. Κατά τη βασιλεία του Πύρρου (318-272 π.Χ.) η Ήπειρος απέκτησε μεγάλη δύναμη και ακτινοβολία. Πολλοί ιστορικοί ασχολήθηκαν με τη στρατιωτική φυσιογνωμία του Πύρρου και τους αγώνες του εναντίον των Ρωμαίων. Ο Πύρρος οχύρωσε την Ήπειρο, έχτισε ακροπόλεις, κατασκεύασε δρόμους, γέφυρες, θέατρα, ναούς και έκοψε νομίσματα. Δημιούργησε μια μεγάλη ενιαία Ήπειρο από τον Αώο μέχρι τον Αχελώο ποταμό και έβγαλε την Ήπειρο από την αφάνεια, συγκεντρώνοντας όλες τις ελληνικές φυλές κάτω από την εξουσία του. Σε μια εκστρατεία του στην Πελοπόννησο δέχτηκε στο Άργος από μια Αργείτισσα χτύπημα με κεραμίδι στο κεφάλι.
Με τον θάνατο του αετού της Ηπείρου, η Ήπειρος αναδίπλωσε τα φτερά της. Θε περάσουν πολλά χρόνια έως ότου ξαναζωντανέψει με το Δεσποτάτο της Ηπείρου.
***
Θα προσπαθήσω πολύ σύντομα να οριοθετήσω το βόρειο ηπειρωτικό κομμάτι, το οποίο και μας ενδιαφέρει. Μεταξύ των ποταμών Γενούσου (Σκούμπη) στο βορρά και Θύαμη (Καλαμά) στο νότο εκτείνεται ένας χώρος που περικλείεται από ορεινούς όγκους βουνών, με μικρές κοιλάδες και κατάσπαρτα χωριά. Ο τόπος αυτός από τα προϊστορικά χρόνια διασχίζεται από τους ποταμούς Δεβόλη (Εορδαϊκός των αρχαίων) και Σεμέλη (Άψος των αρχαίων) στο βορρά και τον Βοϊούσα (Αώο) στο κέντρο και τον Δρίνο (Δρίλων των αρχαίων).
***
Στα δυτικά παράλια τα Ακροκεραύνια της απρόσιτης Χειμάρας και στο νότο τα βουνά του Αργυροκάστρου. Δυτικά, με διέξοδο μόνο στη θάλασσα, τα απομονωμένα χωριά της Χειμάρας, ανατολικότερα το Κουρβελέσι με τα χωριά του σκαρφαλωμένα στα βουνά, νοτιότερα το Αργυρόκαστρο με τα χωριά της Δερόπολης, η πεδιάδα του Δελβίνου με τα χωριά του Βούρκου και ο όρμος των Αγίων Σαράντα. Μέσα σε βαθιές κοιλάδες στα ανατολικά τα χωριά της Πρεμετής και του Λεσκοβικίου. Από εκεί περνάει ο δρόμος για τις στενές κοιλάδες της Κολώνιας και την πεδιάδα της Κορυτσάς που αρδεύεται από τα ποτάμια Μοράβα και Δεβόλη.
Θεωρούμε επιβεβλημένη μια επιγραμματική αναφορά στις αρχαιοελληνικές πόλεις της περιοχής με την έντονη ζωή και τον ανθηρό ελληνικό πολιτισμό:
- Η Επίδαμνος (σημερινό Δυρράχιο). Ιδρυμένη το 627 π.Χ. από Κερκυραίους και Κορινθίους. Χτισμένη σε πλεονεκτική θέση, της έδωσε νέα ώθηση στην ανάπτυξη η Εγνατία οδός που κατασκευάστηκε από τους Ρωμαίους. Τα ανασκαφικά ευρήματα (πήλινα αγγεία από τάφους, αθηναϊκά ταφικά ανάγλυφα, ψηφιδωτά δαπέδου, κλπ.) υποδηλώνουν τη λατρεία του ελληνικού πανθέου.
- Η Απολλωνία, ιδρυμένη το 588 π.Χ. από Κερκυραίους και Κορινθίους, σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, σημαντική ελληνική αποικία στον ελληνικό Βορρά. Ο Κικέρων την αποκαλεί αρχοντόπολη (urbs Magna et nobilis). Με ακρόπολη, ναό του Απόλλωνα, θέατρο χωρητικότητας 8.000 θεατών. Τα ευρήματα φανερώνουν έντονα τον ελληνικό της χαρακτήρα.
- Το Βουθρωτό ή Βουθρωτός. Κατά τη μυθολογία ιδρύθηκε από τον Έλενο, τον γιο του Πριάμου, μετά την άλωση της Τροίας από τους Έλληνες. Στην πραγματικότητα ιδρύθηκε από τους γειτονικούς Κερκυραίους, τους Κορινθίους και ίσως από Ηπειρώτες τον 6ο π.Χ. αιώνα. Το Βουθρωτό γνώρισε μεγάλη άνθηση επί της Βασιλείας του Πύρρου. Τότε χτίστηκε ο ναός του Ασκληπιού, η πύλη με τα λιοντάρια, το θέατρο χωρητικότητας 2.000 θέσεων, η μεγάλη στοά και το Πρυτανείο.
Άλλες αξιόλογες πόλεις, στις οποίες έκδηλη είναι η επίδραση της ελληνικής ζωής και του Ελληνικού Πολιτισμού είναι η Λισσός, χτισμένη τον 6ο π.Χ. αιώνα σε νευραλγικό οδικό σημείο, η Αμαντία, ιδρυμένη στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα, η Βύλλις, χτισμένη στη δεξιά όχθη του Αώου. Η Βύλλις αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της πάλης μεταξύ Ελλήνων και Ιλλυριών με τελική επικράτηση του ελληνικού στοιχείου. Αυτό επιβεβαιώνεται από τον ελληνικό τρόπο ζωής, την ελληνική λατρεία και γλώσσα. Λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα της Βύλλις είναι η Νίκαια.
- Η Αντιγόνεια. Η πόλη είναι χτισμένη σε ψηλό λόφο. Το όνομά της δόθηκε από το βασιλιά των Μολοσσών Πύρρο, που έχασε την πόλη (295-290 π.Χ.) και της χάρισε το όνομα της πρώτης του συζύγου Αντιγόνης κόρης του Μακεδόνα Φιλίππου και της Βερενίκης. Η Αντιγόνεια επόπτευε τον δρόμο που οδηγούσε από την Απολλωνία και τον Αυλώνα στην Ήπειρο.
Το 167 π.Χ. ο Αιμίλιος Παύλος κατέστρεψε την Ήπειρο εκδικούμενος τον Πύρρο για τους πολέμους κατά της Ρώμης. Τότε 70 πόλεις εκθεμελιώθηκαν και 150 χιλ. Κάτοικοι εξανδραποδίστηκαν.
Η Ήπειρος μετά την κατάκτησή της από τους Ρωμαίους απετέλεσε ξεχωριστή ρωμαϊκή επαρχία. Επί Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) με τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σε τέσσερις τετραρχίες (294 μ.Χ.), το μεγαλύτερο τμήμα της περιοχής απετέλεσε τη Νέα Ήπειρο (Epirus Nova) με πρωτεύουσα το Δυρράχιο. Το νοτιότερο τμήμα, από τον Αώο ποταμό ως τον Αμβρακικό κόλπο απετέλεσε την Παλαιά Ήπειρο (Epirus Vetus) με πρωτεύουσα τη Νικόπολη.
Η διαίρεση σε Παλαιά και Νέα Ήπειρο είναι πολύ σημαντική. Η μεσαιωνική ιστορία της Ηπείρου πολιτική και στρατιωτική εκτυλίσσεται μ’ αυτή τη διαίρεση. Η ονομασία της χώρας νοτίως του Δυρραχίου ως Ηπείρου είναι άξια ιδιαίτερης προσοχής. Οι Ρωμαίοι που συνέταξαν τις σχετικές πράξεις της διοίκησης θεωρούσαν τη χώρα ως Ήπειρο, αφού το κύρι\
στοιχείο ήταν Έλληνες.
Με τη διαίρεση του κράτους, μετά τον θάνατο του Θεοδοσίου του Α’ (379-395 μ.Χ.) σε ανατολικό και δυτικό, ο Αρκάδιος πήρε τις ανατολικές επαρχίες, όπου υπαγόταν και η Ήπειρος, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη.
Οι κάτοικοι των περιοχών αυτών άρχισαν να εκχριστιανίζονται από τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. Εκκλησιαστικά ο χώρος της Παλαιάς και Νέας Ηπείρου υπαγόταν στη Ρώμη. Στη δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως παίρνουν μέρος δύο επίσκοποι, ένας από τη Σκόδρα και ένας από το Δυρράχιο.
Η ιστορία των πρώτων χριστιανών στην περιοχή είναι σκοτεινή. Πιθανώς να ιδρύθηκαν χριστιανικές κοινότητες στο Δυρράχιο, την Απολλωνία και το Βουθρωτό. Μνημεία αυτής της περιόδου δεν σώθηκαν. Κατάλοιπα της χριστιανικής λατρείας του 2ου μ.Χ. αιώνα διατηρήθηκαν στο Βουθρωτό. Έξω από τα τείχη της πόλης βρέθηκαν χριστιανικοί τάφοι. Κτίσματα χριστιανικής λατρείας εμφανίζονται κατά τον 5ο και 6ο μ.Χ. αιώνα. Στην παλαιοχριστιανική περίοδο (4ος – 8ος μ.Χ. αιώνας) υπάρχουν πολλά βαπτιστήρια, τετράγωνοι, κυκλικοί ή οκταγωνικοί χώροι με δεξαμενή στο κέντρο για την τέλεση του μυστηρίου. Με εξαιρεικής τέχνης ψηφιδωτά του δαπέδου σώζεται το βαπτιστήριο του Βουθρωτού.
πηγη:proinoslogos.gr
0 Σχόλια
Σχόλια που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς όχι μόνο για το ιστολόγιο, θα διαγράφονται αμέσως.
EmojiΣχόλια που περιέχουν εμπάθεια σε ό,τι δεν σας αρέσει επειδή έτσι μάθατε ότι έτσι είναι τα πράματα, θα διαγράφονται για έναν εποικοδομητικό διάλογο και όχι να επικρατήσει η αρλουμπολογία, αμαθών και ημιμαθών.
Επίσης σχόλια που έχουν οποιεσδήποτε κομματικές προτροπές και κομματικοπολιτική προπαγάνδα, είναι ανεπιθύμητα.