Ομιλούμε Ελληνικά;


Ως γνωστόν οι πρωτόγονοι χρησιμοποιούσαν άναρθρες κραυγές για επικοινωνία ενώ ο πολιτισμός προϋποθέτει γλώσσα. Η γλώσσα, που είναι αποδεδειγμένα το εργαλείο του πνεύματος. Όπως σκεφτόμαστε, έτσι μιλάμε και γράφουμε. Η κάθε σκέψη προϋποθέτει μια διεργασία στους νευρώνες, προκαλεί κραδασμό που αφυπνίζει τον εγκέφαλο, και εν τέλει εκφράζεται με τη γλώσσα.
Είναι ο μέγας πλούτος, ο χείμαρρος των λέξεων που έρχονται και κουμπώνουν απόλυτα με την κάθε μας σκέψη, καθεμία για κάθε διαφορετική έννοια ώστε να μην κινδυνεύουμε ποτέ να παρεξηγηθεί τίποτε. Πολλαπλές έννοιες, επίσης, για να εκφράσουν με ακρίβεια το επιθυμητό.
Εδώ και χρόνια όμως φωνές πολλές επισημαίνουν ότι η ελληνική γλώσσα ασθενεί βαρέως και υπάρχει φόβος και ανησυχία για ανήκεστο βλάβη.

Δυστυχώς δεν δίνεται η προσήκουσα σημασία και από την εκπαίδευση ακόμη. Τόσες άχρηστες πληροφορίες δίνονται στο σχολειό και φοβηθήκαμε μήπως κουραστούν τα παιδιά στο θέμα της γλώσσας. Το αποτέλεσμα, δυσκολεύονται να εκφέρουν λόγο. Γιατί είναι εν πολλοίς πια μόνο ακουστικός εφόσον ο ρόλος του βιβλίου πια μειονεκτεί. Το Διαδίκτυο ναι μεν έχει τα καλά του, αλλά οι περισσότεροι το εμπιστεύονται άκριτα, με αποτέλεσμα πολλάκις την παραπληροφόρηση και τη λάθος γνώση. Παρ' όλα αυτά, αλίμονο, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, ως σημείο αναφοράς, όπως ακριβώς και η τηλεόραση, απέχοντας παρασάγγας από το αληθές και το ορθόν. Μεγάλη παρέα οι ηθικοί αυτουργοί στον φόνο!
Λάθη τόσα πολλά!
Θα σταθούμε πρώτα στην προφορά και στον συλλαβισμό των λέξεων που το θεωρούμε καίριο θέμα. Από το Δημοτικό το πρώτο πράγμα που μαθαίναμε ήταν η ανάγνωση για να διαβάζουμε σωστά ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε και σωστά. Και, έπειτα, ο συλλαβισμός, ο χωρισμός των λέξεων σε συλλαβές, ο οποίος βεβαίως γίνεται με βάση κάποιους κανόνες.
Πρωτίστως, επισημαίνουμε κάτι εντυπωσιακό. Πόσο καιρό να συμβαίνει, άραγε; Τη λάθος προφορά των λέξεων με συνεχόμενα φωνήεντα, ασχέτως αν είναι απλώς φωνήεντα, δίψηφα, δίφθογγοι ή καταχρηστικοί δίφθογγοι. Όλα γίνονται ως εκ θαύματος μια συλλαβή! Στο κοντινό παρελθόν, θυμόμαστε, ότι λοιδορούσαμε έναν πρώην πρωθυπουργό που μιλούσε για ποι-ό-τη-τα και την πρόφερε «ποιό-τη-τα», ενώ και η σάτιρα τον είχε περιποιηθεί καταλλήλως εκείνη την εποχή.

Προσφάτως όμως προσέξαμε και άλλους πρωθυπουργούς και σχεδόν όλους τους ταγούς αυτής της χώρας να προφέρουν τα δύο συνεχόμενα φωνήεντα κολλημένα και να ακούγονται όλες οι λέξεις, σύνθετες ή μη, σαν να έχουν υποστεί συνίζηση, δηλαδή να προφέρονται όλα μαζί. Ειδικά εκείνα τα καταπονημένα –ια, -ιε, -ιο (βλέπε α-διέ-ξο-δο, σχε-διά-ζω, πα-ρου-σιά-ζω) ηχούν βάναυσα και συλλαβίζονται όπως η ρο-διά, τα παι-διά, ο Γιάν-νης. Έτσι, λοιπόν, αυτός ο πολτός των φωνηέντων που ασφυκτιούν ακούγεται ηχητικά στην κυριολεξία σαν ένα «νιανιά». Το αφτί, δεν γίνεται, αντιδρά σε αυτή τη χασμωδία, στον βαρβαρισμό.
Εξυπακούεται ότι το θέμα δεν αφορά μόνο τους πολιτικούς αλλά είναι σαν ιός που έχει μεταδοθεί ραγδαία. Γινόμαστε ως διά μαγείας όλοι άξιοι μιμητές των λαθών! Παρακολουθώντας επισταμένως τα οπτικοακουστικά ΜΜΕ, μετά μεγίστης περιεργείας, τα οποία είναι και αυτά που ως γνωστόν δίνουν τα πρώτα δείγματα γραφής, διαπιστώσαμε ότι παρουσιαστές απόφοιτοι των μεγάλων της δημοσιογραφίας σχολών με το μικρόφωνο-καλάσνικοφ στο χέρι και οι περιωπής καλεσμένοι τους, μιλούν και εκεί στην πλειονότητά τους ακριβώς με τον ίδιο τρόπο! Το σχολείο λέτε να υστερεί αυτού του «θαύματος»; Σε αυτή την περίπτωση, άξιον απορίας είναι ποιος μόλυνε ποιον; Μήπως λανσάρεται κάποια μόδα που πρέπει να την ακολουθήσουμε όλοι συλλήβδην; Ή μήπως αλλάξαμε μέσα στην ευκολία και αυτήν την προφορά της Ελληνικής και θα μιλάμε σαν να φτύνουμε, ή με αυτόν τον κολλώδη, γλοιώδη (γλοιώ-δη προφέρεται πλέον) τρόπο, που αντικατοπτρίζει και τον σεβασμό που έχουμε προς τη γλώσσα μας;

Άλλη καινοτομία: Όλες οι μονοσύλλαβες λέξεις τις περισσότερες φορές συγχωνεύονται με την επόμενη λέξη (πωσείναι) και μετατρέπονται ως εκ θαύματος σε μία. Ωστόσο και οι καημένες οι δισύλλαβες έχουν την ίδια τύχη, υποστηριζόμενες σθεναρά από τις διαφημίσεις της τηλεόρασης και τους δημοσιογραφίσκους που χωρίς έλεος λένε «Μαθετώρα» ή «παράτη διαβεβαίωση». Είναι λογικό, και δικαιολογείται, ζούμε κρίσεις όλων των ειδών, τουλάχιστον σε αυτή τη χώρα, είναι δυνατόν η γλώσσα να βρισκόταν εκτός προσκηνίου και να έκανε τη διαφορά; Να μη γλεντήσει και αυτή την κατάντια μας συνιζάνοντας, δηλαδή σε καταβύθιση ή κατάρρευση; Ψύλλος στ’ άχυρα, θα πει κανείς. Εδώ θυσιάζονται άνθρωποι και άνθρωποι, αρχές, ιδέες, αξίες, ό,τι κάποτε λέγαμε αρετή, στον βωμό…
Ακόμη και οι όμορφες «εξεζητημένες» λέξεις, που τις συμπαρασύρει ο όρος λόγιες, παρότι σπάνια πλέον εμπλουτίζουν τη γλώσσα μας, έχουν την ατυχία να χρησιμοποιούνται μερικές φορές από κάποιους εντελώς ακατάλληλα και μάλιστα να γίνονται του συρμού. Άσχετες, αταίριαστες [ή τελείως λανθασμένες – ουκ έστιν αριθμός τέτοιων κρουσμάτων], απλώς παριστάνουμε ότι τις γνωρίζουμε για λόγους εντυπωσιασμού. Και έτσι, ασχημονώντας εμείς, ασχημαίνουν αυτές, κατακρημνίζονται, αφού δεν περιέχουν την έννοια που έχουν ως αποστολή. Συν τον βερμπαλισμό σε άκρατο βαθμό! Διαπράττεται λοιπόν δολοφονία εν ψυχρώ και χωρίς αιδώ.

Έχουμε γίνει Κολόμβοι της γλώσσας και ανακαλύπτουμε επίθετα-μαργαριτάρια, και στον γραπτό και στον προφορικό λόγο, που δεν υπάρχουν σε κανένα λεξικό, και μάλιστα το θεωρούμε και αναφαίρετο δικαίωμά μας. Γνωρίζουμε κάποιο ρήμα και από εκεί ορμώμενοι μεγαλουργούμε αναίσχυντα και ανερυθρίαστα εφευρίσκοντας νέα επίθετα-τέρατα! Υπάρχουν άπειρα παραδείγματα!
Στο ίδιο πλαίσιο: καμία σωστή στίξη και κανένας χρωματισμός στην εκφορά του λόγου ή στο διάβασμα του γραπτού κειμένου, με συνέπεια να φαίνεται η Ελληνική ως ξένη γλώσσα, ή πλήρως ακατανόητη. Εν τω μεταξύ, πιθανώς για το καλό μας, για να μη μας στενοχωρήσουν και να μη στενοχωρηθούν, το πιο τραγικό γεγονός στις ειδήσεις αποπνέει μια υποβόσκουσα αλλά διάχυτη ηδυπάθεια όταν εκφέρεται από τις γυναικείες φωνές, άλλοτε πολύ χαρούμενες και άλλοτε μισοπεθαμένες. Όλα από όλους χωρίς βεβαίως στίξη, ή ασχέτως τοποθετημένα κόμματα, που αλλάζουν παντελώς το νόημα! (Αποθανέτω η ψυχή μου, μετά, των αλλοφύλων, είπε κάποιος ρεπόρτερ).
Δεν υπάρχει λαός που δεν αγαπάει τη γλώσσα του, αυτήν που δημιούργησαν οι πρόγονοί του, και που από τότε έχει πορευθεί γράφοντας ο καθείς τη δική του ιστορία και παράγοντας τον δικό του πολιτισμό. Και σε εμάς τώρα, σε μια γλώσσα χιλιάδων ετών, γιατί να μη συμβαίνει το ίδιο; Δεν θα έπρεπε λίγη ευαισθητοποίηση; Από τους ανθρώπους τους ειδικούς, τους λεγόμενους πνευματικούς, ή τους ειδήμονες, τέλος πάντων, να αποδυθούν, βρε παιδί μου, σε έναν αγώνα αληθινής σωτηρίας, εξάλλου η χώρα βρίθει ψευδοσωτήρων, προκειμένου να μην τη δώσουμε κληρονομιά τόσο διαστρεβλωμένη.

Εμείς βροτοί που θα εγκαταλείψουμε τα εγκόσμια, η γλώσσα όμως όχι. Και ας λένε μερικοί ότι στη δημοτική έχουμε το δικαίωμα να μιλάμε όπως λάχει. Δεν είναι έτσι. Η γλώσσα παρέμεινε ζωντανή γιατί τη σεβάσθηκαν και την αγάπησαν οι πάντες, από τον απλό λαό ως τους γραμματιζούμενους, και μας την παρέδωσαν, με όλη της την ποικιλία και την αφθονία φυσικά που μπολιάσθηκε συν τω χρόνω.
Επειδή καταγινόμαστε κυρίως με τον προφορικό λόγο και τους «επίζηλους» ρήτορες, αφήνουμε στην άκρη τον γραπτό, που είναι ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο και εκεί επικρατεί ένα πραγματικό αλαλούμ. Γεμίσαμε επίδοξους συγγραφείς, ανεξέλεγκτους, χωρίς γνώση της γλώσσας, και που απευθύνονται ή πλάθουν αντιστοίχως ένα απαίδευτο κοινό χωρίς απαιτήσεις. Δηλώνουν μάλιστα επιστήμονες με περγαμηνές και κάτοχοι ουκ ολίγων πτυχίων!

Μαρίνα Αθ. Μαραγκού

TEXNOGRAFIA

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια