22 Δεκεμβρίου 1940: Η απελευθέρωση της Χιμάρας στον Ελληνο-ιταλικό Πόλεμο
Μετά την απελευθέρωση των Αγίων Σαράντα στις 6 Δεκεμβρίου 1940, κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, του Λουκόβου στις 7 και του Πικέρασι (Πικέρνι) στις 8 του ίδιου μήνα, η 3η Μεραρχία του Ελληνικού Στρατού κινήθηκε βόρεια και στις 13 Δεκεμβρίου είχε φθάσει δυτικά και βορειοδυτικά του Μπόρσι, στην άριστα οχυρωμένη γραμμή, ύψωμα 613 – Μάλι ε Κηπαρόιτ – Μάλι ε Τζόρετ – αυχένας Κούτσι – Μάλι Ιτέρας που υπεράσπιζε η ιταλική μεραρχία Σιένα.
Το απόσπασμα Τσακαλώτου προώθησε το Ι/42 τάγμα στην περιοχή Φτέρα – Τζόρα για να αντικαταστήσει την Α΄ Ομάδα Αναγνωρίσεως, το δε ΙΙ/40 στον ορεινό όγκο Μάλι Ιτέρας για να εκβιάσει δι’ υπερκεράσεως τον αυχένα Κούτσι, με κατάληψη του όγκου της Παπαθιάς. Στις 15 Δεκεμβρίου οι πρώτες επιθέσεις του 12ου Συντάγματος Πεζικού (Σ.Π.) κατά των υψωμάτων του Κηπαρού απέτυχαν.
Το ύψωμα 613 καταλήφθηκε τελικά, μέσα σε χιονοθύελλα και πολύνεκρο αγώνα εκ του συστάδην, στις 17 Δεκεμβρίου, με αποτέλεσμα ο εχθρός να εγκαταλείψει και το Μάλι Βάριτ βορειότερα. Στις 19 Δεκεμβρίου κατελήφθησαν, με βαριές απώλειες, από το 6ο Σ.Π. το στρατηγικής σημασίας ύψωμα Γκιάμι (βόρεια του Πανόρμου) και το ύψωμα Τσίπι (βόρεια του Πύλιουρι). Ανατολικότερα καταλαμβάνεται από το απόσπασμα Τσακαλώτου το ισχυρά οργανωμένο ύψωμα Μάλι ε Τζόρετ και ο αυχένας Κούτσι μετά από τριήμερο σκληρό αγώνα που απέφερε στη σημαία του 4ου Σ.Π. χρυσό αριστείο ανδρείας.
Το 6ο Σύνταγμα που ήλεγχε τις ανατολικές προσβάσεις του ορεινού όγκου του Κηπαρού (Μάλι Κηπαρόιτ) πριν προχωρήσει προς Χιμάρα, έταξε ένα τάγμα στο ύψωμα Τσίπι για να ελέγχει την οδό προς Πύλιουρι ενώ το δεύτερο τάγμα του βάδισε προς απελευθέρωση του χωριού.
Με τη διάνοιξη της κοιλάδας Σουσίτσα και του υψώματος Τσίπι (βορειοδυτικά της Χιμάρας) στις 21 Δεκεμβρίου, οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να εκκενώσουν την πόλη της Χιμάρας το ίδιο βράδυ ενώ λίγο μακρύτερα απελευθερώνονταν το Πύλιουρι. Πλήθος αιχμαλώτων (ανάμεσα τους δύο αντισυνταγματάρχες) και άφθονο υλικό περιέρχονταν στα ελληνικά χέρια αν και οι Ιταλοί είχαν δηώσει και καταστρέψει φεύγοντας ότι μπορούσαν.
Τη νύχτα του Σαββάτου 22 Δεκεμβρίου 1940, ελληνικά τμήματα εισέρχονταν στο κάστρο του Ελληνισμού της Ηπείρου, στην αδούλωτη Χιμάρα και προχωρούσαν προς το Σκουταρά όπου οι Ιταλοί θα προβάλουν σθεναρή αντίσταση.
Ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στη Χιμάρα με οδηγούς πολλούς ντόπιους Έλληνες: Θανάσης Κούστας, Αντώνης Κοκκαβέσης, Σάββας Πρίφτης, Πολυμέρης Κολιάκης, Π. Μπολάνος, Ν. Μπελέρης, Γ. Δημογιάννης, Σ. Λυκόκας, Γ. Μπρίγκος, Γ. Δήμας, Δ. Ζώτος, Ν. Ντούκος, Γρ. Πρίφτης, Π. Γκόρος κ.α.
Παράλληλα Χιμαριώτες πήραν τα όπλα και ενίσχυσαν δυναμικά τον Ελληνικό Στρατό στις επιχειρήσεις.
Την Κυριακή το πρωί, μετά την πρώτη δοξολογία στην παλιά μονή του Αγίου Κοσμά, λαός και στρατός έψαλαν το «Χριστός Ανέστη» στους Άγιους Πάντες και ας ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Ένας μεγάλος χορός αγκάλιασε ντόπιους και ελευθερωτές.
Ο Ελληνικός Τύπος τον Δεκέμβριο του 1940 για την απελευθέρωση της Χιμάρας,
Με μια ασυγκράτητη προέλαση του Στρατού μας η πόλη της Χειμάρας απελευθερώνεται στις 22 Δεκεμβρίου 1940.
Ο Παύλος Παλαιολόγος στέλνει από την Χειμάρρα στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα» (24-12-1940) ανταπόκριση με τον εύγλωττο τίτλο: «Ο στρατός μας εις Χειμάρραν. Η συγκινητική υποδοχή των κατοίκων. Η γιγαντομαχία που κατέληξε εις την κατάληψιν».
Στον ίδιο τόνο αναγγέλλουν το ευχάριστο γεγονός και άλλες εφημερίδες:
Η «Νέα Ελλάς» (24 Δεκεμβρίου 1940): Η Χειμάρρα ελευθέρα! Κατελήφθη προχθές υπό του στρατού μας. Οι Χειμαρριώτες ενηγκαλίζοντο και κατεφίλουν τους στρατιώτες».
Η «Καθημερινή» (24 Δεκεμβρίου 1940): «Τα ελληνικά στρατεύματα κατέλαβον χθες την Χειμάρραν».
Δημήτρης Περδίκης
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα του 1940 και ο Ελληνικός Στρατός στην παράλια ζώνη του μετώπου, στον ελληνοιταλικό πόλεμο, φαινόταν πως είχε καθηλωθεί στο μουσουλμανικό χωριό Μπόρσι, λίγα χιλιόμετρα πριν από την Χειμάρρα. Οι Ιταλοί είχαν οχυρώσει και είχαν καταστήσει σχεδόν απόρθητο το βουνό που είναι πάνω από το χωριό Κηπαρό. Ο ορεινός αυτός όγκος έστεκε σαν τείχος μπροστά στις ελληνικές δυνάμεις και εμπόδιζε την προέλασή τους. Οι ελληνικές επιθέσεις είχαν αποβεί άκαρπες. Τα Ιταλικά πολυβόλα χάρη στην ευνοϊκή θέση που κατείχαν, θέριζαν τα πάντα μπροστά τους. Τότε παρουσίασαν στον διοικητή μια λεβέντισσα Κηπαριώτισσα που είχε έλθει κρυφά από το Κηπαρό και ζητούσε να τον δει.
«Μπορώ να σας περάσω από ένα μονοπάτι πίσω από τις γραμμές των Ιταλών» του λέει. Ο διοικητής την κοίταξε στην αρχή με καχυποψία, μπορεί να είναι παγίδα, σκέφτηκε. Όμως κάτι μέσα του, του έλεγε πως μπορούσε να εμπιστευθεί την γυναίκα αυτή.
Διέταξε τότε μια διμοιρία να ετοιμαστεί και όταν πέσει το σκοτάδι να ακολουθήσει την γυναίκα. Στην αρχή οι στρατιώτες με την γυναίκα μπροστά, κατευθύνθηκαν μέσα από τον πυκνό ελαιώνα προς την παραλία όπου η απόκρημνη ακτογραμμή εμπόδιζε την ορατότητα των Ιταλών. Έτσι βαδίζοντας ακροβολιζόμενοι συνέχεια παραλιακά από το Πρωτοπάπι του Κηπαρού, φθάσανε σε ένα σημείο από όπου αρχίσανε να ανεβαίνουν μέσα από ένα δύσβατο μονοπάτι. Κάποια στιγμή φτάσανε ακριβώς πίσω από τις γραμμές των Ιταλών. Μέσα στην σιωπή της νύχτας, ξαφνικά οι Ιταλοί ακούνε μεταλλικούς κρότους πίσω από την πλάτη τους. Ήσαν οι ελληνικές ξιφολόγχες που έμπαιναν στα όπλα.
Αμέσως, πριν προλάβουν να αντιδράσουν ακούνε την ιαχή «αέρα» και τους πρώτους πυροβολισμούς. Έντρομοι σήκωσαν τα χέρια, κάποιοι έπεσαν στα γόνατα και ικέτευαν για την ζωή τους. Έτσι έπεσε η γραμμή άμυνας των Ιταλών και άνοιξε ο δρόμος για την Χειμάρρα. Η ατρόμητη Κηπαριώτισσα ονομαζόταν Αναστασία Σάββα. Τα εγγόνια της ζουν και τώρα στο Κηπαρό, κάποιες φορές διηγούνται την ηρωική πράξη της γιαγιάς τους.
Ο Ελληνικός Στρατός μπήκε στις 22 Δεκεμβρίου στην Χειμάρρα και γνώρισε αποθεωτική υποδοχή. Οι γαλανόλευκες βγήκαν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια, ο κόσμος ξεχύθηκε για να αγκαλιάσει τους στρατιώτες και για τα τους προσφέρει ότι μπορούσε. Τα Χριστούγεννα του 1940 έμειναν αξέχαστα στους Χειμαρριώτες.
Τότε η γραμμή του μετώπου αναπτύχθηκε από τον Σκουταρά, στα βόρεια της Χειμάρρας μέχρι την κορυφή Αυγό των Ακροκεραυνείων. Ταυτόχρονα άλλες δυνάμεις από το Μπόρσι προωθήθηκαν προς την κοιλάδα του ποταμού Σουσίτσα και εγκατέστησαν το στρατηγείο στο χωριό Κούτσι. Εκεί ψηλά στα Ακροκεραύνεια, στα χιόνια, ο στρατός μας πέρασε όλον τον χειμώνα του 1940-41 και επιβίωσε μέσα σε σκαμμένα λαγούμια στην πλαγιά του βουνού. Εκεί μέσα στα λαγούμια δημιουργήθηκαν τα πάντα. Κοιτώνες, μαγειρείο, ιατρείο, διοικητήριο, αποθήκες και ότι άλλο χρειαζόταν. Σε ελάχιστη απόσταση στην απέναντι πλαγιά, στο «Μεσημέρι» ήσαν οι Ιταλοί. Μέσα στην νύχτα ακούγονταν και κάποιοι να φωνάζουν προς τους Ιταλούς διάφορα, όπως «Ρε φρατέλι, πάλι μακαρόνια τρώτε». Το μέτωπο αυτό άντεξε την εαρινή επίθεση των Ιταλών και άρχισε να οπισθοχωρεί μόνο μετά την γερμανική επίθεση.
Από το: www.himara.gr
ΚΑΙ ΤΟ: ΧΕΙΜΑΡΡΑ 05-11-1912
Μετά την απελευθέρωση των Αγίων Σαράντα στις 6 Δεκεμβρίου 1940, κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, του Λουκόβου στις 7 και του Πικέρασι (Πικέρνι) στις 8 του ίδιου μήνα, η 3η Μεραρχία του Ελληνικού Στρατού κινήθηκε βόρεια και στις 13 Δεκεμβρίου είχε φθάσει δυτικά και βορειοδυτικά του Μπόρσι, στην άριστα οχυρωμένη γραμμή, ύψωμα 613 – Μάλι ε Κηπαρόιτ – Μάλι ε Τζόρετ – αυχένας Κούτσι – Μάλι Ιτέρας που υπεράσπιζε η ιταλική μεραρχία Σιένα.
Το απόσπασμα Τσακαλώτου προώθησε το Ι/42 τάγμα στην περιοχή Φτέρα – Τζόρα για να αντικαταστήσει την Α΄ Ομάδα Αναγνωρίσεως, το δε ΙΙ/40 στον ορεινό όγκο Μάλι Ιτέρας για να εκβιάσει δι’ υπερκεράσεως τον αυχένα Κούτσι, με κατάληψη του όγκου της Παπαθιάς. Στις 15 Δεκεμβρίου οι πρώτες επιθέσεις του 12ου Συντάγματος Πεζικού (Σ.Π.) κατά των υψωμάτων του Κηπαρού απέτυχαν.
Το ύψωμα 613 καταλήφθηκε τελικά, μέσα σε χιονοθύελλα και πολύνεκρο αγώνα εκ του συστάδην, στις 17 Δεκεμβρίου, με αποτέλεσμα ο εχθρός να εγκαταλείψει και το Μάλι Βάριτ βορειότερα. Στις 19 Δεκεμβρίου κατελήφθησαν, με βαριές απώλειες, από το 6ο Σ.Π. το στρατηγικής σημασίας ύψωμα Γκιάμι (βόρεια του Πανόρμου) και το ύψωμα Τσίπι (βόρεια του Πύλιουρι). Ανατολικότερα καταλαμβάνεται από το απόσπασμα Τσακαλώτου το ισχυρά οργανωμένο ύψωμα Μάλι ε Τζόρετ και ο αυχένας Κούτσι μετά από τριήμερο σκληρό αγώνα που απέφερε στη σημαία του 4ου Σ.Π. χρυσό αριστείο ανδρείας.
Το 6ο Σύνταγμα που ήλεγχε τις ανατολικές προσβάσεις του ορεινού όγκου του Κηπαρού (Μάλι Κηπαρόιτ) πριν προχωρήσει προς Χιμάρα, έταξε ένα τάγμα στο ύψωμα Τσίπι για να ελέγχει την οδό προς Πύλιουρι ενώ το δεύτερο τάγμα του βάδισε προς απελευθέρωση του χωριού.
Με τη διάνοιξη της κοιλάδας Σουσίτσα και του υψώματος Τσίπι (βορειοδυτικά της Χιμάρας) στις 21 Δεκεμβρίου, οι Ιταλοί αναγκάστηκαν να εκκενώσουν την πόλη της Χιμάρας το ίδιο βράδυ ενώ λίγο μακρύτερα απελευθερώνονταν το Πύλιουρι. Πλήθος αιχμαλώτων (ανάμεσα τους δύο αντισυνταγματάρχες) και άφθονο υλικό περιέρχονταν στα ελληνικά χέρια αν και οι Ιταλοί είχαν δηώσει και καταστρέψει φεύγοντας ότι μπορούσαν.
Τη νύχτα του Σαββάτου 22 Δεκεμβρίου 1940, ελληνικά τμήματα εισέρχονταν στο κάστρο του Ελληνισμού της Ηπείρου, στην αδούλωτη Χιμάρα και προχωρούσαν προς το Σκουταρά όπου οι Ιταλοί θα προβάλουν σθεναρή αντίσταση.
Ο Ελληνικός Στρατός εισήλθε στη Χιμάρα με οδηγούς πολλούς ντόπιους Έλληνες: Θανάσης Κούστας, Αντώνης Κοκκαβέσης, Σάββας Πρίφτης, Πολυμέρης Κολιάκης, Π. Μπολάνος, Ν. Μπελέρης, Γ. Δημογιάννης, Σ. Λυκόκας, Γ. Μπρίγκος, Γ. Δήμας, Δ. Ζώτος, Ν. Ντούκος, Γρ. Πρίφτης, Π. Γκόρος κ.α.
Παράλληλα Χιμαριώτες πήραν τα όπλα και ενίσχυσαν δυναμικά τον Ελληνικό Στρατό στις επιχειρήσεις.
Την Κυριακή το πρωί, μετά την πρώτη δοξολογία στην παλιά μονή του Αγίου Κοσμά, λαός και στρατός έψαλαν το «Χριστός Ανέστη» στους Άγιους Πάντες και ας ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Ένας μεγάλος χορός αγκάλιασε ντόπιους και ελευθερωτές.
Ο Ελληνικός Τύπος τον Δεκέμβριο του 1940 για την απελευθέρωση της Χιμάρας,
Με μια ασυγκράτητη προέλαση του Στρατού μας η πόλη της Χειμάρας απελευθερώνεται στις 22 Δεκεμβρίου 1940.
Ο Παύλος Παλαιολόγος στέλνει από την Χειμάρρα στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα» (24-12-1940) ανταπόκριση με τον εύγλωττο τίτλο: «Ο στρατός μας εις Χειμάρραν. Η συγκινητική υποδοχή των κατοίκων. Η γιγαντομαχία που κατέληξε εις την κατάληψιν».
Στον ίδιο τόνο αναγγέλλουν το ευχάριστο γεγονός και άλλες εφημερίδες:
Η «Νέα Ελλάς» (24 Δεκεμβρίου 1940): Η Χειμάρρα ελευθέρα! Κατελήφθη προχθές υπό του στρατού μας. Οι Χειμαρριώτες ενηγκαλίζοντο και κατεφίλουν τους στρατιώτες».
Η «Καθημερινή» (24 Δεκεμβρίου 1940): «Τα ελληνικά στρατεύματα κατέλαβον χθες την Χειμάρραν».
Η απελευθέρωση της Χειμάρρας, 22 Δεκεμβρίου 1940
Δημήτρης Περδίκης
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα του 1940 και ο Ελληνικός Στρατός στην παράλια ζώνη του μετώπου, στον ελληνοιταλικό πόλεμο, φαινόταν πως είχε καθηλωθεί στο μουσουλμανικό χωριό Μπόρσι, λίγα χιλιόμετρα πριν από την Χειμάρρα. Οι Ιταλοί είχαν οχυρώσει και είχαν καταστήσει σχεδόν απόρθητο το βουνό που είναι πάνω από το χωριό Κηπαρό. Ο ορεινός αυτός όγκος έστεκε σαν τείχος μπροστά στις ελληνικές δυνάμεις και εμπόδιζε την προέλασή τους. Οι ελληνικές επιθέσεις είχαν αποβεί άκαρπες. Τα Ιταλικά πολυβόλα χάρη στην ευνοϊκή θέση που κατείχαν, θέριζαν τα πάντα μπροστά τους. Τότε παρουσίασαν στον διοικητή μια λεβέντισσα Κηπαριώτισσα που είχε έλθει κρυφά από το Κηπαρό και ζητούσε να τον δει.
«Μπορώ να σας περάσω από ένα μονοπάτι πίσω από τις γραμμές των Ιταλών» του λέει. Ο διοικητής την κοίταξε στην αρχή με καχυποψία, μπορεί να είναι παγίδα, σκέφτηκε. Όμως κάτι μέσα του, του έλεγε πως μπορούσε να εμπιστευθεί την γυναίκα αυτή.
Διέταξε τότε μια διμοιρία να ετοιμαστεί και όταν πέσει το σκοτάδι να ακολουθήσει την γυναίκα. Στην αρχή οι στρατιώτες με την γυναίκα μπροστά, κατευθύνθηκαν μέσα από τον πυκνό ελαιώνα προς την παραλία όπου η απόκρημνη ακτογραμμή εμπόδιζε την ορατότητα των Ιταλών. Έτσι βαδίζοντας ακροβολιζόμενοι συνέχεια παραλιακά από το Πρωτοπάπι του Κηπαρού, φθάσανε σε ένα σημείο από όπου αρχίσανε να ανεβαίνουν μέσα από ένα δύσβατο μονοπάτι. Κάποια στιγμή φτάσανε ακριβώς πίσω από τις γραμμές των Ιταλών. Μέσα στην σιωπή της νύχτας, ξαφνικά οι Ιταλοί ακούνε μεταλλικούς κρότους πίσω από την πλάτη τους. Ήσαν οι ελληνικές ξιφολόγχες που έμπαιναν στα όπλα.
Αμέσως, πριν προλάβουν να αντιδράσουν ακούνε την ιαχή «αέρα» και τους πρώτους πυροβολισμούς. Έντρομοι σήκωσαν τα χέρια, κάποιοι έπεσαν στα γόνατα και ικέτευαν για την ζωή τους. Έτσι έπεσε η γραμμή άμυνας των Ιταλών και άνοιξε ο δρόμος για την Χειμάρρα. Η ατρόμητη Κηπαριώτισσα ονομαζόταν Αναστασία Σάββα. Τα εγγόνια της ζουν και τώρα στο Κηπαρό, κάποιες φορές διηγούνται την ηρωική πράξη της γιαγιάς τους.
Ο Ελληνικός Στρατός μπήκε στις 22 Δεκεμβρίου στην Χειμάρρα και γνώρισε αποθεωτική υποδοχή. Οι γαλανόλευκες βγήκαν στα παράθυρα και στα μπαλκόνια, ο κόσμος ξεχύθηκε για να αγκαλιάσει τους στρατιώτες και για τα τους προσφέρει ότι μπορούσε. Τα Χριστούγεννα του 1940 έμειναν αξέχαστα στους Χειμαρριώτες.
Τότε η γραμμή του μετώπου αναπτύχθηκε από τον Σκουταρά, στα βόρεια της Χειμάρρας μέχρι την κορυφή Αυγό των Ακροκεραυνείων. Ταυτόχρονα άλλες δυνάμεις από το Μπόρσι προωθήθηκαν προς την κοιλάδα του ποταμού Σουσίτσα και εγκατέστησαν το στρατηγείο στο χωριό Κούτσι. Εκεί ψηλά στα Ακροκεραύνεια, στα χιόνια, ο στρατός μας πέρασε όλον τον χειμώνα του 1940-41 και επιβίωσε μέσα σε σκαμμένα λαγούμια στην πλαγιά του βουνού. Εκεί μέσα στα λαγούμια δημιουργήθηκαν τα πάντα. Κοιτώνες, μαγειρείο, ιατρείο, διοικητήριο, αποθήκες και ότι άλλο χρειαζόταν. Σε ελάχιστη απόσταση στην απέναντι πλαγιά, στο «Μεσημέρι» ήσαν οι Ιταλοί. Μέσα στην νύχτα ακούγονταν και κάποιοι να φωνάζουν προς τους Ιταλούς διάφορα, όπως «Ρε φρατέλι, πάλι μακαρόνια τρώτε». Το μέτωπο αυτό άντεξε την εαρινή επίθεση των Ιταλών και άρχισε να οπισθοχωρεί μόνο μετά την γερμανική επίθεση.
Από το: www.himara.gr
0 Σχόλια
Σχόλια που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς όχι μόνο για το ιστολόγιο, θα διαγράφονται αμέσως.
EmojiΣχόλια που περιέχουν εμπάθεια σε ό,τι δεν σας αρέσει επειδή έτσι μάθατε ότι έτσι είναι τα πράματα, θα διαγράφονται για έναν εποικοδομητικό διάλογο και όχι να επικρατήσει η αρλουμπολογία, αμαθών και ημιμαθών.
Επίσης σχόλια που έχουν οποιεσδήποτε κομματικές προτροπές και κομματικοπολιτική προπαγάνδα, είναι ανεπιθύμητα.