Θεμιστοκλής του Νεοκλέους ο Φρεάριος 527-459 π.Χ.

Θεμιστοκλής του Νεοκλέους ο Φρεάριος


527-459 π.Χ.


Ο Θεμιστοκλής του Νεοκλέους ο Φρεάριος (527 π.Χ. - 459 π.Χ.) ήταν Έλληνας πολιτικός και στρατηγός. Υπήρξε αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης στην κλασική Αθήνα, έλαβε μέρος στη Μάχη του Μαραθώνα[1] το 490 π.Χ. και στη Ναυμαχία του Αρτεμισίου το 480 π.Χ.. Έμεινε όμως γνωστός ως ο θεμελιωτής της ναυτικής δύναμης της Αθήνας και ως ο κυριότερος συντελεστής της αποφασιστικής νίκης των Ελλήνων εναντίον των Περσών στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας στις 22 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ., που σηματοδότησε την αρχή του τέλους της περσικής παρουσίας στη Μεσόγειο.

Ο Θεμιστοκλής πιθανολογείται ότι

γεννήθηκε το 527 π.Χ. (κατά άλλη εκδοχή το 524 π.Χ.[2]). Ο πατέρας του ονομαζόταν Νεοκλής από την οικογένεια των Λυκομηδών και, σύμφωνα με τον Πλούταρχο, δεν τραβούσε ιδιαίτερα την προσοχή[3]. Η ταυτότητα της μητέρας του είναι πιο ασαφής. Κατά μία εκδοχή ήταν θρακικής καταγωγής και λεγόταν Αβρότονον και κατά άλλη εκδοχή λεγόταν Ευτέρπη και ήταν καρικής καταγωγής και συγκεκριμένα από την Αλικαρνασσό. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τα πρώτα χρόνια του Θεμιστοκλή. Μερικοί συγγραφείς αναφέρουν ότι ήταν απείθαρχος ως παιδί και γι' αυτό αποκηρύχθηκε από τον πατέρα του[4]. Ο Πλούταρχος, όμως, θεωρεί ότι αυτό είναι ψευδές[5].


Προτομή του Θεμιστοκλέους


Ο Θεμιστοκλής παντρεύτηκε την Αρχίππη, κόρη του Λύσανδρου από την Αλωπεκή[6].Τη χρονιά που γεννήθηκε ο Θεμιστοκλής, δηλαδή το 527 π.Χ., πέθανε ο τύραννος Πεισίστρατος, οπότε τον διαδέχτηκαν οι γιοι του, Ίππαρχος και Ιππίας[7]. Ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε το 514 π.Χ. και σε απάντηση αυτής ο Ιππίας έγινε παρανοϊκός και άρχισε να βασίζεται όλο και περισσότερο στα ξένα συμφέροντα για να κρατηθεί στην εξουσία[8]. Ο επικεφαλής της ισχυρής οικογένειας των Αλκμεωνιδών, Κλεισθένης, ανέτρεψε τον Ιππία και εγκαθίδρυσε τη δημοκρατία[9].

Το νέο σύστημα διακυβέρνησης στην Αθήνα άνοιξε έναν πλούτο ευκαιριών για άνδρες σαν τον Θεμιστοκλή, οι οποίοι στο παρελθόν δεν είχαν πρόσβαση στην εξουσία[10]. Η ικανότητά του ως δικηγόρος και επιδιαιτητής στην υπηρεσία του απλού λαού, προσέδωσε στον Θεμιστοκλή μεγάλη δημοτικότητα[11].

Ο Θεμιστοκλής εκλέχθηκε άρχων το 493 π.Χ. και έθεσε ως κύριο στόχο την ανάδειξη της Αθήνας ως κυρίαρχη ναυτική δύναμη. Υπό την καθοδήγησή του, οι Αθηναίοι άρχισαν την κατασκευή ενός νέου λιμανιού στον Πειραιά, που θα αντικαταστούσε αυτό του Φαλήρου.

Μέρος από τα Μακρά τείχη


Με τη δύναμη της βάσης του να έχει εδραιωθεί μεταξύ των φτωχών, ο Θεμιστοκλής κάλυψε το κενό που άφησε ο θάνατος του Μιλτιάδη το 489 π.Χ., κι εκείνη τη δεκαετία έγινε ο πολιτικός με τη μεγαλύτερη επιρροή στην Αθήνα[12]. Ωστόσο, η υποστήριξη της αριστοκρατίας άρχισε να συγκεντρώνεται γύρω από τον άνθρωπο που θα γινόταν ο σημαντικότερος πολιτικός αντίπαλος του Θεμιστοκλή: τον Αριστείδη, τον επονομαζόμενο Δίκαιο[13].

Το 483 π.Χ. ανακαλύφθηκε στη Μαρώνεια του Λαυρίου μία νέα φλέβα αργύρου, αξίας 100 ταλάντων[14]. Σε τέτοιες περιπτώσεις ένα μέρος των χρημάτων, συνήθως το 1/10, αφιερωνόταν στους θεούς και το υπόλοιπο διανέμονταν στους πολίτες. Υπέρμαχος αυτής της παραδοσιακής επιλογής ήταν ο Αριστείδης.

Ο Θεμιστοκλής κατόρθωσε να πείσει τους συμπολίτες του να μην ενεργήσουν με ιδιοτέλεια, αλλά να δουν μακρόπνοα και να διαθέσουν τα έσοδα στη ναυπήγηση 200 τριηρών, ταχύτατων κωπήλατων πολεμικών πλοίων, ένας πρωτοφανής αριθμός για τα δεδομένα της εποχής, και να εξοστρακίσουν τον Αριστείδη[15]. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο στόλος προοριζόταν αρχικά να πολεμήσει τους Αιγινήτες, που αποτελούσαν εμπόδια στα φιλόδοξα εμπορικά σχέδια των Αθηναίων, ενώ άλλοι θεωρούν ότι ο Θεμιστοκλής είχε από νωρίς προβλέψει ότι ο αγώνας των Ελλήνων εναντίον των Περσών θα κρινόταν στη θάλασσα. Έγινε, ωστόσο, αμέσως κατανοητό ότι η απόφαση του Θεμιστοκλή να αναπτύξει τον αθηναϊκό στόλο είχε αντίκτυπο στα εσωτερικά της πόλης, καθώς ενίσχυε αισθητά την πολιτική κυριαρχία των κατώτερων κοινωνικών τάξεων της Αθήνας, των θητών, που επάνδρωσαν τα πλοία ως κωπηλάτες.Το 481 π.Χ. πραγματοποιήθηκε ένα συνέδριο των ελληνικών πόλεων-κρατών, στη διάρκεια του οποίου περίπου 30 πόλεις συμφώνησαν να συμμαχήσουν εναντίον της επικείμενης περσικής εισβολής[16]. Οι Σπαρτιάτες και οι Αθηναίοι ήταν πάνω απ' όλους στην παρούσα συμμαχία, ορκισμένοι εχθροί των Περσών[17].


%ce%b8%ce%b5%ce%bc%ce%b9%cf%83%cf%84%ce%bf%ce%ba%ce%bb%ce%b5%ce%bf%cf%85%cf%82-%ce%b1%ce%ba%cf%84%ce%b7
Μέρος του Κονωνείου τείχους στην σημερινή ακτή Θεμιστοκλέους


Οι Σπαρτιάτες αιτήθηκαν τη διοίκηση των δυνάμεων ξηράς και δεδομένου ότι η Αθήνα θα είχε τη διοίκηση του ελληνικού στόλου, ο Θεμιστοκλής προσπάθησε να διεκδικήσει τη διοίκηση των ναυτικών δυνάμεων[18]. Ωστόσο, οι άλλες ναυτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Κορίνθου και της Αίγινας, αρνήθηκαν να δώσουν τη διοίκηση στους Αθηναίους και ο Θεμιστοκλής υποχώρησε. Αντ' αυτού, ως συμβιβαστική λύση, οι Σπαρτιάτες (που ήταν ασήμαντη ναυτική δύναμη) επέλεξαν τον Ευρυβιάδη ως διοικητή των ναυτικών δυνάμεων[19]. Ωστόσο, είναι σαφές από τον Ηρόδοτο ότι ο Θεμιστοκλής θα ήταν ο πραγματικός ηγέτης του στόλου[20].

Το επόμενο συνέδριο έλαβε χώρα την άνοιξη του 480 π.Χ. Μία θεσσαλική αντιπροσωπεία πρότεινε στους συμμάχους να συγκεντρωθούν στα Στενά των Τεμπών ώστε να εμποδίσουν την επέλαση του Ξέρξη[21]. Εντούτοις όταν στάλθηκε εκεί μία δύναμη 10.000 οπλιτών, ο Αλέξανδρος Α' της Μακεδονίας τους προειδοποίησε ότι η κοιλάδα των Τεμπών θα μπορούσε να παρακαμφθεί με διάφορα άλλα περάσματα καθώς και ότι ο στρατός του Ξέρξη ήταν εξαιρετικά μεγάλος. Έτσι οι Έλληνες υποχώρησαν[22].

Τον Αύγουστο του 480 π.Χ., όταν ο περσικός στρατός πλησίαζε προς τη Θεσσαλία, ο στόλος των Συμμάχων έπλευσε προς το Αρτεμίσιο και ο στρατός βάδισε προς τις Θερμοπύλες[23]. Όταν ο περσικός στόλος έφθασε τελικά στο Αρτεμίσιο μετά από σημαντική καθυστέρηση, ο Ευρυβιάδης, για τον οποίο τόσο ο Ηρόδοτος όσο και ο Πλούταρχος αναφέρουν ότι δεν ήταν και ο πιο εμπνευσμένος διοικητής, θέλησε να αποφύγει τη μάχη[24][25]. Σ' εκείνη τη χρονική στιγμή, ο Θεμιστοκλής δέχτηκε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό από τους ντόπιους ώστε να παραμείνει ο στόλος στο Αρτεμίσιο. Ο Θεμιστοκλής έδωσε μέρος του ποσού στον Ευρυβιάδη για να παραμείνει και ο ίδιος κράτησε το υπόλοιπο[26]. Μετά από τρεις ημέρες μάχης, οι σύμμαχοι επικράτησαν του πολύ μεγαλύτερου περσικού στόλου, αλλά υπέστησαν σημαντικές απώλειες[27].17%ce%b2

Επιπλέον, η απώλεια της ταυτόχρονης Μάχης των Θερμοπυλών, από προδοσία ενός λιποτάκτη, του Εφιάλτη, έκανε άσκοπη την παρουσία των συμμάχων στο Αρτεμίσιο κι έτσι οι σύμμαχοι αποσύρθηκαν[28].Μετά την ήττα των Ελλήνων στις Θερμοπύλες, όλο και περισσότεροι Έλληνες προσχωρούσαν στους Πέρσες: οι Λοκροί, οι Βοιωτοί, οι Δωριείς. Ο Θεμιστοκλής αρνιόταν να δεχτεί την εκδοχή της εγκατάλειψης του αγώνα. Γύρισε στην Αθήνα και προσπάθησε να πείσει τους συμπολίτες του να εγκαταλείψουν προσωρινά την πόλη τους. Οι Αθηναίοι, όπως συνηθιζόταν πριν από κάθε κρίσιμη απόφαση, έστειλαν θεωρούς στους Δελφούς για να ζητήσουν χρησμό. Ο χρησμός που τους έδωσε η Πυθία Αριστονίκη ήταν ιδιαίτερα αποθαρρυντικός. Οι Αθηναίοι επέμειναν και ζήτησαν δεύτερο χρησμό, ελπίζοντας σε μια πιο αισιόδοξη απάντηση που τελικά έλαβαν και που μεταξύ άλλων ανέφερε:"ο Ζευς θα δώσει ένα ξύλινο τείχος που θα μείνει απόρθητο, αυτό το τείχος θα σώσει εσένα και τα παιδιά σου". Όταν ο χρησμός ανακοινώθηκε στους κατοίκους, προκλήθηκε μεγάλη συζήτηση για το εάν η ορθή ερμηνεία θα έπρεπε να είναι κυριολεκτική ή μεταφορική. Ο Θεμιστοκλής υποστήριζε ότι τα σωτήρια ξύλινα τείχη θα ήταν ο στόλος τους. Προκειμένου να ενισχύσει τα επιχειρήματά του, παρουσίασε, με τη σύμφωνη γνώμη των ιερέων της πόλης, στον αθηναϊκό λαό αδιάψευστα, όπως ισχυριζόταν, θεϊκά σημεία. Βεβαίωνε ότι ο όφις της θεάς Αθηνάς, ο προστάτης της πόλης, είχε αφήσει ανέγγιχτες τις προσφορές στο ναό και είχε εγκαταλείψει την πόλη, δείχνοντας στους Αθηναίους το δρόμο προς τη θάλασσα.

Οι Αθηναίοι πείστηκαν και κατέφυγαν στην Τροιζήνα, στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα, όπου οι κάτοικοι δέχθηκαν με καλοσύνη τους πρόσφυγες.

Όλοι οι άνδρες που μπορούσαν να πολεμήσουν μπήκαν στα πολεμικά τους πλοία. Στην Αθήνα έμειναν μόνο 500 γέροι και άρρωστοι. Οι Πέρσες, μπαίνοντας στην Αθήνα, εκδικήθηκαν για την πυρπόληση των Σάρδεων παραδίνοντας στις φλόγες τα ιερά της Ακρόπολης.

Στη Σαλαμίνα, ο Ευρυβιάδης και οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοί του σκέπτονταν να εγκαταλείψουν τα στενά και να πάνε με το στόλο τους στον Ισθμό της Κορίνθου, όπου θα αντιμετώπιζαν τον περσικό στόλο[29]. Ο Θεμιστοκλής όμως υποστήριζε ότι ο στόλος έπρεπε να μείνει στη Σαλαμίνα και να ναυμαχήσει στα στενά της[30], μπροστά στα σημερινά Αμπελάκια. Όταν στο συμβούλιο ο Θεμιστοκλής μέσα στην ορμή του μίλησε πριν από τον Ευρυβιάδη, ο στρατηγός Αδείμαντος από την Κόρινθο τού είπε ότι αυτούς που στους αγώνες ξεκινούν πριν δοθεί το σύνθημα, τους ραπίζουν. Ο Θεμιστοκλής του αποκρίθηκε αμέσως ότι και αυτοί που ξεκινούν πολύ μετά το σύνθημα δεν παίρνουν βραβείο. Τότε ο Ευρυβιάδης θύμωσε και σήκωσε το ραβδί του να χτυπήσει τον Θεμιστοκλή. Ο Θεμιστοκλής, όμως, σαν ψύχραιμος που ήταν, αντί να οργισθεί, είπε τη φράση: "Πάταξον μεν, άκουσον δε". Ο θυμός του Ευρυβιάδη τού πέρασε αμέσως και διατηρήθηκε έτσι η ηρεμία που ήταν απαραίτητη.

Όταν όμως ο Αδείμαντος αποκάλεσε τον Θεμιστοκλή άπατρι, επειδή η πατρίδα του δεν ήταν ελεύθερη καθώς ο Ξέρξης είχε κυριεύσει την Αθήνα, ο Θεμιστοκλής αγανακτισμένος τού είπε ότι οι Αθηναίοι έχουν πατρίδα τους τις 200 τριήρεις τους και ότι θα μεταναστεύσουν στο Σίρι της Κάτω Ιταλίας όπου θα ιδρύσουν νέα πόλη[31]. Στη σκέψη ότι οι Αθηναίοι μπορεί να αποχωρούσαν με το στόλο τους, ο Ευρυβιάδης αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Όμως οι άλλοι στρατηγοί, βλέποντας την Αθήνα να καίγεται και τον εχθρικό στόλο να βρίσκεται στο Φάληρο, ετοιμάζονταν να μπουν στα πλοία και να πλεύσουν στον Ισθμό.

Τότε ο Θεμιστοκλής μηχανεύτηκε ένα σχέδιο. Έστειλε κρυφά στο εχθρικό στρατόπεδο τον παιδαγωγό των παιδιών του (ή δούλο κατά άλλη εκδοχή), Σίκινο, ο οποίος ήξερε την περσική γλώσσα γιατί ήταν από τους Έλληνες της Ασίας, ν' αναγγείλει στους Πέρσες στρατηγούς ότι οι Έλληνες που ήταν στη Σαλαμίνα σκοπεύουν να φύγουν κρυφά κατά τη διάρκεια της νύχτας και ότι ο περσικός στόλος έπρεπε αμέσως να τους περικυκλώσει και να τους επιτεθεί για να τους καταστρέψει όλους μαζί[32]. Οι Πέρσες πεπεισμένοι ότι ο Θεμιστοκλής υποστήριζε τα περσικά συμφέροντα, έπεσαν στην παγίδα και ξεκίνησαν για το στενό της Σαλαμίνας[33].

Ο περσικός στόλος, που είχε 1.207 πλοία, μπήκε στο στενό της Σαλαμίνας με προπορευόμενα τα Φοινικικά πλοία. Ο ελληνικός στόλος παρατάχθηκε απέναντί τους με 366 πλοία, από τα οποία αντηχούσε ο παιάνας: "Ίτε παίδες Ελλήνων ίτε, ελευθερούτε πατρίδ', ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων, νυν υπέρ πάντων αγών".

Ο Ευρυβιάδης έδωσε με την σάλπιγγα το σήμα για την επίθεση.

Ο Θεμιστοκλής κατόρθωσε να χωρίσει στα δύο το δεξιό και ισχυρότερο μέρος από την παράταξη των Φοινίκων. Επακολούθησε η καταδίωξη και η καταστροφή του περσικού στόλου, που την παρακολουθούσε εξαγριωμένος και αγανακτώντας ο Ξέρξης, καθισμένος σ' ένα θρόνο στο όρος Αιγάλεω. Ο περσικός στόλος έπαθε πανωλεθρία. Οι Έλληνες έμειναν κύριοι του πεδίου της μάχης και έχασαν μόνο 40 τριήρεις ενώ καταστράφηκαν 200 περσικές τριήρεις.

Προς το τέλος της σύγκρουσης, μάλιστα, ο Αριστείδης με Αθηναίους οπλίτες αποβιβάστηκε στη νήσο Ψυττάλεια, στα ανατολικά του όρμου, και εξόντωσε την επίλεκτη περσική φρουρά που ήταν εκεί εγκατεστημένη. Το αποτέλεσμα της ναυμαχίας, καθώς και μία επανάσταση που ξέσπασε εκείνη την περίοδο στη Βαβυλωνία, ανάγκασαν τον Ξέρξη να επιστρέψει στην Ασία. Πολλοί επιφανείς Πέρσες έχασαν τη ζωή τους, μεταξύ των οποίων και ο στρατηγός Αριαβίγνης, αδελφός του Ξέρξη. Οι Πέρσες, με αρχηγό τον Μαρδόνιο, έμειναν για έναν μόλις ακόμη χρόνο στην Ελλάδα[34]. Έφυγαν οριστικά μετά τη βαριά ήττα τους, το 479 π.Χ., στις Πλαταιές και στη Μυκάλη[35].

Οι Έλληνες, όπως ήταν το θρησκευτικό τους καθήκον, πρόσφεραν στους θεούς τους λάφυρα περσικά και τίμησαν αυτούς που είχαν αγωνισθεί. Έδωσαν βραβείο ανδρείας στους Αιγινήτες και στους Αθηναίους, όταν όμως έγινε ψηφοφορία για το ποιος θα έπαιρνε το βραβείο για τη σύνεσή του, κάθε στρατηγός έβαλε πρώτα το δικό του όνομα, κι έπειτα του Θεμιστοκλή, δείχνονταν μ' αυτόν τον τρόπο τη φιλαυτία τους.

Ο Θεμιστοκλής όμως αναγνωρίστηκε και δοξάστηκε απ' όλους ως ο σοφότερος Έλληνας. Ακόμα και οι Σπαρτιάτες τού έδωσαν στεφάνι από ελιά, σαν βραβείο για την ωριμότητά του και την επιδεξιότητά του.Οι Αθηναίοι, μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, αποφάσισαν ότι θα ένιωθαν πιο ασφαλείς εάν τείχιζαν την πόλη τους[36]. Όταν έγινε γνωστό το σχέδιό τους, η αντίδραση των Σπαρτιατών ήταν άμεση: έστειλαν πρεσβεία στην Αθήνα και ζήτησαν να μην ξεκινήσει η οικοδόμηση καθώς και τη συνεργασία των Αθηναίων να γκρεμίσουν από κοινού τα τείχη άλλων πόλεων έξω από την Πελοπόννησο, ώστε, εξηγούσαν, αν ξαναέρχονταν οι εχθροί, να μην έβρισκαν οχυρωμένες πόλεις που να χρησιμοποιήσουν ως ορμητήρια[37].

Η ΟΧΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ


Ο Θεμιστοκλής επωμίσθηκε, για μια ακόμη φορά, το βάρος για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Με δόλο παρέκαμψε τις σπαρτιατικές αντιδράσεις, μετέφερε στη Σπάρτη και παρέτεινε τις διαπραγματεύσεις ώσπου οι Αθηναίοι με εντατική εργασία ολοκλήρωσαν τα Μακρά Τείχη, όπως είναι γνωστά, και οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν μπροστά σε ένα τετελεσμένο[38]. Στους όρους που επέβαλαν αργότερα οι Σπαρτιάτες, μετά τη νίκη τους στον Πελοποννησιακό πόλεμο, ήταν η κατεδάφιση των τειχών. Τμήματα των τειχών σώζονται μέχρι σήμερα και αποκαλύπτουν τη βιαστική οικοδόμηση. Τον επόμενο χρόνο, το 477 π.Χ., πάλι με τη συμβουλή του Θεμιστοκλή, άρχισε η οχύρωση και η ανάδειξη του Πειραιά, που αντικατέστησε το λιμάνι του Φαλήρου, αυτή τη φορά με προσοχή και χωρίς βιασύνη.



Την επαύριο της περσικής λεηλασίας του 480/79 π.Χ., η Αθήνα έμεινε παντελώς ανοχύρωτη. Μετά την μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.) και την οριστική απομάκρυνση των εχθρικών δυνάμεων από τα ελληνικά εδάφη, πρωταρχική μέριμνα του Θεμιστοκλέους αποτέλεσε η τείχιση της πόλης. Έτσι, μέσα σε διάστημα ενός μόλις έτους, η Αθήνα και το βόρειο τμήμα της Ακροπόλεως έλαβαν καινούριες οχυρώσεις, οι οποίες ενσωμάτωσαν κομμάτια παλαιότερων κτισμάτων και αναθημάτων, ακόμα και ταφόπετρες, ενώ παράλληλα ξεκίνησε η συμπλήρωση της οχύρωσης των λιμένων του Πειραιώς, που είχε ήδη εγκαινιάσει ο ίδιος ο Θεμιστοκλής ως άρχων το 493/2 π.Χ. (Θεμιστόκλεια οχύρωση). Το εγχείρημα έφερε εις πέρας λίγα χρόνια αργότερα ο Κίμων, επί των ημερών του οποίου προχώρησε η οικοδόμηση των δύο Μακρών Τειχών, του Φαληρικού και του Βορείου τείχους (459-456 π.Χ.), που συνέδεσαν την Αθήνα με τον Πειραιά. Τον ίδιο καιρό οχυρώθηκε και το έως τότε απροστάτευτο νότιο τμήμα της Ακροπόλεως (Κιμώνειο τείχος). Σύντομα, κατά τα έτη 446-443 π.Χ., συμπληρώθηκε η οικοδόμηση των Μακρών Τειχών με την ανέγερση του Νοτίου τείχους ή δια μέσου τείχους ανάμεσα στο Φαληρικό και στο Βόρειο τείχος, έργο που έγινε με πρωτοβουλία του Περικλέους. Λείψανα της Θεμιστόκλειας οχύρωσης σώζονται σε διάφορα σημεία του Κεραμεικού και κοντά στο Ολυμπιείο, το οποίο προφανώς βρισκόταν εντός του περιβόλου του τείχους.

Η πολιτική που ακολούθησε ο Θεμιστοκλής εξασφάλισε στην Αθήνα ναυτική υπεροχή και οδήγησε στην ίδρυση της Συμμαχίας της Δήλου. Η Συμμαχία είχε σκοπό την απελευθέρωση των ιωνικών πόλεων από τον περσικό ζυγό και υποχρέωνε τους σύμμαχους που δεν συμμετείχαν με στρατό ή στόλο στον κοινό αγώνα εναντίον των Περσών να καταβάλλουν χρήματα[39]. Μάλιστα η πρώτη εισφορά καθορίστηκε από τον Αριστείδη που ακολούθησε στο ζήτημα αυτό την πολιτική γραμμή του Θεμιστοκλή.

Η Συμμαχία της Δήλου επέτρεψε την απόλυτη κυριαρχία της Αθήνας στο Αιγαίο[40].Στην Αθήνα σύντομα επικράτησε η φιλοσπαρτιατική αριστοκρατική μερίδα και ο Θεμιστοκλής παραμερίστηκε. Παρά τη σύνεσή του ο Θεμιστοκλής έχασε την εμπιστοσύνη των Αθηναίων, που τον κατηγόρησαν ότι έκανε σφάλματα και παρεκτροπές. Το 471 π.Χ. ο Θεμιστοκλής εξοστρακίστηκε επειδή κάποιοι τον φθονούσαν και άλλοι επειδή φοβόντουσαν ότι με την υπεροχή του θα κινδύνευε η δημοκρατία εξαιτίας του.

ΟΣΤΡΑΚΟ  ΜΕ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ¨ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ


Ενόσω ο Θεμιστοκλής ζούσε εξόριστος στο Άργος, οι Σπαρτιάτες, είτε από φθόνο γιατί είχε δοξαστεί στη Σαλαμίνα, είτε από εκδίκηση γιατί τους ξεγέλασε και έχτισε παρά τη θέλησή τους τείχη στην Αθήνα, είτε για να μετριάσουν τη ντροπή που έφερε στη Σπάρτη η προδοσία του στρατηγού τους Παυσανία, για τον οποίο έλεγαν ότι είχε συμμαχήσει με τους Πέρσες, είτε από ειλικρίνεια για το καλό των Ελλήνων, κατηγόρησαν τον Θεμιστοκλή ότι ήταν συνεννοημένος με τον Παυσανία[41][42]. Ο Θεμιστοκλής όμως, είτε γιατί η κατηγορία ήταν αληθινή, είτε γιατί πίστευε ότι η δίκη ήταν στημένη, έφυγε κρυφά από το Άργος. Πήγε στην Κέρκυρα, από εκεί κατέφυγε στον Άδμητο, τον βασιλιά των Μολοσσών[43][44], και από κει πέρασε τη Μακεδονία ώσπου κατέληξε στην Αυλή του βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη, ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο το 465 π.Χ., μετά τη δολοφονία του Ξέρξη[45][46].

Λέγεται ότι ο Θουκυδίδης είχε πει αγανακτισμένος ότι οι Αθηναίοι συνηθίζουν να βαριούνται να τους ευεργετεί για πολύ καιρό ο ίδιος άνθρωπος. Πάντως, ο Αρταξέρξης χάρηκε πολύ όταν βρέθηκε στα χέρια του ο μεγάλος ήρωας της Σαλαμίνας και τον δέχθηκε με περισσή ευγένεια λέγοντας: "Μακάρι οι Έλληνες να διώχνουν πάντα έτσι τους καλύτερους ανθρώπους τους".

Ο βασιλιάς έκανε μεγάλες τιμές στον Θεμιστοκλή και του παραχώρησε τα εισοδήματα τριών πόλεων της Μικράς Ασίας, της Λαμψάκου, της Μυούντας και της Μαγνησίας, όπου ο Θεμιστοκλής τελικά εγκαταστάθηκε[47][48][49].

Η παράδοση αναφέρει ότι όταν επαναστάτησε η Αίγυπτος, ο Αρταξέρξης ζήτησε από τον Θεμιστοκλή τη συνδρομή του στην καταστολή της επανάστασης, αλλά ο Θεμιστοκλής αρνήθηκε να στραφεί ενάντια στα ελληνικά συμφέροντα και από την άλλη δεν ήθελε να δείξει αχαριστία στο βασιλιά της Περσίας. Έτσι προτίμησε να πιει αίμα ταύρου ή κάποιο άλλο δηλητήριο και να θέσει τέρμα στη ζωή του[50][51] (σύμφωνα όμως με τον Θουκυδίδη, ο Θεμιστοκλής πέθανε ύστερα από ασθένεια). Όταν ο Αρταξέρξης έμαθε το θάνατό του, θαύμασε τη φιλοπατρία του. Προς τιμήν του Θεμιστοκλή, στήθηκε λαμπρό μνήμα έξω από τα τείχη της Μαγνησίας και ανδριάντας του στην αγορά. Η σορός του μεταφέρθηκε κρυφά στον Πειραιά, όπου οι Αθηναίοι έκαναν έναν τάφο από ευγνωμοσύνη για τις μεγάλες υπηρεσίες που είχε προσφέρει στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Αθήνα.

Ο Θεμιστοκλής αναμφίβολα υπήρξε ένας διορατικός πολιτικός και ένας μεγαλοφυής ηγέτης που ενδυνάμωσε το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας, κατέστησε την Αθήνα πρώτη ναυτική δύναμη στη Μεσόγειο και απάλλαξε την Ελλάδα από την περσική απειλή, παρότι συναντούσε συνεχώς αντιδράσεις στην εφαρμογή των σχεδίων του. Κατά τον Πλούταρχο, ο Θεμιστοκλής υπήρξε ο κύριος συντελεστής της σωτηρίας της Ελλάδας. Ο προσωπικός του θρίαμβος, η ναυμαχία της Σαλαμίνας, αποτελεί καμπή στους περσικούς πολέμους και μία από τις σπουδαιότερες ναυτικές συγκρούσεις στην ιστορία.

ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

O Πειραιάς ως οχυρό της δημοκρατίας





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


  1. Πλουτάρχου Αριστείδης 5.3

  2. Simon Hornblower και Antony Spawforth "Θεμιστοκλής"

  3. Πλουτάρχου, Θεμιστοκλής 1

  4. Κορνήλιος Νέπως, Θεμιστοκλής

  5. Πλουτάρχου, Θεμιστοκλής 1

  6. Αρχαία ονομασία του σημερινού Δήμου Δάφνης

  7. Holland, σελ.122

  8. Holland, σελ.126-128

  9. Holland, σελ.128-134

  10. Holland, σελ.164-167

  11. Πλουτάρχου, Θεμιστοκλής 5

  12. Holland, σελ.214-217

  13. Holland, σελ.217-219

  14. Πλουτάρχου, Θεμιστοκλής 4

  15. Holland, σελ.219-222

  16. Ηρόδοτος Ζ 145

  17. Ηρόδοτος Ζ 161

  18. Holland, σελ.226

  19. Holland, σελ.258

  20. Ηρόδοτος Η 4

  21. Holland, σελ.248-249

  22. Ηρόδοτος Ζ 173

  23. Holland, σελ.257-258

  24. Ηρόδοτος Η 4

  25. Πλουτάρχου, Θεμιστοκλής 7

  26. Holland, σελ.276

  27. Ηρόδοτος Η 11-19

  28. Ηρόδοτος Η 21

  29. Ηρόδοτος Η 71

  30. Holland, σελ.302-303

  31. Ηρόδοτος Η 62

  32. Ηρόδοτος Η 75

  33. Ηρόδοτος Η 76

  34. Ηρόδοτος Η 97

  35. Holland, σελ.358-359

  36. "Θεμιστοκλής", 100 Μεγάλοι Έλληνες, Εκδόσεις Σκάι

  37. Διόδωρος Σικελιώτης ΙΑ', 39

  38. Διόδωρος Σικελιώτης ΙΑ', 40

  39. Διόδωρος Σικελιώτης ΙΑ', 43

  40. Holland, σελ.360

  41. Διόδωρος Σικελιώτης ΙΑ', 55

  42. Πλουτάρχου, Θεμιστοκλής 23

  43. Διόδωρος Σικελιώτης ΙΑ', 56

  44. Πλουτάρχου, Θεμιστοκλής 24

  45. Θουκυδίδης Α 137

  46. Πλουτάρχου, Θεμιστοκλής 25, 26

  47. Θουκυδίδης Α 138

  48. Πλουτάρχου, Θεμιστοκλής 29

  49. Διόδωρος Σικελιώτης ΙΑ', 57

  50. Πλουτάρχου, Θεμιστοκλής 31

  51. Διόδωρος Σικελιώτης ΙΑ', 58


Αρχαίες πηγές

Κορνήλιος Νέπως, Θεμιστοκλής

Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη (στα ελληνικά).

Libanius, Declamationes.

Πλούταρχος, Θεμιστοκλής.

Θουκυδίδης, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου (στα ελληνικά).

Σύγχρονες Πηγές

Δέσποινα Ιωσήφ (2009) "Θεμιστοκλής", 100 Μεγάλοι Έλληνες, Εκδόσεις Σκάι

"Ο Θεμιστοκλής και η Ναυμαχία στη Σαλαμίνα", Εκδόσεις Μ. Πεχλιβανίδη & Σία

Butler, Howard (2005). The Story of Athens. Kessinger Publishing. ISBN 1-4179-7092-8.

Hanson, Victor Davis (2001). Carnage and Culture: Landmark Battles in the Rise of Western Power. DoubleDay. ISBN 0-385-50052-1.

Holland, Tom (2006). Η Περσική Φωτιά. Εκδόσεις Ωκεανίδα. ISBN 978-960-410-423-9.

Simon Hornblower, Anthony Spawforth (1996). The Oxford Classical Dictionary. Oxford University Press. ISBN 9780198661726..

Green, Peter (2007). Alexander the Great and the Hellenistic Age. Orion. ISBN 978-0-7538-2413-9.

Lazenby, JF (1993). The Defence of Greece 490–479 BC. Aris & Phillips Ltd.. ISBN 0-85668-591-7.



Strauss, Barry (2004). The Battle of Salamis: The Naval Encounter That Saved Greece—and Western Civilization. Simon and Schuster. ISBN 0-7432-4450-8.

ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ για ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια