Η μάχη στό Βαλτέτσι άνοιξε το δρόμο για την άλωση της Τριπολιτσάς


12 Μαΐου 1821: Στο Βαλτέτσι κρίθηκε η άλωση της Τριπολιτσάς

Ὁ Μόρα Βαλεσί Χουρσίτ πασσᾶς, πού πολιορκοῦσε τόν Ἀλῆ πασσᾶ τῶν Ἰωαννίνων, ἀνησυχοῦσε τόσο γιά τήν κατάσταση τῆς περιοχῆς του, ὅσο καί γιά τούς θησαυρούς πού εἶχε ἀφήσει στό σεράϊ του στήν Τριπολιτσᾶ. Πρότεινε λοιπόν στόν κεχαγιά τοῦ Κιοσέ Μεχμέτ, τόν Μουσταφᾶ μπέη, νά ἀναλάβει τήν ἐξολόθρευση τῶν γκιαούρηδων στόν Μοριᾶ.

«Τούτου γενομένου, διορίζεται ὁ Κιοσέ Μεχμέτ Πασιᾶς νά συμπαραλάβη τόν Ὠμέρ Βρυώνην, καί νά κινηθῆ εἰς τήν Ἀνατολικήν Ἑλλάδα μέ δεκατέσσαρας χιλιάδας ἐκλεκτά στρατεύματα, διά νά καταπνίξη τήν ἐπανάστασιν εἰς ἐκεῖνα τά μέρη, καί ἑπομένως νά εἰσβάλη εἰς τήν Πελοπόννησον καί ἑνωθεῖς μέ τόν Κεχαγιᾶν του, ὅστις διωρίσθη νά στρατεύση μέ τρεῖς χιλιάδας πεντακοσίους Τουρκαλβανούς διά τῆς Δυτικῆς Ἑλλάδος, νά συντελέσωσι τῶν ἐπαναστατῶν τόν ὄλεθρον. Καί δή κατά μεσούντα τόν Ἀπρίλιον τοῦ 1821 ἔρχεται ὁ Κεχαγιᾶς τοῦ Κιοσέ Μεχμέτ Πασιᾶ εἰς Μεσολόγγι, πέρα ἐπί πλοίων τῶν Μεσολογγιτῶν εἰς τό Ρίον, κινεῖται ἀμέσως εἰς Βοστίτσαν (Αἴγιο) καί τήν εὑρίσκει ἔρημον, διότι οἱ κάτοικοι εἶχον φύγει εἰς τά ὄρη καί τήν καίει.

Μετά ταῦτα ἐστράτευσε διά τήν Κόρινθον, ὅπου καί ἔφθασε μή ἀπαντήσας ἀντίστασιν, εἰμή εἰς τήν Μονήν τῶν Ταξιαρχῶν, ὅπου ὤρμησαν ἕως πεντακόσιοι Τοῦρκοι ἐναντίον τοῦ Ζαΐμη καί ἔφυγον οἱ στρατιῶται του καθώς καί εἰς τά Μαῦρα Λιθάρια, ἔνθα ὁ Χαραλάμπης, ὁ Νικόλαος Πετιμεζᾶς καί ὁ Νικόλαος Σολιώτης ἔρριψαν ὀλίγα τουφέκια τήν 21ην Ἀπριλίου ἐναντίον του.»

Ἀπομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου

Ὁ Κεχαγιᾶς πέρασε ἀτουφέκιστος ἀπό τήν βορειοανατολική Πελοπόννησο καί ἀφοῦ ἔκαψε τό Αἴγιο, τήν Κόρινθο καί τό Ἄργος, ἔφθασε στίς 6 Μαΐου 1821 θριαμβευτής στήν Τριπολιτσᾶ. Ὁ Παπαφλέσσας, πρίν ἐγκαταλείψει τήν Κόρινθο εἶχε προηγουμένως κάψει τό σεράι τοῦ Κιαμήλ Μπέη, ὥστε νά ἐνοχοποιηθοῦν οἱ Κορίνθιοι πού δίσταζαν νά ἐπαναστατήσουν. Ἡ μάνα τοῦ μπέη, ὡς ἀντεκδίκηση, ἔριξε κάτω ἀπό τό τεῖχος τῆς Ἀκροκορίνθου τούς ὁμήρους Ἕλληνες καί ἀνάμεσά τους τόν Ἀνδρίκο Νοταρᾶ.
Κυριακούλης Μαυρομιχάλης

Ὁ Κεχαγιᾶς μέ πεζούρα καί καβαλαρία ἀνεχώρησε ἀπό τήν Τριπολιτσᾶ στίς 12 Μαΐου μέ δώδεκα χιλιάδες ἀσκέρι καί μαζί του εἶχε καί τόν Κιαμήλ μπέη τῆς Κορινθίας. Ἡ βίγλα τοῦ Κολοκοτρώνη στήν Ἐπάνω Χρέπα ἄναψε δύο φωτιές καί αὐτό ἦταν σημάδι ὅτι οἱ Τοῦρκοι καί οἱ Ἀλβανοί κατευθύνονταν πρός τό Βαλτέτσι. Προπορεύονταν οἱ γενναῖοι Μπαρδουνιῶτες μέ ἀρχηγό τούς τόν περίφημο Ρουμπῆ. Ὁ τουρκικός στρατός χωρίστηκε σέ κολῶνες καί ἡ μία ἔπιασε τό Καλογεροβούνι, ἡ ἄλλη τούς Ἀραχαμίτες, ἡ τρίτη τό Φραγκόβρυσο καί ἡ μεγαλύτερή του Κεχαγιᾶ μέ τά κανόνια, τά πολεμοφόδια καί τά τσαντήρια (σκηνές), κινήθηκε νοτιοδυτικά τοῦ Βαλτετσίου, ἀποκλείοντας ἔτσι κάθε διέξοδο διαφυγῆς τῶν Ἑλλήνων. Μάλιστα, ὁ Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, ὅταν εἶδε ὅτι οἱ Τουρκαλβανοί τούς εἶχαν ἀποκλείσει ἀπό παντοῦ, φώναξε “Σωθήκαμε!”, διότι ἔτσι γνώριζε ὅτι δέν θά λιποτακτοῦσαν οἱ ἀπόλεμοι Ρωμιοί.

«Ἀφοῦ ἦλθαν τά στρατεύματα εἰς Βαλτέτσι, τότε ὁ Κολοκοτρώνης διά πολλάς ἡμέρας ἐπήγαινε καί ἤρχετο εἰς Βαλτέτσι τήν αὐγήν, ἀπό ἐκεῖ τό μεσημέρι πάλιν εἰς Χρυσοβίτσι καί τό ἑσπέρας εἰς Πιάνα. Ἀφοῦ ἔγειναν ὅλα τά στρατεύματα τά Καρυτινά ὑπέρ τάς 2000 στρατιῶται καλοί, ὁ Κολοκοτρώνης ἐπῆγεν εἰς Βαλτέτσι καί ἔκαμεν τά ἀκόλουθα ταμπούρια.

Πρῶτον, ἕνα τοῦ Ἠλία καί Κυριακούλη Μαυρομιχάλη (Μανιάτικον), δεύτερον τοῦ Παναγιώτη Κεφάλα, τοῦ Δημήτρη Παπατσώνη καί τοῦ Μῆτρο Πέτροβα τῶν Καλαματιανῶν καί τῶν Μεσσηνίων, τρίτον τοῦ Ἠλία Φλέσα μέ τούς Λεονταρίτας, τέταρτον ταμπούρι εἶχαν κάμει ἐπάνω εἰς τήν ἐκκλησίαν οἱ ἀδελφοί Μπουραῖοι ἀπό τό χωρίον Κωνσταντίνους τῆς Μεσσηνίας.

Τό στρατόπεδον τοῦ Βαλτετσίου εἶχε τά πάντα τακτοποιημένα καί ἦτον ὑπό τήν ἀρχηγίαν τοῦ Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Τῶν Μεσσηνίων τό ταμπούρι, εἰς τό ὁποῖον εὐρίσκετο ὁ Μητροπέτροβας ἦτον εἰς τό κάτω μέρος τοῦ χωρίου ὅπου ἐδούλευε καί ἡ καβαλαρία τῶν Τούρκων καί αὐτό ἐδέχθη ὅλην τήν τουρκικήν φωτιάν.»

Φώτιος Χρυσανθόπουλος ἤ Φωτάκος (Ἀπομνημονεύματα)

Στίς δυνάμεις τοῦ Βαλτετσίου πού ἀναφέρει ὁ Φωτάκος συμπεριλαμβάνονταν κατά τόν Οἰκονόμου, οἱ Σαλαφατίνος, Σιόρης, Οἰκονομόπουλος, Εὐμορφόπουλος καί ὁ ὁπλαρχηγός Ἀναγνωσταρᾶς μέ 56 παλικάρια πού τοποθετήθηκε σάν δύναμη ἐφεδρείας μέσα στό χωριό. Κατά τήν διάρκεια τῆς μάχης ἐμφανίστηκε καί ὁ Κολοκοτρώνης, στό ὄρος Ρεζινίκο, καί κατά τήν πάγια τακτική του, τά παλληκάρια του ἔριξαν ὁμοβροντίες ὥστε οἱ δυνάμεις του νά φαντάζουν στά μάτια τῶν Τούρκων πολλές χιλιάδες. Τό σύνολο τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων ἦταν 1000 ἄνδρες καί μία γυναίκα, ἡ Κωνσταντινιά κόρη τοῦ Παναγιώταρου Μπούρα.

Τό πρωΐ τῆς 12ης Μαΐου 1821, ἔφθασε στό Βαλτέτσι ἡ προφυλακή τοῦ Κεγαγιᾶ, ἡ ὁποία βρισκόταν ὑπό τήν διοίκηση τοῦ ξακουστοῦ Ρουμπῆ Βαρδουνιώτη καί τοῦ Μαραμπούτη. Ἀμέσως ξεκίνησε μία σκληρή μάχη στήν ὁποία καί οἱ δύο πλευρές πολέμησαν μέ πεῖσμα καί ἡρωϊσμό.

«Ὁ Ρουμπῆς ἐβόησε κατά τήν πρό τῆς μάχης συνήθειαν:

– “Μπρέ Ρωμιοί! μά τό καλό πού σᾶς θέλω, ρίξετε τ’ ἄρματα κι ἐβγᾶτε νά προσκυνήσετε. Μά τοῦ Ρουμπῆ τ’ ὄνομα! Καί μά τά τέσσερα κιτάπια τοῦ Ἀλλάχ! Καί μά τοῦ Πατισάχ μας τό κεφάλι! τρίχα σας δέ θά πειραχτεῖ, γιατί τό ξέρουμε πώς σᾶς γελάσανε καί δέν εἶναι ἀπό λόγου σας.”

Οἱ Ρωμιοί τοῦ ἀποκρίθηκαν:

– “Ἔ βρέ Τοῦρκοι, πᾶνε κεῖνα πού ξέρατε. Νά μᾶς δώσετε τ’ ἄρματά σας τώρα γιατί θά μᾶς παρακαλᾶτε ὑστερνά καί δέ θ’ ἀκοῦμε!”

Ἄναψε τό ντουφέκι. Δεκατέσσερεις μπαϊραχτάρηδες μπῆ­καν μπροστά νά μπήξουν τά μπαϊράκια (σημαῖες) τούς στά ταμπούρια μας. Μά καί οἱ δεκατέσσερεις θερίστηκαν ἀπό τά βόλια τῶν δικῶν μας. Μά νά σύγκαιρα ἔφτασε ἡ πρώτη βοήθεια στούς μπλοκαρισμένους. Ἦταν ὁ Κολοκοτρώνης πού ἐρχόταν ἀπό τό Χρυσοβίτσι. Ἀνέβηκε σέ μία ράχη, πού ἴσαμε σήμερα τήν ὀνομάζουν τοῦ “Κολοκοτρώνη τό βουνό”, καί φώναξε:

– “Μπάρμπα Μῆτρο! (Πέτροβα) ἦρθε ὁ Κολοκοτρώνης μέ δέκα χιλιάδες. Βαστᾶτε καί σᾶς φέρνουμε ἀπ’ ὅλα.”

Σέ λίγο φτάνει ὁ Πλαπούτας μ’ ὀχτακόσιους νοματαίους καί ἀπό κείνη τήν ὥρα ὁ Ρουμπῆς πού πολιορκοῦσε τούς δικούς μας στό Βαλτέτσι, βρέθηκε αὐτός πολιορκημένος.»

Ἡ Επανάσταση τοῦ 1821, Δημήτρης Φωτιάδης

Οἱ Μπαρδουνιῶτες τοῦ Ρουμπῆ μέ μαζικές ἐξορμήσεις καί ἀλαλαγμούς προσπαθοῦσαν ἐπί πέντε καί πλέον ὧρες νά ἀνοίξουν ἕνα κενό στό ταμπούρι τῆς Θολωτῆς Ἐκκλησιᾶς, ὅπου ἀμύνονταν οἱ ἀδελφοί Μπουραῖοι. Οἱ ἐπιτιθέμενοι ἀπέτυχαν σέ ὅλες τίς ἐπιθέσεις τούς καθώς δέχονταν διαρκῶς βόλια ἀπό τά δεκάδες ταμπούρια τῶν Ἑλλήνων. Οἱ Ἕλληνες πλέον ἔπαιρναν θάρρος βλέποντας τίς ἀπώλειες τοῦ ἐχθροῦ. Ἐν τῷ μεταξύ ἔφθασε καί ὁ Κολιόπουλος (Δημήτριος Πλαπούτας) μέ τόν Κανέλλο Δεληγιάννη καί 800 ἄνδρες ἀπό τήν Πιάνα καί πλευροκόπησε καί αὐτός τούς Μπαρδουνιῶτες τοῦ Ρουμπῆ.

Ὁ Κεχαγιᾶς ἔχοντας ὑποτιμήσει τά σκυλιά τούς γκιαούρηδες, δέν εἶχε ἐνισχύσει ὅπως ἔπρεπε τόν Ρουμπῆ ὁ ὁποῖος παρά τήν ἀριθμητική του ὑπεροχή ἔπαθε πανωλεθρία καί ζήτησε τήν ἄμεση βοήθεια ἀπό τόν ἀρχηγό του. Πράγματι τό ἀπόγευμα τῆς ἴδιας ἡμέρας, ὁ Κεχαγιᾶς ἔφθασε στήν εἴσοδο τοῦ Βαλτετσίου μέ τίς ὑπόλοιπες δυνάμεις του. Οἱ Τοῦρκοι ἀναθάρρησαν καί προσπάθησαν μέ νέες, λυσσαλέες ἐπιθέσεις νά διασπάσουν τήν ἄμυνα τῶν ἐπαναστατῶν.

«Ὁ παλιός γέρο κλέφτης (Μητροπέτροβας) μέ ὅλα τά περασμένα χρόνια του, ἑβδομῆντα καί πάνω, κοντός, μαζεμένος, σκεβρωμένος μά ὅλος ψυχή ἀντρίκια ἔγραψε κεῖ πέρα (Βαλτέτσι) ἔπος πού θά δοξάζει τή Μεσσηνία στούς αἰῶνες, ὀρθός πολέμησε καί γιά νά μή χασομεράει τοῦ γέμιζαν ντουφέκια καί τοῦ τά δίναν τό ’νά πίσω ἀπό τό ἄλλο. Αὐτός σημάδευε καί ἔριχνε ἀδιάκοπα. Διάλεγε καβαλαραίους καί δέν λάθευε κανέναν, εἶχε γκρεμίσει ὀκτώ σ’ ἕνα γιουρούσι.»

Ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ, Σπῦρος Μελᾶς

Οἱ ὧρες προχωροῦσαν καί οἱ κανονιοβολισμοί συνεχίζονταν ὅλη τη νύκτα. Οἱ χειριστές τῶν ἐχθρικῶν πυροβόλων πού βρίσκονταν μπροστά ἀπό τό ταμπούρι τοῦ Κεφάλα καί τοῦ Μῆτρο Πέτροβα ἔριχναν τίς βολές τους πολύ ψηλότερα ἀπό τά ὀχυρά καί κτυποῦσαν τούς δικούς τους καί συγκεκριμένα τό σῶμα τοῦ Ρουμπῆ πού βρισκόταν στόν πίσω λόφο. Τό πρωί τῆς 13ης Μαΐου 1821, οἱ Τοῦρκοι βλέποντας ὅτι νέα ἑλληνικά στρατεύματα ἔρχονται ἀπό τά Βέρβαινα σήμαναν μέ στῆλες καπνοῦ συναγερμό ὀπισθοχώρησης. Πράγματι ἡ ὀργάνωση τῶν ἑλληνικῶν στρατευμάτων ἀποδείχτηκε ἄριστη στή μάχη τοῦ Βαλτετσίου.

Οἱ καπεταναῖοι Νικηταρᾶς, Παναγιώτης Γιατράκος, Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος καί Ἀντώνης Μαυρομιχάλης ἦταν ἤδη στή λίμνη Τάκα καί ἔπιαναν τίς πλάτες τῶν μουσουλμάνων, οἱ ὁποῖοι ἀντιλήφθηκαν ὅτι ἦταν περικυκλωμένοι ἀπό παντοῦ. Σέ αὐτό ἀκριβῶς τό χρονικό σημεῖο ὁ Κολοκοτρώνης διέταξε γενική ἀντεπίθεση καί τότε ἄρχισαν νά δουλεύουν τά ρωμέϊκα γιαταγάνια καί νά πέφτουν τά τούρκικα κεφάλια.

«Οἱ Τοῦρκοι εἶδαν ὅτι δέν κάμουν τίποτε καί ἀπελπίσθησαν. Ἕνας δέ ἀράπης εἶχεν ἀναβῆ ἀπό τό βράδυ εἰς μίαν ἀχλαδιά ἐπάνω καί ἔβλεπε μακρύτερά τούς Ἕλληνας καί τούς ἐσκότωνεν, ἀλλ’ οἱ Ἕλληνες δέν ἐγνώριζαν πόθεν ἔρχεται τό βόλι.

Ἐπειδή καί εἰς τά βουνά αὐτά κάμνει ψύχρα πολλή τήν νύκτα καί μάλιστα τήν ἄνοιξιν, εἶχαν ἀπό μικρά τσάχαλα (λεπτά κλαδιά) καί ἀπό χαμόκλαδα φωτιά, ἀλλά δέν ἐζεσταινόμεθα καί αὐτήν τήν νύκτα τήν ἐπεράσαμεν κακά ἀπό τό κρύο. Ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Κωνσταντῖνος Πετρόπουλος καπετάνιος ἀπό Μαγούλιανα καί ἐγώ, οἱ τρεῖς μας εἴχαμεν μόνον μία κοντοκαπότα τσοπάνικην, ἀλλά ποιός νά πρωτοσκεπασθῆ, μάλιστα ἐγώ κρύωσα, ἔγεινα μαῦρος σάν τό συκώτι καί μοῦ ἐπῆραν αἷμα καί ἕγιανα.

Τήν αὐγήν ὁ Κωνσταντῖνος Ἀλεξανδρόπουλος ἀπό Στεμνίτσαν ἐπροσκάλεσε τόν Κολοκοτρώνη καί τούς περί αὐτόν ἄν ἠθέλαμεν νά πᾶμεν εἰς τό ταμπούρι του, ὅπου εἶχε φωτιά, κρασί καί μπογάτσα, διά νά φᾶμε καί νά ζεσταθοῦμε. Ἐνῶ λοιπόν ἐπαίρναμεν ὀλίγην μπογάτσαν ὁ καθένας μας καί ἐπίναμε κρασί, οἱ Τοῦρκοι ἀπό τό ἀντικρυνόν μέρος ἔκαψαν μπαρούτη καί ἔκαμαν φουμάδα εἰς τήν ὁποίαν ἀνταπεκρίθη ὁ Ρουμπής. Ὁ Κολοκοτρώνης, ἀφοῦ εἶδε ταῖς φουμάδαις ἐγνώρισεν ὅτι ἦτο σημεῖον νά φύγουν, καί ἐπειδή τό στόμα του ἦτον γεμάτο μπογάτσα, ἔβαλεν εὐθύς τό δάκτυλόν του καί τήν ἔβγαλε καί ἔβαλε ταῖς φωναῖς: “οἱ Τοῦρκοι θά φύγουν καί ριχθῆτε ἐπάνω τους”.

Ὁ τόπος τότε ἐβούησεν ἀπό ταῖς φωναῖς τοῦ Κολοκοτρώνη καί τῷ ὄντι οἱ Τοῦρκοι ὅπου φύγη φύγη, ἄφησαν τά τσαντήρια τους, τά πολεμικά τους πράγματα. Ὁ δέ ἀράπης, ὁ ὁποῖος πάλιν τό πρωΐ ἀνέβη εἰς τήν ἀχλαδιά, δέν ἐπρόφθασε νά καταβῆ κάτω καί κάποιος Ἕλλην τόν εἶδε καί ἀφοῦ τοῦ ἔρριξε καί τόν ἐσκότωσεν, ἔπεσε κάτω σάν ἀσκί, τά ροῦχα του ἐπῆραν τότε φωτιά καί ἐκάη ὅλος σάν τό κερί. Ὁ βρόντος του, ὅταν ἔπεσε μέ ἔκαμε καί ἐπήδηξα σάν λαγός μανιάτικος ἀπό τόν φόβον μου.»

Φώτιος Χρυσανθόπουλος ἤ Φωτάκος (Ἀπομνημονεύματα)

Οἱ Τοῦρκοι, γνωρίζοντας τίς ἐλλείψεις τῶν Χριστιανῶν σέ ρουχισμό, τρόφιμα καί κυρίως ὅπλα, ὀπισθοχωροῦντες πέταγαν ὅλα τά πολύτιμα πράγματά τους, γιά νά σταματοῦν οἱ ἐπαναστάτες καί νά τά λαφυραγωγοῦν ὥστε νά κερδίσουν ἔτσι χρόνο στή φυγή τους γιά τήν Τριπολιτσᾶ. Ὁ Κολοκοτρώνης παρακολουθώντας τό κυνηγητό τῶν Τούρκων, πρόσεξε μέ τό κυάλι του ὅτι οἱ Ρωμιοί πλησίαζαν στόν κάμπο. Φοβούμενος γιά τό τουρκικό ἱππικό φώναξε στά παλληκάρια του: “Ἕλληνες, γυρίστε πίσω, ἀφῆστε Τούρκους γιά νά ‘χουμε νά σκοτώσουμε κι ἄλλη μέρα”.

Οἱ ἑλληνικές ἀπώλειες ἀνῆλθαν σέ μερικές δεκάδες νεκρούς, τῶν δέ Τούρκων σέ πολλές ἑκατοντάδες. Αὐτή ἦταν ἡ πρώτη σοβαρή νίκη τῆς ἐπανάστασης καί οἱ Ἕλληνες ἀπό τότε δέν θά σκορποῦσαν μέ τήν ἐμφάνιση τοῦ ἐχθροῦ, τόν ὁποῖον μέχρι τότε θεωροῦσαν ἀνίκητο. Ὁ Κεχαγιᾶς ντροπιασμένος καί ἔχοντας χάσει σχεδόν τό ἕνα τέταρτο τῶν στρατιωτῶν του, σέ μία μόνο μάχη, ἔφθασε τό βράδυ τῆς 13ης Μαΐου στήν Τριπολιτσᾶ καί ἔκτοτε δέν τόλμησε νά βγεῖ ἀπό τά τείχη τῆς πόλης.

«Τρίτη, Τετράδη θλιβερή,

Πέμπτη φαρμακωμένη,

Παρασκευή ξημέρωνε

νά μή ΄χέ ξημερώση,

ποῦ βγῆκε ὁ Κεχαγιάμπεης

μές στόν Μωριᾶ νά πάη.

Μά’ κάψε χώραις καί χωριά,

χωριά καί βιλαέτια,

τήν Πάτρα τήν περήφανη,

Βοστίτσα παινεμένη,

Κόρθο κολώνα τοῦ Μωριᾶ

καί τ’ Ἄργος τό καϋμένο.

**************

Ἐπῆγε στήν Τριπολιτσᾶν

στήν ξακουσμένη χώρα,

Κιαμήλμπεης τοῦ μίλησε,

Κιαμήλμπεης τοῦ λέγει:

“ἦρθες νά πολεμήσωμεν

Μωριᾶ τόν ξακουσμένον.

Ταχύ σάν θέλεις πόλεμο

μέ τόν Κολοκοτρώνη ἔβγα

νά πολεμήσετε στά Τρίκορφα στή ράχι”.

*************

Παρασκευή ξημέρωνε

νά μή’ χέ ξημερώση,

ποῦ βγῆκε ἀπ’ τήν Τριπολιτσᾶν

νά πάη στό Βαλτέτσι.

Κι’ ὁ Κυριακούλης τοῦ μιλάει

κι’ ὁ Κυριακούλης λέει:

“Ποῦ πᾶς βρέ κερατόμπεη

καί σύ σκυλαρβανίτη;

Δέν εἴν’ τῆς Κόρθος τά χωριά,

τ’ Ἀργίτικα κορίτσια,

ἐδῶ τό λένε Τρίκορφα,

ἐδῶ τό λεν’ Βαλτέτσι“.»

Δημοτικό τραγούδι

«Μητροπέτροβας

Κατήγετο ἀπό τό χωρίον Γαράντσα (Ἄνω Μέλπεια Μεσσηνίας). Οὗτος μέ τά παιδιά του καί τούς συγγενεῖς του, καί ὅλον τό χωρίον Γαράντσα εἶχον ὅλοι ὄνομα ἐπίσημον κατά τήν ἐπανάστασιν ὡς παλληκάρια, διότι εἰς ὁποιανδήποτε μάχην καί ἄν εὑρέθησαν, διεκρίθησαν. Ἰδίως δέ διεκρίθησαν καί ἠνδραγάθησαν εἰς τήν ἔνδοξον μάχην τοῦ Βαλτετσίου, ἔνθα ἀφήκαν μνημεῖα αἰώνια, καί μέχρι τῆς σήμερον λέγονται καί μαρτυροῦνται τά ταμπούρια τοῦ Μητροπέτροβα καί τῶν Γαραντσαίων, διότι ἴσα ἴσα ταῦτα ἐβάστασαν τάς ὁρμάς τῶν Τούρκων, κείμενα εἰς τό κάτω μέρος τοῦ χωρίου Βαλτέτσι, ὅπου ἦτον ὀλίγος κάμπος καί τό τουρκικόν ἱππικόν τά ἐκτύπα, τά δέ κανόνια δέν ἠδύναντο νά τά κτυπήσουν. Ὁ Μητροπέτροβας ὑπηρέτησεν ἐν γένει καθ’ ὅλον τόν ἀγῶνα. Ἐφυλακίσθη δέ καί αὐτός εἰς Ὕδραν μετά τῶν λοιπῶν.

Ἀναγνωσταρᾶς (Ἀναγνώστης Παπαγεωργίου)

Ἦτον ἐκ τῆς Πολιανῆς Μεσσηνίας, καί παλαιός κλέφτης. Πρό τῆς ἐπαναστάσεως μετέβη εἰς τήν Ρωσσίαν πρός ἀντάμωσιν τοῦ Καποδιστρίου καί τοῦ Ἀλεξάνδρου Ὑψηλάντου καί λοιπῶν ἑταίρων. Ἡ ἐκεῖ μετάβασίς του ὠφέλησε πολύ, διότι ἐβεβαίωσε τήν κατάστασιν τῶν πραγμάτων τῆς Πελοποννήσου καί τήν δύναμιν αὐτῆς, διαφωτίσας καί ἐμψυχώσας τούς ἐκεῖ ἀδελφούς, ὁ Ἀναγνωσταρᾶς ἐχρημάτισε καί ὡς ταγματάρχης εἰς τά ἐν Ἑπτανήσῳ τάγματα. Ἦτο περίφημος διά τούς τρόπους του καί τήν ἱκανότητά του εἰς τό πείθειν καί ραδιουργεῖν ἐπιτηδείως. Μετέβη δέ καί εἰς τάς νήσους Ὕδραν καί Σπέτσας, ἐνεργῶν τά χρέη τά ἀποστολικά.

Κατά δέ τήν ἔκρηξιν τῆς ἐπαναστάσεως εὑρέθη εἰς τάς Καλάμας, ὅπου ἐπῆραν τούς ὀλίγους Τούρκους μετά τῶν ἄλλων καί ἔπειτα ἐτράβηξε διά τάς ἐπαρχίας Τρυφυλλίας καί Ὀλυμπίας γενικεύων τήν ἐπανάστασιν καί παρακινῶν τούς κατοίκους νά λάβουν τά ὅπλα. Ἐκεῖ δέ ἦσαν καί ἄλλοι καπεταναῖοι μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Φλέσας, ὁ Κεφάλας, ὁ Παπατσώνης καί λοιποί. Οὗτοι δέ ὅλοι ἦλθον εἰς τήν πολιορκίαν τῆς Καρύταινας, ἄγοντες ὑπέρ τάς 2500 στρατιώτας. Ἐλθούσης δέ βοηθείας ἐκ Τριπολιτσᾶς, ἡ πολιορκία διελύθη καί οἱ Ἕλληνες ἐσκορπίσθησαν ἐκεῖθεν. Ὁ δέ Ἀναγνωσταρᾶς ὑπῆγε εἰς Στεμνίτσαν, μετ’ ἄλλων καπεταναίων καί ἐκεῖθεν ἐτράβηξε διά τό Λεοντάρι. Ἔπειτα ἦλθεν εἰς τό Βαλτέτσι ὅπου καί πολλοί συνηθροίσθησαν. Ἐλθόντες δέ ἐκεῖ οἱ Τοῦρκοι ἐπολέμησαν μέ τούς Ἕλληνας.

Δημήτριος Κολιόπουλος ἤ Πλαπούτας

Οὗτος ὁ φιλοπόλεμος στρατηγός κατήγετο ἀπό τό χωρίον Παλούμπα τῆς Λιοδώρας (δυτικά της Δημητσάνας). Ἐν ἀρχῇ τῆς ἐπαναστάσεως ἔγεινεν ἀρχηγός ἑνός τμήματος (σέμπτι) τῆς ἐπαρχίας Καρυταίνης, τοῦ λεγομένου τῆς Λιοδώρας. Αἱ ἐκδουλεύσεις του εἶναι ἐπίσημοι καί γνωσταί. Κατ’ ἀρχάς εὑρέθη εἰς τήν πρώτην μάχην, τήν ὁποίαν ὁ Κολοκοτρώνης ἔκαμε μέ τούς Φαναρίτας Τούρκους, καί ἦλθε κατόπιν τῶν εἰς Καρύταιναν. Μετά δέ ταῦτα ὅταν ἐσυναθροίζοντο οἱ στρατιῶται εἰς τό Διάσελον τῆς Ἁλωνίσταινας, ὅπου ἦτον ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Πλαπούτας εὑρέθη εἰς Βυτίναν, καί ἐκεῖθεν ὑπῆγεν εἰς Λεβίδι, ὅπου ἔλαβε μέρος καί εἰς αὐτόν τόν πόλεμον.

Ὕστερον δέ εἰς τό συσταθέν στρατόπεδον εἰς Πιάναν ἦτον ὡς ἀρχηγός ἀντί τοῦ Κανέλλου Δεληγιάννη ἐφόρου ὄντος. Κατόπιν ἐπῆγε μέ τούς στρατιώτας τοῦ εἰς τό Βαλτέτσι καί κατά τήν μάχην ἐκείνην ἀνδραγάθησε καί ἐφάνη ἡ παλληκαριά του. Ὅταν δέ εἴμεθα εἰς τά Τρίκορφα, αὐτός ἐπῆγεν εἰς τοῦ Λάλα διά νά σταθῆ εἰς τό σῶμα ἐκεῖνο τοῦ ἀδελφοῦ του Γεωργάκη, ὅστις ἐφονεύθη εἰς Λάλα.

Ἡ οἰκογένεια τοῦ Πλαπούτα εἶχεν ἐπισημότητα καί πρό τῆς ἐπαναστάσεως, διότι ὁ πατέρας του Γέρο Κόλιας ὑπῆρξε στρατιωτικός κάπος (ἀρχηγός) καί ἀρματωλός, καί εἶχε τρομάξει τούς Λαλαίους Τούρκους, καί δέν ἐπατοῦσαν τά ὅρια τῆς Καρύταινας ἐδῶθεν τοῦ ποταμοῦ Ροφιᾶ(Ἀλφειοῦ). Ὑπερασπίζετο ὅμως τοῦτον ὁ Γέρων Γιάννης Δεληγιάννης, καί τοῦτον πάλιν ἐπίσης εἰς τάς καταδρομάς του ἀπό τούς πασσᾶδες ὑπερασπίζετο ὁ Γέρο Κόλιας, διότι ἔβγαινε μέ στρατιώτας καί ἐφύλαττε τούς Δεληγιανναίους. Διά τοῦτο ἡ τουρκική ἐξουσία τοῦ ἔκαψε τά σπίτια τοῦ πολλαῖς φοραῖς, καί ἡ ἐπαρχία τοῦ ἔκαμνε βοήθειαν.

Ἐκτός τούτου καί οἱ ἀδελφοί του Γεωργάκης Θανάσης καί Παρασκευᾶς, συνετέλεσαν ὡς στρατιωτικοί. Ἀλλά ἐκ τούτων ὁ Γεωργάκης ἐπρωτοχάθη εἰς τίνα μάχην, εἰς τήν ὁποίαν οἱ Τοῦρκοι Λαλαῖοι ἐνίκησαν τούς Ἕλληνας.

Βαλτέτσι

Στίς 24 Ἀπριλίου 1821, οἱ Τοῦρκοι μᾶς ἐπῆραν τό χωριό Βαλτέτσι (πρώτη μάχη) καί μᾶς ἔσπρωξαν κατά τό βορεινόν μέρος σιμά τοῦ χωριοῦ. Τότε ἐφάνη ἀπό τήν Πιάνα καί Χρυσοβίτσι ὑπό τόν Δημήτριο Πλαπούτα σῶμα Καρυτινῶν, Ζυγοβιστινῶν, Στεμνιτσιωτῶν καί λοιπῶν βουνίσιων, τούς ἐκτύπησαν ἀπό ταῖς πλάταις καί ἀμέσως οἱ Τοῦρκοι ἐτραβήχθησαν ὀπίσω, μᾶς ἔκαψαν τό χωριό, ἐπῆραν τάς τροφάς, τήν καπόταν καί τό τάσι τοῦ Κολοκοτρώνη. Ἐδῶ μᾶς ἐσκότωσαν καί δύο Ἕλληνες καί διά νά μᾶς φοβίσουν τούς ἔκαμαν κομμάτια.

Ἀφοῦ μᾶς ἦλθεν ἡ βοήθεια τούς ἐκυνηγήσαμε ἐμεῖς ἐξοπίσω τους ἕως τοῦ Μπολέτα καί Κάρτσοβα. Ὁ Νικηταρᾶς τότε τούς εἶπε “διά τί φεύγετε Περσιάνοι*, σταθῆτε νά πολεμήσωμεν” καί πλέον ἀπό τότε τούς ἔλεγαν οἱ Ἕλληνες τούς Τούρκους Περσιάνους. Ὑπῆρχε πατροπαράδοτος ἡ ἰδέα εἰς τούς Ἕλληνας ὅτι οἱ Τοῦρκοι κατάγονται ἀπό τήν Περσίαν καί ἀπό τήν Κόκκινην Μηλιάν. Εἰς τήν μάχην ταύτην ἀνδραγάθησεν ὁ Ἀναγνώστης Σταυρόπουλος ἀπό Ζυγοβίστι.»

Φώτιος Χρυσανθόπουλος ἤ Φωτάκος (Ἀπομνημονεύματα)

*Οἱ Βυζαντινοί ἀποκαλοῦσαν τούς Τούρκους Πέρσες καί ἤλπιζαν νά τούς στείλουν ἀπό ἐκεῖ πού ἦλθαν, δηλαδή στήν μυθική Κόκκινη Μηλιά. Ἡ συνέχεια τοῦ Γένους μας ἀποδεικνύεται καί ἀπό τό ἀναλλοίωτον τῶν θρύλων καί τῶν δοξασιῶν τῶν Ἑλλήνων κατά τή διάρκεια τῶν τεσσάρων αἰώνων τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ.

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο “1821 – Ἡ Ἀπάντηση στήν τηλεόραση” (Σταυρίδης Φώτιος)

https://infognomonpolitics.gr/

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια