Η μελαγχολία για την εγκατάλειψη της ελληνικής γλώσσας


*της Πολυβίας Παραρά

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης μαγεύεται από την αναδυόμενη επιστήμη της αρχαιολογίας και μελετά με πάθος στην βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας την ιστορία και τις πηγές της. Εμπνεόμενος από το απόσπασμα του Αθήναιου του Ναυκρατίτη που έζησε τον δεύτερο αιώνα μετά Χριστόν για τους Ποσειδωνιάτες συνθέτει το δικό του ποιήμα για αυτούς με τίτλο ” Ποσειδωνιάται”, μετουσιώνοντας την ιστορία σε ποίηση. Το απόσπασμα ιστορεί ότι οι Ποσειδωνιάτες ήταν Έλληνες που ζούσαν στον Τυρρηνικό κόλπο στην Κάτω Ιταλία. Αλλά σταδιακά εκβαρβαρίστηκαν από τους ντόπιους Τυρρηνούς και τους Ρωμαίους και μετέβαλαν την γλωσσική τους έκφραση εγκαταλείποντας τα ελληνικά. Όταν συναντιόντουσαν μεταξύ τους σε ελληνικές γιορτές θυμόντουσαν μνημονεύοντες αρχαία ελληνικά ονόματα και νόμους. Και τότε έκλαιγαν με λυγμούς και δακρύοντες επέστρεφαν στα σπίτια τους.

Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται

εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι

με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.

Το μόνο που τους έμενε προγονικό

ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,

με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.

Κι είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής

τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,

και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,

που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.

Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.

Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες — Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·

και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,

να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά

βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον Ελληνισμό.

Η ποίηση του Καβάφη αναδεικνύει σε όλο της το βάθος την γλωσσική αλλοτρίωση και για αυτόν τον λόγο είναι αφοπλιστικά επίκαιρος σήμερα. Η γλωσσική ταυτότητα του κάθε ανθρώπου είναι και ο καθρέφτης και ο φορέας του πολιτισμού του. Είναι κώδικας επικοινωνίας που σημαίνει ότι είναι και κώδικας σκέψης και κώδικας έκφρασης του είναι. Γινόμαστε ο τρόπος με τον οποίον μιλάμε, η γλώσσα έχει διαμορφωτική δύναμη στην προσωπικότητά μας. Μπορεί ένας άνθρωπος που εκφράζεται αυθόρμητα συστηματικά χυδαία να έχει σκέψη ενάρετη; Μπορεί ένας άνθρωπος που διατυπώνει πηγαία έναν λόγο ευγενή να είναι ένας άνθρωπος χωρίς αρχές; Μπορεί ένας γνώστης της οντολογίας της ελληνικής “να κουλάρει”; Μπορεί ένας εκβαρβαρισμένος Έλληνας να ομιλεί με καλλιέπεια;

Στον όρο βαρβαρισμό αποδίδεται η αρχική του σημασία, δηλαδή να μην ομιλείται η ελληνική γλώσσα. Και σίγουρα δεν χρησιμοποιείται για να δηλώσω ότι είναι κακό, απλά μόνο ότι δεν είναι ελληνικό. Όμως, αν και ο όρος έχει αρχικά γλωσσική αναφορά, σχεδόν συγχρόνως αποκτά και πολιτιστική αναφορά υποδηλώνοντας και την μη βίωση του ελληνικού τρόπου, διότι η κάθε γλώσσα είναι και μία πολιτισμική οντότητα καθεαυτή. Ο εκβαρβαρισμός, λοιπόν, δηλαδή η εγκατάλειψη της ελληνικής και η υιοθέτηση μιας άλλης γλώσσας σταδιακά σημαίνει και την σταδιακή προσχώρηση σε ένα άλλο « λάιφ στάιλ», πολιτεία είναι η λέξη η ελληνική. Δηλαδή, ο Έλληνας με λάιφ στάιλ και ο Έλληνας με πολιτεία – Ο βίος και η πολιτεία του Άλέξη Ζορμπά για να δώσω μια συγκεκριμένη αναφορά στον όρο πολιτεία- εν δυνάμει εξελίσσονται σε δύο διαφορετικούς πολιτιστικά ανθρώπους: ο πρώτος εκβαρβαρισμένος, ο δεύτερος ελληνικός.

Ο Καβάφης θα μας πει, λοιπόν, ότι ο εκβαρβαρισμός των Ποσειδωνιατών, δηλαδή η γλωσσική τους αλλοτρίωση τούς δημιουργούσε μια βαθιά μελαγχολία, και λυπόντουσαν βαθιά, ώστε να ξεσπούν σε ολοφυρμούς και σπαρακτικό κλάμα μιλώντας και ακούγοντας την ελληνική στα νοήματα και στην αισθητική της. Ας διερωτηθούμε πόσο ευτυχισμένος είναι ο Έλληνας του λάιφ στάιλ, ο αλλοτριωμένος από την ελληνική γλώσσα και τον ελληνικό τρόπο; Κατά τον ποιητή είναι στο βάθος πονεμένος και δυστυχής. Επειδή όποιος ενδίδει στον εκβαρβαρισμό και παραδίδει την εθνική του ταυτότητα, το γνωρίζει καλά και θλίβεται βαθιά για αυτό. Και αυτό διότι αντιλαμβάνεται πώς βιώνει την ζωή του και προς τα πού πορεύεται. Και κυρίως: τι όπλα έχει στην φαρέτρα του για να δώσει τον αγώνα της ύπαρξης, της συνέχειας και της δημιουργίας. Όταν πάψει να ομιλεί την ελληνική και αποσυνδεθεί από την πολιτιστική της ποιότητα, δεν θα θλίβεται πια και δεν θα μελαγχολεί, γιατί θα είναι Άλλος.

Νομίζω πρέπει να το διαβάσουμε πολλές φορές αυτό το ποιήμα του Καβάφη. Να το χωνέψουμε βαθιά. Και μετά να αποφασίσουμε εάν είναι προς το συμφέρον του ελληνισμού να αντικαταστήσουμε την πολιτεία των Ελλήνων με λάιφ στάιλ. Και εάν προκρίνουμε να βαδίσουμε τον δρόμο του ελληνισμού, να εξετάσουμε πώς θα καταστεί το λάιφ στάιλ κάτι αλλότριο αντί να καθίσταται αλλοτριωτικό. Εμείς οι Έλληνες έχουμε μια σπουδαία κληρονομιά, ένα ασύγκριτο και μοναδικό πλεονέκτημα. Ας επενδύσουμε στο ελληνικό πολιτιστικό κεφάλαιο για το μέλλον μας. Ομιλούμε μία γλώσσα που συσσωρεύει σοφία και δημιουργία χιλιετηρίδων πολιτισμού, δημιουργού ανθρωποκεντρισμού σε ελευθερία και αποτελεί το όχημα των νοημάτων μιας ζωής αυτογνωσίας και ανθρωπισμού. Αυτό το υλικό δημιουργεί νέα νοήματα πολιτισμού και αποτελεί εν δυνάμει ένα εύπλαστο και ευέλικτο εργαστήρι προταγμάτων που αντλεί από μία βαθιά πυρηνική δεξαμενή ανθρωποκεντρισμού και ελευθερίας.

Η Δρ Πολυβία Παραρά διδάσκει Ελληνικές Σπουδές στο University of Maryland College Park USA

pparara@umd.edu

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια