Περί της γαστρονομικής τέχνης των Ελλήνων στην αρχαιότητα



Ο ΠΡΩΤΟΣ ΣΕΦ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΑΣ ΣΥΣΤΗΝΕΙ

Όποιος επιθυμεί να μελετήσει την ελληνική ιστορία από την αρχαιότητα μέχρι τις ημέρες μας δεν έχει παρά να εντρυφήσει στις υπέροχες γεύσεις που προσφέρει κάθε γεύμα της μεσογειακής κουζίνας. Από το «Συμπόσιον» του Πλάτωνα ως τη γαστρονομική ποίηση του Αρχέστρατου, από το ούζο των Βυζαντινών ως την κατοχύρωση της κρητικής διατροφής ως «αυλής πολιτιστικής κληρονομιάς» από την UNESCO, η ελληνική κουζίνα είναι στενά συνυφασμένη με την ιστορία του τόπου μας.
ΜΕΡΟΣ 1ον


Γαστρονομία: ο νόμος του… στομαχιού
Του Dalby Andrew

Λίγοι γνωρίζουν ότι οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ήταν οι πρώτοι που μελέτησαν ενδελεχώς την έννοια της απόλαυσης του φαγητού. Η εφεύρεση της λέξης «γαστρονομία» (δηλαδή κανόνες του… στομαχιού, από τις λέξεις γαστήρ και νόμος) ανήκει στον πρώτο σεφ της ιστορίας, στον Συρακούσιο Αρχέστρατο. Ο διάσημος ποιητής και φιλόσοφος έζησε τον 4ο Αι π. Χ. και ήταν ο πρώτος που μελέτησε τους κανόνες περί ορέξεως. Στο περίφημο ποίημά του με τίτλο «Ηδυπάθεια» ο ποιητής ξεναγεί με γλαφυρές λεπτομέρειες τον αναγνώστη στα μυστικά της αρχαιοελληνικής κουζίνας, αφιερώνοντας ολόκληρα κεφάλαια στο ψάρι, στα όσπρια και στο κρασί - με άλλα λόγια στα τρόφιμα που χαρακτηρίζουν ως σήμερα την ελληνική διατροφή.
Οι υλικές απολαύσεις, με το φαγητό να κατέχει δεσπόζουσα θέση ανάμεσά τους, ανάγονται σε φιλοσοφία από τον μαθητή του Σωκράτη και ιδρυτή της «ηδονιστικής σχολής», τον φιλόσοφο Αρίστιππο. Λίγους αιώνες αργότερα, η άντληση
«ευδαιμονίας» από απλά καθημερινά στοιχεία, όπως η ικανοποίηση της πείνας, ήταν στοιχείο και του μεγάλου φιλοσόφου της Ελληνιστικής εποχής, του Επίκουρου.



Από το γλυκάνισο στο «Uso Massalia»
Στοιχεία της ελληνικής κουζίνας συνεχίζουν να δημιουργούνται καθ' όλη της διάρκεια της ιστορίας του ελλαδικού χώρου. Το ούζο αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα. Ο γλυκάνισος, από τον οποίο παρασκευάζεται το ούζο, καταναλωνόταν από τους Αρχαίους ως μπαχαρικό, ενώ το προϊόν της απόσταξης του αρχικά χρησιμοποιούνταν μόνο ως φάρμακο. Σταδιακά, ωστόσο, αυτόχθονες οινοποιοί μετατρέπουν το απόσταγμα του γλυκάνισου στο δυνατό ποτό που απολαμβάνουμε μέχρι σήμερα και κατά τα βυζαντινά χρόνια το ούζο κατακτά ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Ακόμα και η λέξη «ούζο» έχει το δικό της μύθο. Οι ιστορικοί πιστεύουν ότι προέρχεται από τη φράση «Uso Massalia» (προς χρήση στη Μασσαλία), η οποία αναγραφόταν στις κούτες με ούζο που μεταφέρονταν στη Μεσόγειο με προορισμό τη Μασσαλία. Σε κάθε περίπτωση, το ποτό πιστεύεται ότι καταναλωνόταν αιώνες πριν από την επικράτηση του ονόματος.


Αρχαίο ελληνικό  ειδώλιο με γυναίκα που φουρνίζει .

Πολιτιστική κληρονομιά .
Αν και η κρητική κουζίνα κέρδισε την αναγνώριση της UNESCO ως αϋλη πολιτιστική κληρονομιά, τα χαρακτηριστικά της δεν απέχουν καθόλου από όσα καταναλώνονταν στον ελλαδικό χώρο επί αιώνες. Ελαιόλαδο, όσπρια, δημητριακά και φρούτα, σε συνδυασμό με λίγο ψάρι και ελάχιστο κρέας αποτελούσαν επί αιώνες την τροφή του λαού μας και αναγνωρίστηκαν εν έτει 2010 ως «ένα σύνολο διαδικασιών, θεσμών, κουλτούρας, τρόπου ζωής και, φυσικά, διατροφής που αφορά τις χώρες της Μεσογείου».
Οι επιστήμονες θαυμάζουν το γεγονός, άλλωστε, ότι περιοχές φαινομενικά απομακρυσμένες μεταξύ τους μοιράζονταν ανέκαθεν τους ίδιους διατροφικούς κανόνες, από τα παράλια της Σικελίας, ως τα βουνά της Πελοποννήσου, τα νησιά του Αιγαίου και τη Μικρά Ασία, στοιχείο ομογένειας του πληθυσμού των Ελλήνων. Τα ιδιαίτερα προϊόντα κάθε περιοχής προσθέτουν και δεν αντικαθιστούν τους βασικούς κανόνες της μεσογειακής κουζίνας: φιστίκια στην Αίγινα, λουκούμια στη Σύρο, κρασί στη Σάμο, ελαιόλαδο στη Μάνη δίνουν σε κάθε περιοχή την «δική της» γεύση. Εν τέλει, όμως, όπως ο Οδυσσέας επιστρέφει στην πατρίδα του, έτσι και η μεσογειακή διατροφή «τριγυρνά» πάντα στους ίδιους κανόνες που προσέφεραν απλόχερα την απόλαυση από την αρχαιότητα ως τις μέρες μας. Ο φημισμένος Συρακούσιος ποιητής και φιλόσοφος του 4ου αι. π.Χ. Αρχέστρατος θεωρείται ως ο πατέρας της γαστρονομίας.
Ήταν ο πρώτος που αντιμετώπισε τη μαγειρική ως τέχνη και μάλιστα έγραψε το περίφημο ποίημα «Ηδυπάθεια», στο οποίο αποκαλύπτει τα μυστικά της αρχαιοελληνικής κουζίνας.

Ψάρι, όσπρια, κρασί
Στο έργο του αυτό κάνει εκτενείς αναφορές στο ψάρι, στα όσπρια και στο κρασί - δηλαδή στα τρόφιμα που εκτιμούσαν ιδιαίτερα οι αρχαίοι ημών πρόγονοι και τα οποία χαρακτηρίζουν μέχρι σήμερα την υγιεινή ελληνική διατροφή.
Ο Αρχέστρατος ήταν αυτός που εφηύρε και τον όρο γαστρονομία, η οποία στην κυριολεξία σημαίνει οι κανόνες του στομαχιού (από τις λέξεις γαστήρ και νόμος). Μελέτησε λοιπόν του κανόνες περί ορέξεως και γευστικής απόλαυσης και κατέθεσε το πρώτο βιβλίο μαγειρικής τέχνης στον κόσμο.


Ιχθυοπώλης τεμαχίζει τόνο ενώπιον του πελάτη.

Τι έτρωγαν οι Αρχαίοι
Οι αρχαίοι με την ανατολή του ήλιου ξεκινούσαν τις καθημερινές τους ασχολίες. Πριν ξεκινήσουν για τις δουλειές τους, έτρωγαν κάτι λιτό. Αυτό το πρώτο γεύμα λεγόταν ακράτισμα, ήταν ψωμί βουτηγμένο σε λίγο ανέρωτο κρασί. Προς το μεσημέρι ή το απόγευμα έπαιρναν ένα απλό και γρήγορο γεύμα, το άριστον. Πριν από το βραδινό γεύμα έτρωγαν κάτι στα γρήγορα, το εσπέρισμα. Το κανονικό γεύμα, που ήταν πλουσιοπάροχο, το έπαιρναν στο τέλος της μέρας και λεγόταν δείπνον. Έτρωγαν κανονικά μόνο τα βράδια, γιατί σχεδόν καθημερινά είχαν καλεσμένους.

Έτρωγαν συνήθως δημητριακά
Οι αρχαίοι χαρακτηρίζονταν για τη λιτότητα στα φαγητά. Έτρωγαν συνήθως δημητριακά, σιτάρι και κριθάρι, γι' αυτό ο Όμηρος τους
αποκαλεί «ψωμοφάγους». Είχαν δύο ειδών ψωμιά, τη μάζα, που ήταν κριθάρι ζυμωμένο σε γαλέτα, πιο φτηνό και το έψηναν είτε μόνοι τους στα σπίτια είτε στους φούρνους. Το άλλο είδος ψωμιού ήταν ο άρτος, κανονικό ψωμί. Κάθε στέρεη τροφή που συνόδευε το ψωμί ονομάζονταν όψον: χόρτα, κρεμμύδια, ελιές, ψάρια, κρέας, φρούτα, γλυκίσματα. Μια πολύ αγαπημένη τους τροφή ήταν το έτνος, φάβα από κουκιά και φακές. Έτρωγαν πολλά σκόρδα και τυρί. Το κρέας ήταν ακριβό, γι' αυτό σπάνια το έτρωγαν, και αυτό ήταν κυρίως από κρέας πουλερικών, γουρουνόπουλα, κυνήγι. Τα ψάρια ήταν βασική τροφή, τα έτρωγαν φρέσκα ή παστά, (τάριχος).


Επιδόρπιο και κρασί νερωμένο
Το δείπνο τελείωνε με επιδόρπιο, τράγημα: φρούτα φρέσκα ή ξερά, γλυκά, μέλι, καρύδια. Βασικό τους ποτό ήταν το κρασί, που το
έπιναν συνήθως νερωμένο, για να έχουν διαύγεια στη συζήτηση. Ένα άλλο ποτό που συχνά έπιναν και που καθόριζε το τελετουργικό στα Ελευσίνια μυστήρια, ήταν ο κυκεών, μείγμα κριθάλευρου, νερού και αρωματικών φυτών.
Οι αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν πηρούνια, γι΄αυτό έκοβαν το κρέας σε μικρά κομμάτια και το έπιαναν με το χέρι. Ωστόσο χρησιμοποιούσαν οβελούς (σούβλες) και κρεάγρες με δύο ή τρία στελέχη. Χρησιμοποιούσαν κουτάλια, αλλά μερικές φορές και την
κόρα του ψωμιού για κουτάλι.

Πέντε κανόνες φαγητού
Tι συνταγές δίνει ο αρχαίος Συρακούσιος ποιητής και φιλόσοφος Αρχέστρατος, πατέρας της γαστρονομίας
Οι 5 χρυσοί κανόνες περί γαστρονομικής τέχνης του Αρχέστρατου (επίκαιροι σήμερα περισσότερο από ποτέ) ήταν:

  •    Αγνά υλικά για την παρασκευή φαγητού.
  •    Αρμονία των υλικών μεταξύ τους.
  •    Όχι στις βαριές σάλτσες και στα καυτερά υλικά. Καλύπτουν και δεν αναδεικνύουν τις επιμέρους γεύσεις.
  •    Ελαφρές σάλτσες. Βοηθούν στην απόλαυση του ουρανίσκου.
  •    Καρύκευμα του πιάτου με μέτρο έτσι ώστε να υπάρχει αρμονία των γεύσεων και των αρωμάτων του φαγητού.



Προϊόντα με ονομασία προέλευσης από την αρχαιότητα
Στα 200 χρόνια μετά από την εισβολή του Ξέρξη , ένας γαστρονομικός πολιτισμός εκπληκτικής περιπλοκότητας αναπτύχθηκε πάλι στην Ελλάδα. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του πολιτισμού ήταν και η παράδοση των τοπικών τροφών και κρασιών. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός πως, καθώς η Ελλάδα αποκτούσε ξανά συνείδηση και γνώση των φαγητών της, οι τοπικές σπεσιαλιτέ και τα τοπικά επιτεύγματα ήρθαν στην επιφάνεια της συλλογικής γαστρονομικής συνείδησης.


Πελοπόννησος
Οι Έλληνες της Πελοποννήσου είχαν ασφαλώς τα δικά τους αγαπημένα φαγητά και κρασιά.. Οι μαρτυρίες που διαθέτουμε από συγγραφείς εκτός της χερσονήσου είναι, αδύναμες. Γνωρίζουμε πάντως πως η Αρκαδία ήταν διάσημη για μια μάλλον αμφιβόλου ποιότητος γαστρονομική διάκριση, για το γεγονός δηλαδή ότι τα βελανίδια αποτελούσαν το βασικό είδος διατροφής των κατοίκων της. Αλλά φανταστείτε με τα αιγοπρόβατα που υπήρχαν στην γη του Πάνα τι εκπληκτικά τυριά και γαλακτοκομικά θα είχε η περιοχή, αλλά και τα κρέατα , τι γεύση θα είχαν.
Είναι βέβαιο πως υπήρχαν αμπέλια στον Φλιούντα κατά τους ύστερους κλασικούς χρόνους, όπως υπάρχουν και σήμερα: οι αμπελώνες αυτοί είναι οι γνωστοί αμπελώνες της Νεμέας. Οι γόγγροι της Σικυώνας πάλι είχαν κερδίσει τους επαίνους και άλλων συγγραφέων. Αλλά αν πάρουμε το έργο του Αρχέστρατου ως παράδειγμα, ανάμεσα στα εξήντα οκτώ τοπωνύμια που καλύπτουν τον γεωγραφικό χώρο μεταξύ Σικελίας και βόρειας Μαύρης Θάλασσας, όπως τα συναντούμε στα σωζόμενα αποσπάσματα, μόνον δύο είναι πελοποννησιακά. Γαστρονομικώς λοιπόν, αν κρίνουμε τουλάχιστον από τη σωζόμενη λογοτεχνία, η Πελοπόννησος δεν κατείχε περίοπτη θέση στον κλασικό κόσμο. Όχι μόνον οι Αρκάδες, αλλά και οι κοσμοπολίτες Κορίνθιοι ακόμη, δεν ετύγχανον ιδιαιτέρας γαστρονομικής φήμης. Παρ΄ όλο που ήταν η μητρόπολη των Συρακουσών, η Κόρινθος δεν αναφέρεται ούτε μία φορά στα αποσπάσματα του Αρχέστρατου.
Στην αγορά τροφίμων της Κορίνθου κατά τον 4ο αιώνα, κατά τα λεγόμενα των Αθηναίων και παρά την ενδεχόμενη αντίφαση που μπορούμε να διακρίνουμε στα λόγια τους, οι ντόπιοι αναζητούσαν με πάθος τα ακριβά ξένα (εννοούμε από άλλους έλληνες οι αλλοεθνείς ονομάζονται βάρβαροι )  κρασιά, γιατί τα προτιμούσαν από τα δικά τους, παρ΄ όλο που η υπερβολική σπατάλη προκαλούσε την αστυνομική παρέμβαση και την τιμωρία.. Η Τεγέα έψηνε το ψωμί της στη στάχτη, η Ήλιδα είχε τις τρούφες της, η Αρκαδία τη ρίγανή της, οι Κλεωνές και η Κόρινθος τα ραπανάκια τους.
Φτάνουμε τώρα στη Σπάρτη όπου, κατά τρόπον άκρως ενδεικτικό, οι μαρτυρίες που διαθέτουμε είναι σχετικά αντιφατικές. Στην αρχαιότητα κυκλοφορούσαν τα χειρότερα ανέκδοτα για το κακό φαγητό και την κακής ποιότητας φιλοξενία της Σπάρτης. Ο «μέλας ζωμός» ήταν θρυλικός.(δείτε παρακάτω περισσότερα για τον μέλανα ζωμό ).
Παρ΄ όλα αυτά, η Σπάρτη διέθετε συντεχνία κληρονομικών μαγείρων, υπάρχουν δε και κάποιες μαρτυρίες, που δεν είναι ευθέως γαστρονομικές και δεν χαρακτηρίζονται από τις συνήθεις κοινοτοπίες, σύμφωνα με τις οποίες οι μάγειροι αυτοί είχαν στη διάθεσή τους πολύ καλής ποιότητας προϊόντα (οι μαρτυρίες αυτές προέρχονται από εγχειρίδια κηπουρικής). Από τα κείμενα αυτά μαθαίνουμε πως διάφορες ποικιλίες μαρουλιών, αγγουριών, μήλων και σύκων είχαν πάρει την ονομασία τους από τη Λακωνία- και πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν μπορούμε να αναφέρουμε ούτε καν τέσσερα ανάλογα παραδείγματα από οποιαδήποτε άλλη ελληνική πόλη. Αν δεν λάβουμε υπόψη μας τις συγκεκριμένες πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες της Σπάρτης, δεν είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι μια περιοχή που, όπως γνωρίζουμε, διέθετε καλές γεωργικές εκτάσεις τις οποίες εκμεταλλευόταν ένας μικρός αριθμός γαιοκτημόνων, ήταν προφανώς η πηγή πολλών εκλεκτών ποικιλιών. Για το σπαρτιατικό κρασί γίνονταν κάποια σχόλια κατά την αρχαϊκή περίοδο, αλλά κατά τον 4ο αιώνα το μόνο που βρίσκουμε είναι μια αναφορά, προφανώς ειρωνική, στο σπαρτιατικό ξίδι.




Αττική
Βορείως της Κορίνθου ακούμε επαίνους για τα μήλα (ή μάλλον τα ρόδια) της Σίδης και για τα σύκα των Μεγάρων. Ο βόρειος Σαρωνικός, που προστατευόταν από την Αίγινα, από τα Μέγαρα, περνώντας από την Ελευσίνα και τον Πειραιά, ως το Φάληρο, προσέφερε διάφορες θαλασσινές σπεσιαλιτέ, κυρίως τις μαρίδες και τα άλλα μικρά ψάρια όπως γαύρο ή σαρδέλα που γίνονται τηγανητά. Κατά τον Χρύσιππο τον Σολέα, ο καλύτερος γαύρος ήταν της Αθήνας, αλλά οι ίδιοι οι Αθηναίοι δεν τον τιμούσαν όπως του άξιζε. Ο Αριστοτέλης διευκρινίζει πως ο καλύτερος γαύρος υπήρχε στη Σαλαμίνα, στον Μαραθώνα και στην περιοχή γύρω από το Θεμιστόκλειον. Η Αθήνα ήταν επίσης φημισμένη για το ψωμί φούρνου και τα γλυκά της αρτοσκευάσματα, που συχνά ήταν ποτισμένα με μέλι (αυτό το μέλι θα είχε φυσικά το άρωμα του θυμαριού του Υμηττού). Τα καλά σύκα προέρχονταν από την Αίγιλα της Αττικής.

Βοιωτία
Το καμάρι της Βοιωτίας, στον βαθμό τουλάχιστον που μπορούμε να εμπιστευθούμε τις αθηναϊκές πηγές, ήταν τα χέλια της Κωπαΐδας. Υπήρχαν επίσης οι βοιωτικές ποικιλίες ραπανιών και αγγουριών, καθώς και το βοιωτικό κριθάρι, που το εκτιμούσαν πολύ στην αρχαιότητα. Η Τανάγρα, όπως και η γειτονική Χαλκίδα, ήταν η πηγή μιας ράτσας κατοικίδιων πουλερικών. Η Ανθηδόνα, στην ακτή της Βοιωτίας, είχε «καλό κρασί και καλό φαΐ», ειδικά μάλιστα μπακαλιάρο.


Ψήστης αερίζει τα κάρβουνα να ανάψουν .
Θεσσαλία
Ο χυλός από σιτάρι και το βοδινό κρέας ήταν τα χαρακτηριστικά προϊόντα της πλούσιας γεωργικής περιοχής της Θεσσαλίας. Οι νεροκολοκύθες της Μαγνησίας επαινούνταν πολύ κατά την αρχαιότητα, όπως άλλωστε και το κρασί της περιοχής. Κρασί άφθονο υπήρχε και στις γειτονικές περιοχές, αφού απέναντι από τις ακτές του Πηλίου βρίσκονται η Σκιάθος και η  Πεπάρηθος,(Σκόπελος) Η Καλυδώνα, στη Βορειοδυτική Ελλάδα, και η Αμβρακία, στα βόρεια της Καλυδώνας, διέθεταν εκλεκτά ψάρια. Ανάμεσα στα Ιόνια νησιά, το κρασί της Λευκάδας είχε αρχίσει εκείνη περίπου την εποχή να γίνεται περιζήτητο.


Αιγαίο
Τα νησιά του Αιγαίου ήταν γνωστά για τα ψάρια τους και, επίσης, για τις ποικιλίες κηπευτικών τους. Η Εύβοια, το μεγαλύτερο νησί, ήταν προφανώς η πηγή των αχλαδιών, των μήλων και των κάστανων που έφταναν στην αθηναϊκή αγορά (ευβοϊκόν κάστανον ήταν άλλωστε η κοινή ονομασία των καστάνων). Υπήρχε μια χαλκιδική ποικιλία σύκων, που αργότερα καλλιεργήθηκε και στη δημοκρατική Ρώμη. Η Χαλκίδα, η Ερέτρια και η Κάρυστος, τρεις πόλεις της Εύβοιας, επαινούνται από τον Αρχέστρατο για τα ψάρια τους, όπως και η Δήλος και η Τήνος. Στη Σκύρο παραγόταν το εκλεκτότερο κατσικίσιο γάλα, έτσι τουλάχιστον έλεγε ο Πίνδαρος.


Πήλινα ομοιώματα καρπών -Ευρήματα από αρχαιολογική ανασκαφή

Τα αμύγδαλα της Νάξου, το Ναξιώτικο κρασί, τα σύκα της Πάρου και της Κιμώλου είχαν αξιόλογη φήμη. Η βασική καλλιεργούμενη ποικιλία κυδωνιών είχε πάρει το όνομά της από την Κυδωνία, στη βόρεια ακτή της Κρήτης, έτσι τουλάχιστον θεωρούσαν γενικώς οι Έλληνες. Υπήρχε επίσης μια κρητική ποικιλία κρεμμυδιών. Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η Κρήτη έγινε ο σημαντικότερος παραγωγός ιατρικών βοτάνων.

Επιτραπέζια κουτάλια από την αρχαιότητα -Μακεδονία

Μακεδονία
Μεταφερόμαστε τώρα στα βόρεια παράλια του Αιγαίου. Ο Αρχέστρατος γνώριζε τα ψάρια τριών πόλεων του Θερμαϊκού, το καλαμάρι
του Δίου, το μιλιοκόπι της Πέλλας και τον γλαύκο της Ολύνθου. Η Μένδη, στη νότια Χαλκιδική, έδινε ένα πασίγνωστο και φημισμένο κρασί. Κρασί παρήγαν επίσης η Σκιώνη και η Τορώνη. Η Τορώνη μάλιστα διέθετε και μια ποικιλία καρχαρία που άρεσε ιδιαίτερα στον Αρχέστρατο. Στην ίδια περιοχή, υπήρχαν δύο ψάρια του γλυκού νερού. Το λαβράκι (ή κέφαλος) της λίμνης Βόλβης προσφερόταν ως θύμα σε μια «ετήσια θυσία, ετήσια ψαριά» από τους κατοίκους της περιοχής της Ολύνθου, οι οποίοι, με τον τρόπο αυτόν, προμηθεύονταν παστό ψάρι για όλο τον χρόνο. Τα χέλια του Στρυμόνα γίνονταν επίσης παστά.


Προϊστορικοί πίθοι τροφίμων από την Θάσο.

Το μεγάλο νησί της Θάσου ήταν επίσης γνωστό για τα μπαρμπούνια, τις σκορπίνες και τα χταπόδια του, για το κριθάρι, τους ξηρούς
καρπούς και μια ποικιλία ραδικιών που ονομάζονταν λειοθάσια ή θρακιώτικα. Μια ποικιλία κρεμμυδιών ήταν γνωστά ως κρεμμύδια της Σαμοθράκης. Η Τένεδος ήταν πηγή ρίγανης. Κατά μήκος των θρακικών ακτών, στα βόρεια και τα ανατολικά της Θάσου, μια σειρά από ελληνικές πόλεις καυχιόντουσαν για το καλό κρασί και το εκλεκτό τους ψάρι: τα Αβδηρα για τους κέφαλους και τις σουπιές τους, η Μαρώνεια για τις σουπιές της, η Ακανθος και ο Αίνος για τα μύδια και τις ύες.




Λέσβος
Τέλος, ερχόμαστε στα ανατολικά παράλια του Αιγαίου και στα μεγάλα νησιά της περιοχής. Η Λέσβος ήταν φημισμένη όχι μόνο για το κρασί της, αλλά και για τη σάλπα της Μυτιλήνης, τα χτένια της Μυτιλήνης και της Μήθυμνας, τις τρούφες της Μυτιλήνης και το κριθάρι της Ερεσού, «λευκότερο κα από το αιθερογεννημένο χιόνι. Αν οι θεοί τρώνε ψωμί (άλφιτα), εκεί πηγαίνει ο Ερμής και τους το αγοράζει» (Αρχέστρατος). Η διαβεβαίωση αυτή ταιριάζει και με τα νομίσματα της Ερεσού, που έφεραν μία κεφαλή Ερμού και ένα στάχυ κριθαριού.

Μαστίχα
Χίος 
Η Χίος ήταν μια άλλη σημαντική οινοπαραγωγική περιοχή· επίσης εκεί είχε αναπτυχθεί μια από τις μεγάλες σχολές μαγειρικής παράδοσης. Αργότερα αποτελούσε πηγή καλών σαλιγκαριών. Η Χίος είχε, ήδη κατά την αρχαιότητα, μεγάλη φήμη για την εξαιρετική της μαστίχα, ενώ στο νησί αυτό βρίσκουμε και μια ποικιλία σύκων.
Απέναντι από τα στενά της Χίου βρίσκονταν οι μικρασιατικές πόλεις Τέως και Ερυθραί, και οι δύο φημισμένες για τα μπαρμπούνια τους, οι Ερυθρές δε και για το ψωμί τους, που ψηνόταν σε πήλινους φούρνους. Ο Αρχέστρατος είχε πολλά να πει για τα θαλασσινά της Εφέσου. Τα μύδια της τα συστήνει και ο διαιτολόγος συγγραφέας Δίφιλος ο Σίφνιος.


 Ψάρεμα στην αρχαία Ελλάδα

Σάμος - Μ. Ασία -Ρόδος.

Ο τόνος της Σάμου, ένα καρκινοειδές της Πάρου και τέσσερα ψάρια που μπορούσε κανείς να βρει στη Μίλητο συστήνονταν επίσης ενθέρμως. Η Μίλητος ήταν προφανώς γνωστή για τα ρεβίθια και το κάρδαμό της. Στο λιμάνι της Τειχιούσσας, κοντά στον φημισμένο ναό των Διδύμων, έβρισκε κανείς μπαρμπούνια. Γαρίδες υπήρχαν, μεταξύ άλλων προϊόντων, στην ιχθυαγορά της Ιασού. Ο Αρχέστρατος συνιστούσε επίσης τα χταπόδια της Καρίας.


Η Αστυπάλαια ήταν αργότερα περήφανη για τα σαλιγκάρια της. Η Ικαρία, και αργότερα η Κως και η Κνίδος, ήταν γνωστές για τα κρασιά τους. Από την Κνίδο προερχόταν και μια ποικιλία κρεμμυδιών. Η Κως και η Κάλυδνα παρήγαν εξαίρετο μέλι. Και δεν είναι άσχετο με τα ζητήματα της γαστρονομίας το γεγονός πως στην Κω παράγονταν αρώματα από μαντζουράνα και κυδώνι, ενώ στη Ρόδο έφτιαχναν άρωμα από ζαφορά. Η Ρόδος ήταν σημαντικό νησί για τα θαλασσινά και μεγάλος εξαγωγέας σταφίδας και ξερών σύκων.



Μακεδονικά σκεύη κρασιού κλασικής εποχής ,αρύταινα και ηθμός για διήθηση κρασιού και 3 αργυροί κάλυκες ως ποτήρια

Στην πρώιμη ελληνιστική περίοδο, το ροδίτικο κρασί έγινε καλύτερα γνωστό. Σύμφωνα με έναν μεταγενέστερο θρύλο, το ροδίτικο ήταν το ένα από τα δύο κρασιά στα οποία αναφέρθηκε ο Αριστοτέλης την ώρα του θανάτου του. Τα ξερά φρούτα της Ρόδου πρέπει πάντως,εν μέρει τουλάχιστον, να προέρχονταν από την απέναντι καρική ακτή, αφού η Καρία ήταν σημαντική πηγή ξερών σύκων (caricae) κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Οι τοπικές γαστρονομικές παραδόσεις έφτασαν σε υψηλό σημείο ανάπτυξης κατά τον 5ο και τον 4ο αιώνα, ήταν όμως περιορισμένης διάδοσης. Τα πράγματα που αναζητούσαν οι Έλληνες εκτός των προϊόντων της ευρύτερης περιοχής τους, με εξαίρεση βεβαίως του σταριού, αυτής της βασικής τροφής την οποία έφερναν στα νότια  κυρίως από τις πόλεις τους στον Εύξεινο Πόντο αλλά και τη Βόρεια Αφρική και την Συρία, και κάποιων πολύτιμων αρωματικών και μπαχαρικών, ήταν τελικά λίγα. Η αρχαία αυτή ελληνική γαστρονομική παράδοση έγινε τελικά μέρος της γαστρονομίας της ελληνιστικής δηλαδή όλης της αυτοκρατορίας του Μ. Αλέξανδρου και της ελληνορωμαϊκής Μεσογείου.


ΜΕΡΟΣ 2ον



Ελληνικές γαστρονομίες 4.000 ετών
Το πρώτο πιάτο περιλαμβάνει πίτα και µια εξέχουσα λιχουδιά, χοχλιούς. Για δεύτερο σερβίρεται σουβλάκι κατσικίσιο ή γίδα βραστή, ενώ για απεριτίφ προτείνεται χυµός από εξωτικό ρόδι ή σταφύλι.
Το µενού δεν είναι έµπνευση ενός ακόµη master chef από εκείνους που έχουν κατακλύσει την τηλεοπτική οθόνη, αλλά οι αγαπηµένες γεύσεις των κατοίκων που έζησαν πριν και κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. στην προϊστορική Θήρα.


Ζεύγος κρατευτών για ψήσιμο σουβλακιού του 17ου αιώνα π.Χ. Πρώιμη υστεροκυκλαδική από την νήσο Θήρα

Φαγητά, υλικά και σκεύη (από σουβλάκια έως χύτρες) που συντηρήθηκαν μέσα στην ηφαιστειακή λάβα και κατάφεραν να αντέξουν ως τις µέρες µας για να αποκαλυφθούν από τη σκαπάνη του Χ. Ντούµα σ’ έναν από τους σηµαντικότερους  οικισµούς τού προϊστορικού Αιγαίου, του Ακρωτηρίου.


Θήρα- φύλα δένδρου ελιάς μέσα σε ηφαιστειακή λάβα είναι από την έκρηξη του ηφαιστείου 1625-1645 π.Χ.

«Η πόλη του Ακρωτηρίου ήταν δημιούργημα µιας κοινωνίας οικονοµικά εύρωστης και µε επαφές που της προσέδιδαν χαρακτήρα κοσµοπολίτικο. Και η ποικιλία εδεσµάτων και ποτών που άµεσα ή έµµεσα αποκαλύπτουµε το επιβεβαιώνει.
Μόνο µια εύπορη κοινωνία µπορεί όχι μόνον να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στην κάλυψη των καθημερινών αναγκών αλλά και να
µετατρέψει την κάλυψη της βασικής ανάγκης σε απόλαυση, χωρίς να φτάσει στη χλιδή» επισήµανε ο ανασκαφέας αρχαιολογικού χώρου


Από την Κρήτη- Αγ.Τριάδα. Σφαχτάρια θυσίας

Εφευρετικοί οι κάτοικοι της προϊστορικής Θήρας, αναγκάστηκαν να µπουν στην κουζίνα µε τα λιγοστά υλικά που τους έδινε το άνυδρο νησί. Τα αιγοπρόβατα κατείχαν την πρώτη θέση σε ποσοστό 80%, τα χοιρινά ακολουθούσαν µε 19% ενώ µόλις 1% της διατροφής κάλυπταν τα ζώα από κυνήγι και τα βοοειδή που δεν µπορούσαν να εκτραφούν στη φτωχή σε λιβάδια Θήρα.

Μια αποθήκη από το κτήριο ΒΒ δωμ. 1 με τροφές από την Θήρα

Συλλέκτριες κρόκου. Οι Μινωίτες γνώριζαν πολύ καλά τις ιδιότητες του κρόκου. Κυδώνια, χτένια, αχινοί, πεταλίδες, πορφύρα – καταναλωνόταν και ως τροφή εκτός από τη χρήση της για παραγωγή χρώµατος – και βεβαίως ψάρια φρέσκα και παστωµένα είχαν βασικό ρόλο στη διατροφή.



 Θαλασσινά από ζωγραφική σε αμφορίσκο της Θήρας είναι πριν την έκρηξη του ηφαιστείου 1625-1645 π.Χ. ΔΕΞΙΑ Απομεινάρι παστού ψαριού από την Θήρα κατά την έκρηξη του ηφαιστείου.

Σύκα (οι σπόροι τους βρέθηκαν στα κατακάθια των υπονόµων) και αµύγδαλα ήταν επίσης ψηλά στις προτιµήσεις, ενώ δεν αποκλείεται να γνώριζαν και το µέλι, όπως δείχνει το κερί που είχε χρησιμοποιηθεί ως µονωτικό υλικό για τη στεγανοποίηση πιθαριών.


Φουρνάκι από την Θήρα είναι πριν την έκρηξη του ηφαιστείου 1625-1645 π.Χ.

Κι αν το κριθάρι –σπανιότερα το στάρι –, το λαθούρι, τα µπιζέλια, η φάβα και οι φακές ήταν τα κατεξοχήν σιτηρά και όσπρια που έτρωγαν οι κάτοικοι του Ακρωτηρίου, εντυπωσιακό είναι πως δεν έτρωγαν ελιές. «Η απουσία ολόκληρων ελαιοπυρήνων από τις αποθήκες του Ακρωτηρίου δείχνει ότι ο καρπός της ελιάς δεν φυλασσόταν ως διατροφικό είδος. Αντίθετα, η πληθώρα θρυµµατισµένων ελαιοπυρήνων μαρτυρεί σύνθλιψη και πολτοποίηση του καρπού για εξαγωγή ελαιολάδου» -.( Ντούµας).


Αμφορίσκος με σταφύλια από την Θήρα είναι πριν την έκρηξη του ηφαιστείου 1625-1645 π.Χ.

Στις εξωτικές γεύσεις δε συμπεριλαμβάνονται το ρόδι που πιθανά ήρθε από την περιοχή της Κασπίας και το κρασί, το οποίο ίσως έφεραν, την άμπελο ,από τις συναλλαγές τους στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. Στη Θήρα η παραγωγή του είχε µια πρωτοτυπία: τοποθετούσαν ένα κοφίνι ασβέστη µέσα στον ληνό, ως ένα είδος φίλτρου καθαρισµού του µούστου.

ΜΕΡΟΣ 3ον

Ψήσιμο ψωμιού


ΚΑΛΟΦΑΓΑΔΕΣ ΚΑΙ ΜΑΓΕΙΡΟΙ
Κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή, η λιτότητα, την οποία επέβαλλαν οι φυσικές και κλιματικές συνθήκες της Ελλάδας, αναγνωρίζεται ως αρετή. Οι Έλληνες δεν αγνοούν την καθαρή απόλαυση που μπορεί να προσφέρει το φαγητό, εντούτοις το τελευταίο ώφειλε να παραμένει απλό. Ο Ησίοδος, ως άνθρωπος της υπαίθρου, θεωρεί πραγματικό τσιμπούσι μια μερίδα κρέατος ψημμένη στη σχάρα, το γάλα και τις γαλέττες, όλα αυτά στα πλαίσια μιας ηλιόλουστης ημέρας. Ακόμη καλύτερο γεύμα θεωρείται το δωρεάν γεύμα:
«ξεφάντωμα χωρίς πληρωμή είναι κάτι που δεν πρέπει να αφήνει κανείς να πάει χαμένο», σημειώνει ο φιλόσοφος Χρύσιππος.[86]
Η επιδίωξη της γαστρονομικής υπερβολής θεωρούταν, αντίθετα, απαράδεκτη, το δίχως άλλο ένα σημάδι ανατολίτικης μαλθακότητας:
οι Πέρσες ήταν πρότυπο παρακμής εξαιτίας της αγάπης τους για την πολυτέλεια, η οποία εκδηλώνεται φυσικά και στο τραπέζι.[87] Οι αρχαίοι συγγραφείς αρέσκονταν στο να περιγράφουν το γεύμα του Μεγάλου Βασιλέως των Αχαιμενιδών: ο Ηρόδοτος,[88] ο Κλέαρχος ο Σολεύς,[89] ο Στράβων [90] και ακόμη περισσότερο ο Κτησίας [91] συμφωνούν στις περιγραφές τους.
Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες τόνιζαν με υπερηφάνεια την αυστηρότητα των διατροφικών τους συνηθειών.



 Ο Πλούταρχος [92] αφηγείται πως ένας από τους βασιλείς του Πόντου, περίεργος να δοκιμάσει τον περίφημο «μέλανα ζωμό» των Λακεδαιμονίων, αγόρασε έναν μάγειρα από τη Λακωνία. Δοκιμάζοντάς το διαπίστωσε πως ήταν πολύ άνοστο για τα γούστα του. Ο μάγειράς του, ωστόσο, απεφάνθη: «Ω βασιλιά, για να εκτιμήσει κάποιος αυτό το ζωμό, πρέπει αρχικά να κολυμπήσει στον ποταμό Ευρώτα». Σύμφωνα με τον Πολύαινο,[93] ο Αλέξανδρος ο Μέγας, ανακαλύπτοντας την αίθουσα όπου παρατίθονταν τα γεύματα της περσικής αυλής, ειρωνεύτηκε το γούστο τους στο φαγητό και σε αυτό απέδωσε την ήττα τους. Ο Παυσανίας από τη Σπάρτη, μαθαίνοντας τις διατροφικές συνήθειες του Πέρση Μαρδόνιου, ειρωνεύτηκε τους Πέρσες που επιθυμούσαν να κατακτήσουν τους Έλληνες τη στιγμή που ζούσαν τόσο απλά.[94]
Αποτέλεσμα αυτής της λατρείας για την αυστηρότητα, ήταν η κουζίνα παραμένει για αιώνιες βασίλειο των γυναικών, είτε ελεύθερων είτε δούλων. Μολαταύτα, στην κλασική περίοδο κάνουν την εμφάνισή τους στην αρχαία γραμματεία ειδικοί στη μαγειρική. Τόσο ο Αιλιανός, όσο και ο Αθήναιος αναφέρουν τους χίλιους μάγειρες που συνόδευαν το Σμινδυρίδη από τη Σύβαρη στο ταξίδι του στην Αθήνα κατά την εποχή του Κλεισθένη, αν και με αποδοκιμασία. Ο Πλάτων στο έργο του «Γοργίας» αναφέρει το Θεαρίωνα τον αρτοποιό, το Μίθαικο που συνέγραψε μια πραγματεία για τη μαγειρική των Σικελών και το Σάραμβο που πωλούσε κρασιά. Τρεις εξέχοντες γνώστες των γλυκισμάτων, της κουζίνας κα του οίνου.[95] Και διάφοροι άλλοι μάγειρες συνέγραψαν έργα σχετικά με την τέχνη τους.Με το πέρασμα του χρόνου, οι Έλληνες όλο και πιο πολύ εξελίσσονται σε καλοφαγάδες.



Ο Αιλιανός σημειώνει: «στη Ρόδο, εκείνος που προσέχει ιδιαίτερα τα ψάρια και τα εκτιμά κι εκείνος που ξεπερνά τους πάντες σε γευσιγνωσία εγκωμιάζεται, θα λέγαμε, από τους συμπολίτες του ως ευγενικό πνεύμα». Κατά την ελληνιστική και κατόπιν κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, οι Έλληνες - τουλάχιστον οι εύποροι
- χάνουν σιγά σιγά την εμμονή στη λιτότητα. Οι συνδαιτημόνες του συμποσίου το οποίο αφηγείται ο Αθήναιος κατά το 2ο - 3ο αιώνα μ.Χ. αφιερώνουν μεγάλο μέρος της συζήτησής τους σε απόψεις για το κρασί και τη γαστρονομία. Αναφέρονται στις ιδιότητες κάποιων ποικιλιών κρασιού, λαχανικών και κρεάτων, καθώς και σε ξακουστά πιάτα (γεμιστό καλαμάρι, κοιλιά κόκκινου τόνου, καραβίδες, μαρούλια ποτισμένα με οίνο και μέλι).
Επικαλούνται ακόμη μεγάλους μάγειρες όπως ο Σωτηρίδης, σεφ του βασιλέως Νικομήδη Α' της Βιθυνίας. Όταν ο αφέντης του Σωτηρίδη βρισκόταν βαθειά στην ενδοχώρα πεθύμησε να φάει αντζούγιες. Εκείνος τότε προσομοίασε τη γεύση τους χρησιμοποιώντας ραπανάκια προσεκτικά τυλιγμένα ώστε να θυμίζουν αντζούγιες, λαδωμένα και αλατισμένα,πασπαλισμένα με σπόρους παπαρούνας. Το κατόρθωμα αυτό  το βυζαντινό λεξικό ,του Σούδα,[96] το αποδίδει λανθασμένα στο διάσημο Ρωμαίο γευσιγνώστη Απίκιο (1ος αιώνας π.Χ.), απόδειξη πως οι Έλληνες δεν υπολείπονταν πλέον σε τίποτα από τους Ρωμαίους.



Τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων χαρακτήριζε η λιτότητα, κάτι που αντικατόπτριζε τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες διεξάγετε η ελληνική γεωργική δραστηριότητα. Θεμέλιο τους ήταν η λεγόμενη «μεσογειακή τριάδα»:[α] σιτάρι, λάδι και κρασί. Στη βάση της διατροφής των αρχαίων Ελλήνων συναντούμε τα δημητριακά, ζεία και σε περιπτώσεις ανάγκης μείγμα κριθαριού με σιτάρι, από το οποίο παρασκευαζόταν ο άρτος. Με το σιτάρι που χρησιμοποιείται σήμερα οι αρχαίοι τάιζαν τα ζώα. Τα δημητριακά συνοδεύονταν συνήθως από οπωροκηπευτικά (λάχανα, κρεμμύδια, φακές και ρεβύθια). Η κατανάλωση κρέατος και θαλασσινών σχετιζόταν με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, αλλά και με το αν κατοικούσε στην πόλη, στην ύπαιθρο ή κοντά στη θάλασσα. Οι Έλληνες κατανάλωναν ιδιαιτέρως τα γαλακτοκομικά και κυρίως το τυρί. Το βούτυρο ήταν γνωστό, αλλά αντί αυτού γινόταν χρήση κυρίως του ελαιόλαδου. Το φαγητό συνόδευε κρασί (κόκκινο, λευκό ή ροζέ) αναμεμειγμένο με νερό.

ΟΙ ΘΕΡΙΣΤΕΣ ΣΕ ΑΓΓΕΙΟ ΤΗΣ 2ης ΧΙΛΙΕΤΙΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΚΡΗΤΗ.

Πληροφορίες για τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων παρέχουν τόσο οι γραπτές μαρτυρίες όσο και διάφορες καλλιτεχνικές απεικονίσεις: οι κωμωδίες του Αριστοφάνη και το έργο του γραμματικού Αθήναιου από τη μία πλευρά, τα κεραμικά αγγεία και τα αγαλματίδια από ψημένο πηλό από την άλλη.
Για τους αρχαίους Έλληνες τα γεύματα της ημέρας ήταν τρία στον αριθμό. Το πρώτο από αυτά (ἀκρατισμός) αποτελούσε κριθαρένιο ψωμί βουτηγμένο σε κρασί (ἄκρατος), συνοδευόμενο από σύκα ή ελιές.[1] Το δεύτερο (ἄριστον) λάμβανε χώρα το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα.[2] Το τρίτο (δεῖπνον), το οποίο ήταν και το σημαντικότερο της ημέρας, σε γενικές γραμμές καταναλωνόταν αφού η νύχτα είχε πλέον πέσει. Σε αυτά μπορεί να προστεθεί ένα επιπλέον ελαφρύ γεύμα (ἑσπέρισμα) αργά το απόγευμα. Τέλος το ἀριστόδειπνον ήταν ένα κανονικό γεύμα που μπορούσε να σερβιριστεί αργά το απόγευμα στη θέση του δείπνου.


Φαίνεται πως, στις περισσότερες περιστάσεις, οι γυναίκες γευμάτιζαν χωριστά από τους άνδρες.[3] Εάν το μέγεθος του σπιτιού το καθιστούσε αδύνατο, οι άνδρες κάθονταν στο τραπέζι πρώτοι, με τις γυναίκες να τους ακολουθούν μόνο αφού οι τελευταίοι είχαν ολοκληρώσει το γεύμα τους.[4] Ρόλο υπηρετών διατηρούσαν οι δούλοι. Στις φτωχές οικογένειες, σύμφωνα με το φιλόσοφο Αριστοτέλη, τις υπηρεσίες τους προσέφεραν οι γυναίκες και τα παιδιά, καλύπτοντας την απουσία δούλων.[5]
Χάρις στο έθιμο της τοποθέτησης στους τάφους μικρών μοντέλων επίπλων από ψημένο πηλό, σήμερα κατέχουμε σημαντικές πληροφορίες για το πώς έμοιαζαν. Οι Έλληνες έτρωγαν καθιστοί, ενώ οι πάγκοι χρησιμοποιούνταν κυρίως στα συμπόσια.[6] Τα τραπέζια, υψηλά για καθημερινή χρήση και χαμηλά για τα συμπόσια, είχαν συνήθως ορθογώνιο σχήμα. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. ιδιαίτερα διαδεδομένα ήταν τα στρογγυλά τραπέζια, συχνά με ζωόμορφα πόδια.


Κομμάτια πεπλατυσμένου ψωμιού μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πιάτα, ωστόσο τα πήλινα δοχεία ήταν και τα πιο διαδεδομένα.[7] Τα πιάτα με την πάροδο του χρόνου κατασκευάζονταν με περισσότερο γούστο και επιμέλεια, με αποτέλεσμα να συναντά κανείς κατά τη ρωμαϊκή περίοδο πιάτα από πολύτιμα μέταλλα ή ακόμη και γυαλί. Η χρήση μαχαιροπήρουνων δεν ήταν και πολύ συχνή: η χρήση του πηρουνιού ήταν άγνωστη και ο σύνηθης τρόπος λήψης του φαγητού ήταν με τα δάχτυλα.[8] Εντούτοις μαχαίρια χρησιμοποιούνταν για την κοπή του κρέατος, καθώς και κάποια μορφή κουταλιών για σούπες και ζωμούς.[7] Κομμάτια ψωμιού (ἀπομαγδαλία) μπορούσαν να χρησιμεύσουν για τη λήψη τροφής [8] ή ακόμη και ως πετσέτα για τα δάχτυλα.[9]
Στην ελληνική αρχαιότητα εκτός από το καθημερινό δείπνο (βραδινό γεύμα) υπήρχε και το δειπνούμενο γεύμα με φίλους ή γνωστούς που ονομάζονταν "συμπόσιο" ή "εστίαση" που σήμερα λέγεται συνεστίαση. Υπήρχαν και δείπνα όπου οι συμμετέχοντες συνεισέφεραν ή οικονομικά, ή με τρόφιμα, τα οποία και λέγονταν "συμβολές". Ο Όμηρος τα αποκαλεί "εράνους", ενώ γνωστές είναι οι αρχαίες σχετικές φράσεις "δειπνείν από συμβολών", ή "δείπνον από σπυρίδος".


Το συμπόσιον (λέξη που σημαίνει «συνάθροιση ανθρώπων που πίνουν») αποτελούσε έναν από τους πιο αγαπημένους τρόπους διασκέδασης των Ελλήνων.[10] Περιελάμβανε δύο στάδια: το πρώτο ήταν αφιερωμένο στο φαγητό, που σε γενικές γραμμές ήταν λιτό, ενώ το δεύτερο στην κατανάλωση ποτού.[10] Στην πραγματικότητα, οι αρχαίοι έπιναν κρασί και μαζί με το γεύμα, ενώ τα διάφορα ποτά συνοδεύονταν από μεζέδες (τραγήματα): κάστανα, κουκιά, ψημένοι κόκκοι σίτου ή ακόμη γλυκίσματα από μέλι, που είχαν ως στόχο την απορρόφηση του οινοπνεύματος ώστε να επιμηκυνθεί ο χρόνος της συνάθροισης.[11]
Το δεύτερο μέρος ξεκινούσε με σπονδή, τις περισσότερες φορές προς τιμή του Διονύσου.[12] Κατόπιν οι παριστάμενοι συζητούσαν ή έπαιζαν διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια, όπως ο κότταβος. Συνεπώς τα άτομα έμεναν ξαπλωμένα σε ανάκλιντρα (κλίναι), ενώ χαμηλά τραπέζια φιλοξενούσαν τα φαγώσιμα και τα παιχνίδια. Χορεύτριες, ακροβάτες και μουσικοί συμπλήρωναν την ψυχαγωγία των παρευρισκομένων. Ένας «βασιλιάς του συμποσίου» ο οποίος εκλεγόταν στην τύχη αναλάμβανε να υποδεικνύει στους δούλους την αναλογία κρασιού και νερού κατά την προετοιμασία των ποτών.[12]
Εντελώς απαγορευμένο στις γυναίκες, με εξαίρεση τις χορεύτριες και τις εταίρες, το συμπόσιο ήταν ένα σημαντικότατο μέσο κοινωνικοποίησης στην Αρχαία Ελλάδα. Μπορούσε να διοργανωθεί από έναν ιδιώτη για τους φίλους ή για τα μέλη της οικογένειάς του, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα με τις προσκλήσεις σε δείπνο. Μπορούσε επίσης να αφορά τη μάζωξη μελών μιας θρησκευτικής ομάδας ή μιας εταιρείας (ενός είδος κλειστού κλαμπ για αριστοκράτες). Τα πολυτελή συμπόσια προφανώς προορίζονταν για τους πλούσιους, ωστόσο στα περισσότερα σπιτικά θρησκευτικές ή οικογενειακές γιορτές αποτελούσαν αφορμή για δείπνο, έστω και μετριοπαθέστερο.



Συσσίτια
Το συμπόσιο ως πρακτική εισήγαγε κι ένα πραγματικό λογοτεχνικό ρεύμα: το «Συμπόσιον» του Πλάτωνα, το ομώνυμο έργο του Ξενοφώντα, «Το Συμπόσιον των Επτά Σοφών» του Πλουτάρχου και οι «Δειπνοσοφισταί» του Αθήναιου αποτελούν χαρακτηριστικά έργα.
Τα συσσίτια αποτελούσαν κοινά γεύματα στα οποία συμμετείχαν υποχρεωτικά άνδρες κάθε ηλικίας στα πλαίσια κοινωνικού ή
θρησκευτικού εθιμοτυπικού. Οι χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις εντοπίζονται στην Κρήτη και τη Σπάρτη, αν και ορισμένες πηγές κάνουν αναφορά σε ανάλογες πρακτικές και σε άλλα μέρη. Άλλες γνωστές ονομασίες της πρακτικής αυτής είναι φειδίτια και ὰνδρεῖα.



Συγκεκριμένα στην Αρχαία Σπάρτη, η συμμετοχή στα συσσίτια ήταν υποχρεωτική. Ανάμεσα στις υποχρεώσεις των Ομοίων, δηλαδή των μελών της σπαρτιατικής κοινωνίας με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ήταν η συνεισφορά τροφίμων (ή έτερης αποζημίωσης) για τη διατροφή που τους παρείχε το κράτος. Η αποτυχία ανταπόκρισης στον κανόνα αυτό ήταν ατιμωτική. Αντίθετα με τα συμπόσια, τα συσσίτια χαρακτήριζε η λιτότητα και η μετριοπάθεια.[13]

Αρχαιοελληνικό ειδώλιο με γυναίκες καθοδηγούμενες να ζυμώνουν .


Δημητριακά και ψωμί
Τα δημητριακά αποτελούσαν τη βάση της διατροφής των Ελλήνων στην αρχαιότητα , κατά τη μινωική, τη μυκηναϊκή[14] και την κλασική περίοδο.[15] Χαρακτηριστικό είναι πως η Αθήνα του Περικλή, αποτελούσε το μεγαλύτερο εισαγωγέα σιτηρών του αρχαίου κόσμου: τα φορτία που κατέφθαναν από τη Μαύρη Θάλασσα και τον Ελλήσποντο ανέρχονταν κατά μέσο όρο σε 17.000 τόνους ετησίως.[16] Κύρια προϊόντα ήταν το σκληρό σιτάρι (πύρος), η όλυρα (ζειά) και το κριθάρι (κριθαί).[17]
Το σιτάρι μουσκευόταν προκειμένου να γίνει μαλακό και κατόπιν επεξεργαζόταν με δύο πιθανούς τρόπους: πρώτη περίπτωση ήταν το άλεσμά του προκειμένου να γίνει χυλός, ώστε να αποτελέσει συστατικό του λαπά. Η άλλη περίπτωση ήταν να μετατραπεί σε αλεύρι (ἀλείατα) από το οποίο προέκυπτε το ψωμί (ἄρτος) ή διάφορες πίττες, σκέτες ή γεμιστές με τυρί ή μέλι.[18] Η μέθοδος «φουσκώματος» του ψωμιού ήταν γνωστή. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή οι Έλληνες χρησιμοποίησαν κάποιο αλκαλικό συστατικό ή μαγιά σαν καταλύτη της διαδικασίας.[19][20]



Η ζύμη ψηνόταν στο σπίτι σε υπερυψωμένους φούρνους από άργιλο (ἰπνός).[21] Μια απλούστερη μέθοδος προέβλεπε την τοποθέτηση αναμμένων κάρβουνων στο έδαφος και την κάλυψη του σκεύους με καπάκι σε σχήμα θόλου (πνιγεὐς). Όταν το έδαφος ήταν αρκετά ζεστό, τα κάρβουνα απομακρύνονταν και στη θέση τους τοποθετούταν η ζύμη, η οποία καλυπτόταν και πάλι από το καπάκι. Κατόπιν τα κάρβουνα αποθέτονταν πάνω ή γύρω από το καπάκι για διατήρηση της θερμοκρασίας.[22] Οι πέτρινοι φούρνοι έκαναν την εμφάνισή τους κατά τη ρωμαϊκή πια περίοδο. Ο Σόλων, ο Αθηναίος νομοθέτης του 6ου αιώνα π.Χ., όρισε πως το ψωμί από σιτάρι έπρεπε να καταναλώνεται μόνο κατά τις εορταστικές ημέρες.[23] Από την κλασική εποχή και έπειτα, και μόνο για εκείνους που είχαν τα οικονομικά μέσα, το εν λόγω ψωμί ήταν διαθέσιμο καθημερινά στα αρτοπωλεία.[24][25]

Ελληνική χύτρα ταχύτητας στην αρχαιότητα 

Το κριθάρι ήταν απλούστερο στην παραγωγή, μα αρκετά πιο δύσχρηστο στην παραγωγή ψωμιού. Το ψωμί που προκύπτει από το κριθάρι είναι θρεπτικό αλλά και βαρύτερο.[19] Συνεπώς συνήθως ψηνόταν προτού αλεστεί για να προκύψει αλεύρι (ἄλφιτα), το οποίο χρησίμευε στην παραγωγή (τις περισσότερες φορές άνευ ψησίματος καθώς οι σπόροι ήταν ήδη ψημμένοι) του βασικού πιάτου της ελληνικής κουζίνας, που ονομαζόταν μᾶζα.
Γενικά το σιταρένιο ψωμί λεγόταν "άρτος", το κριθαρένιο "άλφιτον", το προερχόμενο με ζύμη που ψηνόταν σε χαμηλούς κλιβάνους (είδος γάστρας) λεγόταν "ζυμίτης", ενώ το προερχόμενο χωρίς ζύμη που ψηνόταν σε ανθρακιά λεγόταν "άζυμος" και ιδιαίτερα "σποδίτης". Οτιδήποτε τρώγονταν με ψωμί (προσφάγιο) λεγόταν "όψον". Ο άρτος ή το άλφιτο που τρώγονταν βουτηγμένο σε άκρατο οίνο (= ανέρωτο) λεγόταν "ακράτισμα". Το ακράτισμα τρώγονταν κυρίως το πρωί, εξ ου και το πρωινό γεύμα λέγονταν ομοίως ακράτισμα.
Χαρακτηριστικά οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν τους Έλληνες «κριθαροφάγους», ενώ στην κωμωδία «Ειρήνη» ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί την έκφραση «ἔσθειν κριθὰς μόνας», που μεταφράζεται «το να ζει κανείς μονάχα με κριθάρι» ή κατά τη νεοελληνική έκφραση «τη βγάζω με νερό και ψωμί».[26] Στις μέρες μας επιβιώνουν διάφορες συνταγές για την παρασκευή μάζας. Σερβιριζόταν ψημένη ή ωμή, με τη μορφή χυλού ή ζυμαρικών ή ακόμη και πίττας.[18] Επίσης μπορούσε να νοστιμίσει με τυρί ή μέλι.


ΕΠΙΤΟΙΧΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Φρούτα, λαχανικά και όσπρια
Τα δημητριακά σερβίρονταν συνήθως με ένα συνοδευτικό γνωστό με τη γενική ονομασία ὄψον.[27] Αρχικά η ονομασία αναφερόταν σε ό,τι μαγειρευόταν στη φωτιά, και, κατ' επέκταση, σε ο,τιδήποτε συνόδευε το ψωμί. Από την κλασική εποχή και μετά, πρόκειται για ψάρι και λαχανικά: λάχανα, κρεμμύδια (κρόμμυον), γλυκομπίζελα, πράσα, βολβούς, μαρούλια, βλίτα, ραδίκια κ.ά. Σερβίρονταν ως σούπα, βραστά ή πολτοποιημένα (ἔτνος), καρυκευμένα με ελαιόλαδο, ξύδι, χόρτα ή μια σάλτσα ψαριού γνωστή με την ονομασία γάρον. Αν πιστέψουμε τον Αριστοφάνη,[28] ο πουρές ήταν ένα από τα αγαπημένα πιάτα του Ηρακλή, ο οποίος στις κωμωδίες πάντα παρουσιαζόταν ως μεγάλος λιχούδης. Οι πιο φτωχές οικογένειες κατανάλωναν βελανίδια (βάλανοι).[29] Οι ελιές ήταν πολύ συνηθισμένο συνοδευτικό, ωμές ή συντηρημένες.[30]
Ειδικά οι λαϊκές τάξεις κατανάλωναν πολύ και όσπρια.[15] Προτιμούσαν τους φασίολους,[β] τις φακές, τα ρεβίθια, τα κουκιά (κύαμοι)
και τους θέρμους (λούπινα).


ΕΠΙΤΟΙΧΟΣ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Για τους κατοίκους των πόλεων τα φρέσκα οπωροκηπευτικά ήταν πολύ ακριβά κι έτσι καταναλώνονταν σπάνια. Οι φτωχότεροι πολίτες προτιμούσαν τα ξηρά λαχανικά. Το τυπικό φαγητό του μέσου εργάτη ήταν η φακή. Μια τυπική στρατιωτική μερίδα περιελάμβανε τυρί, σκόρδο και κρεμμύδια.[31] Ο Αριστοφάνης συχνά συνδέει την κατανάλωση κρεμμυδιών με τους στρατιώτες,[32] για παράδειγμα στην κωμωδία του, «Ειρήνη», ο χορός που πανηγυρίζει για τη λήξη των πολέμων εκφράζει την χαρά του που απαλλάχτηκε πλέον «από το κράνος, το τυρί και τα κρεμμύδια».[33] Ο πικρός βίκος θεωρούταν φαγητό λιμού.
Τα φρούτα, φρέσκα ή ξηρά, τρώγονταν ως επιδόρπιο. Πρόκειται κυρίως για σύκα, σταφίδες, καρύδια και φουντούκια. Τα ξηρά σύκα χρησίμευαν επίσης ως ορεκτικό, πίνοντας παράλληλα κρασί. Στην περίπτωση αυτή, συνοδεύονταν συχνά από ψητά κάστανα, στραγάλια ή ψημένους καρπούς οξιάς.


Κρέας
Η κατανάλωση ψαριών και κρεατικών σχετίζεται με την οικονομική επιφάνεια του σπιτικού αλλά και τη γεωγραφική του θέση: οι αγροτικές οικογένειες μέσω του κυνηγιού και της τοποθέτησης μικροπαγίδων είχαν πρόσβαση σε πτηνά και λαγούς, ενώ μπορούσαν να μεγαλώνουν πουλερικά και χήνες στις αυλές τους. Οι ελαφρώς πλουσιότεροι μπορούσαν να διατηρούν κοπάδια με πρόβατα, κατσίκες και γουρούνια. Στις πόλεις το κρέας κόστιζε πάρα πολύ με εξαίρεση το χοιρινό: κατά την εποχή του Αριστοφάνη, ένα γουρουνάκι γάλακτος κόστιζε τρεις δραχμές,[34] ποσό που αντιστοιχεί σε τρία ημερομίσθια ενός δημοσίου υπαλλήλου. Στην κλασική Αθήνα, οι περισσότεροι έτρωγαν κρέας, αρνίσιο ή κατσικίσιο, μονάχα στις γιορτές.[16] Μολαταύτα, τόσο οι πλούσιοι όσο και οι φτωχοί κατανάλωναν λουκάνικα.[35]

Κρητομυκηναϊκή ψηστιέρα του 2000 π.Χ.

Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο είναι γνωστό πως κατανάλωναν αρνίσιο, βοδινό και μοσχαρίσιο κρέας.[15] Κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. ο Ησίοδος, περιγράφει στο «Έργα και Ημέραι» την ιδανική αγροτική γιορτή: Το κρέας αναφέρεται πολύ λιγότερο στα κείμενα της κλασικής εποχής σε σύγκριση με την ποίηση της αρχαϊκής εποχής. Κατά πάσα πιθανότητα αυτό δεν οφείλεται σε αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, μα μόνο στους άτυπους κανόνες που διέπουν τα δύο αυτά είδη γραμματείας.
Η κατανάλωση κρέατος έχει εξέχοντα ρόλο στα πλαίσια θρησκευτικών εθιμοτυπικών: η μερίδα των θεών (λίπη και οστά) παραδίδονται στις φλόγες, ενώ η μερίδα των ανθρώπων (το ψαχνό κρέας) μοιράζεται στους παρευρισκομένους. Παράλληλα παρατηρούμε την ακμή ενός εμπορικού κλάδου, εκείνου των ψημένων ή παστών κρεάτων, που φαίνονται επίσης να σχετίζονται με θρησκευτικές τελετές και θυσίες.[37] Χαρακτηριστικό της τεχνικής του Έλληνα χασάπη είναι πως το σφάγιο δεν διαμελιζόταν ανάλογα με τον τύπο των μελών του, μα σε κομμάτια ίσου βάρους. Στην Κρήτη τα καλύτερα από αυτά αποδίδονταν στους φρονιμότερους πολίτες ή στους καλύτερους πολεμιστές. Σε άλλες περιοχές όπως στη Χαιρώνεια, οι μερίδες μοιράζονταν τυχαία με αποτέλεσμα να είναι θέμα τύχης για τον καθένα το αν θα λάμβανε καλό ή κακό κομμάτι.[38]
Κύρια τροφή των Σπαρτιατών πολεμιστών ήταν ένας ζωμός από χοιρινό, γνωστός με την ονομασία μέλας ζωμός. Ο Πλούταρχος υποστηρίζει πως «ανάμεσα στα πιάτα, αυτό που έχαιρε της μεγαλύτερης εκτίμησης ήταν ο μέλας ζωμός, μάλιστα σε τέτοιο σημείο που οι ηλικιωμένοι δεν αναζητούσαν καθόλου το κρέας. Το άφηναν για τους νεότερους και δειπνούσαν μονάχα με το ζωμό που τους παρείχαν».[39] Για τους υπόλοιπους Έλληνες πρόκειται για αξιοπερίεργο φαινόμενο. «Φυσικά και οι Σπαρτιάτες είναι οι γενναιότεροι ανάμεσα σε όλους», αστειεύεται ένας Συβαρίτης, «ο οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος θα προτιμούσε να πεθάνει χίλιους θανάτους παρά να διάγει τόσο λιτό βίο».[40][41] Το πιάτο αυτό αποτελούταν από χοιρινό, αλάτι, ξύδι και αίμα.[7] Συνοδευόταν από τη γνωστή μάζα, σύκα, τυρί και καμία φορά από θηράματα ή ψάρι.[39] Ο Αιλιανός, συγγραφέας του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ., υποστηρίζει πως στους Λακεδαιμόνιους μάγειρες απαγορευόταν να προετοιμάζουν ο,τιδήποτε άλλο εκτός από κρέας.[42]


ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ ΜΕ ΑΛΙΕΥΜΑΤΑ


Ψάρι
Η στάση των Ελλήνων απέναντι στο ψάρι ποικίλλει ανάλογα με την εποχή. Στο έπος της Ιλιάδας δεν γίνεται κατανάλωση ιχθύων παρά μόνο ψητού κρέατος.[43] Ο Πλάτων το αποδίδει στην αυστηρότητα των εθίμων της εποχής,[44] εντούτοις μοιάζει πως το ψάρι θεωρούταν φαγητό για φτωχούς. Στην Οδύσσεια αναφέρεται πως οι σύντροφοι του Οδυσσέα κατέφυγαν στο ψάρι, αλλά μόνο γιατί υπέφεραν από την πείνα αφού πέρασαν από τα στενά της Σκύλλας και της Χάρυβδης κι έτσι αναγκάστηκαν να φάνε ό,τι υπήρχε διαθέσιμο.[45]

 ΕΛΛΗΝΕΣ ΨΑΡΑΔΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ -ΣΚΙΤΣΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ 1944 ΓΙΑ ΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΩΝ Η.Π.Α

Αντιθέτως, κατά την κλασική εποχή, το ψάρι μετατρέπεται σε προϊόν πολυτελείας, το οποίο αναζητούν για το τραπέζι τους οι γευσιγνώστες. Μάλιστα κατά την ελληνιστική περίοδο συναντούμε και σχετική βιβλιογραφία, όπως ένα σύγγραμμα του Λυγκέως από τη Σάμο το οποίο πραγματεύεται την τέχνη του να αγοράζει κανείς ψάρι σε χαμηλές τιμές.[46] Άλλα ειδικά συγγράμματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας με έξοχες και λεπτομερείς περιγραφές ψαριών είναι: το «Περί Ιχθύων» του Αριστοτέλη, ο «Αλιευτικός» του Νουμηνίου, η «Αλιευομένη», του Αντιφάνους, ο «Ιχθύς» του Αρχίππου.
Πάντως όλα τα προϊόντα αλιείας δεν κόστιζαν το ίδιο. Μια στήλη που ανάγεται στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. και που προέρχεται από τη βοιωτική πόλη Ακραιφνία, στη λίμνη της Κωπαΐδας, εμπεριέχει έναν τιμοκατάλογο ψαριών, ίσως για την προστασία των καταναλωτών από την κερδοσκοπία.[47] Οικονομικότεροι όλων είναι οι σκάροι, ενώ η κοιλιά του κόκκινου τόνου κοστίζει τρεις φορές περισσότερο.[48] Οι σαρδέλες, οι αντζούγιες -γαύρος- και οι μαρίδες είναι οικονομικές και αποτελούν φαγητά της καθημερινότητας για τους αρχαίους Αθηναίους. Επίσης στην ίδια κατηγορία μπορούν να αναφερθούν ο λευκός τόνος, το λυθρίνι, το σαλάχι, ο ξιφίας και ο οξύρρυγχος, ο οποίος καταναλώνεται αλατισμένος. Η λίμνη Κωπαϊδα φημιζόταν για τα χέλια της, ξακουστά σε ολόκληρη την Ελλάδα, τα οποία εξαίρονται και στην κωμωδία «Αχαρνείς». Ανάμεσα στα ψάρια του γλυκού νερού μπορούν να σημειωθούν το λαβράκι, ο κυπρίνος και το υποτιμημένο γατόψαρο.
Οι Έλληνες απολάμβαναν εξίσου και τα υπόλοιπα θαλασσινά. Σουπιές (σηπία), χταπόδια (πολύπους) και καλαμάρια (τευθίς)
μαγειρεύονταν ψητά ή τηγανητά και σερβίρονταν ως ορεκτικά, ως συνοδευτικά ή ακόμη και στα συμπόσια αν ήταν μικρού μεγέθους. Τα θαλασσινά μεγαλύτερου μεγέθους συγκαταλέγονταν στα πιάτα της υψηλής μαγειρικής.[49] Ο ποιητής Έριφος κατατάσσει τις σουπιές, την κοιλιά του τόνου και τον γόγγρο στα εδέσματα των θεών, απλησίαστα για τους θνητούς με περιορισμένα οικονομικά μέσα.[50] Οι σουπιές και τα χταπόδια αποτελούσαν παραδοσιακά δώρα κατά τον εορτασμό των Αμφιδρομίων, όταν οι γονείς έδιναν ονόματα στα παιδιά τους. Όσον αφορά τα οστρακοειδή, οι αρχαίες πηγές αναφέρουν την κατανάλωση σπειροειδών κοχυλιών, μυδιών, πίννας, αυτιών της θάλασσας, αχιβάδων, πεταλίδων και χτενιών.[49] Ο Γαληνός είναι ο πρώτος που αναφέρει την κατανάλωση ψητών στρειδιών (ὄστρεον).[51] Τέλος εκτίμησης έχαιραν τα καβούρια (καρκίνος), οι αστακοί (ἀστακός), οι αχινοί (ἐχῖνος) και οι καραβίδες (κάραϐος).[52]





ΜΑΓΕΙΡΕΜΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΥΜΑΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΥΚΗΝΑΪΚΑ EΥΡΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΕΙΡΗΝΗ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΚΕΑΣ (MORGAN 1998)

Οι ψαράδες στην πλειοψηφία των περιπτώσεων έβγαιναν στη θάλασσα μόνοι και παρέμεναν κοντά στην ακτή.[53] Χρησιμοποιούσαν άγκιστρα, κυρίως χάλκινα, τα οποία έδεναν με ορμιά (πετονιά), φτιαγμένη από τρίχες ζώων ή φυτικές ίνες. Για να βυθίζεται το άγκιστρο, του έδεναν μολύβδινο βαρίδι. Συνηθισμένο ήταν το ψάρεμα με δίχτυα διαφόρων ειδών ανάλογα με το είδος των ψαριών, εφοδιασμένα με φελλούς και βαρίδια, αλλά και το ψάρεμα με καμάκι (κάμαξ) ή τρίαινα. Χρησιμοποιούσαν επίσης κύρτους πλεγμένους από βέργες. Πιο κατάλληλες ώρες για ψάρεμα θεωρούσαν το σούρουπο και το χάραμα. Ψάρευαν επίσης τη νύχτα με φως πυρσών.[54] Το μεγαλύτερο μέρος της ψαριάς πρέπει να πωλούταν στις αγορές των πόλεων σε ειδικούς χώρους.[55] Το ψάρι εμφανίζεται συχνά διατηρημένο στην άλμη. Πρόκειται για μια διαδικασία πολύ διαδεδομένη στα ψάρια μικρού μεγέθους, ωστόσο απαντάται και σε μεγαλύτερα όπως η παλαμίδα, ο τόνος, το σκουμπρί, η πεσκαντρίτσα και ο οξύρρυγχος, ακόμη στα καβούρια και τους αχινούς.[56]

Αυγά και γαλακτοκομικά
Οι Έλληνες ανέτρεφαν πάπιες, χήνες, ορτύκια και κότες για να εξασφαλίζουν αυγά. Ορισμένοι συγγραφείς [57] κάνουν ακόμη αναφορά σε αυγά φασιανού και αιγυπτιακής χήνας, εντούτοις μπορούμε να υποθέσουμε πως επρόκειτο για σπάνια εδέσματα. Τα αυγά καταναλώνονταν είτε μελάτα είτε σφικτά ως ορεκτικό ή επιδόρπιο. Επιπλέον τόσο ο κρόκος όσο και το ασπράδι του αυγού
αποτελούσαν συστατικά διάφορων συνταγών.[58]
Το γάλα ήταν αρκετά διαδεδομένο, ωστόσο σπάνια χρησιμοποιούταν στη μαγειρική. Το βούτυρο ήταν γνωστό, αλλά χρησιμοποιούταν σπάνια: γενικώς θεωρούταν χαρακτηριστικό της διατροφής των κατοίκων της Θράκης τους οποίους ο κωμικός ποιητής Αναξανδρίδας αποκαλεί «βουτυροφάγους».[59] Παρόλα αυτά τα γαλακτοκομικά προϊόντα έχαιραν εκτίμησης. Η πυριατή [60] ήταν ένα είδος παχύρρευστου γάλακτος, το οποίο συχνά συγχέεται με το γιαούρτι. Βασικό συστατικό της ελληνικής διατροφής ήταν το τυρί, είτε από γάλα κατσίκας είτε από γάλα προβάτου. Γινόταν διάκριση ανάμεσα στο φρέσκο και το σκληρό τυρί που πωλούταν σε διαφορετικά καταστήματα: το πρώτο κόστιζε τα δύο τρίτα της τιμής του δεύτερου.[61] Καταναλώνονταν σκέτα ή με μέλι ή με λαχανικά. Επίσης αποτελούσε συστατικό διάφορων συνταγών, ανάμεσα στα οποία συναντούμε και το ψάρι.[62]

Άλλα φαγητά
Άλλα εδέσματα των αρχαίων Ελλήνων ήταν γλυκά όπως η «σησαμίς» (είτε με τη μορφή που έχει το σημερινό παστέλι, είτε σε σφαιροειδή μορφή),[63] οι «πλακούντες», η «άμμιλος» (τούρτα), η «μελιττούτα» (είδος γαλατόπιττας) καθώς και τα «αρτοκρέατα» (κρεατόπιττες), οι «τηγανίτες» ή τα «τήγανα» (τηγανήτες ή λουκουμάδες).[64]

 Είδος κάνθαρου μυκηναϊκής εποχής.

Ποτά
Στη πόση των αρχαίων Ελλήνων με την ευρύτερη κατανάλωση ήταν προφανώς το νερό. Η αναζήτηση νερού υπαγόταν στις εργασίες που έπρεπε να διεκπεραιώσουν καθημερινά οι γυναίκες. Αν και η χρήση πηγαδιού συχνά ήταν αναπόφευκτη, όπως είναι φυσικό
υπήρχε προτίμηση σε νερό «από πηγή πάντα ρέουσα και αναβλύζουσα».[65] Το νερό θεωρείται θρεπτικό - κάνει τα δέντρα και τα φυτά να αναπτύσσονται - αλλά και επιθυμητό.[γ] Ο Πίνδαρος ονομάζει το νερό μιας πηγής «ευχάριστο σαν μέλι».[66] Οι πηγές περιγράφουν κατά καιρούς το νερό ως βαρύ (βαρυσταθμότερος), ξηρό (κατάξηρος), όξινο (Ὀξύς), να θυμίζει κρασί (Οἰνώδης) κ.ά. Ένας από τους χαρακτήρες του κωμικού ποιητή Αντιφάνη υποστηρίζει πως θα μπορούσε να αναγνωρίσει ανάμεσα σε όλο το νερό του κόσμου εκείνο της Αττικής από την καλή του γεύση.[67] Τέλος, ο Αθήναιος αναφέρει μια σειρά από φιλοσόφους που κατανάλωναν παρά μόνο νερό, συνήθεια που συνοδεύεται συνήθως από αυστηρή χορτοφαγία.[68] Άλλα ποτά που καταναλώνονται συχνότατα ήταν το γάλα κατσίκας και το υδρόμελι.


 ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΚΎΦΟΣ  ΤΥΠΟΥ β΄  Ή ΚΟΤΥΛΗ 

Το σκεύος που χρησιμοποιούταν για την πόση ήταν ο  σκύφος, κατασκευασμένος από ξύλο, πηλό ή μέταλλο. Ο Κριτίας αναφέρει δια μέσου του έργου του Πλουτάρχου ένα λακωνικής καταγωγής κυκλικό αγγείο, που ονομαζόταν κώθων.[69] Θεωρούνταν από τους αρχαίους το πιο κατάλληλο για στρατιωτική χρήση, γιατί λόγω του χρώματος του δοχείου εμποδίζονταν εκείνος που έπινε να αντιληφθεί τις τυχόν ακαθαρσίες του νερού και χώματα, ενώ παράλληλα είχε αρκετά γυριστό χείλος, ώστε να μένουν σε αυτό οι ακαθαρσίες κατά την πόση. Ένα άλλο διαδεδομένο σκεύος ήταν η  κύλικα, ένα ποτήρι κυκλικού σχήματος, βαθύ, αλλά τελείως ανοιχτό, με βάση και δύο λαβές. Επίσης, ο κάνθαρος, αγγείο με δύο, συνήθως ψηλές, κάθετες λαβές και το ρυτόν που ήταν συχνά ζωόμορφο και που χρησιμοποιούταν συνήθως ως κρασοπότηρο σε συμπόσια.[70]

Ελληνικός Κάνθαρος στην αρχαιότητα.

  Οίνος
Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν πολλά είδη κρασιού: λευκό, κόκκινο, ροζέ. Υπάρχουν μαρτυρίες για όλα τα είδη καλλιέργειας, από το καθημερινό κρασί μέχρι εκλεκτές ποικιλίες. Ξακουστοί αμπελώνες υπήρχαν στη Νάξο, τη Θάσο, τη Λέσβο και τη Χίο. Δευτερεύον κρασί παραγόταν από νερό και μούστο, αναμεμειγμένο με κατακάθια, το οποίο και διατηρούσαν οι χωρικοί για προσωπική τους χρήση. Ορισμένες φορές το κρασί γινόταν γλυκύτερο με μέλι, ενώ μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για φαρμακευτικούς σκοπούς αν ανακατευόταν με θυμάρι, κανέλλα και άλλα βότανα.
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, ίσως και λίγο νωρίτερα, ήταν γνωστό ένας πρόγονος της σημερινής ρετσίνας [71] και του βερμούτ.[72] Ο Αιλιανός επίσης αναφέρει έναν οίνο που αναμιγνυόταν με άρωμα.[73][74] Επίσης παρασκευαζόταν και ζεστό κρασί,[75] ενώ στη Θάσο ένα είδος «γλυκού κρασιού».[73]
Το κρασί στις περισσότερες περιπτώσεις αραιωνόταν με νερό, καθώς ο "άκρατος οίνος" (μη αραιωμένο κρασί) δεν ενδεικνυόταν για καθημερινή χρήση. Το κρασί αναμιγνυόταν σε έναν κρατήρα από τον οποίο οι δούλοι γέμιζαν τα ποτήρια με τη βοήθεια μιας οινοχόης. Το κρασί επίσης είχε θέση και στη γενική ιατρική, καθώς του αποδίδονταν φαρμακευτικές ιδιότητες. Ο Αιλιανός αναφέρει πως το κρασί της Ηραίας στην Αρκαδία μπορεί να επιφέρει τρέλλα στους άνδρες, αλλά και πως καθιστούσε τις γυναίκες γόνιμες. Αντιθέτως ένα κρασί από την Αχαΐα είχε τη φήμη πως μπορούσε να επιφέρει αποβολή στις εγκύους.[76] Εκτός από τις ιατρικές περιστάσεις, η ελληνική κοινωνία αποδοκίμαζε τις γυναίκες που έπιναν κρασί. Σύμφωνα με τον Αιλιανό ένας νόμος στη Μασσαλία απαγόρευε στις γυναίκες να πίνουν ο,τιδήποτε εκτός από νερό.[77] Η Σπάρτη ήταν η μοναδική πόλη όπου επιτρεπόταν στις γυναίκες να καταναλώνουν ό,τι ήθελαν.
Τα κρασιά που προορίζονταν για τοπική χρήση διατηρούνταν σε ασκιά. Εκείνα που επρόκειτο να πουληθούν τοποθετούνταν σε πίθους, μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία από πηλό. Κατόπιν μεταφέρονταν σε σφραγισμένους αμφορείς για να πωληθούν ανεξάρτητα, είτε στον ίδιο τόπο, είτε σε άλλο, μεταφερόμενοι με πλοία. Τα επώνυμα κρασιά έφεραν ετικέτες με το όνομα του παραγωγού ή των αρχόντων μιας πόλης που εγγυόντουσαν την καταγωγή του.[78] Αποτελεί το πρώτο παράδειγμα στην ιστορία μιας πρακτικής που επιβιώνει ως τις ημέρες μας.

Ευρήματα του Έβανς στην Μινωική Κρήτη μαγειρικών σκευών από χαλκό.


Κυκεών και Πτισάνη
Ο Έλληνες παρασκεύαζαν επίσης ένα τρόφιμο ανάμεσα στο φαγητό και το ποτό που ονομαζόταν κυκεών (προέρχεται από το ρήμα κυκάω που σημαίνει «ανακατεύω»). Πρόκειται για πληγούρι κριθαριού στο οποίο προσέθεταν νερό και βότανα. Στην Ιλιάδα περιελάμβανε επίσης τριμμένο κατσικίσιο τυρί.[79] Στην Οδύσσεια, η μάγισσα Κίρκη του προσέθεσε μέλι κι ένα μαγικό φίλτρο.[80] Στον Ομηρικό Ύμνο της Δήμητρας,[81] η θεά απορρίπτει το κόκκινο κρασί, ωστόσο δέχεται κυκεώνα από νερό, αλεύρι και βλήχονα. Χρήσιμος και ως ιερό ποτό στα Ελευσίνια Μυστήρια, ο κυκεώνας αποτελεί και λαϊκή τροφή ιδίως στην ύπαιθρο: ο Θεόφραστος στους
«Χαρακτήρες» του παρουσιάζει έναν αγρότη που ήπιε δυνατό κυκεώνα προκαλώντας δυσφοριά στους διπλανούς του στην Εκκλησία του Δήμου με την αναπνοή του.[82] Το ποτό αυτό είναι επίσης φημισμένο για την ιδιότητά του να βοηθά στην πέψη. Έτσι, στην «Ειρήνη», ο θεός Ερμής το συνιστά στον πρωταγωνιστή που το παράκανε τρώγοντας ξηρά φρούτα.[83]
Στην ίδια λογική, η πτισάνη ήταν ένα αφέψημα από κριθάρι που χρησίμευε ως τροφή για αρρώστους.[84] Ο Ιπποκράτης το συνιστά σε ασθενείς που υποφέρουν από οξείες παθήσεις.[85]



Χορτοφαγία
Ο ορφισμός και ο πυθαγορισμός, δύο αρχαιοελληνικά θρησκευτικά ρεύματα, πρότειναν ένα διαφοροποιημένο τρόπο ζωής, βασισμένο στην αγνότητα και την κάθαρση - στην πραγματικότητα πρόκειται για μία μορφή άσκησης. Στο πλαίσιο αυτό η χορτοφαγία αποτελεί κεντρικό σημείο στην ιδεολογία του ορφισμού, καθώς και σε μερικές από τις παραλλαγές του πυθαγορισμού.
Ο Εμπεδοκλής τον 5ο αιώνα π.Χ. πλαισιώνει τη χορτοφαγία στην πεποίθηση της μετεμψύχωσης: ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι ένα ζώο που θανατώνεται δεν αποτελεί το καταφύγιο μιας ανθρώπινης ψυχής; Οφείλουμε να παρατηρήσουμε, ωστόσο, πως ο Εμπεδοκλής, αν ήθελε να είναι συνεπής με την ίδια του τη λογική, θα έπρεπε να αρνείται επίσης να καταναλώνει και φυτά για τον ίδιο λόγο.[97] ,αλλά από την άλλη ομιλεί για ψυχή κάτι δύσκολο να ανιχνευτεί σε ένα φυτό. Η χορτοφαγία πιθανώς επίσης εκπορεύεται από την απέχθεια προς τη θανάτωση ζωντανών οργανισμών, καθώς ο ορφισμός δίδασκε την αποχή από αιματοχυσίες.[98]
Η διδασκαλία του Πυθαγόρα τον 4ο αιώνα π.Χ. είναι ακόμη δυσκολότερο να οριοθετηθεί με ακρίβεια. Οι ποιητές της Μέσης Κωμωδίας, όπως ο Άλεξις ή ο Αριστοφών, περιγράφουν τους πυθαγόρειους ως αυστηρά χορτοφάγους: μάλιστα ορισμένοι περιορίζονταν μονάχα στην κατανάλωση ψωμιού και νερού. Ωστόσο, άλλα ρεύματα περιορίζονταν στην απαγόρευση συγκεκριμένων φυτικών τροφών όπως τα κουκιά [99] ή ιερών ζώων όπως ο λευκός κόκορας ή ακόμη συγκεκριμένων σημείων του σώματος των ζώων. Τέλος, ακόμη και οι
οπαδοί της χορτοφαγίας σε συγκεκριμένες θρησκευτικές περιστάσεις κατανάλωναν θυσιασμένα ζώα, κατά την άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.[100]
Η χορτοφαγία και η ιδέα της αγνότητας παρέμειναν στενά συνδεδεμένες και ορισμένες φορές συνοδεύονταν κι από την αποχή από τη
σεξουαλική πράξη. Στο έργο του «Περί σαρκοφαγίας» ο Πλούταρχος (1ος - 2ος αιώνας μ.Χ.) αναβιώνει την αντίληψη πως η αιματοχυσία αποτελεί βάρβαρη πράξη και ζητά από τον άνθρωπο που καταναλώνει σάρκα να δικαιολογήσει την προτίμησή του.[101]
Ο νεοπλατωνικός Πορφύριος από την Τύρο (3ος αιώνας), στο έργο του «De abstinentia ab esu animalium» συνδέει τη χορτοφαγία με τα
κρητικά μυστήρια και παρέχει έναν κατάλογο με διάσημους χορτοφάγους του παρελθόντος, ξεκινώντας από τον Επιμενίδη. Για εκείνον, είναι ο ήρωας Τριπτόλεμος, που δέχτηκε από το θεά Δήμητρα ένα στάχυ ως δώρο, εκείνος που εισήγαγε τη χορτοφαγία. Οι τρεις εντολές του ήταν: «Τίμα τους γονείς σου», «Τίμα τους θεούς με καρπούς» και «Δείξε οίκτο στα ζώα».[102]



Διατροφή των ασθενών
Οι αρχαίοι Έλληνες ιατροί συμφωνούν για την αναγκαιότητα ιδιαίτερης διατροφής για τους αρρώστους, εντούτοις οι απόψεις τους για το ποια τρόφιμα πρέπει να περιλαμβάνει δεν συμφωνούν. Στο έργο του «Περί Διαίτης Οξέων» ο Ιπποκράτης αναφέρεται στις ευεργετικές ιδιότητες της πτισάνης, η οποία αφομοιώνεται εύκολα από τον οργανισμό και προκαλεί πτώση του πυρετού. Εντούτοις, άλλοι τη θεωρούν βαριά, καθώς εμπεριέχει σπόρους κριθαριού, ενώ άλλοι την συνιστούν με την προϋπόθεση να μην τοποθετούνται οι σπόροι αυτοί κατά την προετοιμασία της. Ορισμένοι ιατροί δεν επιτρέπουν παρά μόνο υγρές τροφές μέχρι και την έβδομη ημέρα, και μετά επιτρέπουν την πτισάνη. Τέλος μια μερίδα εξ αυτών υποστηρίζει πως δεν θα πρέπει να καταναλώνονται στερεές τροφές καθ' όλη τη διάρκεια της ασθένειας.[103]
Οι ίδιες οι μέθοδοι του Ιπποκράτη αποτελούν αντικείμενο διχογνωμίας ανάμεσα στους διάφορους ιατρούς: άλλοι κατηγορούν το μεγάλο ιατρό πως υποσιτίζει τους ασθενείς του, ενώ άλλοι πως τους τρέφει υπερβολικά. Κατά την ελληνιστική εποχή, ο Αλεξανδρινός Ερασίστρατος προσάπτει στον Ιπποκράτη ότι απαγόρευε στους αρρώστους να τρώνε οτιδήποτε παρά λίγο νερό, χωρίς να λαμβάνουν κανένα άλλο θρεπτικό στοιχείο: πρόκειται πράγματι για την πρακτική των μεθοδικών που δεν επέτρεπαν στους ασθενείς τη λήψη τροφής κατά το πρώτο 48ωρο. Αντίθετα, κάποιος Πετρονάς συνιστά την κατανάλωση χοιρινού και τη λήψη ανόθευτου οίνου.[104]


Διατροφή των αθλητών
Αν θεωρήσουμε τον Αιλιανό αξιόπιστη πηγή, ο πρώτος αθλητής που ακολούθησε ποτέ ειδική διατροφή ήταν ο Ίκκος από τον Τάραντα, που έζησε κατά τον 5ο αιώνα π.Χ.[105] Ο Πλάτων επιβεβαιώνει πως ακολουθούσε πολύ πειθαρχημένο πρόγραμμα, με την έκφραση
«γεύμα του Ίκκου» να γίνεται παροιμιώδης.[106] Ωστόσο, ο Μίλων από τον Κρότωνα, ολυμπιονίκης της πάλης, κατείχε τη φήμη πως
κατανάλωνε 7,5 λίτρα κρασιού, 9 κιλά ψωμί και κάμποσο κρέας καθημερινά.[107] Πριν από αυτόν, οι αθλητές της κλασικής εποχής ακολουθούσαν δίαιτα στηριγμένη στις ξηρές τροφές (ξηροφαγία), όπως για παράδειγμα στα ξηρά σύκα, το τυρί και το ψωμί.[108] Ο Πυθαγόρας (είτε ο γνωστός φιλόσοφος είτε κάποιος προπονητής αθλητών) είναι ο πρώτος που συμβουλεύει τους αθλητές να καταναλώνουν κρέας.[109]
Ακολούθως, οι προπονητές συνιστούν μια προκαθορισμένη διατροφή: για να κατακτήσει κάποιος έναν ολυμπιακό τίτλο «πρέπει να
ακολουθεί ιδιαίτερη διατροφή, να μην τρώει επιδόρπια (…), να μην πίνει παγωμένο νερό και να μην καταναλώνει ποτήρια κρασιού όποτε του κάνει κέφι».[110] Η διατροφή αυτή πρέπει να είχε ως βάση το κρέας, πληροφορία που επιβεβαιώνει ο Παυσανίας.[111] Ο ιατρός Γαληνός αποδοκιμάζει τους συγχρόνους του αθλητές επειδή καταναλώνουν ωμό κρέας που ακόμη στάζει αίμα.[112] Θεωρεί πως η συνήθεια αυτή προκαλεί πύκνωση της σαρκικής μάζας εξαφανίζοντας την εσωτερική θερμότητα του σώματος, οδηγώντας σταδιακά τον αθλητή στο θάνατο.[113] Αντίθετα, υποστηρίζει πως η διατροφή πρέπει να προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε αθλητή και να βασίζεται στις συμβουλές εξειδικευμένου ιατρού.[114][115]


Πηγές για την αρχαιοελληνική διατροφή
Για τις τροφές και τις διατροφικές συνήθειες των Αρχαίων Ελλήνων, αντλούμε πληροφορίες από διαφορετικές πηγές, ανάλογα με την εκάστοτε εποχή. Ειδικά, για τις πρώτες χιλιετίες, σημαντική θεωρείται η συμβολή της αρχαιολογίας.[15] Έτσι, από πινακίδες της Πύλου και της Κνωσού, πληροφορούμαστε για τη διατροφή των Μυκηναίων και των Μινωιτών.[14] Για τη Γεωμετρική εποχή (1100-800 π.Χ.) χρησιμοποιούνται τα έπη του Ομήρου, τα οποία και απεικονίζουν την πραγματικότητα.[15] Αντίθετα, ωστόσο, με τις προηγούμενες περιόδους, για την Κλασική εποχή η σπουδαιότερη πηγή είναι η αρχαία ελληνική γραμματεία,[15] όπως οι κωμωδίες του Αριστοφάνη και τα έργα του Αθήναιου. Σε γενικές γραμμές, πάντως, πληροφορίες μας παρέχουν και τα αγγεία και τα αγαλματίδια.
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ 



Παραπομπές

1. ↑ Flacelière, σελ. 205.


2. ↑ Flacelière, σελ. 206.


3. ↑ Dalby, σελ. 5.


4. ↑ Dalby, σελ. 15.


5. ↑ Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 1323a4.


6. ↑ Dalby, σελ. 13-14.


7. ↑ 7,0 7,1 7,2 Flacelière, σελ. 209.


8. ↑ 8,0 8,1 Sparkes, σελ. 132.


9. ↑ Αριστοφάνης, «Ιππείς», 413–16.


10. ↑ 10,0 10,1 Flacelière, σε . 212.


11. ↑ Flacelière, σελ. 213.


12. ↑ 12,0 12,1 Flacelière, σε . 215.


13. ↑ Levy, 2008.


14. ↑ 14,0 14,1 Δρακόπουλος & Ευθυμίου, σ. 21.


15. ↑ 15,0 15,1 15,2 15,3 15,4 15,5 15,6 Δρακόπουλος & Ευθυμίου, σ. 23.


16. ↑ 16,0 16,1 Time-Life Παγκόσμια Ιστορία, σ. 81


17. ↑ Dalby, σελ. 90-91.


18. ↑ 18,0 18,1 Migeotte, σελ. 62.


19. ↑ 19,0 19,1 Dalby, σελ. 91.


20. ↑ Γαληνός, «De Alimentorum Facultatibus», I 10.


21. ↑ Sparkes, σελ. 127.


22. ↑ Sparkes, σελ. 128.


23. ↑ Flacelière, σελ. 207.


24. ↑ Αριστοφάνης, «Βάτραχοι», 858.


25. ↑ Αριστοφάνης, «Σφήκες», 238.


26. ↑ Αριστοφάνης, «Ειρήνη», 449.


27. ↑ Dalby, σελ. 22.


28. ↑ Αριστοφάνης, «Βάτραχοι», 62-63.


29. ↑ Dalby, σελ. 89.


30. ↑ Dalby, σελ. 23.


31. ↑ Flacelière, σελ. 208.


32. ↑ Αριστοφάνης, «Ειρήνη», 529.


33. ↑ Αριστοφάνης, «Ειρήνη», 1127-1129.


34. ↑ Αριστοφάνης, «Ειρήνη», 374.


35. ↑ Sparkes, σελ. 123.


36. ↑ Ησίοδος, «Έργα και Ημέραι», 588-593.


37. ↑ Davidson, σελ. 15.


38. ↑ Πλούταρχος, «Ηθικά», 642ef.


39. ↑ 39,0 39,1 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος», 12


40. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφισταί», 138d.


41. ↑ Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Πελοπίδας», 1.3


42. ↑ Κλαύδιος Αιλιανός, «Ποικίλη Ιστορία», XIV, 7.


43. ↑ Davidson, σελ. 12-13.


44. ↑ Πλάτων, «Πολιτεία», 404b-405405a.


45. ↑ Όμηρος, «Οδύσσεια , Ραψωδία Μ, 329-332.


46. ↑ Corvisier, σελ. 232.


47. ↑ Corvisier, σελ. 231.


48. ↑ Dalby, σελ. 67.


49. ↑ 49,0 49,1 Dalby, σελ. 73.


50. ↑ Έριφος, «Μελίβοια», αναφορά από τον Αθήναιο, στους «Δειπνοσοφιστές», 302e.


51. ↑ Γαληνός, «De Alimentorum Facultatibus», III.32.2.


52. ↑ Dalby, σελ. 74.


53. ↑ Corvisier, σελ. 197.


54. ↑ Φακλάρης, Παναγιώτης Β. (18 Ιουλίου 1999). "«Αι αφύαι, ο θεόπαις λάβραξ και ο ορφώς»". Ιστοσελίδα εφημερίδας «Το Βήμα» (Δ.Ο.Λαμπράκη). Ανακτήθη ε στις 18 Απριλίου 2010.


55. ↑ Corvisier, σελ. 226.


56. ↑ Corvisier, σελ. 220.


57. ↑ Ο Επαίνετος και ο Η ακλείδης, αναφορά στους οποίους κάνει ο Αθήναιος στους «Δειπνοσοφιστές», 58b.


58. ↑ Dalby, σελ. 65.


59. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 151b.


60. ↑ Γαληνός, «De Alimentorum Facultatibus», III.15.


61. ↑ Dalby, σελ. 66.


62. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 325f.


63. ↑ σησαμίς, ίδος, ἡ, 1) = σησαμῆ, späterer Ausdruck nach Schol. Ar. Pax 834; Ath. XIV, 646 f ἐκ μέλιτος καὶ σησάμων πεφρυγμένων καὶ ἐλαίου σφαιροειδῆ πέμματα. Griechisch-deutsches Handwörterbu h.


Ανακτήθηκε στις 2011-01-22.


64. ↑ Ιδιωτικός βίος των αρχαίων. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία (Δρανδάκη), τ. Ι. Πυρσός. 1934. σσ. 781. Ανακτήθηκε στις 2011-01-23.


65. ↑ Ησίοδος, «Έργα και Ημέραι», στ. 595.


66. ↑ Πίνδαρος, απ. 198 B4.


67. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 43b-c.


68. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 44.


69. ↑ Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος», 9.7 έως 9.8


70. ↑ Αρχαία Αγγεία ~ Σχήματα και Χρήση. Ιστότοπος pantheon.20m.com. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2010.


71. ↑ Πεδάνιος Διοσκουρίδης, «Materia Medica», V, 34.


72. ↑ Πεδάνιος Διοσκουρίδης, «Materia Medica», V, 39.


73. ↑ 73,0 73,1 Κλαύδιος Αιλιανός, «Ποικίλη Ιστορία», XII, 31.


74. ↑ Dalby, σελ. 150.


75. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», I, 31d.


76. ↑ Κλαύδιος Αιλιανός, «Ποικίλη Ιστορία», XIII, 6.


77. ↑ Κλαύδιος Αιλιανός, «Ποικίλη Ιστορία», II, 38.


78. ↑ Dalby, σελ. 88-89.


79. ↑ Όμηρος, «Ιλιάδα», Ραψωδία Ο, 638-641.


80. ↑ Όμηρος, «Οδύσσεια , Ραψωδία κ, 234.


81. ↑ Ομηρικοί Ύμνοι, «Δήμητρα», στ. 208.


82. ↑ Θεόφραστος, «Χαρακτήρες», IV, 2-3.


83. ↑ Αριστοφάνης, «Ειρήνη», στ. 712.


84. ↑ Jouanna, σελ. 236.


85. ↑ Ιπποκράτης, «Περί Διαίτης Οξέων», 4.


86. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», I, 8c.


87. ↑ Briant, σελ. 297-306.


88. ↑ Ηρόδοτος, «Ιστορίες», I, 133.


89. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», XII, 539b.


90. ↑ Στράβων, «Γεωγραφία», XV, 3, 22.


91. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», II, 67a.


92. ↑ Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος», 7.13.


93. ↑ Πολύαινος, «Στρατηγήματα», IV, 3, 32.


94. ↑ Πολύαινος, «Στρατηγήματα», IX, 82.


95. ↑ Πλάτων, «Γοργίας», 518b.


96. ↑ Σούδα, λήμμα ἀφὐα.


97. ↑ Dodds, σελ. 158-159.


98. ↑ Αριστοφάνης, «Βάτραχοι», στ. 1032.


99. ↑ Flint-Hamilton, σελ. 379–380.


100. ↑ Davidson, σελ. 17.


101. ↑ Πλούταρχος, «Ηθικά», XII, 68.


102. ↑ Πορφύριος, «De abstinentia ab esu animalium», IV, 22.


103. ↑ Ιπποκράτης, «Περί Διαίτης Οξέων», I 12 H.


104. ↑ Pietrobelli, σελ. 117.


105. ↑ Κλαύδιος Αιλιανός, «Ποικίλη Ιστορία», XI, 3.


106. ↑ Πλάτων, «Νόμοι», VIII, 839e-840a.


107. ↑ Θεόδωρος ο Ιεραπολίτης, «Περί αγώνων», αναφορά στους «Δειπνοσοφιστές» του Αθήναιου, 412e.


108. ↑ Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 205.


109. ↑ Διογένης Λαέρτιος, «Βίοι Φιλοσόφων», VIII, 12.


110. ↑ Επίκτητος, «Διατριβαί», XV, 2, 5.


111. ↑ Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», VI, 7-10.


112. ↑ Γαληνός, «Προτροπή για τη μελέτη της τέχνης της ιατρικής», 9.


113. ↑ Γαληνός, «Προτρεπτικός», XI, 1-8 et XII, 1.


114. ↑ Γαληνός, «Υγιεινή», VI, 164-166.


115. ↑ Felsenheld, σελ. 137


ΤΕΛΟΣ



Περί διατροφής των Αρχαίων Ελλήνων

Η αρχέγονη ανάγκη για διατροφή είχε μετατραπεί σε κεντρικό γεγονός με κοινωνικές και άλλες προεκτάσεις στην Αρχαίο Ελλάδα. Το ελαιόλαδο, το λαχανικό, τα φρούτα, τα καρυκεύματα, τα όσπρια και τα δημητριακό, τα κρέατα και βέβαια το ψάρι και το κρασί, όπως σήμερα και τότε αποτελούσαν τα  κυρίαρχα συστατικά της γαστρονομίας.
                                                                                                                      ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ ΗΛΙΑΔΗ

Το πρωινό
Το πρωινό, το οποίο ονομαζόταν συνήθως «άριστον», αποτελείτο από ψωμί, («μάζα» από κριθάρι γιο το λαό, «άρτο» από σιτάρι γιο τους πλούσιους) βουτηγμένο σε ανέρωτο κρασί. Συνηθισμένες πρωινές τροφές ήταν επίσης τα ξερά σύκα, τα αμύγδαλα, τα καρύδια και οι άλλοι ξηροί καρποί. Το πρωινό ρόφημα ήταν ο «κυκεών», ένα μείγμα

κρασιού, τριμμένου τυριού και κριθάλευρου, το γάλο κυρίως κατσικίσιο, καθώς και ένα είδος υδρομελιού που το παρασκεύαζαν από χλιαρό νερό και μέλι.

Τα γεύματα
 Συχνά, τα γεύματα ήσαν μόνο δύο. Το πρώτο απαρτιζόταν από ψάρια, όσπρια, ή πρόχειρα φαγητά όπως ψωμί, τυρί, ελιές, αυγά, ξηρούς καρπούς και φρούτα. Το βραδινό, το οποίο αποτελούσε και το κύριο γεύμα, ήταν αυτό του συμποσίου και της φιλικής συντροφιάς διότι στους αρχαίους Έλληνες δεν άρεσε να τρώνε μόνοι τους, η γενικά αποδεκτή άποψη ήταν ότι το να τρώει κανείς μόνος του δε σημαίνει ότι γευματίζει αλλά ότι απλά γεμίζει το στομάχι του. 

ΤΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ 

Μάζεμα ελιάς - Ζωγραφική σε αγγείο του 500 π.Χ.

Το Ελαιόλαδο
 Πολλά ευρήματα από ανασκαφές δείχνουν ότι η κατανάλωση του ελαιόλαδου ήταν ευρύτατα διαδεδομένη στην Αρχαία Ελλάδα. Έτσι έχουν κατά καιρούς βρεθεί άφθονοι ελαιοπυρήνες, δείγμα κατανάλωσης ελιάς και λαδιού, καθώς και πολλοί οπό τους λεγόμενους ψευδόστομους αμφορείς οι οποίοι χρησίμευαν κυρίως για την αποθήκευση λαδιού. Φημισμένο λάδι στην αρχαιότητα προερχόταν από τη Σάμο και την Ικαρία, ενώ η Αττική, σε αντίθεση με άλλα προϊόντα, ήταν όχι μόνο αυτάρκης αλλά και εξαγωγέας ελαιόλαδου και ελιών. 

Το κρασί
 Το κρασί ήταν ένα καθημερινό βασικό συστατικό στην διατροφή των Αρχαίων Ελλήνων, στην πραγματικότητα αποτελούσε μια οπό τις βασικές τροφές αφού ήταν μέρος του πρωινού αλλά και των υπολοίπων γευμάτων.


Τα ψάρια
 Ανέκαθεν οι Έλληνες έτρωγαν πολύ περισσότερα ψάρια οπό κρέας. Στην αρχαιότητα προτιμούσαν, όπως φαίνεται, κυρίως παχιά ψάρια, όπως: κολιός - σκουμπρί (σκόμβρος), σαρδέλα (σαρδίνι, τριχίς), γόπα (βοξ), μαρίδα (σμόρις) κ.α. 



Τα κρέατα
 Γενικά, εκτός από τους ομηρικούς ήρωες και τα συμπόσια, η κρεατοφαγία περιοριζόταν στις δημόσιες και ιδιωτικές γιορτές.
 Τα πουλερικά διαφόρων ειδών, τα κουνέλια, οι λαγοί, οι αγριόχοιροι, το αγριοκάτσικα, τα ελάφια και τα γνωστά κατοικίδια ζώα, αποτελούσαν τις κύριες πηγές κρέατος των αρχαίων Ελλήνων. Το μαγείρεμα γινόταν με διάφορους τρόπους, πιο συχνά, ψητά στο φούρνο ή στη σούβλα και βραστά με διάφορα λαχανικό και καρυκεύματα. 

Καθημερινή σκηνή σε κρεοπωλείο των Αθηνών. Ο κρεοπώλης τεμαχίζει κομμάτι κρέατος ενώ τον διευκολύνει ο βοηθός του. Από αγγείο του 6ου αι. π.Χ

Όσπρια και δημητριακά
 Τα όσπρια και τα δημητριακά, αποτελούσαν διατροφική βάση για την πλειοψηφία των Ελλήνων οπό την αρχαιότητα. Τα κουκιά, τα λούπινα, τα μπιζέλια, τα ρεβίθια και τα φασόλια είναι μερικά από τα όσπρια που προτιμούσαν οι αρχαίοι Έλληνες. Τα δημητριακά χρησίμευαν κυρίως στην παρασκευή διαφόρων τύπων ψωμιού, έτσι παρασκεύαζαν ψωμί από κριθάρι, σιτάρι, κεχρί κ.ά 

Ερυθρόμορφη υδρία καλπίς του Ζωγράφου των Νιοβιδών, περίπου 460-450 π.Χ. Στο κέντρο εικονίζεται ο Τριπτόλεμος καθισμένος στο φτερωτό άρμα κρατώντας φιάλη και σκήπτρο και στάχυα. Στα δεξιά η Δήμητρα κρατώντας οινοχόη και πυρσό, ενώ η Περσεφόνη πίσω του κρατά πυρσό και στάχυα.Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο, 41.162.98

►Σύμφωνα με μια εκδοχή, η Δήμητρα, για να ανταμείψει τη φιλοξενία που δέχτηκε από τους γονείς του στην Ελευσίνα, χάρισε στον Τριπτόλεμο ένα άρμα, που το έσερναν φτερωτοί δράκοντες και μεγάλη ποσότητα σιταριού για να το σπείρει σε όλη την οικουμένη και να διαδώσει τη γνώση της καλλιέργειας των σπόρων, ώστε οι άνθρωποι να μην είναι μόνο κυνηγοί και καρποσυλλέκτες όσων καρπών έδινε από μόνη της η γη, χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση και γνώση, και από τον νομαδικό τρόπο ζωής να οδηγηθούν σε μόνιμες εγκαταστάσεις.◄



Ο Τρυπτόλεμος ξεκινά από την Αττική για να διδάξει σε όλη τη γη την καλλιέργεια του σιταριού. Η Δήμητρα του προσφέρει το ποτό του αποχωρισμού. Από αγγείο του 6-5ου αι. π.Χ. 

Λαχανικά - φρούτα - καρυκεύματα
 Τα λαχανικά και τα φρούτα ήταν ανέκαθεν πρώτα στις επιλογές των Ελλήνων. Άλλωστε, και στην Αρχαία Ελλάδα, υπήρχαν μερικοί όπως οι οπαδοί του Πυθαγόρα που ήταν φυτοφάγοι. 


Φυσικά τα λαχανικό και τα φρούτα εκείνης της εποχής δεν ήταν ίδια με τα σημερινά αφού δεν υπήρχαν ντομάτες, πατάτες, πιπεριές, καλαμπόκι, πορτοκάλια*, μανταρίνια*, μπανάνες, κ.α.

►Ο πρώτος καρπός που εμφανίστηκε στην Ευρώπη ήταν η κιτριά (citrus medica). Το γνωστό κίτρο, του οποίου η καλλιέργεια επεκτάθηκε στην Εγγύς Ανατολή και στην Ευρώπη μετά τις περσικές κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Το κίτρο ήταν γνωστό στους Έλληνες και τους Ρωμαίους. Ο Θεόφραστος περιγράφει με ακρίβεια τον  καρπό   ενώ ο  ιατροφιλόσοφος και βοτανολόγος Διοσκουρίδης τα αναφέρει ως «περσικά μήλα».
Η πορτοκαλιά (κιτρέα η σινική, citrus sinensis) εισήχθη, σύμφωνα με τα βοτανολόγια, από την Κίνα ή κατά μία άλλη εκδοχή από την Ινδία, και διαδόθηκε στο δυτικό κόσμο από τους Πορτογάλους. Η πορτοκαλιά ήταν γνωστή από τα αρχαία χρόνια όμως η εντατική της καλλιέργεια άρχισε από το 10 μ.Χ. αιώνα στη βόρεια Αφρική. Γύρω στο 1490 έφτασε στις μεσογειακές περιοχές από τους πορτογάλους θαλασσοπόρους και πιθανολογείται ότι σε αυτούς οφείλει το όνομά της. Στα ελληνικά: πορτοκάλι, στα βουλγαρικά: πορtokan ή πορtokal, στα ρουμανικά:portocala. Ακόμη και στα περσικά το συναντάμε ως porteghal. Αντίθετα στις Αγγλοσαξωνικές γλώσσες το όνομα του φρούτου αυτού προέρχεται από παραφθορά της σανσκριτικής λέξης maranga (orange), που σημαίνει ευώδες.
Ηταν τελικά πορτοκάλια τα «χρυσά μήλα των Εσπερίδων» όπως μαθαίναμε στο σχολείο; Τα φρούτα που έκανε δώρο η Γη στον Δία και την Ήρα για το γάμο τους, τα μήλα που πήγε να κλέψει ο Ηρακλής; Πάντως από τα μυθολογικά μήλα των εσπερίδων προέρχεται πιθανότατα και ο γενικός χαρακτηρισμός της κατηγορίας φρούτων που ονομάζονται εσπεριδοειδή. Η μεγάλη οικογένεια του πορτοκαλιού περιλαμβάνει και το λεμόνι, το μανταρίνι, τη φράπα, το περγαμόντο και το νεράντζι.◄

 Από τα λαχανικό υπήρχαν, το αγγούρι, η αγκινάρα, ο αρακάς, οι κολοκύθες, τα κρεμμύδια, το λάχανο, το σπαράγγια, τα μανιτάρια, τα παντζάρια κ.α.


 Από τα καρυκεύματα και τα μπαχαρικά χρησιμοποιούσαν, άνηθο, βασιλικό, δυόσμο, θυμάρι, κάρδαμο, κόλιανδρο, κάππαρη, κουκουνάρι, αλλά και τα εισαγόμενα όπως πιπέρι, κ.α.


 Στα φρούτα κυριαρχούσαν το αχλάδι, το δαμάσκηνο, το κεράσι, το κούμαρο, το κυδώνι, και βέβαια το σταφύλι και το σύκο.

 Στους ξηρούς καρπούς συγκαταλέγονταν, μεταξύ άλλων, τα αμύγδαλα, τα καρύδια, τα κάστανα, οι σταφίδες και τα ξερά σύκα. 



ΟΙ ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΙΧΘΥΩΝ ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ  


Νέο όνομα
Παλαιό όνομα
αβγοτάραχο
ωοτάριχος
αθερίνα
αθερίνη
αστακοί
αστακοί
αχινοί
εχίνοι
γαλέος
γαλέος
γαρίδες
καρίδαι
καβούρια
καρκίνοι
καλαμάρια
τευθίδαι
καραβίδες
κάραβοι
καρχαρίας
καρχαρίας
κέφαλος
κέφαλος
κοκοβιός
κωβιός
κολιός
κολιός
λαβράκι
λάβραξ
μαρίδα
σμαρίδαι
μελανούρι
μελάνουρος
μουρμούρα
μόρμυρος
μύδια
μύαι
ξιφίας
ξιφίας
όρκυνος
όρκυνος
παλαμίδα
παλαμύς
πέρκα
πέρκη
πεταλίδες
λεπάδαι
πίννες
πίνναι
ρίνη
ρίνη
ροφός
ορφώς
σάλπα
σάλπη
σαργός
σαργός
σαρδέλες
αφύαι
σκάρος
σκάρος
σκορπιός
σκορπίος
σκουμπρί
σκόμβρος
σκυλόψαρο
κύων καρχαρίας
σουπιές
σηπίαι
σπάρος
σπάρος
στρείδια
όστρεα
συναγρίδα
συναγρίς
σωλήνες
σωλήναι
τόννος
θύννος
φαγκρί
φάγρος
χάννος
χάννη
χέλια
εγχέλεις
χταπόδια
πολύποδες
χτένια
κτένοι

Το υγρό στοιχείο τροφοδοτούσε ανέκαθεν με την ποικιλία και την αφθονία του τους κατοίκους της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας. Η άμεση γειτνίαση μεγάλου τμήματος της πατρίδας μας προς τη θάλασσα, τα καθαρά και όχι ιδιαίτερα βαθιά νερά και τα πολυάριθμα είδη ψαριών, μαλακίων και οστρακοειδών, που - κατά τους αρχαίους τουλάχιστον χρόνους - υπήρχαν σε πλούσιες ποσότητες, καθιστούν ευνόητη την αγάπη των Ελλήνων για τα θαλασσινά. 

Οι αρχαίες γραπτές πηγές σώζουν πλήθος πληροφοριών σχετικά με τα είδη των θαλασσινών που καταναλώνονταν, καθώς και τους τρόπους αλίευσης και μαγειρεύματός τους. Υπήρχαν μάλιστα και ειδικά συγγράμματα επί του θέματος, π.χ. Αριστοτέλους Περί ιχθύων, Αρχίππου Ιχθύς, Δωρίωνος Περί ιχθύων, Νουμηνίου Αλιευτικός, Ευθυδήμου Περί παστών, Αντιφάνους Αλιευομένη. Όπως προκύπτει από τις πληροφορίες των γραπτών πηγών, των απεικονίσεων, κυρίως στην αγγειογραφία, και των αρχαιολογικών ευρημάτων, οι αρχαίες μέθοδοι και τα σύνεργα της αλιείας παραμένουν σχεδόν αμετάβλητα από την πρώιμη αρχαιότητα έως σήμερα. 
Επέλεξα να ασχοληθώ σχετικά με την τροφή των αρχαίων Ελλήνων, να αναφέρω δηλαδή τις τροφές της αρχαιότητας, διάφορες συνταγές, τα εδέσματα που ήταν σε προτίμηση και τους τόπους που φημίζονταν για τα κρασιά και τα φρούτα τους.
Αν καλούσαμε στις μέρες μας σ’ ένα γεύμα κάποιους αρχαίους Έλληνες όπως τον... Ηρόδοτο, τον Ηρακλή ή τον Αριστοφάνη, σίγουρα θα τους τρομάζαμε με τον πλούτο και την ποικιλία των εδεσμάτων που θα τους προσφέραμε. Εξαιτίας του ότι δεκάδες από τις σημερινές τροφές ήταν εντελώς άγνωστες στους αρχαίους Έλληνες, όπως η πατάτα λ.χ. από τα βασικότερα είδη της σημερινής διατροφής έγινε γνωστή στους Ευρωπαίους το 1530 και οι Έλληνες γεύτηκαν τη νοστιμιά της 300 χρόνια αργότερα, το 1832. 


Άγνωστα επίσης ήταν στους προγόνους μας και γενικά στους Μεσογειακούς λαούς, το ρύζι, η ζάχαρη, το καλαμπόκι, ο καφές, οι ντομάτες και τα ζαρζαβατικά (μελιτζάνες, πιπεριές, μπάμιες) τα πορτοκάλια και τα λεμόνια, το κακάο και διάφορα μπαχαρικά, τα ποικίλα ποτά, ακόμη και το ούζο -αφού φαίνεται να αγνοούσαν τον τρόπο της απόσταξης- τα ζυμαρικά*  (1) , και ένα πλήθος από διάφορα αγαθά, που κατακλύζουν σήμερα τις αγορές μας. Αλλά, παρ’ όλες τις ελλείψεις τόσων βασικών αγαθών, οι αρχαίοι Έλληνες ήταν καλοφαγάδες. Στα συμπόσιά τους τα τραπέζια ήταν βαρυφορτωμένα και το κρασί έρεε άφθονο. 


Σ’ ένα πλούσιο δείπνο (περίπου τον 5ο π.Χ. αιώνα) μπορούσε κανείς να δει τυρί της Αχαΐας, σύκα και μέλι της Αττικής, «αίθοπα οίνο» από τη Χίο και τη Λέσβο, θαλασσινά από τις πλούσιες ακτές της Εύβοιας, δαμάσκηνα από τη Δαμασκό της Συρίας, κριθαρένιο ψωμί από την Πύλο, φάβα ή ζωμό από μπιζέλια, τηγανίτες βουτηγμένες στο λάδι και γαρνιρισμένες με μέλι, τυρί αλογίσιο, που έτρωγαν μόνο οι «πολεμοχαρείς», βραστούς βολβούς, ραπάνια για να φεύγει το μεθύσι και βέβαια τις πίτες της Αθήνας, καύχημα της πόλης, παραγεμισμένες με τυρί, μέλι και διάφορα «νωγαλεύματα».

 Όλα αυτά τα εδέσματα της Αρχαίας Ελλάδας και ο «τρόπος» διατροφής των αρχαίων Ελλήνων προσελκύουν αρκετούς ανθρώπους της εποχής μας να αναζητούν λεπτομέρειες για την καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων. 


Λιτοδίαιτοι και Καλοφαγάδες. 
Αν και υπήρχαν κάποιοι Έλληνες που στα συμπόσιά τους και γενικότερα η τροφή τους αποτελούνταν από ποικίλα εδέσματα, η Αθήνα και γενικότερα η Αρχαία Ελλάδα αντιμετώπιζε πάντα ένα μεγάλο πρόβλημα: την φτώχεια, η οποία είχε γίνει παντοτινός σύντροφος των Αρχαίων Ελλήνων.
 Το άγονο έδαφος της Ελλάδας, η δυσκολία στις συγκοινωνίες και βέβαια οι πολύχρονοι πόλεμοι είχαν όπως ήταν φυσικό μεγάλη επίπτωση και στη διατροφή των αρχαίων. Σ’ αυτό συντελούσε και η περιορισμένη παραγωγή της ελληνικής γης.


 Η Αττική ήταν πολύ «λεπτόγεως» (άπαχη γη) και εξαιτίας του μεγάλου προβλήματος του νερού η παραγωγή της ήταν αρκετά μικρή. Τα κύρια γεωργικά προϊόντα της αρχαίας Ελλάδας ήταν το κριθάρι, το σιτάρι, το κρασί, το λάδι και οι ελιές. Στην Αττική έβγαινε επίσης μέλι και σύκα που ήταν το πιο εκλεκτό φρούτο για τους αρχαίους.

 Το λάδι το χρησιμοποιούσαν όχι μόνο για τα φαγητά τους, αλλά και για το φωτισμό, για την παρασκευή φαρμάκων και καλλυντικών και ήταν απαραίτητο για τους αθλητές, που το άλειφαν στα κορμιά τους στις παλαίστρες.
  •  Οι Αθηναίοι ήταν οι διασημότεροι για την ολιγοφαγία τους, γι’ αυτό βγήκε και η έκφραση «αττικηρώς ζην».
  •  Γενικά όμως οι αρχαίοι ήταν λιτοδίαιτοι, γι’ αυτό και είχαν αυτοχριστεί «μικροτράπεζοι» και «φυλλοτρώγες». 

ΠΩΛΗΣΗ ΑΡΤΟΥ ΖΩΓΡΑΦΙΚΟ ΔΡΩΜΕΝΟ -ΠΟΜΠΗΙΑ

Ο πολύτιμος άρτος των Αρχαίων.  
Τα δημητριακά αποτελούσαν την κύρια βάση της διατροφής για τους αρχαίους. Αλλά τόσο το σιτάρι όσο και το κριθάρι δεν ήταν σε αφθονία για τους Αθηναίους, έτσι αναγκάζονταν να το εισάγουν από άλλα μέρη.
 Το αλεύρι από κριθάρι, ζυμωμένο σε γαλέτες ήταν το πιο συνηθισμένο καθημερινό ψωμί και ονομαζόταν μάζα.
 Στη ζύμη του ψωμιού έβαζαν διάφορα καρυκεύματα, όπως μάραθο, δυόσμο και μέντα ακόμη, για να πάρει το ψωμί μια διαφορετική νοστιμάδα. Και φυσικά, έβαζαν το απαραίτητο αλάτι.
 Ακόμη οι αρχαίοι είχαν τα εξής είδη ψωμιού:
 Το σιμιγδαλένιο, το ψωμί από χοντράλευρο, το ψωμί από διάφορα γεννήματα, από ένα είδος σίκαλης της Αιγύπτου και το «ψωμί από κεχρί».
 Λόγω της μεγάλης «αγάπης» των Αθηναίων για το ψωμί, του έδιναν διάφορα ονόματα, ανάλογα με τον τρόπο που ψηνόταν, όπως:
  •  - «Ιπνίτης» ήταν το ψωμί που έψηναν μέσα σε θερμή σκάφη.
  •  - «Εσχαρίτης» το ψωμί που ψηνόταν στις σχάρες.
  •  - «Άρτο τυρόεντα» τυρόπιτα θα τον λέγαμε σήμερα.
  •  - «Κριβανίτης άρτος» γινόταν από σιμιγδάλι.
  •  Το «όφωρος» ήταν ένα γλύκισμα από ζύμη, σουσάμι και μέλι. Βέβαια αναφέρονται και από τους αρχαίους και διάφορα άλλα είδη ψωμιού. 
Αναπαραγωγή άρτου της αρχαιότητας -Πειραματικό 
 Γνωστές επίσης ήταν και οι λαγάνες.Και οι Αθηναίοι φουρνάρηδες είχαν καλή φήμη, για τα γλυκίσματα και τις πίτες τους.
 Οι αρχαίοι εκτιμούσαν πολύ περισσότερο από εμάς σήμερα την ύπαρξη του ψωμιού, και θεωρούσαν πως η μεγάλη ποικιλία του ψωμιού ήταν πολυτέλεια, αφού συνήθιζαν να τρώνε μόνο ένα κομμάτι κριθαρένια μπομπότα.
 «Εγώ προσωπικά πιστεύω πως αυτή η αγαπητή συνήθεια των αρχαίων δηλαδή η μεγάλη ποικιλία ψωμιού που χρησιμοποιούσαν οφείλεται στο ότι το κριθάρι και το σιτάρι ήταν δύο από τα κύρια γεωργικά προϊόντα της Αρχαίας Ελλάδας και προσπαθούσαν να τα αξιοποιήσουν όσο καλύτερα μπορούσαν». 

Εδέσματα και συνταγές. 
Οι αρχαίοι Έλληνες φρόντιζαν στα γεύματα και στα δείπνα τους, τα τραπέζια να είναι πλούσια. Αποτελούνταν συνήθως από ψωμί, γλυκίσματα, φρούτα, ελιές, πίτες, κρέατα και χορταρικά. Φυσικά και από άφθονο κρασί.
 Από τα όσπρια, γνωστά στους αρχαίους ήταν τα φασόλια, οι φακές, τα ρεβίθια (που τα προτιμούσανε ψημένα), τα μπιζέλια και τα κουκιά, που τα έτρωγαν, συνήθως, σε πουρέ (έτνος).

Οι Αθηναίοι συνήθιζαν να έχουν στα σπίτια τους μεγάλη ποικιλία τροφών όπως ψωμί, λουκάνικα, σύκα, γλυκίσματα, μέλι, τυρί, τρυφερά χταπόδια, τσίχλες, σπουργίτια και άλλα πολλά.
  •  Ένα σπίτι όμως με τόσα αγαθά θα ξεπερνούσε και τα σημερινά σούπερ - μάρκετς.
  •  Ένα από τα πιο απαραίτητα αγαθά σ’ ένα σπίτι ήταν το λάδι. Κάτι που, όπως σημειώσαμε, ήταν απαραίτητο και στις παλαίστρες, για ν’ αλείφουν οι αθλητές τα κορμιά τους.
  •  Φημισμένα ήταν τα λάδια της Σάμου και της Ικαρίας.
Οι αρχαίοι συνήθιζαν να βγάζουν λάδι από άγουρες ελιές, που το προτιμούσανε στις σαλάτες τους. Επίσης από τα αμύγδαλα και τα καρύδια έβγαζαν ένα είδος λαδιού, καλό για τα γλυκίσματά τους.
Από τα απαραίτητα επίσης στο καθημερινό τραπέζι των αρχαίων ήταν το γάλα και το τυρί, που ήταν όμως δύο σπάνια αγαθά. Μάλιστα οι διαιτολόγοι συνιστούσαν, για τους αθλητές, το μαλακό τυρί.
  • Πολλές φορές για να πήξει καλά το τυρί, έβαζαν μέσα στο γάλα, που έβραζε, ένα κωνοροειδές φυτό, κνήκον ή οκνήκος.
Φυσικά, τα σκόρδα και τα κρεμμύδια ήταν στο καθημερινό μενού. Ορισμένοι όμως θεωρούσαν αυτό το είδος διατροφής χωριάτικο (όπως το ίδιο γίνεται και σήμερα, στις μέρες μας, κάποιοι περιφρονούν πολύτιμες τροφές για τη ζωή μας, μόνο και μόνο από το άκουσμά τους, την εμφάνισή τους αλλά και την «διασημότητά» τους).
  • Από τα εκλεκτότερα εδέσματα ήταν οι κοχλιοί, τα σαλιγκάρια, που τα έτρωγαν οι Κρητικοί.
Τα μικρά πουλιά, σπίνους, τσίχλες, ακόμη και τους λαγούς, αφού τα ψήνανε, τα διατηρούσανε μέσα σ’ ευωδιαστό λάδι. Μάλιστα, το παραγεμίζανε με διάφορα καρυκεύματα, κάτι που συνηθίζεται και σήμερα στα χωριά της Μάνης. 

 

 Για τους φτωχούς ανθρώπους οι σούπες ήταν το πιο συνηθισμένο καθημερινό φαγητό. Έτρωγαν βέβαια και ψαρόσουπες, που η πλούσια όμως τάξη της απέφευγε!
  •  Ένας ζωμός που ευχαριστούσε ιδιαίτερα τον Ηρακλή ήταν ο ζωμός από μπιζέλια.
  •  Στα χορταρικά έριχναν μια σάλτσα φτιαγμένη από λάδι, δριμύ ξύδι, διάφορα καρυκεύματα, ακόμη και μέλι.
Τα θαλασσινά που προτιμούσε ο λαός, ήταν οι σαρδέλες του Φαλήρου, το πιο συνηθισμένο θαλασσινό, μαζί με κριθαρένιο ψωμί. Αντίθετα, τα χέλια, ήταν πανάκριβα, περίπου τον 5ο αι. π.Χ.


  • Οι Έλληνες έτρωγαν συχνότερα ψάρι από κρέας.
Το πιο διαδεδομένο πρωινό ρόφημα, αφού βέβαια αγνοούσαν τον καφέ, ήταν το γάλα, κυρίως το κατσικίσιο, κι ένα ανακάτεμα από χλιαρό νερό και μέλι, που προκαλούσε ιδιαίτερη ευχαρίστηση.
  • Στις κωμωδίες του Αριστοφάνη αναφέρονται εδέσματα που μας ξενίζουν.
Στους «Ιππείς» μιλάει για «ξίγκι βοδινό ψημένο μέσα σε συκόφυλλα». Αναφέρεται επίσης ο «κάνδυλος» ένα ανακάτεμα από μέλι, γάλα, τυρί και λάδι, του «μυττωτό», ένα είδος σκορδαλιάς με πράσα, σκόρδα, τυρί και μέλι.
 Βέβαια πολλοί ήταν αυτοί που στα έργα τους πρόσθεσαν «μια γεύση κουζίνας» ανέφεραν δηλαδή συνταγές και εδέσματα της εποχής, γιατί γνώριζαν πως οι αρχαίοι έχουν αδυναμία σ’ αυτά, έτσι θα έβρισκαν τα έργα τους πιο ελκυστικά.
 Στις θυσίες τους ετοίμαζαν και ένα είδος πλακούντος, κάτι δηλαδή σαν πίτα, που το ‘λεγαν «πελανό». Ήταν ένα παχύρρευστο κράμα από αλεύρι, μέλι και λάδι.
 Άλλα εδέσματα: «Έκχυτος», που αναφέρεται σ’ ένα επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας, ήταν ένα μείγμα από αλεύρι και ψημένο τυρί, που το έριχναν σε ειδικά καλούπια και τα γέμιζαν με κρασί μελωμένο.
«Κάνδαυλος», ένα είδος φαγητού της Μικράς Ασίας, κυρίως στην περιοχή της Λυδίας, με ό,τι ερεθιστικό καρύκευμα κυκλοφορούσε.
 «Μυττωτός» πίτα με τυρί, ανακατεμένο με μέλι και σκόρδα.
 Βέβαια, οι πιο περίφημες πίτες ήταν της Αθήνας, καύχημα της πόλης, και γινόταν με μέλι, τυρί και λάδι, αλλά έβαζαν μέσα και διάφορα καρυκεύματα.

ΕΙΔΩΛΙΟ ΑΝΔΡΟΣ ΠΟΥ ΤΡΙΒΕΙ ΤΥΡΙ -500 Π.Χ. -ΑΡΧ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΗΒΑΣ 

Ακόμη, οι Αθηναίοι απέφευγαν να αρχίζουν το γεύμα τους ή το δείπνο με σούπα (γιατί πολύ πιθανόν να τους κοβόταν η όρεξη για φαγητό).
 Αν και οι Αθηναίοι φρόντιζαν να μη λείπει τίποτα από το σπίτι τους, δηλαδή χρήσιμα αγαθά, όπως τρόφιμα, δεν πρέπει να ξεχνούμε την φτώχεια που επικρατούσε στην Ελλάδα και ήταν ο παντοτινός σύντροφος των Ελλήνων. Η έλλειψη και η ακρίβεια των τροφίμων ανάγκαζε πολλούς να μην πετάνε τίποτα από τα περισσεύματα των δείπνων.

 Το σπαρτιατικό μενού δεν συγκινούσε βέβαια τους Έλληνες. Ακόμη και στις γιορτινές μέρες δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Έφτανε ένα βραστό χοιρινό, λίγο κρασί και καμιά πίτα γλυκιά για να ενθουσιάσει τους Σπαρτιάτες, που το καθημερινό τους ήταν μια κούπα από «μέλανα ζωμό» κι ένα κομμάτι ψωμί.

 Αλλά ελάχιστοι μπορούσαν να αντέξουν τη σπαρτιατική λιτότητα. Γι’ αυτό και οι Σπαρτιάτες, πολύ πιθανόν να φάνταζαν ήρωες μπροστά σε κάποιους άλλους Έλληνες και συγκεκριμένα Αθηναίους που ήθελαν να ζουν μέσα στην πολυτέλεια και να μην λείπει κανένα είδος τροφής και ποτού από τα σπίτια τους. 

Λαχανικά και όσπρια.  
Τα λαχανικά στην αρχαία Ελλάδα και συγκεκριμένα στην αρχαία Αθήνα, ήταν σε σπουδαία ζήτηση, κι όχι μόνο για τους οπαδούς του Πυθαγόρα, που τα προτιμούσαν, μια κι απέφευγαν να τρώνε όσα έχουν ζωή.
 Ο Πλάτων, στην ιδιωτική του ζωή ακολουθούσε την «πυθαγόρειο δίαιτα». Που ήταν μια καθαρή χορτοφαγία κι έδειχνε ευχαριστημένος τρώγοντας λαχανικά. Πίστευε πως η δίαιτα, είναι η πηγή της υγείας και των καλών ηθών, δύο παραγόντων που κάνουν τα κράτη υγιή και ρωμαλέα, υλικώς, ηθικώς και ψυχικώς.
 Οι αρχαίοι Αθηναίοι όμως δύσκολα θα μπορούσαν να ακολουθήσουν τις «φυτοφαγικές» οδηγίες του Πλάτωνα αφού τα λαχανικά είχαν γίνει για τους Αθηναίους από τα σπάνια αγαθά. Πολλά σπίτια όμως, κυρίως στα περίχωρα φρόντιζαν να έχουν χωράφια, κήπους, στους οποίους καλλιεργούσαν σκόρδα, κρεμμύδια, κουκιά, φασόλια, μπιζέλια, λούπινα, βολβούς, μαρούλια, αρακά, αγκινάρες, βλίτα, ρεβίθια και φακές. Τα μανιτάρια, τα μάραθα, τα σπαράγγια και διάφορα άλλα χορταρικά, τ’ αναζητούσαν στις ακροποταμιές, στα χωράφια και στις άκρες των δρόμων. Φαγώσιμες ήταν ακόμη και οι τρυφερές τσουκνίδες.

 Φυσικά, είχαν σέλινο, άνηθο και δυόσμο, για να «καρυκεύουν» τα φαγητά τους. Μάλιστα στους αγώνες της Νεμέας γινόταν στεφάνωμα με σέλινο.
 Τα κολοκυνθοειδή ήταν περισσότερο γνωστά στην Αίγυπτο, όπως τα πεπόνια (πέπων) και τ’ αγγούρια (σικυός). Μάλιστα υπήρχαν τριών ειδών αγγούρια, τα οποία είναι το λακωνικόν, ο σκυταλίας και το βοιωτικόν. Απ’ αυτά καλύτερα είναι τα λακωνικά όταν ποτίζονται, ενώ τ’ άλλα δεν πρέπει να ποτίζονται. Επίσης, τα αγγούρια έβγαιναν πιο δροσερά αν, πριν φυτευτούν οι σπόροι, μείνουν για λίγο μέσα στο γάλα ή σε διαλυμένο στο νερό μέλι.

 Τα σκόρδα, ακόμη, ήταν απαραίτητα για τους αρχαίους αφού ήταν συμπλήρωμα για κάθε σαλάτα τους. Όπως επίσης και τα κρεμμύδια.
  •  Γενικά τα χορταρικά τα σερβίρανε με μια σάλτσα φτιαγμένη από λαδόξυδο και διάφορα καρυκεύματα.
 Οπωσδήποτε η απουσία της ντομάτας στερούσε πολλά από την Αθηναία νοικοκυρά. Τα μανιτάρια όμως, αν και ήταν νοστιμότατα και περιζήτητα, όλοι τα φοβούνταν για το δηλητήριό τους.

 Παρόλα αυτά, ένα περιβολάκι γεμάτο με δέντρα και λαχανικά ήταν όνειρο για τους αρχαίους.
 Ακόμη και οι βασιλιάδες το λαχταρούσαν. Συγκεκριμένα ο Άτταλος ο Γ΄, ο φιλότεχνος βασιλιάς της Περγάμου, που κληροδότησε το βασίλειό του στη Ρώμη (το 133 π.Χ.), εύρισκε ευχαρίστηση στο λαχανόκηπό του, όπου, εκτός των άλλων, καλλιεργούσε νοσκύαμο, ελλέβορο και κώνειο. 
  • Κάποιοι υποστηρίζουν πως καλλιεργούσε αυτά τα φυτά γιατί έκανε έρευνες για τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες. Άλλοι όμως παρατηρούν ότι αυτό που ενδιέφερε περισσότερο το φιλότεχνο βασιλιά ήταν η δραστικότητα τους ως δηλητηρίων, που, όπως λεγόταν φρόντιζε να στέλνει στους «φίλους» του.
 Οι αρχαίοι Έλληνες φαίνεται να αγαπούσαν τα λαχανικά και γι’ αυτό να λαχταρούσαν να έχουν στο σπίτι τους ένα λαχανόκηπο. Βέβαια, αν θεωρήσουμε πως είναι αληθές αυτό που παρατήρησαν κάποιοι για το λαχανόκηπο του Αττάλου (πως, δηλαδή ενδιαφερόταν για τη δραστικότητα των φυτών), θα καταλάβουμε πως οι αρχαίοι δε λαχταρούσαν να έχουν στο σπίτι τους όλοι ένα λαχανόκηπο για τον ίδιο λόγο. Κάποιοι, -οι περισσότεροι- τους χρειάζονται για να τραφούν από αυτούς και να ζήσουν και άλλοι για να σκοτώσουν.

Βέβαια, τα λαχανικά ήταν απαραίτητα για τη ζωή τους.
 Από τα λαχανικά όμως των αρχαίων τα κουκιά είτε βρασμένα, είτε ψημένα, είτε σε πουρέ (έτνος), ήταν το πιο αηδιαστικό φαγώσιμο, για τους οπαδούς του Πυθαγόρα. Κι όχι μόνο, τα κουκιά ήταν πρόβλημα και για τους Αιγύπτιους.
 Τα υπόλοιπα όμως λαχανικά ήταν νόστιμα σε όλους, πιστεύω. 

ΟΙ ΚΡΟΚΟΣΥΛΛΕΚΤΡΙΕΣ 
Νωγαλεύματα - μπαχαρικά. 
Νωγαλεύματα έλεγαν οι αρχαίοι τα γλυκά φαγητά και γενικά κάθε λιχουδιά.
 Οι Έλληνες φαίνεται να έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση στα αρτύματα και στα διάφορα καρυκεύματα, που έδιναν πικάντικες γεύσεις στα φαγητά τους. Έτσι ένα σπίτι της Αθήνας φρόντιζε, να έχει πάντα στα ράφια του, αλάτι (άλας), ρίγανη (ορίγανο), ξύδι (όξος), θυμάρι (θύμον), σουσάμι (σύσαμο), σταφίδες, κάππαρη, αυγά, αλίπαστα, κάρδαμο, συκόφυλλα, κύμινο, ελιές, σίλφιο, πετιμέζι, σκόρδα και διάφορα άλλα.
Νόμισμα με χάραγμα σιλφίου 

Ένα μενού με ορεκτικά και γλυκίσματα που θα ενθουσίαζε και τους σημερινούς καλοφαγάδες.
 Ένα γλύκισμα τους ήταν βέβαια οι μελόπιτες, τις οποίες, έλεγαν γενικά «μελιτούττα». Σε προτίμηση όμως είχαν κι ένα γλύκισμα από λιναρόσπορους και μέλι, τη «χρυσόκολλα». Ένα άλλο γλύκισμα που λεγόταν «έκχυτο» φτιαχνόταν από αλεύρι και τυρί ψημένο, μέσα σε καλούπια και ήταν περιχυμένο με κρασί μελωμένο.
  •  Επίσης ένα άλλο γλύκισμα γινόταν με αλευρωμένο γάλα, που, όταν έμπαινε σε ειδικά κύπελλα, γαρνίριζαν με μέλι και πασπαλιζόταν με σουσάμι.
 Οπωσδήποτε όμως τα πιο συνηθισμένα γλυκίσματα ήταν οι γαλατόπιτες.
 Από τα καρυκεύματα, το πιο περιζήτητο αλλά και το πιο σπάνιο ήταν το μαύρο πιπέρι. Επίσης στόλιζαν τα φαγητά τους με σμύρνα, κάππαρη, ρίγανη, δυόσμο, κύμινο και διάφορα άλλα.
 Όμως εκείνοι οι έμποροι που τολμούσαν να φέρουν στην Αθήνα πιπέρι ή άλλα μπαχαρικά, από τις αγορές της Ανατολής, κινδύνευαν να κατηγορηθούν σαν κατάσκοποι του βασιλιά των Περσών.
 Αφού παρατηρείται ακόμη πως το πιπέρι είναι ξενικό όνομα, γιατί κανένα ελληνικό όνομα, εκτός από το μέλι, δεν τελειώνει σε «ι».
 Παρόλα αυτά όμως βλέπουμε πως οι Έλληνες έχουν πλούτο μπαχαρικών και γλυκισμάτων. 

Το Μέλι. 
Μια και η ζάχαρη ήταν άγνωστη στους αρχαίους, το μέλι ήταν κάτι από τα απαραίτητα για την καθημερινή διατροφή τους και βέβαια για τα γλυκίσματά τους που ήταν αγαπητά σε όλους.
 Το μέλι ήταν γι’ αυτούς θείο δώρο, αφού πίστευαν πως έπεφτε από τον ουρανό, με την πρωινή δροσιά, πάνω στα λουλούδια και στα φύλλα και από εκεί το μάζευαν οι μέλισσες.

 Την άποψη αυτή, σήμερα θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε αφελή, τότε όμως το μέλι ήταν τόσο πολύτιμο και απαραίτητο γι’ αυτούς, που κανείς δεν θα μπορούσε να σκεφθεί κάτι τέτοιο.
 Τις θρεπτικές ιδιότητες του μελιού, δεν τις αγνοούσε φυσικά κανένας, γι’ αυτό, σε κάθε περίπτωση, όλο έπαινοι ακούγονταν. Κι εξυμνούσαν, κυρίως, το μέλι της Αττικής, το περίφημο θυμαρίσιο μέλι. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως μόνο στην Αττική υπήρχε μέλι. Η μελισσοκομία ανθούσε σε πολλά μέρη, στα νησιά και στην Αίγυπτο.
 Το μέλι ήταν τόσο σημαντικό για τους αρχαίους, που αρκετές φορές γέμιζαν μεγάλους αμφορείς με αυτό και τ’ ανακάτευαν με κρασί για να κάνουν τις σπουδές, τόσο στους θεούς που τιμούσαν, όσο και στις ψυχές των νεκρών. Καταλαβαίνουμε έτσι, μετά από αυτό, πόσο πολύτιμη θεωρούσαν την αξία του. 

Τα φρούτα. 
Η αγάπη των αρχαίων για τα φρούτα θεωρείται φυσικά αναμφισβήτητη, αφού ήταν απαραίτητα για τη διατροφή τους. Για να υπάρχουν όμως τα φρούτα απαραίτητο ήταν το γλυκό μεσογειακό κλίμα που ευνοούσε την ανάπτυξη όλων σχεδόν των δέντρων.

 Παρόλα αυτά, ορισμένα φρούτα, όμως, όπως είναι τα πορτοκάλια, τα βερίκοκα, τα μανταρίνια, τα ροδάκινα, τα τζάνερα και άλλα ήταν άγνωστα στο διαιτολόγιο των αρχαίων. Έτσι η πληθώρα των φρούτων, που κατακλύζουν σήμερα τις αγορές, ήταν βέβαια κάτι το αδιανόητο για αυτούς.

 Η αγάπη για τα φρούτα όμως έπεισε πολλούς ποιητές, ότι αξίζει ν’ αφιερωθούν μερικοί στίχοι σ’ αυτά.
  •  Ακόμη, οι αρχαίοι συγγραφείς έλεγαν κάρυα όλους τους καρπούς με τον σκληρό φλοιό.
  •  Η Δαμασκός της Συρίας, αναφέρουν κάποιοι πως ονομάστηκε έτσι από τα καλά δαμάσκηνα που έβγαιναν στα μέρη της.
 Οι Ρόδιοι και οι Σικελοί έλεγαν τα δαμάσκηνα «βράβυλα», άλλοι τα έλεγαν «κοκκύμπλα», ενώ ένας ποιητής-συγγραφέας ο Θεόφραστος ο Συρακόσιος μιλάει για «δαμάσκηνα και σποδιάς», ένα είδος από άγρια δαμάσκηνα.
 Τα μήλα ήταν επίσης γνωστά στους αρχαίους, όχι όμως με την πλούσια ποικιλία που παρουσιάζονται σήμερα στην αγορά.
 Τα γλυκά μήλα τα έλεγαν «Ορβικλάτα» και τα πιο ζουμερά «σητάνια» ή «πλατάνια».
 Περίφημα ήταν τα μήλα της Κορίνθου, που παλαιότερα λέγονταν και Εφύρη ή Εφύρα.
 Πάντως, η πορτοκαλιά, που πατρίδα της θεωρείται η νοτιοανατολική Ασία, ήταν άγνωστη για τους αρχαίους αφού έγινε γνωστή στην Ευρώπη το 16ο αιώνα.
 Ένα άλλο φρούτο που υπήρχε, όμως, στην αρχαία Ελλάδα ήταν τα κυδώνια που τα έλεγαν «στρουθία» και «κοδύματα».

 Τα ροδάκινα που ήταν γνωστά στους Πέρσες ονομάζονταν «κοκκύμπλα», με το ίδιο όμως όνομα αναφέρονται και τα δαμάσκηνα.
 Από τα πιο περιζήτητα φρούτα ήταν βέβαια τα σταφύλια, αλλά όσοι τα καλλιεργούσανε τα βλέπανε περισσότερο σαν κρασί.


 Το πιο αγαπημένο φρούτο των αρχαίων ήταν όμως τα σύκα. Και τα πιο περίφημα ήταν τα σύκα της Αττικής, κάτι που ύμνησαν αρκετοί. Γι’ αυτό και ο Ίστρος (ένας γραμματικός, ποιητής και ιστορικός από την Κυρήνη) λέει στα «Αττικά» ότι «τα σύκα της Αττικής, που θεωρούνται και τα καλύτερα, δεν πρέπει να εξάγονται, ώστε να τα απολαμβάνουν μόνο οι Αθηναίοι...». Ακόμη αναφέρει, πως πολλοί όμως έκαναν μυστικά την εξαγωγή.
  •  Η αγάπη και η εκτίμηση των αρχαίων για τα σύκα ασφαλώς μας εντυπωσιάζει, αφού πολλοί ποιητές και συγγραφείς έχουν αναφερθεί με πολύ μεγάλο θαυμασμό σ’ αυτά.
 Τα σύκα υπήρχαν σε αφθονία και σε μεγάλη, για εκείνη την εποχή, ποικιλία. Τα πιο γνωστά ήταν τα χελιδώνια σύκα, οι αγριοσυκιές γενικά, οι λευκοαγριοσυκιές, οι φιβαλέους και οι οπωροβασιλίδας. Γνωστά επίσης ήταν τα ασπρόσυκα τα οποία τα έλεγαν «λευκερινεά» και μερικά που είχαν ξινή γεύση «οξάλια».
  •  Φημισμένα ήταν και τα ροδίτικα σύκα, που ο Σαμιώτης κωμωδιογράφος Λυγκεύς τα συγκρίνει, στις «Επιστολές» του, με τα σύκα της Αττικής.
  •  Αλλά και τα σύκα της Πάρου τα σύγκριναν με άλλα αγριόσυκα για να φανεί η νοστιμάδα τους.
  •  Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν διάφορα είδη σύκων.
 Ο Φιλήμων, στις «Αττικές λέξεις», αναφέρεται στα βασιλικά σύκα.
 Στην Αχαΐα ήταν συκιές που ωρίμαζαν το χειμώνα και οι καρποί τους λέγονταν «κοδώνια σύκα».
 Μερικές συκιές καρποφορούσαν δύο φορές το χρόνο, και λέγονταν «δίφορες». Μερικοί μάλιστα συζητούσαν και για τρίφορη συκιά (φρούτα τρεις φορές το χρόνο) που έβγαινε όμως μόνο στη νήσο Κέα. Το σύκο ήταν τόσο αγαπητό στους αρχαίους αλλά και στους απογόνους τους, που έχουν πάρει το όνομα του αρκετά χωριά στην εποχή μας. 

Τα κρασιά. 
Το κρασί ήταν κάτι το απαραίτητο στα γεύματα των αρχαίων και βέβαια στα συμπόσια, όπου έρεε άφθονο. Όμως δεν έπιναν το κρασί όπως εμείς, αλλά νερωμένο, όχι μόνο με γλυκό αλλά και με θαλασσινό νερό, αφού απέφευγαν να το πίνουν, όπως φαίνεται, ανέρωτο (άκρατος οίνος, όπως το έλεγαν). Βέβαια, έδιναν μεγάλη σημασία στην αναλογία του νερού με το κρασί αφού τους ήταν πολύ αγαπητό και δεν έπρεπε να γίνει κανένα απολύτως λάθος.


 Η αναλογία λοιπόν με το νερό ήταν, συνήθως, στο μισό ή τρία μέρη νερό και δύο κρασί. Το νερό, ανάλογα με την εποχή, ήταν χλιαρό ή κρύο.
  •  Μερικές φορές έριχναν μέσα και παγάκια, που τα έφερναν από τα βουνά και τα διατηρούσανε μέσα σε άχυρα.
 Βέβαια, το παγωμένο κρασί ήταν μια πολυτέλεια. Τα δροσερά πηγάδια, έτσι, ήταν σχεδόν απαραίτητα αφού χρησίμευαν, φυσικά, για ψυγεία και τα καλά σπίτια φρόντιζαν να έχουν τους ειδικούς κάδους (ψυκτήρες) όπου έβαζαν και χιόνι για να παγώνει, όχι μόνο το κρασί αλλά και το νερό.

Ψυκτήρας

 Οι αρχαίοι, ακόμη, έβαζαν συχνά μέσα στα κρασιά τους και διάφορα αρώματα, όπως θυμάρι, μέντα, γλυκάνισο, δεντρολίβανο, μυρτιά, ακόμη και μέλι, αλλά ποτέ ρετσίνα. Ένα τόσο ευωδιαστό κρασί έπαιρνε και το χαρακτηριστικό του όνομα, το έλεγαν «τρίμα».


 Ακόμη, έφτιαχναν το κρασί με διαφορετικούς τρόπους, από τους σημερινούς, γεγονός που δείχνει πόσο εξελίχθηκε με τα χρόνια η παρασκευή του κρασιού.

Πρέσα σταφυλιών 

 Ο τρύγος λοιπόν γινόταν με συνοδεία αυλού που ρύθμιζε τις κινήσεις κι ήταν, όπως άλλωστε και σήμερα, ένα πολυήμερο πανηγύρι.
 Τα σταφύλια τα έβαζαν σε μέρος που να τα βλέπει καλά ο ήλιος, για να φύγει το νερό που είχαν μέσα τους. Ύστερα τα πατούσαν, πάλι με χορούς και τραγούδια, κι άφηναν το μούστο να βράσει πέντε μέρες, μέσα σ’ ένα μεγάλο πιθάρι, τοποθετημένο σε σκιερό μέρος. 


Κατόπιν μάζευαν το γλυκό υγρό απ’ τον αφρό, που ήταν γεμάτο ζάχαρη, κι αποθήκευαν το μούστο σε πιθάρια που, πολλές φορές, τα έβαζαν μέσα στη γη. Τα σκέπαζαν και περίμεναν να μπει για καλά ο χειμώνας, για να τ’ ανοίξουν. Αρκετοί πάντως είχαν την υπομονή να περιμένουν μέχρι την άνοιξη, οπότε το κρασί ψηνόταν καλύτερα. Ο τρύγος ήταν ένα από τ’ αγαπημένα θέματα για πολλούς αρχαίους. Αρκετοί συγγραφείς έχουν αφιερώσει στίχους και σ’ αυτόν. 

Οι Αθηναίοι πάντως φρόντιζαν ν’ ανοίγουν τα πιθάρια τους την πρώτη μέρα των Ανθεστηρίων, και ο κάθε νοικοκύρης, με το πρώτο κιόλας ποτήρι, έκανε σπονδή στο Διόνυσο, τον αγαπητό τους θεό, του κρασιού.
 Ο κάθε τόπος στην αρχαία Ελλάδα είχε και το δικό του τρόπο παρασκευής του κρασιού.
 Για να διατηρήσουν το μούστο, όμως, όλοι έριχναν μέσα και νερό αλατισμένο, όπως και διάφορα αρώματα. Και πολλές φορές έψηναν το μούστο σε σιγανή φωτιά.
 Στη ρόδο και στην Κω όμως έβαζαν μέσα στο μούστο θαλασσινό νερό, γιατί πίστευαν ότι το κρασί που θα γίνει μ’ αυτό τον τρόπο δεν θα φέρει εύκολα τη μέθη και θα είναι πιο εύκολο στη χώνεψη.


 Η μέθοδος αυτή έγινε αιτία να υποστηριχθεί, από κάποιους αρχαίους συγγραφείς, ότι, κατά το μύθο «φυγή του Διονύσου» στη θάλασσα σήμαινε κι ένα τρόπο οινοποιίας, που ήταν γνωστός από παλιά. Δηλαδή, η ανάμειξη του γλεύκους (μούστου), που εκπροσωπείται από το θεό Διόνυσο ή Βάκχο, με το θαλασσινό νερό.

Αττική ερυθρόμορφη τριφυλλόστομη οινοχόη (χους) του αγγειογράφου Μύσωνα με απεικόνιση Διονύσου και Σατύρου.Πιθανόν από την Όλυνθο, 490-480 π.Χ. (Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης).

 Πολλοί μάλιστα -όπως ο Όμηρος- επαινούν και το κρασί του Μάρωνος από τη Θράκη γιατί βάζουν μέσα πολύ νερό.
  •  Στην αρχαία Ελλάδα όμως τα γνωστότερα είδη κρασιού ήταν τέσσερα. Το άσπρο, το κιτρινωπό, το μαύρο και το κόκκινο.
  •  Το άσπρο κρασί ήταν το ελαφρότερο, αρκετά χωνευτικό και διουρητικό, το κιτρινωπό, προς το ξανθό, είχε πιο ξινή γεύση, ενώ το μαύρο και το κόκκινο, που συνήθως είχαν γλυκιά γεύση, ήταν και τα πιο περιζήτητα.
 Φυσικά τα παλιά κρασιά ήταν και τα καλύτερα, όπως άλλωστε και σήμερα. Γενικά πάντως πιστεύανε ότι όσο πιο παλιό είναι ένα κρασί τόσο πιο χωνευτικό και πιο ελαφρύ είναι.

 Η αγάπη των αρχαίων για το κρασί ήταν μεγάλη, έτσι φρόντιζαν να υπάρχει τις περισσότερες φορές στο τραπέζι τους. 
Συγκεκριμένα πριν από το δείπνο ή το γεύμα, οι αρχαίοι ανακάτευαν το κρασί με το νερό σ’ ένα μεγάλο αγγείο, τον κρατήρα. 
Και οι δούλοι έπαιρναν το κρασί απ’ τον κρατήρα με μακριές κουτάλες, πήλινες, ξύλινες ή μεταλλικές, αλλά και με μια κανάτα μπορούσαν να γεμίσουν τα κύπελλα ή ποτήρια των καλεσμένων σε ένα τραπέζι.

 Το κρασί αφού ήταν τόσο αγαπητό στους αρχαίους χρησίμευε βέβαια και για τις σπουδές, στις διάφορες θρησκευτικές τελετές. Μερικές φορές όμως η λατρεία ορισμένων θεοτήτων απέκλειε το κρασί, οπότε οι σχετικές σπουδές γίνονταν ακόμη και με γάλα! Είχαν όπως φαίνεται και τις προλήψεις τους όταν έπιναν ή χρησιμοποιούσαν το κρασί.

  •  Το γεγονός όμως ότι οι Έλληνες αγαπούσαν τόσο πολύ το κρασί εξηγεί το λόγο για τον οποίο υπήρχαν τόσοι σπουδαίοι κρασότοποι στην Ελλάδα.
 Το χιώτικο κρασί, παράδειγμα, που τ’ ονόμαζαν «αριούσιο», ήταν από τα ακριβότερα κρασιά στο εμπόριο και είχε μεγάλη φήμη. Όπως και το κρασί της Λέσβου που θεωρείται πολύ καλό. Καλά κρασιά ήταν ακόμη, τα κρασιά της Μυτιλήνης που οι Μυτιληναίοι τους έδιναν γλυκιά γεύση και τα ονόμαζαν πρόδρομα (τα πρώιμα) και πρότροπα (από απάτητα σταφύλια). 
Πασίγνωστα ήταν ακόμη τα κρασιά της Μένδης (παραλία πόλης της δυτικής ακτής της χερσονήσου Παλλήνης) όπου ράντιζαν τα σταφύλια, πάνω στα κλήματα, με το ελατήριο ή καθάρσιο (χυμός από άγρια αγγούρια) για να βγει μαλακό το κρασί. Και τέλος σε σπουδαία ζήτηση ήταν το κρασί της Ικαρίας που λεγόταν πράμνιο και δεν ήταν ούτε γλυκό, ούτε παχύ, αλλά στυφό και άγριο, με ιδιαίτερα εξαιρετική οσμή.
 Τα κορινθιακά κρασιά αντίθετα όμως δεν ήταν σε ζήτηση γιατί όπως έλεγαν ήταν κρασιά βασανιστήρια και παράξενα. 
 Καλή φήμη δεν είχε όμως και το κρασί που φτιαχνόταν στα περίχωρα της Κερυνίας της Αχαΐας, αφού δημιουργούσε προβλήματα στις εγκύους.
 Αλλά και για το κρασί της Θάσου λεγόταν πως καταπολεμούσε την αϋπνία, αλλά έφερνε και ύπνο!
  •  Παρόλα αυτά τα καλύτερα κρασιά όπως υποστήριζαν και οι Ρωμαίοι ήταν τα ελληνικά, και από τα πιο περίφημα, του κυρίως ελληνικού χώρου, ήταν της Πεπαρήθου (Σκοπέλου), της Νάξου, της Λήμνου, της Ακάνθου (Θράκης), της Ρόδου και, από τα μικρασιατικά, της Μιλήτου.
 Εκτός της κυρίως Ελλάδας ξεχώριζαν ακόμη το «χαλυβώνιο» κρασί της Δαμασκού, με κύριο προμηθευτή τη βασιλική αυλή της Περσίας, καθώς και τα φοινικικά κρασιά. Περίεργο πάντως είναι το γεγονός πως οι αρχαίοι Έλληνες αγνοούσαν ή απέφευγαν το ζύθο, το εθνικό ποτό των Αιγυπτίων, που γινόταν από κριθάρι ή σίκαλη και από χουρμάδες, παρά τις τόσες συναλλαγές που είχαν.

 Πάντως, η αρχαία Ελλάδα όπως φαίνεται είχε μεγάλη ποικιλία κρασιών, έτσι, επόμενο ήταν τα κρασιά να παίρνουν μια από τις πρώτες θέσεις στις αγορές του αρχαίου κόσμου.
 Η μεγάλη αυτή ποικιλία κρασιών οδήγησε πρώτα τους Έλληνες και στη συνέχεια τους Ρωμαίους να ιδρύσουν τα «εμπορεία», όπου μπορούσε κανείς ν’ ανταλλάξει σκλάβους με τα καλύτερα κρασιά.
 Πολλές περιοχές που είχαν άφθονα κρασιά φρόντιζαν για την εξαγωγή τους.
 Όσα κρασιά ήταν να περάσουν στο εμπόριο φυλάγονταν μέσα σε μεγάλα και κατάλληλα πιθάρια, ενώ τα σπιτικά κρασιά ή όσα πήγαιναν στην κοντινή αγορά τα έβαζαν σε ασκούς από χοιρινά ή κατσικίσια δέρματα.

Κρήτη το ιδεόγραμμα αγγείου στην  Γραμμική Α μινωική γραφή 

 Τα πιθάρια είχαν πάνω τους και μία ειδική σφραγίδα με τ’ όνομα του εμπόρου καθώς και των τοπικών αρχόντων της περιοχής.


 Η εισαγωγή και η εξαγωγή όμως των κρασιών ήταν κανονισμένες, κυρίως στο νησί Θάσο, με ειδικούς νόμους που τιμωρούσαν τις απάτες και νοθείες, εξασφαλίζοντας έτσι ένα πραγματικό «προστατευτισμό».
 Μέσα από όλα αυτά καταλαβαίνουμε πως το κρασί αντιπροσώπευε τους αρχαίους Έλληνες και αυτοί το λάτρευαν αφού ήταν απαραίτητο για τη ζωή τους. 

  
Το κυνήγι. 
Το κυνήγι, κυρίως με τα τόξα, το αγαπούσαν όλοι οι... πολεμιστές, αφού ήταν άφθονο στην αρχαία εποχή και υπήρχαν μεγάλες εκτάσεις όπου δεν πατούσε ανθρώπινο πόδι.



 Τα δολώματα που χρησιμοποιούσαν ήταν κυρίως μικρά πιτσούνια και τυφλωμένα περιστεράκια!
 Οι αρχαίοι έτρωγαν όχι μόνο τα περιστέρια αλλά όλα τα πετούμενα, ακόμη και τα μικρά σπουργίτια, εκτός απ’ τα κοράκια, με το σκληρό και στυφό κρέας τους. 


Απέφευγαν όμως να τρώνε και τα ορτύκια, αφού τα φυλάγανε για τις αξιολάτρευτες ορτυκομαχίες τους μια και το χρήμα είχε και αυτό την τιμητική του θέση στην κοινωνία.
 Τα προϊόντα του κυνηγιού ήταν ακόμη, κυρίως, τσίχλες, συκοφάγοι, κοτσύφια, πέρδικες, ψαρόνια, αγριόπαπιες, χήνες κ.λ.π.


 Αλλά από τα πιο ζηλευτά θηράματα ήταν οι αγριόχοιροι, τα ελάφια και τα ζαρκάδια, που ζούσαν τότε σ’ όλα τα ελληνικά βουνά.(ΣΣ του Ελληνικού Κόσμου από την Ιβηρική μέχρι την ανατολική μεσόγειο και Ασία.)

 Τέλος, τα αγαθά του κυνηγιού θεωρούνταν βέβαια από τους αρχαίους ως τα πιο νόστιμα.
 Η διατροφή των αρχαίων Ελλήνων όπως φαίνεται ήταν πλήρης αν αναλογιστούμε τις τροφές που υπήρχαν τότε. Και οι Έλληνες δείχνουν να ήταν περισσότερο καλοφαγάδες παρά λιτοδίαιτοι, αφού στα συμπόσια τους τις περισσότερες φορές, αν όχι πάντα, τα τραπέζια ήταν γεμάτα από πλήθος διαφόρων τροφών, και γευμάτων.


 Εξάλλου, οι αρχαίοι έλεγαν πως ένα υγιές και καλό μυαλό πρέπει να βρίσκεται μέσα σε ένα υγιές σώμα. Δηλαδή όσο σημαντικό θεωρούσαν την πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου, τόσο σημαντικό θεωρούσαν και την καλή και σωστή διατροφή του.

ΕΠΕΞΗΓΗΣΕΙΣ

1- Η καταγωγή των ζυμαρικών είναι μία πολύπλοκη ιστορία με πολλούς μύθους και αντιφάσεις. Η Ελληνική Μυθολογία αναφέρει ότι ο Ήφαιστος δημιούργησε ένα εργαλείο που έφτιαχνε ¨κορδόνια από ζύμη¨.
Οι ρίζες των ζυμαρικών χάνονται στους αιώνες, δεδομένου ότι αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι ετοίμαζαν πιάτα που έμοιαζαν πολύ με τα σημερινά μακαρόνια, με τη διαφορά ότι γίνονταν ψητά και όχι βραστά.
Τα βασικά συστατικά τους όμως, το σιτάρι και το νερό, είναι τόσο κοινά που είναι δύσκολο να τους αποδοθεί μία και μόνη καταγωγή. Το όνομα ¨μακαρόνια¨ πιθανόν να προέρχεται από το ελληνικό ¨μακαρία¨. Πράγματι είναι γνωστό οτι οι αρχαίοι Έλληνες ετοίμαζαν αποξηραμένα παρασκευάσματα από αλεύρι που άφηναν μαζί με λάδι και κρασί στους τάφους των νεκρών (των μακάρων). Κατ’ άλλη εκδοχή μπορεί να προέρχεται από το λατινικό¨amaccare¨(= κόβω).
Στο Βυζάντιο, τα ζυμαρικά σερβίρονταν ως γλυκό με μέλι και κανέλλα. Συνέχεια αυτής της γαστρονομικής συνήθειας είναι τα Χριστουγεννιάτικα ¨μελομακάρονα¨.
Ο ευρύτατα διαδεδομένος θρύλος ότι τα μακαρόνια έφερε στην Ιταλία ο Μάρκο Πόλο με την επιστροφή του από την Άπω Ανατολή τον 13ο αιώνα απορρίπτεται πλέον από τους μελετητές.
Η πρώτη αναφορά στην ύπαρξη των ζυμαρικών χρονολογείται γύρω στο 1000 π.Χ., στην αρχαία Ελλάδα, όπου η λέξη “λάγανον” περιέγραφε μία φαρδιά πλακωτή ζύμη από νερό και αλεύρι, την οποία έκοβαν σε λωρίδες. Η ζύμη αυτή μεταφέρθηκε και στην Ιταλία από τους πρώτους Έλληνες έποικους γύρω στον 8ο αιώνα π.χ., και μετονομάστηκε σε “laganum” στα λατινικά, τα σημερινά Λαζάνια. Το γεγονός πιστοποιείται από Λατίνους συγγραφείς όπως ο Κικέρων, ο Οράτιος και από τον περίφημο καλοφαγά Απίκιο, ο οποίος στην πρώτη ίσως συμπληρωμένη μαγειρική στην ιστορία περιγράφει αυτοκρατορικά γεύματα με “laganum”.

Η πρώτη όμως χειροπιαστή απόδειξη για την ύπαρξη των ζυμαρικών ανήκει σε ευρήματα που ανακαλύφθηκαν σε τοιχογραφίες του 4ου αιώνα π.Χ., σε οικισμό των Ετρούσκων βόρεια της Ρώμης, όπου αναπαριστούνται διάφορα σκεύη για το βράσιμο νερού, μία επιφάνεια για την ανάμιξη νερού με αλεύρι, ένας κυλινδρικός πλάστης και ένα εργαλείο κοπής, παρόμοιο με αυτό που χρησιμοποιείται σήμερα για να κόβουμε τα ζυμαρικά.

ΤΕΛΟΣ Α ΜΕΡΟΥΣ 



 

 ΠΕΡΙ ΕΔΕΣΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ Ν.ΜΟΤΣΙΑ
Στα γεύματα και στα δείπνα τα τραπέζια ήταν γεμάτα με ψωμί, με κρέατα και χορταρικά, κι ακόμη με ελιές, πίτες, γλυκίσματα και φρούτα. Φυσικά και με άφθονο κρασί. Από τα όσπρια, γνωστά στους αρχαίους ήταν τα φασόλια, οι φακές, τα ρεβίθια (που τα προτιμούσανε ψημένα), τα μπιζέλια και τα κουκιά, που τα 'τρωγαν, συνήθως, σε πουρέ (έτνος). Για το έτνος, δηλαδή τη σημερινή φάβα, ξετρελαινόταν ο Ηρακλής, και ο Αριστοφάνης δεν χάνει την ευκαιρία να τον σατιρίσει:

Ήρθες, αγαπητέ Ηρακλή; Πέρασε μέσα.
Η Περσεφόνη μόλις έμαθε ότι έφτασες,
αμέσως βάλθηκε να ζυμώνει καρβέλια,
έβαλε δυο τρεις χύτρες στη φωτιά
με όσπρια τριμμένα και φάβα, και στη θράκα
ένα ολάκερο βόδι • ψήνει ακόμη
γλυκά και πίτες. Μα πέρασε μέσα.
                  («Βάτραχοι» 503-507)


Μια γενική όμως ιδέα για τις γνωστές στους αρχαίους τροφές παίρνουμε απ' τους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου (Δ , 7):

 Γιατί, τι λείπει απ'το σπίτι μας, ποία καλά, δεν είναι  γεμάτο οσμές συριακής σμύρνας κι από ευχάριστο καπνό λιβανιού, δεν σε ευφραίνει να βλέπεις μάζες ψωμιού από λεπτό αλεύρι, τρυφερά χταπόδια, λουκάνικα, ώς και πάχος, φούσκες, βραστά σέσκλα και φύλλα, φάβα και  σκόρδα, μαρίδες, σκουμπριά, ενθρυμματίδες, φάρο καιχόνδρο, κουκιά, λαθούρια, αρακά, ρόβη, μέλι, τυρί, γεμιστά άντερα ως και σιτάρια, καρύδια, πληγούρι, ψητές καραβίδες, ψητά καλαμάρια, βραστό κέφαλο,  σουπιές βραστές, βραστή σμέρνα, κωβιούς βραστούς, ψητές παλαμίδες, ψητές φυκίδες, βατράχους, πέρκες, συνόδια, γάδους, ρίνες, ψησσιά, γαλέον, κούκον, φίσσες και νάρκες, κομμάτια σελάχι, κηρήθρες, σταφύλια, σύκα, γλυκίσματα, μήλα, ακράνεια, ρόδια, ρίγανη, μήκωνα, αχλάδια,  κνήκον, ελιές, τσίπουρα, γαλατόπιτες, πράσα, αμπελόπρασα, κρεμμύδια, φνστή, βολβούς, γουλιά, σίλφιον, ξύδι, μάραθο, αυγά, φακή και τα τζιτζίκια, χυμούς, κάρδαμο, σουσάμι, κουαλούς, αλάτι, πίννες, πεταλίδες, μύδια, στρείδια και χτένια, μεγάλους τόνους. 

Και κοντά σ' αυτά αμέτρητο πλήθος από πουλιά, πάπιες, φάσσες, χήνες και σπουργίτια, τσίχλες, κορυδαλούς, κίσσες και κύκνους και ελεκάνους, σουσουράδα, μια γερανό. Για 'σένα θα είν' εκεί κρασιά λευκά, γλυκό εγχώριο, ευχάριστο, ο καπνίας. 



Ένα σπίτι όμως με τόσα αγαθά θα ξεπερνούσε και τα σημερινά σούπερ μάρκετ.

Από τα απαραίτητα, στο τραπέζι, ήταν και το λάδι. Κάτι που, όπως σημειώσαμε, ήταν απαραίτητο και στις παλαίστρες, για ν' αλείφουν οι αθλητές τα κορμιά τους. Ο Παυσανίας, ο μεγάλος περιηγητής της αρχαιότητας, επαινεί, στα «Φωκικά», το λάδι της Τιθορέας:
Το λάδι που βγάζει η χώρα των Τιθορέων είναι λιγότερο σε ποιότητα, απ' εκείνο που βγάζει η περιοχή της Αττικής και της Σικυώνας. Στη χροιά του όμως και στη γεύση, είναι ανώτερο από το λάδι της Ιβηρίας και της νήσου της Ιστρίας.
Φημισμένα ήταν τα λάδια της Σάμου και της Ικαρίας. Οι αρχαίοι συνήθιζαν να βγάζουν λάδι από άγουρες ελιές, που το προτιμούσανε στις σαλάτες τους. Επίσης από τα αμύγδαλα και τα καρύδια έβγαζαν ένα είδος λαδιού, καλό για τα γλυκίσματα τους. Από τα απαραίτητα επίσης στο καθημερινό τραπέζι ήταν το γάλα και το τυρί, που όμως ήταν στις πόλεις από τα σπάνια αγαθά. Μάλιστα οι διαιτολόγοι συνιστούσαν, για τους αθλητές, το μαλακό τυρί. Πολλές φορές, για να πήξει καλά το τυρί, έβαζαν μέσα στο γάλα, που 'βραζε, ένα κωναροειδές φυτό, κνήκον ή οκνήκος. Φυσικά, τα σκόρδα και τα κρεμμύδια ήταν στο καθημερινό μενού. Ορισμένοι όμως έβρισκαν αυτό το είδος της διατροφής χωριάτικο (όπως και σήμερα).

ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΩΝ ΑΝΑΣΚΑΦΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ-ΜΙΝΩΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

Από τα εκλεκτότερα εδέσματα ήταν οι κοχλιοί, τα σαλιγκάρια, που τα 'τρωγαν οι Κρητικοί από την εποχή του Μίνωα.

Τα μικρά πουλιά, σπίνους, τσίχλες, ακόμη και τους λαγούς, αφού τα ψήνανε, τα διατηρούσανε μέσα σ' ευωδιαστό λάδι. Μάλιστα, τα παραγεμίζανε με διάφορα καρυκεύματα, κάτι που συνηθίζεται και σήμερα στα χωριά της Μάνης. Για τη φτωχολογιά οι σούπες ήταν το πιο συνηθισμένο καθημερινό φαγητό.


 Έτρωγαν βέβαια και ψαρόσουπες, που η πλούσια όμως τάξη τις απέφευγε! Ένας ζωμός που ευχαριστούσε ιδιαίτερα τον Ηρακλή (οι αρχαίοι είχαν να λένε για τη λαιμαργία του) ήταν από μπιζέλια. Στα χορταρικά έριχναν μια σάλτσα φτιαγμένη από λάδι, δριμύ ξύδι, διάφορα καρυκεύματα, ακόμη και μέλι.



Ας ακούσουμε όμως μερικά «διαφημιστικά εδέσματα» του Αριστοφάνη: 
ΛΑΜΑΧΟΣ: Φέρε μου παστό μες σ' ένα φύλλο.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ: Πιάσε μου φύλλα• εκεί ψήνω τα ψάρια.

                                                                  («Αχαρνής», 1198-1199)

Γυναίκα, βράσε μπόλικα φασόλια, ρίξε και στάρι,
φέρε μας λίγα σύκα (...)
Ας φέρει κάποιος απ' το σπιτικό μου
την τσίχλα και δυο σπίνους• είχε κι ανθόγαλο
και τέσσερα κομμάτια λαγού.
                                                               («Ειρήνη», 1144-1145, 1149-1150)

Κι αλλού στο ίδιο έργο:
Η κότα ψήθηκε
το παστέλι του σουσαμιού ζυμώθηκε
Τις τσαπέλες με τα σύκα
και τις θρούμπες τις ελιές.

 


Τα κρέατα ήταν πανάκριβα, παρά τις πολλές θυσίες που γίνονταν για τους θεούς.  

Φθηνότερο, συγκριτικά, ήταν το χοιρινό, που για τους φτωχούς όμως ήταν κι αυτό απλησίαστο. Στην ύπαιθρο βέβαια έτρωγαν συχνότερα κρέας, αφού μπορούσαν να θρέψουν στις αυλές τους και τους κήπους πουλερικά, γουρουνόπουλα, κατσίκια κι αρνιά. Απέφευγαν να τρώνε χοιρινά μυαλά, γιατί τους το απαγόρευαν οι φιλόσοφοι (Αθήναιος, Β 72), ισχυριζόμενοι  ότι «όποιοι τρώνε απ' αυτά είναι σαν να τρώγουν κουκιά στις κεφαλές όχι μόνο των γονέων αλλά και των άλλων απαγορευμένων πραγμάτων».

Οι Αθηναίοι, πλούσιοι και φτωχοί, είχαν μεγάλη αδυναμία στα θαλασσινά και στα όστρακα.  

Μεγάλη  ζήτηση είχαν στην αθηναϊκή αγορά παστά ψάρια από τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο Πόντο και φυσικά κάθε τι που 'φτανε από την κοντινή λίμνη της Κωπαΐδας. Μια σκηνή στους «Αχαρνείς», όπου ο Αριστοφάνης παρουσιάζει τον Δικαιόπολι ν' αγοράζει ψάρια από Βοιωτό ψαρά, είναι αρκετά εύγλωττη: 



ΔΙΚΑΙΟΠΟΛ1Σ: Μμ! αν φέρνεις τέτοια νοστιμάδα,
την πιο γλυκιά που υπάρχει, δός μου
τα χέλια να καλωσορίσω αμέσως.
ΘΗΒΑΙΟΣ: Νιράιδα ζηλεμέν' της Κουπαΐδας
βγε και καλοχιραίτισι τουν ξένον.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ: Ω! Πολυπόθητε και πολυαγαπημένε
λαχταριστέ μεζέ της κωμωδίας,
μας ήρθες πια, μεράκι των φαγάδων.
Το φυσερό, τη σκάρα φέρτε, δούλοι
.
 
Και τα χέλια, όμως, ήταν πανάκριβα, αφού, γύρω στο τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα, στοίχιζαν τρεις δραχμές το ένα, όσο κόστιζε κι ένα μικρό γουρουνόπουλο, ποσό μεγάλο για την εποχή. Για το λαό, όμως, οι σαρδέλες του Φαλήρου ήταν το πιο συνηθισμένο θαλασσινό, μαζί με κριθαρένιο -ψωμί. Κάθε αύξηση της φαληρικής σαρδέλας έβαζε σ' ανησυχία το φτωχόκοσμο.
«Και συμβούλεψα να υποσχεθούμε στην Αρτέμιδα την Αγρότιδα χίλια κατσίκια, αν οι σαρδέλες έκαναν, την επομένη, εκατό στον οβολό», λέει («Ιππής») ο αλλαντοπώλης Αγοράκριτος, εκφράζοντας έτσι και την αγωνία του λαού για την ακρίβεια.

Οι αρχαίοι Έλληνες έτρωγαν συχνότερα ψάρι από κρέας, παρά την αποστροφή του Ομήρου. Ο Φλασελιέρ σημειώνει ότι η λέξη -όψον -αρχικά σήμαινε ό,τι τρώμε μαζί με το ψωμί, αλλά σιγά σιγά πήρε μια άλλη σημασία και κατέληξε να σημαίνει ψάρι. Το πιο διαδεδομένο πρωινό ρόφημα, αφού βέβαια αγνοούσαν τον καφέ, ήταν ο κυκεώνας, που προαναφέραμε, το γάλα, κυρίως το κατσικίσιο, κι ένα ανακάτεμα από χλιαρό νερό και μέλι, που προκαλούσε ιδιαίτερη ευχαρίστηση.

Στις κωμωδίες του Αριστοφάνη αναφέρονται εδέσματα που μας ξενίζουν. Στους «Ιππής» μιλάει για «ξίγκι βοδινό ψημένο μέσα σε συκόφυλλα». Αναφέρει επίσης τον «κάνδυλο», ένα ανακάτεμα από μέλι, γάλα, τυρί και λάδι, τον «μυττωτό», ένα είδος σκορδαλιάς με πράσα, σκόρδα, τυρί και μέλι.
Ο Αισχύλος στον «Προμηθέα Λυόμενο», μια τραγωδία που δεν σώθηκαν παρά λίγοι στίχοι της, ξαφνιάζει τους Αθηναίους:………Μα οι Σκύθες οι φιλόνομοι που τρώνε τυρί αλογίσιο ανάκατο με γάλα…………..


Μια σπέσιαλ συνταγή σάλτσας, με την οποία γαρνίρανε τα φαγητά μας δίνει ο Αθήναιος:

Χύσε από πάνω σίλφιο, χύσε ξύδι,
χύσε ακόμη λάδι, τρίψε τυρί
ρίξε από πάνω λίπη και σάλτσες ζεστές.
 

Τα «θυλήματα» που αναφέρονται απ' τον Αριστοφάνη στην «Ειρήνη», ήταν χοντροαλεσμένο αλεύρι από στάρι ή κριθάρι, βρεγμένο με κρασί και λάδι. Μ' αυτό ραντίζανε το σφαχτάρι ενώ ψηνόταν. Ο κάθε χυλός ήταν από τα προσφιλή φαγητά για το φτωχόκοσμο. Που διαφημίζονταν κατάλληλα, ακόμη και από ένα στωικό φιλόσοφο, όπως ο Χρύσιππος, στην «Περί καλού» πραγματεία του (Αθήναιος, Δ 47):

Χυλός από βολβούς - φακές
είναι σαν αμβροσία
στης παγωνιάς το κρύο.

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΚΕΥΗ ΣΕΡΒΙΡΙΣΜΑΤΟΣ 6 ΟΣ ΑΙΩΝΑΣ   PHOTOGRAPHED AT THE UNIVERSITY OF PENNSYLVANIA MUSEUM OF ARCHAEOLOGY AND ANTHROPOLOGY.

Στις θυσίες ετοίμαζαν κι ένα είδος πλακούντος, κάτι δηλαδή σαν πίτα, που το 'λεγαν «πελανό». Ήταν ένα παχύρρευστο κράμα από αλεύρι, μέλι και λάδι. Άλλα εδέσματα: «Έκχυτος», που αναφέρεται σ' ένα επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας 2 (βιβλ. 9), ήταν ένα μείγμα από αλεύρι και ψημένο τυρί, που το 'ριχναν σε ειδικά καλούπια και τα γέμιζαν με κρασί μελωμένο.

«Κάνδαυλος», ένα είδος φαγητού της Μικράς Ασίας, κυρίως στη περιοχή της Αυδίας, με ότι ερεθιστικό καρύκευμα κυκλοφορούσε. «Μυττωτός», πίτα με τυρί, ανακατεμένο με μέλι και σκόρδα. Βέβαια, οι πιο περίφημες πίτες ήταν της Αθήνας, καύχημα της πόλης, και γίνονταν με μέλι, τυρί και λάδι, αλλά έβαζαν μέσα και διάφορα καρυκεύματα. Οι Αθηναίοι απέφευγαν ν' αρχίσουν το γεύμα τους ή το δείπνο με σούπα.


ΕΥΡΗΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΤΟΑ ΤΟΥ ΑΤΤΑΛΟΥ -ΑΡΧ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ -ΣΚΕΥΟΣ ΜΑΓΕΙΡΕΜΑΤΟΣ 6-4 ος ΑΙΩΝΑΣ. 

Σχετικά με την ετοιμασία ενός δείπνου, να τι μας άφησε ο Φερεπράτης (Αθηναίος ηθοποιός και ποιητής, του 4ου π.Χ. αιώνα), στο «Δουλοδιδάσκαλο»:

Πώς ετοιμάζεται το δείπνο; πέστε μας;
Λοιπόν σας λέω, έχετε ένα κομμάτι χέλι,
καλαμαράκια και αρνί, ολίγο λουκάνικο
βραστά πόδια και συκώτι, παϊδάκια
και πουλιά, κοτόπουλα και τυρί που 'ναι
μέσα στο μέλι, κι από κρέατα ένα μέρος.

(Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί Γ 49)
Ένα καλό τραπέζωμα μας παρουσιάζει και ο Αριστοφάνης («Εκκλησιάζουσαι» 838-845).
Τα τραπέζια είναι έτοιμα και γεμάτα με όλα
τ' αγαθά και τα κρεβάτια στρωμένα
με χαλιά και προβιές. Μες στις κανάτες
ανακατεύουν το κρασί, οι μυροπώλισσες
περιμένουν στην αράδα • τα ψάρια κομμένα
φέτες ψήνονται, οι λαγοί στις σούβλες,
ξεφουρνίζουν τις πίτες, πλέκονται στεφάνια,
καβουρντίζουν ξερούς καρπούς κι οι πιο νέες
βράζουν στις χύτρες τη φάβα.

Το σπαρτιατικό μενού δεν συγκινούσε βέβαια τους άλλους Έλληνες. Ακόμη και τις γιορτινές μέρες δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο. Έφτανε ένα βραστό χοιρινό, λίγο κρασί και καμιά πίτα γλυκιά για να ενθουσιάσει τουςΣπαρτιάτες, που το καθημερινό τους ήταν μια κούπα από «μέλανα ζωμό» κι ένα κομμάτι από ψωμί. Αλλά ελάχιστοι μπορούσαν ν' αντέξουν στη σπαρτιατική λιτότητα.
«Το πρώτο πιάτο», λέει ο γιος του Αριστοφάνη Νικόστρατός (ποιητής κι αυτός), «από τα μεγάλα, θα προηγηθεί με σκαντζόχοιρο (εχίνον) λακέρδα ως και κάππαριν, μια θρυμματίδα, φέτα, παστό ψάρι ως κι ένα βολβό μέσα σε μια σάλτσα πολύ πικάντικη» (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί Δ 10).


ΤΕΛΟΣ Β ΜΕΡΟΥΣ 

  • Α ΜΕΡΟΣ Αμαλία Κ. Ηλιάδη (Δακτυλογράφηση: Βάσω Κ. Ηλιάδη)
  • Β ΜΕΡΟΣ Βιβλιογραφική αναφορά:Χρήστου Μότσια., «Τι έτρωγαν οι Αρχαίοι».
  • ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ  ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ  ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ



Τα μακαρόνια ανήκουν στην οικογένεια των ζυμαρικών και πάνω κάτω όλοι τα έχουμε συνδυάσει με την ιταλική κουζίνα. Μπορεί όμως τα μακαρόνια να είναι τελικά ελληνικής καταγωγής; Σε αυτό το άρθρο, αφιερωμένο στους μακαρονάδες, θα κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν και θα ερευνήσουμε την ιστορία των ζυμαρικών.
Η πιο διαδεδομένη αναφορά για την ιστορία των ζυμαρικών γίνεται το 13ο αιώνα με τον Μάρκο Πόλο να φέρνει τα μακαρόνια στην Ιταλία από την Άπω Ανατολή. Ο παραπάνω μύθος όμως, σύμφωνα με τα επιστημονικά στοιχεία διαψεύδεται και στη πραγματικότητα η καταγωγή τους μοιάζει περισσότερο περίπλοκη, γεμάτη μύθους και αντιφάσεις.
Γενικότερα 4 είναι οι πολιτισμοί που διεκδικούν την πατρότητα.
  • Ο Ελληνικός
  • Ο Ιταλικός
  • Ο Κινέζικος
  • Ο Αραβικός

Όσο αναφορά τον ελληνικό πολιτισμό γίνεται αναφορά για την ύπαρξη ζυμαρικών κάπου στα 1.000 π.Χ., στην αρχαία Ελλάδα. Στην αναφορά χρησιμοποιείται ο όρος “λάγανον” όπου περιγράφει μια φαρδιά πλακωτή ζύμη από νερό και αλεύρι που έκοβαν σε λωρίδες. Μάλιστα, οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν αποξηραμένα παρασκευάσματα από αλεύρι που ήταν κάτι αντίστοιχο με τα ζυμαρικά της εποχής. Οι αρχαία Έλληνες συνήθιζαν αυτά τα παρασκευάσματα να τα αφήνουν μαζί με λάδι και κρασί σε τάφους των νεκρών (των μακαρίων). Από εκεί φημολογείται ότι μπορεί να προέρχεται και η λέξη μακαρόνια.

Ωστόσο, οι Ιταλοί με την σειρά τους υποστηρίζουν την εκδοχή τα μακαρόνια να προέρχονται από την λατινική λέξη “amaccare” που σημαίνει κόβω. Λόγω της βυζαντινής εποχής οι δυο αυτοί πολιτισμοί ήρθαν σε επαφή για πολλά χρόνια και ανταλλάξανε πολλές πολιτισμικές συνήθειες. Είναι φυσικό λοιπόν να ανταλλάξουν και γαστρονομικά μυστικά. Φημολογείται ότι η λέξη “λάγανον” που αναφέραμε είναι η ρίζα της λατινικής λέξης “laganum” που μεταφράζεται σήμερα ως Λαζάνια. Ουσιαστικά, οι αναφορές υποστηρίζουν ότι η λέξη μεταφέρθηκε στην Ιταλία από τους πρώτους Έλληνες έποικους γύρω στον 8ο αιώνα. Οι Έλληνες αποικώντας στην Σικελία άρχισαν να επεκτείνονται και την υπόλοιπη Ιταλία και να ιδρύουν κάποια στιγμή την Νέα Πόλη, που θα την έχετε ακουστά σήμερα ως Νεάπολη (Napoli). Η Νεάπολη θεωρείται μητέρα των ζυμαρικών γεγονός που δημιουργεί διχασμό για το ποιος τελικά δημιούργησε τα ζυμαρικά.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι τότε άρχισαν να διαδίδονται τα μακαρόνια και να δημιουργούνται μοναδικές συνταγές που αγαπάμε έως και σήμερα. Στην Ιταλία τα μακαρόνια άρχισαν να συνδυάζονται με σάλτσα ντομάτας (η γνωστή σήμερα Napolitan) και με βασιλικό (η μακαρονάδα pesto).

Όσο αναφορά το Κινέζικο και Αραβικό πολιτισμό υπάρχουν στοιχεία και γραπτές αναφορές σε μεσαιωνικά κείμενα του Ισλάμ για κάποια ζυμαρικά με την ονομασία “rishta”. Αυτό που παραμένει άγνωστο είναι το κατά πόσον αυτά προϋπήρχαν της Ελληνικής εκδοχής και αν σχετίζονται άμεσα.

Η πρώτη συμπληρωμένη συνταγή ζυμαρικών καταγράφεται στα μέσα του 15ου αιώνα στο βιβλίο του μάγειρα Martino da Como και αργότερα συναντάμε τα ζυμαρικά στα κείμενα του Bartolomeo Sacchi, ο οποίος μας λέει ότι τα μακαρόνια πρέπει να βράζονται για όσο διαρκούν τρία “Πάτερ Ημών”. Κάπως έτσι μπαίνουμε σιγά σιγά στην βιομηχανική εποχή και τα μακαρόνια αρχίζουν να παρασκευάζονται μαζικά σε παγκόσμια κλίμακα για να φτάσουν σήμερα να αποτελούν την συνήθεια που έγινε λατρεία.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια