Τὰ μεσάνυκτα τῆς 6ης πρὸς 7 Σεπτεμβρίου τοῦ 1833 ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ σαράντα χωροφύλακες, ἀρματωμένους γιὰ πόλεμο, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν μοίραρχο Κλεώπα, περικύκλωσαν τὸ φτωχικὸ καλύβι τοῦ Γέρου μας.
Μόνος του ἦταν. Τοὺς ἄνοιξε καὶ πῆγε πάλι νὰ ξαπλώσῃ ἀπορημένος…
Οἱ χωροφύλακες ἔκαναν τὸ καλύβι ἀγνώριστο. Γύρευαν νὰ βροῦν ἀρματωμένους κι ἄρματα, κατὰ πῶς ἰσχυρίστηκε ὁ Κλεώπας. Τίποτα ὅμως ἀπὸ αὐτὰ στὸ καλύβι… Μόνον ἕνας γεράκος ξαπλωμένος σὲ ἕνα παλιόστρωμα…
Ὅταν πιὰ βεβαιώθηκαν πὼς πράγματι τὸ καλύβι δὲν εἶχε κάτι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀναζητοῦσαν, κι ἐφ΄ ὅσον ὁ Κλεώπας μάζεψε κάθε χαρτὶ ποὺ βρῆκε ἐκεῖ μέσα, διατάσσουν τὸν Γέρο μας νὰ σηκωθῇ, νὰ ντυθῇ καὶ νὰ τοὺς ἀκολουθήσῃ. Τελοῦσε ὑπὸ κράτησιν, κατὰ διαταγὴν τῆς ἀντιβασιλείας…
«Τί χρειαζόταν τόσο ἀσκέρι; Ἔφτανε νὰ μοῦ στείλουν ἕνα σκυλί, μαλλιαρό, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ κάνουν θελήματα, μὲ ἕνα γράμμα στὸ στόμα, νὰ πάω στ’ Ἀνάπλι καὶ μὲ φαναράκι νὰ φέγγῃ καὶ τῶν δύο μας…», σχολίασε ὁ Κολοκοτρώνης στὸν Κλεώπα.
Λίγο ἀργότερα εἶχαν παραδόσῃ τὸν Γέρο μας στοὺς Βαυαρούς γιὰ νὰ τὸν «φροντίσουν» καταλλλήλως.
Ταὐτοχρόνως ἐτέθῃ κι ὁ Δημήτριος Πλαπούτας σὲ κατ’ οἶκον περιορισμό ἀλλὰ τὰ μεσάνυκτα τῆς 8ης πρὸς 9η Σεπτεμβρίου μετεφέρθῃ ἐπίσης στὸ Παλαμήδι, ἀλλὰ σὲ ἄλλο κελί.
Ὁ Σπυρίδων Τρικούπης, πρωθυπουργὸς τότε, καθώς καὶ οἱ ὑπουργοὶ Δικαιοσύνης Γεώργιος Πραΐδης καὶ Ἐσωτερικῶν Γεώργιος Ψύλλας, πρὸς τιμήν τους, κατέθεσαν τὶς παραιτήσεις τους, οἱ ὁποῖες ὅμως. ἄν κι ἔγιναν δεκτές, δὲν μποροῦσαν προσωρινῶς νὰ ἐφαρμοστοῦν, διότι στὶς 4 Σεπτεμβρίου τοῦ 1833 ὁ Ὄθων εἶχε φύγῃ γιὰ περιοδεία, στὴν Πελοπόννησο, καὶ κατ’ ἐπέκτασιν δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὁρκίσῃ τοὺς ἀντικαταστάτες τους.
Στὶς 5 Σεπτεμβρίου τοῦ 1833 εἶχε ἐπίσης συλληφθῇ ὁ Θεοδωράκης Γρίβας.
Ἄλλα «ὑποκείμενα», κατὰ τὴν ἐφημερίδα «Τριπτόλεμος», ποὺ συνελήφθησαν, ἀπὸ τὸ ἀπόσπασμα τοῦ ἀξιωματικοῦ Τζίνου, στὶς 11 Σεπτεμβρίου τοῦ 1833, ἦσαν ὁ Νικόλαος Κριεζώτης, ὁ μεγάλος πρωταγωνιστὴς τῆς Εὐβοίας καὶ τῆς Ἀττικῆς, ὁ Ἰωάννης Μαμούρης, ἥρως ποὺ πολέμησε δίπλα στὸν Ἀνδροῦτσο στὸ χάνι τῆς Γραβιᾶς, ἀλλὰ καὶ σὲ πάρα πολλὲς ἀκόμη μικρὲς καὶ μεγάλες μάχες, ὁ Σπύρος Σπυρομήλιος, ποὺ πολέμησε ἐπίσης σὲ πάρα πολλὲς μάχες μὰ κυρίως στὸ Μεσολόγγι, ὁ Γιώργης Βάγιας, ἐπίσης ἥρως τοῦ Μεσολογγίου ἀλλὰ καὶ συμπολεμιστὴς τοῦ Καραϊσκάκη, σὲ ὅλες τὶς μικρὲς καὶ μεγάλες μάχες του, ὁ Ἰωάννης Ῥούκης, ἐπίσης ἥρως ἀπὸ τὸ χάνι τῆς Γραβιᾶς ἀλλὰ καὶ πολλῶν ἄλλων μαχῶν πρωταγωνιστής, ὁ Δημήτρης Καρατάσος, ποὺ οὐδέποτε ἄφησε κάτω τὰ ἄρματα, ὁ Μῆτσος Ἀποστολάρας καὶ ὁ Κ. Δημητρακόπουλος ἀπὸ τὴν Ἀλωνίσταινα.
Ὅλοι αὐτοί, σὰν τρομεροὶ κακοῦργοι ποὺ ἦσαν, ὁδηγήθηκαν στὶς φυλακὲς μὲ ἰσχυρὴ συνοδεία.
Λίγο ἀργότερα ἀκολούθησαν τὸν αὐτὸν δρόμο ὁ Γενναῖος Κολοκοτρώνης, ὁ Κίτσος Τζαβέλλας, ὁ Κωνσταντῖνος Πελοπίδας, ὁ Γεώργιος Ἀθανασιάδης, ὁ Ἀμβρόσιος Φραντζῆς, ὁ Δημήτριος Ταγκόπουλος, ὁ Ἀθανάσιος Γρηγοριάδης ἤ Παπαφωτόπουλος, ὁ Κ. Κυριακός, οἱ ἀδελφοὶ Ἀδὰμ Παπατσώρης καὶ ὁ Ἀναγνώστης Παπατσώρης, ὁ Νικόλαος Μπούκουρας καὶ ὁ Δ. Χοϊδᾶς.
(Στὸ Ἴτς Καλὲ καὶ στὸ Μποῦρτζι τοὺς ἐφυλάκισαν ὅλους, πλὴν τοῦ Μαμούρη ποὺ τὸν ἐστρίμωξαν στὸ Παλαμήδι μὲ ὅλους τοὺς κακούργους. Μέσα στὴν φυλακὴ πέθανε ὁ Μῆτσος (Δημήτριος) Ἀποστολάρας, συμπολεμιστὴς τοῦ Γέρου Ἀναστασίου Καρατάσου, ἀπὸ φυματίωσι.)
Ἡ δίκη ποὺ ἠκολούθησε, πραγματικὴ παρωδία, κατεδίκασε εἰς θάνατον τοὺς στρατηγούς.
Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ θυμόμαστε εἶναι ἄλλο.
Ναί, πράγματι, οἱ Βαυαροί, ὁ Κωλέττης, ὁ Μαυροκορδάτος, παρέα μὲ τὴν ἀντιβασιλεία, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ Ἀγγλία, μέσῳ τοῦ στρατηγοῦ της Ῥιχάρδου Τσῶρτς, συνήργησαν, στὴν παραπάνω σκευωρία, ἄλλος περισσότερο κι ἄλλος λιγότερο, διότι πράγματι ἤθελαν τὴν παύσι τῶν ἡρώων μας.
Δὲν θὰ κατάφερναν ὅμως κάτι οὐσιῶδες ἐὰν δὲν εὑρίσκοντο τὰ κατάλληλα πρόσωπα στὶς κατάλληλες θέσεις.
Ὑπῆρξαν κάποιες ἐπιστολές, τὶς ὁποῖες εἶχε συντάξῃ κάποιος Joannes Franz, ἤ Φρασικλῆς, ὅπως τὸ εἶχε ὁ ἴδιος ἑλληνοποιήσῃ. Αὐτὲς οἱ ἐπιστολές, συμφώνως πάντα μὲ τὶς καταθέσεις τῶν μαρτύρων στὴν δίκη, συνετάχθησαν μὲ τὴν σύμφωνο γνώμη τοῦ Ἀρμανσμπεργκ καὶ τοῦ Ἄβελ.
Γιὰ παράδειγμα ὁ κόντε Διονύσιος Κανδιάνος Ῥῶμας ἦταν ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔστησαν τὴν πλεκτάνη, πασχίζοντας νὰ πείσῃ τοὺς στρατηγοὺς τοῦ ἱεροῦ μας ἀγῶνος νὰ ὑπογράψουν τὶς παραπάνω ἐπιστολές-καταγγελίες, μὲ τὶς ὁποῖες ζητοῦσαν ἐκδίωξι τῶν ἀντιβασιλέων καὶ ἀνάθεσι ἐξ ὁλοκλήρου τῆς ἀρχῆς στὸν Ὄθωνα.
Περιέτρεχε λοιπὸν ὁ Ῥῶμας τὴν Πελοπόννησο, ἀναζητῶντας τοὺς ὁπλαρχηγούς, πρὸ κειμένου νὰ τοὺς πείσῃ νὰ ὑπογράψουν.
Πλησίασε τὸν Στάικο Σταϊκόπουλο, τὸν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τὸν Γενναῖο Κολοκοτρώνη, τὸν Δημήτριο Πλαπούτα, τὸν Νικηταρᾶ καὶ πάσχιζε νὰ τοὺς πείσῃ νὰ ἐμπλακοῦν στὴν ὑποτιθεμένη συνωμοσία. Ἀνένδοτοι αὐτοί.
Τελικῶς, ἐφ΄ ὅσον δὲν κατάφερε κάτι γιὰ νὰ τοὺς «δέσῃ» μὲ τὶς ὑπογραφές τους, ἀπεφάσισε νὰ ἀλλάξῃ τὸ σχέδιον δράσεῶς του. Ἀν τὶ νὰ προσπαθῇ νὰ τοὺς κάνῃ νὰ ὑπογράψουν, τοὺς κατήγγειλε πὼς αὐτοὶ ἦσαν ποὺ σχεδίαζαν τὴν συνωμοσία κατὰ τῆς βασιλείας καὶ τῆς ἀντιβασιλείας. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἦταν πολὺ εὔκολο νὰ βρεθοῦν καὶ οἱ «μάρτυρες» ἀλλὰ καὶ οἱ κατάλληλες συνθῆκες.
Ἀρωγοὶ τοῦ Ῥῶμα, σὲ ὅλην αὐτὴν τὴν πλεκτάνη, ἀρκετοί.
Κάποιος Νικολαΐδης Παναγιώτης. Φιλόδοξος πολύ, προερχόμενος ἀπὸ τὴν Σμύρνη καὶ μὲ στόχους νὰ βρεθῇ στὴν πλευρὰ ἐκείνη ποὺ κυβερνοῦσε τὸν τόπο.
Οἱ «ῥαφτάδες», Γαρδελίνος Κώστας, Ἀλεξανδρόπουλος Θεόδωρος καὶ κάποιος Σπηλιόπουλος. Μαζύ τους κι ἕνα ἀκόμη κάθαρμα ὁ Παναγιώτης Οἰκονομόπουλος, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε πιστὰ τὸν Βελῆ πασσᾶ στὰ Ἰωάννινα καὶ λεγόταν, ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν πατέρα του, πὼς εἶχε τουρκέψῃ.
Κατέφεραν μάλλιστα οἱ πραγματικοὶ συνωμότες, νὰ στείλουν τὸν Ὄθωνα σὲ περιοδία ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες.
Κι ἔτσι, στὶς 7 Σεπτεμβρίου τοῦ 1833 ἕνας ἕνας, δύο δύο οἱ ὁπλαρχηγοὶ βρέθηκαν στὸ στόχαστρον. Κάποιοι κατάφεραν νὰ διαφύγουν στὰ βουνά, ἀλλὰ ἀρκετοὶ βρέθηκαν ἁλυσοδεμένοι στὰ σαπισμένα κελιά.
Ἡ δίκη καθυστέρησε ἀρκετά…
Ὅλος ὁ λαός, στὸ ἄκουσμα τῆς συλλήψεως τῶν ὁπλαρχηγῶν του, ἀναστατώθηκε καὶ περίμενε, μὲ κομμένη τὴν ἀνάσα, νὰ ἀκούσῃ κάτι γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσί τους.
Τίποτα…
Ὅλα ἔγιναν ὅπως τὰ εἶχαν προγραμματίσῃ οἱ πραγματικοὶ συνωμότες.
Μόνος του ἦταν. Τοὺς ἄνοιξε καὶ πῆγε πάλι νὰ ξαπλώσῃ ἀπορημένος…
Οἱ χωροφύλακες ἔκαναν τὸ καλύβι ἀγνώριστο. Γύρευαν νὰ βροῦν ἀρματωμένους κι ἄρματα, κατὰ πῶς ἰσχυρίστηκε ὁ Κλεώπας. Τίποτα ὅμως ἀπὸ αὐτὰ στὸ καλύβι… Μόνον ἕνας γεράκος ξαπλωμένος σὲ ἕνα παλιόστρωμα…
Ὅταν πιὰ βεβαιώθηκαν πὼς πράγματι τὸ καλύβι δὲν εἶχε κάτι ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἀναζητοῦσαν, κι ἐφ΄ ὅσον ὁ Κλεώπας μάζεψε κάθε χαρτὶ ποὺ βρῆκε ἐκεῖ μέσα, διατάσσουν τὸν Γέρο μας νὰ σηκωθῇ, νὰ ντυθῇ καὶ νὰ τοὺς ἀκολουθήσῃ. Τελοῦσε ὑπὸ κράτησιν, κατὰ διαταγὴν τῆς ἀντιβασιλείας…
«Τί χρειαζόταν τόσο ἀσκέρι; Ἔφτανε νὰ μοῦ στείλουν ἕνα σκυλί, μαλλιαρό, ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ κάνουν θελήματα, μὲ ἕνα γράμμα στὸ στόμα, νὰ πάω στ’ Ἀνάπλι καὶ μὲ φαναράκι νὰ φέγγῃ καὶ τῶν δύο μας…», σχολίασε ὁ Κολοκοτρώνης στὸν Κλεώπα.
Λίγο ἀργότερα εἶχαν παραδόσῃ τὸν Γέρο μας στοὺς Βαυαρούς γιὰ νὰ τὸν «φροντίσουν» καταλλλήλως.
Ταὐτοχρόνως ἐτέθῃ κι ὁ Δημήτριος Πλαπούτας σὲ κατ’ οἶκον περιορισμό ἀλλὰ τὰ μεσάνυκτα τῆς 8ης πρὸς 9η Σεπτεμβρίου μετεφέρθῃ ἐπίσης στὸ Παλαμήδι, ἀλλὰ σὲ ἄλλο κελί.
Ὁ Σπυρίδων Τρικούπης, πρωθυπουργὸς τότε, καθώς καὶ οἱ ὑπουργοὶ Δικαιοσύνης Γεώργιος Πραΐδης καὶ Ἐσωτερικῶν Γεώργιος Ψύλλας, πρὸς τιμήν τους, κατέθεσαν τὶς παραιτήσεις τους, οἱ ὁποῖες ὅμως. ἄν κι ἔγιναν δεκτές, δὲν μποροῦσαν προσωρινῶς νὰ ἐφαρμοστοῦν, διότι στὶς 4 Σεπτεμβρίου τοῦ 1833 ὁ Ὄθων εἶχε φύγῃ γιὰ περιοδεία, στὴν Πελοπόννησο, καὶ κατ’ ἐπέκτασιν δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὁρκίσῃ τοὺς ἀντικαταστάτες τους.
Στὶς 5 Σεπτεμβρίου τοῦ 1833 εἶχε ἐπίσης συλληφθῇ ὁ Θεοδωράκης Γρίβας.
Ἄλλα «ὑποκείμενα», κατὰ τὴν ἐφημερίδα «Τριπτόλεμος», ποὺ συνελήφθησαν, ἀπὸ τὸ ἀπόσπασμα τοῦ ἀξιωματικοῦ Τζίνου, στὶς 11 Σεπτεμβρίου τοῦ 1833, ἦσαν ὁ Νικόλαος Κριεζώτης, ὁ μεγάλος πρωταγωνιστὴς τῆς Εὐβοίας καὶ τῆς Ἀττικῆς, ὁ Ἰωάννης Μαμούρης, ἥρως ποὺ πολέμησε δίπλα στὸν Ἀνδροῦτσο στὸ χάνι τῆς Γραβιᾶς, ἀλλὰ καὶ σὲ πάρα πολλὲς ἀκόμη μικρὲς καὶ μεγάλες μάχες, ὁ Σπύρος Σπυρομήλιος, ποὺ πολέμησε ἐπίσης σὲ πάρα πολλὲς μάχες μὰ κυρίως στὸ Μεσολόγγι, ὁ Γιώργης Βάγιας, ἐπίσης ἥρως τοῦ Μεσολογγίου ἀλλὰ καὶ συμπολεμιστὴς τοῦ Καραϊσκάκη, σὲ ὅλες τὶς μικρὲς καὶ μεγάλες μάχες του, ὁ Ἰωάννης Ῥούκης, ἐπίσης ἥρως ἀπὸ τὸ χάνι τῆς Γραβιᾶς ἀλλὰ καὶ πολλῶν ἄλλων μαχῶν πρωταγωνιστής, ὁ Δημήτρης Καρατάσος, ποὺ οὐδέποτε ἄφησε κάτω τὰ ἄρματα, ὁ Μῆτσος Ἀποστολάρας καὶ ὁ Κ. Δημητρακόπουλος ἀπὸ τὴν Ἀλωνίσταινα.
Ὅλοι αὐτοί, σὰν τρομεροὶ κακοῦργοι ποὺ ἦσαν, ὁδηγήθηκαν στὶς φυλακὲς μὲ ἰσχυρὴ συνοδεία.
Λίγο ἀργότερα ἀκολούθησαν τὸν αὐτὸν δρόμο ὁ Γενναῖος Κολοκοτρώνης, ὁ Κίτσος Τζαβέλλας, ὁ Κωνσταντῖνος Πελοπίδας, ὁ Γεώργιος Ἀθανασιάδης, ὁ Ἀμβρόσιος Φραντζῆς, ὁ Δημήτριος Ταγκόπουλος, ὁ Ἀθανάσιος Γρηγοριάδης ἤ Παπαφωτόπουλος, ὁ Κ. Κυριακός, οἱ ἀδελφοὶ Ἀδὰμ Παπατσώρης καὶ ὁ Ἀναγνώστης Παπατσώρης, ὁ Νικόλαος Μπούκουρας καὶ ὁ Δ. Χοϊδᾶς.
(Στὸ Ἴτς Καλὲ καὶ στὸ Μποῦρτζι τοὺς ἐφυλάκισαν ὅλους, πλὴν τοῦ Μαμούρη ποὺ τὸν ἐστρίμωξαν στὸ Παλαμήδι μὲ ὅλους τοὺς κακούργους. Μέσα στὴν φυλακὴ πέθανε ὁ Μῆτσος (Δημήτριος) Ἀποστολάρας, συμπολεμιστὴς τοῦ Γέρου Ἀναστασίου Καρατάσου, ἀπὸ φυματίωσι.)
Ἡ δίκη ποὺ ἠκολούθησε, πραγματικὴ παρωδία, κατεδίκασε εἰς θάνατον τοὺς στρατηγούς.
Αὐτὸ ὅμως ποὺ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ θυμόμαστε εἶναι ἄλλο.
Ναί, πράγματι, οἱ Βαυαροί, ὁ Κωλέττης, ὁ Μαυροκορδάτος, παρέα μὲ τὴν ἀντιβασιλεία, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ Ἀγγλία, μέσῳ τοῦ στρατηγοῦ της Ῥιχάρδου Τσῶρτς, συνήργησαν, στὴν παραπάνω σκευωρία, ἄλλος περισσότερο κι ἄλλος λιγότερο, διότι πράγματι ἤθελαν τὴν παύσι τῶν ἡρώων μας.
Δὲν θὰ κατάφερναν ὅμως κάτι οὐσιῶδες ἐὰν δὲν εὑρίσκοντο τὰ κατάλληλα πρόσωπα στὶς κατάλληλες θέσεις.
Ὑπῆρξαν κάποιες ἐπιστολές, τὶς ὁποῖες εἶχε συντάξῃ κάποιος Joannes Franz, ἤ Φρασικλῆς, ὅπως τὸ εἶχε ὁ ἴδιος ἑλληνοποιήσῃ. Αὐτὲς οἱ ἐπιστολές, συμφώνως πάντα μὲ τὶς καταθέσεις τῶν μαρτύρων στὴν δίκη, συνετάχθησαν μὲ τὴν σύμφωνο γνώμη τοῦ Ἀρμανσμπεργκ καὶ τοῦ Ἄβελ.
Γιὰ παράδειγμα ὁ κόντε Διονύσιος Κανδιάνος Ῥῶμας ἦταν ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔστησαν τὴν πλεκτάνη, πασχίζοντας νὰ πείσῃ τοὺς στρατηγοὺς τοῦ ἱεροῦ μας ἀγῶνος νὰ ὑπογράψουν τὶς παραπάνω ἐπιστολές-καταγγελίες, μὲ τὶς ὁποῖες ζητοῦσαν ἐκδίωξι τῶν ἀντιβασιλέων καὶ ἀνάθεσι ἐξ ὁλοκλήρου τῆς ἀρχῆς στὸν Ὄθωνα.
Περιέτρεχε λοιπὸν ὁ Ῥῶμας τὴν Πελοπόννησο, ἀναζητῶντας τοὺς ὁπλαρχηγούς, πρὸ κειμένου νὰ τοὺς πείσῃ νὰ ὑπογράψουν.
Πλησίασε τὸν Στάικο Σταϊκόπουλο, τὸν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τὸν Γενναῖο Κολοκοτρώνη, τὸν Δημήτριο Πλαπούτα, τὸν Νικηταρᾶ καὶ πάσχιζε νὰ τοὺς πείσῃ νὰ ἐμπλακοῦν στὴν ὑποτιθεμένη συνωμοσία. Ἀνένδοτοι αὐτοί.
Τελικῶς, ἐφ΄ ὅσον δὲν κατάφερε κάτι γιὰ νὰ τοὺς «δέσῃ» μὲ τὶς ὑπογραφές τους, ἀπεφάσισε νὰ ἀλλάξῃ τὸ σχέδιον δράσεῶς του. Ἀν τὶ νὰ προσπαθῇ νὰ τοὺς κάνῃ νὰ ὑπογράψουν, τοὺς κατήγγειλε πὼς αὐτοὶ ἦσαν ποὺ σχεδίαζαν τὴν συνωμοσία κατὰ τῆς βασιλείας καὶ τῆς ἀντιβασιλείας. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ἦταν πολὺ εὔκολο νὰ βρεθοῦν καὶ οἱ «μάρτυρες» ἀλλὰ καὶ οἱ κατάλληλες συνθῆκες.
Ἀρωγοὶ τοῦ Ῥῶμα, σὲ ὅλην αὐτὴν τὴν πλεκτάνη, ἀρκετοί.
Κάποιος Νικολαΐδης Παναγιώτης. Φιλόδοξος πολύ, προερχόμενος ἀπὸ τὴν Σμύρνη καὶ μὲ στόχους νὰ βρεθῇ στὴν πλευρὰ ἐκείνη ποὺ κυβερνοῦσε τὸν τόπο.
Οἱ «ῥαφτάδες», Γαρδελίνος Κώστας, Ἀλεξανδρόπουλος Θεόδωρος καὶ κάποιος Σπηλιόπουλος. Μαζύ τους κι ἕνα ἀκόμη κάθαρμα ὁ Παναγιώτης Οἰκονομόπουλος, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε πιστὰ τὸν Βελῆ πασσᾶ στὰ Ἰωάννινα καὶ λεγόταν, ἀπὸ τὸν ἴδιον τὸν πατέρα του, πὼς εἶχε τουρκέψῃ.
Κατέφεραν μάλλιστα οἱ πραγματικοὶ συνωμότες, νὰ στείλουν τὸν Ὄθωνα σὲ περιοδία ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες.
Κι ἔτσι, στὶς 7 Σεπτεμβρίου τοῦ 1833 ἕνας ἕνας, δύο δύο οἱ ὁπλαρχηγοὶ βρέθηκαν στὸ στόχαστρον. Κάποιοι κατάφεραν νὰ διαφύγουν στὰ βουνά, ἀλλὰ ἀρκετοὶ βρέθηκαν ἁλυσοδεμένοι στὰ σαπισμένα κελιά.
Ἡ δίκη καθυστέρησε ἀρκετά…
Ὅλος ὁ λαός, στὸ ἄκουσμα τῆς συλλήψεως τῶν ὁπλαρχηγῶν του, ἀναστατώθηκε καὶ περίμενε, μὲ κομμένη τὴν ἀνάσα, νὰ ἀκούσῃ κάτι γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσί τους.
Τίποτα…
Ὅλα ἔγιναν ὅπως τὰ εἶχαν προγραμματίσῃ οἱ πραγματικοὶ συνωμότες.
0 Σχόλια
Σχόλια που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς όχι μόνο για το ιστολόγιο, θα διαγράφονται αμέσως.
EmojiΣχόλια που περιέχουν εμπάθεια σε ό,τι δεν σας αρέσει επειδή έτσι μάθατε ότι έτσι είναι τα πράματα, θα διαγράφονται για έναν εποικοδομητικό διάλογο και όχι να επικρατήσει η αρλουμπολογία, αμαθών και ημιμαθών.
Επίσης σχόλια που έχουν οποιεσδήποτε κομματικές προτροπές και κομματικοπολιτική προπαγάνδα, είναι ανεπιθύμητα.