Του Κ. Μπογδανίδη
Για πολλούς αιώνες ταλαιπώρησε την ελληνική κοινωνία και αργότερα την Πολιτεία το Γλωσσικό Ζήτημα. Η υπόθεση αυτή έλαβε τέλος τη δεκαετία του '70, μετά από σχεδόν έναν αιώνα διαμάχης.
Το 1974 η κυβέρνηση Καραμανλή παρέλειψε τη γλωσσική διάταξη στο Σύνταγμα της μεταπολίτευσης. Το 1976, στις 28 Ιανουαρίου, ο υπουργός Παιδείας Ράλλης εισηγείται -και η κυβέρνηση Καραμανλή αποφασίζει οριστικά το 1977- τη χρήση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε όλες τις λειτουργίες και τα έγγραφα του κράτους.
Το γλωσσικό ζήτημα λύνεται τυπικά με την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση και στη διοίκηση και παύει πλέον να υπάρχει το φαινόμενο της διγλωσσίας που διήρκεσε 20 περίπου αιώνες και ταλαιπώρησε την ελληνική παιδεία και κοινωνία για 143 χρόνια.
Ο Ράλλης ως υπουργός Παιδείας έμεινε στην ιστορία ως κορυφαίος μεταρρυθμιστής. Ήταν γενικότερη και αφορούσε το σύνολο της εκπαίδευσης αυτή η μεταρρύθμιση η οποία και ολοκληρώνεται με την επίσημη καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση. Το αίτημα για τη γλωσσική αλλαγή στο σχολείο, που εκκρεμούσε χρόνια, υλοποιείται οριστικά το 1976. Η γλωσσική μεταρρύθμιση, η οποία σε όλη την προηγούμενη περίοδο είχε συνδεθεί με το αίτημα του εκσυγχρονισμού, το 1976, που η εκσυγχρονιστική τάση συνυπάρχει με την τάση εκδημοκρατισμού, αποκτά ένα διπλό ρόλο, καθώς εναρμονίζεται και με τις δύο αυτές τάσεις: Αφενός διατηρεί το ρόλο της ως απαραίτητη προϋπόθεση για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος εγκαθιστώντας το διπλό σχολικό δίκτυο (ό,τι δηλαδή η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης ονομάζει "καπιταλιστικό σχολείο") και αφετέρου ενισχύει τον αντισταθμιστικό χαρακτήρα της εννιάχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
«Στη σύγχρονη περίοδο, τα νέα δεδομένα στο χώρο της παιδαγωγικής θεωρίας, αλλά και η εμπειρία από τη λειτουργία του διπλού σχολικού δικτύου με βάση τη δομή που διαμορφώθηκε το 1976, οδήγησαν στην ανάπτυξη μιας νέας λογικής για τον εκσυγχρονισμό στην εκπαίδευση, η οποία εκφράζεται τόσο στη μεταρρύθμιση του 83, όσο και στην πρόσφατη μεταρρύθμιση και συνοψίζεται κυρίως στην ενιαιοποίηση του Λυκείου»
Η διαμάχη
Γενικότερα «το θέμα της γλώσσας ήταν επιβαρυμένο από έναν ισχυρό κοινωνικό συμβολισμό, ο οποίος είχε κληρονομηθεί από τη μακρά παράδοση της αντίθεσης ανάμεσα στη γραπτή αττικίζουσα και την κοινή ομιλουμένη» Ο συμβολισμός αυτός δεν μπόρεσε να ξεπεραστεί, όπως συνέβη στην αντίστοιχη περίπτωση της λατινικής απέναντι στις άλλες εθνικές γλώσσες. Η λογοτεχνική ανάπτυξη την οποία γνώρισαν οι γλώσσες αυτές κατά την Αναγέννηση, τους έδωσε κύρος και εξάλειψε την κοινωνική δυσπιστία που προκαλούσε η λαϊκότητά τους.
Μεταξύ εκείνων που προωθούσαν την ομιλουμένη ήταν ο Ρήγας (1757-1798), ο Δημήτριος Καταρτζής (περ. 1730-1807), ο Γρηγόριος Κωνσταντάς (1758-1844), ο Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847), ο Ιωάννης Βηλαράς (1771-1823), ο οποίος είχε προτείνει, μάλιστα, και ένα σύστημα φωνητικής γραφής (Ρομέηκη Γλόσα, 1814), και άλλοι.
Ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), ενθουσιώδης και συστηματικός συνήγορος της ομιλούμενης, αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του επιβλητικού του έργου στη μελέτη και τη καλλιέργεια της γλώσσας αυτής, με σκοπό να συμβάλει στη συγκρότηση μιας "νεοελληνικής φιλολογίας". Πίστευε, ωστόσο, ότι "το ιδίωμα του λαού" είχε φθαρεί και πρότεινε ένα σύστημα εξωραϊσμού και καθαρισμού από τα "σαπημένα". Κατά τον Κοραή υπήρχε «ανάγκη να ακολουθήσωμεν μέσην οδόν εις μόρφωσιν της γλώσσας». Η "μέση οδός" του Κοραή συνιστούσε έτσι κι αλλιώς μια άμυνα απέναντι στις υπερβολές του αρχαϊσμού, τον οποίο καλλιεργούσαν και πρόβαλλαν επίσης ως όργανο εθνικής παιδείας οι κύκλοι των Φαναριωτών αλλά και το Πατριαρχείο. Ο Νεόφυτος Δούκας (περ. 1760-1845) και ο Παναγιώτης Κοδρικάς (1762-1827) είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις οπαδών του αρχαϊσμού, οι οποίοι στράφηκαν με σφοδρότητα εναντίον του Κοραή.
Οι θέσεις
Από το 1880 ως το 1890 οι έχουν διατυπωθεί γύρω από το ζήτημα της γλώσσας συστηματικές απόψεις
- ο περαιτέρω εξαρχαϊσμός της καθαρεύουσας (Κωνσταντίνος Κόντος, Γλωσσικαί παρατηρήσεις, 1882)α
-η επιστροφή "βαθμηδόν και αδιακόπως" στην ομιλουμένη (Δημήτριος Βερναρδάκης, Ψευδαττικισμού έλεγχος, 1884).
-η διατήρηση και ο εξωραϊσμός της καθαρεύουσας εν αναμονή της εξέλιξης της ομιλούμενης (Γεώργιος Χατζιδάκις, Βάσανος έλεγχος ψευδαττικισμού ή μελέτη επί της Νέας Ελληνικής, 1884)
-η καθιέρωση της δημοτικής σε όλες τις μορφές λόγου.
'Ετσι, στις αρχές του 20ού αιώνα έχουν αρχίσει να διαφαίνονται τα κυριότερα γνωρίσματα που θα συνοδεύσουν τον δημοτικισμό στο πρώτο στάδιο της πορείας του.
Η κρίση
Η σοβαρή πολιτική κρίση που σημειώθηκε εξαιτίας της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης (Ευαγγελικά, 1901) και λίγο αργότερα της Ορέστειας (Ορεστειακά, 1903) ήταν η απαρχή μιας μακράς πορείας φαινομένων συνυφασμένων με τις δημοτικιστικές πιέσεις και τα μέτρα που λαμβάνονταν για να τις ανακόψουν: ανάμεσα σε άλλα, επανειλημμένες διοικητικές ποινές στον Κωστή Παλαμά ως γγ. του Πανεπιστημίου Αθηνών (1908, 1911), παραπομπή στη Δικαιοσύνη του διευθυντή του παρθεναγωγείου του Βόλου, Αλέξανδρου Δελμούζου και των συνεργατών του με τις κατηγορίες της αθεΐας, βλάβης των ηθών, πρόσκλησης εις απεργίαν, παρακώλυσης προσευχής (Δίκη του Ναυπλίου, 1914).
Το 1911 ψηφίστηκε η συνταγματική διάταξη που όριζε ότι «Επίσημος γλώσσα του κράτους είναι εκείνη εις την οποίαν συντάσσεται το πολίτευμα και της ελληνικής νομοθεσίας τα κείμενα». Το 1917 η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης επιχείρησε την πρώτη καθιέρωση της διδασκαλίας της δημοτικής στις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Η απόπειρα αυτή θα ματαιωθεί βίαια μετά την κυβερνητική αλλαγή του 1920 και η επιτροπή που θα ελέγξει τα διδακτικά βιβλία της βενιζελικής μεταρρύθμισης θα αποφανθεί ότι πρέπει να "καώσι". Το 1925 και το 1928 θα διωχθούν δικαστικά και πάλι ο Δελμούζος ως διευθυντής του Μαρασλείου και ο Μίλτος Κουντουράς ως διευθυντής του Διδασκαλείου Θεσσαλονίκης για αντιθρησκευτική, αντιπατριωτική και ανήθικη διδασκαλία.
Το 1929 ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα προχωρήσει στην πιο ολοκληρωμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Μεσοπολέμου μέσα σε ένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που θα καθορίζεται, πλέον, και από την παρουσία του εργατικού κινήματος και του ΚΚΕ. Η δημοτική ως σύμβολο ανατρεπτικού λόγου θα αλλάξει χέρια και από τον μεταρρυθμιστικό φιλελευθερισμό του Βενιζέλου θα περάσει ως κομματικό ιδίωμα στο ΚΚΕ. Μετά από αυτό, η αντιπαράθεση των συμβολισμών θα οξυνθεί ακόμη περισσότερο με σοβαρές συνέπειες στο κοινωνικοπολιτικό επίπεδο (ανάμεσα στα άλλα, πειθαρχική δίωξη του καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωάννη Κακριδή για την έκδοση βιβλίου του με μονοτονικό σύστημα το 1941).
Από το 1933, μετά την πτώση της τελευταίας βενιζελικής κυβέρνησης, η διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας ακολουθεί ξανά οπισθοδρομική πορεία και, τελικά, περιορίζεται στις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Το σκηνικό αλλάζει επί μεταξικής δικτατορίας. Ο Μεταξάς, με δηλώσεις του στον Τύπο, ενάμιση μήνα μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του, επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει και να οικειοποιηθεί πολιτικά τη δημοτική γλώσσα: “….Η δημοτική θα εξακολουθήσει να διδάσκεται εις το δημοτικόν σχολείον και παραλλήλως εις τας δύο τελευταίας τάξεις, θα διδάσκεται και η καθαρεύουσα…Το ατύχημα είναι ότι η άρχουσα τάξις μέχρι σήμερον ηθέλησε να συγχέει τον δημοτικισμόν που είναι κίνημα καθαρώς εθνικόν με τον κομμουνισμόν. Αυτή η σύγχυσις δεν επιτρέπεται πλέον, διότι δεν ωφελεί παρά μόνο τους κομμουνιστάς.” (Από συνέντευξη του Ι. Μεταξά στην εφημ. Βραδυνή, 15/9/1936). Ο Μεταξάς επαναφέρει πράγματι τη διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας στο σχήμα της μεταρρύθμισης του ’29.
Η αντιμετώπιση αυτή οφείλεται τόσο στο λαϊκισμό της μεταξικής πολιτικής όσο και στην αποτελεσματική επιρροή του Μ. Τριανταφυλλίδη και του Α. Δελμούζου.
Από το 1950 και μετά, τόσο η δομή του εκπαιδευτικού συστήματος όσο και η δομή της κοινωνίας, επιβάλλουν στην κριτική ανάλυση νέους όρους. Και αν στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα ομολογούνταν ρητά ο αναπαραγωγικός ρόλος του σχολείου προσδιορίζοντας το κοινό στο οποίο απευθυνόταν κάθε τύπος σχολείου, στην πρόσφατη περίοδο η ισότητα ευκαιριών στο δικαίωμα της μόρφωσης συνδέεται ρητά με την “ιδεολογία των φυσικών χαρισμάτων”, παρ’ ό,τι γίνονται σημαντικά βήματα εκδημοκρατισμού του εκπαιδευτικού συστήματος. Στην εισηγητική έκθεση του 65 για την τεχνική εκπαίδευση, διαβάζουμε: “Εις την αληθή δημοκρατίαν τα σχολεία – καθώς λέγεται αλληγορικώς – δεν επιτρέπεται να έχουν “τοίχους και οροφήν” και επομένως ο μαθητής πρέπει να έχει τη δυνατότητα να μεταβαίνει ή να ανέρχεται από του ενός τύπου εις τον άλλον, ή από της μιας βαθμίδος εις την άλλην, αναλόγως των κλίσεων και των προσόντων του, ακωλύτως. Η θύρα είναι δι’ όλους ανοικτή και η οδός βατή, εφόσον βεβαίως έχουν επιμέλειαν και τας απαραιτήτους δια την περαιτέρω μόρφωσιν ικανότητας” (Εισηγητική Έκθεσις επί του σχεδίου Νόμου “Περί της Τεχνικής Εκπαιδεύσεως”, Μάιος 1965).
Με τη μεταρρύθμιση του 1964 έγινε νέα απόπειρα συστηματικής εισαγωγής της δημοτικής στην εκπαίδευση. Και αυτή η μεταρρύθμιση καταργήθηκε από το καθεστώς της δικτατορίας το 1967.
Θεσμικά, το γλωσσικό ζήτημα λύθηκε με την απάλειψη της γλωσσικής διάταξης από το Σύνταγμα του 1974, καθώς και με τη σειρά των νομοθετικών μέτρων που πάρθηκαν από τις κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1976) και του Ανδρέα Παπανδρέου (1982), οι οποίες ρύθμισαν, εκτός των άλλων, θέματα σχετικά με την ακώλυτη χρήση και τη συστηματική διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας.
ΠΗΓΕΣ:
-Ξεφυλλίζοντας την ιστορία, ΠΑΤΡΙΣ
- Ρηγοπούλου Δ. (1998) "Η πολιτική των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων"
Virtual School, The sciences of Education Online.
- Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου ( αναπληρώτρια καθηγήτρια Iστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο)
-GTB Standard Time
- Βακαλόπουλος Α.Ε., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού
- Δημαράς Κ.Θ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
- Θέματα Νεότερης Ιστορίας από τις πηγές - Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
- Φραγκουδάκη Αν., Γλώσσα και Ιδεολογία.
Για πολλούς αιώνες ταλαιπώρησε την ελληνική κοινωνία και αργότερα την Πολιτεία το Γλωσσικό Ζήτημα. Η υπόθεση αυτή έλαβε τέλος τη δεκαετία του '70, μετά από σχεδόν έναν αιώνα διαμάχης.
Το 1974 η κυβέρνηση Καραμανλή παρέλειψε τη γλωσσική διάταξη στο Σύνταγμα της μεταπολίτευσης. Το 1976, στις 28 Ιανουαρίου, ο υπουργός Παιδείας Ράλλης εισηγείται -και η κυβέρνηση Καραμανλή αποφασίζει οριστικά το 1977- τη χρήση της δημοτικής σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε όλες τις λειτουργίες και τα έγγραφα του κράτους.
Το γλωσσικό ζήτημα λύνεται τυπικά με την καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση και στη διοίκηση και παύει πλέον να υπάρχει το φαινόμενο της διγλωσσίας που διήρκεσε 20 περίπου αιώνες και ταλαιπώρησε την ελληνική παιδεία και κοινωνία για 143 χρόνια.
Ο Ράλλης ως υπουργός Παιδείας έμεινε στην ιστορία ως κορυφαίος μεταρρυθμιστής. Ήταν γενικότερη και αφορούσε το σύνολο της εκπαίδευσης αυτή η μεταρρύθμιση η οποία και ολοκληρώνεται με την επίσημη καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση. Το αίτημα για τη γλωσσική αλλαγή στο σχολείο, που εκκρεμούσε χρόνια, υλοποιείται οριστικά το 1976. Η γλωσσική μεταρρύθμιση, η οποία σε όλη την προηγούμενη περίοδο είχε συνδεθεί με το αίτημα του εκσυγχρονισμού, το 1976, που η εκσυγχρονιστική τάση συνυπάρχει με την τάση εκδημοκρατισμού, αποκτά ένα διπλό ρόλο, καθώς εναρμονίζεται και με τις δύο αυτές τάσεις: Αφενός διατηρεί το ρόλο της ως απαραίτητη προϋπόθεση για τον εκσυγχρονισμό του συστήματος εγκαθιστώντας το διπλό σχολικό δίκτυο (ό,τι δηλαδή η κοινωνιολογία της εκπαίδευσης ονομάζει "καπιταλιστικό σχολείο") και αφετέρου ενισχύει τον αντισταθμιστικό χαρακτήρα της εννιάχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
«Στη σύγχρονη περίοδο, τα νέα δεδομένα στο χώρο της παιδαγωγικής θεωρίας, αλλά και η εμπειρία από τη λειτουργία του διπλού σχολικού δικτύου με βάση τη δομή που διαμορφώθηκε το 1976, οδήγησαν στην ανάπτυξη μιας νέας λογικής για τον εκσυγχρονισμό στην εκπαίδευση, η οποία εκφράζεται τόσο στη μεταρρύθμιση του 83, όσο και στην πρόσφατη μεταρρύθμιση και συνοψίζεται κυρίως στην ενιαιοποίηση του Λυκείου»
Η διαμάχη
Γενικότερα «το θέμα της γλώσσας ήταν επιβαρυμένο από έναν ισχυρό κοινωνικό συμβολισμό, ο οποίος είχε κληρονομηθεί από τη μακρά παράδοση της αντίθεσης ανάμεσα στη γραπτή αττικίζουσα και την κοινή ομιλουμένη» Ο συμβολισμός αυτός δεν μπόρεσε να ξεπεραστεί, όπως συνέβη στην αντίστοιχη περίπτωση της λατινικής απέναντι στις άλλες εθνικές γλώσσες. Η λογοτεχνική ανάπτυξη την οποία γνώρισαν οι γλώσσες αυτές κατά την Αναγέννηση, τους έδωσε κύρος και εξάλειψε την κοινωνική δυσπιστία που προκαλούσε η λαϊκότητά τους.
Μεταξύ εκείνων που προωθούσαν την ομιλουμένη ήταν ο Ρήγας (1757-1798), ο Δημήτριος Καταρτζής (περ. 1730-1807), ο Γρηγόριος Κωνσταντάς (1758-1844), ο Αθανάσιος Χριστόπουλος (1772-1847), ο Ιωάννης Βηλαράς (1771-1823), ο οποίος είχε προτείνει, μάλιστα, και ένα σύστημα φωνητικής γραφής (Ρομέηκη Γλόσα, 1814), και άλλοι.
Ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833), ενθουσιώδης και συστηματικός συνήγορος της ομιλούμενης, αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος του επιβλητικού του έργου στη μελέτη και τη καλλιέργεια της γλώσσας αυτής, με σκοπό να συμβάλει στη συγκρότηση μιας "νεοελληνικής φιλολογίας". Πίστευε, ωστόσο, ότι "το ιδίωμα του λαού" είχε φθαρεί και πρότεινε ένα σύστημα εξωραϊσμού και καθαρισμού από τα "σαπημένα". Κατά τον Κοραή υπήρχε «ανάγκη να ακολουθήσωμεν μέσην οδόν εις μόρφωσιν της γλώσσας». Η "μέση οδός" του Κοραή συνιστούσε έτσι κι αλλιώς μια άμυνα απέναντι στις υπερβολές του αρχαϊσμού, τον οποίο καλλιεργούσαν και πρόβαλλαν επίσης ως όργανο εθνικής παιδείας οι κύκλοι των Φαναριωτών αλλά και το Πατριαρχείο. Ο Νεόφυτος Δούκας (περ. 1760-1845) και ο Παναγιώτης Κοδρικάς (1762-1827) είναι χαρακτηριστικές περιπτώσεις οπαδών του αρχαϊσμού, οι οποίοι στράφηκαν με σφοδρότητα εναντίον του Κοραή.
Οι θέσεις
Από το 1880 ως το 1890 οι έχουν διατυπωθεί γύρω από το ζήτημα της γλώσσας συστηματικές απόψεις
- ο περαιτέρω εξαρχαϊσμός της καθαρεύουσας (Κωνσταντίνος Κόντος, Γλωσσικαί παρατηρήσεις, 1882)α
-η επιστροφή "βαθμηδόν και αδιακόπως" στην ομιλουμένη (Δημήτριος Βερναρδάκης, Ψευδαττικισμού έλεγχος, 1884).
-η διατήρηση και ο εξωραϊσμός της καθαρεύουσας εν αναμονή της εξέλιξης της ομιλούμενης (Γεώργιος Χατζιδάκις, Βάσανος έλεγχος ψευδαττικισμού ή μελέτη επί της Νέας Ελληνικής, 1884)
-η καθιέρωση της δημοτικής σε όλες τις μορφές λόγου.
'Ετσι, στις αρχές του 20ού αιώνα έχουν αρχίσει να διαφαίνονται τα κυριότερα γνωρίσματα που θα συνοδεύσουν τον δημοτικισμό στο πρώτο στάδιο της πορείας του.
Η κρίση
Η σοβαρή πολιτική κρίση που σημειώθηκε εξαιτίας της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης (Ευαγγελικά, 1901) και λίγο αργότερα της Ορέστειας (Ορεστειακά, 1903) ήταν η απαρχή μιας μακράς πορείας φαινομένων συνυφασμένων με τις δημοτικιστικές πιέσεις και τα μέτρα που λαμβάνονταν για να τις ανακόψουν: ανάμεσα σε άλλα, επανειλημμένες διοικητικές ποινές στον Κωστή Παλαμά ως γγ. του Πανεπιστημίου Αθηνών (1908, 1911), παραπομπή στη Δικαιοσύνη του διευθυντή του παρθεναγωγείου του Βόλου, Αλέξανδρου Δελμούζου και των συνεργατών του με τις κατηγορίες της αθεΐας, βλάβης των ηθών, πρόσκλησης εις απεργίαν, παρακώλυσης προσευχής (Δίκη του Ναυπλίου, 1914).
Το 1911 ψηφίστηκε η συνταγματική διάταξη που όριζε ότι «Επίσημος γλώσσα του κράτους είναι εκείνη εις την οποίαν συντάσσεται το πολίτευμα και της ελληνικής νομοθεσίας τα κείμενα». Το 1917 η Προσωρινή Κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης επιχείρησε την πρώτη καθιέρωση της διδασκαλίας της δημοτικής στις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Η απόπειρα αυτή θα ματαιωθεί βίαια μετά την κυβερνητική αλλαγή του 1920 και η επιτροπή που θα ελέγξει τα διδακτικά βιβλία της βενιζελικής μεταρρύθμισης θα αποφανθεί ότι πρέπει να "καώσι". Το 1925 και το 1928 θα διωχθούν δικαστικά και πάλι ο Δελμούζος ως διευθυντής του Μαρασλείου και ο Μίλτος Κουντουράς ως διευθυντής του Διδασκαλείου Θεσσαλονίκης για αντιθρησκευτική, αντιπατριωτική και ανήθικη διδασκαλία.
Το 1929 ο Ελευθέριος Βενιζέλος θα προχωρήσει στην πιο ολοκληρωμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Μεσοπολέμου μέσα σε ένα κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που θα καθορίζεται, πλέον, και από την παρουσία του εργατικού κινήματος και του ΚΚΕ. Η δημοτική ως σύμβολο ανατρεπτικού λόγου θα αλλάξει χέρια και από τον μεταρρυθμιστικό φιλελευθερισμό του Βενιζέλου θα περάσει ως κομματικό ιδίωμα στο ΚΚΕ. Μετά από αυτό, η αντιπαράθεση των συμβολισμών θα οξυνθεί ακόμη περισσότερο με σοβαρές συνέπειες στο κοινωνικοπολιτικό επίπεδο (ανάμεσα στα άλλα, πειθαρχική δίωξη του καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής Ιωάννη Κακριδή για την έκδοση βιβλίου του με μονοτονικό σύστημα το 1941).
Από το 1933, μετά την πτώση της τελευταίας βενιζελικής κυβέρνησης, η διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας ακολουθεί ξανά οπισθοδρομική πορεία και, τελικά, περιορίζεται στις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Το σκηνικό αλλάζει επί μεταξικής δικτατορίας. Ο Μεταξάς, με δηλώσεις του στον Τύπο, ενάμιση μήνα μετά την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του, επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει και να οικειοποιηθεί πολιτικά τη δημοτική γλώσσα: “….Η δημοτική θα εξακολουθήσει να διδάσκεται εις το δημοτικόν σχολείον και παραλλήλως εις τας δύο τελευταίας τάξεις, θα διδάσκεται και η καθαρεύουσα…Το ατύχημα είναι ότι η άρχουσα τάξις μέχρι σήμερον ηθέλησε να συγχέει τον δημοτικισμόν που είναι κίνημα καθαρώς εθνικόν με τον κομμουνισμόν. Αυτή η σύγχυσις δεν επιτρέπεται πλέον, διότι δεν ωφελεί παρά μόνο τους κομμουνιστάς.” (Από συνέντευξη του Ι. Μεταξά στην εφημ. Βραδυνή, 15/9/1936). Ο Μεταξάς επαναφέρει πράγματι τη διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας στο σχήμα της μεταρρύθμισης του ’29.
Η αντιμετώπιση αυτή οφείλεται τόσο στο λαϊκισμό της μεταξικής πολιτικής όσο και στην αποτελεσματική επιρροή του Μ. Τριανταφυλλίδη και του Α. Δελμούζου.
Από το 1950 και μετά, τόσο η δομή του εκπαιδευτικού συστήματος όσο και η δομή της κοινωνίας, επιβάλλουν στην κριτική ανάλυση νέους όρους. Και αν στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα ομολογούνταν ρητά ο αναπαραγωγικός ρόλος του σχολείου προσδιορίζοντας το κοινό στο οποίο απευθυνόταν κάθε τύπος σχολείου, στην πρόσφατη περίοδο η ισότητα ευκαιριών στο δικαίωμα της μόρφωσης συνδέεται ρητά με την “ιδεολογία των φυσικών χαρισμάτων”, παρ’ ό,τι γίνονται σημαντικά βήματα εκδημοκρατισμού του εκπαιδευτικού συστήματος. Στην εισηγητική έκθεση του 65 για την τεχνική εκπαίδευση, διαβάζουμε: “Εις την αληθή δημοκρατίαν τα σχολεία – καθώς λέγεται αλληγορικώς – δεν επιτρέπεται να έχουν “τοίχους και οροφήν” και επομένως ο μαθητής πρέπει να έχει τη δυνατότητα να μεταβαίνει ή να ανέρχεται από του ενός τύπου εις τον άλλον, ή από της μιας βαθμίδος εις την άλλην, αναλόγως των κλίσεων και των προσόντων του, ακωλύτως. Η θύρα είναι δι’ όλους ανοικτή και η οδός βατή, εφόσον βεβαίως έχουν επιμέλειαν και τας απαραιτήτους δια την περαιτέρω μόρφωσιν ικανότητας” (Εισηγητική Έκθεσις επί του σχεδίου Νόμου “Περί της Τεχνικής Εκπαιδεύσεως”, Μάιος 1965).
Με τη μεταρρύθμιση του 1964 έγινε νέα απόπειρα συστηματικής εισαγωγής της δημοτικής στην εκπαίδευση. Και αυτή η μεταρρύθμιση καταργήθηκε από το καθεστώς της δικτατορίας το 1967.
Θεσμικά, το γλωσσικό ζήτημα λύθηκε με την απάλειψη της γλωσσικής διάταξης από το Σύνταγμα του 1974, καθώς και με τη σειρά των νομοθετικών μέτρων που πάρθηκαν από τις κυβερνήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή (1976) και του Ανδρέα Παπανδρέου (1982), οι οποίες ρύθμισαν, εκτός των άλλων, θέματα σχετικά με την ακώλυτη χρήση και τη συστηματική διδασκαλία της δημοτικής γλώσσας.
ΠΗΓΕΣ:
-Ξεφυλλίζοντας την ιστορία, ΠΑΤΡΙΣ
- Ρηγοπούλου Δ. (1998) "Η πολιτική των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων"
Virtual School, The sciences of Education Online.
- Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου ( αναπληρώτρια καθηγήτρια Iστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο)
-GTB Standard Time
- Βακαλόπουλος Α.Ε., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού
- Δημαράς Κ.Θ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
- Θέματα Νεότερης Ιστορίας από τις πηγές - Ιστορία του Ελληνικού Έθνους,
- Φραγκουδάκη Αν., Γλώσσα και Ιδεολογία.
0 Σχόλια
Σχόλια που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς όχι μόνο για το ιστολόγιο, θα διαγράφονται αμέσως.
EmojiΣχόλια που περιέχουν εμπάθεια σε ό,τι δεν σας αρέσει επειδή έτσι μάθατε ότι έτσι είναι τα πράματα, θα διαγράφονται για έναν εποικοδομητικό διάλογο και όχι να επικρατήσει η αρλουμπολογία, αμαθών και ημιμαθών.
Επίσης σχόλια που έχουν οποιεσδήποτε κομματικές προτροπές και κομματικοπολιτική προπαγάνδα, είναι ανεπιθύμητα.