Έτσι, αφού εξασφάλισε την υποστήριξη μίας από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής και εξουδετέρωσε κάθε αντίπαλο μέσα στην Αλβανία, μπόρεσε απερίσπαστα να ασχοληθεί με την εγκαθίδρυση του ιδιότυπου μαρξιστικού του καθεστώτος. Όπως είναι γνωστό ο Χότζα κυβέρνησε την Αλβανία ως το θάνατό του το 1985. Παράλληλα εξαπολύθηκαν από αλβανικής πλευράς απηνείς διωγμοί σε βάρος των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου, με σκοπό την αλλοίωση της εθνολογικής σύνθεσης της περιοχής, αλλά και την εξαφάνιση των ερεισμάτων που θα δικαιολογούσαν κάθε ελληνική διεκδίκηση στην επερχόμενη συνδιάσκεψη για τη διευθέτηση των συνόρων και όποιων άλλων προβλημάτων υπήρχαν μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Συνδιάσκεψη της Ειρήνης των Παρισίων
Οι τέσσερις νικήτριες δυνάμεις, Η.Π.Α., Ε.Σ.Σ.Δ., Μ. Βρετανία και Γαλλία, αποφάσισαν ομόφωνα να συνέλθουν εκπρόσωποί τους στο Παρίσι στα τέλη Ιουνίου 1946 για να καθοριστούν οι λεπτομέρειες υπογραφής της Συνθήκης Ειρήνης.
Στη συνδιάσκεψη αυτή κλήθηκαν να λάβουν μέρος και οι εξής 17 χώρες: Ελλάδα, Γιουγκοσλαβία, Βέλγιο, Λευκορωσία, Ουκρανία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, Νορβηγία, Ολλανδία, Καναδάς, Νέα Ζηλανδία, Αυστραλία, Βραζιλία, Νότια Αφρική, Κίνα, Αιθιοπία και Ινδία. Την ίδια εποχή η χώρα μας, που προσπαθούσε να ορθοποδήσει μετά τα δεινά της κατοχής και την πρώτη φάση της εμφύλιας σύγκρουσης, αγωνιζόταν να αποφύγει μία ευρύτερη εσωτερική αντιπαράθεση κάτι που δυστυχώς δεν έγινε κατορθωτό.
Έγινε εφικτό τελικά να συγκροτηθεί μία πολυμελής αντιπροσωπεία για να πάρει μέρος στη Συνδιάσκεψη, η οποία αποτελούνταν μεταξύ άλλων από διατελέσαντες Υπουργούς Εξωτερικών και υπερκομματικές προσωπικότητες.
Επικεφαλής της αντιπροσωπείας ήταν ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Τσαλδάρης και μέλη οι: Φίλιππος Δραγούμης, Υφυπουργός Εξωτερικών, Κωνσταντίνος Ρέντης και Ιωάννης Πολίτης, πρώην Υπουργοί Εξωτερικών. Βοηθητικά μέλη ήταν οι πρεσβευτές μας στο Παρίσι Ραφαήλ Ραφαήλ, στο Λονδίνο Αθανάσιος Αγνίδης, στη Μόσχα Αθανάσιος Πολίτης και εκ μέρους του βασιλιά Γεωργίου Β' ο Παναγιώτης Πιπινέλης.
Ως συμπληρωματικά μέλη συμμετείχαν ο πρεσβευτής Αλέξανδρος Αργυρόπουλος και οι βουλευτές Κωνσταντίνος Παπαγιάννης και Γεώργιος Δρόσος. Γενικός Γραμματέας ήταν ο Αλέξης Κύρου με βοηθούς περίπου 30 εξέχουσες υπερκομματικές προσωπικότητες της εποχής.
Οι εργασίες της Συνδιάσκεψης άρχισαν το απόγευμα της 29ης Ιουλίου 1946 στα ανάκτορα του Λούβρου, όπου συγκεντρώθηκαν 1.500 μέλη από τις διάφορες αντιπροσωπείες.
Οι διεργασίες της Συνδιάσκεψης
Τον Ιούλιο του 1946, η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε έκθεση στη Γραμματεία του Συμβουλίου των Υπουργών Εξωτερικών των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων στο Παρίσι. Σ’ αυτήν, ζητήθηκε διαρρύθμιση των συνόρων με την Βουλγαρία και την Αλβανία, έτσι ώστε να μειωθεί το μήκος τους από 780 σε 540 χιλιόμετρα.
«Τα προτεινόμενα σύνορα θα περιλαμβάνουν από ανατολάς προς δυσμάς:
Α. όσον αφορά την Βουλγαρία: τα υψώματα τα οποία καλύπτουν προς βορράν την κοιλάδα του Άρδα – Τα βαλκανικά όρη Karlek – Lenenra Pl. – Pirin Planina – την διάβαση της Κρέσνας.
Β. όσον αφορά την Αλβανία: την διάβαση του Πόγραδετς – την οροσειρά Tommorices – τα υψώματα Gilave – τα όρη Tartarit – τα όρη Gikes – το ακρωτήριο Gloses – τη νήσο Σάσωνα (σημ: την οποία η χώρα μας παραχώρησε με νόμο της ελληνικής Βουλής στην Αλβανία το 1914).
Σημείωση: το συνημμένο διάγραμμα (βλ. χάρτη Νο 9 στο Παράρτημα II) δίδει μια γενική εικόνα της προτεινόμενης διαρρυθμίσεως. Λεπτομέρειες ευρίσκονται στο υποβληθέν μνημόνιο στη Διάσκεψη (βλ. χάρτη Νο 10 στο Παράρτημα II”.
(Από το βιβλίο του Δρα Ιωάννη Σ. Παπαφλωράτου «Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΤΟΥΚΟΥΜΕΝΤΑ»).
Στις 13 Αυγούστου 1946, ο Πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, δήλωσε στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης: «…η Ελλάδα διεκδικεί την Βόρειο Ήπειρο από την Αλβανία, τα Δωδεκάνησα από την ηττημένη Ιταλία αλλά και έναν συνολικότερο διακανονισμό των βορείων συνόρων της, όχι μόνο για να αποκατασταθεί στο πραγματικό εθνικό της έδαφος αλλά και για να εξασφαλισθεί από την απτή απειλή που συνιστούν οι βόρειοι γείτονές μας».
Στις 24 Αυγούστου, κατατέθηκε προσφυγή εναντίον της χώρας μας, που υποστηρίχθηκε από τους αντιπροσώπους της Ουκρανίας και της Ε.Σ.Σ.Δ.
Ο Ουκρανός αντιπρόσωπος έκανε λόγο για έννομο συμφέρον της «χώρας» του, η οποία συνόρευε με τη Βαλκανική χερσόνησο και ζητούσε να ληφθούν μέτρα για να αποφευχθεί περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεων της χώρας μας με τους βόρειους γείτονές της, κάτι το οποίο απειλούσε την ειρήνη στην περιοχή. Μάλιστα, διατυπωνόταν η άποψη ότι η Ελλάδα προκαλούσε μεθοριακά επεισόδια με την Αλβανία για να της αποσπάσει εδάφη. Ο αντιπρόσωπος της Ε.Σ.Σ.Δ. Αντρέι Γκρομίκο (Andrei Andreyevich Gromyko), μετέπειτα Υπουργός Εξωτερικών της χώρας του, υποστήριξε ότι η ελληνική κυβέρνηση τείνει να μετατραπεί σε φασιστική, , ενώ αρνήθηκε οποιαδήποτε συζήτηση του ελληνικού αιτήματος για ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα, παρά τις μεγαλόστομες διακηρύξεις των Σοβιετικών αξιωματούχων στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Στις 30 Αυγούστου 1946, η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε επίσημα στη Συνδιάσκεψη της Ειρήνης στο Παρίσι, την ένωση της Βορείου Ηπείρου με την Ελλάδα. Οι εκπρόσωποι της Μόσχας αντέδρασαν σθεναρά, αλλά οι Αμερικανοί και οι Άγγλοι, πέτυχαν την αναγραφή του ζητήματος στην ημερήσια διάταξη (με 12 ψήφους υπέρ, 7 κατά και 2 αποχές).
Και πάλι οι Σοβιετικοί αντέδρασαν έντονα, αυτή τη φορά δια του Υπουργού Εξωτερικών Βιετσισλάφ Μολότοφ (Vyacheslav Mikhaylovich Molotov).
Φυσικά και τα υπόλοιπα κομμουνιστικά κράτη συντάχθηκαν με την Ε.Σ.Σ.Δ. Τελικά στις 28 Σεπτεμβρίου 1946, η Αθήνα, υποχρεώθηκε να αποδεχθεί την υπαγωγή του θέματος υπό τη δικαιοδοσία της Συνδιάσκεψης των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων.
Έτσι, το τελικό κείμενο της Συνδιάσκεψης υπογράφτηκε με επιφύλαξη από τον Τσαλδάρη.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1946, η Συνδιάσκεψη απέρριψε με ψήφους 14 έναντι 5 τη γιουγκοσλαβική πρόταση, να θεωρηθεί η Αλβανία συμπολεμίστρια χώρα στον αγώνα ενάντια στον Άξονα. Την επόμενη μέρα, ο Έλληνας αντιπρόσωπος, δήλωσε ενώπιον της επιτροπής της Συνδιάσκεψης για την Ιταλία, ότι η αναγνώριση της Αλβανίας σε σχετικό άρθρο του σχεδίου Συνθήκης, δεν προδικάζει την έκβαση του ζητήματος των ελληνοαλβανικών συνόρων.
Στις 6/10/1946, ο Γεώργιος Παπανδρέου, μετά από παράκληση της Κυβέρνησης Κ. Τσαλδάρη, πήγε στο Παρίσι συνοδευόμενος από τους Σοφοκλή Βενιζέλο, Παναγιώτη Κανελλόπουλο, Ναπολέοντα Ζέρβα και Γεώργιο Βαρβούτη, προκειμένου να συναντηθεί με του Υπουργό Εξωτερικών των Η.Π.Α. Πραγματικά, στις 7/10/1946, στις 10.30 π.μ. η υπό τον Γ. Παπανδρέου ελληνική αντιπροσωπεία συναντήθηκε με τον Υπουργό Εξωτερικών των Η.Π.Α. James E. Byrnes (1882-1972), από τον οποίο εισέπραξε την ωμή απάντηση ότι δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να συμπεριληφθεί η Βόρειος Ήπειρος στις Συνθήκες Ειρήνης.
Η αμερικανική θέση, ερχόταν σε αντίθεση με τη Γερουσία των Η.Π.Α., η οποία στις 29 Ιουλίου 1946 υιοθέτησε ομόφωνα ψήφισμα υπέρ της απόδοσης της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα.
Και Αμερικανοί βουλευτές όμως, είχαν λάβει ξεκάθαρα θέση υπέρ της χώρας μας. Ο Βουλευτής της Πολιτείας του Νιου Χαμσάιρ Herrow, στις 27/3/1946, ζήτησε από το Κογκρέσο «την επιστροφή της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα». Το ίδιο και ο βουλευτής της Καλιφόρνια Kino, ο οποίος αγορεύοντας την ίδια μέρα στο Κογκρέσο, απέδειξε με ατράνταχτα στοιχεία την, αδιαμφισβήτητη, ελληνικότητα της Β. Ηπείρου και ζήτησε την άμεση παραχώρησή της στην Ελλάδα. Το ίδιο ζήτησε και ο βουλευτής Mead, ο οποίος υπερασπίστηκε τις ελληνικές θέσεις στο Κογκρέσο στις 29/3/1946.
Στο μεταξύ, στις 9 Οκτωβρίου 1946, απορρίφθηκε νέα πρόταση της Γιουγκοσλαβίας, να συμπεριληφθεί στο κείμενο της Συνθήκης Ειρήνης με την Ιταλία μία παράγραφος σχετικά με την αναγνώριση της εδαφικής ακεραιότητας της Αλβανίας.
Στις 4 Νοεμβρίου, ξεκίνησαν οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών των Μεγάλων στη Νέα Υόρκη. Πραγματοποιήθηκαν οκτώ συνεδριάσεις ,ως τις 12 Δεκεμβρίου 1946, στις οποίες το ελληνικό αίτημα δεν συζητήθηκε. Προφανώς οι Δυτικοί δεν ήθελαν να έρθουν σε ρήξη με τη Μόσχα για το βορειοηπειρωτικό.
Έτσι, το Συμβούλιο ανέβαλε τη λήψη αποφάσεων για το συγκεκριμένο θέμα, μετά την υπογραφή της Συνθήκης Ειρήνης με την Αυστρία και τη Γερμανία.
Η Συνθήκη Ειρήνης με την Αυστρία υπογράφτηκε στις 15 Μαΐου 1955 στη Βιέννη, ενώ με τη Γερμανία στις 12 Δεκεμβρίου 1990 στη Μόσχα.
Στις 10 Φεβρουαρίου 1947, υπογράφτηκε η Συνθήκη Ειρήνης με την Ιταλία (γνωστή ως Συνθήκη των Παρισίων). Σ’ αυτήν ΔΕΝ περιλήφθηκε όρος για την εδαφική ακεραιότητα της Αλβανίας (όπως επιδίωκαν τα κράτη του ανατολικού μπλοκ) μετά από εντονότατη αντίδραση της Ελλάδας η οποία πρότεινε μόνο την αναγνώριση της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας της Αλβανίας.
Στις συζητήσεις για την υπογραφή της Συνθήκης, ο Τσαλδάρης «επικεφαλής της εθνικής αντιπροσωπείας, θα αποσαφηνίσει από το βήμα της Συνδιάσκεψης ότι διατηρεί ακέραιες τις επιφυλάξεις του μέχρις ότου το Βορειοηπεριωτικό ζήτημα ρυθμιστεί κατά τρόπο δίκαιο» (Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 1830-1981).
Επίσης, πέτυχε να καταχωρηθεί στα πρακτικά η εξής δήλωση: «Προς αποφυγή πάσης αμφιβολίας, η αντιπροσωπεία της Ελλάδος δηλώνει ότι η Ελληνική Κυβέρνησις, προσυπογράφουσα την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Αλβανία, δεν θα εγκαταλείψει σε καμία περίπτωση και με κανέναν όρο τα προαιώνια και απαράγραπτα δικαιώματά της επί ενός ελληνικού εδάφους, το οποίο το αίμα των παιδιών της ένωσε με την Μητέρα πατρίδα, διατηρούσα στο ακέραιο τις επιφυλάξεις της μέχρι το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα να διακανονισθεί κατά τρόπο σύμφωνο με την δικαιοσύνη».
(Δρ. Ιωάννης Σ. Παπαφλωράτος, «Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ»)
Όπως είναι γνωστό με την ίδια Συνθήκη, τα Δωδεκάνησα αποδόθηκαν στην Ελλάδα. Οι αρνητικές εξελίξεις στη Βόρειο Ήπειρο όμως, προκάλεσαν την δυσφορία της ελληνικής Βουλής σε ψήφισμά της στις 15/10/1947:
«Η Ελλάς σφίγγουσα την καρδίαν της, θα κυρώσει μεν τας Συνθήκας, αλλά διατηρεί ακεραίας τας δικαίας αξιώσεις της εν τη πεποιθήσει ότι δεν είναι δυνατόν να μην επιβληθεί μίαν ημέρας δικαιοτέρα περί αυτών κρίσις».
Επίσης, απορρίφθηκαν οι ελληνικές αξιώσεις σε εδάφη που ανήκαν προπολεμικά στη Βουλγαρία αλλά και η διεκδίκηση της Δυτικής Θράκης από την Βουλγαρία, η οποία είχε συμπαραταχθεί με τον Άξονα.
Το θέμα των συνόρων με την Αλβανία, παραμένει ως σήμερα ανοιχτό, καθώς οι διασκέψεις των Μεγάλων Δυνάμεων στις οποίες αυτό έχει παραπεμφθεί, ολοκληρώθηκαν στη Γενεύη το 1955, χωρίς αυτό να συζητηθεί.
Μάλιστα, όπως γράφει ο Κ. Σβολόπουλος, «η Αλβανία, ως θύμα ή άθυρμα στη διάθεση του Άξονα, εξομοιώθηκε βαθμηδόν με τις νικήτριες συμμαχικές χώρες».
Στο βορειοηπειρωτικό, η Ελλάδα έπεσε για μια ακόμα φορά θύμα των συγκρουόμενων συμφερόντων των Μεγάλων Δυνάμεων αλλά και της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης. Η υποχρέωση σεβασμού-επιπλέον της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας-της εδαφικής ακεραιότητας του αλβανικού κράτους, είχε απορριφθεί από την Ολομέλεια της Συνδιάσκεψης με 13 σε σύνολο 21 ψήφων» (Κ. Σβολόπουλος).
Η Ελλάδα, με την παρέμβαση Τσαλδάρη, δεν εγκατέλειψε, τη Βόρεια Ήπειρο. Αλλά και «η επικύρωση του τελικού κειμένου της Συνθήκης Ειρήνης από το ελληνικό κοινοβούλιο θα συνοδευτεί με τη ρητή επιφύλαξη ότι θεωρεί εξακολουθητικά ανοιχτό το ζήτημα των αλβανικών συνόρων»
(Κ. Σβολόπουλος, ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 1830-1981).
Οι πρόσφατες δηλώσεις Χαν που ακολούθησαν τις δηλώσεις του Αλβανού ΥΠΕΞ Μπουσάτι και η αναφορά σε διευθέτηση των ελληνοαλβανικών συνόρων (συνέντευξη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στις Βρυξέλλες (12/7/2018), μας κάνουν να πιστεύουμε ότι δεν πρόκειται για τυχαίο γεγονός ή παρανοήσεις.
Αν πρόκειται να εξομοιωθεί το ζήτημα των συνόρων με την Αλβανία, που υφίσταται εδώ και 70 χρόνια, με το, ανύπαρκτο ζήτημα της Τσαμουριάς ή για κάτι άλλο, το μέλλον θα δείξει.
Πηγές: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΣΒΟΛΟΠΟΥΛΟΣ «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 1830-1981»,
ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ, 2014
ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΦΛΩΡΑΤΟΣ «Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ», εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ 2018
ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, «ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ, η συνεχιζόμενη ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ», εκδόσεις Ε. ΡΗΓΑ ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΦΛΩΡΑΤΟΣ, «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ (1833-1949)», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ 2014.
Πρώτο Θέμα
0 Σχόλια
Σχόλια που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς όχι μόνο για το ιστολόγιο, θα διαγράφονται αμέσως.
EmojiΣχόλια που περιέχουν εμπάθεια σε ό,τι δεν σας αρέσει επειδή έτσι μάθατε ότι έτσι είναι τα πράματα, θα διαγράφονται για έναν εποικοδομητικό διάλογο και όχι να επικρατήσει η αρλουμπολογία, αμαθών και ημιμαθών.
Επίσης σχόλια που έχουν οποιεσδήποτε κομματικές προτροπές και κομματικοπολιτική προπαγάνδα, είναι ανεπιθύμητα.