Ἡ ἀλήθεια γιά τά Χριστούγεννα καί ἡ μυθοποίηση τῶν Χριστουγέννων


Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνοῦ

Πρωτοδημοσιεύθηκε στις 23/12/2015 και συμπληρώθηκε σήμερα 24/12/2016


Μέ τήν ἐνανθρώπηση καί γέννησή Του ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός πραγματοποιεῖ τό σκοπό τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἐμφάνιση τοῦ Θεανθρώπου στήν ἱστορία. Τήν ἕνωση τοῦ κτιστοῦ πλάσματος μέ τόν Ἄκτιστο Πλάστη. Ὁ σκοπός τῆς ἐνανθρωπήσεως εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἵνα Θεόν τόν Ἀδάμ ἀπεργάσηται» (τροπάριο Χριστουγέννων). «Αὐτός ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν» (Μ. Ἀθανάσιος). «Ἄνθρωπος γάρ ἐγένετο ὁ Θεός καί Θεός ὁ ἄνθρωπος» (Ἰ. Χρυσόστομος). Στή λογική ἑνός ἠθικιστοῦ ὁ ὅρος «θεοποιηθῶμεν», πού χρησιμοποιοῦν Πατέρες, ὅπως ὁ Μ. Ἀθανάσιος, εἶναι σκάνδαλο. Γι’ αὐτό μιλοῦν γιά «ἠθική θέωση».


Διότι φοβοῦνται νά δεχθοῦν, ὅτι μέ τή θέωση μεταβάλλεται «κατά χάριν» αὐτό πού ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι «κατά φύσιν» (ἄκτιστος, ἄναρχος, ἀθάνατος). Τά Χριστούγεννα εἶναι, γι’ αὐτό, ἄμεσα συνδεδεμένα καί μέ τή Σταύρωση καί τήν Ἀνάσταση, ἀλλά καί τήν Ἀνάληψη καί τήν Πεντηκοστή. Ὁ Χριστός-Θεάνθρωπος χαράζει τόν δρόμο, πού καλεῖται νά βαδίσει κάθε σωζόμενος ἄνθρωπος, ἑνούμενος μαζί Του. Ὁ Εὐαγγελισμός καί τά Χριστούγεννα ὁδηγοῦν στήν Πεντηκοστή, τό γεγονός τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ, μέσα δηλαδή στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.

Ἄν τά Χριστούγεννα εἶναι ἡ γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου, ἡ Πεντηκοστή εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς Θεοῦ κατά χάριν. Μέ τό βάπτισμά μας μετέχουμε στή σάρκωση, τόν θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ζοῦμε καί μεῖς τά «Χριστούγεννά μας», τήν ἀνά-πλασή μας. Οἱ Ἅγιοι δέ, πού φθάνουν στήν ἕνωση μέ τόν Χριστό, τή θέωση, μετέχουν στήν Πεντηκοστή καί φθάνουν ἔτσι στήν τελείωση καί ὁλοκλήρωση τοῦ ἀναγεννημένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Αὐτό σημαίνει ἐκκλησιαστικά πραγμάτωση τοῦ ἀνθρώπου, ἐκπλήρωση δηλαδή τοῦ σκοποῦ τῆς ὑπάρξεώς του.

Ὅσο κι ἄν εἶναι κουραστικός ὁ θεολογικός λόγος, καί μάλιστα στόν ἀμύητο θεολογικά σύγχρονο ἄνθρωπο, δέν ἐκφράζει παρά τήν πραγματικότητα τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων μας. Μέσα ἀπό αὐτή τήν ἐμπειρία καί μόνο μποροῦν νά κατανοηθοῦν ἐκκλησιαστικά, δηλαδή Χριστοκεντρικά, τά Χριστούγεννα. Ἀντίθετα, ἡ ἀδυναμία τοῦ μή ἀναγεννημένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου νά νοηματοδοτήσει τά Χριστούγεννα ἔχει ὁδηγήσει σέ κάποιους γύρω ἀπ’ αὐτά μύθους. Οἱ ἄγευστοι τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς, μή μπορώντας νά ζήσουν τά Χριστούγεννα, μυθολογοῦν γι’ αὐτά, στά ὅρια τῆς φαντασίας καί μυθοπλασίας, χάνοντας τό ἀληθινό νόημά τους. Ὅπως μάλιστα θά δοῦμε, ὁ ἀποπροσανατολισμός αὐτός δέν συνδέεται πάντοτε μέ τήν ἄρνηση τοῦ μυστηρίου, ἀλλά μέ ἀδυναμία βιώσεώς του, πού ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στήν παρερμηνεία του.

Μία πρώτη μυθολογική ἀπάντηση στό ἐρώτημα τῶν Χριστουγέννων δίνεται ἀπό τήν αἵρεση, τή στοχαστική καί ἀνέρειστη -ἀνεμπειρική δηλαδή- θεολόγηση. Ὁ δοκητισμός, ἡ φοβερότερη αἵρεση ὅλων τῶν αἰώνων, δέχθηκε κατά φαντασίαν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου (δοκεῖν-φαίνεσθαι). Φαινομενική, δηλαδή, παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ἐνδοκοσμική πραγματικότητα. Γιά ποιό λόγο; Θά μποροῦσε νά ἐρωτήσει κανείς. Οἱ Δοκῆται ἤ Δοκηταί κάθε ἐποχῆς δέν μποροῦν νά ἀνεχθοῦν, στά ὅρια τῆς λογικῆς τους, τή σάρκωση καί τή γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου. Μεταβαλλόμενοι σέ αὐτόκλητους ὑπερασπιστές τοῦ κύρους τοῦ Θεοῦ, ντρέπονται νά δεχθοῦν κάτι πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἐπέλεξε γιά τή σωτηρία μας. Τόν δρόμο τῆς μητρότητος.

Νά γεννηθεῖ δηλαδή ἀπό μιά Μάννα, ἔστω καί ἄν αὐτή δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τό καθαρότερο πλάσμα ὅλης τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, τήν Παναγία Παρθένο. Ὅλοι αὐτοί μποροῦν νά καταταχθοῦν στούς «ὑπεράγαν» Ὀρθοδόξους (κατά τόν ἅγ. Γρηγόριο τόν Θεολόγο). Γιατί ὁ Δοκητισμός ὁδήγησε στόν Μονοφυσιτισμό, στήν ἄρνηση τῆς ἀνθρωπότητος τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι οἱ συντηρητικοί, οἱ τυποκράτες, οἱ εὐσκανδάλιστοι.

Γι’ αὐτούς ὅλους εἶναι σκάνδαλο ἡ ἀλήθεια, ἡ πραγματικότητα, ἡ ἱστορικότητα. Ἐνῶ ἄλλοι ἀπορρίπτουν τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, αὐτοί ἀρνοῦνται τήν ἀνθρωπότητά του. Καί ὅμως, ἡ Ὀρθοδοξία ὡς Χριστιανισμός στήν αὐθεντικότητά του, εἶναι ἡ «ἱστορικότερη θρησκεία», κατά τόν ἀείμνηστο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ. Ζεῖ στήν πραγματικότητα τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία μας καί τίς δέχεται μέ τόν ρεαλισμό τῆς Θεοτόκου: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα σου» (Λουκ. Ι, 38)! «Καί ὁ Πιλάτος στό Σύμβολο» -λέγει μιά ὡραία σερβική παροιμία. Διότι ὁ Πιλάτος, ὁ πιό ἄβουλος ἀξιωματοῦχος τῆς ἱστορίας, ὡς ὑπαρκτό ἱστορικό πρόσωπο, βεβαιώνει τήν ἱστορικότητα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἰς πεῖσμα ὅμως τῶν Δοκητῶν ὁ Θεός-Λόγος «σάρξ ἐγένετο –δηλαδή ἄνθρωπος- καί ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καί ἐθεασάμεθα τήν δόξαν αὐτοῦ (τό ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητός Του)» (Ἰωάνν. Ι, 14). Διότι «ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2, 9), εἶναι δηλαδή τέλειος Θεός καί τέλειος Ἄνθρωπος.

Ἡ σάρκωση καἰ γέννηση τοῦ Θεανθρώπου εἶναι σκάνδαλο γιά τήν ἀνθρώπινη σοφία, πού αὐτοκαταργουμένη καί αὐτοαναιρουμένη σπεύδει νά χαρακτηρίσει «μωρία» τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, πού κορυφώνεται στόν σταυρικό του θάνατο (Α΄Κορ. Ι, 23). Εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά φθάσει σέ τέτοιο ὅριο κενώσεως, ὥστε νά πεθάνει πάνω στόν σταυρό ὡς Θεάνθρωπος; Αὐτό εἶναι τό σκάνδαλο γιά τούς σοφούς τοῦ κόσμου. Γι’αὐτούς οἱ «θεοί» τοῦ κόσμου τούτου συνήθως θυσιάζουν τούς ἀνθρώπους γι’ αὐτούς, δέν θυσιάζονται αὐτοί γιά τούς ἀνθρώπους. Πῶς θά δεχθοῦν τό μυστήριο τῆς Θείας Ἀνιδιοτέλειας; «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν (θυσίασε) … ἵνα σωθῆ ὁ κόσμος δι’αὐτοῦ» (Ἰωάνν. 3, 16.17). Στά ὅρια τῆς «λογικῆς» ἤ «φυσικῆς» θεολογήσεως χάνεται τελικά τό θεῖο στοιχεῖο στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί μένει τό ἀνθρώπινο, παρανοημένο καί αὐτό καί παρερμηνευμένο. Διότι δέν ὑπάρχει ἱστορικά ἄνθρωπος-Χριστός, ἀλλά Θεάνθρωπος. Ἡ ἕνωση Θεοῦ καί ἀνθρώπου στό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ-Λόγου εἶναι «ἀσύγχυτη» μέν, ἀλλά καί «ἀδιαίρετη». Οἱ «λογικές» ἑρμηνεῖες τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύονται παράλογες, διότι ἀδυνατοῦν νά συλλάβουν μέ τή λογική τό «ὑπέρλογο».

Ἡ νομική-δικανική συνείδηση ζεῖ κάι αὐτή στόν Χριστό τό σκάνδαλό της. Ἀναζητεῖ σκοπιμότητα κοινωνική στή Σάρκωση καί καταλήγει καί αὐτή στόν μύθο, ὅταν δέν αὐτοπαραδίδεται στόν Θεῖο Λόγο. Οἱ Φράγκοι κατασκεύασαν, μέσῳ τοῦ διακεκριμένου σχολαστικοῦ τους Ἀνσέλμου (11ος αἰ.), τόν μύθο τῆς «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης». Ὁ Θεός –Λόγος σαρκοῦται, γιά νά σταυρωθεῖ-θυσιασθεῖ καί δώσει ἔτσι ἱκανοποίηση στήν προσβολή πού προξένησε στόν Θεό ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία! Τά κρατοῦντα τότε στή φραγκική φεουδαρχική κοινωνία προβάλλονται (μυθολογικά) στόν Θεό, πού παίρνει τή θέση στή φραγκογερμανική φαντασία ἑνός ὑπεραυτοκράτορος. Ἄς φωνάζει ὁ Ἰωάννης: «οὕτως ΗΓΑΠΗΣΕΝ ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν…» (3, 16), ἤ ὁ Παῦλος: «συνίστησι δέ τήν ἑαυτοῦ ΑΓΑΠΗΝ πρός ἡμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν» (Ρωμ. 5,8). Ὄχι! «Γιά νά πάρει ἐκδίκηση» καί «ζητώντας ἱκανοποίηση» θά μάθει νά φωνάζει ὁ δυτικός (ἤ δυτικοποιημένος) ἄνθρωπος. Ἔτσι πλάσθηκε ἕνας «χριστιανισμός» ἄλλου εἴδους, πού δέν διαφέρει ἀπό μυθοπλασία, ἀφοῦ προβάλλει στόν Θεό τή φαντασία καί τίς προλήψεις μας. Ἡ ἐκλογίκευση (βλ. τό β΄) καί ἡ ἐκνομίκευση τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος τοῦ χριστιανισμοῦ στήν ἱστορία.

Ἡ θρησκευτική (τυπολατρική) συνείδηση ζεῖ τό «σκάνδαλο» τῆς ἐνανθρωπήσεως καταφεύγοντας στή θρησκειοποίηση τῆς Πίστεως. Ἐξαντλεῖ τό νόημα τῶν Χριστουγέννων στίς τελετές καί χάνει τόν ἀληθινό σκοπό τους, πού εἶναι ἡ «υἱοθεσία» (θέωση). «Ἵνα τήν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν…» (Γαλ. 4, 5). Εἶναι τό σκάνδαλο τοῦ φαρισαϊσμοῦ, ἔστω καί ἄν λέγεται Χριστιανισμός.

Εἶναι ὅμως καί οἱ ἐχθροί τοῦ «παιδίου» πού βιώνουν τό σκάνδαλο τῆς ἐξουσίας. Ὁ Ἡρωδισμός! Οἱ κρατοῦντες ἤ μᾶλλον «δοκοῦντες ἄρχειν…» (νομίζοντες ὅτι κυβερνοῦν) (Μάρκ. 10,42), ὅπως ὁ Ἡρώδης, βλέπουν στό νεογέννητο Χριστό κάποιον ἀνταγωνιστή καί κίνδυνο τῶν συμφερόντων τους. Γι’ αὐτό «ζητοῦσι τήν ψυχήν τοῦ παιδίου» (Ματθ. 2, 20). Παρερμηνεύουν ἔτσι τόν άληθινό χαρακτήρα τῆς βασιλικῆς ἰδιότητος τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος». Ὁ Χριστός ὡς ΒΑΣΙΛΕΥΣ ὅλης τῆς κτίσεως εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Κύριός της, ὁ δημιουργός καί σωτήρας της καί ὄχι ὡς οἱ Ἡρῶδες τοῦ κόσμου τούτου, πού ἀδίστακτα δολοφονοῦν γιά νά κρατήσουν τήν ἐξουσία τους.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (36, 516) προσφέρει δυνατότητα ὀρθῆς προσεγγίσεως τῶν Χριστουγέννων, δηλαδή ἁγιοπνευματικῆς: «Τοίνυν ἑορτάσωμεν μή πανηγυρικῶς, ἀλλά θεϊκῶς· μή κοσμικῶς, ἀλλά ὑπερκοσμίως· μή τά ἡμέτερα, ἀλλά τά τοῦ ἡμετέρου (=ὄχι δηλαδή τούς ἑαυτούς μας, ἀλλά τόν Χριστό ἄς τιμᾶμε…)· μᾶλλον δέ τά τοῦ Δεσπότου· μή τά τῆς ἀσθενείας, ἀλλά τά τῆς ἰατρείας· μή τά τῆς πλάσεως, ἀλλά τά τῆς ἀναπλάσεως».



«Ἡ ἀλήθεια γιὰ τὰ Χριστούγεννα καὶ ἡ μυθοποίηση τῶν Χριστουγέννων»



Τοῦ πατρὸς Γεωργίου Μεταλληνοῦ

Ἀπό τὸ βιβλίο: «Παρεμβάσεις Ἱστορικὲς καὶ Θεολογικές», ἐκδ. «Διήγηση», Ἀθήνα 1998.
Ὁ σκοπὸς τῆς ἐνανθρωπήσεως εἶναι ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου. «Ἄνθρωπος γίνεται Θεός, ἴνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται» (τροπάριο Χριστουγέννων). «Αὐτὸς ἐνηνθρώπησεν, ἴνα ἠμεῖς θεοποιηθῶμεν» (Μ. Ἀθανάσιος). «Ἄνθρωπος γὰρ ἐγένετο ὁ Θεὸς καὶ Θεὸς ὁ ἄνθρωπος» (Ἰ. Χρυσόστομος). Στὴ λογικὴ ἑνὸς ἠθικιστοῦ ὁ ὅρος «θεοποιηθῶμεν», ποὺ χρησιμοποιοῦν Πατέρες, ὅπως ὁ Μ. Ἀθανάσιος, εἶναι σκάνδαλο. Γι’ αὐτὸ μιλοῦν γιὰ «ἠθικὴ θέωση». Διότι φοβοῦνται νὰ δεχθοῦν ὅτι μὲ τὴ θέωση μεταβάλλεται «κατὰ χάριν» αὐτὸ ποὺ ὁ Τριαδικὸς Θεὸς εἶναι «κατὰ φύσιν» (ἄκτιστος, ἄναρχος, ἀθάνατος). Τὰ Χριστούγεννα εἶναι, γι’ αὐτό, ἄμεσα συνδεδεμένα καὶ μὲ τὴ Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἀνάληψη καὶ τὴν Πεντηκοστή.

Ὁ Χριστὸς-Θεάνθρωπος χαράζει τὸ δρόμο, ποὺ καλεῖται νὰ βαδίσει κάθε σωζόμενος ἄνθρωπος, ἐνούμενος μαζί Του. Ὁ Εὐαγγελισμὸς καὶ τὰ Χριστούγεννα ὁδηγοῦν στὴν Πεντηκοστή, τὸ γεγονὸς τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ, μέσα δηλαδὴ στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἂν τὰ Χριστούγεννα εἶναι ἡ γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου, ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι ἡ τελείωση τοῦ ἀνθρώπου ὡς Θεοῦ κατὰ χάριν. Μὲ τὸ βάπτισμά μας μετέχουμε στὴ σάρκωση, τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ζοῦμε καὶ μεῖς τὰ «Χριστούγεννά μας», τὴν ἀνὰ-πλασή μας. Οἱ Ἅγιοι δέ, ποὺ φθάνουν στὴν ἕνωση μὲ τὸ Χριστό, τὴ θέωση, μετέχουν στὴν...

Πεντηκοστὴ καὶ φθάνουν ἔτσι στὴ τελείωση καὶ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀναγεννημένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Αὐτὸ σημαίνει ἐκκλησιαστικὰ πραγμάτωση τοῦ ἀνθρώπου, ἐκπλήρωση δηλαδὴ τοῦ σκοποῦ τῆς ὑπάρξεώς του.
Ὅσο καὶ ἂν εἶναι κουραστικὸς ὁ θεολογικὸς λόγος, καὶ μάλιστα στὸν ἀμύητο θεολογικὰ σύγχρονο ἄνθρωπο, δὲν ἐκφράζει παρὰ τὴν πραγματικότητα τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἁγίων μας. Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἐμπειρία καὶ μόνο μποροῦν νὰ κατανοηθοῦν ἐκκλησιαστικά, δηλαδὴ Χριστοκεντρικά, τὰ Χριστούγεννα. Ἀντίθετα, ἡ ἀδυναμία τοῦ μὴ ἀναγεννημένου ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου νὰ νοηματοδοτήσει τὰ Χριστούγεννα ἔχει ὁδηγήσει σὲ κάποιους γύρω ἀπ’ αὐτὰ μύθους. Οἱ ἄγευστοί τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς, μὴ μπορώντας νὰ ζήσουν τὰ Χριστούγεννα, μυθολογοῦν γι’αὐτά, στὰ ὅρια τῆς φαντασίας καὶ μυθοπλασίας, χάνοντας τὸ ἀληθινὸ νόημά τους. Ὅπως μάλιστα θὰ δοῦμε, ὁ ἀποπροσανατολισμὸς αὐτὸς δὲν συνδέεται πάντοτε μὲ τὴν ἄρνηση τοῦ μυστηρίου, ἀλλὰ μὲ ἀδυναμία βιώσεώς του, ποὺ ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα στὴν παρερμηνεία του.

Μία πρώτη μυθολογικὴ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα τῶν Χριστουγέννων δίνεται ἀπὸ τὴν αἵρεση, τὴ στοχαστικὴ καὶ ἀνέρειστη –ἀνεμπειρικὴ δηλαδὴ- θεολόγηση. Ὁ δοκητισμός, ἡ φοβερότερη αἵρεση ὅλων τῶν αἰώνων, δέχθηκε κατὰ φαντασίαν νάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου (δοκεῖν-φαίνεσθαι). Φαινομενική, δηλαδή, παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ἐνδοκοσμικὴ πραγματικότητα. Γιὰ ποιὸ λόγο θὰ μποροῦσε νὰ ἐρωτήσει κανείς. Οἱ Δοκῆται ἢ Δοκηταὶ κάθε ἐποχῆς δὲν μποροῦν νὰ ἀνεχθοῦν, στὰ ὅρια τῆς λογικῆς τους, τὴ σάρκωση καὶ τὴ γέννηση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου.

Μεταβαλλόμενοι σὲ αὐτόκλητους ὑπερασπιστὲς τοῦ κύρους τοῦ Θεοῦ, ντρέπονται νὰ δεχθοῦν κάτι ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ἐπέλεξε γιὰ τὴ σωτηρία μας. Τὸ δρόμο τῆς μητρότητας. Νὰ γεννηθεῖ δηλαδὴ ἀπὸ μία Μάνα, ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὸ καθαρότερο πλάσμα ὅλης τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, τὴν Παναγία Παρθένο. Ὅλοι αὐτοὶ μποροῦν νὰ καταταχθοῦν στοὺς «ὑπεράγαν» Ὀρθοδόξους (κατὰ τὸν ἃγ. Γρηγόριο τὸ Θεολόγο). Γιατί ὁ Δοκητισμὸς ὁδήγησε στὸ Μονοφυσιτισμό, στὴν ἄρνηση τῆς ἀνθρωπότητας τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι οἱ συντηρητικοί, οἱ τυποκράτες, οἱ εὐσκανδάλιστοι. Γι' αὐτοὺς ὅλους εἶναι σκάνδαλο ἡ ἀλήθεια, ἡ πραγματικότητα, ἡ ἱστορικότητα. Ἐνῶ ἄλλοι ἀπορρτίπτουν τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ, αὐτοὶ ἀρνοῦνται τὴν ἀνθρωπότητά του. Καὶ ὅμως, ἡ Ὀρθοδοξία ὡς Χριστιανισμὸς στὴν αὐθεντικότητά του, εἶναι ἡ «ἱστορικότερη θρησκεία», κατὰ τὸν ἀείμνηστο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ. Ζεῖ στὴν πραγματικότητα τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ σωτηρία μας καὶ τὶς δέχεται μὲ τὸ ρεαλισμὸ τῆς Θεοτόκου: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου» (Λουκ. 1,38)! «Καὶ ὁ Πιλάτος στὸ Σύμβολο» λέγει μία ὡραία σερβικὴ παροιμία. Διότι ὁ Πιλάτος, ὁ πιὸ ἄβουλος ἀξιωματοῦχος τῆς ἱστορίας, ὡς ὑπαρκτὸ ἱστορικὸ πρόσωπο, βεβαιώνει τὴν ἱστορικότητα τοῦ Εὐαγγελίου. Εἰς πεῖσμα ὅμως τῶν Δοκητῶν ὁ Θεὸς-Λόγος «σὰρξ ἐγένετο -δηλαδὴ ἄνθρωπος- καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἠμίν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ (τὸ ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητάς Του)» (Ἰωάνν. 1, 14). Διότι «ἐν αὐτῶ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολ. 2,9), εἶναι δηλαδὴ τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος.

Ἡ σάρκωση καὶ γέννηση τοῦ Θεανθρώπου εἶναι σκάνδαλο γιὰ τὴν ἀνθρώπινη σοφία, ποὺ αὐτοκαταργούμενη καὶ αὐτοαναιρούμενη σπεύδει νὰ χαραχτηρίσει «μωρία» τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ κορυφώνεται στὸν σταυρικό του θάνατο (Α' Κορ. 1,23). Εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ φθάσει σὲ τέτοιο ὅριο κενώσεως, ὥστε νὰ πεθάνει πάνω στὸ σταυρὸ ὡς Θεάνθρωπος; Αὐτὸ εἶναι τὸ σκάνδαλο γιὰ τοὺς σοφούς τοῦ κόσμου. Γι' αὐτοὺς οἱ «θεοὶ» τοῦ κόσμου τούτου συνήθως θυσιάζουν τοὺς ἀνθρώπους γι' αὐτούς, δὲν θυσιάζονται αὐτοὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.

Πῶς θὰ δεχθοῦν τὸ μυστήριο τῆς Θείας Ἀνιδιοτέλειας; «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν (θυσίασε) ... ἴνα σωθῆ ὁ κόσμος δι' αὐτοῦ» (Ἰωανν. 3, 16. 17). Στὰ ὅρια τῆς «λογικῆς» ἢ «φυσικῆς» θεολογήσεως χάνεται τελικὰ τὸ θεῖο στοιχεῖο στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ μένει τὸ ἀνθρώπινο, παρανοημένο καὶ αὐτὸ καὶ παρερμηνευόμενο. Διότι δὲν ὑπάρχει ἱστορικὰ ἄνθρωπος-Χριστός, ἀλλὰ Θεάνθρωπος. Ἡ ἕνωση Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου στὸ πρόσωπο Θεοῦ-Λόγου εἶναι «ἀσύγχητη» μέν, ἀλλὰ καὶ «ἀδιαίρετη». Οἱ «λογικὲς» ἑρμηνεῖες τοῦ Προσώπου τοῦ Χριστοῦ ἀποδεικνύονται παράλογες, διότι ἀδυνατοῦν νὰ συλλάβουν μὲ τὴ λογικὴ τὸ «ὑπερλόγο».

Ἡ νομικὴ-δικανικὴ συνείδηση ζεῖ καὶ αὐτὴ στὸ Χριστὸ τὸ σκάνδαλό της. Ἀναζητεῖ σκοπιμότητα κοινωνικὴ στὴ Σάρκωση καὶ καταλήγει καὶ αὐτὴ στὸ μύθο, ὅταν δὲν αὐτοπαραδίδεται στὸν Θεῖο Λόγο. Οἱ Φράγκοι κατασκεύασαν, μέσω τοῦ διακεκριμένου σχολαστικοῦ τους Ἀνσέλμου (11ος αἱ.), τὸ μύθο τῆς «ἱκανοποιήσεως τῆς θείας δικαιοσύνης». Ὁ Θεὸς-Λόγος σαρκοῦται, διὰ νὰ σταυρωθεῖ-θυσιασθεῖ καὶ δώσει ἔτσι ἱκανοποίηση στὴν προσβλὴ ποὺ προξένησε στὸ Θεὸ ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία! Τὰ κρατοῦντα τότε στὴ φραγκικὴ φεουδαρχικὴ κοινωνία προβάλλονται (μυθολογικὰ) στὸ Θεό, ποὺ παίρνει τὴ θέση στὴ φραγκογερμανικὴ φαντασία ἑνὸς ὑπεραυτοκράτορα. Ἂς φωνάζει ὁ Ἰωάννης: «οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν...» (3,16), ἢ ὁ Παῦλος: «συνίστησι δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην πρὸς ἠμᾶς ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἠμῶν, Χριστὸς ὑπὲρ ἠμῶν ἀπέθανεν» (Ρωμ. 5,8). Ὄχι! «Γιὰ νὰ πάρει ἐκδίκηση» καὶ «ζητώντας ἱκανοποίηση» θὰ μάθει νὰ φωνάζει ὁ δυτικὸς (ἢ δυτικοποιημένος) ἄνθρωπος.

Ἔτσι πλάσθηκε ἕνας «Χριστιανισμὸς» ἄλλου εἴδους, ποὺ δὲν διαφέρει ἀπὸ μυθοπλασία, ἀφοῦ προβάλλει στὸ Θεὸ τὴ φαντασία καὶ τὶς προλήψεις μας. Ἡ ἐκλογίκευση καὶ ἡ ἐκνομίκευση τοῦ μυστηρίου τοῦ Θεανθρώπου εἶναι ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος τοῦ Χριστιανισμοῦ στὴν ἱστορία.
Ἡ θρησκευτικὴ (τυπολατρικὴ) συνείδηση ζεῖ τὸ «σκάνδαλο» τῆς ἐνανθρωπήσεως καταφεύγοντας στὴ θρησκειοποίηση τῆς Πίστεως. Ἐξαντλεῖ τὸ νόημα τῶν Χριστουγέννων στὶς τελετὲς καὶ χάνει τὸν ἀληθινὸ σκοπό τους, ποὺ εἶναι ἡ «υἱοθεσία» (θέωση). «Ἴνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν...» (Γαλ. 4,5). Εἶναι τὸ σκάνδαλο τοῦ φαρισαϊσμοῦ, ἔστω καὶ ἂν λέγεται Χριστιανισμός.

Εἶναι ὅμως οἱ ἐχθροί τοῦ «παιδίου» ποὺ βιώνουν τὸ σκάνδαλο τῆς ἐξουσίας. Ὁ Ἠρωδισμός! Οἱ κρατοῦντες ἢ μᾶλλον «δοκοῦντες ἄρχειν...» (νομίζοντες ὅτι κυβερνοῦν) (Μαρκ. 10,42), ὅπως ὁ Ἡρώδης, βλέπουν στὸν νεογέννητο Χριστὸ κάποιον ἀνταγωνιστὴ καὶ κίνδυνο τῶν συμφερόντων τους. Γι' αὐτὸ «ζητούσι τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου» (Ματθ. 2,20). Παρερμηνεύουν ἔτσι τὸν ἀληθινὸ χαραχτήρα τῆς βασιλικῆς ἰδιότητας τοῦ Χριστοῦ, τῆς ὁποίας «οὐκ ἔσται τέλος». Ὁ Χριστὸς ὡς Βασιλεὺς ὅλης τῆς κτίσεως εἶναι ὁ μόνος ἀληθινὸς Κύριός της, ὁ δημιουργὸς καὶ σωτήρας της καὶ ὄχι ὡς οἱ Ἠρῶδες τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ ἀδίστακτοι δολοφονοῦν, γιὰ νὰ κρατήσουν τὴν ἐξουσία τους.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (Ε.Π. 36,516) προσφέρει δυνατότητα ὀρθῆς προσεγγίσεως τῶν Χριστουγέννων, δηλαδὴ ἁγιοπνευματικῆς: «Τοίνυν ἐορτάζομεν μὴ πανηγυρικῶς, ἀλλὰ θεϊκῶς. μὴ κοσμικῶς, ἀλλὰ ὑπερκοσμίως. μὴ τὰ ἡμέτερα, ἀλλὰ τὰ τοῦ ἡμετέρου (=ὄχι δηλαδὴ τοὺς ἑαυτούς μας, ἀλλὰ τὸν Χριστὸν ἂς τιμᾶμε...). μᾶλλον δὲ τὰ τοῦ Δεσπότου. μὴ τὰ τῆς ἀσθενείας, ἀλλὰ τὰ τῆς ἰατρείας. μὴ τὰ τῆς πλάσεως, ἀλλὰ τὰ τῆς ἀναπλάσεως.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια