Η Ελιά . Απαρχή και συνέχεια στον ελληνικό κόσμο

Στη Προϊστορική εποχή





Πινακίδα απόδοσης ελαιώνων στη Λύκτο.


Η φυσιογνωμία ενός λαού θεμελιώνεται καθοριστικά εκτός των άλλων και μέσα από τη σχέση του με τον περιβάλλοντα χώρο. Κι αν θα έπρεπε να δώσουμε το στίγμα της ελληνικής φύσης κατονομάζοντας κάποια καρποφόρα δέντρα που επέδρασαν στις κοινωνικοοικονομικές πραγματικότητες την πρώτη θέση αναμφίβολα διεκδικεί η ελιά.


Δέντρο του μεσογειακού χώρου η ελιά, επηρέασε καταλυτικά την εξέλιξη του πολιτισμού σ’ ένα χώρο όπου αναπτύχθηκαν μερικοί από τους πιο πρώιμους πολιτισμούς.

Η σύνδεση της με τη διατροφή και τη λατρεία αποτελεί σημαντικό φαινόμενο που εισχωρεί στη μυθολογία των μεσογειακών λαών και διαμορφώνει λατρευτικές πρακτικές, δοξασίες, έθιμα και συνήθειες αρκετές από τις οποίες διατηρούνται ακόμα και σήμερα.

Η καλλιέργεια της ελιάς πιστεύεται, ότι αποτελεί ένα ξεχωριστό στοιχείο πολιτισμού που οδηγεί στις πιο σύνθετες κοινωνικές δομές. Αποτελεί πολιτισμικό ορόσημο στην εξέλιξη του μεσογειακού πολιτισμού.



Τα πρώτα στάδια εκμετάλλευσης της ελιάς από τους κατοίκους του προϊστορικού Αιγαίου παραμένουν ακόμη σκοτεινά. Πιστεύεται, ωστόσο, ότι από τη Νεολιθική τουλάχιστον εποχή, μαζί με τους βρώσιμους καρπούς διαφόρων δέντρων, θα γινόταν ευκαιριακά και συλλογή των καρπών της αγριελιάς (Olea europaea oleaster) για τη συμπλήρωση και τον εμπλουτισμό του διαιτολογίου.

Οι απαρχές της ελαιοκαλλιέργειας- Αρχαιολογικά ευρήματα





Απολιθωμένα φύλλα ελιάς 50-60 χιλιάδων χρόνων που ανακαλύφθηκαν στη Θήρα (Σαντορίνη). Οι απαρχές της ελαιοκαλλιέργειας τοποθετούνται συνήθως στο χρονικό ορίζοντα της λεγόμενης Πρώιμης Χαλκοκρατίας δηλαδή την 3η χιλιετίας π.Χ.

Από τον 20 αι. π.Χ. ως τον 10 αι. π.Χ. παρατηρείται μια εντυπωσιακή αύξηση της ελαϊκής γύρης σύμφωνα με παλαιοβοτανικά δεδομένα, που ίσως σηματοδοτεί και τη μεγάλη αύξηση της ελαιοκαλλιέργειας στον ελληνικό χώρο.

Σήμερα επιστήμες όπως η ιστορία, η αρχαιολογία, η γεωλογία και η γεωπονική, έχουν αποδείξει ότι όντως η ελιά είναι ένα από τα αρχαιότερα καλλιεργούμενα δέντρα της Μεσογείου και η έρευνα στρέφεται στον εντοπισμό του αρχικού είδους που επιβίωσε ως τις μέρες μας.

Παράλληλά η παλαιοβοτανική ερευνά, με τη συγκέντρωση και εργαστηριακή ανάλυση υπολειμμάτων από ελαιόδεντρα ( ελαιοπυρήνες, ξύλο, φύλλα ), και προσπαθεί να προσδιορίσει το χρόνο κατά τον οποίο το άγριο δέντρο εξημερώνεται, οπότε αρχίζει και η συστηματική του καλλιέργεια, αλλά και η έκταση, τοπικά και ποσοτικά, αυτής.

Η Γυρεολογία που ως κλάδος της Παλαιοβοτανικής πρωτοεμφανίστηκε στον ελληνικό χώρο το 1965 ασχολείται με τη μικροσκοπική ανάλυση και τη στατιστική μέτρηση των γυρεόκοκκων σε αποθέσεις κυρίως στον πυθμένα ελών και λιμνών, δίνει πολύτιμα στοιχεία ως προς την παρουσία και καλλιέργεια του ελαιόδεντρου σε ένα τόπο, σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο αλλά και διαχρονικά.

Σύμφωνα με αυτά η παρουσία της ελιάς στον ελλαδικό χώρο ανάγεται στη νεολιθική εποχή. Από τους τελευταίους μάλιστα αιώνες της περιόδου αυτής διαθέτουμε και τα παλαιότερα έως τώρα δείγματα γύρης ελιάς, από την Κρήτη και από τη Βοιωτία.

Επίσης γυρεόκοκκοι της ελιάς εμφανίζονται στην Ήπειρο, στην Ανατολική Στερεά, Θεσσαλία κ.α.

Μέχρι σήμερα, ωστόσο, την προσοχή των ειδικών τράβηξε προπάντων η Κρήτη, λόγω βέβαια και του εντοπισμού συγκριτικά αφθονότερων οργανικών καταλοίπων, ενώ σημαντικά στοιχεία απέδωσε μόλις πρόσφατα η μελέτη του σχετικού υλικού από τον Υστεροκυκλαδικό Ι οικισμό του Ακρωτηρίου στη γειτονική Θήρα.

Καταγωγή - Εξάπλωση της ελιάς στη λεκάνη της Μεσογείου



Σχετικά με την καταγωγή και την προέλευση της ελιάς έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις.

Ο A. De Candolle στη μελέτη του «Οι ρίζες των καλλιεργούμενων φυτών», καθώς και άλλοι ιστορικοί συγγραφείς, θεωρούν σαν πιο πιθανό τόπο προέλευσης της ελιάς, τις περιοχές της Συρίας και της Μικράς Ασίας, των οποίων οι βουνοπλαγιές είναι κατάφυτες με αγριελιές. Το στοιχείο όμως αυτό δε θεωρείται καθοριστικό, γιατί αγριελιές συναντώνται διάσπαρτες σ’ όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, στα βόρεια παράλια της Αφρικής, στην Ισπανία, τη Νότια Ιταλία, στην Ελλάδα και κυρίως στην Μικρά Ασία .

Αλλοι πιστεύουν ότι η ελιά προέρχεται από την Αφρική (Αβησσυνία, Αίγυπτος ). Από κει διαδόθηκε στην Κύπρο και στα βόρεια παράλια της Αφρικής ( Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία και αλλού ) από τους Φοίνικες που παρουσίασαν σημαντική ακμή στην Καρχηδόνα. Ο ιστορικός Θεόφραστος αναφέρει ότι η ελιά φύτρωνε στην Κυρηναϊκή χερσόνησο, στη Νότια Ιταλία, στη Συρία και Αραβία (προς τη μεριά της θάλασσας ), στην Αίγυπτο και αλλού. Στις χώρες αυτές βρέθηκαν ευρήματα που μαρτυρούν τη διασπορά της εξάπλωσης του δέντρου. Πηγές από την αιγυπτιακή βιβλιογραφία μαρτυρούν ότι στην Αίγυπτο καλλιεργούνταν η ελιά, πριν από πολλά χρόνια.

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η ελιά από τη Βόρεια Συρία διαδόθηκε στα ελληνικά νησιά και από κει στην ηπειρωτική Ελλάδα από τους Φωκαείς και το 600 π.Χ. στην Ιταλία, στη Σικελία και στη Σαρδηνία και μετά στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες.

Στη νότια Κρήτη η παρουσία της αγριελιάς είναι έντονη. Πολλοί ερευνητές ισχυρίζονται ότι η ύπαρξη των πρώτων άγριων ελαιόδεντρων στο νοτιότερο τμήμα του νησιού συνδέεται με τις στενές σχέσεις που είχαν οι κάτοικοι της Κρήτης με τους λαούς των βορείων ακτών της Αφρικής. Ίσως να οφείλεται και σ’ αυτό το γεγονός η ανάπτυξη των πρωτομινωϊκών οικισμών στα νότια του νησιού, όπου εκτείνονταν μεγάλα δάση άγριων ελαιόδεντρων. Μικρά δάση του φυτού – πρόγονου της καλλιεργήσιμης ελιάς που σώζονται στην περιοχή του Κόφινα, στην οροσειρά των Αστερουσίων, μας δίνουν την εικόνα του τι συνέβαινε στα προϊστορικά χρόνια. Σύμφωνα με τον ερευνητή Ζαχ. Κυπριωτάκη, τα δάση της αγριελιάς έχουν μειωθεί λόγω υπερβόσκησης, αλλά μεμονωμένα δέντρα ή συστάδες μπορεί να δει κανείς σε πολύ απόκρημνες περιοχές, σε γκρεμούς και σε χάσματα βράχων. Αναμφισβήτητα η συστηματική καλλιέργεια της ελιάς συνέβαλε στην αλματώδη ανάπτυξη του μινωϊκού πολιτισμού.

Ανεξάρτητα από την προέλευση και τον τρόπο διάδοσης της ελιάς, είναι γεγονός ότι η καλλιέργεια της εξαπλώθηκε σε μεγάλη έκταση στην ευρωπαϊκή ήπειρο και αυτός ίσως είναι ο λόγος της γνωστής ονομασίας ελιά η Ευρωπαϊκή. Ειδικότερα για τη λεκάνη της Μεσογείου η ελιά αποτελεί τη βασικότερη καλλιέργεια από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.

Στη Μινωική Εποχή





Απεικόνιση ελαιώνα στην τοιχογραφία του «ιερού άλσους» από το ανάκτορο της Κνωσού.


O Μίνωας, σύμφωνα με τις αρχαιολογικές πηγές, αλλά και οι διάδοχοί του ήταν οι πρώτοι προστάτες του ιερού δέντρου της ελιάς, το οποίο και εικάζεται ότι έπαιξε καθοριστικό οικονομικό ρόλο κατά την ακμή της μινωικής κυριαρχίας. Σχετικά με αυτό ο Πωλ Φωρ, Γάλλος μελετητής του Μινωικού πολιτισμού, γράφει πως «η ελιά εξασφάλιζε την οικονομική κυριαρχία της Κρήτης στον αιγαιοπελαγίτικο κόσμο». Η συστηματική καλλιέργεια της ελιάς συνέβαλε στην αλματώδη ανάπτυξη του μινωικού πολιτισμού. Ολόκληρη δε κοινωνικοοικονομική, λατρευτική, εθιμική αλλά και καλλιτεχνική πραγματικότητα δημιουργήθηκε γύρω από το ιερό δέντρο.

Η Κρήτη έως και σήμερα συγκεντρώνει το ενδιαφέρον όλων εκείνων που ασχολούνται με την καταγωγή και την εξέλιξη της ελιάς μέσα στον ελλαδικό και μεσογειακό χώρο. ’λλωστε, η πληθώρα των γραπτών μαρτυριών, από τη Μινωική ήδη περίοδο, και των αρχαιολογικών ευρημάτων, που βρέθηκαν στο νησί και τα οποία σχετίζονται με τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό και τη διαδικασία εξαγωγής και αποθήκευσης του λαδιού, των σκευών καθημερινής χρήσης όπου φυλάσσονταν οι καρποί, των εικαστικών απεικονίσεων των ελαιόδεντρων κ.λπ., είναι τόσο μεγάλη, ώστε δικαίως συντηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον των ειδικών επιστημών.

Αρχαιολογικά ευρήματα





Πήλινα πιθάρια από το ανάκτορο της Κνωσού


Ο Walter Burkert γράφει: « Η οικονομική βάση για την πρόοδο κατά την τρίτη χιλιετία ήταν η εντατική καλλιέργεια της ελιάς και της αμπέλου, που μετέφερε το κέντρο βάρους από τις εύφορες πεδιάδες της βόρειας Ελλάδας στις βουνοπλαγιές της νότιας και τα νησιά».

Αυτό το επιβεβαιώνουν και οι πληροφορίες που έχουμε από την Κρήτη της τρίτης π.Χ. χιλιετίας όσο αφορά τη χρήση της βρώσιμης ελιάς και του ελαιόλαδου.

Η ανασκαφική εργασία του αρχαιολόγου P. Warren, στο Μύρτο Ιεράπετρας, παρέχει σημαντικές πληροφορίες για συστηματική καλλιέργεια ελαιοδέντρων στην περιοχή κατά την πρώιμη εποχή του χαλκού ( Πρωτομινωική περίοδος, 2800-2100 π.Χ.).

Στην Κνωσό επίσης βρέθηκαν καρποί ελιάς της ίδιας περιόδου. Οι πληροφορίες από τα μεταγενέστερα χρόνια είναι ακόμη πιο διαφωτιστικές. Στη Μέση Εποχή του Χαλκού (Μεσομινωική Περίοδος, 2100- 1560 π.Χ.) η καλλιέργεια της ελιάς φαίνεται να αποτελεί μια από τις βασικές ασχολίες των κατοίκων. Στην ανασκαφή που έκαναν οι Γ. και Ε. Σακελλαράκη στο Φουρνί των Αρχανών βρήκαν μέσα σε άωτο κύπελλο απανθρακωμένα κουκούτσια ελιάς, δίπλα σε πιθάρι που πιθανόν χρησίμευε για την αποθήκευση αγροτικών προϊόντων. Σε άλλα δυο δοχεία υπήρχαν απανθρακωμένα σύκα και λαθούρια και διάσπαρτα σε κοντινή απόσταση ροβίθια και κουκιά, επίσης απανθρακωμένα. Οι λύχνοι που βρίσκονται στις κρητικές ανασκαφές μαρτυρούν την πρώιμη χρήση του ελαιόλαδου για φωτισμό. Τέτοιους λύχνους, για παράδειγμα, βρήκε στο Χαμαίζι Σητείας ο Στ. Ξανθουδίδης, στις αρχές του αιώνα.

Στην τελευταία φάση του μινωικού πολιτισμού (1560-1050 π.Χ.) η παρουσία της ελιάς και του ελαιοκάρπου γίνεται ακόμη πιο έντονη.



Κύπελλο με ολόκληρους καρπούς ελιάς από τις ανασκαφές στη Ζάκρο.


Η ανασκαφή του Κομμού, ενός παραλιακού οικισμού στη νότια Κρήτη (κοντά στα Μάταλα), έχει αποδώσει σημαντικά ευρήματα, πολυάριθμα οργανικά κατάλοιπα ελιάς (κυρίως πυρήνες αλλά και ξύλα), που καλύπτουν μεγάλο μήκος χρόνου και αποδεικνύουν τη συνεχή χρήση του ελαιοκάρπου και του ξύλου ελιάς από την Παλαιοανακτορική έως και την Νεοανακτορική περίοδο.

Αρκετοί καρποί ελιάς που αναγνωρίζονται στις ανασκαφές προέρχονται από ήμερα ελαιόδεντρα. Εκτός από τις Αρχάνες κουκούτσια ελιάς μέσα σε αγγεία βρέθηκαν ακόμη στην Κνωσό και στη Ζάκρο. Στην περίπτωση μάλιστα της Ζάκρου οι ελιές, που βρέθηκαν σε δεξαμενή νερού, διέσωζαν ακόμη τη σάρκα τους, χάρη στις ευνοϊκές συνθήκες διατήρησης. Στο τελευταίο παράδειγμα ο ανασκαφέας Πλάτων διέβλεψε μια τελετουργική προσφορά για τον εξευμενισμό χθόνιων θεοτήτων λίγο πριν τη σεισμική θεομηνία που σάρωσε σε ερείπια το ανάκτορο

Οι μαρτυρίες της Γραμμικής Β



Για την εκμετάλλευση της ελιάς σημαντικότατες είναι και οι γραπτές μαρτυρίες που αποκρυπτογραφούνται στις πινακίδες της Γραμμικής Β που ανακαλύφθηκαν στην Κνωσό, την Πύλο και τις Μυκήνες. Από αυτές αντλούμε σημαντικές πληροφορίες για τη χρήση του ελαιόλαδου στην καθημερινή ζωή, τις θρησκευτικές τελετές, τις εμπορικές δραστηριότητες, τις βιοτεχνικές ασχολίες (αρωματοποιία, βυρσοδεψία, υφαντική, κ.λπ.).



Ιδεόγραμμα ελαιόδεντρου. Ιδεόγραμμα καρπού ελιάς.Ιδεόγραμμα για το ελαιόλαδο.


Το ιδεόγραμμα του ελαιοδέντρου συναντάται στις πινακίδες της Γραμμικής Α Γραφής. Το ίδιο ιδεόγραμμα επιβιώνει και μετά την καταστροφή του μινωικού πολιτισμού και το συναντάμε στις μυκηναϊκές πινακίδες της Γραμμικής Β. Στις πινακίδες της Γραμμικής Β για πρώτη φορά γίνεται σαφής διαχωρισμός μεταξύ του δέντρου της ελιάς, του ελαιόλαδου και του καρπού, ο οποίος και αποδίδεται με τη μορφή ενός άνθους με τρία πέταλα. Για το λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκαν από τους γραφείς της εποχής τρία διαφορετικά ιδεογράμματα.

Οι Μυκηναίοι Έλληνες συνήθιζαν να προσφέρουν ελαιόλαδο, απλό ή αρωματισμένο, στους θεούς τους. Επίσης χρησιμοποιούσαν το ελαιόλαδο στην καθημερινή διατροφή τους. Στην πινακίδα Un 138 που βρέθηκε στο ανάκτορο της Πύλου διαβάζουμε δίπλα στο ιδεόγραμμα της ελιάς τη λέξη φοβρή- φοβράς, δηλαδή ελιές βρώσιμες, προορισμένες για φαγητό.



Πινακίδα που αναφέρεται σε ελαιώνες.


Από μια ομάδα πινακίδων που βρέθηκαν στην Κνωσό πληροφορούμαστε τι ποσότητες ελαιοκάρπου αποδίδονται στο ανάκτορο (81.261 λίτρα) από τη συγκομιδή διαφόρων περιοχών, εκ των οποίων δύο εντοπίζονται στην πεδιάδα της Μεσαράς, Φαιστός και Dawo. Με βάση τις ποσότητες αυτές έγινε απόπειρα να υπολογιστεί όχι μόνο το ύψος της ελαιοπαραγωγής αλλά και ο αριθμός των ελαιοδέντρων (τουλάχιστον 3.315 ρίζες) που θα αντιπροσώπευε ένα μόνο μέρος των ανακτορικών ελαιώνων.

Σε άλλες πινακίδες το λάδι καταχωρίζεται μαζί με άλλα προϊόντα, όπως τα σύκα, το μέλι, το κρασί ενώ σε κάποιες άλλες αναφέρονται αποστολές ελαιολάδου σε ιερά (προς Δίκτη ή προς Αμνισό) σε θεότητες ή σε πρόσωπα του ιερατείου για λατρευτικούς σκοπούς.



Πινακίδα της Κνωσού με ποσότητες λαδιού που στέλνονται σε θεότητες, ιερά.


Πινακίδες της Κνωσού και της Πύλου μας διασώζουν την ιδιαίτερη ονομασία του αγγείου που χρησιμοποιούνταν, όπως φαίνεται, για τη διακίνηση λαδιού και το οποίο σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα πρέπει να ταυτισθεί με τον αμφορέα, γνωστού στην αρχαιολογική ορολογία ως ψευδόστομου.
Σύμφωνα, τέλος, με την ερμηνεία που δίνουν οι μελετητές Τσάντγουικ και Μελένα, τα συλλαβογράμματα Α και Τ1, τα οποία συνοδεύουν το ιδεόγραμμα του ελαιοκάρπου, προσδιορίζουν τα δυο είδη της ελιάς, την «άγρια» και την «τιθασή» (ήμερη). Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Κρήτες εκμεταλλεύονταν συγχρόνως και την άγρια ποικιλία ελιάς και την ήμερη. Προφανώς γινόταν ταυτόχρονη εξαγωγή και χρήση του προϊόντος για διαφορετικούς σκοπούς. Το λάδι της άγριας ελιάς θεωρούνταν ιδανικό για την παρασκευή φαρμακευτικών καταπλασμάτων και αρωματικών αλοιφών και όχι για διατροφική χρήση.

Μινωική τέχνη και ελιά





Ταύρος και ελιά. Τοιχογραφία στο ανάκτορο της Κνωσού, σύμφωνα με την αποκατάσταση του Έβανς.


Η φύση στη μινωική τέχνη εγκωμιάζεται, εξυμνείται. Η απεικόνιση του φυσικού περιβάλλοντος και του τοπίου, περιβεβλημένη από την απαιτούμενο θρησκευτικό συμβολισμό έχει μεταφερθεί στους εσωτερικούς χώρους των ανακτόρων. Από τις διάφορες καθημερινές δραστηριότητες (κυνήγι, εμπορικές συναλλαγές, αθλήματα, κοινωνικές συνάξεις) ή λατρευτικές τελετές (προσφορές σε ιερά δάση και ιερά κορυφών) δεν απουσιάζει και η ελιά.

Η εμμονή στην τόσο συχνή και πιστή συχνά αναπαράσταση φύλλων, κλαδιών και δέντρων ελιάς μπορεί να στηριχθεί σε δυο υποθέσεις: ή ότι οι καλλιτέχνες θέλησαν να αποδώσουν πιστά τη χλωρίδα του κρητικού τοπίου, η οποία εκείνη την εποχή φαίνεται πως κατακλυζόταν από ελαιόδεντρα, ή ότι αυτό καθαυτό το ελαιόδεντρο λόγω της ανθεκτικότητας και μακροβιότητας αλλά και της ωφελιμότητάς του αντιμετωπίστηκε ως «μέγιστο αγαθό», με αποτέλεσμα να γίνει αντικείμενο συμβολισμού, γεγονός που με τη σειρά του είχε ως συνέπεια τη λατρευτική του ένταξη σε θρησκευτικά τελετουργικά.

Ήδη στην τρίτη π.Χ. χιλιετία φαίνεται πως οι άνθρωποι κατασκεύαζαν χρυσά περίαπτα σε σχήμα φύλλων ελιάς, τα οποία βρέθηκαν σε τάφους στο Μόχλο Σητείας. Εντυπωσιακό είναι ακόμη το κλαδί της ελιάς που βλέπουμε στην κόμη της κροκοσυλλέκτριας στην τοιχογραφία που βρέθηκε στο Ακρωτήρι της Θήρας. Πιστεύεται ότι ο ρόλος του κλάδου στην τοιχογραφία είναι τελετουργικός.

Σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο τα σημαντικά δέντρα «απομονώθηκαν» και αντιμετωπίστηκαν ως ξεχωριστά αντικείμενα λατρείας (δεντρολατρεία). Γι αυτό είναι πολύ συχνή η απεικόνιση ιερών αλσών ή δασών από ελιές, πλατάνια και δρυς. Ένα τέτοιο έξοχο πρώιμο Νεοανακτορικό δείγμα είναι η απεικόνιση ενός ελαιώνα στη μικρογραφική τοιχογραφία του «Ιερού ’λσους», το οποίο ανακαλύφθηκε στην Κνωσό. Στη σύνθεση αυτή γύρω από χοντρούς κορμούς βρίσκεται συγκεντρωμένο πλήθος ανθρώπων με τα χέρια στραμμένα στον ουρανό. Η όλη παράσταση μας κάνει να συμπεράνουμε πως πρόκειται για κάποια εορταστική τελετή σε ανακτορικό ιερό άλσος.



Ανάγλυφη απεικόνιση ελιάς από το ανάκτορο της Κνωσού.


Σε άλλη τοιχογραφία, ανάγλυφη, θραύσματα της οποίας διασώζονται ως σήμερα στη βόρεια είσοδο του ανακτόρου της Κνωσού, απεικονίζονται κλαδιά ελιάς.
Και στις δυο τοιχογραφίες, δείγματα υψηλής τέχνης, εντυπωσιάζει η ακριβής απόδοση των στενόμακρων λογχοειδών φύλλων και του χρωματικού παιχνιδίσματος των ελαιόδεντρων κάτω από το φως.
Παράλληλα, βεβαιώνεται η άποψη ότι οι Μινωίτες γνώριζαν πολύ καλά την εξημερωμένη πλέον ελιά, ήδη από τη Νεοανακτορική περίοδο, αφού τα φύλλα της άγριας ελιάς είναι ασυγκρίτως μικρότερα και έχουν μικρά αγκάθια.

Ελαιόδεντρο αποτυπώνεται στη θαυμάσια σαρκοφάγο της Αγίας Τριάδας και βρίσκεται μέσα στον ιερό περίβολο.

Ελαιόδεντρα μπορούμε να δούμε και σε πλήθος μυκηναϊκών παραστάσεων. Ελαιόδεντρα κοσμούν τα χρυσά κύπελλα που βρέθηκαν στο μυκηναϊκό τάφο του Βάφειου Λακωνίας.

Στα ομηρικά χρόνια



Στα ομηρικά χρόνια η ελιά φαίνεται να είχε το δικό της ξεχωριστό ρόλο στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Στους κήπους του Αλκίνοου, του βασιλιά των Φαιάκων, υπήρχαν ελιές μαζί με άλλα δέντρα με βρώσιμους καρπούς. Ο ποιητής κάνει σαφή διαχωρισμό μεταξύ της άγριας ελιάς που ονομάζει «φυλίη» και της ήμερης «ελαίη». Παρουσιάζει μάλιστα τον Οδυσσέα ναυαγό να σέρνεται γυμνός σαν σκουλήκι στη γη των Φαιάκων μέχρι που βρήκε καταφύγιο σ’ ένα δάσος όπου φύονταν μαζί άγριες και ήμερες ελιές. Ακόμη και η θεά Αθηνά εμφανίζεται να παρηγορεί τον Οδυσσέα κάτω από το ιερό της δέντρο.

Στην Οδύσσεια επίσης αναφέρεται ότι στο σπίτι του Οδυσσέα, ανάμεσα στις μεγάλες ποσότητες χρυσού και ορείχαλκου, ήταν αποθηκευμένο άφθονο μυρωμένο ελαιόλαδο.

Φυσικά η κύρια χρήση του ελαιόλαδου, στον Όμηρο, ήταν κυρίως καλλωπιστική και τελετουργική.

Η Αφροδίτη αλείφει καθημερινά με ελαιόλαδο αρωματισμένο με ρόδα το νεκρό Έκτορα, που το σώμα του είχε κακοποιηθεί όταν ο Αχιλλέας το έσερνε πίσω από το άρμα του, ενώ εκλεκτής ποιότητας ελαιόλαδο μαζί με μέλι και κρασί προσφέρονται ως χοές στους νεκρούς.



Ο θάνατος του Σαρπηδόνα στη Τροία.


Ο ίδιος ο Δίας όταν είδε πως δεν κατάφερε να σώσει από το θάνατο τον αγαπημένο του γιο, Σαρπηδόνα, (η μυθολογία τον αναφέρει ως αδερφό του Μίνωα και του Ραδάμανθυ), διέταξε τον Απόλλωνα να πάρει από τη φωτιά της μάχης το άψυχο σώμα του και να το φροντίσει:

«…πάρε μακριά και λούσε τον στου ποταμού το ρέμα
μετά και λάδι αθάνατο πιάσε λαδάλειψέ τον,
με ρούχα θεϊκά γύρου βάλε και τυλιξέ τον,
και τα γοργά τα δίδυμα τα αδέρφια συνοδεία,
στον Ύπνο και τον Θάνατο, δώσ’ τον για τη Λυκία…»

Στην Ιλιάδα ο Αχιλλέας περιποιείται το τρίχωμα και τη χαίτη των αλόγων με ελαιόλαδο. Αλλά και στην περιποίηση των γυναικείων μαλλιών, συνηθιζόταν η χρήση ελαιόλαδου. Στην Οδύσσεια αναφέρεται επίσης ότι οι γυναίκες άλειφαν με λάδι και τους χιτώνες τους, πράγμα που επιβεβαιώνει και ο Πλούταρχος (Βίος Αλεξάνδρου 36), ο οποίος υποστηρίζει ότι το ελαιόλαδο δίνει λάμψη στα λεύκα ρούχα.
Τέλος συνηθέστατη ήταν και η χρήση του ελαιόλαδου και στην καθαριότητα του σώματος, όπως αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα: ο Οδυσσέας και ο Διομήδης πλένονται με ζεστό νερό και αμέσως μετά αλείφονται με ελαιόλαδο.



Στην Κλασική Ελλάδα



Στο πέρασμα των χρόνων οι πληροφορίες για την ελιά και το λάδι πολλαπλασιάζονται. Από τις μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων αλλά και από τα αρχαιολογικά ευρήματα βεβαιωνόμαστε πως η εξάπλωση της ελαιοκαλλιέργειας συμπίπτει μ’ ένα ανώτερο στάδιο πολιτισμού. Όσο αναπτύσσεται ο πολιτισμός, το ελαιόδεντρο γίνεται ακόμη πιο πολύτιμο.

Η Αθήνα θεωρούνταν απ’ όλο τον αρχαίο κόσμο ως η «Μητρόπολις των καρπών». Η αθηναϊκή πολιτεία εφάρμοζε αυστηρή πολιτική και υπήρχε άμεση παρέμβαση του κράτους στη γεωργική οικονομία. Εξάλλου οι ελιές για τους αρχαίους Αθηναίους ήταν ιερά δέντρα τα οποία προέρχονταν από την ελιά που φύτεψε η ίδια η Αθηνά στον ιερό βράχο της Ακρόπολης, ήταν οι «μορίαι» ελιές της Αθήνας. Προστάτης των ιερών ελαιοδέντρων ήταν ο ίδιος ο Δίας, ο «Μόριος Ζευς».



Ο μύθος αυτός δημιούργησε άρρηκτο δεσμό των κατοίκων της πόλης με το πολύτιμο δέντρο αλλά και τον καθ’ όλα υπερβολικό θρύλο που έλεγε ότι πουθενά αλλού δε φυτρώνει η ελιά όπως βλέπουμε να τον αποτυπώνει ο Σοφοκλής: « Κι είν’ ακόμα εδώ τέτοιο, που εγώ πουθενά αλλού παρόμοιο δέντρο δεν ακούω να βλάστησε ποτέ ουδέ στις χώρες της Ασίας, ουδέ στο μεγάλο του Πέλοπα δώριο νησί, ανέγγιχτο αυτοφύτρωτο δεντρό τρόμος και φόβος στα κοντάρια του εχθρού που ανθίζει πιο παρ’ όπου αλλού σ’ αυτή τη χώρα: η σταχτόχλωρη ελιά η παιδοτρόφα, που ποτέ κανείς ή νέος ή γηραιός με χέρι εχθρικό θα σώσει ν’ αφανίσει, γιατί απάνω της πάντ’ ανοιχτά ο Μόριος Δίας κι η γλαυκόφθαλμη Αθηνά έχουν τα μάτια.» Τα δέντρα αυτά υπήρχαν στην αρχή στην Ακαδημία, εκεί που βρισκόταν το «ιερόν άλσος» αλλά αργότερα καλλιεργήθηκαν και σε πολλά άλλα μέρη της Αττικής.

Φαίνεται πως συνέβη και με την ελιά εκείνο που συνέβαινε με τα φημισμένα πρόσωπα ή πράγματα της αρχαιότητας: Πολλές πόλεις διεκδικούσαν την καταγωγή τους. Και επειδή πολλές περιοχές διεκδικούσαν τη γέννηση της Αθηνάς, ήταν φυσικό να διεκδικούν και το ιερό δέντρο της. Το ιερό δέντρο της Αθηνάς είναι εξημερωμένη (καλλιεργημένη) ελιά, γεγονός που σηματοδοτεί την εξέλιξη του πολιτισμού. Το προηγούμενο ιερό ελαιόδεντρο δεν είναι ήμερο (τιθασό) αλλά άγριο.

Πρόκειται για την αγριελιά της Ολυμπίας, αφιέρωμα του Κρητικού Ηρακλή ενός εκ των Ιδαίων Δακτύλων (ή των Κουρήτων), θεϊκών θιάσων που σύμφωνα με το μύθο και την τελετουργία έρχονται στην αυγή του πολιτισμού να διδάξουν στους ανθρώπους το σχηματισμό κοινωνιών, δηλαδή την εγκατάλειψη της νομαδικής ζωής.

Η Αθηνά όμως φυτεύει την καλλιεργημένη ελιά σε μια πόλη. Η κοινωνία είναι πια οργανωμένη και συγκροτεί οικιστικά σύνολα και η ελαιοκομία έχει κάνει το μεγάλο της βήμα μαζί με άλλα είδη διατροφής. Και στα δυο αυτά στάδια του πολιτισμού η ελιά διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ως δέντρο που συμβάλλει στη μετατροπή του ανθρώπου- τροφοσυλλέκτη σε γεωργό, δηλαδή στη μόνιμη εγκατάσταση και την ενασχόληση με την καλλιέργεια της γης.

Η Αθηναϊκή δημοκρατία είχε καταστεί σε ένα από τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα κέντρα ελαιοπαραγωγής σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.

«Περί του σηκού απολογία»



Στην Αθήνα των κλασικών χρόνων λαμβάνονται ειδικά μέτρα προστασίας των ελαιοδέντρων.
Η Αθηναϊκή πολιτεία επεδείκνυε μεγάλο ενδιαφέρον και ιδιαίτερη φροντίδα για τα ιερά δέντρα της Αθηνάς. Περιέφραζε τους ελαιώνες, ακόμη και τα μεμονωμένα ελαιόδεντρα, με έναν ξύλινο φράχτη, που ονομαζόταν «σηκός», για να δηλώσουν την ιδιότητα και την ξεχωριστή σημασία τους. Ο έλεγχος των δέντρων αυτών ήταν τακτικός.
Κάθε μήνα ο Άρειος Πάγος έστελνε επιμελητές και μια φορά το χρόνο έστελνε επόπτες που διαπίστωναν αν οι ελιές βρίσκονταν σε καλή κατάσταση. Οι ιδιοκτήτες, αλλά και εκείνοι που ενοικίαζαν και καλλιεργούσαν τους ελαιώνες, είχαν την υποχρέωση να μεριμνούν για τα δέντρα και, ειδικότερα, να μην καλλιεργούν κανένα άλλο φυτό σε καθορισμένη απόσταση από την ελιά. Επίσης, να μην ξεριζώνουν ή και καταστρέφουν τα γέρικα ή ξερά ελαιόδεντρα, γιατί κάποτε μπορεί να ξαναβλάσταιναν, όπως λέγεται ότι συνέβη με την κατεστραμμένη από τους Πέρσες ελιά της Ακρόπολης το 480.



Οι Αθηναίοι επιστρέφουν στην ερειπωμένη Αθήνα μετά την αποχώρηση του Ξέρξη αντικρύζοντας την καμμένη ιερή Ελιά της θεάς Αθηνάς !


Η τιμωρία εκείνων που είτε παραβίαζαν τον «σηκό» είτε προκαλούσαν βλάβη στα ιερά δέντρα ήταν σκληρή: « Και αν κανείς ξερίζωνε ή απέκοπτε κάποια μορίαν ελαίαν δικαζόταν από τον Άρειο Πάγο και αν ήταν ένοχος καταδικαζόταν σε θάνατο…». Ο λόγος του Λυσία «Αρεοπαγητικός ή Περί σηκού απολογία» γράφτηκε το 394 π.Χ. για να εκφωνηθεί ενώπιον το Αρείου Πάγου ως απολογία από κάποιον Αθηναίο που είχε κατηγορηθεί για την καταστροφή του σηκού, δηλαδή του ξύλινου φράχτη μιας ελιάς. Μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο οι Αθηναίοι αντιμετώπισαν σοβαρό πρόβλημα με τις «μορίες» ελιές.
Πολλές από αυτές είχαν καεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά κανείς δεν είχε δικαίωμα όχι μόνο να καθαρίσει τους μαύρους κορμούς από τα λιόφυτα της Αττικής, αλλά ούτε και να πειράξει τα ειδικά περιφράγματα των κούτσουρων αυτών, τους «σηκούς».

Κότινος, έπαθλο των Ολυμπιακών Αγώνων



Σύμφωνα με την μυθολογία ο εφευρέτης του αθλητισμού και ο θεμελιωτής των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν ο Ιδαίος Ηρακλής, ο οποίος φύτεψε για πρώτη φορά αγριελιά στην Ολυμπία. Ο Κρητικός Κουρήτης ή Ιδαίος Δάκτυλος Ηρακλής είχε φέρει την αγριελιά από τον Βορρά ή από την πατρίδα του, την Κρήτη. Ο Ιδαίος Ηρακλής είχε τέσσερα αδέρφια, τον Παιωναίο, τον Επιμίδη, τον Ιάσιο και τον Ίδα. Ο μεγαλύτερος αδερφός τους πήγε κάποια μέρα στην Ολυμπία για να τρέξουν. Ήταν ο πρώτος αγώνας δρόμου που έγινε στον κόσμο!

Ο Ηρακλής στεφάνωσε τον νικητή με ένα κλαδί από την ελιά που είχε ο ίδιος φυτέψει εκεί. Κι από τότε έμεινε η συνήθεια να στεφανώνουν με κλαδιά – στεφάνια αγριελιάς τους νικητές των Ολυμπιακών αγώνων. Πράγματι, το μοναδικό βραβείο («άθλον») για τους νικητές των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν ένα στεφάνι φτιαγμένο από τον «κότινο», δηλαδή την άγρια ελιά.

Ο κότινος καθιερώθηκε, ως έπαθλο, από τον Ίφιτο, ύστερα από χρησμό του Μαντείου των Δελφών, την έκοβε πάντα δε από την «Καλλιστέφανο» ελιά ένα μικρό αγόρι (του οποίου ζούσαν και οι δυο γονείς του). Το παιδί αυτό πήγαινε στην ελιά και έκοβε με χρυσό ψαλίδι τόσα ακριβώς κλαδιά όσα και τα αγωνίσματα των Ολυμπιακών. Έπειτα το πήγαινε στο ναό της θεάς Ήρας, όπου και τα τοποθετούσε πάνω σε χρυσελεφάντινη τράπεζα.



Ο Αγώνας. Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση του αγωνιστικού πνεύματος. Στα χέρια του διακρίνεται ο κότινος. Αργυρό τετράδραχμο της αρχαίας Πεπαρήθου, που ανάγεται στο τέλος του 6ου αιώνα π.Χ


Οι ελλανοδίκες έπαιρναν από εκεί τα κλαδιά, έφτιαχναν στεφάνια και τα πρόσφεραν ως έπαθλο στους αθλητές. Οι νικητές θεωρούνταν πρόσωπα σεβαστά, τα οποία η θεία χάρη και η εύνοια των θεών τους βοήθησε να κερδίσουν. Επίσης δια του στεφανιού της ελιάς μεταβιβάζονταν σε αυτούς όλες οι θεϊκές δυνάμεις. Τον ίδιο ακριβώς συμβολισμό είχαν και οι κόκκινες μάλλινες κορδέλες που στόλιζαν το μέτωπο ή τα μπράτσα των αθλητών.

Το στεφάνι της ελιάς ήταν η μεγαλύτερη διάκριση για κάθε αθλητή αλλά και για κάθε απλό πολίτη (το ρήμα «στέφω» ήταν συνώνυμο του αμείβω).Σε κανέναν άλλο λαό το στεφάνι της νίκης δεν θεωρήθηκε το υπέρτατο αγαθό που θα μπορούσαν να χαρίσουν οι θεοί στον άνθρωπο.
Πηγή έμπνευσης αποτελεί και στις μέρες μας ο κότινος, το στεφάνι της ελιάς, αφού επιλέχθηκε να είναι το σύμβολο της Ολυμπιάδας του 2004 στην Αθήνα. Σύμβολο ειρήνης και συμφιλίωσης των λαών.

Οι αρχαίοι Έλληνες γνώστες της ελαιοκομικής τέχνης





Μάζεμα της ελιάς.


Από τα κείμενα που άφησαν οι αρχαίοι συγγραφείς, Έλληνες και Ρωμαίοι, συμπεραίνουμε ότι η γνώση της ελαιοκομίας ήταν ευρύτατη κατά την αρχαιότητα, τόσο δε στην Ελλάδα όσο και στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το δέντρο της ελιάς γνώρισε εξαιρετική άνθιση.

Για την καλλιέργεια της ελαίας, ο Θεόφραστος γράφει πως η εξάπλωση του δέντρου γινόταν με πολλούς τρόπους, αλλά όχι με μπήξιμο ενός κλαδιού στη γη, όπως γίνεται με τη συκιά και τη ροδιά. Αντίθετα, χώνοντας τα κουκούτσια της ελιάς στη γη θα φυτρώσουν απλώς αγριελιές. Όταν μάλιστα επισκέφτηκε τον Τάραντα της Ιταλίας, βλέποντας τους εκεί ελαιώνες, έγραψε ότι ο αέρας της θάλασσας και η ομίχλη καταστρέφουν την ανθοφορία. Έτσι υπάρχουν θαυμάσια δέντρα που δεν δίνουν καθόλου καρπό.

Ο Θεόφραστος, έχοντας άποψη για το κλάδεμα της ελιάς, έγραψε ότι τα δέντρα πρέπει να διατηρούνται κοντά και μάλιστα όσο λιγότερα κλαδιά έχουν, τόσο καλύτερα θα αναπτυχθούν και θα δώσουν περισσότερο καρπό. Συμπληρώνει δε ότι η αγριελιά δεν γίνεται ποτέ ήμερη. Ωστόσο, λέει, μερικοί ισχυρίζονται πως αν μεταφυτευτεί, αφού της κόψουν το φύλλωμα, τότε ξαναφυτρώνει και δίνει ελιές.

Ο Σόλων, στους σχετικούς με την ελιά νόμους του, καθόριζε την απόσταση φύτευσης σε τουλάχιστον εννέα πόδια η μια από την άλλη.

Εξάλλου, συχνή κατά την αρχαιότητα, ήταν η φύτευση συκιάς πλάι σε ελαιόδεντρο, επικρατούσε δε η αντίληψη ότι αν φυτευθεί κλαδί ελιάς μέσα στον κορμό μιας συκιάς, θα αναπτυχθεί. Κατά τον Πλίνιο, στο μέσο της αγοράς στην αρχαία Ρώμη μια ελιά και μια συκιά αναπτύχθηκαν.

Ο Βιργίλιος ισχυρίζεται ότι η ελιά είναι η λιγότερο δαπανηρή καλλιέργεια και «μόλις το δέντρο ενωθεί με τη γη αντέχει όλες τις κακουχίες».

Το μάζεμα της ελιάς κατά την αρχαιότητα γινόταν κυρίως με τον ραβδισμό, παρότι οι αρχαίοι συγγραφείς καταδίκαζαν τη μέθοδο αυτή. Ο Πλίνιος επανειλημμένα συνιστά: «μην κουνάτε και μη ραβδίζετε τα δέντρα σας. Το μάζεμα με το χέρι εξασφαλίζει κάθε χρόνο μεγάλη καρποφορία.

ΔΕΣ
Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΘΗΝΑ

Οι ελαιοκομικές γνώσεις των αρχαίων, εξαιρετικά προωθημένες για την εποχή τους, συχνά συνεπικουρούνταν και από την αστρονομία, η οποία και προέβλεπε για την καλή ή φτωχή σοδειά. Ο Θαλής ο Μιλήσιος, για παράδειγμα, είχε προβλέψει, από τις αστρονομικές παρατηρήσεις του, μια εξαιρετική σοδειά για το 596 π. Χ. Εγκατέστησε τότε στη Χίο και στη Μήλο πολλά νέα πιεστήρια, κάνοντας έτσι μέσα σ’ ένα χρόνο πλούσιους τους κατοίκους του νησιού. Αλλά και ο Δημόκριτος είχε ασχοληθεί με τη σχέση της καλής σοδειάς και της θέσης των άστρων.

Τέλος, σχετικά με τις ασθένειες που πλήττουν το δέντρο της ελιάς, ο Φλωρεντίνος, αναφερόμενος σ’ αυτές και τη θεραπεία τους, έγραφε: «… πρέπει λοιπόν, αν βρούμε, ότι οι ρίζες του δέντρου ξεραίνονται και είναι άρρωστες, να ξέρουμε ότι αιτία είναι τα σκουλήκια, τα οποία βρίσκονται βαθιά στις ρίζες. Μπορούμε να τα εξαφανίσουμε με πολλούς τρόπους αλλά ο καλύτερος είναι να φυτέψουμε κοντά στις ρίζες της ελιάς σκυλοκρόμμυδες»

Διαδικασία συλλογής ελαιοκάρπου





Λιομάζωμα στη Λέσβο, σε πίνακα του Θεόφιλου.


Σχετικά με τον τρόπο συλλογής του ελαιοκάρπου από τις ιερές ελιές της Αττικής, ο Αριστοτέλης μας αναφέρει δυο διαδικασίες. Σύμφωνα με την παλιά, που η έρευνα απέδειξε ότι ίσχυε μέχρι το 390 π.Χ. περίπου, η πόλη εκχωρούσε το δικαίωμα συλλογής του καρπού από τις μορίες σε ιδιώτες, οι οποίοι αναλάμβαναν να καλλιεργήσουν τα ιερά δέντρα, να συλλέξουν τον καρπό, να προχωρήσουν στην έκθλιψη και την παραγωγή του ελαιολάδου αποδίδοντας στο δημόσιο την ποσότητα που είχε εκ των προτέρων συμφωνηθεί.

Μετά τον 4ο αιώνα, η πόλη αποφάσισε να αλλάξει τον τρόπο συλλογής του ελαιοκάρπου για λόγους που μόνο να υποπτευθούμε μπορούμε. Η νέα διαδικασία καινοτομούσε σε δυο κυρίως σημεία. Το πρώτο ήταν ότι η πόλη δεν ανέθετε πλέον τη συλλογή σε ιδιώτες αλλά σε έναν πολύ σημαντικό δημόσιο άρχοντα που ονομαζόταν «επώνυμος», γιατί αυτός έδινε το όνομά του στο έτος κατά το οποίο βρισκόταν στην εξουσία.



Η δεύτερη και σημαντικότερη αλλαγή συνέκειτο στο γεγονός ότι το λάδι δε μαζευόταν πια μόνο από τα ιερά δέντρα, αλλά οι ιδιοκτήτες ή χρήστες των κτημάτων, μέσα στα οποία βρίσκονταν μορίες, είχαν την υποχρέωση να δίνουν στον άρχοντα μια συγκεκριμένη ποσότητα λαδιού ανεξαρτήτως προελεύσεως. Η συλλογή του ελαιοκάρπου ήταν πλέον μια κατά κάποιον τρόπο φορολογία εκείνων που είχαν στα κτήματά τους ιερές ελιές. Το λάδι αυτό χρησίμευε για τα έπαθλα που δίνονταν στους παναθηναϊκούς αγώνες.

Αν ο «επώνυμος» άρχοντας μετά το τέλος της θητείας του δεν παρέδιδε στους ταμίες της πόλης την προβλεπόμενη ποσότητα δεν του επιτρεπόταν να γίνει αρεοπαγίτης, αφού δεν είχε εκτελέσει όπως έπρεπε το καθήκον του.

Η αυστηρή αυτή πολιτική της Αθηναϊκής πολιτείας, η οποία αντικατοπτρίζει το σεβασμό και την τιμή που απέδιδαν στο ιερό δέντρο της ελιάς οι αρχαίοι Αθηναίοι, αλλά και την άμεση παρέμβαση του κράτους στη γεωργική οικονομία, συντέλεσε στην ανάδειξη του Αθηναϊκού κράτους σε ένα από τα μεγαλύτερα και σπουδαιότερα κέντρα ελαιοπαραγωγής σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.

Ποικιλίες ελαιόδεντρων



Κατά τον Ιπποκράτη, το Θεόφραστο, τον Αριστοτέλη, τον Έρμιππο, τον Αριστοφάνη, τον Παυσανία, τον Πλίνιο και τον Όμηρο αναφέρονται συνολικά 16 διαφορετικές ποικιλίες σε όλη την Ελλάδα, που ανάλογα τον προορισμό τους, το σχήμα του καρπού τους αλλά και τον τρόπο παρασκευής τους κατατάσσονται ως εξής:

Καλλιστέφανος: Αναφέρεται από τον Αριστοτέλη και πρόκειται για την αγριελιά που φυόταν στην Ολυμπία και από την οποία φτιάχνονταν τα στεφάνια των Ολυμπιονικών.

Φαυλία ή Φαύλιος: Αναφέρεται από το Θεόφραστο ως ποικιλία χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον, με λευκό και μικρού μεγέθους καρπό.

Εχίνος: Τα φύλλα της ποικιλίας αυτής έφεραν στην απόληξή τους μια μεγάλη αγκάθα.

Στεμφυλίτης: Αυτή έφερε καρπούς μελανούς, κατάλληλους να γίνουν με σύνθλιψη θλαστοί και να παρασκευαστούν με αλάτι. Από τον Ιπποκράτη οι ελιές αυτές καλούνται «τρύγες στεμφυλίτιδες». Οι ελιές που είχαν προσβληθεί από το δάκο ή από σκώληκες ονομάζονταν «πιτυρίδες».Σύμφωνα με άλλους συγγραφείς «πιτυρίς ή επίτυρις» ήταν είδος αλατισμένων ελιών.

Μορία: Αναφέρεται από τον Αριστοφάνη και πρόκειται για την ήμερη ελιά, δηλαδή την ιερή ελιά της θεάς Αθηνάς, που βρισκόταν στο σηκό του Ερεχθείου, και από την οποία εξαπλώθηκε η καλλιέργεια του ιερού δέντρου σ’ ολόκληρη την Αττική.

Δρυπεπής ή Ρυσσή: Είδος ελιάς που έφερε μεγάλο καρπό, σαν βελανίδι, ωρίμαζε δε μόνος του πάνω στο δέντρο και τελικά έπεφτε αφού συρρικνωνόταν. Οι ελιές αυτές παρασκευάζονταν με άφθονο αλάτι και πιθανώς έμοιαζαν με τις κρητικές αλατσολιές.

Ραφανίς: Είδος ελιάς που ο καρπός της έμοιαζε με ραφανίδα, δηλαδή με ραπάνι.

Νίτρις: Είδος ελιάς, της οποίας οι καρποί παρασκευάζονταν επίσης με αλάτι.

Κολυμβάς ή Νηκτρίς ή Βομβία: Οι καρποί της διατηρούνταν ολόκληροι μέσα σε άρμη και λάδι. Πρόκειται για τις ελιές που σήμερα ονομάζονται κολυμβάδες ή κολυμπιστές.

Αλμάς ή Υποπάρθενος: Ο καρπός της διατηρούνταν επίσης μέσα σε άρμη.

Ορχάς ή Ορχέμων: Είδος ελιάς που ο καρπός της είχε σχήμα όρχη.

Γεργέριμος ή Ισχάς: Είδος ελιάς που ο καρπός της έπεφτε από το δέντρο μετά από πλήρη ωρίμανση.

Γογγυλίς: Ποικιλία που οι καρποί της έμοιαζαν με τους χουρμάδες.

Τράμπελος: Άγνωστη μέχρι σήμερα ποικιλία ελιάς.

Ισχυάς: Ποικιλία της οποίας ο καρπός είχε σχήμα νεφρού.

Λευκόκαρπος: Πρόκειται μάλλον για την ίδια ποικιλία με την Φαυλία.

Ελαιόλαδο



Από τους προϊστορικούς ακόμη χρόνους το ελαιόλαδο χρησιμοποιήθηκε για την κάλυψη διαφόρων αναγκών.

Σε οροπέδιο των Μεθάνων βρέθηκε από τον Δέφνερ το αρχαιότερο ελαιοτριβείο (όπως υπολογίζεται της 4ης π.Χ. χιλιετίας)- πράγμα που μαρτυρεί ότι η χρήση του λαδιού ήταν γνωστή από την εποχή εκείνη.



ΑΡΧΑΙΑ ΠΕΡΙΟΧΉ - ΘΡΟΝΙ ΜΕΘΑΝΩΝ / Φ-ΚΑΡΑΪΣΚΟΣ Τ.


Κατά τους ομηρικούς χρόνους, το λάδι χρησιμοποιείται κυρίως για την επάλειψη του σώματος και όχι για τροφή ή φωτισμό.

Από πινακίδες της Γραμμικής Β, που βρέθηκαν στην Πύλο και όπου διαβάζουμε τη λέξη po-qa (φοβρή / φοβράς), συμπεραίνουμε ότι την περίοδο εκείνη ο καρπός της ελιάς χρησιμοποιείται ως τροφή των κτηνών. Εξάλλου οι συνεχείς αναφορές σε αρωματικά ελαιόλαδα μας κάνει να συμπεράνουμε ότι τουλάχιστον στη συγκεκριμένη εποχή η χρήση του λαδιού εντοπίζεται κυρίως στις θρησκευτικές τελετές, στον καλλωπισμό του σώματος και στην παρασκευή θεραπευτικών αλοιφών.

Αρωματικά έλαια





Πινακίδα που αναφέρεται σε αρωματισμένο λάδι με κορίαντρο.


Οι πινακίδες της Γραμμικής Β μας παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για τη σπουδαιότητα που είχε η παραγωγή αρωματικών ελαίων στο πλαίσιο της ανακτορικής οικονομίας. Από το ανακτορικό αρχείο της Πύλου προέρχονται τα περισσότερα όσο και λεπτομερέστερα στοιχεία σχετικά με το αρωματικό λάδι. Ακόμη και ονόματα αρωματοποιών αναφέρονται. Το ειδικό επάγγελμα «αλειφαζόος ή αλειφοζόος» δηλαδή μυρεψός , μυροποιός, αρωματοποιός, ασκείται αποκλειστικά από άντρες. Τέσσερις μάλιστα από αυτούς μας είναι γνωστοί με τα ονόματά τους: Ευμήδης, Κώκαλος, Θυέστας και Φίλαιος.

Είναι γνωστό πως χρησιμοποιήθηκαν αρωματικά φυτά για την παρασκευή αρωματικών λαδιών. Τα τρία βασικά είδη αρωματικού λαδιού χαρακτηρίζονται από τα επίθετα «σφακόεν, κυπαιρόεν ή ροδόεν» που αρωματίζονταν με φασκομηλιά, κύπερη και ρόδα αντιστοίχως. Στην Πύλο τα λάδια έχουν ταξινομηθεί σε έξι ή περισσότερες κατηγορίες ανάλογα με το άρωμα, την ηλικία, την προέλευση και τη χρήση για την οποία τα προόριζαν.

Σε πινακίδες της Κνωσού αναφέρεται το αρωματισμένο με κορίανδρο λάδι από την πόλη Λύκτο, σπουδαία πόλη της κεντρικής Κρήτης. Υπάρχουν ακόμη και λάδια αρωματισμένα με po-ni-ki-jo κορίανδρον, πράγμα που πιθανόν να ερμηνεύεται ως «φοινικικόν κορίανδρον». Αν είναι έτσι τότε μπορούμε να συμπεράνουμε πως οι Μυκηναίοι Έλληνες έκαναν εισαγωγές πρώτων υλών για να αρωματίζουν τα λάδια τους. Όλα αυτά δείχνουν προχωρημένες ελαιοκομικές γνώσεις που επιτρέπουν τη σαφή διάκριση, το διαχωρισμό σε ποικιλίες και ποιότητες καθώς και την ανάπτυξη γνώσεων που επέτρεπαν την εξαγωγή των αιθέριων ελαίων και το αρωμάτισμα με αυτά του ελαιόλαδου.



Ψευδόστομος αμφορέας.


Ακόμη και η τεχνολογία των δοχείων μέσα στα οποία φύλασσαν τα αρωματισμένα λάδια είχε αναπτυχθεί. Σύμφωνα με τον Σπύρο Μαρινάτο, «ο λεγόμενος ψευδόστομος αμφορέας κατασκευάστηκε ειδικά για να περιλαμβάνει αρωματισμένο λάδι… …κανένα άλλο αγγείο δεν υπόκειται σε τόσες διακυμάνσεις όγκου. Έχομε τέτοια αγγεία χωρητικότητας μέχρι 12 – 14 λίτρων και για τα ενδιάμεσα μεγέθη καταλήγουμε σε μικρότερα αγγεία, συνήθως με περίτεχνη διακόσμηση, αλλά με περιεκτικότητα λίγων δεκάδων γραμμαρίων».
Μαζί με τα λάδια αναφέρονται στις πινακίδες τα αρωματικά φυτά κάρδαμο, κνάκος (κρόκος), γλάχων ή βλήχων, σχοίνος, κορίανδρο, κύμινο, μάραθο, μίνθη, σησάμι, σέλινο.

ΔΕΣ ΤΑ ΑΡΩΜΑΤΙΚΑ ΕΛΑΙΑ ΣΤΗ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 14 ος- 13 ος ΑΙΩΝΑΣ π.Χ.


Αγουρόλαδο



Το λάδι της άγουρης ελιάς καθώς και το λάδι από τους καρπούς της άγριας (κότινου) θεωρούνταν από τους αρχαίους Έλληνες αλλά και τους Ρωμαίους το καλύτερο σε ποιότητα. Λόγω όμως της δυσκολίας και της ιδιαιτερότητας της παραγωγής του, αλλά και εξαιτίας της μικρής ποσότητας του, συνήθως το χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή καλλωπιστικών και θεραπευτικών μύρων και αλοιφών.

Στο «Περί Οσμών» του Θεόφραστου διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «Για τα μύρα κυρίως χρησιμοποιούν το λάδι των βαλανιδιών της Αιγύπτου και της Συρίας, που είναι ελάχιστα λιπαρό. Από τα ελαιόλαδα, τώρα, κυρίως χρησιμοποιούν το λάδι της άγουρης αγριελιάς, διότι θεωρείται ότι έχει ελάχιστη λιπαρότητα και είναι λεπτόρρευστο, μα και στην περίπτωση αυτή χρησιμοποιούν το φρέσκο και όχι το παλιό, γιατί εκείνο που έχει περάσει το χρόνο είναι άχρηστο, αφού γίνεται πιο παχύ και λιπαρό…».

Κατά τον Απουλήιο Λούκιο ( “Herbarium vires et eurationes”), η διαδικασία παραγωγής του αγουρόλαδου για τους αρχαίους Έλληνες ήταν επίπονη και απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή: «Πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι άγουρες ελιές κάνουν αγουρόλαδο. Όταν λοιπόν δούμε ότι οι ελιές αρχίζουν να μαυρίζουν, δίνουμε διαταγή στους παραγιούς ή στους εργάτες να μαζεύουν τις ελιές από το δέντρο με τα χέρια και να προσέχουν μήπως καμία απ’ αυτές πέσει στη γη. Πρέπει δε κάθε μέρα να κάνουμε τόσες ελιές όσες μπορούμε το βράδυ και τη νύχτα να δουλέψουμε.

Όταν πάρουμε τις ελιές ας τις απλώσουμε επάνω σε ψάθες από λυγαριές, ώστε να φύγει εντελώς η υγρασία για να μην ανάψουν και σαπίσουν. Και τα φύλλα και τα τρυφερά κλωνάρια πρέπει να ξεδιαλέγουμε, γιατί όταν αυτά ανακατώνονται βλάπτουν το λάδι. Έπειτα το βράδυ, αφού πάρουμε τις ελιές, ας τις ρίξουμε σε μύλο, που να είναι καθαρός και με το χέρι ας αλέθουμε ελαφρά για να μην σπάσουν τα κουκούτσια των ελιών, γιατί το υγρό που βγαίνει από τα κουκούτσια βλάπτει το λάδι. Πρέπει λοιπόν ελαφρά και σβέλτα να γυρίζουμε τον τροχό, ώστε μονάχα η σάρκα και η πέτσα της ελιάς να συνθλίβονται.

Όταν τις αλέσουμε, με σκαφίδια μικρά ας μεταφέρουμε τις αλεσμένες στο πατητήρι και σε κοφίνια από ιτιά πλεγμένα, γιατί η ιτιά δίνει στο λάδι πολύ ομορφιά. Έπειτα επάνω ας θέσουμε ελαφρό βάρος και όχι βιαστικό, γιατί εκείνο το λάδι που τρέχει με ελαφριά πίεση είναι πάρα πολύ νόστιμο και πάρα πολύ λεπτό. Αυτό το λάδι το μεταγγίζουμε σε καθαρό αγγείο και το φυλάμε χωριστά. Τις ελιές που μείνανε να τις πιέσουμε πάλι με λιγότερο βάρος και να φυλάξουμε το λάδι, διότι αυτό είναι κατώτερο από το λάδι που θα βγάλουμε μετά.

Αμέσως και τα δύο αυτά, όταν τα μεταγγίσουμε, πρέπει να βάζουμε αλάτι και σόδα και με ξύλο «ελήτικο» να το κινούμε και να το αφήσουμε τελικά να κατασταλάξει. Έτσι θα βρούμε το μεν νερόλαδο, δηλαδή την «αμοργή», από κάτω και το πολύ λιπαρό από πάνω, δηλαδή «τον αφρό»…».

Παναθηναϊκοί αγώνες





Καθαρισμός αθλητή με στελγίδα από λάδι.


Η γνωστή σε όλο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο σχέση του λαδιού με την αθλητική δραστηριότητα έχει την αφετηρία της στη συνήθεια των νέων να αλείφουν, για λόγους υγιεινής, το σώμα τους με λάδι πριν από την καθημερινή άσκηση στα γυμναστήρια, την προπόνηση και τους αγώνες.

Εκτός, όμως, από τη χρήση αυτή, στην Αθήνα η σχέση του λαδιού με τον αθλητισμό ήταν στενότερη. Γιατί στους αθλητικούς αγώνες που γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια εκεί, κατά τη διάρκεια των Παναθηναίων, των μεγάλων γιορτών προς τιμή της θεάς Αθηνάς, το λάδι της ελιάς αποτελούσε το ίδιο το βραβείο που έπαιρναν οι νικητές των αγώνων.

Το παναθηναϊκό λάδι μοιραζόταν στους νικητές μέσα σε μεγάλα και ζωγραφισμένα πήλινα αγγεία που τα ονόμαζαν παναθηναϊκούς αμφορείς. Οι παναθηναϊκοί αμφορείς ήταν δημόσια και την ευθύνη της κατασκευής και την απονομής τους την είχαν τα αρμόδια όργανα της αθηναϊκής πολιτείας. Από τον Αριστοτέλη (Αθηναίων Πολιτεία 60) μαθαίνουμε ότι ειδικοί άρχοντες, οι αθλοθέτες, εκτός από τις άλλες σχετικές με τα Παναθήναια αρμοδιότητές τους «και τους αμφορείς ποιούνται μετά της βουλής και το έλαιον τοις αθληταίς αποδιδόασι».



Παναθηναϊκός αμφορέας, αρχές 5ου αιώνα π.Χ.


Για τις ποσότητες του λαδιού που έπαιρναν ως έπαθλο οι νικητές, μας πληροφορεί μια σημαντικότατη επιγραφή περίπου του 380 π.Χ. από την Ακρόπολη, στην οποία αναφέρεται ο ακριβής αριθμός των γεμάτων με λάδι αγγείων που απονέμονταν όχι μόνο στον πρώτο αλλά και στο δεύτερο νικητή. Έτσι, στο αγώνισμα της ιππασίας, τα έπαθλα έφταναν μέχρι και τους 140 παναθηναϊκούς αμφορείς για τον πρώτο νικητή της αρματοδρομίας. Ο νικητής του δρόμου ταχύτητας λάμβανε ως έπαθλο 70 αμφορείς, οι οποίοι σύμφωνα με τους υπολογισμούς περιείχαν γύρω στους 2,5 τόνους ελαιόλαδο, ενώ ο πρώτος νικητής στο αγώνισμα της αρματοδρομίας λάμβανε ως έπαθλο περίπου 5 τόνους λάδι εξαιρετικής ποιότητας.

Απ’ όλα αυτά, εύλογα γεννάται η απορία πως αξιοποιούσαν οι αθλητές τόσο μεγάλες ποσότητες, που υπερκάλυπταν ασφαλώς τις προσωπικές τους ανάγκες διατροφής, καλλωπισμού και φωτισμού. Τις περισσότερες φορές οι αθλητές το πουλούσαν εκτός Αθηνών μαζί με τους αμφορείς. Η πολιτεία, παρότι απαγόρευε την εξαγωγή του λαδιού, όπως και άλλων γεωργικών προϊόντων (σιτηρά, σύκα), στους αθλητές που διακρίνονταν στους Παναθηναϊκούς αγώνες το επέτρεπε. Όπως χαρακτηριστικά λέει ο Πίνδαρος: «ουκ έστι δε εξαγωγή ελαίου εξ Αθηνών, ει μη τοις νικώσι».

Το ελαιόλαδο μάλιστα αυτό μάλλον ήταν περιζήτητο στην Ιταλία, την Κυρηναϊκή χερσόνησο και τη Μασσαλία, όπου αγοραζόταν από πλούσιους νέους, που αρέσκονταν να αλείφουν και να περιποιούνταν τα σώματά τους με το «επώνυμο» λάδι, το οποίο έφθανε στις χώρες τους μέσα σε παναθηναϊκούς αμφορείς, που έφεραν ζωγραφισμένη στη μια πλευρά στην Πρόμαχο Αθηνά και στην άλλη το αγώνισμα για το οποίο προορίζονταν.

Στον Ιπποκράτη



Στον Ιπποκράτειο Κώδικα συναντώνται περισσότερες από εξήντα φαρμακευτικές χρήσεις του ελαιόλαδου, με κυριότατη τη χρήση κατά των δερματικών παθήσεων, αλλά και ως αντισυλληπτικό μέσο. Μάλιστα γίνεται σαφής διαχωρισμός του ελαιόλαδου, το οποίο, σε συνδυασμό με το σίτο και τον οίνο, αποτελεί τη βάση της ιπποκρατικής διαιτητικής από άλλα έλαια, όπως του σχίνου, της πικραμυγδαλιάς και της βελανιδιάς.

Στο βιβλίο του «Διαιτητική και Θεραπευτική», ο Ιπποκράτης γράφει για το λάδι: «Οι ασκήσεις στη σκόνη και οι ασκήσεις με λάδι διαφέρουν στο εξής: Η σκόνη είναι κρύα, το λάδι είναι ζεστό. Το χειμώνα το λάδι ευνοεί περισσότερο την ανάπτυξη, γιατί εμποδίζει την ψυχρότητα να απομακρυνθεί από το σώμα. Το καλοκαίρι το λάδι με την παραγωγή λιώνει τη σάρκα καθώς αυτή ζεσταίνεται λόγω εποχής… Η εντριβή με λάδι και νερό μαλακώνει το σώμα και δεν το αφήνει να ζεσταθεί υπερβολικά».

Με ζεστό ελαιόλαδο αλείφονταν οι γυναίκες που απέβαλαν, και κυρίως σε περιπτώσεις προχωρημένης εγκυμοσύνης ενώ σε περιπτώσεις μητρορραγίας δινόταν ένα μείγμα από βρασμένα φύλλα άγριας ελιάς μέσα σε ξίδι. Για τη διευκόλυνση του τοκετού προτείνει παρασκεύασμα που «…φτιάχνετε και με ρετσίνι τερμίνθου (κοκορεβιθιάς), μέλι και λάδι διπλάσιο σε ποσότητα από τα προηγούμενα και αρωματικό κρασί», το οποίο και πρέπει να πιει η επίτοκος.

Άλλες εφαρμογές του ελαιόλαδου που αναφέρονται από τον Ιπποκράτη ήταν στη θεραπεία των χρόνιων πυρετών, των μικρών πληγών, των διηθημάτων, όπως οι καλόγεροι και τα αποστήματα, των ερεθισμένων ούλων, καθώς και στη διατήρηση της λευκότητας των δοντιών και ως αντίδοτο σε περιπτώσεις ελαφρών δηλητηριάσεων.

Ο Πλούταρχος στα «Ηθικά» του αναφέρεται στη θεραπεία της μαστίτιδας με νερό και λάδι – «υδρέλαιο».

Για την αρχαία θεραπευτική το εκλεκτότερο εξ όλων των ελαιόλαδων ήταν αυτό που έδινε η αγριελιά, το οποίο ήταν και λίγο σπάνιο, καθώς και το ελαιόλαδο της πρώτης συμπίεσης (ομφάκινον), που λαμβάνεται με την «απαλή» σύνθλιψη της ελιάς και χωρίς την παρεμβολή ζεστού νερού. Κατά τον Πλίνιο, το λάδι αυτό λαμβάνεται πρώτον πιέζοντας την ελιά όταν είναι ακόμη άσπρη (άγουρη), και δεύτερον όταν η ελιά αρχίζει να αλλάζει χρώμα χωρίς να έχει, ωστόσο, ωριμάσει. Το πρώτον ομφακικόν είναι λευκό, το δεύτερο πράσινο. Το δεύτερο κάνει καλό στα ούλα και είναι εξαίρετο για να διατηρηθούν τα δόντια λευκά.

Στις επιγραφές του φημισμένου Ασκληπιού της Λεβήνας, στην Κρήτη, όπου λατρευόταν η Υγιεία Σώτειρα, αναφέρεται ότι «ο θεός έδωσε μια οδηγία να τοποθετηθεί πάνω στο στρείδι το όστρακο, αφού καεί και τριφτεί για να γίνει λείο με λάδι αρωματισμένο με ρόδα και μολόχα με λάδι…». Στο ιερό του Ασκληπιού χρησιμοποιούσαν το έλαιον για να παρασκευάσουν ειδικές αλοιφές και ιάματα.

Ροφήματα, τέλος, από φύλλα και άνθη ελιάς χρησιμοποιήθηκαν ως κρύο κολλύριο για τα ερεθισμένα μάτια αλλά και για το έλκος του στομάχου.

Για καλλωπισμό και υγιεινή





Καθαρισμός και περιποίηση αθλητή.


Ως μέσον καλλωπισμού το ελαιόλαδο είναι γνωστό από τις πινακίδες της Γραμμικής Β Γραφής. Το λάδι που προοριζόταν για την ατομική καθαριότητα ήταν καλής ποιότητας και συχνά αρωματισμένο με βότανα και αρωματικά φυτά. Σε εποχές που δεν υπήρχαν ούτε σαπούνια ούτε υλικά καθαρισμού και σωματικής υγιεινής το λάδι φαίνεται να διαδραματίζει και σ’ αυτόν τον τομέα πρωτεύοντα ρόλο. Σε μια πρόσφατη μελέτη υπολογίστηκε ότι το λάδι που χρειαζόταν ετησίως στα πλούσια σπίτια της αρχαίας Αθήνας ήταν 200-300 κιλά, ποσότητα σημαντική αν λάβει κανείς υπ’ όψη του την αποδοτικότητα των ελαιοδέντρων αλλά και τις τεχνολογικές δυνατότητες εξαγωγής του λαδιού.

Στην περιποίηση του σώματος χρησιμοποιούσαν τα ειδικά αρωματισμένα λάδια αλλά και τα αρώματα που είχαν ως βάση το ελαιόλαδο. Οι θεές του Ολύμπου χρησιμοποιούσαν ένα είδος «αλοιφής» από λάδι ελιάς, το οποίο πίστευαν ότι είχε θαυματουργικές ιδιότητες για το σώμα. Στην Ιλιάδα, για παράδειγμα, η Ήρα αλείφει το σώμα της με ένα αρωματικό ελαιόλαδο. Κι ενώ οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν αρωματικά λάδια, οι άντρες περιορίζονταν στο «καθαρό» αγνό λάδι, για τον καθαρισμό και την υγιεινή.



Καθαρισμός και περιποίηση αθλητή.


Σε ό,τι αφορά την υγιεινή του σώματος, οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι είναι ίσως οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν το ελαιόλαδο για την επάλειψη των μυών, ώστε να τους διατηρούν ελαστικούς. Οι αθλητές και οι έχοντες ανώτερη κοινωνική θέση χρησιμοποιούσαν το λάδι και για την καθαριότητα του σώματός τους, το οποίο μετά την επάλειψη απομάκρυναν με τη βοήθεια της «στλεγγίδας», ένα ειδικό εργαλείο, και μαζί μ’ αυτό τις σκόνες και τον ιδρώτα.

Ο Δημόκριτος έδινε μεγάλη σημασία στην επάλειψη του σώματος με λάδι για τη διατήρηση της υγείας. Όταν μάλιστα τον ρωτούσαν πώς μπορεί να είναι κανείς υγιής απαντούσε: «Μουσκεύοντας το εσωτερικό με μέλι και το εξωτερικό με λάδι».

Ο στρατηγός Αννίβας γνώριζε ότι το λάδι το λάδι ξεκουράζει όλο το σώμα, γι’ αυτό, μέσα στο χειμώνα, στις όχθες του ποταμού Τρεβία, διέταξε τους στρατιώτες του, πριν τη μάχη κι αφού φάνε καλά, να τριφτούν στη συνέχεια με ελαιόλαδο.

Στην Ιλιάδα, ο Οδυσσέας μαζί με το Διομήδη πλένονται πρώτα με ζεστό νερό και αμέσως μετά αλείφονται με λάδι. Στην Οδύσσεια παρακολουθούμε το λουτρό του Τηλέμαχου στη Σπάρτη, όπου, αφού τον έπλυναν, άλειψαν το σώμα του με ελαιόλαδο.

Σε άλλες πηγές διαβάζουμε ότι οι Έλληνες άλειφαν όχι μόνο τις χαίτες των αλόγων τους με λάδι αλλά και τα δικά τους μαλλιά, κυρίως οι γυναίκες, συχνά και τα ίδια τους τα ρούχα. Στις «Εκκλησιάζουσες», για παράδειγμα, του Αριστοφάνη, μια νεαρή γυναίκα ζητά από μιαν άλλη να πλησιάσει και να μυρίσει τα μαλλιά της που μόλις είχε αλείψει με αρωματικό ελαιόλαδο.

Όσο για τη χρήση του ελαιόλαδου στο γυάλισμα των ρούχων, αυτό δεν αποκλείεται να συνδέεται με τις τεχνικές που εφάρμοζαν οι αρχαίοι Έλληνες, και που βασίζονταν στα εκχυλίσματα διαφόρων φυτών, ενώ στον Ιπποκράτη γίνεται αναφορά επάλειψης των ρούχων με λάδι ακόμη και θεραπευτικούς λόγους.

Για φωτισμό





Αρχαίο λυχνάρι, στο οποίο φαίνεται ανάγλυφο το κλαδί ελιάς.


Από τα προϊστορικά χρόνια το ελαιόλαδο χρησιμοποιείται για το φωτισμό των οικιών και δημοσίων οικοδομημάτων. Οι περίφημοι λύχνοι της προϊστορικής περιόδου μας δίνουν μια πλήρη εικόνα καθημερινού βίου σε όλη την αρχαιότητα οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι εξακολουθούν να θεωρούν το λάδι ως φωτιστικό υλικό. Στις νησιωτικές περιοχές του Αιγαίου, στην Κρήτη και, γενικώς, στις περιοχές που δεν απέχουν πολύ από τη θάλασσα, οι φωτιστικοί λύχνοι δεν αποτελούν προνόμιο μόνο των πλουσίων αφού χρησιμοποιούνται και από τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις.

Η χρήση του ελαιόλαδου ως φωτιστικού υλικού δημιούργησε ποικίλους συμβολισμούς οι οποίοι διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη λατρεία. Στην αρχαιότητα φαίνεται να ταυτίζεται με το φως. Στο ναό της Πολιάδος Αθηνάς στην Αθήνα έκαιγε «ακοίμητο λυχνάρι», σύμφωνα με τη μαρτυρία του Στράβωνα.

Ο ρόλος του ελαίου ως υλικού που καιγόμενο παράγει φως από την πατρίδα. Το φως ήταν εκείνο που συνέδεε την αποικία με τη μητρόπολη, μαζί με τα φυτώρια ελιάς που έπαιρναν μαζί τους, με αποτέλεσμα να διαδοθεί η καλλιέργεια της ελιάς και σε περιοχές της δυτικής Μεσογείου.

Σύμφωνα με το θεολόγο και συγγραφέα του 2ου-3ου μ.Χ. αιώνα Κλήμη τον Αλεξανδρέα, οι Έλληνες έμαθαν τη χρήση του λύχνου από τους Αιγυπτίους.

(ΣΗΜ ΑΡΧΑΙΟΓΝ......Εννοεί την μινωική εποχή ...; Την μυκηναϊκή εποχή ; πότε ακριβώς...; Οι αναφορές σε συγγραφείς όπως ο Κλήμης ,χωρίς έστω ενδεικτικά στοιχεία, είναι ατελέσφορος για τον αναγνώστη .....Τι μπορεί να γνωρίζει ο Κλίμης για την μυκηναϊκή εποχή 'άραγε;......ΚΡΙΜΑ ΣΤΟΝ ΥΠΕΥΘΗΝΟ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΠΟΥ ΑΦΗΣΕ ΝΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΤΕΤΟΙΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΛΑΘΗ ΣΕ ΜΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΑΝ ΚΑΙ ΑΥΤΗ.... )



Χάλκινος λύχνος.


Στις νυχτερινές τελετές που απαιτούσαν φωτισμό ο ρόλος του ελαίου είναι ιερός, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τη σύγχρονη λατρεία. Ο Ηρόδοτος, μάλιστα (Β,62), περιγράφει την αιγυπτιακή γιορτή «Λυχνοκαϊα», που ήταν αφιερωμένη στη θεά Νηίθ (Αθηνά), η οποία ταυτιζόταν με τη θεά Ίσιδα. «Οι Αιγύπτιοι στην πόλη Σάιν λατρεύουν τη θεά Νηίθ (Αθηνά),αφιερώνοντάς της κάθε χρόνο μια γιορτή την οποία ονομάζουν «Λυχνοκαϊα». Εφόσον λοιπόν έρθει η εποχή της γιορτής αυτής, οι περισσότεροι βάζουν σε ειδικά πλοία τους λύχνους και πλέουν μέσω του Νείλου στη Σάιν. Όταν φτάσουν στο ναό και μπροστά στο άγαλμα, κάνουν όλες τις απαιτούμενες τελετές, ανάβουν τους λύχνους κοντά στις σκηνές και τα κράσπεδα του περιβόλου, και όλη η πόλη φωταγωγείται από την ιερή φωτιά...».
Λύχνος με έλαιο, έργο του ίδιου του Καλλίμαχου, έκαιγε όλο το χρόνο στο ναό της Αθηνάς, στην Αθήνα, καθώς και σε πολλά αγάλματα –ειδώλια, στην Ελλάδα και στην Αίγυπτο.

Ως τροφή



Τη σημασία της ελιάς και των προϊόντων της στη διατροφή κατά την αρχαιότητα μαρτυρεί ο Σοφοκλής. Την αποκαλεί «παιδοτρόφον»: ...που πιο πολύ ευδοκιμεί σ’ αυτήν εδώ τη γη: η γαλανόφυλλη ελιά, που τρέφει παλικάρια.

Ένα δείγμα πλούτου από την κλασική αρχαιότητα μας μεταφέρει ο Αριστοφάνης στον «Πλούτο» του. Το κρασί και το λάδι συγκαταλέγονται στα προϊόντα που περιλαμβάνει ανάμεσα στα βασικά είδη: «Γεμάτο ειν’ άσπρο αλεύρι το κελάρι μαύρο κρασί και μυρωδάτο οι πλόσκες. Ασήμι και χρυσάφι ξεχειλίζουν όλα τα σκεύη του σπιτιού είναι θάμα. Γεμάτο λάδι είναι το κιούπι, μύρα τα μπουκαλάκια, κι η σοφίτα σύκα.»

Το έλαιον ήταν απαραίτητο ως φωτιστικό αλλά και ως βασικό διατροφικό αγαθό από την προϊστορική εποχή. Η χρήση του στη μαγειρική διευρύνεται στα κλασικά χρόνια. Επινοούνται περίπλοκοι τρόποι μαγειρικής και αναζητούνται πρωτότυπες ιδέες. Μερικές ενδιαφέρουσες συνταγές μαγειρικής ψαριών μας παραδίδει ο Αρχέστρατος το ελαιόλαδο χρησιμοποιείται πολύ συχνά, συνήθως μαζί με τυρί ή ακόμη και χορταρικά. Ο σπάρος, για παράδειγμα, καταναλωνόταν με τυρί και λάδι. Ο γλαύκος έβραζε μέσα σε νερό, λάδι και χορταρικά και μετά τη βράση περιέχυναν λάδι στο ψάρι και το έβαζαν σε άλμη ζεστή, σύμφωνα με τη συνταγή που διέσωσε ο Ορειβάσιος.

Το ελαιόλαδο ήταν απαραίτητο στη μαγειρική των δημητριακών καρπών, των λαχανικών και των οσπρίων , όπως γίνεται ακόμη και σήμερα στην παραδοσιακή κουζίνα των Ελλήνων, ιδιαιτέρως στις περιοχές όπου ευδοκιμεί η ελιά. Ο Ορειβάσιος μας δίνει μια πιο συγκεκριμένη εικόνα, η οποία αφορά στη χρήση του ελαιόλαδου σε φαγητά με κύριο συστατικό τα όσπρια: «…Πρέπει λοιπόν όταν τα όσπρια βράσουν καλά, τότε να τα ανακατεύεις και πιάνοντας με τα χέρια τη χύτρα να την αναταράξεις για να μην παρακαούν. Και να χρησιμοποιείς λάδι για τα βραστά και για όλα τα άλλα που συνοδεύουν εκείνο».

Το ελαιόλαδο που προοριζόταν για μαγειρική χρήση ήταν πάντα πολύ καλής ποιότητας, ανάλογα με τις συνθήκες παραγωγής που επικρατούσαν σε κάθε τόπο. Οι αγρότες συνήθιζαν να το καταναλώνουν και ωμό (δεν είναι και τόσο ασυνήθιστο ακόμη και σήμερα το φαινόμενο) είτε βρέχοντας μ’ αυτό παξιμάδι είτε αρτύζοντας τα βρασμένα χόρτα και άλλα σαλατικά. Το λάδι δεν χρησιμοποιείται μόνο στη μαγειρική αλλά και στη ζαχαροπλαστική.

Ο Αθήναιος κάνει λόγο για ένα αρχαίο κρητικό γλύκισμα που το έλεγαν γλυκίνα. Το παρασκεύαζαν «δια γλυκέος οίνου και ελαίου». Πολλά γλυκίσματα της αρχαίας αλλά και της σύγχρονης διατροφικής παράδοσης στηρίζονται στο ελαιόλαδο. Ο Αθήναιος, πάλι, μιλά για «σασαμοτυροπαγή πέμματα» (είδος τυρόπιτας με σησάμι) που βράζονταν σε λάδι και για «εγκρίδες» (είδος τηγανίτας) και τις εγκρίδες τις έβραζαν στο λάδι και τις περιέχυναν με μέλι.

Στη λατρεία





Λίθινες εγκαταστάσεις έκθλιψης του ελαιοκάρπου.


Από τα προϊστορικά χρόνια τα δυο πολύτιμα υγρά του μεσογειακού χώρου, το έλαιον και ο οίνος, φαίνεται να διαδραματίζουν το δικό τους ξεχωριστό ρόλο στις νεκρικές τελετές. Στα προϊστορικά νεκροταφεία υπάρχουν εγκαταστάσεις έκθλιψης σταφυλιών και πιθανόν ελαιόκαρπου. Η συνήθεια να αλείφουν το σώμα των νεκρών με λάδι μαρτυρείται από τα ομηρικά χρόνια. Όταν σκοτώνεται στην Τροία ο Σαρπηδόνας, ο αδερφός του Μίνωα και βασιλιάς της Λυκίας, ο Δίας (απαρηγόρητος από το θάνατο του αγαπημένου του γιου) δίνει εντολή στον Απόλλωνα να βοηθήσει να τον πάρουν από το πεδίο της μάχης, να τον περιποιηθούν, να τον πλύνουν και να τον αλείψουν με λάδι. Το ίδιο κάνει και η Αφροδίτη με το άψυχο σώμα του Έκτορα. Το αλείφει με αρωματισμένο λάδι, ροδόλαδο.

Εκτός από την περιποίηση του σώματος στις νεκρικές τελετουργίες οι ομηρικοί ήρωες χρησιμοποιούν το λάδι, μαζί και το κρασί, ως νεκρική προσφορά. Μια τέτοια προσφορά κάνει ο Αχιλλέας στον Πάτροκλο: «Στάμνες με μέλι κι άλειμμα έβαλεν, όπου εγέρνα προς τον νεκρό…»

Ο Παυσανίας, στα Αττικά του, περιγράφει το τρίψιμο του σώματος των ικετών πριν μπουν στο ναό με ελαιόλαδο, που ήταν πράγματι μια ολόκληρη ιεροτελεστία: « Όποιος ήθελε να συμβουλευτεί το Μαντείο του Τροφωνίου, έπρεπε να νηστέψει και να εξαγνιστεί. Όταν ερχόταν το βράδυ, τον οδηγούσαν στον ποταμό Ερσύνα, όπου έφηβοι 13 ετών, τον έπλεναν και αμέσως μετά τον έτριβαν με λάδι».

Για τους αρχαίους Έλληνες ο ικέτης που αλειφόταν με λάδι απολάμβανε της θεϊκής προστασίας. Αλλά και τα αγάλματα όπως και οι βωμοί των θεών επαλείφονταν με έλαιο στην αρχαία Ελλάδα. Επίσης, το έλαιο υπό μορφή σπονδής στους θεούς μαζί με άλλα γεννήματα, όπως φρούτα, σιτάρι, μέλι και κρασί, ενώ στους ιερούς λύχνους των ναών έκαιγαν πάντα λάδι ελιάς.

Μύθοι για την Ελιά





Ο μυθικός βασιλιάς της Αθήνας Κέκροπας, που ήταν μισός άνθρωπος και μισός φίδι και η Αθηνά μπροστά στην ελιά που φύτεψε στο βράχο της Ακρόπολης


Πολλές μυθολογικές εκδοχές υπάρχουν για την προέλευση της ελιάς στον ελλαδικό χώρο. Έτσι αντιλαμβανόμαστε τη σημασία του δέντρου της ελιάς για τον αρχαίο κόσμο. Ο πολιτισμός που δημιούργησε είναι συνδεδεμένος με τη γεωργία και την παραγωγή αγαθών, όπως το λάδι, το σιτάρι, το κριθάρι και το κρασί.

Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης για να εξηγήσουν την παραγωγή όλων αυτών των σημαντικών προϊόντων πίστευαν ότι προέρχονται από τους θεούς οι οποίοι διαφύλατταν την ευφορία και τη γονιμότητα της γης. Οι θεοί για να βοηθήσουν τους ανθρώπους τους στέλνουν τις "θεσμοφόρους" θεότητες, οι οποίες δωρίζουν την καλλιέργεια των καρπών και τη θέσπιση των νόμων.Στο δύσκολο αυτό έργο τους οι θεοί, ως ευρέτες αγαθών και πολιτισμού, βοηθιούνται από μυθικούς ήρωες, ημίθεους, όπως ο Ηρακλής, ο Προμηθέας και ο Αρισταίος.

Αθηνά, δωρήτρια της ελιάς





Η διαμάχη Αθηνάς-Ποσειδώνα για την ονομασία της Αθήνας.


Ο γνωστός πελασγικός μύθος αναφέρεται στον αγώνα της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την προστασία και την ονομασία της Αθήνας.



Βασιλιάς της Αθήνας ήταν ο Κέκροπας. Οι αντίπαλοι ανέβηκαν πάνω στο βράχο της Ακρόπολης, όπου ήρθαν και οι άλλοι δέκα θεοί από τον Όλυμπο για να κάνουν τον δικαστή στη διαφωνία των δυο θεών, ενώ ο Κέκροπας παρίστατο ως μάρτυρας. Πρώτος ήρθε ο Ποσειδώνας, στάθηκε στη μέση του βράχου και με την τρίαινά του έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στο έδαφος. Αμέσως ξεπήδησε ένα κύμα αλμυρού νερού που σχημάτισε μια μικρή λίμνη που την ονόμασαν "Ερεχθηίδα" θάλασσα. Μετά ήρθε η σειρά της Αθηνάς να παρουσιάσει το δώρο της και αφού κάλεσε τον Κέκροπα για μάρτυρα, φύτεψε μια ελιά πάνω στο βράχο, που ξεπετάχτηκε γεμάτη καρπό. Το δέντρο αυτό σωζόταν για πολλά χρόνια αργότερα.
Μετά από το δώρα της Αθηνάς ο Δίας κήρυξε το τέλος του αγώνα και είπε στους άλλους θεούς να κρίνουν σε ποιον από τους δυο θεούς να δοθεί η πόλη. Συγχρόνως ζήτησαν τη μαρτυρία και τη γνώμη του Κέκροπα. Αυτός από το βράχο ψηλά έριξε μια ματιά γύρω, αλλά όπου να γύριζε, τα μάτια του αντίκριζαν αλμυρό νερό, τις θάλασσες που από παντού έζωναν τη χώρα. Το δέντρο όμως που είχε κάνει η Αθηνά να φυτρώσει ήταν το πρώτο που φύτρωσε σε όλη τη χώρα και ήταν συνάμα για την πόλη η υπόσχεση για δόξα και ευτυχία.

Γι αυτό ο Κέκροπας θεώρησε πως το δώρο της Αθηνάς ήταν πιο χρήσιμο και έτσι της δόθηκε η κυριαρχία της πόλης. Για την αθηναϊκή προέλευση της ελιάς μιλούν ο Παυσανίας, ο Ηρόδοτος, ο Κλαύδιος Αιλιανος και ο Σοφοκλής.

Το ιερό δέντρο της Αθηνάς έγραψε τη δική του ιστορία στην Αθήνα. Λέγεται πως το 480 π.Χ. όταν κατέκτησαν οι Πέρσες την Ακρόπολη, έκαψαν την ιερή ελιά της Αθήνας προς μεγάλη θλίψη των Αθηναίων που το θεώρησαν κακό σημάδι.

Όμως η θλίψη μετατράπηκε σε αισιοδοξία όταν την άλλη μέρα κιόλας ο ξερός και καμένος κορμός είχε βλαστήσει και πάλι: Ένα καινούριο δροσερό βλαστάρι ύψους δυο πήχεων αποτελούσε πια το καινούριο ιερό δέντρο της Αθήνας. Μέχρι και τα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια οι Αθηναίοι έδειχναν με καμάρι το ιερό δέντρο και πίστευαν πως απαυτό είχε ξεκινήσει η ελαιοκαλλιέργια και απαυτό κατάγονται όλα τα δέντρα ελιάς που υπήρχαν στον κόσμο.

Η κρητική μυθολογία, όμως θέλει την κρητική θεά Αθηνά, η οποία φαίνεται πως σχετίζεται με τη μινωική θεά των Όφεων, να γεννιέται στις εκβολές του ποταμού Τρίτωνα και φυσικά να δωρίζει το ιερό δέντρο στους Μινωίτες. Σημαντική σ`αυτό το μύθο είναι η αναφορά της Πότνιας Αθάνας στις πινακίδες της Γραμμικής Β' Γραφής που βρέθηκαν στην Κνωσό και δείχνει τη σύνδεση της θεάς με την προϊστορική θρησκεία της Κρήτης.

Αρισταίος, προστάτης των ελαιοκαλλιεργητών





Ο φτερωτός Αρισταίος, λεπτομέρεια από μελανόμορφο αμφορέα του 540 π.Χ.


Ο Αρισταίος ήταν γιος του Απόλλωνα, θεού της μουσικής και της αρμονίας, και της Κυρήνης, κόρης του βασιλιά των Λαπιθών Υψέα. Ο Αρισταίος γεννήθηκε στην Λιβύη και ο Ερμής τον πήρε και τον πήγε στη Γαία και στις Ώρες για να τον αναθρέψουν. Ήταν ένα χαρισματικό παιδί που έζησε ονειρεμένα χρόνια. Οι Μούσες, που όταν μεγάλωσε του είχαν αναθέσει τη φύλαξη των κοπαδιών τους στη Φθία, του δίδαξαν τη μαντική και την ιατρική τέχνη.

Ο Αρισταίος ήταν ειδικός στην απομάκρυνση των επιδημιών. Οι Νύμφες πάλι, του έμαθαν πώς να καλλιεργεί τα αμπέλια και τις ελιές, πώς να φροντίζει τα μελίσσια και πώς να κάνει το γάλα τυρί. Την τέχνη δηλαδή της παρασκευής του μελιού, του λαδιού, του τυριού, πράγματα άγνωστα ως τότε στους ανθρώπους.

Οι Νύμφες του έδειξαν πώς να μπολιάζει τις αγριελιές για να δίνουν καρπό, να αλέθει τον καρπό του ελαιόδεντρου και να παίρνει το πολύτιμο αλλά άγνωστο ως τότε ελαιόλαδο. Ο Πλίνιος αναφέρει ότι πρώτος ο Αρισταίος ανακάλυψε το ελαιοπιεστήριο. Ο Αρισταίος δεν κράτησε αυτά τα μυστικά για τον εαυτό του αλλά με τη σειρά του δίδαξε τις τέχνες αυτές στους ανθρώπους. Η μυθολογία μας λέει πως ταξίδεψε στην Ελλάδα, πήγε στην Αρκαδία και στα νησιά. Στην Αρκαδία τιμήθηκε, γιατί ήταν αυτός που δίδαξε στους Αρκάδες τη μελισσοκομία, την κατεργασία του μαλλιού και την τέχνη του κυνηγιού.

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι ο Αρισταίος πήγε στη Σαρδηνία και κατόπιν στη Σικελία όπου βρήκε εξαιρετικά γόνιμη γη για να καλλιεργήσει τις ελιές. Εκεί μάλιστα τιμήθηκε και λατρεύτηκε ως γεωργική θεότητα - προστάτης των ελαιοκαλλιεργητών. Από τότε τα δάση της αγριελιάς που υπήρχαν γύρω από τη Μεσόγειο άρχισαν να καλλιεργούνται, τα άγρια δέντρα άρχισαν να μπολιάζονται και οι άνθρωποι έμαθαν να χρησιμοποιούν τον πολύτιμο καρπό της ελιάς στη διατροφή τους.
Ο Αρισταίος τιμήθηκε από τους ανθρώπους όσο λίγοι θνητοί αναγνωρίζοντας την πλούσια προσφορά του.

Μύθος για την Ελαϊς, Σπερμώ, Οινώ





Ο μυθικός βασιλιάς της Δήλου Άνιος.


Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο Νικ. Πλάτωνα ο μύθος των τριών αδερφών, Ελαϊς, Σπερμώ, Οινώ, που τα ονόματά τους συνδέθηκαν με τα τρία βασικά προϊόντα του ελληνικού χώρου (λάδι, σιτάρι,κρασί) αρχίζει από τη μινωική Κρήτη.
Η Ελαϊς, η Σπερμώ και η Οινώ ήταν κόρες του Ανιου και εκείνος με τη σειρά του ήταν παιδί του Διονύσου και της Αριάδνης. Όταν οι απόγονοι του Μίνωα πήγαν να διοικήσουν διάφορα νησιά ή και περιοχές του αιγιακού χώρου, ο ’νιος πήγε στο ιερό νησί τη Δήλο.

Παντρεύτηκε τη Δωρίππη και απέκτησε τρεις κόρες που τις είπαν Οινοτρόπους ή Οινοφόρους. Σαυτές ο παππούς τους ο Διόνυσος έδωσε ένα μοναδικό χάρισμα:"ποιείν εκ γης έλαιον, σίτον και οίνον". Οι Οινοτρόποι παρείχαν άφθονους καρπούς και τροφές σ όσους έφταναν για χρησμό στο μαντείο της Δήλου.
Ο μύθος μας λέει ότι οι Αχαιοί όταν άρχισαν την εκστρατεία τους εναντίον της Τροίας, πέρασαν από τη Δήλο. Ο Άνιος που ήξερε να προλέγει το μέλλον, τους είπε ότι ο πόλεμος που σκόπευαν να ξεκινήσουν θα κρατούσε δέκα χρόνια. Για να μην ταλαιπωρούνται λοιπόν τους πρότεινε να μείνουν εννιά χρόνια κοντά του και τον δέκατο να πολεμίσουν με τους Τρώες μια και τότε θα έπεφτε η Τροία.
Κι όσο για τη διατροφή τους δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Θα την ανελάμβαναν οι τρεις κόρες του. Η Σπερμώ θα πρόσφερε άφθονους καρπούς (δημητριακά), η Ελαϊς όσο λάδι θα ήθελαν και η Οινώ θα τους τροφοδοτούσε με κρασί.
Οι Αχαιοί αρνήθηκαν και συνέχισαν το ταξίδι τους. Η περιπέτεια των Οινοτρόπων άρχισε όταν αργότερα μετά από χρόνια αποφάσισαν να τις πάρουν κοντά τους. ’λλοι λένε ότι αρνήθηκαν να πάνε κι άλλοι ότι τις πήραν μαζί τους.
Πάντως κινδύνεψαν να θανατωθούν και τις προστάτεψε ο παππούς τους Διόνυσος. Ο Οβίδιος μάλιστα έγραψε, πως ο Διόνυσος μεταμόρφωσε τις τρεις κοπέλες σε περιστέρια.

Ηρακλής και μύθοι





Μελανόμορφο αγγείο που παριστάνει τον Ηρακλή να δένει τον Κένταυρο σε μια ελιά, υπό το βλέμμα της Αθηνάς.


Ο Πίνδαρος ισχυρίζεται ότι ο Ηρακλής, ο γνωστός ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, καθώς επέστρεφε στην Ελλάδα μετά την ολοκλήρωση των άθλων του έφερε μαζί του από τους Υπερβόρειους την αγριελιά και την φύτευσε στην Ολυμπία. Απ`αυτή την ελιά κατασκευάζονταν τα στεφάνια των Ολυμπιονικών.
Σ΄’ ένα αφιερωματικό επίγραμμα, κάποιος Διονύσιος αφιερώνει ένα ρόπαλο στον Ηρακλή με την επιγραφή: «Ηρακλή, εσύ που πατάς το βραχώδες έδαφος της Οίτης και τον μεγάλων δασών που καλύπτουν τις κορυφές, ο Διονύσιος σου αφιερώνει αυτό το ρόπαλο που έκοψε με το κλαδευτήρι του από μια αγριελιά».

Ο Ηρακλής κρατούσε πάντα ένα ρόπαλο με το οποίο αντιμετώπιζε τους κινδύνους και νικούσε κάθε φορά. Το είχε κόψει από μια αγριελιά που είχε βρει κοντά στο Σαρωνικό κόλπο. Κάποτε ο Ηρακλής πήγε στην Τροιζήνα και βρέθηκε μπροστά στο άγαλμα του Ερμή, του θεού που στα παλαιότερα χρόνια και στην παλαιότερη λατρεία φαίνεται ότι ήταν βλαστικός θεός (προστάτης της βλάστησης και της αναγέννησης της φύσης).
Στην Τροιζήνα τον έλεγαν "πολύγιο" λέξη που όπως φαίνεται απηχεί την παλιά βλαστική του ιδιότητα. Ο Ηρακλής λοιπόν ακούμπησε το ρόπαλό του στο άγαλμα του Ερμή και κείνο βλάστησε, έβγαλε ρίζες και φύλλα.Όταν πήγε στην Τροιζήνα ο σπουδαίος περιηγητής Παυσανίας του έδειξαν μια αγριελιά κοντά στο άγαλμα του Ερμή και του είπαν πως αυτό ήταν το δέντρο που είχε φυτρώσει από το ρόπαλο του Ηρακλή.

Η Κρητική αγριελιά στην Ολυμπία



Σύμφωνα με τους Αρχαίους, οι Κουρήτες και οι Ιδαίοι Δάκτυλοι είναι εκείνοι που διαδίδουν την ελιά στον ελληνικό χώρο.Τους αγαθούς αυτούς δαίμονες τους θεωρούσαν οι Κρήτες της εποχής του Διόδωρου του Σικελιώτη σπουδαίους ευεργέτες της ανθρωπότητας, εφευρέτες τεχνικών και αντικειμένων, μεταλλουργούς και γιατρούς, εφευρέτες της μελισσοκομίας, της κτηνοτροφίας, των κυνηγετικών όπλων (του τόξου), του τελετουργικού χορού,του τυμπάνου κ.α.

Ο κρητικός Κουρήτης ή Ιδαίος Δάκτυλος Ηρακλής (δεν έχει σχέση με το γνωστό ήρωα της ελληνικής μυθολογίας) είχε φέρει την αγριελιά από τον Βορρά ή από την πατρίδα του την Κρήτη. Ο Ηρακλής φύτεψε για πρώτη φορά αγριελιά στην Ολυμπία. Ήταν ο εφευρέτης του αθλητισμού και ο θεμελιωτής των Ολυμπιακών αγώνων.Ο Ιδαίος Ηρακλής είχε τέσσερα αδέρφια, τον Παιωναίο, τον Επιμίδη, τον Ιάσιο και τον Ίδα.
Ήταν ο μεγαλύτερος αδερφός και κάποια μέρα τους πήγε στην Ολυμπία για να τρέξουν. Ήταν ο πρώτος αγώνας δρόμου που έγινε στον κόσμο. Ο Ηρακλής στεφάνωσε τον νικητή με ένα κλαδί από την ελιά που είχε φυτέψει εκεί.
Κι από τότε έμεινε η συνήθεια να στεφανώνουν με κλαδιά - στεφάνια αγριελιάς τους νικητές των Ολυμπιακών αγώνων. Από την Ολυμπία η ελιά επεκτάθηκε σε ολόκληρη την Πελοπόννησο και στη συνέχεια μεταφυτεύθηκε στην Αθήνα.-

Δείτε εδώ μια προηγούμενη έκδοση του 2009-10

και εδώ πως έφτιαχναν τις φαγώσιμες ελιές

Επίσης Η ελαία και το ελαιόλαδο στον Ιπποκράτη

ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ για ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
ΘΕΜΑ: Η ΕΛΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΛΛΙΑΣ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: ΜΗΛΙΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ (Α.Μ. 2574) ΡΕΘΥΜΝΟ 2001

Βιβλιογραφία

Μυρσίνη Λαμπράκη, Λάδι, Γεύσεις και Πολιτισμός 5.000 χρόνων, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1999.
Νίκος και Μαρία Ψιλάκη - Ηλίας Καστανάς, Ο Πολιτισμός της Ελιάς - Το Ελαιόλαδο, Εκδόσεις, Ελληνική Ακαδημία Γεύσης, ΚΑΡΜΑΝΩΡ, Ηράκλειο 1999.
Ελιά και Λάδι, Δ Τριήμερο Εργασίας Καλαμάτα, 7-9 Μαϊου 1993, Πολιτιστικό Τεχνολογικό 'Ιδρυμα ΕΤΒΑ - ΕΛΑΪΣ Α.Ε., 1996
Ελληνική Μυθολογία, Τόμοι 3,5, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1986.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια