Περικλέους « ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΛΟΓΟΣ »

Κατά τη διάρκεια του χειµώνα οι Αθηναίοι, ακολουθώντας πατροπαράδοτο έθιµο, έθαψαν δηµοσία δαπάνη τους πρώτους πεσόντες του παρόντος πολέµου κατά τον ακόλουθο τρόπο: Κατασκευάζουν µια σκηνή, στην οποία εκθέτουν τα οστά των πεσόντων επί τρεις ηµερες προ της ταφής, και ο καθένας προσκοµίζει για τον δικό του νεκρό ό,τι (αφιέρωµα) θέλει.



Κατά την ταφή δε δέκα λάρνακες από ξύλο κυπαρισσιού, µια δηλαδή για κάθε φυλή, φέρονται µε άµαξες. Σε κάθε µια δε από τις λάρνακες αυτές τοποθετούνται τα οστά των ανηκόντων σε αυτή την φυλή. Φέρουν δε επί πλέον στα χέρια τους και ένα κενό φέρετρο σκεπασµένο µε σάβανο για τους αφανείς, για όλους δηλαδή όσων τα πτώµατα δεν βρέθηκαν για να ενταφιασθούν. Συνοδεύει δε την κηδεία όποιος θέλει, είτε αστός είτε ξένος, οι δε γυναίκες, οι συγγενείς των πεσόντων, παρευρίσκονται στον τόπο του ενταφιασµού και αρχίζουν να θρηνούν.



Τοποθετούν λοιπόν τα οστά στο δηµόσιο µνηµείο, το οποίο βρίσκεται στο ωραιότερο προά- στειο της πόλης, και στο οποίο θάπτουν πάντοτε τους νεκρούς των πολέµων, όλους τους άλλους τουλάχιστον εκτός από αυτούς που έπεσαν στον Μαραθώνα. ∆ιότι την ανδρεία εκείνων την θεώρησαν σαν κάτι το εξαιρετικό, γι’ αυτό και τους έθαψαν εκεί όπου και έπεσαν µαχόµενοι. Αφού δε τους σκεπάσουν µε χώµα, ένας από τους θεωρούµενους ως πολύ µυαλωµένος και από τους πιο ευυπόληπτους, τον οποίο οι πολίτες διαλέγουν από πριν για τον σκοπό αυτόν, εκφωνεί προς τιµήν των πεσόντων τον κατάλληλο επιτάφιο λόγο. Έπειτα από αυτό φεύγουν. Κατ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο θάπτουν τους νεκρούς των πολέµων. και την συνήθεια αυτή τήρησαν σε όλη τη διάρκεια του πολέµου, όσες φορές τους παρουσιάζεται τέτοια περίπτωση.



Προς τιµήν λοιπόν αυτών των πρώτων νεκρών του πολέµου, εξελέγη να εκφωνήσει τον επιτάφιο ο Περικλής ο γιος του Ξανθίππου. Και στην κατάλληλη στιγµή προχώρησε από το µνηµείο σε ένα βάθρο στηµένο ψηλά, ώστε να ακούγεται από όσο το δυνατόν µεγαλύτερο µέρος του ακροατηρίου, και µίλησε ως εξής περίπου:

«Οι περισσότεροι από όσους ως τώρα έχουν µιλήσει από το βήµα αυτό συνηθίζουν να επαινούν εκείνον, ο οποίος στον νόµο που διέπει την ταφή των νεκρών πρόσθεσε την διάταξη αυτή περί επιταφίου λόγου, γιατί θεωρούν ότι αξίζει τον κόπο να απονέµεται µια τέτοια τιµή στους νεκρούς των πολέµων κατά τον ενταφιασµό τους. Σε µένα εν τούτοις θα φαινόταν ότι είναι προτιµότερο, οι τιµές που απονέµονται σε άνδρες, οι οποίοι αναδείχθηκαν γενναίοι µε τα έργα τους, να εκδηλώνονται και αυτές µε έργα µόνο, όπως είναι π.χ. αυτές, τις οποίες τώρα βλέπετε γύρω από τον ενταφιασµό τους, που έγινε δηµοσία δαπάνη, και όχι να εξαρτώνται οι αρετές των πολλών από την ικανότητα ή την ανικανότητα ενός ανθρώπου, να κανονίζεται δη- λαδή η περί αυτών εκτίµηση των ακροατών από την ευφράδεια ή µη ευφράδεια του ρήτορα. Γιατί είναι δύσκολο πράγµα να µιλήσει κανείς αντικειµενικά (χωρίς δηλαδή να πει ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα από ό,τι πρέπει) για κάποιο θέµα, για το οποίο είναι δύσκολο να εξακριβωθεί και αυτή ακόµα η απλή ιδέα, ότι τα λεγόµενα από τον ρήτορα είναι αληθινά. Γιατί ο ακροατής, ο οποίος γνωρίζει τα πράγµατα και είναι ευνοϊκά διατεθειµένος προς αυτούς που τα έπραξαν, θα σχηµάτιζε ίσως την ιδέα, ότι αυτά εκτέθηκαν κάπως κατώτερα από ό,τι αυτός γνωρίζει και επιθυµεί, ενώ αντίθετα, όποιος τα αγνοεί, θα σκεπτόταν ότι µερικά εκτέθηκαν αρκετά µεγαλοποιηµένα, και αυτό από φθόνο, τον οποίο δοκιµάζει ο άνθρωπος, όταν ακούει κάτι το οποίο υπερβαίνει τις δικές του φυσικές δυνάµεις. Γιατί οι άνθρωποι ανέχονται τους επαίνους που λέγονται για άλλους µόνο εφόσον κάθε ακροατής έχει τη γνώµη, ότι και αυτός είναι ικανός να πράξει κάτι από αυτά που ακούει. Ενώ για κάθε τι, το οποίο είναι ανώτερο από τις δυνάµεις του, αισθάνεται δια µιας φθόνο και δυσπιστία. Εφόσον όµως οι πρόγονοί µας έκριναν ότι µε αυτόν τον τρόπο πρέπει να γίνονται τα πράγµατα αυτά, πρέπει κι εγώ να ακο- λουθήσω το έθιµο αυτό και να προσπαθήσω να ικανοποιήσω την επιθυµία και την γνώµη του καθενός σας όσο µπορέσω περισσότερο.

Θα µιλήσω πρώτα πρώτα για τους προγόνους µας. Γιατί είναι δίκαιο, αλλά συγχρόνως και πρέπον, σε µια τέτοια περίσταση, κατά την οποία θρηνούµε και εγκωµιάζουµε τους νε- κρούς µας, να τους απονέµεται η τιµή αυτή να µνηµονεύονται πρώτοι. Γιατί δεν υπήρξαν ούτε
µια στιγµή, κατά την οποία να έπαυσαν να κατοικούν την χώρα αυτή, και χάρις στην ανδρεία τους διαφύλατταν την ελευθερία της από γενεά σε γενεά µέχρι των ηµερών µας και µας την παράδωσαν ελεύθερη. Και εκείνοι λοιπόν είναι άξιοι επαίνου αλλά ακόµη περισσότερο οι πα- τέρες µας. Γιατί επί πλέον εκείνων, τα οποία κληρονόµησαν, απέκτησαν µε πολλούς κόπους και κληροδότησαν σε µας τους σηµερινούς όλη αυτή την επικράτεια που κατέχουµε σήµερα. Το δε έργο της περαιτέρω βελτίωσης, το επιτελέσαµε εµείς οι ίδιοι που είµαστε συγκεντρωµένοι εδώ, οι οποίοι βρισκόµαστε ακόµη σε αυτήν ακριβώς την ηλικία µας, και εµείς εφοδιάσαµε την πόλη µας µε όλα τα πράγµατα, ώστε να είναι αυταρκέστατη και για πόλεµο και για ειρήνη. Από όλα δε αυτά εγώ όσα µεν αναφέρονται σε πολεµικά κατορθώµατα, µε τα οποία έγινε η κάθε µια κατάκτηση, ή αφορούν την ενεργητικότητα, µε την οποία αποκρούσαµε, είτε εµείς οι σηµερινοί είτε οι πρόγονοί µας, τους εκάστοτε επελθόντες εναντίον µας Βαρβάρους ή Έλλη- νες, όλα αυτά, θα τα παραλείψω, γιατί δεν επιθυµώ να απεραντολογώ ενώπιον ανθρώπων, οι οποίοι τα γνωρίζουν. Αλλά µε ποιον τρόπο φθάσαµε στο σηµείο αυτό της δύναµης που είµαστε σήµερα, και µε ποια µορφή πολιτεύµατος και µε ποιες συνήθειες έγινε µεγάλη η δύναµή µας, όλα αυτά θα αναπτύξω πρώτα, και έπειτα θα προχωρήσω στο εγκώµιο αυτών εδώ των νεκρών, γιατί νοµίζω ότι δεν είναι ανάρµοστο να λεχθούν αυτά και για την παρούσα περίστα- ση, και δεν είναι ανώφελο να τα ακούσουν όλοι οι παρευρισκόµενοι, αστοί και ξένοι.

Έχουµε δηλαδή πολίτευµα, το οποίο δεν αντιγράφει τους νόµους άλλων, µάλλον δε εµείς οι ίδιοι είµαστε υπόδειγµα σε µερικούς παρά µιµούµαστε άλλους. Και ονοµάζεται µεν δηµοκρατία, γιατί η διοίκηση είναι στα χέρια των πολλών και όχι των ολίγων, έναντι δε των νόµων είναι όλοι ίσοι στις ιδιωτικές τους διαφορές, ενώ ως προς την θέση τους στον δηµόσιο βίο κάθε ένας προτιµάται για ένα από τα δηµόσια αξιώµατα ανάλογα µε την επίδοση την οποία σηµειώνει σε αυτά, δηλαδή η δηµόσιά του σταδιοδροµία εξαρτάται µάλλον από την ατοµική του αξία και όχι από την κοινωνική τάξη, από την οποία προέρχεται, ούτε πάλι ένας, ο οποίος είναι µεν φτωχός έχει όµως την ικανότητα να παράσχει κάποια υπηρεσία στην πατρίδα του, εµποδίζεται σε αυτό από το γεγονός ότι είναι άγνωστος. Ζούµε δε σαν ελεύθεροι άνθρωποι, και σαν πολίτες στον δηµόσιο βίο και σαν άτοµα στον ιδιωτικό, στις επιδιώξεις µας της καθηµερινής ζωής, κατά τις οποίες δεν κοιτάµε ο ένας στον άλλον µε καχυποψία, δεν θυµώνουµεµε τον γείτονά µας, όταν κάνει ό,τι του αρέσει, ούτε παίρνουµε µια φυσιογνωµία σκυθρωπή, η οποία µπορεί να µην βλάπτει τον άλλο, πάντως όµως είναι δυσάρεστη. Ενώ δε στην ιδιωτική µας ζωή συναναστρεφόµαστε µεταξύ µας χωρίς να ενοχλεί ο ένας τον άλλον, στην δηµόσιά µας ζωή, σαν πολίτες, από σεβασµό προ πάντων δεν παραβαίνουµε τους νόµους, υπακούµε δε στους εκάστοτε κατέχοντες τα δηµόσια αξιώµατα και στους νόµους, προ περισσότερο σε ε- κείνους από τους νόµους, που έχουν θεσπιστεί για υποστήριξη των αδικούµενων, και σε άλλους, οι οποίοι αν και άγραφοι, η παράβασή τους φέρνει πανθοµολογούµενη ντροπή στους πα- ραβάτες.

Αλλά και για το πνεύµα µας έχουµε εφεύρει πλείστους όσους τρόπους να το ανακουφίζουµε από τους κόπους, µε εορταστικούς αγώνες και θυσίες, τις οποίες έχουµε καθιερώσει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, και µε ευπρεπή ιδιωτικά οικήµατα, η δε ευχαρίστηση την ο- ποία καθηµερινά απολαµβάνουµε από όλα αυτά, διώχνει την µελαγχολία. Λόγω δε του µεγά- λου αριθµού των κατοίκων της πόλης µας εισάγονται σε αυτήν προϊόντα όλου του κόσµου, και συµβαίνει να απολαµβάνουµε έτσι τα προϊόντα των άλλων χωρών µε όση οικειότητα κατα- ναλώνουµε τα προϊόντα της Αττικής (σαν να είναι δηλαδή δικά µας).

Υπερέχουµε δε από τους αντιπάλους µας και στην πολεµική προετοιµασία κατά τα εξής: Την πόλη µας π.χ. την παρέχουµε ανοιχτή σε όλον τον κόσµο, και ποτέ δεν αποκλείουµε κανέναν διώχνοντας τους ξένους από οποιοδήποτε ακρόαµα ή θέαµα, από το οποίο, αν δεν το κρατήσουµε µυστικό και το δει κανείς από τους εχθρούς µας, είναι δυνατόν να ωφεληθεί, και αυτό γιατί έχουµε εµπιστοσύνη όχι τόσο στις πολεµικές προετοιµασίες και τα στρατηγήµατα όσο στην έµφυτη γενναιότητά µας όσον αφορά τα έργα. Στο ζήτηµα δε πάλι της αγωγής, ενώ εκείνοι υποβάλλονται από την νεαρή τους ακόµα ηλικία σε συνεχή και επίπονη άσκηση, µε την οποία επιδιώκουν να γίνουν γενναίοι, εµείς ζούµε µε όλες τις ανέσεις και όµως είµαστε εξ ίσου πρόθυµοι να αντιµετωπίσουµε τους κινδύνους, τους οποίους αντιµετωπίζουν και αυτοί. Και να η απόδειξη: ενώ οι Λακεδαιµόνιοι εκστρατεύουν κατά της χώρας µας µε όλους τους τους συµµάχους και ποτέ µόνοι, εµείς επερχόµαστε κατά των άλλων εντελώς µόνοι, και τις περισσότερες φορές νικάµε χωρίς καµία δυσκολία τους αντιπάλους µας, µολονότι εκείνοι µεν
µάχονται υπέρ βωµών και εστιών, εµείς δε είµαστε σε ξένο έδαφος. Και κανείς από τους ε- χθρούς µας δεν αντιµετώπισε µέχρι σήµερα τις δυνάµεις µας ενωµένες, γιατί αφ’ ενός καταβάλλουµε πολλές φροντίδες ταυτόχρονα και για το ναυτικό µας, και αφ’ ετέρου κατατέµνουµε τις δυνάµεις µας του πεζικού και τις στέλνουµε σε πολλά σηµεία της επικράτειάς µας. Αν δε κάπου µε µέρος µόνο της δύναµής µας συµπλακούν οι αντίπαλοί µας, τότε, αν µεν νικήσουν, καυχώνται ότι µας νίκησαν όλους, αν δεν νικηθούν, διακηρύσσουν ότι νικήθηκαν από όλους. Και βέβαια, αν εµείς αντιµετωπίζουµε µε πολλή προθυµία τους κινδύνους, µάλλον µε µια αφροντισία και άνεση παρά µετά από επίπονη άσκηση, και µε ανδρεία, η οποία οφείλεται όχι τόσο στην επιβολή των νόµων όσο στην φυσική µας ευψυχία, έχουµε το πλεονέκτηµα ότι δεν καταπονούµεθα προκαταβολικά για δεινά, τα οποία ανήκουν ακόµα στο µέλλον, και ότι, όταν φθάσει η ώρα των δεινών αυτών, αποδεικνυόµαστε ότι δεν είµαστε λιγότερο τολµηροί από εκείνους που µοχθούν αδιάκοπα. ∆εν είναι δε σε αυτά µόνο αξιοθαύµαστη η πόλη µας αλλά και σε πολλά ακόµη.



Γιατί είµαστε λάτρες του ωραίου, όµως χωρίς σπατάλη χρήµατος, και καλλιεργούµε το πνεύµα χωρίς να χάνουµε την ανδρεία µας. Και µεταχειριζόµαστε τον πλούτο περισσότερο σαν µια ευκαιρία δράσης παρά σαν αφορµή κοµπορρηµοσύνης, το να οµολογεί δε κανείς την φτώχεια του δεν είναι ντροπή, είναι όµως αισχρότερο το να µην προσπαθεί να την αποφύγει µε την εργασία. Επί πλέον, οι ίδιοι εµείς όλοι είµαστε σε θέση να φροντίζουµε ταυτόχρονα για τις ιδιωτικές µας υποθέσεις και για τις υποθέσεις της πόλης µας, και όσοι από εµάς είναι απασχοληµένοι µε ιδιωτικές επιχειρήσεις και αυτοί ακόµα κατέχουν τα πολιτικά ζητήµατα στην εντέλεια. Γιατί είµαστε ο µόνος λαός που τον µη αναµειγνυόµενο καθόλου στα κοινά δεν τον θεωρούµε φιλήσυχο αλλά άχρηστο, και οι µόνοι που όποτε δεν τα επινοούµε και δεν τα προτείνουµε οι ίδιοι πάντως έχουµε τη δύναµη να κρίνουµε σωστά τα λαµβανόµενα µέτρα, τους δε λόγους δεν τους θεωρούµε καθόλου εµπόδιο των έργων, αλλά µάλλον θεωρούµε σαν εµπό- διο το να µην έχουµε κατατοπισθεί προφορικά σε όσα έχουµε να κάνουµε, πριν καταπιαστούµε µε αυτά. Γιατί υπερέχουµε από τους άλλους και ως προς αυτό ακόµη, ότι δηλαδή εµείς οι ίδιοι αποφασίζουµε για όσα πρόκειται να επιχειρήσουµε και εµείς οι ίδιοι τα επιχειρούµε. Ενώ ως προς αυτό οι άλλοι... σε αυτούς η µεν αµάθεια τους κάνει να αποφασίζουν η δε σκέψη τους κάνει να διστάζουν. Πιο τολµηροί όµως από όλους είναι σωστό να θεωρούνται όσοι γνωρίζουν µε σαφήνεια ποιες είναι οι συµφορές και ποια τα ευχάριστα, και όµως η γνώση αυτή δεν τους κάνει να αποφεύγουν τους κινδύνους. Αλλά και στα ζητήµατα της καλοσύνης διαφέ- ρουµε από την πλειονότητα των ανθρώπων. Γιατί εµείς τους φίλους τους αποκτάµε µάλλον ευεργετώντας παρά ευεργετούµενοι από αυτούς. Σταθερότερος δε φίλος είναι ο ευεργετών τον άλλον, γιατί είναι φυσικό να προσπαθεί να διατηρεί την ανάµνηση της ευεργεσίας µε το να φέρεται πάντοτε καλά προς τον ευεργετούµενο. Ενώ αντιθέτως αυτός που οφείλει την ευεργεσία είναι ψυχρότερος στις σχέσεις του, γιατί γνωρίζει, ότι πρόκειται να ανταποδώσει την καλοσύνη σαν πληρωµή χρέους και όχι για να εξασφαλίσει την ευγνωµοσύνη του άλλου. Και είµαστε οι µόνοι που βοηθάµε τον άλλο χωρίς την ελάχιστη ανησυχία, και αυτό µάλλον από την εµπιστοσύνη που εµπνέει η ελευθερία παρά από συµφεροντολογικούς υπολογισµούς.

Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν τα παραπάνω τονίζω, ότι η όλη πόλη είναι σχολείο της Ελλάδας και ότι, κατά τη γνώµη µου, ο καθένας από εµάς έχει την ικανότητα να προσαρµοστεί προς τις πλέον διαφορετικές µορφές δράσεως µε την µεγαλύτερη ευστροφία και χάρη. Και ότι αυτά είναι µάλλον η πραγµατική αλήθεια και όχι απλή κοµπορρηµοσύνη, κατάλληλη για την παρούσα περίσταση, το αποδεικνύει αυτή η δύναµη της πόλης, την οποία αποκτήσαµε µε τις ικανότητές µας αυτές. Γιατί είναι η µόνη πόλη από τις σηµερινές που όταν δοκιµάζεται αποδεικνύεται ανώτερη της φήµης της, και η µόνη, η οποία ούτε στον εχθρό, που της επιτίθεται, δίνει αφορµή να αγανακτήσει µε όσα παθαίνει από τέτοιους αντιπάλους, ούτε στους υπηκόους της δίνει αφορµή για παράπονα, γιατί τάχα εξουσιάζονται από ανάξιους να έχουν την εξουσία. Η δύναµή µας δε αυτή δεν είναι βέβαια χωρίς αποδείξεις, αλλά υπάρχουν µεγαλοπρεπή µνηµεία αυτής, για τα οποία µας θαυµάζουν» οι σύγχρονοί µας και θα µας θαυµάζουν και οι µελλοντικές γενιές, και µάλιστα χωρίς να χρειαζόµαστε τους επαίνους ούτε του Οµήρου ούτε κανενός άλλου, του οποίου οι στίχοι είναι δυνατόν να ευχαριστήσουν προς στιγµήν, θα έλθει όµως η πραγµατικότητα, η οποία θα αποκαλύψει ψεύτικη την ιδέα που σχηµατίστηκε για τα πράγµατα, αλλά γιατί ολόκληρη τη θάλασσα και την ξηρά την εξαναγκάσαµε να γίνει προσιτή στην τόλµη µας, ιδρύσαµε δε παντού αιώνια µνηµεία και της φιλίας µας και της έχθρας µας. Υπέρ αυτής λοιπόν της πόλης και αυτοί εδώ λοιπόν πολέµησαν γενναία και βρήκαν τον θάνατο, γιατί δεν µπορούσαν να ανεχθούν την στέρησή της, και από εµάς τους αποµένοντες στην ζωή ο καθένας πρέπει να έχει την προθυµία να µοχθήσει γι’ αυτήν.

Γι’ αυτόν λοιπόν το λόγο µακρηγόρησα για όσα αφορούν την πόλη, αφ’ ενός µεν δηλαδή γιατί ήθελα να σας δείξω, ότι εµείς δεν αγωνιζόµαστε για τον ίδιο σκοπό, για τον οποίο αγωνίζονται όσοι δεν έχουν κανένα από αυτά τα πλεονεκτήµατα σε ίσο βαθµό µε µας, και αφ’ ετέρου γιατί µε αυτόν τον τρόπο ήθελα να κάνω φανερό µε αποδείξεις, ότι είναι δίκαιο το εγκώµιο των ανδρών αυτών, για τους οποίους µιλάω τώρα. Και έχω ήδη αναφέρει τα κυριότερα σηµεία τούτου του εγκωµίου. Γιατί όσα είπα για την πόλη για να την εξυµνήσω, είναι στολίδια, µε τα οποία την στόλισαν οι αρετές αυτών εδώ και άλλων οµοίων µε αυτούς, και πολύ λίγοι Έλληνες υπάρχουν, για τους οποίους µπορεί να λεχθεί, ό,τι µπορεί να λεχθεί γι’ αυτούς εδώ, ότι δηλαδή φήµη τους ισοσταθµίζει τα έργα τους. Έχω δε τη γνώµη, ότι θάνατος σαν αυ- τόν εδώ των προκείµενων νεκρών παρέχει το αληθινό µέτρο της αξίας ενός ανθρώπου, και άλλοτε µεν είναι ο πρώτος που την προαναγγέλλει άλλοτε δε ο τελευταίος που την επισφραγίζει. Γιατί και εκείνοι ακόµη που υστερούν κατά τα άλλα, δικαιούνται να προβάλλουν για υπεράσπισή τους την ανδραγαθία, την οποία επέδειξαν κατά τους πολέµους, µαχόµενοι υπέρ της πατρίδας. Γιατί εξέλειψαν το κακό δια του καλού, και µε τις καλές τους υπηρεσίες σαν υπερασπιστές της πατρίδας την ωφέλησαν περισσότερο απ’ όσο την έβλαψαν µε τα τυχόν σφάλµατά τους στην ιδιωτική τους ζωή. Από αυτούς όµως εδώ κανείς δεν δείχθηκε δειλός µπροστά στον θάνατο εξ αιτίας του πλούτου του, δεν προτίµησε δηλαδή να συνεχίσει την απόλαυσή του, ούτε απέφυγε τον κίνδυνο εξ αιτίας της φτώχειας του, από την ελπίδα δηλαδή ότι µπορεί να την αποφύγει επί τέλους κάποτε και να γίνει πλούσιος. Αλλά περισσότερο από όλα τα αγαθά πόθησαν την τιµωρία των εχθρών τους, και συνάµα θεώρησαν ότι δεν υπάρχει ενδο- ξότερος κίνδυνος από αυτόν εδώ, και για τούτο προθυµοποιήθηκαν να ριφθούν σε αυτόν, για να εκδικηθούν τους εχθρούς τους αφ’ ενός, και για να επιδιώξουν την απόκτηση των αγαθών αυτών αφ’ ετέρου, την µεν αβεβαιότητα δηλαδή της επιτυχίας την εµπιστεύθηκαν στην ελπίδα, ως προς δε τον κίνδυνο του θανάτου που βρισκόταν µπροστά τους κατά την µάχη ήταν αποφασισµένοι να στηριχθούν στον εαυτό τους και µόνο. Και µέσα στη µάχη θεώρησαν πάντα προτιµότερο να αντισταθούν και να βρουν τον θάνατο παρά να σωθούν τρεπόµενοι σε φυγή, και γι’ αυτό απέφευγαν την αισχρή φήµη της δειλίας, και υπέβαλαν τα σώµατά τους σε όλα τα δεινά της µάχης, σε µια δε κρίσιµη στιγµή, που ήταν στα χέρια της τύχης, στο ύψος της δόξας µάλλον παρά του τρόµου, βρήκαν τον θάνατο.

Και αυτοί µεν εδώ τέτοιου είδους άνθρωποι υπήρξαν, αντάξιοι της πατρίδας τους. Σεις δε οι επιζώντες πρέπει να εύχεσθε, το γενναίο σας φρόνηµα απέναντι στους εχθρούς να είναι περισσότερο τυχερό από αυτό των προηγούµενων νεκρών, µε κανέναν όµως τρόπο να καταδέχεσθε να είναι λιγότερο τολµηρό, και να µην κρίνετε την αξία του φρονήµατος αυτού από τους επαίνους του ρήτορα µόνο, ο οποίος θα µπορούσε να την µεγαλοποιήσει όσο ήθελε ενώπιόν σας – αν και σεις τα ξέρετε το ίδιο καλά µε αυτόν – αναφέροντας όλα τα καλά που υπάρχουν στην άµυνα εναντίον των εχθρών, αλλά µάλλον να παρατηρείτε καθηµερινά τη δύναµη της πόλης, όπως αυτή παρουσιάζεται µε έργα, και να κυριεύεσθε λίγο από έρωτα προς αυτήν, και όταν σας φανεί ότι είναι µεγάλη, να συλλογίζεσθε ότι όλα αυτά τα απέκτησαν άνθρωποι τολµηροί που είχαν συναίσθηση του καθήκοντός τους, και κατά την ώρα της µάχης είχαν πάντοτε µπροστά στα µάτια τους τον φόβο του ντροπιάσµατος, όσες φορές δε αποτύγχαναν σε κάποια τους προσπάθεια, δεν νόµιζαν ότι για τον λόγο αυτό έπρεπε να στερήσουν και την πόλη από τις υπηρεσίες τους, αλλά συνεισέφεραν υπέρ αυτής την ωραιότερη συνεισφορά. Γιατί ενώ όλοι µαζί από κοινού πρόσφεραν στην υπηρεσία της πατρίδας τα σώµατά τους, απελάµβαναν ατοµικά κάθε ένας, σαν ανταµοιβή τρόπον τινά, τον έπαινο, ο οποίος δεν γερνάει ποτέ, και τον πιο επίσηµο τάφο, που είναι δυνατόν να αποκτήσει άνθρωπος, δεν εννοώ δε τον τάφο, στον οποίο έχουν εναποτεθεί τα λείψανά τους, αλλά µάλλον τον τάφο, στον οποίο αποµένει µετά θάνατον η δόξα τους και µνηµονεύεται αιωνίως σε κάθε παρουσιαζόµενη κάθε φορά ευκαιρία είτε λόγου είτε έργου. Γιατί των επιφανών ανδρών τάφος είναι η Γη ολόκληρη, και την ύπαρξή τους δεν την φανερώνει µόνο η επιγραφή µιας στήλης σε κάποιο µέρος της πατρίδας τους, αλλά και στα ξένα µέρη είναι εγκατεστηµένη µια άγραφη ανάµνηση αυτών σκαλισµένη όχι σε κάποιο έργο τέχνης αλλά µάλλον στις καρδιές ενός εκάστου των ανθρώπων. Αυτούς λοιπόν , εσείς τώρα να τους µιµηθείτε, και µε τη σκέψη ότι ευδαιµονία είναι η ελευθερία, ελευθερία δε η τόλµη, µην τροµοκρατείσθε από τους κινδύνους του πολέµου. Γιατί δεν θα ήταν δικαιότερο να αψηφούν την ζωή τους οι δυστυχούντες άνθρωποι, οι οποίοι δεν ελπίζουν να απολαύσουν κανέναν καλό, αλλά οι ευτυχισµένοι, οι οποίοι κατά την διάρκεια ακόµη της ζωής τους διατρέχουν τον κίνδυνο να δουν την κατάστασή τους να µεταβάλλεται στην αντίθετη, δηλαδή την δυστυχία, και για τους οποίους θα ήταν πολύ σηµαντική η διαφορά, αν υποτεθεί ότι πάθαιναν κανένα ατύχηµα. Γιατί προξενεί µεγαλύτερο πόνο, σε έναν βέβαια που έχει κάποια υψηλοφροσύνη, η εξαθλίωση που συνοδεύεται από εκφυλισµό, παρά ο θάνατος που του έρχεται ξαφνικά, χωρίς καν να γίνει αισθητός, επάνω στην ακµή της σωµατικής του δύναµης και επάνω στις ελπίδες που τρέφει και ο κάθε θνητός.

Γι’ αυτόν λοιπόν τον λόγο και σας τους γονείς των ηρώων αυτών, όσοι είσθε παρόντες, δεν σας κλαίω την στιγµή αυτή, αλλά µάλλον θα προσπαθήσω να σας παρηγορήσω. Γιατί, όπως όλοι, γνωρίζουν και αυτοί ότι µεγάλωσαν µέσα σε ποικίλες εναλλαγές της τύχης, και ότι ευτυχισµένοι µπορεί να θεωρούνται µόνο εκείνοι, στους οποίους έλαχε η µεγίστη τιµή, είτε ένας έντιµος θάνατος είναι αυτή, όπως αυτών εδώ, είτε µια έντιµη λύπη, όπως η δική σας, και εκείνοι, των οποίων οι ηµέρες της ζωής τους κανονίστηκαν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε το τέρµα της ευτυχίας τους να συµπέσει µε το τέρµα της ζωής τους. Γνωρίζω βέβαια ότι είναι δύσκολο να σας πείσω γι’ αυτά, µια τέτοια στιγµή κατά την οποία η ευτυχία των άλλων θα σας κάνει να θυµηθείτε πολλές φορές την ευτυχία, που κάποτε αισθανθήκατε και σεις. Και λύπη αισθάνεται κανείς όχι για την έλλειψη των αγαθών που δεν δοκίµασε ποτέ στην ζωή του, αλλά για την στέρηση εκείνων, τα οποία πριν του αφαιρεθούν αποτέλεσαν µέρος της ζωής του. Όσοι δε από εσάς είσθε σε ηλικία που επιτρέπει την τεκνοποιία, πρέπει να υποφέρετε τον πόνο σας µε περισσότερη υποµονή, γιατί ελπίζετε να αποκτήσετε και άλλα παιδιά. Γιατί όχι µόνο για τον καθένα σας ιδιαίτερα εκείνα που θα γεννηθούν θα σας κάνουν να λησµονήσετε σιγά σιγά αυτά που χάσατε στον πόλεµο, αλλά και για την πόλη το κέρδος θα είναι διπλό, γιατί µε αυτόν τον τρόπο, αφ’ ενός αποφεύγεται η απειλούµενη ερήµωση από την ελάττωση του πληθυσµού, και αφ’ ετέρου ενισχύεται η ασφάλειά της. Γιατί τίποτε το σωστό και δίκαιο δεν είναι σε θέση να σκεφθούν και να συµβουλεύσουν την πόλη όσοι δεν έχουν παιδιά να τα εκθέσουν στον κίνδυνο που εκτίθενται τα παιδιά όλων των άλλων. Όσοι δε πάλι έχετε προσπεράσει το όριο αυτό της ηλικίας, πρέπει να θεωρείτε κέρδος το ότι περάσατε το µεγαλύτερο µέρος της ζωής σας ευτυχισµένοι, η δε περίοδος της λυπηµένης ζωής σας θα είναι σύντοµη, και να ανακουφίζεσθε από την δόξα αυτών εδώ των ηρωικώς πεσόντων παιδιών σας. Γιατί το µόνο πράγµα που δεν γερνάει ποτέ είναι η φιλοδοξία, και εκείνο που ευχαριστεί τον άνθρωπο στην γεροντική του ηλικία, όταν είναι άχρηστος πια, δεν είναι το κέρδος, όπως ισχυρίζονται µερικοί, αλλά η απόλαυση τιµών.
Ως προς σας δε εξ άλλου, τους γιους και αδελφούς τους, όσοι είσθε παρόντες, βλέπω ότι η προσπάθεια, την οποία θα πρέπει να καταβάλλετε, για να τους µιµείσθε, είναι τροµακτικά δύσκολη. Γιατί όλοι συνηθίζουν να επαινούν εκείνον που δεν υπάρχει πλέον, οσοδήποτε δε υπέροχη και αν υποτεθεί ότι είναι η αρετή σας, µόλις και µετά βίας θα θεωρούσατε ότι είσθε, όχι όµοιοι, αλλά κατά τι κατώτεροι. Γιατί και µεταξύ των ζώντων υπάρχει φθόνος αµοιβαίος εκ µέρους των εκάστοτε αντιζήλων, όποιος δε πεθαίνει και δεν είναι εµπόδιο σε κανέναν τιµάται µε µια εύνοια απαλλαγµένη από κάθε αντίδραση.

Αν δε πρέπει να κάνω λόγο και για την γυναικεία αρετή, σχετικά µε αυτές που θα ζουν ως εξής σαν χήρες, θα συµπεριλάβω όλα όσα έχω να πω σε µια σύντοµη παραίνεση: θα είναι
µεγάλη η δόξα σας, αν δεν δειχθείτε κατώτεροι του φυσικού σας χαρακτήρα, και µάλιστα αν για την κάθε µια σας γίνεται όσο το δυνατόν λιγότερος λόγος µεταξύ των ανδρών, είτε προς έπαινον είτε προς κατηγορία (είτε για καλό είτε για κακό).
Εκφώνησα λοιπόν κι εγώ, σύµφωνα µε την επιταγή του νόµου, τον επιτάφιο, και είπα ό,τι είχα να πω κατάλληλο για την περίσταση, και µε έργα δε αυτοί, τους οποίους θάπτουµε, εν µέρει µεν έχουν τιµηθεί τώρα αµέσως, εν µέρει δε θα τιµώνται στο µέλλον, γιατί η πόλη θα ανατρέφει τα παιδιά τους δηµοσία δαπάνη µέχρι που να γίνουν έφηβοι, απονέµουσα έτσι και σε αυτούς εδώ και στους επιζώντες χρήσιµη αµοιβή, αντί στεφάνου τρόπον τινά, για αυτούς τους αγώνες τους υπέρ της πατρίδας. Γιατί όπου τα βραβεία της αρετής είναι τα πιο µεγάλα, εκεί συγκαταλέγονται µεταξύ των πολιτών και οι πιο ενάρετοι άνδρες. Και τώρα να χορτάσει ο καθένας θρηνώντας τον δικό του και έπειτα να αποχωρήσει».

Μετάφραση -Θουκυδίδου ΞΥΓΓΡΑΦΗΣ 34-46

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια